Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.990
- Likes
- 52.626
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Σιγκαπούρη short stop
- 24 ώρες στο Auckland
- Και stopover (Nadi, Fiji) και layover (Νουμέα, Νέα Καληδονία)
- Wallis & Futuna (βασικά Wallis)
- Wallis & Futuna II
- Wallis & Futuna III
- Photos Wallis & Futuna
- Δεύτερο stopover στο Nadi
- Τόνγκα
- Photos Τόνγκα
- Τόνγκα ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία
- Νέα Ζηλανδία - Βόρειο Νησί
- Photos New Zealand Βόρειο Νησί
- Tongariro trek
- Ουέλινγκτον
- Abel Tasman National Park
- Photos Wellington - Abel Tasman
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί
- Photos New Zealand - Νότιο Νησί
- Παγετώνας Franz Josef
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙΙ
- Milford Sound
- Dunedin
- Photos New Zealand Νότιο Νησί ΙΙ
- Photos Franz Josef by krekouzas
- Αυστραλία (για μια μέρα κι από σπόντα)
- Βανουάτου
- Νήσος Tanna
- Νήσος Tanna II
- Photos Tanna by krekouzas
- Photos Tanna II
- Port Vila
- Νησί Efate
- Photos Efate
- Νησί Pentecost
- Photos Pentecost
- Νησί Pentecost II
- Pentecost by krekouzas
- Νησί Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo II
- Τρεκ Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo III
- Photos Espiritu Santo
- World War II tour
- Photos World War II tour
- Νησί Espiritu Santo IV
- Νησί Espiritu Santo V
- Photos Espiritu Santo III
- Νησί Espiritu Santo VI
- Αξιολόγηση Βανουάτου
- Επιστροφή στη Νέα Ζηλανδία
- Photos Hobbiton
- Αξιολόγηση Νέας Ζηλανδίας - Επίλογος
Πήγαμε νωρίς για το αυτοκίνητο, το οποίο τελικώς ήταν ένα picanto, μικρό αλλά βολικό. Έτσι κι αλλιώς, για κάποιες ώρες το χρειαζόμασταν, δεν είναι και τεράστιο νησί το Efate.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με πρώτο στόχο το σημείο επιβίβασης για το νησί Hat, όπου βρίσκεται και ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της χώρας και με την ελπίδα ότι ίσως μπορούσαμε να επισκεφθούμε και το νησί Lelepa. Με δεδομένο ότι αυτά τα δύο νησάκια βρίσκονταν προφανώς εκτός Efate, θα έπρεπε να βρούμε πρώτα κάποιον βαρκάρη και ρωτώντας μας υπέδειξαν πού στο περίπου θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον.
Το οδόστρωμα μας εντυπωσίασε τόσο όσο και η καταπράσινη διαδρομή. Διαβάσαμε πως ο δρόμος είναι πρόσφατος: τον έφτιαξαν οι Κινέζοι το 2011 και ήταν... ο πρώτος δρόμος με άσφαλτο στη χώρα, για να πάρει κανείς μια ιδέα για το πόσο ανύπαρκτες είναι οι υποδομές στη χώρα. Συνεχίσαμε να οδηγούμε, ξαναρωτήσαμε πού θα βρούμε κάποιον βαρκάρη και μια κυρία μας έδειξε μια έξοδο από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς το Mangaliliu, όπου δρόμος δεν υπήρχε, παρά μόνο κοτρόνες, με αποτέλεσμα να κοπανήσουμε και το αμάξι δυο φορές. Πήραμε μια μάνα κι ένα παιδί ως ωτοστόπερ, που μας είπαν πως πήγαιναν στο γαλλικό σχολείο για κάποια σχολική γιορτή. Προσφέρθηκε ο Κώστας να την αφήσουμε στο περί ου ο λόγος σχολείο, που αποδείχθηκε πως ήταν 10 καλύβες (κυριολεκτικά) αλλά με άπειρα παιδιά, άλλωστε η μέση γυναίκα στο Βανουάτου κάνει πάνω από 3 παιδιά (το 1960 πάντως έκανε σχεδόν 8!).
Λίγο αργότερα μας υπέδειξαν πως πηγαίναμε λάθος, πήραμε άλλο κατσικόδρομο και καταλήξαμε σε μια ράμπα που κατέληξε... στη θάλασσα. Το picanto μας δυστυχώς δεν ήταν αμφίβιο, αλλά επειδή το τοπίο ήταν ωραίο κατεβήκαμε να βγάλουμε μια φωτογραφία. Με το που κατεβαίνει ο Κώστας τρώει μια απίστευτη χλαπάτσα που δυνητικά θα μπορούσε να είναι και επικίνδυνη. Βγαίνω ως εξυπνάκιας, τον πλησιάζω και του λέω "καλά ρε, πώς έπεσες έτσι;" και με το που του δίνω το χέρι να σηκωθεί ΟΠΑΑΑ την έφαγα κι εγώ τη σαβούρδα κι έσκασα στον πισινό μου. Μείναμε κανά δυο λεπτά να γελάμε με τα χάλια μας στην πιο γλιστερή επιφάνεια που έχω δει ποτέ και συνεχίσαμε να ψάχνουμε για κάποιον που να μπορεί να μας πάει στα τιμημένα κοντινά νησάκια.
Βρήκαμε μια ταμπέλα που έλεγε "Lelepa Landing", χαθήκαμε σε κάτι έργα που γίνονταν κινεν τέλει ανακαλύψαμε ότι η σωστή έξοδος δεν ήταν σηματοδοτημένη... μάλλον δεν είμαστε στη Νέα Ζηλανδία πια, ε; Τέλος πάντων από εκείνη τη στροφή έβγαιναν δυο αυτοκίνητα από ανθρώπους που μόλις είχαν αποβιβαστεί, οι οποίοι ούρλιαξαν στο βαρκάρη που τους είχε φέρει, επέστρεψε και συνεννοηθήκαμε μαζί του να μας πάει και στα δύο νησιά. Ζήτησε 80€ αρχικά, τελικά κλείσαμε στα 62€ και φύγαμε.
Το πρώτο νησί που θα επισκεπτόμασταν θα ήταν η Lelepa, ένα νησάκι γνωστό για τις σπηλιές του. Το χρώμα του νερού ήταν απίστευτο όταν ξεκινήσαμε και φτάνοντας στο νησί θαυμάσαμε στο βυθό κάτι υπερτεράστια μύδια, χωρίς υπερβολή μπορεί και να ήταν μισό μέτρο σε διάμετρο το καθένα. Ο βαρκάρης μας είπε πως στο νησί ζουν περίπου 700 άτομα και μας έδειξε πού βρίσκονταν οι σπηλιές, αφού μας είπε πως κανονικά έπρεπε να πληρώσουμε και ένα πολύ σεβαστό ποσό (περίπου 80€/άτομο!) στην τοπική κοινότητα για την επίσκεψη σε Lelepa και Hat, αλλά δεν υπήρχε κανείς για τα εισπράξει και δε σκιστήκαμε για να πάμε να τον βρούμε κιόλας, το κομμάτι του νησιού όπου μας άφησε ήταν εντελώς έρημο. Οι ταμπέλες πάντως υποδείκνυαν ότι είχε δίκιο ο άνθρωπος, τα περί “νησιώσημου” δεν τα είχε βγάλει από το κεφάλι του, αλλά αφού ήταν χαμηλή περίοδος και δεν είχαμε κλείσει την εκδρομή μέσω κάποιου πρακτορείου, κανείς δεν ήξερε ότι ήμασταν εκεί.
Ανοίξαμε την πορτούλα, προχωρήσαμε στο μονοπάτι και μετά από λίγο περπάτημα μέσα στη φύση φτάσαμε σε ένα καρστικό άνοιγμα σπηλιάς. Το σπήλαιο ήταν μεγάλο, άρα έμπαινε πολύ φως, αλλά ήταν και βαθύ, οπότε από κάποιο σημείο κι έπειτα δε βλέπαμε τίποτε και ανάψαμε τους φακούς των κινητών μας. Είχα διαβάσει πως υπήρχαν σπηλαιογραφίες και μάλιστα αρκετά ενδιαφέρουσες, αλλά δεν τις βρίσκαμε, η όλη φάση όμως στα σκοτάδια σε ένα ξεχασμένο σπήλαιο σε ένα νησί στη μέση του πουθενά θύμιζε λίγο κυνήγι χαμένου θησαυρού κι είχε την πλάκα του. Σπηλαιογραφίες δε βρήκαμε, καλά περάσαμε, πάμε για το νησί Hat τώρα.
Το Hat ήταν αρκετά πιο μακριά κι είχε αρχίσει να φουσκώνει επικίνδυνα η θάλασσα. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσω τον Κρεκούζα, που δεν ξέρει κολύμπι, αρχίσαμε να στοιχηματίζουμε πόση ώρα θα κάναμε για να φτάσουμε, σε μια ελπίδα ότι δε θα είναι πάνω από μισή ώρα, μιας που έκαιγε βασανιστικά και ο ήλιος. Η φύση πάντως στα γύρω νησιά ήταν οργιώδης, οι παραλίες παρθένες και το όλο μέρος ήταν τόσο ανεκμετάλλευτο που έμοιαζε επίγειος παράδεισος. Ακόμη και στο Hat, που διαθέτει το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο στη χώρα, δεν έγιναν ανασκαφές μέχρι το 1967 και μέχρι σήμερα κανείς δε θέλει να ζήσει επειδή... θεωρούν πως είναι στοιχειωμένο.
Το κύμα άρχισε να δυναμώνει, ρώτησα το σκίπερ αν νομίζει ότι θα φτάσουμε κι επέμεινε πως ναι, παρότι πια άρχισε να μπαίνει νερό στη βάρκα και τα κύματα ήταν υψηλά. Δίκιο είχε, φτάσαμε με τα πολλά και αποβιβαστήκαμε ενθουσιασμένοι. “Εκεί είναι, δίπλα στο φοίνικα”, μας έδειξε και πήγαμε με βήμα ταχύ. Αυτό που είχαμε έρθει να δούμε ήταν ο τάφος του “βασιλιά” Ρόι Μάτα, τα ευρήματα του οποίου είχαμε δει στο εθνικό μουσείο στο Πορτ Βίλα τη μέρα της άφιξής μας. Αυτό που είδαμε ήταν... τρεις πέτρες και ούτε καν ένα μνήμα, μια πλάκα ή κάτι άλλο. Οποία απογοήτευσις.
Τουλάχιστον ο αέρας θαυματουργώς έκοψε και η επιστροφή μας στο Εφάτε έγινε με καλό καιρό, αν και ο κατάλευκος Κρεκούζας κάηκε. Χωρίς κύμα πάντως και ζαλάδες, είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το Εφάτε από τη βάρκα μας, τι φύση! Αποβιβαστήκαμε και κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η εκδρομούλα μας με τη βάρκα, διάρκειας 2 ωρών και 40 λεπτών. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το γύρο του νησιού.
Μπροστά μας βρήκαμε ένα παράπηγμα με ταμπέλα “WWII Museum” και την ευρηματική υποσημείωση “Rust in Peace” και θεωρήσαμε πως επρόκειτο για το μουσειάκι του Δευτέρου Παγκοσμίου για το οποίο είχαμε διαβάσει, έστω κι αν φαινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πριν στον έτσι κι αλλιώς εντελώς ρουστίκ τουριστίκ μισοσκισμένο χάρτη του νησιού που είχαμε. Ο τύπος που είχε το μουσείο ουσιαστικά είχε στήσει τρία ράφια με κάποια παλιοσίδερα του πατέρα του, μπόλικα άδεια μπουκαλάκια Coca Cola ένας Θεός ξέρει από ποια εποχή κι ένα ολόκληρο σάπιο σκάφανδρο. Του πληρώσαμε τα 4€ “συνδρομής” που ζήτησε κι αποχωρήσαμε, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι αυτό το μουσείο, αλλά ότι ένας τύπος έχει στήσει ένα μουσείο από τα LIDL και τσεπώνει μερικά ευρώ από τους ελάχιστους τουρίστες που πάνε στο νησί και αδαώς πέφτουν πάνω του. Γιασάν του μάγκα.
Συνεχίσαμε και είδαμε μια ταμπελίτσα που έλεγε Top of the Rock. Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς είναι, αλλά αποφασίσαμε να αποκλίνουμε από τον κεντρικό δρόμο και να πάμε να δούμε περί τίνος επρόκειτο. Αποδείχθηκε ότι υπήρχε ένας πάγκος όπου δυο συμπαθέστατοι νεαροί μας εξήγησαν ότι η τοπική κοινότητα είχε δημιουργήσει ένα οικολογικό μονοπατάκι που κατέληγε σε μια παραλιούλα όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε σνόρκελινγκ με το gear που θα μας έδιναν. Παρότι φοβηθήκαμε ότι θα ήταν απάτη σαν την προηγούμενη στάση, τα παιδάκια ήταν συμπαθέστατα και δεν ήρθαμε στη χώρα για να κάνουμε οικονομία, οπότε πληρώσαμε τα 4€/άτομο και μπήκαμε.
Το μονοπατάκι ήταν πανέμορφο και με πολύ αγάπη φτιαγμένο, με κοράλλια και μικρές πινακίδες που εξηγούσαν τα φυτά και δέντρα δίπλα από τα οποία περπατούσαμε και κατέληγε σε μια μικρή παραλία, όπου τα κοράλια ήταν ΑΚΡΙΒΩΣ μπροστά μας. Δηλαδή, ακόμη κι ο Κώστας που δεν ξέρει μπάνιο μπόρεσε να μπει και να δει το βυθό, που ήταν εξαιρετικός, με πολλά χρώματα και μπόλικα ψαράκια πολύχρωμα. Μέχρι και μια απίθανη ντουσιέρα είχαν επινοήσει, οπότε φύγαμε χωρίς αλάτια, ενθουσιασμένοι με το μέρος, που είχαμε απολαύσει -για άλλη μια φορά- ολομόναχοι.
Συνεχίσαμε με το αμαξάκι μας και εν τέλει βρήκαμε και το ορίτζιναλ μουσείο του Β' Παγκοσμίου, όπου υποτίθεται πως βλέπεις και αεροπλάνα που βυθίστηκαν, με ένα τύπο που σε πηγαίνει με τη βάρκα του. Ωραία όλα αυτά, βρήκαμε και το τηλέφωνο του τύπου... αλλά βρισκόταν στο δικαστήριο για κάποια υπόθεση.
Συνεχίσαμε, με τη διαδρομή να γίνεται ζουγκλοειδής και φτάσαμε στο blue hole. Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είναι, πλην του ότι πρόκειται για ένα μέρος με γαλάζια νερά όπου μπορείς να βουτήξεις. Παρκάραμε και πήγαμε στις τουαλέτες του blue hole πρώτα, οπότε και μπήκαμε από τη λάθος είσοδο και δε μας χρέωσαν την είσοδο. Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά στο blue hole: μια μεγάλη λίμνη με έντονα γαλάζιο χρώμα, περικυκλωμένη από δέντρα, από ένα εκ των οποίων μπορούσες να αρπάξεις ένα σκοινί και ως άλλος Ταρζάν να πηδήξεις μέσα από ψηλά. Εννοείται πως δεν κρατήθηκα και πήδηξα. Την πρώτη φορά πήγα άπατος αφού γλίστρησα, αλλά η δεύτερη ήταν επιτυχημένη. Το κόλπο, όπως μου έδειξε ένας ντόπιος σφίχτερμαν, είναι να πιάσεις το σκοινί και με τα δάχτυλα των ποδιώνε.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και πήραμε την επιστροφή για το Πορτ Βίλα, όπου και πήγαμε στο αγαπημένο μας σούπερ μάρκετ (εκεί όπου είχαμε πάρει και τις sim) να ψωνίσουμε κανένα σνακ. Ένα τρόμο τον πήραμε με τις τιμές: ένα κιλό φέτα κοστίζει 45€, 4 τοματίνια 6€ και ούτω καθεξής, αλλά τι να κάνουμε αυτές είναι οι τιμές σε μια χώρα με χαμηλότατους μισθούς και τρομερά υψηλό κόστος ζωής, το οποίο εξηγεί και το πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Κάτσαμε να φτιάχνουμε σάντουιτς μέσα στη νύχτα, αφού την επομένη θα πηγαίναμε στο νησί Pentecost, πολύ πιο πρωτόγονο σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαμε.
Το βράδυ μας βρήκε να δειπνούμε στο ακριβούτσικο L'Houstalet, ένα παλαιού τύπου εστιατόριο με τεράστια αίθουσα που μάλλον χρησιμοποιείται για γάμους, όπου έφαγα καλές γαρίδες με κάρυ κι έμεινε ευχαριστημένος και ο Κρεκούζας. Πάλι καλά, γιατί ξέραμε ότι από την επομένη πηγαίναμε σε μέρη χωρίς ρεύμα, καταστήματα και εστιατόρια. Κατά τη διάρκεια του δείπνου κάναμε και μια αξιολόγηση της ημέρας μας στο Εφάτε. Ωραίο ήταν το νησί βρε παιδί μου, μικρά όμορφα πράγματα, αλλά δεν είδαμε και κάτι να μας αφήσει άφωνους. Γενικώς η χώρα – πλην του ηφαιστείου- ήταν συμπαθής, αλλά δεν είχε κάτι το εξαιρετικό να παρουσιάσει. Μήπως το μοναδικό χάιλάιτ κάποιου βεληνεκούς ήταν το ηφαίστειο; Διότι γενικώς όλο το ταξίδι στην Ωκεανία ήταν ωραίο, αλλά ολίγον underwhelming. Ε, από την επόμενη τα πράγματα θα άλλαζαν...
Ξεκινήσαμε λοιπόν με πρώτο στόχο το σημείο επιβίβασης για το νησί Hat, όπου βρίσκεται και ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της χώρας και με την ελπίδα ότι ίσως μπορούσαμε να επισκεφθούμε και το νησί Lelepa. Με δεδομένο ότι αυτά τα δύο νησάκια βρίσκονταν προφανώς εκτός Efate, θα έπρεπε να βρούμε πρώτα κάποιον βαρκάρη και ρωτώντας μας υπέδειξαν πού στο περίπου θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον.
Το οδόστρωμα μας εντυπωσίασε τόσο όσο και η καταπράσινη διαδρομή. Διαβάσαμε πως ο δρόμος είναι πρόσφατος: τον έφτιαξαν οι Κινέζοι το 2011 και ήταν... ο πρώτος δρόμος με άσφαλτο στη χώρα, για να πάρει κανείς μια ιδέα για το πόσο ανύπαρκτες είναι οι υποδομές στη χώρα. Συνεχίσαμε να οδηγούμε, ξαναρωτήσαμε πού θα βρούμε κάποιον βαρκάρη και μια κυρία μας έδειξε μια έξοδο από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς το Mangaliliu, όπου δρόμος δεν υπήρχε, παρά μόνο κοτρόνες, με αποτέλεσμα να κοπανήσουμε και το αμάξι δυο φορές. Πήραμε μια μάνα κι ένα παιδί ως ωτοστόπερ, που μας είπαν πως πήγαιναν στο γαλλικό σχολείο για κάποια σχολική γιορτή. Προσφέρθηκε ο Κώστας να την αφήσουμε στο περί ου ο λόγος σχολείο, που αποδείχθηκε πως ήταν 10 καλύβες (κυριολεκτικά) αλλά με άπειρα παιδιά, άλλωστε η μέση γυναίκα στο Βανουάτου κάνει πάνω από 3 παιδιά (το 1960 πάντως έκανε σχεδόν 8!).
Λίγο αργότερα μας υπέδειξαν πως πηγαίναμε λάθος, πήραμε άλλο κατσικόδρομο και καταλήξαμε σε μια ράμπα που κατέληξε... στη θάλασσα. Το picanto μας δυστυχώς δεν ήταν αμφίβιο, αλλά επειδή το τοπίο ήταν ωραίο κατεβήκαμε να βγάλουμε μια φωτογραφία. Με το που κατεβαίνει ο Κώστας τρώει μια απίστευτη χλαπάτσα που δυνητικά θα μπορούσε να είναι και επικίνδυνη. Βγαίνω ως εξυπνάκιας, τον πλησιάζω και του λέω "καλά ρε, πώς έπεσες έτσι;" και με το που του δίνω το χέρι να σηκωθεί ΟΠΑΑΑ την έφαγα κι εγώ τη σαβούρδα κι έσκασα στον πισινό μου. Μείναμε κανά δυο λεπτά να γελάμε με τα χάλια μας στην πιο γλιστερή επιφάνεια που έχω δει ποτέ και συνεχίσαμε να ψάχνουμε για κάποιον που να μπορεί να μας πάει στα τιμημένα κοντινά νησάκια.
Βρήκαμε μια ταμπέλα που έλεγε "Lelepa Landing", χαθήκαμε σε κάτι έργα που γίνονταν κινεν τέλει ανακαλύψαμε ότι η σωστή έξοδος δεν ήταν σηματοδοτημένη... μάλλον δεν είμαστε στη Νέα Ζηλανδία πια, ε; Τέλος πάντων από εκείνη τη στροφή έβγαιναν δυο αυτοκίνητα από ανθρώπους που μόλις είχαν αποβιβαστεί, οι οποίοι ούρλιαξαν στο βαρκάρη που τους είχε φέρει, επέστρεψε και συνεννοηθήκαμε μαζί του να μας πάει και στα δύο νησιά. Ζήτησε 80€ αρχικά, τελικά κλείσαμε στα 62€ και φύγαμε.
Το πρώτο νησί που θα επισκεπτόμασταν θα ήταν η Lelepa, ένα νησάκι γνωστό για τις σπηλιές του. Το χρώμα του νερού ήταν απίστευτο όταν ξεκινήσαμε και φτάνοντας στο νησί θαυμάσαμε στο βυθό κάτι υπερτεράστια μύδια, χωρίς υπερβολή μπορεί και να ήταν μισό μέτρο σε διάμετρο το καθένα. Ο βαρκάρης μας είπε πως στο νησί ζουν περίπου 700 άτομα και μας έδειξε πού βρίσκονταν οι σπηλιές, αφού μας είπε πως κανονικά έπρεπε να πληρώσουμε και ένα πολύ σεβαστό ποσό (περίπου 80€/άτομο!) στην τοπική κοινότητα για την επίσκεψη σε Lelepa και Hat, αλλά δεν υπήρχε κανείς για τα εισπράξει και δε σκιστήκαμε για να πάμε να τον βρούμε κιόλας, το κομμάτι του νησιού όπου μας άφησε ήταν εντελώς έρημο. Οι ταμπέλες πάντως υποδείκνυαν ότι είχε δίκιο ο άνθρωπος, τα περί “νησιώσημου” δεν τα είχε βγάλει από το κεφάλι του, αλλά αφού ήταν χαμηλή περίοδος και δεν είχαμε κλείσει την εκδρομή μέσω κάποιου πρακτορείου, κανείς δεν ήξερε ότι ήμασταν εκεί.
Ανοίξαμε την πορτούλα, προχωρήσαμε στο μονοπάτι και μετά από λίγο περπάτημα μέσα στη φύση φτάσαμε σε ένα καρστικό άνοιγμα σπηλιάς. Το σπήλαιο ήταν μεγάλο, άρα έμπαινε πολύ φως, αλλά ήταν και βαθύ, οπότε από κάποιο σημείο κι έπειτα δε βλέπαμε τίποτε και ανάψαμε τους φακούς των κινητών μας. Είχα διαβάσει πως υπήρχαν σπηλαιογραφίες και μάλιστα αρκετά ενδιαφέρουσες, αλλά δεν τις βρίσκαμε, η όλη φάση όμως στα σκοτάδια σε ένα ξεχασμένο σπήλαιο σε ένα νησί στη μέση του πουθενά θύμιζε λίγο κυνήγι χαμένου θησαυρού κι είχε την πλάκα του. Σπηλαιογραφίες δε βρήκαμε, καλά περάσαμε, πάμε για το νησί Hat τώρα.
Το Hat ήταν αρκετά πιο μακριά κι είχε αρχίσει να φουσκώνει επικίνδυνα η θάλασσα. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσω τον Κρεκούζα, που δεν ξέρει κολύμπι, αρχίσαμε να στοιχηματίζουμε πόση ώρα θα κάναμε για να φτάσουμε, σε μια ελπίδα ότι δε θα είναι πάνω από μισή ώρα, μιας που έκαιγε βασανιστικά και ο ήλιος. Η φύση πάντως στα γύρω νησιά ήταν οργιώδης, οι παραλίες παρθένες και το όλο μέρος ήταν τόσο ανεκμετάλλευτο που έμοιαζε επίγειος παράδεισος. Ακόμη και στο Hat, που διαθέτει το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο στη χώρα, δεν έγιναν ανασκαφές μέχρι το 1967 και μέχρι σήμερα κανείς δε θέλει να ζήσει επειδή... θεωρούν πως είναι στοιχειωμένο.
Το κύμα άρχισε να δυναμώνει, ρώτησα το σκίπερ αν νομίζει ότι θα φτάσουμε κι επέμεινε πως ναι, παρότι πια άρχισε να μπαίνει νερό στη βάρκα και τα κύματα ήταν υψηλά. Δίκιο είχε, φτάσαμε με τα πολλά και αποβιβαστήκαμε ενθουσιασμένοι. “Εκεί είναι, δίπλα στο φοίνικα”, μας έδειξε και πήγαμε με βήμα ταχύ. Αυτό που είχαμε έρθει να δούμε ήταν ο τάφος του “βασιλιά” Ρόι Μάτα, τα ευρήματα του οποίου είχαμε δει στο εθνικό μουσείο στο Πορτ Βίλα τη μέρα της άφιξής μας. Αυτό που είδαμε ήταν... τρεις πέτρες και ούτε καν ένα μνήμα, μια πλάκα ή κάτι άλλο. Οποία απογοήτευσις.
Τουλάχιστον ο αέρας θαυματουργώς έκοψε και η επιστροφή μας στο Εφάτε έγινε με καλό καιρό, αν και ο κατάλευκος Κρεκούζας κάηκε. Χωρίς κύμα πάντως και ζαλάδες, είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το Εφάτε από τη βάρκα μας, τι φύση! Αποβιβαστήκαμε και κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η εκδρομούλα μας με τη βάρκα, διάρκειας 2 ωρών και 40 λεπτών. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το γύρο του νησιού.
Μπροστά μας βρήκαμε ένα παράπηγμα με ταμπέλα “WWII Museum” και την ευρηματική υποσημείωση “Rust in Peace” και θεωρήσαμε πως επρόκειτο για το μουσειάκι του Δευτέρου Παγκοσμίου για το οποίο είχαμε διαβάσει, έστω κι αν φαινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πριν στον έτσι κι αλλιώς εντελώς ρουστίκ τουριστίκ μισοσκισμένο χάρτη του νησιού που είχαμε. Ο τύπος που είχε το μουσείο ουσιαστικά είχε στήσει τρία ράφια με κάποια παλιοσίδερα του πατέρα του, μπόλικα άδεια μπουκαλάκια Coca Cola ένας Θεός ξέρει από ποια εποχή κι ένα ολόκληρο σάπιο σκάφανδρο. Του πληρώσαμε τα 4€ “συνδρομής” που ζήτησε κι αποχωρήσαμε, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι αυτό το μουσείο, αλλά ότι ένας τύπος έχει στήσει ένα μουσείο από τα LIDL και τσεπώνει μερικά ευρώ από τους ελάχιστους τουρίστες που πάνε στο νησί και αδαώς πέφτουν πάνω του. Γιασάν του μάγκα.
Συνεχίσαμε και είδαμε μια ταμπελίτσα που έλεγε Top of the Rock. Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς είναι, αλλά αποφασίσαμε να αποκλίνουμε από τον κεντρικό δρόμο και να πάμε να δούμε περί τίνος επρόκειτο. Αποδείχθηκε ότι υπήρχε ένας πάγκος όπου δυο συμπαθέστατοι νεαροί μας εξήγησαν ότι η τοπική κοινότητα είχε δημιουργήσει ένα οικολογικό μονοπατάκι που κατέληγε σε μια παραλιούλα όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε σνόρκελινγκ με το gear που θα μας έδιναν. Παρότι φοβηθήκαμε ότι θα ήταν απάτη σαν την προηγούμενη στάση, τα παιδάκια ήταν συμπαθέστατα και δεν ήρθαμε στη χώρα για να κάνουμε οικονομία, οπότε πληρώσαμε τα 4€/άτομο και μπήκαμε.
Το μονοπατάκι ήταν πανέμορφο και με πολύ αγάπη φτιαγμένο, με κοράλλια και μικρές πινακίδες που εξηγούσαν τα φυτά και δέντρα δίπλα από τα οποία περπατούσαμε και κατέληγε σε μια μικρή παραλία, όπου τα κοράλια ήταν ΑΚΡΙΒΩΣ μπροστά μας. Δηλαδή, ακόμη κι ο Κώστας που δεν ξέρει μπάνιο μπόρεσε να μπει και να δει το βυθό, που ήταν εξαιρετικός, με πολλά χρώματα και μπόλικα ψαράκια πολύχρωμα. Μέχρι και μια απίθανη ντουσιέρα είχαν επινοήσει, οπότε φύγαμε χωρίς αλάτια, ενθουσιασμένοι με το μέρος, που είχαμε απολαύσει -για άλλη μια φορά- ολομόναχοι.
Συνεχίσαμε με το αμαξάκι μας και εν τέλει βρήκαμε και το ορίτζιναλ μουσείο του Β' Παγκοσμίου, όπου υποτίθεται πως βλέπεις και αεροπλάνα που βυθίστηκαν, με ένα τύπο που σε πηγαίνει με τη βάρκα του. Ωραία όλα αυτά, βρήκαμε και το τηλέφωνο του τύπου... αλλά βρισκόταν στο δικαστήριο για κάποια υπόθεση.
Συνεχίσαμε, με τη διαδρομή να γίνεται ζουγκλοειδής και φτάσαμε στο blue hole. Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είναι, πλην του ότι πρόκειται για ένα μέρος με γαλάζια νερά όπου μπορείς να βουτήξεις. Παρκάραμε και πήγαμε στις τουαλέτες του blue hole πρώτα, οπότε και μπήκαμε από τη λάθος είσοδο και δε μας χρέωσαν την είσοδο. Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά στο blue hole: μια μεγάλη λίμνη με έντονα γαλάζιο χρώμα, περικυκλωμένη από δέντρα, από ένα εκ των οποίων μπορούσες να αρπάξεις ένα σκοινί και ως άλλος Ταρζάν να πηδήξεις μέσα από ψηλά. Εννοείται πως δεν κρατήθηκα και πήδηξα. Την πρώτη φορά πήγα άπατος αφού γλίστρησα, αλλά η δεύτερη ήταν επιτυχημένη. Το κόλπο, όπως μου έδειξε ένας ντόπιος σφίχτερμαν, είναι να πιάσεις το σκοινί και με τα δάχτυλα των ποδιώνε.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και πήραμε την επιστροφή για το Πορτ Βίλα, όπου και πήγαμε στο αγαπημένο μας σούπερ μάρκετ (εκεί όπου είχαμε πάρει και τις sim) να ψωνίσουμε κανένα σνακ. Ένα τρόμο τον πήραμε με τις τιμές: ένα κιλό φέτα κοστίζει 45€, 4 τοματίνια 6€ και ούτω καθεξής, αλλά τι να κάνουμε αυτές είναι οι τιμές σε μια χώρα με χαμηλότατους μισθούς και τρομερά υψηλό κόστος ζωής, το οποίο εξηγεί και το πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Κάτσαμε να φτιάχνουμε σάντουιτς μέσα στη νύχτα, αφού την επομένη θα πηγαίναμε στο νησί Pentecost, πολύ πιο πρωτόγονο σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαμε.
Το βράδυ μας βρήκε να δειπνούμε στο ακριβούτσικο L'Houstalet, ένα παλαιού τύπου εστιατόριο με τεράστια αίθουσα που μάλλον χρησιμοποιείται για γάμους, όπου έφαγα καλές γαρίδες με κάρυ κι έμεινε ευχαριστημένος και ο Κρεκούζας. Πάλι καλά, γιατί ξέραμε ότι από την επομένη πηγαίναμε σε μέρη χωρίς ρεύμα, καταστήματα και εστιατόρια. Κατά τη διάρκεια του δείπνου κάναμε και μια αξιολόγηση της ημέρας μας στο Εφάτε. Ωραίο ήταν το νησί βρε παιδί μου, μικρά όμορφα πράγματα, αλλά δεν είδαμε και κάτι να μας αφήσει άφωνους. Γενικώς η χώρα – πλην του ηφαιστείου- ήταν συμπαθής, αλλά δεν είχε κάτι το εξαιρετικό να παρουσιάσει. Μήπως το μοναδικό χάιλάιτ κάποιου βεληνεκούς ήταν το ηφαίστειο; Διότι γενικώς όλο το ταξίδι στην Ωκεανία ήταν ωραίο, αλλά ολίγον underwhelming. Ε, από την επόμενη τα πράγματα θα άλλαζαν...
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited by a moderator: