Anas Tassos
Member
- Μηνύματα
- 168
- Likes
- 1.259
- Ταξίδι-Όνειρο
- Παπούα Νεα Γουινέα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αεροπορικό ταξίδι ως τη Γκάμπια
- Σερεκούντα
- Τι Εστί Γκάμπια
- Αναζητώντας τις ρίζες του Κίντα Κούντε στη Γκάμπια
- Μένω στη Σερεκούντα και οργανώνομαι!
- Ταξίδι στη βόρεια όχθη του Γκάμπια
- Janjanbureh και Νότια όχθη του ποταμού Γκάμπια
- Πέρασμα στη Σενεγάλη
- Ταξίδι στο Μπισσάου
- Καρναβάλι στο Μπισσάου
- Και τι εστί Γουινέα Μπισάου[U];[/U]
- Αποχαιρετισμός του Μπισσάου και πίσω στο Ziguinchor
- Ελινκίν, ψαροχώρι της Καζαμάνς
- Oussouye - Karabane
- Καφουντίν, στην άλλη άκρη του Καζαμάνς
- Καφουντίν και στήσιμο εις διπλούν
- Άφιξη στο Ντακάρ
- Στη μεγαλούπολη και στο παραδεισιακό νησάκι Γκορέ
- Τουμπακούτα
- Εξερευνώντας το Δέλτα του ποταμού Σαλούμ
- Σαλί, τουρισμός στη Μικρή Ακτή
- Ζοάλ-Φαντιούθ
- Ποια να διαλέξω; Την καινούργια ή την παλιά Πρωτεύουσα;
- Πάλι Σεν Λουί – Πάλι ΘΑΡΣΕΙΝ ΧΡΗ!
- Άφιξη στο Νουακσότ
- Μια ημέρα στο Νουακσότ
- Ταξίδι ως το Ατάρ
- Chinguetti
- Chinguetti ΙΙ
- Ανάμεσα στις πηγές του παραδείσου και τα πρόθυρα της κόλασης
- Νουακσότ, Brain storming και Carpe diem
- Πετάω με το τελευταίο αεροπλάνο
- Νόστιμον ήμαρ με Happy end
- Μια ανακεφαλαίωση για το ταξίδι στη Δυτική Αφρική
- Όπου «ότι θέλεις γράφεις»
- Λόγια κλειδωμένα και του κουίζ η λύση
- Αντί επιλόγου
Κεφάλαιο 28ο.
Πέμπτη, 12 Μαρτίου. Ταξίδι ως το Ατάρ.
Ον επόμενος προορισμός μου είναι η περιοχή Adrar (Αντράρ). Είναι μια περιοχή στο εσωτερικό της χώρας. Μεγάλο σε έκταση το Αντράρ είναι ένα υψίπεδο που ξεπροβάλλει μέσα στην έρημο Σαχάρα. Με επικούς αμμόλοφους, βραχώδεις σχηματισμούς και προπάντων με οάσεις που υπήρξαν αιωνόβιοι σταθμοί καραβανιών με καμήλες, το αραιοκατοικημένο σήμερα Αντράρ, είναι η πιο ιστορική περιοχή της Μαυριτανίας.
Για κάθε ψαγμένο ταξιδιώτη, το Αντράρ είναι χωρίς αμφιβολία αυτό που λέμε “pièce de résistance” της Μαυριτανίας.
Η Γαλλική αυτή έκφραση, που κατά λέξη μεταφράζεται «το κομμάτι της αντοχής», χρησιμοποιείται (και στα Αγγλικά) όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι ως «το κυρίως πιάτο» ή το κυριότερο αντικείμενο μιας ομάδας πραγμάτων.
Ξύπνημα στις έξι το πρωί. Το ταξί έρχεται στις επτά. Σήμερα δεν έχει πρωινό, ούτε καν καφέ. Με πηγαίνει (με 150 UM) σε ένα σταθμό λεωφορείων οκτώ χιλιόμετρα μακριά. Δυστυχώς ούτε εδώ θα βρω καφέ, ούτε στο δρόμο του ταξιδιού, αυτή θα είναι η «ημέρα χωρίς καφέ». Υπάρχουν πολλές εταιρίες που πραγματοποιούν μεταφορές με μινιμπάς. Σε μια από αυτές βγάζω εισιτήριο, πληρώνοντας 600 UM.
Ο προορισμός μου είναι το Ατάρ, η πρωτεύουσα της περιοχής Αντράρ. Στην αρχή ταλαντεύθηκα μήπως έπρεπε να κατέβω σε μια διασταύρωση πριν το Ατάρ, για να επισκεφθώ την όαση Terjit, αλλά μού εξήγησαν ότι δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνία για το μέρος αυτό. Οπότε θα πάω πρώτα στην πόλη Ατάρ, τέρμα του σημερινού δρομολογίου.
Αναχωρούμε περίπου στις οκτώ. Βγαίνοντας από την πόλη του Νουακσότ βρισκόμαστε στη έρημο Σαχάρα. Ο δρόμος είναι καλός. Οι αστυνομικοί έλεγχοι σχετικά λίγοι. Μόνο δυο φορές, στα 430 χιλιόμετρα της διαδρομής, μού ζήτησαν διαβατήριο.
Κατά τον έλεγχο διαβατηρίων αποκαλύπτεται και η υπηκοότητά μου. Και επειδή ως γνωστόν οι Έλληνες ξεχωρίζουν και διαπρέπουν σε όλο τον κόσμο ο καλοβαλμένος κύριος που κάθεται στο πίσω από εμένα κάθισμα με σκουντάει ελαφρά στην πλάτη για να πιάσουμε την κουβέντα. (Το λέμε και poke αυτό!). Μιλάει πολύ καλά Γαλλικά. Όπως μου λέει συνεργάστηκε παλιότερα με έναν Έλληνα που ήταν συγχρόνως καπετάνιος και πλοιοκτήτης. Με το καράβι του έκανε προμήθεια πετρελαιοειδών στο λιμάνι του Νουακσότ. Ο Έλληνας καπετάνιος επέμενε να τον μάθει μια Ελληνική λέξη: να αποκαλεί τους άλλους «μαλάκα»! Του είπα βέβαια ότι είναι άσχημη λέξη. Αλλά δεν επεκτάθηκα σε αναλυτική εξήγηση μέσα στο λεωφορειάκι!
Το στιγμιότυπο κολλάει καλύτερα στο νήμα των αναρτήσεων με θέμα «οτιδήποτε θυμίζει Ελλάδα ανά τον κόσμο», είδατε πως απέφυγα την αγγλική λέξη!
Αλλά το επεισόδιο «πέστε Μ. όπως στην Ελλάδα» είναι τόσο χιλιοπαιγμένο που φοβάμαι ότι θα το βουλιάξουμε το καημενούλι το θρεντ.
Ακούω διαμαρτυρίες για χρήση απαγορευμένης λέξης. Εντάξει παιδιά. Η ένστασή σας δεκτή. Οπότε η λέξη θρεντ αφαιρείται από την αφήγηση. Τα υπόλοιπα όμως είναι όλα τόσο ωραία και Ελληνικά εις το ακέραιον.
Κάνουμε μια στάση στα μισά περίπου τού δρόμου, στο Akjoujt. Είναι μια πόλη μικρή μεν, αλλά η μεγαλύτερη στη διαδρομή μας. Η στάση διαρκεί 10 ως 15 λεπτά, για να φάμε κάτι. Εγώ πεινάω και παίρνω ένα σάντουιτς, ένα στρογγυλό ψωμί με γέμιση τρία πολύ λεπτεπίλεπτα σουβλάκια.
Όταν φθάνουμε στο Ατάρ, η ώρα είναι μιάμιση. Κάναμε πεντέμισι ώρες ταξίδι.
Με ένα σαράβαλο που το παίζει ταξί πηγαίνω στο “Bab Sahara”, ένα Campement στην περιφέρεια της πόλης. Το έχει ένα ζευγάρι Ολλανδών, που αν κρίνω από την εμφάνιση και τις ιστορίες που μού λένε είναι άνω των 70 ετών. Ο Jost και η Λεονί έχουν εγκατασταθεί εδώ και 24 χρόνια στο Ατάρ, και το “Bab Sahara”, που μεταφράζεται «Πύλη της Σαχάρας», έχει γίνει σημείο αναφοράς για τους ανεξάρτητους ταξιδιώτες που διασχίζουν την Αφρική. Μού δίνουν ένα ωραίο μπανγκαλόου. Είναι κατασκευασμένο σε στιλ Αφρικάνικης στρογγυλής καλύβας. Είναι όμως μεγάλο και άνετο, με δικό του μπάνιο, ανεμιστήρα και AC. Έχει πέτρινους τοίχους, στέγη από κορμούς δένδρων, κλαδιά και χορταροσκεπή. Υπάρχει σύνδεση με wifi αλλά λειτουργεί με πολλές διακοπές. Δε θυμάμαι το ακριβές κόστος, ήταν περίπου 1,200 UM τη διανυκτέρευση. Πολύ καλά είναι εδώ, ας μην ξεχνάμε ότι βρίσκομαι στα βάθη της Σαχάρας.
Κάπως ακριβά είναι τα γεύματα. Μαγειρεύει ένας Σενεγαλέζος για το ζευγάρι και μαζί τους τρώω και εγώ. Τα χρεώνουν 800 UM. Σήμερα θα πάρω και τα δυο γεύματα εδώ στο Bab Sahara.
Συζητώ μαζί τους και ιδίως με τη Λεονί από την οποία παίρνω πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Όπως φαίνεται για να δω αυτά που με ενδιαφέρουν αρκεί να μείνω στο Αντράρ τρεις νύχτες. Σήμερα θα μείνω εδώ στο Ατάρ. Αύριο θα μεταβώ στο ιστορικό Chinguetti, όπου θα διανυκτερεύσω. Και την τρίτη ημέρα θα επιστρέψω και θα επισκεφθώ με κάποιο ταξί το Terjit.
Την τέταρτη ημέρα θα εγκαταλείψω το Αντράρ. Ο επόμενος προορισμός μου είναι το Nouadhibou, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Μαυριτανίας. Μεγάλο λιμάνι στον Ατλαντικό, βρίσκεται κοντά στα σύνορα του Μαρόκου, όπου πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Η αρχική μου σκέψη ήταν να πάω στο Nouadhibou με το θρυλικό φορτηγό τρένο που κουβαλάει σιδηρομετάλλευμα από τα ορυχεία τού Zouérat. Η γραμμή έχει μήκος 670 χιλιόμετρα και ο πιο κοντινός σταθμός βρίσκεται στο Choum, σε απόσταση 130 χιλιόμετρα βόρεια του Ατάρ. Ενώ από το Choum ως το Nouadhibou είναι 460 χιλιόμετρα με το τρένο. Το θρυλικό τρένο έχει μήκος τρία χιλιόμετρα, φημιζόμενο ως ο μακρύτερος σιδηροδρομικός συρμός του κόσμου. Υπάρχει ένα «βαγόνι επιβατών» αλλά όπως ξέρω ήδη οι συνθήκες είναι πολύ κακές για ένα ολονύκτιο ταξίδι δώδεκα και πλέον ωρών. Η συμβουλή της Λεονί είναι να μην ταξιδέψω με το τρένο. Πρόκειται για ταλαιπωρία και σκόνη σε μια νύχτα που θα είμαι κλεισμένος με πολλούς άλλους χωρίς φαγητό και τουαλέτες και χωρίς στάση.
Τα ίδια με συμβουλεύουν και οι δυο άλλοι ταξιδιώτες που είναι σήμερα εδώ. Είναι δυο Γερμανοί, πατέρας και γιος που κάνουν ένα δίμηνο ταξίδι με ένα μεγάλο φορτηγό που το έχουν και σαν σπίτι τους. Ο ηλικιωμένος Γερμανός ζούσε στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Μετά την ενοποίηση έκανε κάποιες επιχειρήσεις αλλά στη συνέχεια κήρυξε χρεωκοπία. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Πορτογαλία όπου έχει ανοίξει ένα Γερμανικό σχολείο. Βίος και Πολιτεία και αυτός.
Με όλα αυτά έχω περίπου πεισθεί να διαγράψω από τα ταξιδιωτικά μου σχέδια τη μετάβαση με το τρένο. Αλλά πώς πάνε στο Nouadhibou; Δυστυχώς δεν υφίσταται δρόμος. Οπότε πρέπει να επιστρέψω στο Νουακσότ και από εκεί να συνεχίσω με άλλο μινιμπάς για την απόσταση των 480 χιλιομέτρων που χωρίζουν τις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Μαυριτανίας. Πολλές οι ώρες του ταξιδιού αλλά υπάρχουν μινιμπάς που κάνουν ανταπόκριση και ελπίζω να τα καταφέρω να κάνω όλο το ταξίδι από το Ατάρ στο Nouadhibou αυθημερόν.
Μεσημεριανή ξεκούραση με το AC σε λειτουργία. Στις τεσσεράμισι βγαίνω. Πηγαίνω βόλτα στο κέντρο της πόλης που απέχει ενάμισι χιλιόμετρο. Το Ατάρ βρίσκεται στην καρδιά της ερήμου. Είναι η πρωτεύουσα τού Adrar και η μοναδική πραγματική πόλη του, με περίπου 25,000 κατοίκους. Ένας μεγάλος κυκλοφοριακός κύκλος σημαδεύει το κέντρο της πόλης. Στη μια του πλευρά ξεδιπλώνεται η αγορά που δραστηριοποιείται και πάλι αυτή την απογευματινή ώρα. Είναι τόσο στεγασμένα μαγαζιά όσο και πάγκοι στο ύπαιθρο, όπου πουλάνε τα πάντα.
Οι εικόνες είναι γραφικές, ειδικά στους πάγκους, καθώς υπάρχει μια συνεχής κινητικότητα. Οι πωλητές κόβουν με μαχαίρια τα ξυλάκια «μισουάκ» για τον καθαρισμό των δοντιών. Ραντίζουν με νερό τα ματσάκια από δυόσμο που προορίζονται για το τσάι. Τυλίγουν σε διάφανο πλαστικό τις μπαγκέτες ψωμιού, εδώ δε βλέπω να πουλάνε πίτες όπως στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Κομμάτια από ορυκτό αλάτι θυμίζουν πως πριν πέντε και πλέον αιώνες περνούσαν από τις οάσεις τού Adrar οι δρόμοι του αλατιού. Το εξόρυσσαν στα ορυχεία της Taghaza.
O Ibn Battuta που έφθασε στα αλατωρυχεία το 1352 γράφει ότι την εξόρυξη έκαναν σκλάβοι που τρέφονταν με χουρμάδες, κεχρί και κρέας καμήλας, που όλα έρχονταν από μακρινά μέρη στην άνυδρη Taghaza. Το κόστος εξαρτιόταν κυρίως από τα μεταφορικά, έτσι τα καραβάνια με τις καμήλες το πουλούσαν σε τιμές πέντε και δέκα φορές μεγαλύτερες από την τιμή της αγοράς, όταν έφθαναν στις οάσεις του τότε Βασιλείου του Μαλί.
Όπως γράφει ο Λέων ο Αφρικανός στο ιστορικό ταξιδιωτικό βιβλίο “Descrittione dell’Africa” (Περιγραφή της Αφρικής), που επισκέφθηκε την Taghaza γύρω στα 1510, την εποχή του μετέφεραν το αλάτι σε μεγάλες αποστάσεις ως το Τιμπουκτού, όπου το αντάλλασσαν με χρυσάφι.
Τα ορυχεία της Taghaza βρίσκονται σήμερα εγκαταλειμμένα στο βόρειο άκρο του Μάλι. Σταμάτησαν να λειτουργούν στο τέλος του 16ου αιώνα. Τα διαδέχθηκαν τα αλατωρυχεία του Taoudenni. Βρίσκονται κάπου 150 χλμ νοτιότερα, πάλι στο Μάλι.
Το αλάτι της Σαχάρας εξάγεται από ένα λεκανοπέδιο που είναι ο απολιθωμένος πυθμένας μιας αρχαίας αλμυρής λίμνης. Οι εργάτες το κόβουν με χειρωνακτικές μεθόδους σε πλάκες. Ως πρόσφατα οι μεταφορές γινόντουσαν με καραβάνια από καμήλες. Αυτά τα καραβάνια είναι τα θρυλικά “Azalai” που οι Τουάρέγκ οργάνωναν δυο φορές το χρόνο.
Πλάκες με ορυκτό αλάτι της Σαχάρας, στο Εθνικό Μουσείο τού Νουακσότ. Δεμένες με σχοινί για ευκολότερη μεταφορά στην πλάτη της καμήλας.
Η αγορά είναι ενδιαφέρουσα αλλά το πιο γραφικό που της βρίσκω δεν είναι τα πράγματα που πουλάνε ούτε τα πολλά γαϊδούρια που τα μεταφέρουν. Είναι κυρίως οι εργαζόμενοι, που ενώ είναι συνεχώς απασχολημένοι, ωστόσο εμπορεύονται την πραμάτεια τους σε πολύ ανθρώπινη σχέση με τους αγοραστές. Στην αγορά υπάρχει διάχυτη ησυχία και χαλαρότητα, που δε μπορούν να περιγραφούν εύκολα.
Ακόμα είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι φοράνε την εθνική Μαυριτανική ενδυμασία, το Drâa. Είναι ένα είδος μακριού μανδύα με χρώμα σχεδόν πάντοτε γαλάζιο. Διακοσμημένος με χρυσά και λευκά κεντήματα, ο Μαυριτανικός Drâa έχει μια τρύπα για να αφήσει το πέρασμα του κεφαλιού και δύο μεγάλα ανοικτά μανίκια σε κάθε πλευρά. Έχει ακόμα σε κάθε πλευρά ραμμένες τσέπες. Όταν κάνει ζέστη τα μανίκια μπορούν να τυλίγονται μέχρι τους ώμους. Το Drâa φοριέται πάνω από ένα φαρδύ παντελόνι με όμοιο ύφασμα και χρώμα. Ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της εθνικής ενδυμασίας του Μαυριτανού είναι το τουρμπάνι. Είναι ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα με μήκος από 3,5 έως πέντε μέτρα που το τυλίγουν επιδέξια στο κεφάλι τους. Δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό αξεσουάρ αλλά τους προστατεύει από τον καυτό ήλιο και την άμμο της ερήμου. Ο Μαυριτανός σκεπάζει με αυτό και το πρόσωπό του, για να προστατέψει το δέρμα και τα μάτια του.
Τώρα βέβαια δε χρειάζεται να γράψω ότι δε γίνεται να βγάλω φωτογραφίες από τον κόσμο της αγοράς.
Επιστρέφω στο Bab Sahara κατά τις εξίμισι. Το βραδινό φαγητό είναι πολύ καλό. Τρώμε όλοι μαζί, το ζευγάρι των Ολλανδών, οι δύο Γερμανοί και εγώ. Συζητάμε τις εξελίξεις και οι ειδήσεις που μαθαίνω μοιάζουν τρελές.
Ο πρόεδρος των Η.Π.Α. διέταξε απαγόρευση πτήσεων προς και από όλες τις χώρες της ζώνης Shengen. Έχει αρκετό κόσμο που αποκλείστηκε και δε μπορεί να επιστρέψει στα σπίτια του. Ψάχνουν εισιτήρια μέσω άλλων χωρών όπως του Μαρόκου και της Βρετανίας. Αυτή η απαγόρευση έγινε με στόχο την προστασία από τη μετάδοση του κορωνοϊού covid – 19. Να δούμε τι άλλο θα γίνει.
Για αύριο η Λεονί συνεννοήθηκε με ένα «ταξί» ώστε να μεταβώ στο Chinguetti. Ο οδηγός είπε να περιμένω να περάσει κατά τις δέκα.
Πέμπτη, 12 Μαρτίου. Ταξίδι ως το Ατάρ.
Ον επόμενος προορισμός μου είναι η περιοχή Adrar (Αντράρ). Είναι μια περιοχή στο εσωτερικό της χώρας. Μεγάλο σε έκταση το Αντράρ είναι ένα υψίπεδο που ξεπροβάλλει μέσα στην έρημο Σαχάρα. Με επικούς αμμόλοφους, βραχώδεις σχηματισμούς και προπάντων με οάσεις που υπήρξαν αιωνόβιοι σταθμοί καραβανιών με καμήλες, το αραιοκατοικημένο σήμερα Αντράρ, είναι η πιο ιστορική περιοχή της Μαυριτανίας.
Για κάθε ψαγμένο ταξιδιώτη, το Αντράρ είναι χωρίς αμφιβολία αυτό που λέμε “pièce de résistance” της Μαυριτανίας.
Η Γαλλική αυτή έκφραση, που κατά λέξη μεταφράζεται «το κομμάτι της αντοχής», χρησιμοποιείται (και στα Αγγλικά) όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι ως «το κυρίως πιάτο» ή το κυριότερο αντικείμενο μιας ομάδας πραγμάτων.
Ξύπνημα στις έξι το πρωί. Το ταξί έρχεται στις επτά. Σήμερα δεν έχει πρωινό, ούτε καν καφέ. Με πηγαίνει (με 150 UM) σε ένα σταθμό λεωφορείων οκτώ χιλιόμετρα μακριά. Δυστυχώς ούτε εδώ θα βρω καφέ, ούτε στο δρόμο του ταξιδιού, αυτή θα είναι η «ημέρα χωρίς καφέ». Υπάρχουν πολλές εταιρίες που πραγματοποιούν μεταφορές με μινιμπάς. Σε μια από αυτές βγάζω εισιτήριο, πληρώνοντας 600 UM.
Ο προορισμός μου είναι το Ατάρ, η πρωτεύουσα της περιοχής Αντράρ. Στην αρχή ταλαντεύθηκα μήπως έπρεπε να κατέβω σε μια διασταύρωση πριν το Ατάρ, για να επισκεφθώ την όαση Terjit, αλλά μού εξήγησαν ότι δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνία για το μέρος αυτό. Οπότε θα πάω πρώτα στην πόλη Ατάρ, τέρμα του σημερινού δρομολογίου.
Αναχωρούμε περίπου στις οκτώ. Βγαίνοντας από την πόλη του Νουακσότ βρισκόμαστε στη έρημο Σαχάρα. Ο δρόμος είναι καλός. Οι αστυνομικοί έλεγχοι σχετικά λίγοι. Μόνο δυο φορές, στα 430 χιλιόμετρα της διαδρομής, μού ζήτησαν διαβατήριο.
Κατά τον έλεγχο διαβατηρίων αποκαλύπτεται και η υπηκοότητά μου. Και επειδή ως γνωστόν οι Έλληνες ξεχωρίζουν και διαπρέπουν σε όλο τον κόσμο ο καλοβαλμένος κύριος που κάθεται στο πίσω από εμένα κάθισμα με σκουντάει ελαφρά στην πλάτη για να πιάσουμε την κουβέντα. (Το λέμε και poke αυτό!). Μιλάει πολύ καλά Γαλλικά. Όπως μου λέει συνεργάστηκε παλιότερα με έναν Έλληνα που ήταν συγχρόνως καπετάνιος και πλοιοκτήτης. Με το καράβι του έκανε προμήθεια πετρελαιοειδών στο λιμάνι του Νουακσότ. Ο Έλληνας καπετάνιος επέμενε να τον μάθει μια Ελληνική λέξη: να αποκαλεί τους άλλους «μαλάκα»! Του είπα βέβαια ότι είναι άσχημη λέξη. Αλλά δεν επεκτάθηκα σε αναλυτική εξήγηση μέσα στο λεωφορειάκι!
Το στιγμιότυπο κολλάει καλύτερα στο νήμα των αναρτήσεων με θέμα «οτιδήποτε θυμίζει Ελλάδα ανά τον κόσμο», είδατε πως απέφυγα την αγγλική λέξη!
Αλλά το επεισόδιο «πέστε Μ. όπως στην Ελλάδα» είναι τόσο χιλιοπαιγμένο που φοβάμαι ότι θα το βουλιάξουμε το καημενούλι το θρεντ.
Ακούω διαμαρτυρίες για χρήση απαγορευμένης λέξης. Εντάξει παιδιά. Η ένστασή σας δεκτή. Οπότε η λέξη θρεντ αφαιρείται από την αφήγηση. Τα υπόλοιπα όμως είναι όλα τόσο ωραία και Ελληνικά εις το ακέραιον.
Κάνουμε μια στάση στα μισά περίπου τού δρόμου, στο Akjoujt. Είναι μια πόλη μικρή μεν, αλλά η μεγαλύτερη στη διαδρομή μας. Η στάση διαρκεί 10 ως 15 λεπτά, για να φάμε κάτι. Εγώ πεινάω και παίρνω ένα σάντουιτς, ένα στρογγυλό ψωμί με γέμιση τρία πολύ λεπτεπίλεπτα σουβλάκια.
Όταν φθάνουμε στο Ατάρ, η ώρα είναι μιάμιση. Κάναμε πεντέμισι ώρες ταξίδι.
Με ένα σαράβαλο που το παίζει ταξί πηγαίνω στο “Bab Sahara”, ένα Campement στην περιφέρεια της πόλης. Το έχει ένα ζευγάρι Ολλανδών, που αν κρίνω από την εμφάνιση και τις ιστορίες που μού λένε είναι άνω των 70 ετών. Ο Jost και η Λεονί έχουν εγκατασταθεί εδώ και 24 χρόνια στο Ατάρ, και το “Bab Sahara”, που μεταφράζεται «Πύλη της Σαχάρας», έχει γίνει σημείο αναφοράς για τους ανεξάρτητους ταξιδιώτες που διασχίζουν την Αφρική. Μού δίνουν ένα ωραίο μπανγκαλόου. Είναι κατασκευασμένο σε στιλ Αφρικάνικης στρογγυλής καλύβας. Είναι όμως μεγάλο και άνετο, με δικό του μπάνιο, ανεμιστήρα και AC. Έχει πέτρινους τοίχους, στέγη από κορμούς δένδρων, κλαδιά και χορταροσκεπή. Υπάρχει σύνδεση με wifi αλλά λειτουργεί με πολλές διακοπές. Δε θυμάμαι το ακριβές κόστος, ήταν περίπου 1,200 UM τη διανυκτέρευση. Πολύ καλά είναι εδώ, ας μην ξεχνάμε ότι βρίσκομαι στα βάθη της Σαχάρας.
Κάπως ακριβά είναι τα γεύματα. Μαγειρεύει ένας Σενεγαλέζος για το ζευγάρι και μαζί τους τρώω και εγώ. Τα χρεώνουν 800 UM. Σήμερα θα πάρω και τα δυο γεύματα εδώ στο Bab Sahara.
Συζητώ μαζί τους και ιδίως με τη Λεονί από την οποία παίρνω πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Όπως φαίνεται για να δω αυτά που με ενδιαφέρουν αρκεί να μείνω στο Αντράρ τρεις νύχτες. Σήμερα θα μείνω εδώ στο Ατάρ. Αύριο θα μεταβώ στο ιστορικό Chinguetti, όπου θα διανυκτερεύσω. Και την τρίτη ημέρα θα επιστρέψω και θα επισκεφθώ με κάποιο ταξί το Terjit.
Την τέταρτη ημέρα θα εγκαταλείψω το Αντράρ. Ο επόμενος προορισμός μου είναι το Nouadhibou, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Μαυριτανίας. Μεγάλο λιμάνι στον Ατλαντικό, βρίσκεται κοντά στα σύνορα του Μαρόκου, όπου πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Η αρχική μου σκέψη ήταν να πάω στο Nouadhibou με το θρυλικό φορτηγό τρένο που κουβαλάει σιδηρομετάλλευμα από τα ορυχεία τού Zouérat. Η γραμμή έχει μήκος 670 χιλιόμετρα και ο πιο κοντινός σταθμός βρίσκεται στο Choum, σε απόσταση 130 χιλιόμετρα βόρεια του Ατάρ. Ενώ από το Choum ως το Nouadhibou είναι 460 χιλιόμετρα με το τρένο. Το θρυλικό τρένο έχει μήκος τρία χιλιόμετρα, φημιζόμενο ως ο μακρύτερος σιδηροδρομικός συρμός του κόσμου. Υπάρχει ένα «βαγόνι επιβατών» αλλά όπως ξέρω ήδη οι συνθήκες είναι πολύ κακές για ένα ολονύκτιο ταξίδι δώδεκα και πλέον ωρών. Η συμβουλή της Λεονί είναι να μην ταξιδέψω με το τρένο. Πρόκειται για ταλαιπωρία και σκόνη σε μια νύχτα που θα είμαι κλεισμένος με πολλούς άλλους χωρίς φαγητό και τουαλέτες και χωρίς στάση.
Τα ίδια με συμβουλεύουν και οι δυο άλλοι ταξιδιώτες που είναι σήμερα εδώ. Είναι δυο Γερμανοί, πατέρας και γιος που κάνουν ένα δίμηνο ταξίδι με ένα μεγάλο φορτηγό που το έχουν και σαν σπίτι τους. Ο ηλικιωμένος Γερμανός ζούσε στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Μετά την ενοποίηση έκανε κάποιες επιχειρήσεις αλλά στη συνέχεια κήρυξε χρεωκοπία. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Πορτογαλία όπου έχει ανοίξει ένα Γερμανικό σχολείο. Βίος και Πολιτεία και αυτός.
Με όλα αυτά έχω περίπου πεισθεί να διαγράψω από τα ταξιδιωτικά μου σχέδια τη μετάβαση με το τρένο. Αλλά πώς πάνε στο Nouadhibou; Δυστυχώς δεν υφίσταται δρόμος. Οπότε πρέπει να επιστρέψω στο Νουακσότ και από εκεί να συνεχίσω με άλλο μινιμπάς για την απόσταση των 480 χιλιομέτρων που χωρίζουν τις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Μαυριτανίας. Πολλές οι ώρες του ταξιδιού αλλά υπάρχουν μινιμπάς που κάνουν ανταπόκριση και ελπίζω να τα καταφέρω να κάνω όλο το ταξίδι από το Ατάρ στο Nouadhibou αυθημερόν.
Μεσημεριανή ξεκούραση με το AC σε λειτουργία. Στις τεσσεράμισι βγαίνω. Πηγαίνω βόλτα στο κέντρο της πόλης που απέχει ενάμισι χιλιόμετρο. Το Ατάρ βρίσκεται στην καρδιά της ερήμου. Είναι η πρωτεύουσα τού Adrar και η μοναδική πραγματική πόλη του, με περίπου 25,000 κατοίκους. Ένας μεγάλος κυκλοφοριακός κύκλος σημαδεύει το κέντρο της πόλης. Στη μια του πλευρά ξεδιπλώνεται η αγορά που δραστηριοποιείται και πάλι αυτή την απογευματινή ώρα. Είναι τόσο στεγασμένα μαγαζιά όσο και πάγκοι στο ύπαιθρο, όπου πουλάνε τα πάντα.
Οι εικόνες είναι γραφικές, ειδικά στους πάγκους, καθώς υπάρχει μια συνεχής κινητικότητα. Οι πωλητές κόβουν με μαχαίρια τα ξυλάκια «μισουάκ» για τον καθαρισμό των δοντιών. Ραντίζουν με νερό τα ματσάκια από δυόσμο που προορίζονται για το τσάι. Τυλίγουν σε διάφανο πλαστικό τις μπαγκέτες ψωμιού, εδώ δε βλέπω να πουλάνε πίτες όπως στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Κομμάτια από ορυκτό αλάτι θυμίζουν πως πριν πέντε και πλέον αιώνες περνούσαν από τις οάσεις τού Adrar οι δρόμοι του αλατιού. Το εξόρυσσαν στα ορυχεία της Taghaza.
O Ibn Battuta που έφθασε στα αλατωρυχεία το 1352 γράφει ότι την εξόρυξη έκαναν σκλάβοι που τρέφονταν με χουρμάδες, κεχρί και κρέας καμήλας, που όλα έρχονταν από μακρινά μέρη στην άνυδρη Taghaza. Το κόστος εξαρτιόταν κυρίως από τα μεταφορικά, έτσι τα καραβάνια με τις καμήλες το πουλούσαν σε τιμές πέντε και δέκα φορές μεγαλύτερες από την τιμή της αγοράς, όταν έφθαναν στις οάσεις του τότε Βασιλείου του Μαλί.
Όπως γράφει ο Λέων ο Αφρικανός στο ιστορικό ταξιδιωτικό βιβλίο “Descrittione dell’Africa” (Περιγραφή της Αφρικής), που επισκέφθηκε την Taghaza γύρω στα 1510, την εποχή του μετέφεραν το αλάτι σε μεγάλες αποστάσεις ως το Τιμπουκτού, όπου το αντάλλασσαν με χρυσάφι.
Τα ορυχεία της Taghaza βρίσκονται σήμερα εγκαταλειμμένα στο βόρειο άκρο του Μάλι. Σταμάτησαν να λειτουργούν στο τέλος του 16ου αιώνα. Τα διαδέχθηκαν τα αλατωρυχεία του Taoudenni. Βρίσκονται κάπου 150 χλμ νοτιότερα, πάλι στο Μάλι.
Το αλάτι της Σαχάρας εξάγεται από ένα λεκανοπέδιο που είναι ο απολιθωμένος πυθμένας μιας αρχαίας αλμυρής λίμνης. Οι εργάτες το κόβουν με χειρωνακτικές μεθόδους σε πλάκες. Ως πρόσφατα οι μεταφορές γινόντουσαν με καραβάνια από καμήλες. Αυτά τα καραβάνια είναι τα θρυλικά “Azalai” που οι Τουάρέγκ οργάνωναν δυο φορές το χρόνο.

Πλάκες με ορυκτό αλάτι της Σαχάρας, στο Εθνικό Μουσείο τού Νουακσότ. Δεμένες με σχοινί για ευκολότερη μεταφορά στην πλάτη της καμήλας.
Η αγορά είναι ενδιαφέρουσα αλλά το πιο γραφικό που της βρίσκω δεν είναι τα πράγματα που πουλάνε ούτε τα πολλά γαϊδούρια που τα μεταφέρουν. Είναι κυρίως οι εργαζόμενοι, που ενώ είναι συνεχώς απασχολημένοι, ωστόσο εμπορεύονται την πραμάτεια τους σε πολύ ανθρώπινη σχέση με τους αγοραστές. Στην αγορά υπάρχει διάχυτη ησυχία και χαλαρότητα, που δε μπορούν να περιγραφούν εύκολα.
Ακόμα είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι φοράνε την εθνική Μαυριτανική ενδυμασία, το Drâa. Είναι ένα είδος μακριού μανδύα με χρώμα σχεδόν πάντοτε γαλάζιο. Διακοσμημένος με χρυσά και λευκά κεντήματα, ο Μαυριτανικός Drâa έχει μια τρύπα για να αφήσει το πέρασμα του κεφαλιού και δύο μεγάλα ανοικτά μανίκια σε κάθε πλευρά. Έχει ακόμα σε κάθε πλευρά ραμμένες τσέπες. Όταν κάνει ζέστη τα μανίκια μπορούν να τυλίγονται μέχρι τους ώμους. Το Drâa φοριέται πάνω από ένα φαρδύ παντελόνι με όμοιο ύφασμα και χρώμα. Ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της εθνικής ενδυμασίας του Μαυριτανού είναι το τουρμπάνι. Είναι ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα με μήκος από 3,5 έως πέντε μέτρα που το τυλίγουν επιδέξια στο κεφάλι τους. Δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό αξεσουάρ αλλά τους προστατεύει από τον καυτό ήλιο και την άμμο της ερήμου. Ο Μαυριτανός σκεπάζει με αυτό και το πρόσωπό του, για να προστατέψει το δέρμα και τα μάτια του.
Τώρα βέβαια δε χρειάζεται να γράψω ότι δε γίνεται να βγάλω φωτογραφίες από τον κόσμο της αγοράς.


Επιστρέφω στο Bab Sahara κατά τις εξίμισι. Το βραδινό φαγητό είναι πολύ καλό. Τρώμε όλοι μαζί, το ζευγάρι των Ολλανδών, οι δύο Γερμανοί και εγώ. Συζητάμε τις εξελίξεις και οι ειδήσεις που μαθαίνω μοιάζουν τρελές.
Ο πρόεδρος των Η.Π.Α. διέταξε απαγόρευση πτήσεων προς και από όλες τις χώρες της ζώνης Shengen. Έχει αρκετό κόσμο που αποκλείστηκε και δε μπορεί να επιστρέψει στα σπίτια του. Ψάχνουν εισιτήρια μέσω άλλων χωρών όπως του Μαρόκου και της Βρετανίας. Αυτή η απαγόρευση έγινε με στόχο την προστασία από τη μετάδοση του κορωνοϊού covid – 19. Να δούμε τι άλλο θα γίνει.
Για αύριο η Λεονί συνεννοήθηκε με ένα «ταξί» ώστε να μεταβώ στο Chinguetti. Ο οδηγός είπε να περιμένω να περάσει κατά τις δέκα.
Last edited: