Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.691
- Likes
- 50.595
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Κύπρος
- Αμμόχωστος - Kantara - Gormaz - Ριζοκάρπασο
- Bellapais - Κυρήνεια - Αγ.Μάμας - Πέδουλα
- Photos Κύπρος
- Photos Κύπρος ΙΙ
- Μοναστήρι Κύκκου - Πάφος - Λεμεσός
- Κούριο, Χοιροκοιτία κ Λευκωσία
- Photos Κύπρος ΙΙΙ
- Αξιολόγηση Κύπρου
- Καζακστάν
- Αστάνα
- Photos Αστάνα
- Karaganda - Dolinka - Almaty
- Photos Καζακστάν
- Άλματι
- Τουρκεστάν
- Photos Καζακστάν ΙΙ
- Αξιολόγηση Καζακστάν
- Τασκένδη - Σαμαρκάνδη
- Σαμαρκάνδη κ Shakhrisabz
- Elliq Qala - Χίβα - Nukus
- Photos Ουζμπεκιστάν
- Λίμνη Αράλη
- Photos Λίμνη Αράλη
- Αράλη-Νούκους
- Τουρκμενιστάν
- Ashgabat
- Photos Τουρκμενιστάν
- Ashgabat και πάλι
- Kow Ata - Mary
- Gonur - Merv
- Αξιολόγηση Τουρκμενιστάν
- Bukhara
- Αξιολόγηση Ουζμπεκιστάν
- Άφιξη Μπισκέκ
- Issyk - Kol
- Issyk Kol - Tamga - Naryn
- Song Kol - Kyzyl Oi
- Susamyr, Toktogul & Arslanbob - Osh
- Τατζικιστάν
- Murgab κ Langar
- Langar - Vrang - Yamchun - Khorog
- Durum Kul - Khorog
- Jizeau
- Κalai Khum
- Dushanbe
- Garm - Jafr - Margeb
- Iskander Kul - Penjikent - Istarashvan
- Αξιολόγηση Κιργιστάν
- Αξιολόγηση Τατζικιστάν
4. ΚΑΖΑΚΣΤΑΝ (6 μέρες)
Ημέρα 10: Άφιξη στην Αστάνα
Η πτήση των τούρκικων αερογραμμών με έφερε μισή νωρίτερα από το αναμενόμενο, ενώ ήδη στο αεροπλάνο άρχισα να βλέπω φάτσες με τα χαρακτηριστικά προσώπου που θα αποτελούσαν το background των επόμενων εβδομάδων: μια μίξη ρώσικων και μογγολικών φυσιογνωμιών, με τις χαρακτηριστικές "σαν τρακαρισμένες" προσόψεις. Μας έδωσαν κι ένα χαρτάκι για να πάμε "εντός τριών ημερών" να κάνουμε registration, στα σύνορα δε μου έκαναν καμία ερώτηση κι η άφιξη ήταν απρόσμενα uneventful. Έκατσα να περιμένω την καθυστερημένη πτήση της αδερφής μου στις ελάχιστες καρέκλες του αεροδρομίου που και wifi διέθετε και καθόλου κρύο δεν ήταν όπως είχα διαβάσει.
Ήρθε η αδερφή μου, λίγα λεπτά αργότερα έφτασε και ο Τζόρντι και γενικώς ο συγχρονισμός των πτήσεών μας από Ισπανία, Κύπρο και Μεγάλη Βρετανία πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο. Άλλαξα λίγα δολάρια, σήκωσε και λίγα χρήματα η Κ από ένα ΑΤΜ με τα χίλια ζόρια (μόνο του ενός η κάρτα δούλεψε, ενώ βρετανικές λίρες δε δέχονταν στο ανταλλακτήριο) κι εν τέλει εμφανίστηκε κι ο "manager" του διαμερίσματος που είχα φροντίσει να νοικιάσω, αφού με άφιξη τα χαράματα και σε πόλη με ψοφόκρυο δεν ήθελα να ψάχνουμε καταλύματα, χώρια που την επομένη θα ερχόντουσαν και οι... 3 guest stars και θα γινόμασταν πολλοί και θα απαιτούταν διαμέρισμα ενός άλφα μεγέθους. Ο manager του διαμερίσματος πάντως Αγγλικά δε μιλούσε λέξη, δεν είχε και καμία ταμπέλα με τα ονόματά μας, έφτασε και καθυστερημένος και στο τέλος μου έδειξε το κινητό του, στο οποίο μιλούσε και μέσω ενός προγράμματος αυτό μου μετέφραζε ηχητικά τα λεγόμενά του σε ποιότητα διερμηνείας "come with me για να τη βρεις και ανάμνηση απ' το greece θα σου μείνει για forever".
Τέλος πάντων, τον ακολουθήσαμε το λεβέντη έξω όπου φάγαμε την πρώτη κρυάδα, κυριολεκτικά: τι ΨΟΦΟΣ ήταν αυτός! Τρέξαμε με τους σάκους προς το αυτοκίνητό του και μέσα στα σκοτάδια άρχισε να οδηγεί προς το διαμέρισμα, κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μας στα Ρώσικα, τα όποια γι αυτόν πρέπει να είναι ό,τι τα Αγγλικά, δηλαδή μια επίσημη lingua franca, διαφορετική όμως από τα Καζάκικα. Ο δρόμος ήταν μια ατέλειωτη ευθεία λεωφόρος, με τουλάχιστον περίεργα κτίρια, εξαιρετικά αραιά μεταξύ τους αλλά μοντέρνα και κιτσοφωτισμένα, γεμάτη με πάγο με αποτέλεσμα να πατινάρει ανελέητα το αυτοκίνητο κι άρχισα να σκέφτομαι πως τα 7,5€ που μας χρέωσε για την παραλαβή από το αεροδρόμιο το κατάλυμα δεδομένης της απόστασης, της ώρας και του ψοφόκρυου ήταν μια χαρά.
Αυτό που δεν ήταν καθόλου μια χαρά ήταν η έξοδος από το όχημα: για να κάνουμε τα 20 περίπου βήματα μέχρι την είσοδο της θεόρατης πολυκατοικίας-ουρανοξύστη που βρισκόταν το διαμέρισμα νομίσαμε ότι θα παγώσει η καρδιά μας. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κρύο στη ζωή μου, ξύριζε τα αυτιά μου, τα πόδια μου και νόμισα ότι θα βγάλω σταλαγμίτες εκεί που δεν πιάνει μελάνι, η δε ισορροπία μέσα στους πάγους ήταν ολίγον vivere pericolosamente, για 20 βήματα χρειαστήκαμε κανένα (επίπονο λόγω κρύου και αέρα) δίλεπτο.
Μπήκαμε στο ασανσέρ γελώντας με τον Καζάκο (που ακόμη νομίζαμε ότι είναι απλά ο οδηγός, αργότερα συνειδητοποιήσαμε πως επρόκειτο για "manager" τρομάρα του), αλλά ήδη είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι μάλλον η ιδέα της Αστάνα Μάρτιο μήνα κυμαινόταν κάπου ανάμεσα στο ηλίθιο και το αυτοκτονικό. Πώς διάολο θα περπατούσαμε; Πώς θα καταφέρναμε να μείνουμε στους δρόμους για πάνω από δύο λεπτά χωρίς να γίνουμε παγοκολώνες; Με ποιο τρόπο θα επικοινωνούμε, υπάρχει συγκοινωνία ή θα περπατάμε μέχρι να γίνουμε χιονάνθρωποι; Γιατί δεν είχα κάνει καμία προετοιμασία για τους προορισμούς που θα πηγαίναμε; Εκείνη τη φορεσιά από ισοθερμικά από το ταξίδι της Ανταρκτικής την είχα φέρει τελικά;
Τα ερωτήματα κράτησαν όσο και η ανάβαση των... 38 ορόφων με το ασανσέρ. Το διαμέρισμα πάντως ήταν απίθανο: 145 τετραγωνικά, με ατελείωτη θέα 360 μοιρών, ένα σαλόνι ικανό να φιλοξενήσει αξιοπρεπέστατα έναν αγώνα μπάσκετ, δυο μπάνια, κρεβάτια για έξι άτομα, μια κουζίνα 5-6 φορές στο μέγεθος του δωματίου που ενοικιάζω στην Αβάνα και τζακούζι παρακαλώ πολύ. Κι όλα αυτά για 62€, το οποίο για 6 άτομα καταλαβαίνει κανείς ότι είναι μάλλον ευτελές ποσό. Αυτό που δεν καταλάβαινα είναι πώς είναι δυνατόν να μην κάνει ψοφόκρυο εκεί μέσα, αφού δεν υπήρχε κανένα ίχνος θέρμανσης. Τελικά μου λύθηκε η απορία: Το κτίριο είχε διπλή κάλυψη: δηλαδή έξω από τα παράθυρα, υπήρχε καλυμμένο μπαλκόνι με...δεύτερα παράθυρα με εξίσου χοντρό τζάμι. Άνοιξα το πρώτο (εσωτερικό) παράθυρο για να δω τη διαφορά θερμοκρασίας και κόντεψα να πάθω ανακοπή από το κρύο. Οι άνθρωποι πολύ απλά έχουν φτιάξει ένα δεύτερο κτίριο από απίστευτα χοντρό τζάμι.. έξω από το κτίριο με το απίστευτα χοντρό τζάμι, ενδιαφέρον! Και αποτελεσματικό.
Χαιρετίσαμε το μάνατζερ, ή τουλάχιστον ελπίζαμε αυτό να κατάλαβε, είδαμε ότι υπήρχε και ίντερνετ και μια σημείωση πως αν χρειαστούμε κάτι θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον μέσω whatsapp (υποθέσαμε στα Αγγλικά, αφού κι οι οδηγίες σε σάπια Αγγλικά ήταν) και πέσαμε ξεροί για ύπνο για τέσσερις ώρες στα υπερπολυτελή κρεβάτια με τα φανταστικά στρώματα. Άλλωστε ήταν 5.40 το πρωί.
Ξύπνησα πρώτος και, περιμένοντας το Τζόρντι να ξυπνήσει, κοιτούσα έξω από το τζάμι αναρωτώμενος αν κάνει το ίδιο ψοφόκρυο με χθες: άνοιξα το εσωτερικό τζάμι και το έκλεισα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Πώς διάολο θα φύγουμε από εδώ; Κοίταξα έξω: δεν περπατούσε κανείς. Ε, είναι Σάββατο, προσπάθησα να παρηγορηθώ. Είναι και νωρίς, πιο αργά θα βγει ο κόσμος, ε; Μπήκα στο ίντερνετ από το λάπτοπ μου για να δω την πρόγνωση καιρού: Θερμοκρασία -4C, αίσθηση -16C, με τον αέρα να επιδεινώνει την κατάσταση φέρνοντας την αίσθηση στο -21C. Ωραία... Επιπλέον πεινούσα κιόλας, είχα να φάω από το αεροπλάνο και στην κουζίνα υπήρχε μόνο τσάι, αλλά βρήκα ζάχαρη κι έφαγα 5-6 κουταλιές να γεμίσω το στομάχι μου.
Ξύπνησε κι ο Τζόρντι, γελάσαμε με το πόσο απροετοίμαστοι ήμασταν, ο ίδιος πάντως είχε φέρει ισοθερμικά και τελικά ανακάλυψα ότι είχα κι εγώ στον πάτο του σάκου μου, η αδερφή μου είναι εξοπλισμένη λόγω Σκωτίας, οπότε αφήσαμε τα πολλά-πολλά αφού πεινούσαμε, είδαμε και τρεις (!!) ανθρώπους να περπατούν από το παράθυρό μας, το αποφασίσαμε και βγήκαμε παγανιά (sic). Στο ισόγειο του κτιρίου ανακαλύψαμε ένα γκουρμεδάκι ονόματι RUMI, όπου φάγαμε πραγματικά εξαιρετικά με 8€/άτομο, είχε και ίντερνετ οπότε εν μέσω γκουρμεδιών πήραμε μια ιδέα του πού βρισκόμασταν σε σχέση με το κέντρο της πόλης, αλλά πάθαμε ένα σύγκρυο (sic) όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ΚΑΝΕΙΣ δεν ήξερε όχι απλά Αγγλικά αλλά το πώς λέγεται το νερό. Τελικά με τη βοήθεια του καζάκικου google translator καταφέραμε να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι θέλουμε να μας φωνάξουν ένα ταξί (αποδείχθηκε ότι το Uber υπάρχει, αλλά έχουν ένα δικό τους, πολύ πιο δημοφιλές) και ότι την επομένη θα τους αφήναμε και τις αποσκευές μας μέχρι το βράδυ.
Ήρθε το ταξί, μας χαιρέτησαν όλοι οι εργαζόμενοι στο RUMI σα να είμαστε διασημότητες και κατευθυνθήκαμε για το κέντρο, με τον τύπο να μας χρεώνει 2€ για περίπου 15 λεπτά οδήγησης: φτηνές οι μεταφορές ακόμη και στην πρωτεύουσα, καλά ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή μου έκανε εντύπωση ο στρατός από εκχιονιστικά μηχανήματα (σε κάποιες φάσεις ήταν 7-8 το ένα πίσω από το άλλο, τρέχοντας σε σχεδόν φουλ ταχύτητα) και η ομοιότητα που έχει η Αστάνα με την Πιονγιάνγκ, στο πιο νέο βέβαια, αλλά με εμφανή προσπάθεια να εντυπωσιάσει, ενώ είναι εμφανές ότι πρόκειται και για project under development.
Αρχικά πήγαμε στο μουσείο του Παλατιού της Ανεξαρτησίας (αν το γράφω σωστά), όπου θα βλέπαμε το πώς οραματίζεται ο πρόεδρος ότι θα είναι η Αστάνα το 2030. Ήταν κλειστό, δεν καταλάβαμε το γιατί, οπότε πήγαμε παραδίπλα στο Μουσείο Ιστορίας, όπου ξεπαγιάσαμε έστω για τα 10 λεπτά της απόστασης, παρά τα ισοθερμικά. Το μουσείο αποτελεί κομμάτι της απελπισμένης προσπάθειας των Αρχών (δηλαδή του προέδρου...) να δημιουργήσει την αίσθηση εθνικής ταυτότητας για το Καζακστάν, αφού η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος μόλις από το 1991, όταν και αποχώρησε από την Κοινοπολιτεία, το βραχύβιο αυτό διάδοχο της ΕΣΣΔ. Ε, στην ευγενή αυτή προσπάθειά του ο πρόεδρος Ναζαρμπάγιεφ ίσως να ξεπέρασε λιγουλάκι τα εσκαμμένα και να μπήκε στη σφαίρα της προσωπολατρίας (όπου πρόσωπο- σημειώστε το δικό τους βεβαίως, βεβαίως). Έτσι, μετά το εθνικό σύμβολο που είναι ένα γιγαντιαίο ολόχρυσο (!) πουλί το οποίο κοσμεί φαραωνικά την οροφή, το πρώτο που βλέπει ο επισκέπτης (δηλαδή εμείς οι τρεις, δεν υπήρχε και κανένας άλλος) είναι τρεις πίνακες που δείχνουν την εξέλιξη της χώρας, στον κεντρικό εκ των οποίων φυσικά απεικονίζεται ο Nazarbayev, έτσι για να ξέρουμε πού ξεκινάει η ιστορία της χώρας δηλαδή.
Ακολουθούν αίθουσες με αντίγραφα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της χώρας (don't hold your breath, δεν είναι τίποτε τρομερό, κυρίως στολές/πανοπλίες/κοσμήματα και άλλα κτερίσματα) και συνεχίζοντας προς το παρόν και το μέλλον, φτάνει κανείς στο διαστημικό πρόγραμμα της χώρας, τα μετάλλια που έχουν κερδίσει οι αθλητές της, τη σύγχρονη τέχνη, διάφορα εθνολογικά κλπ, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι ο πανταχού παρών πρόεδρας. Εμφανές το κιτς (πριν τη Χρυσή Αίθουσα περνάς από μια σάλα με χιλιάδες λαμπάκια που αλλάζουν χρώματα, αν δεν είσαι ήδη επιληπτικός παίζει να γίνεις εκεί μέσα), εμφανής η προσωπολατρία, αλλά κυρίως εμφανής η αγωνία δημιουργίας εθνικής συνοχής, που είναι κατανοητή. Επισκέπτες δεν είδαμε, μερικές αίθουσες ήταν κλειστές, ήταν σουρεάλ η ατέλειωτη έκταση του μουσείου, αλλά αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό στην Αστάνα κι εν τέλει σε μια χώρα όπου η αίσθηση του χώρου είναι διαφορετική από αλλού: είναι απλά ατελείωτες οι εκτάσεις, γενικώς.
Είπαμε να το πολεμήσουμε και να κάνουμε μια βόλτα, να δούμε και πόση ώρα αντέχουμε το κρύο. Όχι πολύ, είναι η αλήθεια, όπου μπορούσαμε να μπούμε για να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας μπαίναμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι καλύψαμε μεγάλες αποστάσεις. Αυτό που έβλεπες παντού ήταν υπερσύγχρονα κτίρια, λογικό αφού πρόκειται για νεόδμητη πρωτεύουσα ως όραμα του προέδρου για ένα διοικητικό κέντρο μακριά από τη σοβιετική παράδοση και άρα ξεκίνησε από το μηδέν, μερικά εκ των οποίων όπως το πανεπιστήμιο τέχνης ή το νέο τζαμί είναι πολύ εντυπωσιακά. Σε αυτό το τελευταίο μπήκαμε κιόλας: θεόρατο, φιλόξενο, ανεκτικό στα κινητά (οι μισοί "πιστοί" μάλλον είχαν μπει για να τσατάρουν στο κινητό τους) και στα μωρά (μια μάνα τα είχε αφήσει να κυλιούνται και να παίζουν πάνω στα όμορφα χαλιά), αλλά κυρίως ζεστό. Μιας που ζεστάθηκαν τα χέρια μου, είπα να δω τι άλλο θα μπορούσαμε να δούμε, χωρίς να είναι βασικό χάιλάιτ, αφού αυτά θα τα βλέπαμε με τους τρεις γκεστ σταρ που θα έρχονταν αύριο και αποφάσισα δημοκρατικά ( α λα Nazarbayev) ότι θα πηγαίναμε στο Duman, ένα ψυχαγωγικό σύμπλεγμα, για να δούμε πώς περνάνε το Σαββατόβραδό τους οι ντόπιοι.
Για να πάμε εκεί βέβαια χρειαζόμασταν ταξί, αλλά όταν ρώτησα πού βρίσκουμε κάποιο, ένας καλός κύριος γέλασε και με χειρονομίες με έκανε να καταλάβω πως ό,τι κινείται είναι ταξί. Ε, ως κάτοικος Αβάνας δεν ήθελε και πολύ για να το καταλάβω: δεν υπάρχουν και πολλοί οδηγοί στην Αστάνα που να μη σταματήσουν σε κάποια κεντρική αρτηρία για να πάρουν κάποιο πεζό με κάποιο ευτελές αντάλλαγμα. Πράγματι, στο πρώτο όχημα που κάναμε χειρονομία σταμάτησε και μας πήρε, παρότι επρόκειτο για κάποιον πατέρα που ερχόταν από κάπου με τον οκτάχρονο γιο του. Almendron κανονικό!
Το Duman αποδείχθηκε ένα σκεπαστό σύμπλεγμα ψυχαγωγίας, κατάμεστο σαββατιάτικα από οικογένειες που πλατσούριζαν ασταμάτητα σε πισίνες, επισκέπτονταν το μάλλον μέτριο ενυδρείο, έπαιζαν διάφορα παιχνιδάκια κι έτρωγαν από πρόχειρο φαγητό έως παγωτά. Όλοι καλοντυμένοι, όλοι σε οικογενειακό περιβάλλον. Ώστε έτσι περνάνε τα Σάββατά τους εδώ, ενδιαφέρον. Το σχετικά κοντινό θεματικό πάρκο Amateken (αν θυμάμαι καλά μια μικρογραφία της χώρας) ήταν κλειστό προφανώς λόγω ψύχους κι εμείς πήραμε τη μάλλον γενναία απόφαση να επιστρέψουμε με τα πόδια, περνώντας από ένα θεοσκότεινο πάρκο όπου γίνονταν έργα και τρώγαμε τούμπες στους πάγους, θαυμάσαμε κιτς φωτάκια σε γέφυρες που περνάνε πάνω από τον παγωμένο ποταμό της πόλης και αποφανθήκαμε ότι η περίεργη αυτή πόλη είναι πιο όμορφη το βράδυ, έστω έτσι όπως είναι φωτισμένη.
Φτάσαμε τελικά στο κτίριό μας, παρότι τρομάξαμε να το αναγνωρίσουμε, για να διαπιστώσουμε πως υπάρχει κι άλλο εστιατόριο στο ισόγειο, ονόματι Anor, το οποίο μάλιστα δεν ήταν καθόλου κακό. Στο διπλανό μίνι μάρκετ αγοράσαμε το αυριανό μας πρωινό, με τις τιμές να μας φαίνονται πολύ χαμηλές: τα snickers είχαν 0,40€.
Αυτή τη φορά κοιμηθήκαμε κανονικότατα, μέχρι να έρθουν τα παιδιά τα χαράματα. Μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργη και μυστηριώδης πόλη η Αστάνα, από την αρχιτεκτονική μέχρι την οικονομία της και το σοβαρό και ευγενή -αλλά όχι και πολύ αγγλομαθή- πληθυσμό της. Δεν ήξερα ότι θα ακολουθούσε μια ακόμη πιο σουρεαλιστική πρωτεύουσα, αλλά αυτά θα γίνονταν αργά, πολύ αργότερα.
Ημέρα 10: Άφιξη στην Αστάνα
Η πτήση των τούρκικων αερογραμμών με έφερε μισή νωρίτερα από το αναμενόμενο, ενώ ήδη στο αεροπλάνο άρχισα να βλέπω φάτσες με τα χαρακτηριστικά προσώπου που θα αποτελούσαν το background των επόμενων εβδομάδων: μια μίξη ρώσικων και μογγολικών φυσιογνωμιών, με τις χαρακτηριστικές "σαν τρακαρισμένες" προσόψεις. Μας έδωσαν κι ένα χαρτάκι για να πάμε "εντός τριών ημερών" να κάνουμε registration, στα σύνορα δε μου έκαναν καμία ερώτηση κι η άφιξη ήταν απρόσμενα uneventful. Έκατσα να περιμένω την καθυστερημένη πτήση της αδερφής μου στις ελάχιστες καρέκλες του αεροδρομίου που και wifi διέθετε και καθόλου κρύο δεν ήταν όπως είχα διαβάσει.
Ήρθε η αδερφή μου, λίγα λεπτά αργότερα έφτασε και ο Τζόρντι και γενικώς ο συγχρονισμός των πτήσεών μας από Ισπανία, Κύπρο και Μεγάλη Βρετανία πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο. Άλλαξα λίγα δολάρια, σήκωσε και λίγα χρήματα η Κ από ένα ΑΤΜ με τα χίλια ζόρια (μόνο του ενός η κάρτα δούλεψε, ενώ βρετανικές λίρες δε δέχονταν στο ανταλλακτήριο) κι εν τέλει εμφανίστηκε κι ο "manager" του διαμερίσματος που είχα φροντίσει να νοικιάσω, αφού με άφιξη τα χαράματα και σε πόλη με ψοφόκρυο δεν ήθελα να ψάχνουμε καταλύματα, χώρια που την επομένη θα ερχόντουσαν και οι... 3 guest stars και θα γινόμασταν πολλοί και θα απαιτούταν διαμέρισμα ενός άλφα μεγέθους. Ο manager του διαμερίσματος πάντως Αγγλικά δε μιλούσε λέξη, δεν είχε και καμία ταμπέλα με τα ονόματά μας, έφτασε και καθυστερημένος και στο τέλος μου έδειξε το κινητό του, στο οποίο μιλούσε και μέσω ενός προγράμματος αυτό μου μετέφραζε ηχητικά τα λεγόμενά του σε ποιότητα διερμηνείας "come with me για να τη βρεις και ανάμνηση απ' το greece θα σου μείνει για forever".
Τέλος πάντων, τον ακολουθήσαμε το λεβέντη έξω όπου φάγαμε την πρώτη κρυάδα, κυριολεκτικά: τι ΨΟΦΟΣ ήταν αυτός! Τρέξαμε με τους σάκους προς το αυτοκίνητό του και μέσα στα σκοτάδια άρχισε να οδηγεί προς το διαμέρισμα, κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μας στα Ρώσικα, τα όποια γι αυτόν πρέπει να είναι ό,τι τα Αγγλικά, δηλαδή μια επίσημη lingua franca, διαφορετική όμως από τα Καζάκικα. Ο δρόμος ήταν μια ατέλειωτη ευθεία λεωφόρος, με τουλάχιστον περίεργα κτίρια, εξαιρετικά αραιά μεταξύ τους αλλά μοντέρνα και κιτσοφωτισμένα, γεμάτη με πάγο με αποτέλεσμα να πατινάρει ανελέητα το αυτοκίνητο κι άρχισα να σκέφτομαι πως τα 7,5€ που μας χρέωσε για την παραλαβή από το αεροδρόμιο το κατάλυμα δεδομένης της απόστασης, της ώρας και του ψοφόκρυου ήταν μια χαρά.
Αυτό που δεν ήταν καθόλου μια χαρά ήταν η έξοδος από το όχημα: για να κάνουμε τα 20 περίπου βήματα μέχρι την είσοδο της θεόρατης πολυκατοικίας-ουρανοξύστη που βρισκόταν το διαμέρισμα νομίσαμε ότι θα παγώσει η καρδιά μας. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κρύο στη ζωή μου, ξύριζε τα αυτιά μου, τα πόδια μου και νόμισα ότι θα βγάλω σταλαγμίτες εκεί που δεν πιάνει μελάνι, η δε ισορροπία μέσα στους πάγους ήταν ολίγον vivere pericolosamente, για 20 βήματα χρειαστήκαμε κανένα (επίπονο λόγω κρύου και αέρα) δίλεπτο.
Μπήκαμε στο ασανσέρ γελώντας με τον Καζάκο (που ακόμη νομίζαμε ότι είναι απλά ο οδηγός, αργότερα συνειδητοποιήσαμε πως επρόκειτο για "manager" τρομάρα του), αλλά ήδη είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι μάλλον η ιδέα της Αστάνα Μάρτιο μήνα κυμαινόταν κάπου ανάμεσα στο ηλίθιο και το αυτοκτονικό. Πώς διάολο θα περπατούσαμε; Πώς θα καταφέρναμε να μείνουμε στους δρόμους για πάνω από δύο λεπτά χωρίς να γίνουμε παγοκολώνες; Με ποιο τρόπο θα επικοινωνούμε, υπάρχει συγκοινωνία ή θα περπατάμε μέχρι να γίνουμε χιονάνθρωποι; Γιατί δεν είχα κάνει καμία προετοιμασία για τους προορισμούς που θα πηγαίναμε; Εκείνη τη φορεσιά από ισοθερμικά από το ταξίδι της Ανταρκτικής την είχα φέρει τελικά;
Τα ερωτήματα κράτησαν όσο και η ανάβαση των... 38 ορόφων με το ασανσέρ. Το διαμέρισμα πάντως ήταν απίθανο: 145 τετραγωνικά, με ατελείωτη θέα 360 μοιρών, ένα σαλόνι ικανό να φιλοξενήσει αξιοπρεπέστατα έναν αγώνα μπάσκετ, δυο μπάνια, κρεβάτια για έξι άτομα, μια κουζίνα 5-6 φορές στο μέγεθος του δωματίου που ενοικιάζω στην Αβάνα και τζακούζι παρακαλώ πολύ. Κι όλα αυτά για 62€, το οποίο για 6 άτομα καταλαβαίνει κανείς ότι είναι μάλλον ευτελές ποσό. Αυτό που δεν καταλάβαινα είναι πώς είναι δυνατόν να μην κάνει ψοφόκρυο εκεί μέσα, αφού δεν υπήρχε κανένα ίχνος θέρμανσης. Τελικά μου λύθηκε η απορία: Το κτίριο είχε διπλή κάλυψη: δηλαδή έξω από τα παράθυρα, υπήρχε καλυμμένο μπαλκόνι με...δεύτερα παράθυρα με εξίσου χοντρό τζάμι. Άνοιξα το πρώτο (εσωτερικό) παράθυρο για να δω τη διαφορά θερμοκρασίας και κόντεψα να πάθω ανακοπή από το κρύο. Οι άνθρωποι πολύ απλά έχουν φτιάξει ένα δεύτερο κτίριο από απίστευτα χοντρό τζάμι.. έξω από το κτίριο με το απίστευτα χοντρό τζάμι, ενδιαφέρον! Και αποτελεσματικό.
Χαιρετίσαμε το μάνατζερ, ή τουλάχιστον ελπίζαμε αυτό να κατάλαβε, είδαμε ότι υπήρχε και ίντερνετ και μια σημείωση πως αν χρειαστούμε κάτι θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον μέσω whatsapp (υποθέσαμε στα Αγγλικά, αφού κι οι οδηγίες σε σάπια Αγγλικά ήταν) και πέσαμε ξεροί για ύπνο για τέσσερις ώρες στα υπερπολυτελή κρεβάτια με τα φανταστικά στρώματα. Άλλωστε ήταν 5.40 το πρωί.
Ξύπνησα πρώτος και, περιμένοντας το Τζόρντι να ξυπνήσει, κοιτούσα έξω από το τζάμι αναρωτώμενος αν κάνει το ίδιο ψοφόκρυο με χθες: άνοιξα το εσωτερικό τζάμι και το έκλεισα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Πώς διάολο θα φύγουμε από εδώ; Κοίταξα έξω: δεν περπατούσε κανείς. Ε, είναι Σάββατο, προσπάθησα να παρηγορηθώ. Είναι και νωρίς, πιο αργά θα βγει ο κόσμος, ε; Μπήκα στο ίντερνετ από το λάπτοπ μου για να δω την πρόγνωση καιρού: Θερμοκρασία -4C, αίσθηση -16C, με τον αέρα να επιδεινώνει την κατάσταση φέρνοντας την αίσθηση στο -21C. Ωραία... Επιπλέον πεινούσα κιόλας, είχα να φάω από το αεροπλάνο και στην κουζίνα υπήρχε μόνο τσάι, αλλά βρήκα ζάχαρη κι έφαγα 5-6 κουταλιές να γεμίσω το στομάχι μου.
Ξύπνησε κι ο Τζόρντι, γελάσαμε με το πόσο απροετοίμαστοι ήμασταν, ο ίδιος πάντως είχε φέρει ισοθερμικά και τελικά ανακάλυψα ότι είχα κι εγώ στον πάτο του σάκου μου, η αδερφή μου είναι εξοπλισμένη λόγω Σκωτίας, οπότε αφήσαμε τα πολλά-πολλά αφού πεινούσαμε, είδαμε και τρεις (!!) ανθρώπους να περπατούν από το παράθυρό μας, το αποφασίσαμε και βγήκαμε παγανιά (sic). Στο ισόγειο του κτιρίου ανακαλύψαμε ένα γκουρμεδάκι ονόματι RUMI, όπου φάγαμε πραγματικά εξαιρετικά με 8€/άτομο, είχε και ίντερνετ οπότε εν μέσω γκουρμεδιών πήραμε μια ιδέα του πού βρισκόμασταν σε σχέση με το κέντρο της πόλης, αλλά πάθαμε ένα σύγκρυο (sic) όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ΚΑΝΕΙΣ δεν ήξερε όχι απλά Αγγλικά αλλά το πώς λέγεται το νερό. Τελικά με τη βοήθεια του καζάκικου google translator καταφέραμε να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι θέλουμε να μας φωνάξουν ένα ταξί (αποδείχθηκε ότι το Uber υπάρχει, αλλά έχουν ένα δικό τους, πολύ πιο δημοφιλές) και ότι την επομένη θα τους αφήναμε και τις αποσκευές μας μέχρι το βράδυ.
Ήρθε το ταξί, μας χαιρέτησαν όλοι οι εργαζόμενοι στο RUMI σα να είμαστε διασημότητες και κατευθυνθήκαμε για το κέντρο, με τον τύπο να μας χρεώνει 2€ για περίπου 15 λεπτά οδήγησης: φτηνές οι μεταφορές ακόμη και στην πρωτεύουσα, καλά ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή μου έκανε εντύπωση ο στρατός από εκχιονιστικά μηχανήματα (σε κάποιες φάσεις ήταν 7-8 το ένα πίσω από το άλλο, τρέχοντας σε σχεδόν φουλ ταχύτητα) και η ομοιότητα που έχει η Αστάνα με την Πιονγιάνγκ, στο πιο νέο βέβαια, αλλά με εμφανή προσπάθεια να εντυπωσιάσει, ενώ είναι εμφανές ότι πρόκειται και για project under development.
Αρχικά πήγαμε στο μουσείο του Παλατιού της Ανεξαρτησίας (αν το γράφω σωστά), όπου θα βλέπαμε το πώς οραματίζεται ο πρόεδρος ότι θα είναι η Αστάνα το 2030. Ήταν κλειστό, δεν καταλάβαμε το γιατί, οπότε πήγαμε παραδίπλα στο Μουσείο Ιστορίας, όπου ξεπαγιάσαμε έστω για τα 10 λεπτά της απόστασης, παρά τα ισοθερμικά. Το μουσείο αποτελεί κομμάτι της απελπισμένης προσπάθειας των Αρχών (δηλαδή του προέδρου...) να δημιουργήσει την αίσθηση εθνικής ταυτότητας για το Καζακστάν, αφού η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος μόλις από το 1991, όταν και αποχώρησε από την Κοινοπολιτεία, το βραχύβιο αυτό διάδοχο της ΕΣΣΔ. Ε, στην ευγενή αυτή προσπάθειά του ο πρόεδρος Ναζαρμπάγιεφ ίσως να ξεπέρασε λιγουλάκι τα εσκαμμένα και να μπήκε στη σφαίρα της προσωπολατρίας (όπου πρόσωπο- σημειώστε το δικό τους βεβαίως, βεβαίως). Έτσι, μετά το εθνικό σύμβολο που είναι ένα γιγαντιαίο ολόχρυσο (!) πουλί το οποίο κοσμεί φαραωνικά την οροφή, το πρώτο που βλέπει ο επισκέπτης (δηλαδή εμείς οι τρεις, δεν υπήρχε και κανένας άλλος) είναι τρεις πίνακες που δείχνουν την εξέλιξη της χώρας, στον κεντρικό εκ των οποίων φυσικά απεικονίζεται ο Nazarbayev, έτσι για να ξέρουμε πού ξεκινάει η ιστορία της χώρας δηλαδή.
Ακολουθούν αίθουσες με αντίγραφα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της χώρας (don't hold your breath, δεν είναι τίποτε τρομερό, κυρίως στολές/πανοπλίες/κοσμήματα και άλλα κτερίσματα) και συνεχίζοντας προς το παρόν και το μέλλον, φτάνει κανείς στο διαστημικό πρόγραμμα της χώρας, τα μετάλλια που έχουν κερδίσει οι αθλητές της, τη σύγχρονη τέχνη, διάφορα εθνολογικά κλπ, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι ο πανταχού παρών πρόεδρας. Εμφανές το κιτς (πριν τη Χρυσή Αίθουσα περνάς από μια σάλα με χιλιάδες λαμπάκια που αλλάζουν χρώματα, αν δεν είσαι ήδη επιληπτικός παίζει να γίνεις εκεί μέσα), εμφανής η προσωπολατρία, αλλά κυρίως εμφανής η αγωνία δημιουργίας εθνικής συνοχής, που είναι κατανοητή. Επισκέπτες δεν είδαμε, μερικές αίθουσες ήταν κλειστές, ήταν σουρεάλ η ατέλειωτη έκταση του μουσείου, αλλά αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό στην Αστάνα κι εν τέλει σε μια χώρα όπου η αίσθηση του χώρου είναι διαφορετική από αλλού: είναι απλά ατελείωτες οι εκτάσεις, γενικώς.
Είπαμε να το πολεμήσουμε και να κάνουμε μια βόλτα, να δούμε και πόση ώρα αντέχουμε το κρύο. Όχι πολύ, είναι η αλήθεια, όπου μπορούσαμε να μπούμε για να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας μπαίναμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι καλύψαμε μεγάλες αποστάσεις. Αυτό που έβλεπες παντού ήταν υπερσύγχρονα κτίρια, λογικό αφού πρόκειται για νεόδμητη πρωτεύουσα ως όραμα του προέδρου για ένα διοικητικό κέντρο μακριά από τη σοβιετική παράδοση και άρα ξεκίνησε από το μηδέν, μερικά εκ των οποίων όπως το πανεπιστήμιο τέχνης ή το νέο τζαμί είναι πολύ εντυπωσιακά. Σε αυτό το τελευταίο μπήκαμε κιόλας: θεόρατο, φιλόξενο, ανεκτικό στα κινητά (οι μισοί "πιστοί" μάλλον είχαν μπει για να τσατάρουν στο κινητό τους) και στα μωρά (μια μάνα τα είχε αφήσει να κυλιούνται και να παίζουν πάνω στα όμορφα χαλιά), αλλά κυρίως ζεστό. Μιας που ζεστάθηκαν τα χέρια μου, είπα να δω τι άλλο θα μπορούσαμε να δούμε, χωρίς να είναι βασικό χάιλάιτ, αφού αυτά θα τα βλέπαμε με τους τρεις γκεστ σταρ που θα έρχονταν αύριο και αποφάσισα δημοκρατικά ( α λα Nazarbayev) ότι θα πηγαίναμε στο Duman, ένα ψυχαγωγικό σύμπλεγμα, για να δούμε πώς περνάνε το Σαββατόβραδό τους οι ντόπιοι.
Για να πάμε εκεί βέβαια χρειαζόμασταν ταξί, αλλά όταν ρώτησα πού βρίσκουμε κάποιο, ένας καλός κύριος γέλασε και με χειρονομίες με έκανε να καταλάβω πως ό,τι κινείται είναι ταξί. Ε, ως κάτοικος Αβάνας δεν ήθελε και πολύ για να το καταλάβω: δεν υπάρχουν και πολλοί οδηγοί στην Αστάνα που να μη σταματήσουν σε κάποια κεντρική αρτηρία για να πάρουν κάποιο πεζό με κάποιο ευτελές αντάλλαγμα. Πράγματι, στο πρώτο όχημα που κάναμε χειρονομία σταμάτησε και μας πήρε, παρότι επρόκειτο για κάποιον πατέρα που ερχόταν από κάπου με τον οκτάχρονο γιο του. Almendron κανονικό!
Το Duman αποδείχθηκε ένα σκεπαστό σύμπλεγμα ψυχαγωγίας, κατάμεστο σαββατιάτικα από οικογένειες που πλατσούριζαν ασταμάτητα σε πισίνες, επισκέπτονταν το μάλλον μέτριο ενυδρείο, έπαιζαν διάφορα παιχνιδάκια κι έτρωγαν από πρόχειρο φαγητό έως παγωτά. Όλοι καλοντυμένοι, όλοι σε οικογενειακό περιβάλλον. Ώστε έτσι περνάνε τα Σάββατά τους εδώ, ενδιαφέρον. Το σχετικά κοντινό θεματικό πάρκο Amateken (αν θυμάμαι καλά μια μικρογραφία της χώρας) ήταν κλειστό προφανώς λόγω ψύχους κι εμείς πήραμε τη μάλλον γενναία απόφαση να επιστρέψουμε με τα πόδια, περνώντας από ένα θεοσκότεινο πάρκο όπου γίνονταν έργα και τρώγαμε τούμπες στους πάγους, θαυμάσαμε κιτς φωτάκια σε γέφυρες που περνάνε πάνω από τον παγωμένο ποταμό της πόλης και αποφανθήκαμε ότι η περίεργη αυτή πόλη είναι πιο όμορφη το βράδυ, έστω έτσι όπως είναι φωτισμένη.
Φτάσαμε τελικά στο κτίριό μας, παρότι τρομάξαμε να το αναγνωρίσουμε, για να διαπιστώσουμε πως υπάρχει κι άλλο εστιατόριο στο ισόγειο, ονόματι Anor, το οποίο μάλιστα δεν ήταν καθόλου κακό. Στο διπλανό μίνι μάρκετ αγοράσαμε το αυριανό μας πρωινό, με τις τιμές να μας φαίνονται πολύ χαμηλές: τα snickers είχαν 0,40€.
Αυτή τη φορά κοιμηθήκαμε κανονικότατα, μέχρι να έρθουν τα παιδιά τα χαράματα. Μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργη και μυστηριώδης πόλη η Αστάνα, από την αρχιτεκτονική μέχρι την οικονομία της και το σοβαρό και ευγενή -αλλά όχι και πολύ αγγλομαθή- πληθυσμό της. Δεν ήξερα ότι θα ακολουθούσε μια ακόμη πιο σουρεαλιστική πρωτεύουσα, αλλά αυτά θα γίνονταν αργά, πολύ αργότερα.