interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.207
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πρόλογος
- Μέρα 1η
- Μέρα 2η
- Μέρα 3η
- Μέρα 4η
- Μέρα 5η
- Μέρα 6η
- Μέρα 7η
- Μέρα 8η
- Μέρα 9η - Bali
- Μέρα 10η
- Μέρα 11η
- Μέρα 12η
- Μέρα 13η
- Μέρα 14η
- Μέρα 15η
- Μέρα 16η
- Ημίχρονο
- Μέρα 17η - Ι
- Μέρα 17η - ΙΙ
- Μέρα 18η
- Μέρα 19η
- Μέρα 20η
- Μέρα 21η
- Μέρα 22η
- Μέρα 23η
- Μέρες 24-25
- Μέρα 26η
- Μέρα 27η
- Μέρα 28η
- Μέρα 29η
- Μέρα 30η - Ι
- Μέρα 30η - ΙΙ
- Μέρα 31η - Ι
- Μέρα 31η - ΙΙ
- Ασφάλεια
Μέρα 27η
Το ξύλινο ψαροτούφεκο περίμενε έξω από την πόρτα. Ο Πόνταν είπε ότι πρέπει να υπογράψουμε πρώτα το βιβλίο επισκεπτών του νησιού (μαζί με μια μικρή πληρωμή) για να μην δυσαρεστηθούν οι προεστοί. Πήγαμε λοιπόν στο σχετικό κτίριο, απέναντι από το σχολείο και έγραψα ότι είμαι από την Ελλάδα και ήρθα να γνωρίσω τους Μπατζάο. Από πάνω, ένας είχε γράψει ότι είχε έρθει να πιεί μπίρες Μπίνταν (ένα κασάκι, λέει γελώντας ο Πόνταν). Αρκετοί είχαν έρθει για να γυρίσουν ταινία. Στενοχωρήθηκα πάντως που δεν σκέφτηκα να βγάλω φωτό το βιβλίο, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε την συχνότητα των επισκέψεων.
Μαζί με τον ένα φίλο του Πόνταν, σαλπάραμε για το κοράλλι μεταξύ της Σαμπέλα και της Χόγκα. Εκεί, έγινα μάρτυρας της τεχνικής ψαρέματος των Μπατζάο, που είναι αρχοντική να βλέπεις από πάνω με την μάσκα:
- Κατεβαίνουν σε όρθια στάση (όταν είναι μικρό βάθος) την οποία διατηρούν όταν φτάσουν στον βυθό
- Δεν χάνουν χρόνο για αποσυμπίεση αφού από παιδιά έχουν τρυπήσει τα τύμπανα τον αυτιών τους. (Είναι ελαφρώς βαρήκοοι
)
- Με χαλαρές κινήσεις, σπρώχνωντας το νερό περπατάνε πάνω στον βυθό. Με αυτό τον τρόπο δεν τρομάζουν τα ψάρια και έχουν καλή ορατότητα μέσα στο κοράλλι.
- Μένουν με μια αναπνοή κάτω για πέντε λεπτά ή μέχρι να χτυπήσουν κάτι.
Αυτή την τεχνική κάθε Mπατζάο εξασκεί από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της ζωής του, αφού η παράδοση είναι να πετάνε τα μωρά στην θάλασσα μέχρι να βουτήξει κάποιος να τα σώσει.
Ο Πόνταν θέλει να ψαρεύει χωρίς να τον παρατηρούν και ο φίλος του μου δίνει το ψαροτούφεκο για να δοκιμάσω την τύχη μου.
Δεν περνάνε λίγα λεπτά, και ακούω βοή και τον έναν από τους δύτες να μου αρπάζει το ψαροτούφεκο και να το χώνει κάτω από το κοράλλι. Βγαίνουμε, για να δούμε μια βάρκα να έχει πλευρίσει την δική μας και τον Πόνταν να μιλάει με δύο τύπους. Έναν χοντρούλη με γυαλάκια, που μοιάζει στεριανός, και έναν πιο αδρά χαρακτηριστικά, εμφανώς θυμωμένο. "Εσύ", μου λέει ο δεύτερος, “Γιατί έκανες ψαροτούφεκο εδώ; Δεν ξέρεις ότι είναι εθνικό πάρκο;”. Όλα τα βλέμματα πάνω μου. “Εγώ σνόρκελ έκανα”, είπα ψέμματα, για να σώσω τον εαυτό μου αλλά κυρίως για να μην φέρω σε δύσκολη θέση τον Πόνταν. Ο οποίος ταυτόχρονα άνοιγε τα αμπάρια και έδειχνε ότι δεν έχουμε ούτε ψαροτούφεκα, ούτε ψάρια. “Σε είδαμε με τα κιάλια” μου λέει ο γυαλάκιας. “Επίσης, για να κάνεις σνόρκελ εδώ πρέπει να έχεις το εισιτήριο για το εθνικό πάρκο.” Πάλι με πιάσαν αδιάβαστο. “Το εισιτήριο.....”. “Βγείτε στην ξηρά” μας λένε θυμωμένοι.
Η κοντινότερη ξηρά ήταν η Χόγκα. Η παλίρροια είχε αρχίζει να ανεβαίνει και έτσι έπρεπε να αφήσουμε την βάρκα και να περπατήσουμε μαζί με τον Πόνταν καμιά 500αριά μέτρα μέσα στο νερό. Η διαδρομή της ντροπής. Για καλή μας τύχη οι λιμενικοί είχαν πιάσει κουβέντα με την Χίρτζε και τους βρήκα όλους μαζί (ενώ οι θαμώνες του καταλύματος κοιτούσαν με περιέργεια). Μετά από κάποιες εξηγήσεις η Χίρτζε είχε προσφερθεί να πληρώσει εκ μέρους μου το εισιτήριο (δεν είχα λεφτά, μόνο με το μαγιό ήμουν), το οποίο είχε ‘αυξηθεί’ ελαφρώς σε κόστος, και την κατάσταση να εκτονώνεται, αφού ξαφνικά όλοι άρχισαν να μιλάνε για παρεξήγηση. Τελικά, οι λιμενικοί μου ζήτησαν και συγνώμη για τις φωνές, και καταλήξανε να βγάζουν σέλφι μπροστά στις αιώρες της Χίρτζε!
Πίσω στην βάρκα, ψάχνουμε τα παρατημένα ψαροτούφεκα - τελικά τα βρήκαμε. Ο Πόνταν, που ήταν απολογητικός αλλά και θυμωμένος με τους λιμενικούς, άρχισε να μου λέει μια ιστορία, από τα φοιτητικά του χρόνια στο Κεντάρι. Του την είχαν πέσει κάποιοι, φωνάζοντας τον “κοριτσάκι” γιατί δεν κάπνιζε (πράγματι, ο Πόνταν πρέπει να ήταν ο μόνος άκαπνος Ινδονήσιος που γνώρισα) κι είχανε βγει δυο χατζάρες. Το βλέπεις αυτό, μου δείχνει μια ουλή που έχει στο πόδι, έτσι καταλήγουν αυτές οι καταστάσεις. “Όταν με φώναζαν οι λιμενικοί πριν, τέτοια περνούσαν από το μυαλό μου. Όμως δεν καταλήγουν ποτέ σε καλό αυτά τα πράγματα”.
Είχε προλάβει να πιάσει ένα ψάρι ο Πόνταν. “Τρως σούσι;” μου λέει. Αρχίζει με ένα μαχαίρι και κόβει το ωμό ψάρι σε μπουκίτσες. Έφαγε ένα, έβαλε ένα άλλο στο χέρι του και μου το άπλωσε. "Δοκίμασε”. Δεν ήταν άσχημο, άλλωστε με τόσο ποδαρόδρομο είχε ανοίξει και η πείνα. “Είσαι σε καλό δρόμο για να γίνεις Μπατζάο” μου λέει.
Το απόγευμα είχαμε επισκέπτες. Μια οικογένεια Ολλανδών που έμενε στην Χίρτζε, από τις πιο ωραίες οικογένειες που έχω γνωρίσει, ήθελε να δει την Σαμπέλα. Η ξενάγηση πέρασε από το σχολείο. Όσο είμουν στην Σαμπέλα δεν είχα δει μαθητές στις τάξεις! Ακόμα και τα παιδάκια από την Χόγκα, κάθονταν σε ένα κιόσκι και περιμένανε να φύγουνε. Τα ντόπια παιδιά, από την άλλη, ήταν όλη την ώρα στην θάλασσα. Ή θα κάθονταν απλά σε μια βάρκα κάτω από το σπίτι τους, ή σε ομάδες θα κυνηγούσανε σμήνη μικρών ψαριών που περικύκλωναν με τα δίχτυα. Μέχρι και παιδικά ψαροτούφεκα είδαμε. “Πρέπει να μάθουνε από μικρά” είπε ο Πόνταν. “Χωρίς ψάρια δεν υπάρχουν Μπατζάο. Και το να πιάσεις ψάρια γίνεται πλέον όλο και πιο δύσκολο”.
Σήμερα ψάρια πάντως δεν λείπανε από το τραπέζι του Πόνταν και με νέες δυνάμεις, πήγαμε, σαν τιμ πλέον, για νέο γύρο ψαρέματος. (Όχι στην Χόγκα αυτή την φορά, το πήραμε το μάθημα). Ο Ολλανδός πατέρας δεινός ψαροτουφεκάς και από κοντά ακολουθούσε ο γιος και η κόρη. Βγάλαμε καλή ψαριά. Το βράδυ οι πιο αργόσχολοι στο χωριό (καλή ώρα) κάνουνε μια βόλτα από το γήπεδο. Χαζεύοντας στις σανίδες του δρόμου, γυρνάω και βλέπω δίπλα μου τον Σίνι (τον θυμάστε από τον αγώνα στα γενέθλια της Χίρτζε; ήταν λίγο βαρύς στην κουβέντα). “Που έμαθες Αγγλικά;” τον ρωτάω. “Έχω έναν φίλο από την Αγγλία. Έρχεται και με βλέπει που και που” λέει κάπως αμυντικά. “Πως βλέπεις την ζωή σου στο μέλλον Σίνι;”. “Στο ψαροτούφεκο”, μου λέει. Κάτι στο βλέμμα του Σίνι, ή απλά ήταν η ιδέα μου, μου έλεγε ότι δεν ήθελε να τον βλέπω σαν κάτι αξιοπερίεργο στις εσχατιές του κόσμου αλλά σαν ένα σύγχρονο νέο, με τρόπους και ισότιμο.
Το βράδυ έκανα μια μικρή πλύση εγκέφαλου στον Πόνταν να πάρει λάπτοπ και internet (το mobile internet δούλευε καλά εδώ). Βλέποντας πόσο λεπτή είναι όμως αυτή η ισορροπία της επιβίωσης των Μπατζάο, σε έναν κόσμο τόσο ξένο από τον δικό μας και όμως τόσο φυσικό, άραγε έκανα καλά ρε παιδιά; Μακάρι να ζούμε σε ένα πλανήτη που ο κόσμος των Μπατζάο και ο δικός μας να μπορούνε να συνυπάρχουν για πάντα και να αλληλεπιδρούν, όμως δεν είμαι τόσο σίγουρος... Κοιμήθηκα ακούγοντας τον αέρα που κουνούσε την καλύβα πέρα, δώθε, και σκεφτόμουν τι μου είπε ο Πόνταν. Άραγε θα μπορούσα ποτέ να γίνω Μπατζάο;
Η μέρα προβλεπόταν περιπετειώδης.
Έτοιμοι για υποθαλάσσιο κυνήγι, δε Μπατζάο γουέι.
Η βουτίες μας δεν κράτησαν για πολύ, αφού έσκασε η ακτοφυλακή, με όσα επακολούθησαν...
Πίσω στην Σαμπέλα, κυνηγώντας τα παιδάκια.
Τα οποία εδώ, στο 2:20, κυνηγάνε ομαδικά ψάρια με δίχτυα
Εδώ κατευθυνόμαστε στο σχολείο και πιάνουμε φιλίες
Το σχολείο.
Λίγα γράμματα στον πίνακα. Κάπου διέκρινα την λέξη "Αλλαχ".
Πάντως δεν είδα ψυχή όλη μέρα.
Ο χάρτης των θρησκειών της Ινδονησίας, στο γραφείο των καθηγητών.
Το σχολικό της Χόγκα είναι εδώ, περιμένει να πάρει τα παιδιά πίσω, τα οποία κάθονται άβολα σε ένα κιόσκι.
Ενώ τα ντόπια παιδιά παίζουν.
Με παιδικό ψαροτούφεκο!
Δύσκολα μονοπάτια αλλά με καλή ανταμοιβή σε χαμόγελα.
Ντάγια, ψάρι στην γλωσσα των Μπατζάο, παρέα με την Ολλανδική οικογένεια.
Αυτή την φορά το ψάρεμα έγινε χωρίς απρόοπτα. Οι δύο φίλοι του Πόνταν.
Μια βραδυνή βόλτα με τον Πόνταν με βάρκες να βρίσκονται από κάτω μας και μουσικές
Ο Πούτρα την βρήκε με ένα φίτζετ σπίνερ που είχα στην τσάντα μου. Μόλις το πήρε πήγε να το δείξει σε όλο το χωριό.
Τελειώνοντας την μέρα βλέποντας ποδοβόλευ, το θέαμα του χωριού.
Το ξύλινο ψαροτούφεκο περίμενε έξω από την πόρτα. Ο Πόνταν είπε ότι πρέπει να υπογράψουμε πρώτα το βιβλίο επισκεπτών του νησιού (μαζί με μια μικρή πληρωμή) για να μην δυσαρεστηθούν οι προεστοί. Πήγαμε λοιπόν στο σχετικό κτίριο, απέναντι από το σχολείο και έγραψα ότι είμαι από την Ελλάδα και ήρθα να γνωρίσω τους Μπατζάο. Από πάνω, ένας είχε γράψει ότι είχε έρθει να πιεί μπίρες Μπίνταν (ένα κασάκι, λέει γελώντας ο Πόνταν). Αρκετοί είχαν έρθει για να γυρίσουν ταινία. Στενοχωρήθηκα πάντως που δεν σκέφτηκα να βγάλω φωτό το βιβλίο, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε την συχνότητα των επισκέψεων.
Μαζί με τον ένα φίλο του Πόνταν, σαλπάραμε για το κοράλλι μεταξύ της Σαμπέλα και της Χόγκα. Εκεί, έγινα μάρτυρας της τεχνικής ψαρέματος των Μπατζάο, που είναι αρχοντική να βλέπεις από πάνω με την μάσκα:
- Κατεβαίνουν σε όρθια στάση (όταν είναι μικρό βάθος) την οποία διατηρούν όταν φτάσουν στον βυθό
- Δεν χάνουν χρόνο για αποσυμπίεση αφού από παιδιά έχουν τρυπήσει τα τύμπανα τον αυτιών τους. (Είναι ελαφρώς βαρήκοοι
- Με χαλαρές κινήσεις, σπρώχνωντας το νερό περπατάνε πάνω στον βυθό. Με αυτό τον τρόπο δεν τρομάζουν τα ψάρια και έχουν καλή ορατότητα μέσα στο κοράλλι.
- Μένουν με μια αναπνοή κάτω για πέντε λεπτά ή μέχρι να χτυπήσουν κάτι.
Αυτή την τεχνική κάθε Mπατζάο εξασκεί από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της ζωής του, αφού η παράδοση είναι να πετάνε τα μωρά στην θάλασσα μέχρι να βουτήξει κάποιος να τα σώσει.
Ο Πόνταν θέλει να ψαρεύει χωρίς να τον παρατηρούν και ο φίλος του μου δίνει το ψαροτούφεκο για να δοκιμάσω την τύχη μου.
Δεν περνάνε λίγα λεπτά, και ακούω βοή και τον έναν από τους δύτες να μου αρπάζει το ψαροτούφεκο και να το χώνει κάτω από το κοράλλι. Βγαίνουμε, για να δούμε μια βάρκα να έχει πλευρίσει την δική μας και τον Πόνταν να μιλάει με δύο τύπους. Έναν χοντρούλη με γυαλάκια, που μοιάζει στεριανός, και έναν πιο αδρά χαρακτηριστικά, εμφανώς θυμωμένο. "Εσύ", μου λέει ο δεύτερος, “Γιατί έκανες ψαροτούφεκο εδώ; Δεν ξέρεις ότι είναι εθνικό πάρκο;”. Όλα τα βλέμματα πάνω μου. “Εγώ σνόρκελ έκανα”, είπα ψέμματα, για να σώσω τον εαυτό μου αλλά κυρίως για να μην φέρω σε δύσκολη θέση τον Πόνταν. Ο οποίος ταυτόχρονα άνοιγε τα αμπάρια και έδειχνε ότι δεν έχουμε ούτε ψαροτούφεκα, ούτε ψάρια. “Σε είδαμε με τα κιάλια” μου λέει ο γυαλάκιας. “Επίσης, για να κάνεις σνόρκελ εδώ πρέπει να έχεις το εισιτήριο για το εθνικό πάρκο.” Πάλι με πιάσαν αδιάβαστο. “Το εισιτήριο.....”. “Βγείτε στην ξηρά” μας λένε θυμωμένοι.
Η κοντινότερη ξηρά ήταν η Χόγκα. Η παλίρροια είχε αρχίζει να ανεβαίνει και έτσι έπρεπε να αφήσουμε την βάρκα και να περπατήσουμε μαζί με τον Πόνταν καμιά 500αριά μέτρα μέσα στο νερό. Η διαδρομή της ντροπής. Για καλή μας τύχη οι λιμενικοί είχαν πιάσει κουβέντα με την Χίρτζε και τους βρήκα όλους μαζί (ενώ οι θαμώνες του καταλύματος κοιτούσαν με περιέργεια). Μετά από κάποιες εξηγήσεις η Χίρτζε είχε προσφερθεί να πληρώσει εκ μέρους μου το εισιτήριο (δεν είχα λεφτά, μόνο με το μαγιό ήμουν), το οποίο είχε ‘αυξηθεί’ ελαφρώς σε κόστος, και την κατάσταση να εκτονώνεται, αφού ξαφνικά όλοι άρχισαν να μιλάνε για παρεξήγηση. Τελικά, οι λιμενικοί μου ζήτησαν και συγνώμη για τις φωνές, και καταλήξανε να βγάζουν σέλφι μπροστά στις αιώρες της Χίρτζε!
Πίσω στην βάρκα, ψάχνουμε τα παρατημένα ψαροτούφεκα - τελικά τα βρήκαμε. Ο Πόνταν, που ήταν απολογητικός αλλά και θυμωμένος με τους λιμενικούς, άρχισε να μου λέει μια ιστορία, από τα φοιτητικά του χρόνια στο Κεντάρι. Του την είχαν πέσει κάποιοι, φωνάζοντας τον “κοριτσάκι” γιατί δεν κάπνιζε (πράγματι, ο Πόνταν πρέπει να ήταν ο μόνος άκαπνος Ινδονήσιος που γνώρισα) κι είχανε βγει δυο χατζάρες. Το βλέπεις αυτό, μου δείχνει μια ουλή που έχει στο πόδι, έτσι καταλήγουν αυτές οι καταστάσεις. “Όταν με φώναζαν οι λιμενικοί πριν, τέτοια περνούσαν από το μυαλό μου. Όμως δεν καταλήγουν ποτέ σε καλό αυτά τα πράγματα”.
Είχε προλάβει να πιάσει ένα ψάρι ο Πόνταν. “Τρως σούσι;” μου λέει. Αρχίζει με ένα μαχαίρι και κόβει το ωμό ψάρι σε μπουκίτσες. Έφαγε ένα, έβαλε ένα άλλο στο χέρι του και μου το άπλωσε. "Δοκίμασε”. Δεν ήταν άσχημο, άλλωστε με τόσο ποδαρόδρομο είχε ανοίξει και η πείνα. “Είσαι σε καλό δρόμο για να γίνεις Μπατζάο” μου λέει.
Το απόγευμα είχαμε επισκέπτες. Μια οικογένεια Ολλανδών που έμενε στην Χίρτζε, από τις πιο ωραίες οικογένειες που έχω γνωρίσει, ήθελε να δει την Σαμπέλα. Η ξενάγηση πέρασε από το σχολείο. Όσο είμουν στην Σαμπέλα δεν είχα δει μαθητές στις τάξεις! Ακόμα και τα παιδάκια από την Χόγκα, κάθονταν σε ένα κιόσκι και περιμένανε να φύγουνε. Τα ντόπια παιδιά, από την άλλη, ήταν όλη την ώρα στην θάλασσα. Ή θα κάθονταν απλά σε μια βάρκα κάτω από το σπίτι τους, ή σε ομάδες θα κυνηγούσανε σμήνη μικρών ψαριών που περικύκλωναν με τα δίχτυα. Μέχρι και παιδικά ψαροτούφεκα είδαμε. “Πρέπει να μάθουνε από μικρά” είπε ο Πόνταν. “Χωρίς ψάρια δεν υπάρχουν Μπατζάο. Και το να πιάσεις ψάρια γίνεται πλέον όλο και πιο δύσκολο”.
Σήμερα ψάρια πάντως δεν λείπανε από το τραπέζι του Πόνταν και με νέες δυνάμεις, πήγαμε, σαν τιμ πλέον, για νέο γύρο ψαρέματος. (Όχι στην Χόγκα αυτή την φορά, το πήραμε το μάθημα). Ο Ολλανδός πατέρας δεινός ψαροτουφεκάς και από κοντά ακολουθούσε ο γιος και η κόρη. Βγάλαμε καλή ψαριά. Το βράδυ οι πιο αργόσχολοι στο χωριό (καλή ώρα) κάνουνε μια βόλτα από το γήπεδο. Χαζεύοντας στις σανίδες του δρόμου, γυρνάω και βλέπω δίπλα μου τον Σίνι (τον θυμάστε από τον αγώνα στα γενέθλια της Χίρτζε; ήταν λίγο βαρύς στην κουβέντα). “Που έμαθες Αγγλικά;” τον ρωτάω. “Έχω έναν φίλο από την Αγγλία. Έρχεται και με βλέπει που και που” λέει κάπως αμυντικά. “Πως βλέπεις την ζωή σου στο μέλλον Σίνι;”. “Στο ψαροτούφεκο”, μου λέει. Κάτι στο βλέμμα του Σίνι, ή απλά ήταν η ιδέα μου, μου έλεγε ότι δεν ήθελε να τον βλέπω σαν κάτι αξιοπερίεργο στις εσχατιές του κόσμου αλλά σαν ένα σύγχρονο νέο, με τρόπους και ισότιμο.
Το βράδυ έκανα μια μικρή πλύση εγκέφαλου στον Πόνταν να πάρει λάπτοπ και internet (το mobile internet δούλευε καλά εδώ). Βλέποντας πόσο λεπτή είναι όμως αυτή η ισορροπία της επιβίωσης των Μπατζάο, σε έναν κόσμο τόσο ξένο από τον δικό μας και όμως τόσο φυσικό, άραγε έκανα καλά ρε παιδιά; Μακάρι να ζούμε σε ένα πλανήτη που ο κόσμος των Μπατζάο και ο δικός μας να μπορούνε να συνυπάρχουν για πάντα και να αλληλεπιδρούν, όμως δεν είμαι τόσο σίγουρος... Κοιμήθηκα ακούγοντας τον αέρα που κουνούσε την καλύβα πέρα, δώθε, και σκεφτόμουν τι μου είπε ο Πόνταν. Άραγε θα μπορούσα ποτέ να γίνω Μπατζάο;
Η μέρα προβλεπόταν περιπετειώδης.
Έτοιμοι για υποθαλάσσιο κυνήγι, δε Μπατζάο γουέι.
Η βουτίες μας δεν κράτησαν για πολύ, αφού έσκασε η ακτοφυλακή, με όσα επακολούθησαν...
Πίσω στην Σαμπέλα, κυνηγώντας τα παιδάκια.
Τα οποία εδώ, στο 2:20, κυνηγάνε ομαδικά ψάρια με δίχτυα
Εδώ κατευθυνόμαστε στο σχολείο και πιάνουμε φιλίες
Ο χάρτης των θρησκειών της Ινδονησίας, στο γραφείο των καθηγητών.
Το σχολικό της Χόγκα είναι εδώ, περιμένει να πάρει τα παιδιά πίσω, τα οποία κάθονται άβολα σε ένα κιόσκι.
Ντάγια, ψάρι στην γλωσσα των Μπατζάο, παρέα με την Ολλανδική οικογένεια.
Αυτή την φορά το ψάρεμα έγινε χωρίς απρόοπτα. Οι δύο φίλοι του Πόνταν.
Μια βραδυνή βόλτα με τον Πόνταν με βάρκες να βρίσκονται από κάτω μας και μουσικές
Ο Πούτρα την βρήκε με ένα φίτζετ σπίνερ που είχα στην τσάντα μου. Μόλις το πήρε πήγε να το δείξει σε όλο το χωριό.
Attachments
-
395 KB Προβολές: 0