Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.931
- Likes
- 52.211
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Σιγκαπούρη short stop
- 24 ώρες στο Auckland
- Και stopover (Nadi, Fiji) και layover (Νουμέα, Νέα Καληδονία)
- Wallis & Futuna (βασικά Wallis)
- Wallis & Futuna II
- Wallis & Futuna III
- Photos Wallis & Futuna
- Δεύτερο stopover στο Nadi
- Τόνγκα
- Photos Τόνγκα
- Τόνγκα ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία
- Νέα Ζηλανδία - Βόρειο Νησί
- Photos New Zealand Βόρειο Νησί
- Tongariro trek
- Ουέλινγκτον
- Abel Tasman National Park
- Photos Wellington - Abel Tasman
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί
- Photos New Zealand - Νότιο Νησί
- Παγετώνας Franz Josef
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙ
- Νέα Ζηλανδία - Νότιο Νησί ΙΙΙ
- Milford Sound
- Dunedin
- Photos New Zealand Νότιο Νησί ΙΙ
- Photos Franz Josef by krekouzas
- Αυστραλία (για μια μέρα κι από σπόντα)
- Βανουάτου
- Νήσος Tanna
- Νήσος Tanna II
- Photos Tanna by krekouzas
- Photos Tanna II
- Port Vila
- Νησί Efate
- Photos Efate
- Νησί Pentecost
- Photos Pentecost
- Νησί Pentecost II
- Pentecost by krekouzas
- Νησί Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo II
- Τρεκ Espiritu Santo
- Νησί Espiritu Santo III
- Photos Espiritu Santo
- World War II tour
- Photos World War II tour
- Νησί Espiritu Santo IV
- Νησί Espiritu Santo V
- Photos Espiritu Santo III
- Νησί Espiritu Santo VI
- Αξιολόγηση Βανουάτου
- Επιστροφή στη Νέα Ζηλανδία
- Photos Hobbiton
- Αξιολόγηση Νέας Ζηλανδίας - Επίλογος
Το πρωινό του κυρίου Μανουέλ ήταν εξαιρετικό: ζεστή σοκολάτα, τεράστιες μπαγκέτες (ή είμαστε σε γαλλικό έδαφος ή δεν είμαστε!), σπιτικές μαρμελάδες, μέλι από το όχι και τόσο γειτονικό Futuna, άλλο μέλι από το Wallis (εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους) κι ένα πελώριο banana cake που ούτε ο @Krekouzas δε θα μπορούσε να διαπραγματευτεί (που λέει ο λόγος δηλαδή). Έφαγα του σκασμού, άλλωστε η σημερινή μέρα προβλεπόταν κουραστική αλλά και απολαυστική.
Για την εκκλησία πήγα με βερμουδίτσα τελικά, "τουρίστας είσαι, σιγά μη βάλεις και σακάκι", μου είχε πει καθησυχαστικά η Αντριάνα. Έξω από την εκκλησία που επέλεξε η Αντριάνα να πάμε υπήρχαν άπειρα ντάτσουν. Οι κυρίες είχαν βάλει τα καλά τους, δηλαδή μακριά φορέματα και πολύχρωμα λουλούδια στο κεφάλι, ενώ κάποιοι κονταροφόροι φορούσαν και ψάθινες ζώνες από φύλλα φοίνικα και η εκκλησία έδειχνε οικογενειακή υπόθεση με τόσες οικογένειες και παιδάκια. Φυσικά όλοι με κοιτούσαν με περιέργεια. "Λογικό είναι, πόσους τουρίστες νομίζεις ότι βλέπουν το χρόνο;", είπε η Αντριάνα που φάνηκε να το απολαμβάνει. Ο ιερέας ανέβηκε στον άμβωνα και ξεκίνησε η λειτουργία... στα Umean. Εννοείται ότι δεν κατάλαβα Χριστό, αλλά δεν έπαιζε και πολύ ρόλο. Η ατμόσφαιρα στην αποπνικτικά γεμάτη εκκλησία ήταν εξαιρετική, κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνονταν όλοι μαζί κι έψαλλαν, για να διαπιστώσω για άλλη μια φορά πόσο καλλίφωνοι είναι οι Πολυνήσιοι. Μπροστά μου μια μητέρα είχε πάρει κι ένα μωράκι μόλις ολίγων εβδομάδων, άλλη είχε εκπληκτικά λουλούδια στα μαλλιά της συν ένα εξαιρετικό παραδοσιακό τατουάζ στην πλάτη της (κάπου από εδώ δεν μας ήρθε η μόδα του τατουάζ; ) και όταν πια σηκώθηκαν όλοι να ψάλλουν δυνατά, ρώτησα την Αντριάνα που μου είπε ότι επιτρέπεται να βγάλω βίντεο. Ήταν απλά φανταστικά, αλλά το βίντεο δε θα το δείτε ούτε εσείς ούτε και κάποιος άλλος, για τον ίδιο λόγο που η ιστορία δε διαθέτει φωτογραφίες μέχρι αυτό το σημείο. Ολοκληρώθηκε η λειτουργία και μετά από τις καθιερωμένες χειραψίες με όποιον βρισκόταν δίπλα, μπροστά και πίσω, αποχωρίσαμε, σε κατάνυξη η Αντριάνα κι ευτυχής εγώ, είχα μερικές εξαιρετικές φωτογραφίες (κλαψ) αλλά κυρίως μια φανταστική εμπειρία.
Επιστρέψαμε στο σπίτι, διαπίστωσα πως ως συνήθως είχα ξεχάσει το μαγιό μου στην Κούβα (δεν το χρησιμοποιώ και σχεδόν ποτέ), έφτιαξα το daypack μου κι εμφανίστηκε και ο Pascal, ένας στεγνός 40ρης με αθλητικά αλλά όχι μυώδη μπράτσα με βαριά γαλλική προφορά στα βασικά Αγγλικά του. Θα ήταν ο εκπαιδευτής καγιάκ για τη σημερινή μου περιπέτεια στα εξώτερα νησάκια. "Θα έρθουν κι άλλες δυο κοπέλες", μου είπε, αλλά τελικά εμφανίστηκε μία, που όμως μετρούσε για τέσσερις: η Αμελί, μια ξανθιά Γαλλίδα με αγγελικό πρόσωπο, γυμνασμένες ποδάρες, σεμνή συμπεριφορά (σα να μην ξέρει ότι είναι η ομορφότερη κοπέλα σε ακτίνα μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων), που εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια στη γειτονική Νέα Καληδονία. Θα το πω απλά: κόμματος. Ναι, τα Ελληνικά της Γιώργαινας δε φτάνουν ακόμη σε αυτό το επίπεδο, οπότε μπορώ να εκφράζομαι ελεύθερα.
Φύγαμε για το σπίτι του Pascal, το οποίο ήταν πιο αχούρι κι από εκείνο της Αντριάνας, αν είναι δυνατόν δηλαδή, και το λέω εγώ που σχεδόν όλα μου τα προσωπικά αντικείμενα τα πετάω στο πάτωμα, είτε σε ξενοδοχείο είμαι είτε σε σπίτι. Όσο ο Pascal ετοίμαζε τα κανό ή καγιάκ ή όπως τα λένε αυτά, μου συνέστησε να μην πάρω το σακίδιό μου μαζί, λέγοντας να πάρω μια πλαστική σακουλίτσα όπου θα έβαζα μόλις τα απαραίτητα, τη δε φωτογραφική μηχανή θα τη δέναμε στα σκοινάκια που έχει το κανό. Δεν έδωσα και πολλή σημασία, διότι πρώτον με απασχολούσε ο πεντάχρονος γιος του Pascal ονόματι Μαξ και δεύτερον επειδή ακόμη χάζευα τις απίθανες γάμπες της ξανθιάς οπτασίας, που φαινόταν να κατέχει το θέμα καγιάκ πολύ περισσότερο από μένα. Άλλωστε την προηγούμενη φορά που εκλήθη να δείξω τις καγιακιστικές μου ικανότητες έγινα εντελώς ρεζίλι των σκυλιών...
Ο καιρός ήταν απλά άψογος, θα ξεκινούσαμε ακριβώς μπροστά από το σπίτι του Pascal, που φυσικά έμενε πάνω στη θάλασσα, και ο στόχος ήταν να επισκεφθούμε τουλάχιστον 2 νησάκια από αυτά που φάνταζαν πολύ μακριά και "αν είμαστε τυχεροί θα δούμε και καρχαρίες". Τύχη βουνό δηλαδή... "Σαλάχια πάντως θα δούμε σίγουρα!", είπε όλο ενθουσιασμό ο Pascal, που ακολουθήθηκε από ένα πανηγυρισμό του γλυκύτατου Μαξ, ο οποίος είχε μίνι κουπί, στολή κατάδυσης και εν τέλει μπήκε στο ίδιο καγιάκ με την Αμελί, είτε επειδή είχε την ίδια αδυναμία στις αψεγάδιαστες γάμπες της που έχω κι εγώ, ή επειδή πήρε χαμπάρι ότι η κοπέλα το κατέχει το άθλημα, σε αντίθεση με τον ταλαίπωρο γράφοντα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, η θέα των απέναντι νησιών ήταν τόσο θελκτική που δεν μπορώ να το αποτυπώσω σε λέξεις. Μιλάμε για ένα θέαμα εκπληκτικό, κάτι σαν το κορμί της Αμελί, άγγιζε την τελειότητα. Το κουπί ήταν αρκετά κουραστικό αλλά γούσταρα γιατί, όπως σε όλα μου τα ταξίδια, πήγα ελαφρώς υπέρβαρος και με διάθεση να αθληθώ (να βεβαιώσω τις απανταχού θαυμάστριες ότι τώρα, Σεπτέμβριο του 2019 είμαι σε πολύ καλύτερη φόρμα. Όχι, η Γιώργαινα δε γνωρίζει τη λέξη "θαυμάστριες", αλλά το κόβω εδώ γιατί θα μάθω εγώ τη λέξη "μπούφλα" έτσι και συνεχίσω έτσι). Μετά από άγνωστο πόση ώρα καγιάκ (45 λεπτά; μιάμιση ώρα; ποιος ξέρει; ), ο Pascual "πάρκαρε" το καγιάκ του στη μέση του ωκεανού και μας πρότεινε να βουτήξουμε για να δούμε κοράλλια. Βγήκα εντελώς άτσαλα και κόντεψε να αναποδογυρίσει το καγιάκ... αλλά βγήκα. Ήταν λίγο άβολα να κολυμπήσει κανείς εκεί γιατί ήταν ρηχά πια και γδάρθηκα αρκετές φορές, το οποίο δεν είναι και πολύ καλό για τα κοράλλια (εγώ είμαι αναλώσιμος), αν και η Αμελί με κινήσεις γοργόνας δε φάνηκε να αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, αλλά ο βυθός ήταν πράγματι πάρα πολύ όμορφος.
Επιστρέψαμε στα καγιάκ που είχαμε δέσει σε εκείνο του Pascal, αφού μας έδωσε το σήμα να πάμε στο νησί. Μπαίνω στο καγιάκ μου, κοιτάω γύρω και... αναρωτιέμαι: πού είναι τα γυαλιά μου; Και ... πού είναι και η φωτογραφική μου μηχανή; Υποτίθεται πως τα γυαλιά τα είχα δέσει στα σκοινάκια και η φωτογραφική μηχανή βρισκόταν σε ένα τάπερ που είχε βάλει σε πλαστική σακουλίτσα ο Pascal, επίσης στα σκοινάκια. Ρώτησα τον Pascal αν είχε ιδέα πού βρίσκονταν τα πράγματά μου και τον είδα να χλωμιάζει... "Μήπως σου έπεσαν όταν βγήκες από το καγιάκ;". ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ; Άρχισα να κοιτάω στο βυθό, αλλά ήμασταν τόση ώρα στα κοράλλια και τα καγιάκ βρίσκονταν τόσο μακριά από μας που ένας Θεός ξέρει πού ήταν τα συμπράγκαλά μου. Η φωτογραφική μηχανή υποτίθεται πως θα επέπλεε στο τάπερ, αλλά το ρεύμα ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να είναι χιλιόμετρα πιο μακριά, χώρια που το τάπερ δεν έκλεινε και πολύ καλά, οπότε και πολύ πιθανόν να είχε βυθιστεί. Εκνευρίστηκα κι έριξα δυο μπουνιές στο καγιάκ. Ο καημένος ο Pascal ένιωσε πολύ άσχημα κι επί μιάμιση ώρα (!) έψαχνε σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων από εκεί που είχαμε "παρκάρει" τα καγιάκ αλλά έψαχνε βελόνα στα άχυρα. Για τουλάχιστον μια ώρα τον συνόδευσε και η ξανθιά γοργόνα. Τους είπα να το παρατήσουν και να πάμε να δούμε τα νησάκια, δεν είχα καμία ελπίδα πως θα βρεθεί ούτε η μηχανή ούτε τα γυαλιά και άρχισα να σκέφτομαι τι από τα δύο ήταν χειρότερο: που δε θα έβλεπα την τύφλα μου από δω και πέρα (ειδικά το βράδυ) ή που έχασα τις φωτογραφίες μου και τη δυνατότητα να βγάλω άλλες.
Τελικά με έβγαλε από το δίλημμα ο καημένος ο Pascal, που ως δια μαγείας βρήκε τα γυαλιά μου στον πάτο του βυθού τουλάχιστον 800 μέτρα μακριά, χαρά στην υπομονή του. ΟΚ, έχασα κάποιες φωτογραφίες, αλλά θα μπορούσα να συνεχίσω το ταξίδι μου χωρίς να περιμένω να φτιάξω γυαλιά στο Wallis, τα Fiji ή το Vanuatu, όπου ανάθεμα κι αν υπάρχει οπτικός κι αν υπάρχει θα είναι σαν του Σαρτζετάκη. Η απώλεια της μηχανής βέβαια πόνεσε, και για το χρηματικό αλλά και για το συναισθηματικό της υπόθεσης: ήταν η πρώτη σοβαρή φωτογραφική μηχανή που είχα αγοράσει ποτέ. Δε βαριέσαι. Σκέφτηκα πως η Γιώργαινα θα το αντιμετώπιζε με χαμόγελο και καλή διάθεση. Κάποτε βλέπαμε ειδήσεις στο σπίτι κι εκνευρίστηκα με ένα ρεπορτάζ της τηλεόρασης που ασχολούταν με το φλέγον θέμα της έγκρισης ενός νόμου που θα επέτρεπε στα παιδιά του σχολείου να φοράνε πλέον και χαμηλές κάλτσες αντί για υψηλές ως μέρος της σχολικής τους στολής, με το σκεπτικό ότι είναι φτηνότερες κι άρα θα επιβαρύνονται περίπου 0,20€ λιγότερο οι οικογένειες. Τόσο φοβερό είχε φανεί το μέτρο στην κουβανική τηλεόραση που είχαν στείλει ρεπόρτερ και στις 17 επαρχίες της Κούβας όπου ρωτούσαν όλα τα παιδάκια αν συμφωνούν με το μέτρο και φυσικά όλα το είχαν βρει ιδιοφυές και life changing. Εγώ έβλεπα το ρεπορτάζ και άφριζα. Πήγαν στο Πινάρ ντελ Ρίο, μετά στην Αβάνα, το Σιενφουέγος, είχαν φτάσει στο Καμαγουέι και συνέχιζαν να ρωτάνε τα παιδάκια την ίδια ηλίθια ερώτηση. "Μα εσύ γιατί εκνευρίζεσαι;", με ρώτησε με το αγγελικό της χαμόγελο η Γιώργαινα. "Μα δε βλέπεις; Μας περνάνε για ηλίθιους, επί μισή ώρα μιλάνε για κάλστες και κιλότες αντί να κάτσουν να συζητήσουν το πραγματικό πρόβλημα, γιατί δηλαδή οι δάσκαλοι πληρώνονται 9 ευρώ το μήνα και τα σχολεία δεν έχουν ούτε βιβλία. Ορίστε τώρα πήγαν και στο Γουαντάναμο! Και θα ρωτήσουν τα καημένα τα παιδάκια τις ίδιες μπούρδες που τα ρώτησαν και στη Γκράνμα, κάτσε να δεις!". Με κοίταξε τρυφερά και μου είπε "καλά, δεν πειράζει, πάμε να κάνουμε έρωτα". "Δηλαδή αν κάνουμε έρωτα θα σταματήσουν να μας περνάνε για ηλίθιους;", ρώτησα για να πάρω την απλούστερη και ευφυέστερη απάντηση για την αντιμετώπιση της ζωής: "Βρε αγάπη μου, αυτοί για ηλίθιους θα μας περνάνε κι όταν επιστρέψουμε, αλλά εμείς θα έχουμε κάνει έρωτα!". Ε, μάλλον αντιμετωπίζει τα πράγματα καλύτερα μια Κουβανή που μάλλον δε θα βγάλει βίζα ποτέ της για τα μακρινά αυτά μέρη, από εμένα τον έξυπνο κοσμογυρισμένο. Αντί να κοπανάω λοιπόν ξένα καγιάκ, αποφάσισα να πάω να κάνω έρωτα, ή τέλος πάντων το ταξιδιωτικό αντίστοιχο: να επισκεφθώ αυτό το απίθανο ακατοίκητο τροπικό νησάκι και να σταματήσω να σκέφτομαι τη χαζομηχανή. Τόσα ταξίδια είχα στη ζωή μου με άθλιες φωτογραφικές μηχανές, ας κάνω κι ένα χωρίς καμία.
Ζήτησα συγγνώμη από τον Pascal που εξακολουθούσε να νιώθει υπαίτιος που βγήκα εγώ ωσαν Ταρζάν από το καγιάκ και βγήκαμε στο νησί. Τι ομορφιά ρε παιδιά!! Μια παραλία ερημική, με πεντακάθαρα νερά, εξωτική φοινικογραμμή κι απέναντί μας το Nησί των Πουλιών. Κολυμπήσαμε μέχρι εκεί, μόνοι μας, βλέποντας το Wallis απέναντι και μετά από λίγη ορειβασία φτάσαμε στην κορυφή όπου τα περίεργα πουλιά που δίνουν το όνομά τους σε αυτό τον παράδεισο είχαν λίγες φωλιές κι ένα από αυτά (θηλυκό υποθέτω) με κοιτούσε απειλητικά με τα μάτια του γουρλωμένα και το γαλάζιο ράμφος του. Από την άλλη πλευρά μια απίθανη θέα στο νησί που αφήσαμε τα καγιάκ, σα σε ταινία.
Κατεβήκαμε και κάτσαμε σε κάτι κορμούς δέντρων κι ένα "τραπεζάκι" που έχουν φτιάξει από κορμούς δέντρων για να κάνει πικνίκ όποιος περνάει από εκεί, που δε φαίνεται να συμβαίνει και πολύ συχνά. Ο Pascal έβγαλε το φαγητό που μας είχε ετοιμάσει: κρύο ρύζι με φασόλια (περιέργως ήταν νοστιμότατο), μια περίεργη διασταύρωση μπανάνας/αγγουριού κι ένα κέικ που είχε φτιάξει μόνος του χωρίς ζάχαρη αλλά με μπανάνα κι ελάχιστη μαύρη σοκολάτα. Μου εξήγησε πως δεν καταναλώνει πια ζάχαρη, το οποίο εξηγούσε το "στεγνό" της εμφάνισής του. Η δε Αμελί είναι vegetarian, ήρθε στη Νέα Καληδονία για δύο χρόνια να κάνει την πρακτική της, ερωτεύτηκε έναν Καληδονιανό και τον τρόπο ζωής με τα ατελείωτα θαλάσσια σπορ, τη γιόγκα και τη φύση και μάλλον θα μείνει για πολλά χρόνια ακόμη.
Ξαναμπήκαμε στα καγιάκ κι αφού ο Pascal είδε ότι είμαστε "εξαιρετικοί καγιάκερς και ακούραστοι" κατευθύνθηκε όλο όρεξη στο νερό, για να πάμε να βρούμε καρχαρίες και σαλάχια. Ο Μαξ και η Αμελί ακολούθησαν περιχαρείς, εγώ πάλι κοιτούσα με ανησυχία ένα κατάμαυρο ουρανό που ερχόταν κατά πάνω μας. Ο Pascal άρχισε να κάνει κουπί μανιωδώς, η Αμελί τον ακολουθούσε με χαρακτηριστική άνεση κι εγώ βλαστημούσα που αντί για vegetarian και γιόγκα το'χα ρίξει δυο μήνες πριν το ταξίδι σε παγωτάκια coppelia και αραλίκι. Άρχισε να ψιχαλίζει, μετά να βρέχει και στο τέλος έριξε καρέκλες. Δεν έβλεπα τίποτε στα τρία μέτρα, φυσικά τον Pascual πουθενά, αχνά φαινόταν το μαγιό της Αμελί, ενώ το καγιάκ μου (αποφάσισα ότι είναι καγιάκ κι όχι κανώ) είχε αρχίσει να γεμίζει νερό. Πιο ανησυχητικό ήταν ότι με τον αέρα δεν ήμουν και πολύ σίγουρος ότι πήγαινα καλά, ειδικά όταν σταμάτησα να βλέπω και την Αμελί. Οι δε κεραυνοί που έπεφταν αριστερά και δεξιά μάλλον δε λειτουργούσαν κατευναστικά. Όσο για τα γυαλιά μου, είχαν γίνει τόσο μούσκεμα που καλύτερα να μην τα είχε βρει ο Pascal, σκέφτηκα. Άρχισε να απομακρύνεται το μπουρίνι, η ομίχλη παρέμεινε, αλλά εν τέλει διέκρινα την Αμελί. Έκανα κουπί με όσες δυνάμεις είχα και τη βρήκα να παίζει με το Μαξ, σα να μην είχε κουραστεί καθόλου. Κάπου εκεί άκουσα και τον Pascal να μας καλεί, ήταν απίστευτα μακριά μας. "Παιδιά, εδώ συνήθως έχει σαλάχια και καρχαρίες!", είπε όλο ενθουσιασμό κι άρχισε να βουτάει και να κολυμπάει πυρετωδώς. Ακολούθησε η Αμελί κι ο Μαξ κι εν τέλει κι εγώ, αφού πρώτα αναποδογύρισα το καγιάκ μου, αλλά τα γυαλιά τα είχα αφήσει στην Αμελί, ακριβώς γιατί ξέρω τη χάρη των κινήσεών μου.
Ακολούθησε ένα ατελείωτο ψάξιμο με μπόλικο κολύμπι. Είχαμε ξεκινήσει κατά τις 10, η ώρα ήταν 4 κι εμείς συνεχίζαμε. Τελικά ο Pascal εκστασιασμένος αναδύθηκε ουρλιάζοντας πως βρήκε σαλάχια. Στην αρχή δεν τα έβλεπα, αλλά σύντομα βούτηξα μαζί του και τα ακολουθήσαμε για πολλά μέτρα, να κάνουν τα χορευτικά τους, δυο από αυτά μάλιστα μας άγγιξαν κιόλας κι είχαν όρεξη για παιχνίδια. Ο Pascal έκανε σα χούλιγκαν σε μανούρα πριν από ντέρμπι: "Μα δεν είναι φανταστικά;" έλεγε και ξαναβουτούσε, τόσο που αναρωτήθηκα αν είχε ξαναδεί σαλάχι. Η απάντηση είναι πως τα έβλεπε καθημερινά, άλλωστε ο 5χρονος γιος του κολυμπούσε σαν ψάρι, αυτή είναι η ζωή τους, γι αυτό ζει εκεί. Πόσο αγαπάει τη δουλειά του, ευτυχισμένος άνθρωπος.
Ένα φοβερό ασπρόμαυρο σαλάχι πέρασε από δίπλα μου με το στόμα του ορθάνοιχτο και μετά από άλλη... μιάμιση ώρα αναζήτησης αλλά τελικά βρέθηκε κι ο ευμεγέθης καρχαρίας προς τέρψη του Pascal και φυσικά του Μαξ. Είχε δύσει ο ήλιος πια και ικανοποιημένοι (και κατάκοπος εγώ) αρχίσαμε την επιστροφή. Η Αμελί έδειχνε ξένοιαστη κι ακούραστη, προχωρούσε με μια φυσικότητα ανεξήγητη, ο Pascal έμοιαζε ο γιος του ανέμου, αλλά τελικά επέστρεψε για να με συνοδεύσει, αφού είδε ότι τα είχα παίξει και πήγαινα πολύ αργά. "Πόσα χιλιόμετρα λες να κάναμε σήμερα;", τον ρώτησα. "Ε, κάτι κάναμε σήμερα, ίσως 23-24 χιλιόμετρα". Μάλιστα, τόσο έκανα, συν το κολύμπι και την ορειβασία, θα με δικαιώσει η ζυγαριά το βράδυ, σκέφτηκα (κι είχα δίκιο). Είχε νυχτώσει για τα καλά πια και πιάσαμε την κουβέντα για τις ζωές μας. Ο Pascal παντρεύτηκε μια ντόπια, το σπίτι που αγόρασαν ήταν φυσικά στο όνομά της. Αυτή έπιασε την καλή όταν ήρθε η Total στο νησί κι έφτιαξε τα σιλό πετρελαίου στα οποία έγινε υπεύθυνη λόγω πολιτικών και... βασιλικών διασυνδέσεων. Πια δε με χρειαζόταν και με πέταξε έξω από το σπίτι που είχα φτιάξει μόνος μου, αλλά ήταν στο όνομά της. Βρήκε κι έναν πλούσιο και τον παντρεύτηκε, εγώ μένω εδώ μόνο για το γιο μου. Πληρώνω ενοίκιο 1600€, αλλά τουλάχιστον έχω το Μαξ και ... αυτό!", είπε κι έδειξε τα νησάκια που είχαμε μόλις επισκεφθεί. "Η ζωή πια στο Wallis δεν είναι όπως παλιά, κανείς πια δε διασκεδάζει, πριν 15 χρόνια κάθε βράδυ είχε μπάρμπεκιου και πάρτι σε φιλικά σπίτια, τώρα μέχρι και το μπαρ έκλεισε. Όλοι είναι σπίτια τους και κοιτάνε πώς θα βγάλουν λεφτά. Όλες οι κοπέλες έχουν παχύνει, τρώνε από το πρωί μέχρι το βράδυ και βλέπουν netflix, κοίτα εμένα που είμαι 53!", μου είπε και τον κοίταξα με δυσπιστία... ούτε για 42 δεν τον έκανα. "Ελπίζω κάποια στιγμή η μέγαιρα να με αφήσει να πάρω το Μαξ και να φύγω, αν δεν ήταν αυτός θα είχα φύγει προ πολλού, η μητέρα του δεν ασχολείται καν μαζί του, αλλά δε με αφήνει να τον πάρω κιόλας. Δε θέλω να μεγαλώσει εδώ το παιδί, εδώ είναι όλοι ανεύθυνοι, τεμπέληδες, χωρίς πειθαρχία. Ξέρεις πού θέλω να πάω; Στα βουνά της Γαλλίας. Είμαι και καθηγητής σκι, βρίσκω την ησυχία μου εκεί. Θα ζούσα μια χαρά, αλλά δεν μπορώ να ζήσω μακριά από το Μαξ. Τουλάχιστον έχω τη "λίμνη" μου", είπε δείχνοντας τον ωκεανό.
Ο ουρανός είχε πάρει ένα φανταστικό χρώμα και μετά το μπουρίνι άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα αστέρια. Γυρίσαμε σπίτι, ο Pascal και η Αμελί υποσχέθηκαν πως θα μου έστελναν τις λίγες φωτογραφίες που πήραν και με άφησαν στου Μανουέλ. Έπεσα ξερός για ύπνο, αφού πρώτα κανόνισα, αφού η πτήση μου ήταν στις 14.45 να πάω με ένα σκάφος σε "άλλα" νησάκια. Μην αφήσουμε και καμία ώρα ανεκμετάλλευτη.... Η ζωή είναι μικρή.
Για την εκκλησία πήγα με βερμουδίτσα τελικά, "τουρίστας είσαι, σιγά μη βάλεις και σακάκι", μου είχε πει καθησυχαστικά η Αντριάνα. Έξω από την εκκλησία που επέλεξε η Αντριάνα να πάμε υπήρχαν άπειρα ντάτσουν. Οι κυρίες είχαν βάλει τα καλά τους, δηλαδή μακριά φορέματα και πολύχρωμα λουλούδια στο κεφάλι, ενώ κάποιοι κονταροφόροι φορούσαν και ψάθινες ζώνες από φύλλα φοίνικα και η εκκλησία έδειχνε οικογενειακή υπόθεση με τόσες οικογένειες και παιδάκια. Φυσικά όλοι με κοιτούσαν με περιέργεια. "Λογικό είναι, πόσους τουρίστες νομίζεις ότι βλέπουν το χρόνο;", είπε η Αντριάνα που φάνηκε να το απολαμβάνει. Ο ιερέας ανέβηκε στον άμβωνα και ξεκίνησε η λειτουργία... στα Umean. Εννοείται ότι δεν κατάλαβα Χριστό, αλλά δεν έπαιζε και πολύ ρόλο. Η ατμόσφαιρα στην αποπνικτικά γεμάτη εκκλησία ήταν εξαιρετική, κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνονταν όλοι μαζί κι έψαλλαν, για να διαπιστώσω για άλλη μια φορά πόσο καλλίφωνοι είναι οι Πολυνήσιοι. Μπροστά μου μια μητέρα είχε πάρει κι ένα μωράκι μόλις ολίγων εβδομάδων, άλλη είχε εκπληκτικά λουλούδια στα μαλλιά της συν ένα εξαιρετικό παραδοσιακό τατουάζ στην πλάτη της (κάπου από εδώ δεν μας ήρθε η μόδα του τατουάζ; ) και όταν πια σηκώθηκαν όλοι να ψάλλουν δυνατά, ρώτησα την Αντριάνα που μου είπε ότι επιτρέπεται να βγάλω βίντεο. Ήταν απλά φανταστικά, αλλά το βίντεο δε θα το δείτε ούτε εσείς ούτε και κάποιος άλλος, για τον ίδιο λόγο που η ιστορία δε διαθέτει φωτογραφίες μέχρι αυτό το σημείο. Ολοκληρώθηκε η λειτουργία και μετά από τις καθιερωμένες χειραψίες με όποιον βρισκόταν δίπλα, μπροστά και πίσω, αποχωρίσαμε, σε κατάνυξη η Αντριάνα κι ευτυχής εγώ, είχα μερικές εξαιρετικές φωτογραφίες (κλαψ) αλλά κυρίως μια φανταστική εμπειρία.
Επιστρέψαμε στο σπίτι, διαπίστωσα πως ως συνήθως είχα ξεχάσει το μαγιό μου στην Κούβα (δεν το χρησιμοποιώ και σχεδόν ποτέ), έφτιαξα το daypack μου κι εμφανίστηκε και ο Pascal, ένας στεγνός 40ρης με αθλητικά αλλά όχι μυώδη μπράτσα με βαριά γαλλική προφορά στα βασικά Αγγλικά του. Θα ήταν ο εκπαιδευτής καγιάκ για τη σημερινή μου περιπέτεια στα εξώτερα νησάκια. "Θα έρθουν κι άλλες δυο κοπέλες", μου είπε, αλλά τελικά εμφανίστηκε μία, που όμως μετρούσε για τέσσερις: η Αμελί, μια ξανθιά Γαλλίδα με αγγελικό πρόσωπο, γυμνασμένες ποδάρες, σεμνή συμπεριφορά (σα να μην ξέρει ότι είναι η ομορφότερη κοπέλα σε ακτίνα μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων), που εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια στη γειτονική Νέα Καληδονία. Θα το πω απλά: κόμματος. Ναι, τα Ελληνικά της Γιώργαινας δε φτάνουν ακόμη σε αυτό το επίπεδο, οπότε μπορώ να εκφράζομαι ελεύθερα.
Φύγαμε για το σπίτι του Pascal, το οποίο ήταν πιο αχούρι κι από εκείνο της Αντριάνας, αν είναι δυνατόν δηλαδή, και το λέω εγώ που σχεδόν όλα μου τα προσωπικά αντικείμενα τα πετάω στο πάτωμα, είτε σε ξενοδοχείο είμαι είτε σε σπίτι. Όσο ο Pascal ετοίμαζε τα κανό ή καγιάκ ή όπως τα λένε αυτά, μου συνέστησε να μην πάρω το σακίδιό μου μαζί, λέγοντας να πάρω μια πλαστική σακουλίτσα όπου θα έβαζα μόλις τα απαραίτητα, τη δε φωτογραφική μηχανή θα τη δέναμε στα σκοινάκια που έχει το κανό. Δεν έδωσα και πολλή σημασία, διότι πρώτον με απασχολούσε ο πεντάχρονος γιος του Pascal ονόματι Μαξ και δεύτερον επειδή ακόμη χάζευα τις απίθανες γάμπες της ξανθιάς οπτασίας, που φαινόταν να κατέχει το θέμα καγιάκ πολύ περισσότερο από μένα. Άλλωστε την προηγούμενη φορά που εκλήθη να δείξω τις καγιακιστικές μου ικανότητες έγινα εντελώς ρεζίλι των σκυλιών...
Ο καιρός ήταν απλά άψογος, θα ξεκινούσαμε ακριβώς μπροστά από το σπίτι του Pascal, που φυσικά έμενε πάνω στη θάλασσα, και ο στόχος ήταν να επισκεφθούμε τουλάχιστον 2 νησάκια από αυτά που φάνταζαν πολύ μακριά και "αν είμαστε τυχεροί θα δούμε και καρχαρίες". Τύχη βουνό δηλαδή... "Σαλάχια πάντως θα δούμε σίγουρα!", είπε όλο ενθουσιασμό ο Pascal, που ακολουθήθηκε από ένα πανηγυρισμό του γλυκύτατου Μαξ, ο οποίος είχε μίνι κουπί, στολή κατάδυσης και εν τέλει μπήκε στο ίδιο καγιάκ με την Αμελί, είτε επειδή είχε την ίδια αδυναμία στις αψεγάδιαστες γάμπες της που έχω κι εγώ, ή επειδή πήρε χαμπάρι ότι η κοπέλα το κατέχει το άθλημα, σε αντίθεση με τον ταλαίπωρο γράφοντα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, η θέα των απέναντι νησιών ήταν τόσο θελκτική που δεν μπορώ να το αποτυπώσω σε λέξεις. Μιλάμε για ένα θέαμα εκπληκτικό, κάτι σαν το κορμί της Αμελί, άγγιζε την τελειότητα. Το κουπί ήταν αρκετά κουραστικό αλλά γούσταρα γιατί, όπως σε όλα μου τα ταξίδια, πήγα ελαφρώς υπέρβαρος και με διάθεση να αθληθώ (να βεβαιώσω τις απανταχού θαυμάστριες ότι τώρα, Σεπτέμβριο του 2019 είμαι σε πολύ καλύτερη φόρμα. Όχι, η Γιώργαινα δε γνωρίζει τη λέξη "θαυμάστριες", αλλά το κόβω εδώ γιατί θα μάθω εγώ τη λέξη "μπούφλα" έτσι και συνεχίσω έτσι). Μετά από άγνωστο πόση ώρα καγιάκ (45 λεπτά; μιάμιση ώρα; ποιος ξέρει; ), ο Pascual "πάρκαρε" το καγιάκ του στη μέση του ωκεανού και μας πρότεινε να βουτήξουμε για να δούμε κοράλλια. Βγήκα εντελώς άτσαλα και κόντεψε να αναποδογυρίσει το καγιάκ... αλλά βγήκα. Ήταν λίγο άβολα να κολυμπήσει κανείς εκεί γιατί ήταν ρηχά πια και γδάρθηκα αρκετές φορές, το οποίο δεν είναι και πολύ καλό για τα κοράλλια (εγώ είμαι αναλώσιμος), αν και η Αμελί με κινήσεις γοργόνας δε φάνηκε να αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, αλλά ο βυθός ήταν πράγματι πάρα πολύ όμορφος.
Επιστρέψαμε στα καγιάκ που είχαμε δέσει σε εκείνο του Pascal, αφού μας έδωσε το σήμα να πάμε στο νησί. Μπαίνω στο καγιάκ μου, κοιτάω γύρω και... αναρωτιέμαι: πού είναι τα γυαλιά μου; Και ... πού είναι και η φωτογραφική μου μηχανή; Υποτίθεται πως τα γυαλιά τα είχα δέσει στα σκοινάκια και η φωτογραφική μηχανή βρισκόταν σε ένα τάπερ που είχε βάλει σε πλαστική σακουλίτσα ο Pascal, επίσης στα σκοινάκια. Ρώτησα τον Pascal αν είχε ιδέα πού βρίσκονταν τα πράγματά μου και τον είδα να χλωμιάζει... "Μήπως σου έπεσαν όταν βγήκες από το καγιάκ;". ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ; Άρχισα να κοιτάω στο βυθό, αλλά ήμασταν τόση ώρα στα κοράλλια και τα καγιάκ βρίσκονταν τόσο μακριά από μας που ένας Θεός ξέρει πού ήταν τα συμπράγκαλά μου. Η φωτογραφική μηχανή υποτίθεται πως θα επέπλεε στο τάπερ, αλλά το ρεύμα ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να είναι χιλιόμετρα πιο μακριά, χώρια που το τάπερ δεν έκλεινε και πολύ καλά, οπότε και πολύ πιθανόν να είχε βυθιστεί. Εκνευρίστηκα κι έριξα δυο μπουνιές στο καγιάκ. Ο καημένος ο Pascal ένιωσε πολύ άσχημα κι επί μιάμιση ώρα (!) έψαχνε σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων από εκεί που είχαμε "παρκάρει" τα καγιάκ αλλά έψαχνε βελόνα στα άχυρα. Για τουλάχιστον μια ώρα τον συνόδευσε και η ξανθιά γοργόνα. Τους είπα να το παρατήσουν και να πάμε να δούμε τα νησάκια, δεν είχα καμία ελπίδα πως θα βρεθεί ούτε η μηχανή ούτε τα γυαλιά και άρχισα να σκέφτομαι τι από τα δύο ήταν χειρότερο: που δε θα έβλεπα την τύφλα μου από δω και πέρα (ειδικά το βράδυ) ή που έχασα τις φωτογραφίες μου και τη δυνατότητα να βγάλω άλλες.
Τελικά με έβγαλε από το δίλημμα ο καημένος ο Pascal, που ως δια μαγείας βρήκε τα γυαλιά μου στον πάτο του βυθού τουλάχιστον 800 μέτρα μακριά, χαρά στην υπομονή του. ΟΚ, έχασα κάποιες φωτογραφίες, αλλά θα μπορούσα να συνεχίσω το ταξίδι μου χωρίς να περιμένω να φτιάξω γυαλιά στο Wallis, τα Fiji ή το Vanuatu, όπου ανάθεμα κι αν υπάρχει οπτικός κι αν υπάρχει θα είναι σαν του Σαρτζετάκη. Η απώλεια της μηχανής βέβαια πόνεσε, και για το χρηματικό αλλά και για το συναισθηματικό της υπόθεσης: ήταν η πρώτη σοβαρή φωτογραφική μηχανή που είχα αγοράσει ποτέ. Δε βαριέσαι. Σκέφτηκα πως η Γιώργαινα θα το αντιμετώπιζε με χαμόγελο και καλή διάθεση. Κάποτε βλέπαμε ειδήσεις στο σπίτι κι εκνευρίστηκα με ένα ρεπορτάζ της τηλεόρασης που ασχολούταν με το φλέγον θέμα της έγκρισης ενός νόμου που θα επέτρεπε στα παιδιά του σχολείου να φοράνε πλέον και χαμηλές κάλτσες αντί για υψηλές ως μέρος της σχολικής τους στολής, με το σκεπτικό ότι είναι φτηνότερες κι άρα θα επιβαρύνονται περίπου 0,20€ λιγότερο οι οικογένειες. Τόσο φοβερό είχε φανεί το μέτρο στην κουβανική τηλεόραση που είχαν στείλει ρεπόρτερ και στις 17 επαρχίες της Κούβας όπου ρωτούσαν όλα τα παιδάκια αν συμφωνούν με το μέτρο και φυσικά όλα το είχαν βρει ιδιοφυές και life changing. Εγώ έβλεπα το ρεπορτάζ και άφριζα. Πήγαν στο Πινάρ ντελ Ρίο, μετά στην Αβάνα, το Σιενφουέγος, είχαν φτάσει στο Καμαγουέι και συνέχιζαν να ρωτάνε τα παιδάκια την ίδια ηλίθια ερώτηση. "Μα εσύ γιατί εκνευρίζεσαι;", με ρώτησε με το αγγελικό της χαμόγελο η Γιώργαινα. "Μα δε βλέπεις; Μας περνάνε για ηλίθιους, επί μισή ώρα μιλάνε για κάλστες και κιλότες αντί να κάτσουν να συζητήσουν το πραγματικό πρόβλημα, γιατί δηλαδή οι δάσκαλοι πληρώνονται 9 ευρώ το μήνα και τα σχολεία δεν έχουν ούτε βιβλία. Ορίστε τώρα πήγαν και στο Γουαντάναμο! Και θα ρωτήσουν τα καημένα τα παιδάκια τις ίδιες μπούρδες που τα ρώτησαν και στη Γκράνμα, κάτσε να δεις!". Με κοίταξε τρυφερά και μου είπε "καλά, δεν πειράζει, πάμε να κάνουμε έρωτα". "Δηλαδή αν κάνουμε έρωτα θα σταματήσουν να μας περνάνε για ηλίθιους;", ρώτησα για να πάρω την απλούστερη και ευφυέστερη απάντηση για την αντιμετώπιση της ζωής: "Βρε αγάπη μου, αυτοί για ηλίθιους θα μας περνάνε κι όταν επιστρέψουμε, αλλά εμείς θα έχουμε κάνει έρωτα!". Ε, μάλλον αντιμετωπίζει τα πράγματα καλύτερα μια Κουβανή που μάλλον δε θα βγάλει βίζα ποτέ της για τα μακρινά αυτά μέρη, από εμένα τον έξυπνο κοσμογυρισμένο. Αντί να κοπανάω λοιπόν ξένα καγιάκ, αποφάσισα να πάω να κάνω έρωτα, ή τέλος πάντων το ταξιδιωτικό αντίστοιχο: να επισκεφθώ αυτό το απίθανο ακατοίκητο τροπικό νησάκι και να σταματήσω να σκέφτομαι τη χαζομηχανή. Τόσα ταξίδια είχα στη ζωή μου με άθλιες φωτογραφικές μηχανές, ας κάνω κι ένα χωρίς καμία.
Ζήτησα συγγνώμη από τον Pascal που εξακολουθούσε να νιώθει υπαίτιος που βγήκα εγώ ωσαν Ταρζάν από το καγιάκ και βγήκαμε στο νησί. Τι ομορφιά ρε παιδιά!! Μια παραλία ερημική, με πεντακάθαρα νερά, εξωτική φοινικογραμμή κι απέναντί μας το Nησί των Πουλιών. Κολυμπήσαμε μέχρι εκεί, μόνοι μας, βλέποντας το Wallis απέναντι και μετά από λίγη ορειβασία φτάσαμε στην κορυφή όπου τα περίεργα πουλιά που δίνουν το όνομά τους σε αυτό τον παράδεισο είχαν λίγες φωλιές κι ένα από αυτά (θηλυκό υποθέτω) με κοιτούσε απειλητικά με τα μάτια του γουρλωμένα και το γαλάζιο ράμφος του. Από την άλλη πλευρά μια απίθανη θέα στο νησί που αφήσαμε τα καγιάκ, σα σε ταινία.
Κατεβήκαμε και κάτσαμε σε κάτι κορμούς δέντρων κι ένα "τραπεζάκι" που έχουν φτιάξει από κορμούς δέντρων για να κάνει πικνίκ όποιος περνάει από εκεί, που δε φαίνεται να συμβαίνει και πολύ συχνά. Ο Pascal έβγαλε το φαγητό που μας είχε ετοιμάσει: κρύο ρύζι με φασόλια (περιέργως ήταν νοστιμότατο), μια περίεργη διασταύρωση μπανάνας/αγγουριού κι ένα κέικ που είχε φτιάξει μόνος του χωρίς ζάχαρη αλλά με μπανάνα κι ελάχιστη μαύρη σοκολάτα. Μου εξήγησε πως δεν καταναλώνει πια ζάχαρη, το οποίο εξηγούσε το "στεγνό" της εμφάνισής του. Η δε Αμελί είναι vegetarian, ήρθε στη Νέα Καληδονία για δύο χρόνια να κάνει την πρακτική της, ερωτεύτηκε έναν Καληδονιανό και τον τρόπο ζωής με τα ατελείωτα θαλάσσια σπορ, τη γιόγκα και τη φύση και μάλλον θα μείνει για πολλά χρόνια ακόμη.
Ξαναμπήκαμε στα καγιάκ κι αφού ο Pascal είδε ότι είμαστε "εξαιρετικοί καγιάκερς και ακούραστοι" κατευθύνθηκε όλο όρεξη στο νερό, για να πάμε να βρούμε καρχαρίες και σαλάχια. Ο Μαξ και η Αμελί ακολούθησαν περιχαρείς, εγώ πάλι κοιτούσα με ανησυχία ένα κατάμαυρο ουρανό που ερχόταν κατά πάνω μας. Ο Pascal άρχισε να κάνει κουπί μανιωδώς, η Αμελί τον ακολουθούσε με χαρακτηριστική άνεση κι εγώ βλαστημούσα που αντί για vegetarian και γιόγκα το'χα ρίξει δυο μήνες πριν το ταξίδι σε παγωτάκια coppelia και αραλίκι. Άρχισε να ψιχαλίζει, μετά να βρέχει και στο τέλος έριξε καρέκλες. Δεν έβλεπα τίποτε στα τρία μέτρα, φυσικά τον Pascual πουθενά, αχνά φαινόταν το μαγιό της Αμελί, ενώ το καγιάκ μου (αποφάσισα ότι είναι καγιάκ κι όχι κανώ) είχε αρχίσει να γεμίζει νερό. Πιο ανησυχητικό ήταν ότι με τον αέρα δεν ήμουν και πολύ σίγουρος ότι πήγαινα καλά, ειδικά όταν σταμάτησα να βλέπω και την Αμελί. Οι δε κεραυνοί που έπεφταν αριστερά και δεξιά μάλλον δε λειτουργούσαν κατευναστικά. Όσο για τα γυαλιά μου, είχαν γίνει τόσο μούσκεμα που καλύτερα να μην τα είχε βρει ο Pascal, σκέφτηκα. Άρχισε να απομακρύνεται το μπουρίνι, η ομίχλη παρέμεινε, αλλά εν τέλει διέκρινα την Αμελί. Έκανα κουπί με όσες δυνάμεις είχα και τη βρήκα να παίζει με το Μαξ, σα να μην είχε κουραστεί καθόλου. Κάπου εκεί άκουσα και τον Pascal να μας καλεί, ήταν απίστευτα μακριά μας. "Παιδιά, εδώ συνήθως έχει σαλάχια και καρχαρίες!", είπε όλο ενθουσιασμό κι άρχισε να βουτάει και να κολυμπάει πυρετωδώς. Ακολούθησε η Αμελί κι ο Μαξ κι εν τέλει κι εγώ, αφού πρώτα αναποδογύρισα το καγιάκ μου, αλλά τα γυαλιά τα είχα αφήσει στην Αμελί, ακριβώς γιατί ξέρω τη χάρη των κινήσεών μου.
Ακολούθησε ένα ατελείωτο ψάξιμο με μπόλικο κολύμπι. Είχαμε ξεκινήσει κατά τις 10, η ώρα ήταν 4 κι εμείς συνεχίζαμε. Τελικά ο Pascal εκστασιασμένος αναδύθηκε ουρλιάζοντας πως βρήκε σαλάχια. Στην αρχή δεν τα έβλεπα, αλλά σύντομα βούτηξα μαζί του και τα ακολουθήσαμε για πολλά μέτρα, να κάνουν τα χορευτικά τους, δυο από αυτά μάλιστα μας άγγιξαν κιόλας κι είχαν όρεξη για παιχνίδια. Ο Pascal έκανε σα χούλιγκαν σε μανούρα πριν από ντέρμπι: "Μα δεν είναι φανταστικά;" έλεγε και ξαναβουτούσε, τόσο που αναρωτήθηκα αν είχε ξαναδεί σαλάχι. Η απάντηση είναι πως τα έβλεπε καθημερινά, άλλωστε ο 5χρονος γιος του κολυμπούσε σαν ψάρι, αυτή είναι η ζωή τους, γι αυτό ζει εκεί. Πόσο αγαπάει τη δουλειά του, ευτυχισμένος άνθρωπος.
Ένα φοβερό ασπρόμαυρο σαλάχι πέρασε από δίπλα μου με το στόμα του ορθάνοιχτο και μετά από άλλη... μιάμιση ώρα αναζήτησης αλλά τελικά βρέθηκε κι ο ευμεγέθης καρχαρίας προς τέρψη του Pascal και φυσικά του Μαξ. Είχε δύσει ο ήλιος πια και ικανοποιημένοι (και κατάκοπος εγώ) αρχίσαμε την επιστροφή. Η Αμελί έδειχνε ξένοιαστη κι ακούραστη, προχωρούσε με μια φυσικότητα ανεξήγητη, ο Pascal έμοιαζε ο γιος του ανέμου, αλλά τελικά επέστρεψε για να με συνοδεύσει, αφού είδε ότι τα είχα παίξει και πήγαινα πολύ αργά. "Πόσα χιλιόμετρα λες να κάναμε σήμερα;", τον ρώτησα. "Ε, κάτι κάναμε σήμερα, ίσως 23-24 χιλιόμετρα". Μάλιστα, τόσο έκανα, συν το κολύμπι και την ορειβασία, θα με δικαιώσει η ζυγαριά το βράδυ, σκέφτηκα (κι είχα δίκιο). Είχε νυχτώσει για τα καλά πια και πιάσαμε την κουβέντα για τις ζωές μας. Ο Pascal παντρεύτηκε μια ντόπια, το σπίτι που αγόρασαν ήταν φυσικά στο όνομά της. Αυτή έπιασε την καλή όταν ήρθε η Total στο νησί κι έφτιαξε τα σιλό πετρελαίου στα οποία έγινε υπεύθυνη λόγω πολιτικών και... βασιλικών διασυνδέσεων. Πια δε με χρειαζόταν και με πέταξε έξω από το σπίτι που είχα φτιάξει μόνος μου, αλλά ήταν στο όνομά της. Βρήκε κι έναν πλούσιο και τον παντρεύτηκε, εγώ μένω εδώ μόνο για το γιο μου. Πληρώνω ενοίκιο 1600€, αλλά τουλάχιστον έχω το Μαξ και ... αυτό!", είπε κι έδειξε τα νησάκια που είχαμε μόλις επισκεφθεί. "Η ζωή πια στο Wallis δεν είναι όπως παλιά, κανείς πια δε διασκεδάζει, πριν 15 χρόνια κάθε βράδυ είχε μπάρμπεκιου και πάρτι σε φιλικά σπίτια, τώρα μέχρι και το μπαρ έκλεισε. Όλοι είναι σπίτια τους και κοιτάνε πώς θα βγάλουν λεφτά. Όλες οι κοπέλες έχουν παχύνει, τρώνε από το πρωί μέχρι το βράδυ και βλέπουν netflix, κοίτα εμένα που είμαι 53!", μου είπε και τον κοίταξα με δυσπιστία... ούτε για 42 δεν τον έκανα. "Ελπίζω κάποια στιγμή η μέγαιρα να με αφήσει να πάρω το Μαξ και να φύγω, αν δεν ήταν αυτός θα είχα φύγει προ πολλού, η μητέρα του δεν ασχολείται καν μαζί του, αλλά δε με αφήνει να τον πάρω κιόλας. Δε θέλω να μεγαλώσει εδώ το παιδί, εδώ είναι όλοι ανεύθυνοι, τεμπέληδες, χωρίς πειθαρχία. Ξέρεις πού θέλω να πάω; Στα βουνά της Γαλλίας. Είμαι και καθηγητής σκι, βρίσκω την ησυχία μου εκεί. Θα ζούσα μια χαρά, αλλά δεν μπορώ να ζήσω μακριά από το Μαξ. Τουλάχιστον έχω τη "λίμνη" μου", είπε δείχνοντας τον ωκεανό.
Ο ουρανός είχε πάρει ένα φανταστικό χρώμα και μετά το μπουρίνι άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα αστέρια. Γυρίσαμε σπίτι, ο Pascal και η Αμελί υποσχέθηκαν πως θα μου έστελναν τις λίγες φωτογραφίες που πήραν και με άφησαν στου Μανουέλ. Έπεσα ξερός για ύπνο, αφού πρώτα κανόνισα, αφού η πτήση μου ήταν στις 14.45 να πάω με ένα σκάφος σε "άλλα" νησάκια. Μην αφήσουμε και καμία ώρα ανεκμετάλλευτη.... Η ζωή είναι μικρή.
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited by a moderator: