Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.005
- Likes
- 52.700
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Σιγκαπούρη short stop
- 24 ώρες στο Auckland
- Και stopover (Nadi, Fiji) και layover (Νουμέα, Νέα Καληδονία)
- Wallis & Futuna (βασικά Wallis)
- Wallis & Futuna II
- Wallis & Futuna III
- Photos Wallis & Futuna
- Δεύτερο stopover στο Nadi
- Τόνγκα
- Photos Τόνγκα
- Τόνγκα ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία
- Νέα Ζηλανδία - Βόρειο Νησί
- Photos New Zealand Βόρειο Νησί
- Tongariro trek
- Ουέλινγκτον
- Abel Tasman National Park
- Photos Wellington - Abel Tasman
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί
- Photos New Zealand - Νότιο Νησί
- Παγετώνας Franz Josef
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙΙ
- Milford Sound
- Dunedin
- Photos New Zealand Νότιο Νησί ΙΙ
- Photos Franz Josef by krekouzas
- Αυστραλία (για μια μέρα κι από σπόντα)
- Βανουάτου
- Νήσος Tanna
- Νήσος Tanna II
- Photos Tanna by krekouzas
- Photos Tanna II
- Port Vila
- Νησί Efate
- Photos Efate
- Νησί Pentecost
- Photos Pentecost
- Νησί Pentecost II
- Pentecost by krekouzas
- Νησί Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo II
- Τρεκ Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo III
- Photos Espiritu Santo
- World War II tour
- Photos World War II tour
- Νησί Espiritu Santo IV
- Νησί Espiritu Santo V
- Photos Espiritu Santo III
- Νησί Espiritu Santo VI
- Αξιολόγηση Βανουάτου
- Επιστροφή στη Νέα Ζηλανδία
- Photos Hobbiton
- Αξιολόγηση Νέας Ζηλανδίας - Επίλογος
Η σημερινή ημέρα αναμενόταν μεγάλη, και σε διάρκεια και σε ένταση. Είχαμε πρωινή πτήση για το νησί Pentecost, όπου θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο αυθεντικά έθιμα στην Ωκεανία, το nanggol. Όλο το ταξίδι είχε κανονιστεί ώστε να συμπέσουμε με τις ημερομηνίες που λαμβάνει χώρα το συγκεκριμένο έθιμο, που συνίσταται στην κατασκευή τεράστιων πύργων από ξύλο, από τους οποίους πέφτουν άνδρες στο κενό, έχοντας δέσει όμως τα πόδια τους με κάποια φυσικά σκοινιά από δέντρα, κάνοντας ένα είδος -πολύ πιο επικίνδυνου- bungee jumping. Όλο αυτό γίνεται στην πραγματικότητα μόνο για 6 συνεχή Σάββατα, μόνο στο νησί Pentecost, μόνο σε 2-3 τοποθεσίες. Ε, εκεί πηγαίναμε. Δεν είχα δει ούτε καν φωτογραφίες διότι δεν ήθελα να έχω εικόνα του τι θα έβλεπα ακριβώς.
Η πτήση μας λοιπόν με την αγαπημένη Air Vanuatu ήταν στις 7.30 το πρωί, άρα πρωινό πήραμε στις 5. Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα ότι το ταπεινό μας κατάλυμα θα σέρβιρε κάτι τόσο πρωί, αλλά ήταν αλήθεια και παρότι ήταν πολύ μέτριο, ήταν κάτι. Αφήσαμε τα πολλά συμπράγκαλα στο κατάλυμα, αφού στην πτήση δεν επιτρέπεται κάτι πλην των χειραποσκευών. Δυστυχώς ξέχασα να πάρω κάρτα μνήμης για την κάμερα, αλλά ευτυχώς είχε έξτρα για να μου δανείσει ο γλυκούλης @Krekouzas.
Πήραμε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό μας λοιπόν και το αφήσαμε στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, όπως είχαμε συνεννοηθεί με την εταιρεία ενοικίασης, χρησιμοποιώντας μια πολύ περίεργη φορητή κλειδαριά που μας είχαν δώσει, για την οποία μόνο αυτοί είχαν το κλειδί. Άτσα συστήματα το Βανουάτου!
Το τσεκ-ιν έγινε στο τρομερό τέρμιναλ για τις εσωτερικές πτήσεις σε... έναν άμβωνα (δεν υπήρχε γκισές ουσιαστικά), μέχρι και το όνομα της πόλης όπου θα προσγειωνόμασταν (Lonorore) είχαν γράψει λάθος, αλλά λίγο ρόλο έπαιζε αυτό. Πληρώσαμε τα 200 vatu τοπικό φόρο αεροδρομίου και περιμέναμε. Κατά τη διάρκεια της αναμονής προσπάθησα να κάνω και ανάληψη από το ΑΤΜ του αεροδρομίου, τελικά για να πάρω ένα σχετικά ασφαλές ποσό χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω δυο ΑΤΜ από τις δύο διαφορετικές τράπεζες, αλλά νενικήκαμεν.
Καθυστέρησε να έρθει το αεροσκάφος, αλλά ήρθε και αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μινούσκουλο αεροπλανάκι με χωρητικότητα περίπου 12 άτομα, αν και, αφού μας ζύγιζαν, μας είπαν πως θα μπούμε μόνο 8 άτομα. Μας έδωσαν μάλιστα τις τελευταίες δύο θέσεις, που ήταν εξαιρετικά άνετες (άπλωσα και τις ποδάρες μου δίπλα στην πόρτα), αλλά κυρίως είχαμε εξαιρετική θέα για τα 45 λεπτά πτήσης, απολαμβάνοντας την αντίθεση που σχημάτιζαν το καταγάλανο της θάλασσας και το καταπράσινο των νησιών πάνω από τα οποία πετούσαμε και αναρωτώμενος πόσο ακατοίκητη είναι αυτή η χώρα, αφού περνούσαμε από ευμεγέθη νησιά στα οποία το μόνο που υπήρχε ήταν πυκνή τροπική βλάστηση. Σε κάποια φάση πετάξαμε πάνω από ένα νησί με κόκκινα και καφετί βουνά και η πανδαισία χρωμάτων ήταν ακόμη πιο έντονη (ναι, φωτογραφίες αργότερα σήμερα). Ο καημένος ο Κρεκούζας απόλαυσε τη φύση λίγο λιγότερο, αφού και πετοφοβία έχει αλλά ήταν και καμένος από τη χτεσινή βαρκάδα.
Ο αεροδριάδρομος στον οποίο προσγειωθήκαμε ήταν αξιοπρεπής, αλλά το “αεροδρόμιο” είναι ό,τι πιο κοτέτσι έχω δει στις περίπου 120 χώρες και τα εκατοντάδες αεροδρόμια που έχω δει στη ζωή μου: ήταν ένα απλό μικρό κτίριο χωρίς καμία αίθουσα, τα τζάμια του ήταν σπασμένα, δεν υπήρχε καμία καρέκλα και η μοναδική επιγραφή ξεκαθάριζε πως η Air Vanuatu “δε θα δέχεται πλέον ως cargo αγαθά που τοποθετούνται σε ψάθινα καλάθια”. Μπούχαχα.
Αποβιβαστήκαμε και πήγαμε στο... πάρκινγκ του αεροδρομίου, δηλαδή ένα χωράφι με τέσσερα ντάτσουν κι ένα παράπηγμα με φύλλα φοίνικα στο οποίο πωλούσαν πορτοκάλια. Πού ήρθαμε, γουστάρω! Οι υπόλοιποι 6 επιβάτες είχαν αγοράσει μια ημερήσια εκδρομή από το Port Vila, που περιλάμβανε την πτήση, τη μεταφορά για να δουν το land diving (έτσι λέγεται το nanggol στα αγγλικά) και την επιστροφή τους με απογευματινή πτήση. Εμείς ήμασταν πιο... vivere pericolosamente, είχαμε κλείσει την πτήση και... τίποτε άλλο. Το δε τράνσφερ που είχαν κλείσει οι άνθρωποι ήταν... η καρότσα του ντάτσουν, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος εξόδου από το αεροδρόμιο, οπότε και μπήκα σε παζάρια με έναν ντατσουνιέρη, που ήταν και “ξεναγός” κι ενδεχομένως και πρέσβης, πυρηνικός φυσικός και άλλα πολλά. Εν τέλει κλείσαμε το τράνσφερ, μεσημεριανό και το land diving για 97 ευρώ το άτομο, που ήταν μια χαρά, αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο το fee που χρεώνουν οι ντόπιοι είναι 80€/επισκέπτη.
Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς... όπου ήταν αυτό που μας πήγαιναν ήταν το πιο σουρεαλιστικό airport transfer που έχω κάνει ποτέ μου. Φυσικά άσφαλτος δεν υπήρχε, περνούσαμε μέσα από ένα δάσος από δέντρα, διασχίζοντας ρυάκια, κολλώντας στη λάσπη και... οδηγώντας σύριζα δίπλα στο νερό της θάλασσας πάνω στην άμμο ή τα βότσαλα... Πολύ απλά δεν υπάρχουν δρόμοι στο Pentecost ούτε κτίρια, ουσιαστικά μόνο καλύβες έχει, οι κάτοικοι ζουν σε συνθήκες μάλλον πρωτόγονες. Όλοι κι όλοι οι τουρίστες ήταν καμιά ντουζίνα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν expats στο Πορτ Βίλα κι όλος ο τουρισμός που έχουν ουσιαστικά είναι αυτά τα 6 Σάββατα το χρόνο.
Φτάσαμε με τα πολλά στο χωριό, το οποίο πρέπει να είναι το Rangusuksu ή κάτι αντίστοιχο, δεν είναι ότι υπάρχουν ταμπέλες, επιγραφές ή οτιδήποτε που να θυμίζει “πολιτισμό” στο νησί. Μας καλωσόρισαν λοιπόν ενθουσιασμένοι οι κάτοικοι, που σε ποσοστό περίπου 70% ήταν παιδάκια. Ζούσαν όλοι σε καλύβες από ψάθα με φύλλα φοίνικα για σκεπή. Η αλήθεια είναι πως αρχικά πίστεψα πως τα σπίτια αυτά είναι για τουρισμό, μετά συνειδητοποίησα πως όλοι μένουν σε αυτά. Μας πρόσφεραν κάποια φρούτα και μας είπαν να περιμένουμε μέχρι να έρθει και η δεύτερη πτήση με άλλους 8 τουρίστες, προκειμένου να ξεκινήσει η τελετή.
Κάναμε λοιπόν μια βολτίτσα στο απίθανο αυτό χωριό, όπου όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, ενώ τα παιδάκια έπαιζαν ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τα δικά μας “μήλα”, αν και χωρίς μπάλα, έπρεπε να αγγίξεις τον αντίπαλό σου για να τον βγάλεις από το παιχνίδι, αλλά χωρίς να βγεις από τις γραμμές σου. Ατέλειωτα χαχανίσματα και ήχοι από παιδιά που παίζουν, θα ήταν το soundtrack για τις δύο επόμενες ημέρες που θα περνούσαμε στο νησί. Μπήκα σε μια καλύβα που με χαιρέτισαν κι έκατσα με την οικογένεια να πούμε δυο κουβέντες, μιας και το χωριό ήταν αγγλόφωνο. Με ρώτησαν όλο ενδιαφέρον από πού είμαι και για άλλη μια φορά μου έκανε εντύπωση πόσο καλοσυνάτοι και με αθώα χαμόγελα ήταν όλοι. “Εσείς θα πηδήξετε σήμερα από τον πύργο;”, ρώτησα. Μου απάντησαν πως όχι, αν και θα πηδούσε για πρώτη φορά ένας ξάδερφός τους.
Το μοναδικό πραγματικό κτίριο σε όλο το χωριό (εννοώ που να έχει τούβλα, τσιμέντο, τέλος πάντων κάποιο διαρκές υλικό) είναι η εκκλησία, που μας είπαν πως είναι σχετικά πρόσφατη και κατασκευάστηκε από ιεραπόστολους. Ξαποσταίνοντας στα σκαλιά της, πιάσαμε κουβέντα με μια μητέρα που είχε έρθει με την κόρη της για να ζήσουν στο Vanuatu κι έμεναν στα προάστια του Port Vila, αν θυμάμαι καλά ήταν Αυστραλές με ρίζες από τη Νέα Ζηλανδία. Μας είπαν πως είναι πολύ εύκολο κι αρκετά οικονομικό να αγοράσει κανείς σπίτι πάνω στο νερό στο Βανουάτου, πως πλέον έχουν αρχίσει να έρχονται κινεζικές επενδύσεις, όπως το μεγάλο συνεδριακό κέντρο που χτίζεται, αν και υπάρχουν παράπονα διότι δεν έχουν τηρηθεί στο ακέραιο οι συμφωνίες περί απασχόλησης ντόπιων στα έργα, όπως και το ότι τα κρουαζιερόπλοια είναι πραγματική πληγή. Ρώτησα την κόρη, που πρέπει να είναι σε ηλικία γυμνασίου, πώς είναι το σχολείο και μας έλεγε πως είναι πολύ αυστηρά. Για παράδειγμα, το σχολείο είναι αυστηρά αγγλόφωνο κι όποιο παιδάκι μιλήσει σε κάποια τοπική γλώσσα έχει τιμωρία: τα αγόρια πρέπει να κάνουν 20 pushups και τα κορίτσια να μείνουν για λίγα δευτερόλεπτα ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλά τους τις πατούσες τους. Εντύπωση μου έκανε που μας είπε πως πολλά παιδιά δεν πάνε σχολείο διότι το κόστος είναι ένα δυσβάσταχτο 150€/εξάμηνο, που πολλές οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν, ειδικά οι πολύτεκνες. Τον Ιούλιο θα πήγαιναν στην Ελλάδα, οπότε τους δώσαμε tips και συνεχίσαμε τη βόλτα μας, όπου ο Κρεκούζας αποφάσισε να βγάλει μια φωτογραφία ένα μάτσο παιδάκια με την polaroid του και να τους τη χαρίσει, οπότε και τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο εκστασιασμένα.
Επιτέλους ήρθε και η πτήση με τους υπόλοιπους τουρίστες που περιμέναμε και ξεκινήσαμε όλοι υπό την καθοδήγηση του οργανωτή για το σημείο των πτώσεων, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν πράγματι πολύ κοντά. Αυτό που αντικρύσαμε ήταν μια ξύλινη κατασκευή από μαδέρια δεμένα με σκοινιά μεταξύ τους που έμοιαζε με πύργο ή καλύτερα με πλατφόρμα για βουτιές, σαν αυτές που έχουν οι πισίνες, που είχε τοποθετηθεί σε ένα επικλινές σημείο του εδάφους. Προφανώς από εκεί θα έπεφταν οι divers και θα προσγειώνονταν... στο έδαφος (hello? Για κάποιο λόγο λέγεται LAND diving), με την πτώση τους να μετριάζεται από το σκοινί στο οποίο θα έδεναν τα πόδια τους. Ο οργανωτής-ξεναγός μας εξήγησε πως τέτοια εποχή κάθε χρόνο φτιάχνουν τον πύργο-εξέδρα από το μηδέν και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι ντόπιοι, φυσικά στην πλειοψηφία τους παιδιά.
Μια μεγάλη ομάδα εξ αυτών ήταν παραδοσιακά ντυμένοι, δηλαδή ουσιαστικά ήταν γυμνοί ή φορούσαν ψάθινες φούστες, με τα αγόρια και τους άντρες να φορούν και το παραδοσιακό namba, δηλαδή μια πεοθήκη ανάλογη με αυτές που φορούν λίγο πιο πέρα, στην Παπούα Νέα Γουϊνέα. Μαζεύτηκε ένα σχετικό πλήθος κι άρχισαν με τρομερή ζωντάνια να τραγουδούν ρυθμικά, με το πάθος να κορυφώνεται όταν άρχισε να ανεβαίνει στην εξέδρα ο πρώτος υποψήφιος για βουτιά. Μας είπαν πως σήμερα θα πηδούσαν επτά, ξεκινώντας από τους νεαρότερους σε ηλικία και συνεχίζοντας με τους μεγαλύτερους. Κάθε δύτης θα έπεφτε από όλο και ψηλότερο σημείο της εξέδρας, με τον κορυφαίο να πέφτει από την κορυφή της.
Ανέβηκε το πρώτο παιδάκι, η “χορωδία” από κάτω τον ενθάρρυνε με τραγούδια και ρυθμικές κραυγές, αλλά εν τέλει παρότι φαινόταν έτοιμο να πηδήξει, τελικώς φοβήθηκε κι υποχώρησε. Ο δεύτερος ανέβηκε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν γύρω στα 10. Η ντόπια κοπελίτσα που ήταν όρθια δίπλα μου τον κοιτούσε όλο αγωνία και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της. Αυτοσυγκεντρώθηκε, πήδηξε ψηλά και ΚΡΑΚ, καθώς έπεφτε το σκοινί έκανε ένα δυνατό ήχο, που σήμαινε πως τεντώθηκε όσο γινόταν κατά την πτώση, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα ΜΠΑΜ. Έπαθα σοκ! Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πως -σε αντίθεση με το bungee jumping που το σκοινί είναι σκοπίμως κοντό ώστε να αιωρείσαι μετά την πτώση και σε καμία περίπτωση δε χτυπάς στο έδαφος- στο land diving ο δύτης χτυπάει στο έδαφος, έστω κι όχι με όλη τη φόρα, αφού το σκοινί κάπως συγκρατεί την πτώση του. Όλοι βουτούσαν με το κεφάλι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης με το έδαφος έπαιρναν μια κλίση κι εν τέλει χτυπούσαν με τον ώμο ή το γοφό, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται πολύ επίπονο. Ο δύτης αποθεώθηκε και ακολούθησε ο επόμενος που έπεσε από υψηλότερο σημείο της πλατφόρμας, ζητώντας και την ηθική υποστήριξη του κοινού, πάντα έχοντας το ένα μόνο πόδι δεμένο, με σκοινί φτιαγμένο από κληματαριά... Απίστευτα επικίνδυνο αλλά και άκρως εντυπωσιακό το έθιμο, για τη δε ατμόσφαιρα δεν έχω να πω και πολλά, προκαλούσε ρίγος με όλο το χωριό να τραγουδάει και να χορεύει.
Ο τελευταίος δύτης ήταν πολύ εντυπωσιακός, πηδώντας όσο ψηλότερα μπορούσε, πέφτοντας με πολύ δύναμη και εισπράττοντας αλαλαγμούς αποθέωσης. Γι αυτόν ειδικά πήρα και καλή θέση και κατάφερα να βγάλω μια καλή φωτογραφία, αλλά νομίζω θα πάρετε καλύτερη εικόνα από τα βίντεο του Κρεκούζα, εγώ δεν ξέρω να τα σηκώνω.
Η όλη τελετή μας άφησε με εξαιρετικές εντυπώσεις, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που ζούσαμε, μέχρι που μας πήγαν όλους για μεσημεριανό. Πολύ φτωχό το γεύμα με λίγο ρύζι, ελάχιστα μακαρόνια, λίγα χόρτα, γλυκοπατάτες κι ένα νερό που αμέσως μόλις το ήπια με έπιασαν κράμπες στο στομάχι. Ευτυχώς είχαμε φέρει κάτι σάντουιτς που είχαμε φτιάξει στο Πορτ Βίλα και δεν πεινάσαμε, συν κανα δυο βραστά αβγά.
Ωραία όλα αυτά, αλλά πού θα κοιμόμασταν; Μας ανέφεραν ένα Mari Guesthouse που βρισκόταν “εκεί κοντά” αν και κανείς δεν ήξερε να υπολογίσει το χρόνο που θα μας έπαιρνε για να πάμε εκεί, ε δε νομίζω να κυκλοφορούν και με ρολόγια οι άνθρωποι. Μας έδωσαν πάντως έναν νεαρό που θα εκτελούσε χρέη αχθοφόρου και θα μας έδειχνε το δρόμο, οπότε αποχαιρετίσαμε το χωριό και τους λιγοστούς τουρίστες και φύγαμε μέσα από το δάσος, μη έχοντας ιδέα πού πηγαίναμε.
Η διαδρομή ήταν και πάλι πανέμορφη, ενώ όποτε περνούσαμε μπροστά από κάποια καλύβα οι ντόπιοι μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι. Εν τέλει φτάσαμε, μας σύστησαν και τον ιδιοκτήτη, ήταν ένας μεγαλούτσικος κύριος ονόματι Luke Fargo, για τον οποίο είχα διαβάσει ότι είναι κάτι σα φύλαρχος σε αυτό το κομμάτι του νησιού και όντως μας συστήθηκε ως chief! Αυτός μας έδειξε πού θα κοιμόμασταν, επρόκειτο για δυο υπερυψωμένες καλύβες με ψάθα και οροφή, χωρίς πόρτες φυσικά, ενώ υπήρχε μια εξωτερική τουαλέτα κι ένα πρωτόγονο ντους λίγα μέτρα πιο πέρα. Παρατήρησα ότι υπήρχαν καλώδια και ρώτησα αν υπάρχει ρεύμα αλλά ο Luke μας είπε πως ένας ισχυρός άνεμος είχε ρίξει το ρεύμα “πριν από μερικές εβδομάδες”. Πολύ πρωτόγονο αλλά ωραίο μας φάνηκε και είπαμε να το πάρουμε, όχι ότι υπήρχε και καμία εναλλακτική.
Αφήσαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε βόλτα στο χωριό... Τι να πει κανείς, παραμυθένιο ήταν, με λίγα ψάθινα σπιτάκια, καλοκάγαθους κατοίκους, παιδάκια που πλένονταν παίζοντας σε ένα ποτάμι, όλοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως σε όλο το νησί με εξαίρεση μερικές κατσαρόλες κι έναν κουβά δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Οι άνθρωποι ντύνονται απλά (αν ντύνονται), τρώνε ότι παράγουν και ουσιαστικά δεν έχουν υπάρχοντα, πέραν κάποιων γουρουνιών και κοτόπουλων. Πραγματικά ξεχασμένο μέρος, αν και είμαι σίγουρος πως σε πέντε χρόνια θα είναι εντελώς διαφορετικό.
Ο καλός παππούλης μας μαγείρεψε δείπνο, ένα περίεργο πράγμα που θα ήθελε να είναι λαχανοντολμάς, λίγο ρύζι και κάποια λαχανικά. Ο καημένος ο Κρεκούζας δεν έφαγε τίποτε, αλλά ήταν τέτοια η ικανοποίηση που ακόμη κι ο Οβελίξ θα κοιμόταν νηστικός κι ικανοποιημένος.
Η πτήση μας λοιπόν με την αγαπημένη Air Vanuatu ήταν στις 7.30 το πρωί, άρα πρωινό πήραμε στις 5. Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα ότι το ταπεινό μας κατάλυμα θα σέρβιρε κάτι τόσο πρωί, αλλά ήταν αλήθεια και παρότι ήταν πολύ μέτριο, ήταν κάτι. Αφήσαμε τα πολλά συμπράγκαλα στο κατάλυμα, αφού στην πτήση δεν επιτρέπεται κάτι πλην των χειραποσκευών. Δυστυχώς ξέχασα να πάρω κάρτα μνήμης για την κάμερα, αλλά ευτυχώς είχε έξτρα για να μου δανείσει ο γλυκούλης @Krekouzas.
Πήραμε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό μας λοιπόν και το αφήσαμε στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, όπως είχαμε συνεννοηθεί με την εταιρεία ενοικίασης, χρησιμοποιώντας μια πολύ περίεργη φορητή κλειδαριά που μας είχαν δώσει, για την οποία μόνο αυτοί είχαν το κλειδί. Άτσα συστήματα το Βανουάτου!
Το τσεκ-ιν έγινε στο τρομερό τέρμιναλ για τις εσωτερικές πτήσεις σε... έναν άμβωνα (δεν υπήρχε γκισές ουσιαστικά), μέχρι και το όνομα της πόλης όπου θα προσγειωνόμασταν (Lonorore) είχαν γράψει λάθος, αλλά λίγο ρόλο έπαιζε αυτό. Πληρώσαμε τα 200 vatu τοπικό φόρο αεροδρομίου και περιμέναμε. Κατά τη διάρκεια της αναμονής προσπάθησα να κάνω και ανάληψη από το ΑΤΜ του αεροδρομίου, τελικά για να πάρω ένα σχετικά ασφαλές ποσό χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω δυο ΑΤΜ από τις δύο διαφορετικές τράπεζες, αλλά νενικήκαμεν.
Καθυστέρησε να έρθει το αεροσκάφος, αλλά ήρθε και αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μινούσκουλο αεροπλανάκι με χωρητικότητα περίπου 12 άτομα, αν και, αφού μας ζύγιζαν, μας είπαν πως θα μπούμε μόνο 8 άτομα. Μας έδωσαν μάλιστα τις τελευταίες δύο θέσεις, που ήταν εξαιρετικά άνετες (άπλωσα και τις ποδάρες μου δίπλα στην πόρτα), αλλά κυρίως είχαμε εξαιρετική θέα για τα 45 λεπτά πτήσης, απολαμβάνοντας την αντίθεση που σχημάτιζαν το καταγάλανο της θάλασσας και το καταπράσινο των νησιών πάνω από τα οποία πετούσαμε και αναρωτώμενος πόσο ακατοίκητη είναι αυτή η χώρα, αφού περνούσαμε από ευμεγέθη νησιά στα οποία το μόνο που υπήρχε ήταν πυκνή τροπική βλάστηση. Σε κάποια φάση πετάξαμε πάνω από ένα νησί με κόκκινα και καφετί βουνά και η πανδαισία χρωμάτων ήταν ακόμη πιο έντονη (ναι, φωτογραφίες αργότερα σήμερα). Ο καημένος ο Κρεκούζας απόλαυσε τη φύση λίγο λιγότερο, αφού και πετοφοβία έχει αλλά ήταν και καμένος από τη χτεσινή βαρκάδα.
Ο αεροδριάδρομος στον οποίο προσγειωθήκαμε ήταν αξιοπρεπής, αλλά το “αεροδρόμιο” είναι ό,τι πιο κοτέτσι έχω δει στις περίπου 120 χώρες και τα εκατοντάδες αεροδρόμια που έχω δει στη ζωή μου: ήταν ένα απλό μικρό κτίριο χωρίς καμία αίθουσα, τα τζάμια του ήταν σπασμένα, δεν υπήρχε καμία καρέκλα και η μοναδική επιγραφή ξεκαθάριζε πως η Air Vanuatu “δε θα δέχεται πλέον ως cargo αγαθά που τοποθετούνται σε ψάθινα καλάθια”. Μπούχαχα.
Αποβιβαστήκαμε και πήγαμε στο... πάρκινγκ του αεροδρομίου, δηλαδή ένα χωράφι με τέσσερα ντάτσουν κι ένα παράπηγμα με φύλλα φοίνικα στο οποίο πωλούσαν πορτοκάλια. Πού ήρθαμε, γουστάρω! Οι υπόλοιποι 6 επιβάτες είχαν αγοράσει μια ημερήσια εκδρομή από το Port Vila, που περιλάμβανε την πτήση, τη μεταφορά για να δουν το land diving (έτσι λέγεται το nanggol στα αγγλικά) και την επιστροφή τους με απογευματινή πτήση. Εμείς ήμασταν πιο... vivere pericolosamente, είχαμε κλείσει την πτήση και... τίποτε άλλο. Το δε τράνσφερ που είχαν κλείσει οι άνθρωποι ήταν... η καρότσα του ντάτσουν, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος εξόδου από το αεροδρόμιο, οπότε και μπήκα σε παζάρια με έναν ντατσουνιέρη, που ήταν και “ξεναγός” κι ενδεχομένως και πρέσβης, πυρηνικός φυσικός και άλλα πολλά. Εν τέλει κλείσαμε το τράνσφερ, μεσημεριανό και το land diving για 97 ευρώ το άτομο, που ήταν μια χαρά, αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο το fee που χρεώνουν οι ντόπιοι είναι 80€/επισκέπτη.
Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς... όπου ήταν αυτό που μας πήγαιναν ήταν το πιο σουρεαλιστικό airport transfer που έχω κάνει ποτέ μου. Φυσικά άσφαλτος δεν υπήρχε, περνούσαμε μέσα από ένα δάσος από δέντρα, διασχίζοντας ρυάκια, κολλώντας στη λάσπη και... οδηγώντας σύριζα δίπλα στο νερό της θάλασσας πάνω στην άμμο ή τα βότσαλα... Πολύ απλά δεν υπάρχουν δρόμοι στο Pentecost ούτε κτίρια, ουσιαστικά μόνο καλύβες έχει, οι κάτοικοι ζουν σε συνθήκες μάλλον πρωτόγονες. Όλοι κι όλοι οι τουρίστες ήταν καμιά ντουζίνα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν expats στο Πορτ Βίλα κι όλος ο τουρισμός που έχουν ουσιαστικά είναι αυτά τα 6 Σάββατα το χρόνο.
Φτάσαμε με τα πολλά στο χωριό, το οποίο πρέπει να είναι το Rangusuksu ή κάτι αντίστοιχο, δεν είναι ότι υπάρχουν ταμπέλες, επιγραφές ή οτιδήποτε που να θυμίζει “πολιτισμό” στο νησί. Μας καλωσόρισαν λοιπόν ενθουσιασμένοι οι κάτοικοι, που σε ποσοστό περίπου 70% ήταν παιδάκια. Ζούσαν όλοι σε καλύβες από ψάθα με φύλλα φοίνικα για σκεπή. Η αλήθεια είναι πως αρχικά πίστεψα πως τα σπίτια αυτά είναι για τουρισμό, μετά συνειδητοποίησα πως όλοι μένουν σε αυτά. Μας πρόσφεραν κάποια φρούτα και μας είπαν να περιμένουμε μέχρι να έρθει και η δεύτερη πτήση με άλλους 8 τουρίστες, προκειμένου να ξεκινήσει η τελετή.
Κάναμε λοιπόν μια βολτίτσα στο απίθανο αυτό χωριό, όπου όλοι τους ήταν χαμογελαστοί, ενώ τα παιδάκια έπαιζαν ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τα δικά μας “μήλα”, αν και χωρίς μπάλα, έπρεπε να αγγίξεις τον αντίπαλό σου για να τον βγάλεις από το παιχνίδι, αλλά χωρίς να βγεις από τις γραμμές σου. Ατέλειωτα χαχανίσματα και ήχοι από παιδιά που παίζουν, θα ήταν το soundtrack για τις δύο επόμενες ημέρες που θα περνούσαμε στο νησί. Μπήκα σε μια καλύβα που με χαιρέτισαν κι έκατσα με την οικογένεια να πούμε δυο κουβέντες, μιας και το χωριό ήταν αγγλόφωνο. Με ρώτησαν όλο ενδιαφέρον από πού είμαι και για άλλη μια φορά μου έκανε εντύπωση πόσο καλοσυνάτοι και με αθώα χαμόγελα ήταν όλοι. “Εσείς θα πηδήξετε σήμερα από τον πύργο;”, ρώτησα. Μου απάντησαν πως όχι, αν και θα πηδούσε για πρώτη φορά ένας ξάδερφός τους.
Το μοναδικό πραγματικό κτίριο σε όλο το χωριό (εννοώ που να έχει τούβλα, τσιμέντο, τέλος πάντων κάποιο διαρκές υλικό) είναι η εκκλησία, που μας είπαν πως είναι σχετικά πρόσφατη και κατασκευάστηκε από ιεραπόστολους. Ξαποσταίνοντας στα σκαλιά της, πιάσαμε κουβέντα με μια μητέρα που είχε έρθει με την κόρη της για να ζήσουν στο Vanuatu κι έμεναν στα προάστια του Port Vila, αν θυμάμαι καλά ήταν Αυστραλές με ρίζες από τη Νέα Ζηλανδία. Μας είπαν πως είναι πολύ εύκολο κι αρκετά οικονομικό να αγοράσει κανείς σπίτι πάνω στο νερό στο Βανουάτου, πως πλέον έχουν αρχίσει να έρχονται κινεζικές επενδύσεις, όπως το μεγάλο συνεδριακό κέντρο που χτίζεται, αν και υπάρχουν παράπονα διότι δεν έχουν τηρηθεί στο ακέραιο οι συμφωνίες περί απασχόλησης ντόπιων στα έργα, όπως και το ότι τα κρουαζιερόπλοια είναι πραγματική πληγή. Ρώτησα την κόρη, που πρέπει να είναι σε ηλικία γυμνασίου, πώς είναι το σχολείο και μας έλεγε πως είναι πολύ αυστηρά. Για παράδειγμα, το σχολείο είναι αυστηρά αγγλόφωνο κι όποιο παιδάκι μιλήσει σε κάποια τοπική γλώσσα έχει τιμωρία: τα αγόρια πρέπει να κάνουν 20 pushups και τα κορίτσια να μείνουν για λίγα δευτερόλεπτα ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλά τους τις πατούσες τους. Εντύπωση μου έκανε που μας είπε πως πολλά παιδιά δεν πάνε σχολείο διότι το κόστος είναι ένα δυσβάσταχτο 150€/εξάμηνο, που πολλές οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν, ειδικά οι πολύτεκνες. Τον Ιούλιο θα πήγαιναν στην Ελλάδα, οπότε τους δώσαμε tips και συνεχίσαμε τη βόλτα μας, όπου ο Κρεκούζας αποφάσισε να βγάλει μια φωτογραφία ένα μάτσο παιδάκια με την polaroid του και να τους τη χαρίσει, οπότε και τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο εκστασιασμένα.
Επιτέλους ήρθε και η πτήση με τους υπόλοιπους τουρίστες που περιμέναμε και ξεκινήσαμε όλοι υπό την καθοδήγηση του οργανωτή για το σημείο των πτώσεων, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν πράγματι πολύ κοντά. Αυτό που αντικρύσαμε ήταν μια ξύλινη κατασκευή από μαδέρια δεμένα με σκοινιά μεταξύ τους που έμοιαζε με πύργο ή καλύτερα με πλατφόρμα για βουτιές, σαν αυτές που έχουν οι πισίνες, που είχε τοποθετηθεί σε ένα επικλινές σημείο του εδάφους. Προφανώς από εκεί θα έπεφταν οι divers και θα προσγειώνονταν... στο έδαφος (hello? Για κάποιο λόγο λέγεται LAND diving), με την πτώση τους να μετριάζεται από το σκοινί στο οποίο θα έδεναν τα πόδια τους. Ο οργανωτής-ξεναγός μας εξήγησε πως τέτοια εποχή κάθε χρόνο φτιάχνουν τον πύργο-εξέδρα από το μηδέν και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι ντόπιοι, φυσικά στην πλειοψηφία τους παιδιά.
Μια μεγάλη ομάδα εξ αυτών ήταν παραδοσιακά ντυμένοι, δηλαδή ουσιαστικά ήταν γυμνοί ή φορούσαν ψάθινες φούστες, με τα αγόρια και τους άντρες να φορούν και το παραδοσιακό namba, δηλαδή μια πεοθήκη ανάλογη με αυτές που φορούν λίγο πιο πέρα, στην Παπούα Νέα Γουϊνέα. Μαζεύτηκε ένα σχετικό πλήθος κι άρχισαν με τρομερή ζωντάνια να τραγουδούν ρυθμικά, με το πάθος να κορυφώνεται όταν άρχισε να ανεβαίνει στην εξέδρα ο πρώτος υποψήφιος για βουτιά. Μας είπαν πως σήμερα θα πηδούσαν επτά, ξεκινώντας από τους νεαρότερους σε ηλικία και συνεχίζοντας με τους μεγαλύτερους. Κάθε δύτης θα έπεφτε από όλο και ψηλότερο σημείο της εξέδρας, με τον κορυφαίο να πέφτει από την κορυφή της.
Ανέβηκε το πρώτο παιδάκι, η “χορωδία” από κάτω τον ενθάρρυνε με τραγούδια και ρυθμικές κραυγές, αλλά εν τέλει παρότι φαινόταν έτοιμο να πηδήξει, τελικώς φοβήθηκε κι υποχώρησε. Ο δεύτερος ανέβηκε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν γύρω στα 10. Η ντόπια κοπελίτσα που ήταν όρθια δίπλα μου τον κοιτούσε όλο αγωνία και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της. Αυτοσυγκεντρώθηκε, πήδηξε ψηλά και ΚΡΑΚ, καθώς έπεφτε το σκοινί έκανε ένα δυνατό ήχο, που σήμαινε πως τεντώθηκε όσο γινόταν κατά την πτώση, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα ΜΠΑΜ. Έπαθα σοκ! Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πως -σε αντίθεση με το bungee jumping που το σκοινί είναι σκοπίμως κοντό ώστε να αιωρείσαι μετά την πτώση και σε καμία περίπτωση δε χτυπάς στο έδαφος- στο land diving ο δύτης χτυπάει στο έδαφος, έστω κι όχι με όλη τη φόρα, αφού το σκοινί κάπως συγκρατεί την πτώση του. Όλοι βουτούσαν με το κεφάλι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης με το έδαφος έπαιρναν μια κλίση κι εν τέλει χτυπούσαν με τον ώμο ή το γοφό, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται πολύ επίπονο. Ο δύτης αποθεώθηκε και ακολούθησε ο επόμενος που έπεσε από υψηλότερο σημείο της πλατφόρμας, ζητώντας και την ηθική υποστήριξη του κοινού, πάντα έχοντας το ένα μόνο πόδι δεμένο, με σκοινί φτιαγμένο από κληματαριά... Απίστευτα επικίνδυνο αλλά και άκρως εντυπωσιακό το έθιμο, για τη δε ατμόσφαιρα δεν έχω να πω και πολλά, προκαλούσε ρίγος με όλο το χωριό να τραγουδάει και να χορεύει.
Ο τελευταίος δύτης ήταν πολύ εντυπωσιακός, πηδώντας όσο ψηλότερα μπορούσε, πέφτοντας με πολύ δύναμη και εισπράττοντας αλαλαγμούς αποθέωσης. Γι αυτόν ειδικά πήρα και καλή θέση και κατάφερα να βγάλω μια καλή φωτογραφία, αλλά νομίζω θα πάρετε καλύτερη εικόνα από τα βίντεο του Κρεκούζα, εγώ δεν ξέρω να τα σηκώνω.
Η όλη τελετή μας άφησε με εξαιρετικές εντυπώσεις, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που ζούσαμε, μέχρι που μας πήγαν όλους για μεσημεριανό. Πολύ φτωχό το γεύμα με λίγο ρύζι, ελάχιστα μακαρόνια, λίγα χόρτα, γλυκοπατάτες κι ένα νερό που αμέσως μόλις το ήπια με έπιασαν κράμπες στο στομάχι. Ευτυχώς είχαμε φέρει κάτι σάντουιτς που είχαμε φτιάξει στο Πορτ Βίλα και δεν πεινάσαμε, συν κανα δυο βραστά αβγά.
Ωραία όλα αυτά, αλλά πού θα κοιμόμασταν; Μας ανέφεραν ένα Mari Guesthouse που βρισκόταν “εκεί κοντά” αν και κανείς δεν ήξερε να υπολογίσει το χρόνο που θα μας έπαιρνε για να πάμε εκεί, ε δε νομίζω να κυκλοφορούν και με ρολόγια οι άνθρωποι. Μας έδωσαν πάντως έναν νεαρό που θα εκτελούσε χρέη αχθοφόρου και θα μας έδειχνε το δρόμο, οπότε αποχαιρετίσαμε το χωριό και τους λιγοστούς τουρίστες και φύγαμε μέσα από το δάσος, μη έχοντας ιδέα πού πηγαίναμε.
Η διαδρομή ήταν και πάλι πανέμορφη, ενώ όποτε περνούσαμε μπροστά από κάποια καλύβα οι ντόπιοι μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι. Εν τέλει φτάσαμε, μας σύστησαν και τον ιδιοκτήτη, ήταν ένας μεγαλούτσικος κύριος ονόματι Luke Fargo, για τον οποίο είχα διαβάσει ότι είναι κάτι σα φύλαρχος σε αυτό το κομμάτι του νησιού και όντως μας συστήθηκε ως chief! Αυτός μας έδειξε πού θα κοιμόμασταν, επρόκειτο για δυο υπερυψωμένες καλύβες με ψάθα και οροφή, χωρίς πόρτες φυσικά, ενώ υπήρχε μια εξωτερική τουαλέτα κι ένα πρωτόγονο ντους λίγα μέτρα πιο πέρα. Παρατήρησα ότι υπήρχαν καλώδια και ρώτησα αν υπάρχει ρεύμα αλλά ο Luke μας είπε πως ένας ισχυρός άνεμος είχε ρίξει το ρεύμα “πριν από μερικές εβδομάδες”. Πολύ πρωτόγονο αλλά ωραίο μας φάνηκε και είπαμε να το πάρουμε, όχι ότι υπήρχε και καμία εναλλακτική.
Αφήσαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε βόλτα στο χωριό... Τι να πει κανείς, παραμυθένιο ήταν, με λίγα ψάθινα σπιτάκια, καλοκάγαθους κατοίκους, παιδάκια που πλένονταν παίζοντας σε ένα ποτάμι, όλοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως σε όλο το νησί με εξαίρεση μερικές κατσαρόλες κι έναν κουβά δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Οι άνθρωποι ντύνονται απλά (αν ντύνονται), τρώνε ότι παράγουν και ουσιαστικά δεν έχουν υπάρχοντα, πέραν κάποιων γουρουνιών και κοτόπουλων. Πραγματικά ξεχασμένο μέρος, αν και είμαι σίγουρος πως σε πέντε χρόνια θα είναι εντελώς διαφορετικό.
Ο καλός παππούλης μας μαγείρεψε δείπνο, ένα περίεργο πράγμα που θα ήθελε να είναι λαχανοντολμάς, λίγο ρύζι και κάποια λαχανικά. Ο καημένος ο Κρεκούζας δεν έφαγε τίποτε, αλλά ήταν τέτοια η ικανοποίηση που ακόμη κι ο Οβελίξ θα κοιμόταν νηστικός κι ικανοποιημένος.
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited by a moderator: