taver
Member
- Μηνύματα
- 12.691
- Likes
- 30.254
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Πηγαίνοντας στο Ιράν
- Κεφάλαιο 3: Πρώτη γνωριμία με την Τεχεράνη
- Κεφάλαιο 3 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 4: Μοιάζεις με Ιρανό, το ξέρεις;
- Κεφάλαιο 5: Αρχαίες ιστορίες
- Κεφάλαιο 5 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 5 (συνέχεια II)
- Κεφάλαιο 6: Θρυλική πτήση
- Κεφάλαιο 7: Οι άγιοι και ο αντιβασιλέας
- Κεφάλαιο 7 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 8: Οι ποιητές
- Κεφάλαιο 9: Αρχαία στην έρημο
- Κεφάλαιο 9 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 10: Ζωή στην απομόνωση
- Κεφάλαιο 10 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 10 (συνέχεια II)
- Κεφάλαιο 11: Ο μισός κόσμος...
- Κεφάλαιο 12: Μια βραδιά στο Ισφαχάν
- Κεφάλαιο 13: Η κληρονομιά των Σαφαβίδων
- Κεφάλαιο 13 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 14: Πυρετός το Πεμπτόβραδο
- Κεφάλαιο 15: Παρασκευή, κοντή γιορτή
- Κεφάλαιο 15 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 16: Πετάει-πετάει το αεροπλανάκι…
- Κεφάλαιο 17: Θρησκευτικός τουρισμός
- Κεφάλαιο 17 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 17 (συνέχεια II)
- Κεφάλαιο 18: Πίσω στη μεγάλη πόλη
- Κεφάλαιο 18 (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 19: Έξοδος
Κεφάλαιο 10: Ζωή στην απομόνωση
Βγήκα, έκανα μια μικρή βόλτα στο κέντρο της μικρής πόλης, χάθηκα και λίγο στα άπειρα στενάκια του. Όμορφη φαίνεται, ωραία ατμόσφαιρα το βράδυ, αλλά ερημιά. Ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους. Βρήκα ένα ταξιδιωτικό γραφείο και έβγαλα εισιτήριο λεωφορείου για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού μου, σε 2 μέρες. Και μετά, πήγα για βραδινό φαί, σε ένα εστιατόριο σε ταράτσα, με πανοραμική θέα της… ολοσκότεινης πόλης. Παράγγειλα και "Μοχίτο". Δεν είχα υπολογίσει το κλίμα της ερήμου, και ότι όσο η νύχτα έπεφτα πιο βαριά, μαζί της ερχόταν και το κρύο. Και έτσι, νωρίς-νωρίς επέστρεψα στο ξενοδοχείο.



Και κοίταξα καλύτερα το δωμάτιο. Καλά, μιλάμε για μεγάλη στραβομάρα πριν. Τα σεντόνια στο κρεββάτι ήταν χρησιμοποιημένα και βρώμικα, η κουβέρτα… άσε να μην πω, το πάτωμα βρώμαγε, και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ίχνη από ζουπηγμένα ζουζούνια. Ίσως υπάρχει κάποια σχέση με το ότι το παράθυρο του μπάνιου δεν έκλεινε καλά… Και ούτε λόγος για air condition ή για θέρμανση. Wifi σήμα δεν έφτανε στο βάθος, και 3G σήμα δεν έπιανε. Το πρωϊνό δε διέθετε καφέ, αυγά, κλπ – χωρίς να σημαίνει ότι ήταν και παραδοσιακό: τυράκια κονσέρβα και μαρμελάδες είχε. Αν πάτε ποτέ στη Yazd, MH δεχτείτε να σας στείλουν να μείνετε στο Kourosh hotel.
Τσάι, όμως (φακελάκι) έφτιαχναν καλό. Και με την αυλή να είναι σχετικώς όμορφη, άραξα σε ένα τραπέζι με το iPad και μπόλικο τσάι, όσο άλλαζαν τα σεντόνια και ψιλοκαθάριζαν το δωμάτιο. Ώσπου πέρασε η ώρα και πήγα για ύπνο. Ας ξυπνήσω νωρίς αύριο…
H Yazd είναι μια παλιά πόλη, τόσο που ο Μάρκο Πόλο έγραψε γι αυτή ήδη από το 13ο αιώνα ότι ήταν μια ευχάριστη και υπέροχη πόλη, ενώ ήταν ήδη από τότε γνωστή για τα μεταξωτά και τα υφάσματά της. Είναι χτισμένη σε μια «όαση» ανάμεσα σε δυο ερήμους, τη Dasht-e Kavir στα βόρεια και τη Dasht-e Lut στα νότια. Στα προάστια, είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη σαν Ελληνική πόλη, καθώς μεγάλωσε απότομα τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 . Στο κέντρο, της όμως, διακλαδίζεται ένας δαίδαλος από στενάκια, σκεπασμένα ενίοτε, ανάμεσα σε παραδοσιακά σπιτάκια από τούβλο, λάσπη και άχυρο. Η εικόνα είναι όμορφη. Κρύβει όμως κάτι. Όλα τα σπίτια έχουν και μια αυλή. Μόνο που η αυλή τους είναι πάντοτε κρυμμένη πίσω από ένα τρίμετρο μαντρότοιχο. Σε μια χώρα που όλοι είναι ευγενείς, εξυπηρετικοί και φιλόξενοι, αυτό χτυπάει τουλάχιστον ως περίεργο. Γιατί η απομόνωση, κάθε άλλο παρά φιλικότητα δείχνει. Μάλλον έχει περισσότερο να κάνει με την κουλτούρα «πίσω από κλειστές πόρτες» της χώρας, όπου όλοι τους μέσα στα σπίτια τους είναι κανονικοί άνθρωποι, ίσως και πέρα από το μέτρο, αλλά μόλις πρόκειται κάποιος να τους δει, γίνονται υπερσυντηρητικοί καθωσπρέπει.




Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό σημάδι της τοπικής αρχιτεκτονικής, είναι τα bagdir (ανεμοπαγίδες), ψηλοί πύργοι που ανεβαίνουν πάνω από το επίπεδο των σπιτιών. Αναπτύχθηκαν με σκοπό να λειτουργούν ως φυσικό air-condition, φέρνοντας καθαρό και δροσερό αέρα από ψηλά μέσα στα σπίτια. Ένα τρίτο ειδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο είναι τα Yakhchal, που είναι παγόπυργοι (ice towers) και βρίσκονται παντού στο Ιράν. Πρόκειται για ωοειδείς κατασκευές κάτω και πάνω από το έδαφος, που χρησίμευαν ως… ψυγεία, για τη διατήρηση πάγου. Λειτουργούσαν με τεχνολογία αντίστροφη από αυτή που χρησιμοποιούν σήμερα οι αντλίες θερμότητας, απάγοντας θερμότητα δια της εξάτμισης.

Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό της τοπικής αρχιτεκτονικής, είναι τα Qanat, με τεχνολογία 2000 ετών, που πρόσφατα χαρακτηρίστηκαν ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτά είναι ένα δίκτυο υπόγειων καναλιών, όπου το νερό από πηγές αρκετά μακριά μεταφέρονταν σε μεγάλη απόσταση. Έτσι, πήγαινε στα χωράφια, έφτανε στην πόλη και μοιραζόταν στα σπίτια, χωρίς τον κίνδυνο να εξατμιστεί από τη ζέστη. Τα κανάλια ήταν επισκέψιμα, με την έννοια ότι μπορούσε κάποιος να περπατήσει (ή έστω να μπουσουλήσει) μέσα σ’ αυτά. Σε αρκετά σημεία, σκάλες κατέβαιναν στους αγωγούς για να παίρνει ο κόσμος με κουβάδες νερό από το κανάλι – Οι πλούσιοι είχαν ιδιωτική πρόσβαση μέσα από το σπίτι τους, ενώ για τους υπόλοιπους υπήρχαν δημόσιες προσβάσεις, στις πλατείες και στα τζαμιά.

Κι ένα πέμπτο τοπικό κτηριακό κατασκεύασμα, είναι αυτό εδώ που βρίσκεται μπροστά μου, λίγο πιο πέρα από το ξενοδοχείο, και συνδυάζει τις παραπάνω τεχνολογίες. Τα Ab anbar είναι δεξαμενές νερού, που τροφοδοτούνται από τα Qanat, και κρατάνε ποσότητες νερού για διάφορες χρήσεις. Μοιάζουν σχηματικά με τα Yakhchal, ενώ διαθέτουν και μερικά bagdir για να τα επισκέπτεται ο αέρας και να κρατάνε το νερό φρέσκο.

Μετά από λίγο περπάτημα στα στενάκια, έφτασα στην επόμενη στάση μου στο Khan-e Lari, ένα κτήριο 150 ετών, και από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια της εποχής των Καζάρων, που ανήκε σε μια οικογένεια εμπόρων, και σήμερα στεγάζει υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού της χώρας. Είναι κανονικά επισκέψιμο με εισιτήριο, το οποίο επιτρέπει την είσοδο στην κεντρική αυλή, στο Qanat του σπιτιού, και σε όσους χώρους δεν έχουν καταλάβει οι υπηρεσίες του υπουργείου.



Επόμενη στάση, η «Φυλακή του Αλέξανδρου», ένα υπόγειο δωμάτιο με όλες τις ανέσεις, κάτω από ένα συγκρότημα σουβενιράδικων και μικροπωλητάδικων, με πρωταρχικό στόχο το εισόδημα των τουριστών και τη μίζα των ξεναγών που τους φέρνουν. Ο χώρος πάνω από το έδαφος είναι ένας παλιός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του 15ου αιώνα αλλά πολλάκις ανακαινισμένος έκτοτε. Το υπόγειο έχει αυτό το όνομα λόγω μιας αναφοράς σε ένα ποίημα του Χάφεζ, και υποτίθεται ότι είναι μια υπόγεια φυλακή που υποτίθεται κατασκεύασε ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά φαίνεται και μεταγενέστερο και περίεργο. Πιο πιθανό το βλέπω να ήταν ένα ακόμα Ab anbar.







Δίπλα στο παραπάνω, βρίσκεται ένα παλιό, ετοιμόρροπο τζαμί του 11ου αιώνα με ονομασία «Τάφος των 12 Ιμάμηδων». Προφανώς δεν είναι τάφος κανενός από αυτούς, γιατί αν ήταν, τώρα εδώ θα υπήρχε μια Μέκκα κατασκευασμένη γύρω του και θα ερχόντουσαν οι απανταχού της Γης Σιήτες να προσκυνήσουν. Είναι απλά αφιερωμένο σ’ αυτούς. Στους τοίχους, οι καλλιγραφικές αραβικές επιγραφές, που έχουν φτιαχτεί με την πιο παλιά τεχνική κεραμικής τοιχοποιίας που σώζεται στο Ιράν, αναφέρουν τα ονόματα των 12 Ιμάμηδων. Ο χώρος είναι κανονικά σφραγισμένος – φωνάζεις τον τύπο από τη φυλακή του Αλέξανδρου, και με ένα μικρό φιλοδώρημα, σου ανοίγει και μπαίνεις μέσα. Είμαι τυχερός όμως, γιατί μόλις τον φώναξαν και τους άνοιξε ένα γκρουπ Κινέζοι με τον ξεναγό τους. Και μπήκα κι εγώ, δια της προσκολλήσεως. Δε χρειάστηκε καν να τεντώσω τα μάτια μου για να μοιάζω μέλος του γκρουπ….



To πρόβλημα ότι το ξενοδοχείο δε σέρβιρε καφέ στο πρωϊνό έπρεπε να αποκατασταθεί σύντομα, αν δεν ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με στερητικό σύνδρομο από έλλειψη καφεΐνης. Προχωρώντας στα στενά της Yazd, σύντομα έπεσα πάνω σε ένα όμορφο καφέ, με παραδοσιακά τραπέζια, και μια αυλή γεμάτη από θόλους Ab anbar (ή κάτι που τους έμοιαζε). Ψυχή άλλη δεν υπήρχε, αλλά δεν πτοήθηκα. Κάθισα, και ήρθε ο σερβιτόρος. Το χα μάθει πια. Όχι Καπουτσίνο... «Ένα εσπρέσσο με γάλα παρακαλώ. Κι αυτό εκεί το γλυκό». Με ρώτησε κι αυτός από πού είμαι (μέχρι τώρα είχα ήδη συνηθίσει να με ρωτάνε οι πάντες…) Καφές ΟΚ, γλυκάκι, και… ένα Ελληνικό σημαιάκι ήρθε να στολίσει το τραπέζι (όχι, δεν το φωτογράφησα...). ΟΚ. Φαίνεται ότι δεν είμαι ο μόνος Έλληνας που κυκλοφόρησε ποτέ στην πόλη αυτή…



Συνέχισα λίγο ακόμα τη βόλτα στα στενά, χάθηκα και λίγο, και πέτυχα διάφορα. Ένα όμορφο συνοικιακό τζαμί, αρκετές πλατείες, στενάκια, σπιτάκια, ξενοδοχεία, κ.α.
























Η βόλτα ήταν όμορφη, ώσπου κοίταξα το ρολόι και είδα πως είναι ώρα να πάω στο επόμενο αξιοθέατο, και έπρεπε να το κάνω με ένα ταξί, αν δεν ήθελα να αργήσω, γιατί έκλεινε για μεσημέρι. Ταξί, φυσικά, στα στενάκια δε βρίσκεται, οπότε περπάτησα λίγο ως το μεγάλο κεντρικό ρολόι, στο κέντρο της πόλης, όπου έκαναν πιάτσα οι ταρίφες. Πήρα τον πρώτο που βρήκα, του είπα τον προορισμό μου, μπήκα μέσα, δεν έκανα παζάρια, με ρώτησε από πού είμαι, του είπα, και μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε.
Βγήκα, έκανα μια μικρή βόλτα στο κέντρο της μικρής πόλης, χάθηκα και λίγο στα άπειρα στενάκια του. Όμορφη φαίνεται, ωραία ατμόσφαιρα το βράδυ, αλλά ερημιά. Ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους. Βρήκα ένα ταξιδιωτικό γραφείο και έβγαλα εισιτήριο λεωφορείου για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού μου, σε 2 μέρες. Και μετά, πήγα για βραδινό φαί, σε ένα εστιατόριο σε ταράτσα, με πανοραμική θέα της… ολοσκότεινης πόλης. Παράγγειλα και "Μοχίτο". Δεν είχα υπολογίσει το κλίμα της ερήμου, και ότι όσο η νύχτα έπεφτα πιο βαριά, μαζί της ερχόταν και το κρύο. Και έτσι, νωρίς-νωρίς επέστρεψα στο ξενοδοχείο.



Και κοίταξα καλύτερα το δωμάτιο. Καλά, μιλάμε για μεγάλη στραβομάρα πριν. Τα σεντόνια στο κρεββάτι ήταν χρησιμοποιημένα και βρώμικα, η κουβέρτα… άσε να μην πω, το πάτωμα βρώμαγε, και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ίχνη από ζουπηγμένα ζουζούνια. Ίσως υπάρχει κάποια σχέση με το ότι το παράθυρο του μπάνιου δεν έκλεινε καλά… Και ούτε λόγος για air condition ή για θέρμανση. Wifi σήμα δεν έφτανε στο βάθος, και 3G σήμα δεν έπιανε. Το πρωϊνό δε διέθετε καφέ, αυγά, κλπ – χωρίς να σημαίνει ότι ήταν και παραδοσιακό: τυράκια κονσέρβα και μαρμελάδες είχε. Αν πάτε ποτέ στη Yazd, MH δεχτείτε να σας στείλουν να μείνετε στο Kourosh hotel.
Τσάι, όμως (φακελάκι) έφτιαχναν καλό. Και με την αυλή να είναι σχετικώς όμορφη, άραξα σε ένα τραπέζι με το iPad και μπόλικο τσάι, όσο άλλαζαν τα σεντόνια και ψιλοκαθάριζαν το δωμάτιο. Ώσπου πέρασε η ώρα και πήγα για ύπνο. Ας ξυπνήσω νωρίς αύριο…
H Yazd είναι μια παλιά πόλη, τόσο που ο Μάρκο Πόλο έγραψε γι αυτή ήδη από το 13ο αιώνα ότι ήταν μια ευχάριστη και υπέροχη πόλη, ενώ ήταν ήδη από τότε γνωστή για τα μεταξωτά και τα υφάσματά της. Είναι χτισμένη σε μια «όαση» ανάμεσα σε δυο ερήμους, τη Dasht-e Kavir στα βόρεια και τη Dasht-e Lut στα νότια. Στα προάστια, είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη σαν Ελληνική πόλη, καθώς μεγάλωσε απότομα τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 . Στο κέντρο, της όμως, διακλαδίζεται ένας δαίδαλος από στενάκια, σκεπασμένα ενίοτε, ανάμεσα σε παραδοσιακά σπιτάκια από τούβλο, λάσπη και άχυρο. Η εικόνα είναι όμορφη. Κρύβει όμως κάτι. Όλα τα σπίτια έχουν και μια αυλή. Μόνο που η αυλή τους είναι πάντοτε κρυμμένη πίσω από ένα τρίμετρο μαντρότοιχο. Σε μια χώρα που όλοι είναι ευγενείς, εξυπηρετικοί και φιλόξενοι, αυτό χτυπάει τουλάχιστον ως περίεργο. Γιατί η απομόνωση, κάθε άλλο παρά φιλικότητα δείχνει. Μάλλον έχει περισσότερο να κάνει με την κουλτούρα «πίσω από κλειστές πόρτες» της χώρας, όπου όλοι τους μέσα στα σπίτια τους είναι κανονικοί άνθρωποι, ίσως και πέρα από το μέτρο, αλλά μόλις πρόκειται κάποιος να τους δει, γίνονται υπερσυντηρητικοί καθωσπρέπει.




Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό σημάδι της τοπικής αρχιτεκτονικής, είναι τα bagdir (ανεμοπαγίδες), ψηλοί πύργοι που ανεβαίνουν πάνω από το επίπεδο των σπιτιών. Αναπτύχθηκαν με σκοπό να λειτουργούν ως φυσικό air-condition, φέρνοντας καθαρό και δροσερό αέρα από ψηλά μέσα στα σπίτια. Ένα τρίτο ειδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο είναι τα Yakhchal, που είναι παγόπυργοι (ice towers) και βρίσκονται παντού στο Ιράν. Πρόκειται για ωοειδείς κατασκευές κάτω και πάνω από το έδαφος, που χρησίμευαν ως… ψυγεία, για τη διατήρηση πάγου. Λειτουργούσαν με τεχνολογία αντίστροφη από αυτή που χρησιμοποιούν σήμερα οι αντλίες θερμότητας, απάγοντας θερμότητα δια της εξάτμισης.

Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό της τοπικής αρχιτεκτονικής, είναι τα Qanat, με τεχνολογία 2000 ετών, που πρόσφατα χαρακτηρίστηκαν ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτά είναι ένα δίκτυο υπόγειων καναλιών, όπου το νερό από πηγές αρκετά μακριά μεταφέρονταν σε μεγάλη απόσταση. Έτσι, πήγαινε στα χωράφια, έφτανε στην πόλη και μοιραζόταν στα σπίτια, χωρίς τον κίνδυνο να εξατμιστεί από τη ζέστη. Τα κανάλια ήταν επισκέψιμα, με την έννοια ότι μπορούσε κάποιος να περπατήσει (ή έστω να μπουσουλήσει) μέσα σ’ αυτά. Σε αρκετά σημεία, σκάλες κατέβαιναν στους αγωγούς για να παίρνει ο κόσμος με κουβάδες νερό από το κανάλι – Οι πλούσιοι είχαν ιδιωτική πρόσβαση μέσα από το σπίτι τους, ενώ για τους υπόλοιπους υπήρχαν δημόσιες προσβάσεις, στις πλατείες και στα τζαμιά.

Κι ένα πέμπτο τοπικό κτηριακό κατασκεύασμα, είναι αυτό εδώ που βρίσκεται μπροστά μου, λίγο πιο πέρα από το ξενοδοχείο, και συνδυάζει τις παραπάνω τεχνολογίες. Τα Ab anbar είναι δεξαμενές νερού, που τροφοδοτούνται από τα Qanat, και κρατάνε ποσότητες νερού για διάφορες χρήσεις. Μοιάζουν σχηματικά με τα Yakhchal, ενώ διαθέτουν και μερικά bagdir για να τα επισκέπτεται ο αέρας και να κρατάνε το νερό φρέσκο.

Μετά από λίγο περπάτημα στα στενάκια, έφτασα στην επόμενη στάση μου στο Khan-e Lari, ένα κτήριο 150 ετών, και από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια της εποχής των Καζάρων, που ανήκε σε μια οικογένεια εμπόρων, και σήμερα στεγάζει υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού της χώρας. Είναι κανονικά επισκέψιμο με εισιτήριο, το οποίο επιτρέπει την είσοδο στην κεντρική αυλή, στο Qanat του σπιτιού, και σε όσους χώρους δεν έχουν καταλάβει οι υπηρεσίες του υπουργείου.



Επόμενη στάση, η «Φυλακή του Αλέξανδρου», ένα υπόγειο δωμάτιο με όλες τις ανέσεις, κάτω από ένα συγκρότημα σουβενιράδικων και μικροπωλητάδικων, με πρωταρχικό στόχο το εισόδημα των τουριστών και τη μίζα των ξεναγών που τους φέρνουν. Ο χώρος πάνω από το έδαφος είναι ένας παλιός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του 15ου αιώνα αλλά πολλάκις ανακαινισμένος έκτοτε. Το υπόγειο έχει αυτό το όνομα λόγω μιας αναφοράς σε ένα ποίημα του Χάφεζ, και υποτίθεται ότι είναι μια υπόγεια φυλακή που υποτίθεται κατασκεύασε ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά φαίνεται και μεταγενέστερο και περίεργο. Πιο πιθανό το βλέπω να ήταν ένα ακόμα Ab anbar.







Δίπλα στο παραπάνω, βρίσκεται ένα παλιό, ετοιμόρροπο τζαμί του 11ου αιώνα με ονομασία «Τάφος των 12 Ιμάμηδων». Προφανώς δεν είναι τάφος κανενός από αυτούς, γιατί αν ήταν, τώρα εδώ θα υπήρχε μια Μέκκα κατασκευασμένη γύρω του και θα ερχόντουσαν οι απανταχού της Γης Σιήτες να προσκυνήσουν. Είναι απλά αφιερωμένο σ’ αυτούς. Στους τοίχους, οι καλλιγραφικές αραβικές επιγραφές, που έχουν φτιαχτεί με την πιο παλιά τεχνική κεραμικής τοιχοποιίας που σώζεται στο Ιράν, αναφέρουν τα ονόματα των 12 Ιμάμηδων. Ο χώρος είναι κανονικά σφραγισμένος – φωνάζεις τον τύπο από τη φυλακή του Αλέξανδρου, και με ένα μικρό φιλοδώρημα, σου ανοίγει και μπαίνεις μέσα. Είμαι τυχερός όμως, γιατί μόλις τον φώναξαν και τους άνοιξε ένα γκρουπ Κινέζοι με τον ξεναγό τους. Και μπήκα κι εγώ, δια της προσκολλήσεως. Δε χρειάστηκε καν να τεντώσω τα μάτια μου για να μοιάζω μέλος του γκρουπ….



To πρόβλημα ότι το ξενοδοχείο δε σέρβιρε καφέ στο πρωϊνό έπρεπε να αποκατασταθεί σύντομα, αν δεν ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με στερητικό σύνδρομο από έλλειψη καφεΐνης. Προχωρώντας στα στενά της Yazd, σύντομα έπεσα πάνω σε ένα όμορφο καφέ, με παραδοσιακά τραπέζια, και μια αυλή γεμάτη από θόλους Ab anbar (ή κάτι που τους έμοιαζε). Ψυχή άλλη δεν υπήρχε, αλλά δεν πτοήθηκα. Κάθισα, και ήρθε ο σερβιτόρος. Το χα μάθει πια. Όχι Καπουτσίνο... «Ένα εσπρέσσο με γάλα παρακαλώ. Κι αυτό εκεί το γλυκό». Με ρώτησε κι αυτός από πού είμαι (μέχρι τώρα είχα ήδη συνηθίσει να με ρωτάνε οι πάντες…) Καφές ΟΚ, γλυκάκι, και… ένα Ελληνικό σημαιάκι ήρθε να στολίσει το τραπέζι (όχι, δεν το φωτογράφησα...). ΟΚ. Φαίνεται ότι δεν είμαι ο μόνος Έλληνας που κυκλοφόρησε ποτέ στην πόλη αυτή…



Συνέχισα λίγο ακόμα τη βόλτα στα στενά, χάθηκα και λίγο, και πέτυχα διάφορα. Ένα όμορφο συνοικιακό τζαμί, αρκετές πλατείες, στενάκια, σπιτάκια, ξενοδοχεία, κ.α.
























Η βόλτα ήταν όμορφη, ώσπου κοίταξα το ρολόι και είδα πως είναι ώρα να πάω στο επόμενο αξιοθέατο, και έπρεπε να το κάνω με ένα ταξί, αν δεν ήθελα να αργήσω, γιατί έκλεινε για μεσημέρι. Ταξί, φυσικά, στα στενάκια δε βρίσκεται, οπότε περπάτησα λίγο ως το μεγάλο κεντρικό ρολόι, στο κέντρο της πόλης, όπου έκαναν πιάτσα οι ταρίφες. Πήρα τον πρώτο που βρήκα, του είπα τον προορισμό μου, μπήκα μέσα, δεν έκανα παζάρια, με ρώτησε από πού είμαι, του είπα, και μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε.
Last edited: