Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.393
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Κύπρος
- Αμμόχωστος - Kantara - Gormaz - Ριζοκάρπασο
- Bellapais - Κυρήνεια - Αγ.Μάμας - Πέδουλα
- Photos Κύπρος
- Photos Κύπρος ΙΙ
- Μοναστήρι Κύκκου - Πάφος - Λεμεσός
- Κούριο, Χοιροκοιτία κ Λευκωσία
- Photos Κύπρος ΙΙΙ
- Αξιολόγηση Κύπρου
- Καζακστάν
- Αστάνα
- Photos Αστάνα
- Karaganda - Dolinka - Almaty
- Photos Καζακστάν
- Άλματι
- Τουρκεστάν
- Photos Καζακστάν ΙΙ
- Αξιολόγηση Καζακστάν
- Τασκένδη - Σαμαρκάνδη
- Σαμαρκάνδη κ Shakhrisabz
- Elliq Qala - Χίβα - Nukus
- Photos Ουζμπεκιστάν
- Λίμνη Αράλη
- Photos Λίμνη Αράλη
- Αράλη-Νούκους
- Τουρκμενιστάν
- Ashgabat
- Photos Τουρκμενιστάν
- Ashgabat και πάλι
- Kow Ata - Mary
- Gonur - Merv
- Αξιολόγηση Τουρκμενιστάν
- Bukhara
- Αξιολόγηση Ουζμπεκιστάν
- Άφιξη Μπισκέκ
- Issyk - Kol
- Issyk Kol - Tamga - Naryn
- Song Kol - Kyzyl Oi
- Susamyr, Toktogul & Arslanbob - Osh
- Τατζικιστάν
- Murgab κ Langar
- Langar - Vrang - Yamchun - Khorog
- Durum Kul - Khorog
- Jizeau
- Κalai Khum
- Dushanbe
- Garm - Jafr - Margeb
- Iskander Kul - Penjikent - Istarashvan
- Αξιολόγηση Κιργιστάν
- Αξιολόγηση Τατζικιστάν
Hμέρα 19: Elliq Qala και Χίβα
Η άφιξη στο μακρινό Urgench για κάποιο λόγο έγινε μια ώρα νωρίτερα από το αναμενόμενο, οπότε αποφασίσαμε να πάμε πρώτα σε κάτι ερείπια οχυρών που είχα βάλει στο μάτι και να αφήσουμε τη Χίβα γι' αργότερα. Πράγματι, ήδη από το σταθμό του τραίνου κλείσαμε ένα ταξί για να μας πάει στα κάστρα/ερείπια/οχυρά, διευκρινίζοντάς του σε ποια απ' όλα θέλαμε να πάμε, αφού είναι και αρκετά τα άτιμα. Η αλήθεια είναι πως ήταν λίγο αφηρημένη και υπερβολικά συνοπτική η περιγραφή στον οδηγό μας και εκ των υστέρων συμπεραίνω πως μάλλον δεν έκανα τις ιδανικές επιλογές.
Το πρώτο στο οποίο κατευθυνθήκαμε είναι το Ayaz Qala, στο δρόμο για το οποίο συναπαντήσαμε καμήλες. Από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο, είδαμε κι ένα γκρουπ Γάλλων να περπατά στην έρημο ερχόμενοι από εκεί και θεωρήσαμε πως για να έχει κι επισκέπτες θα είναι διαμαντάκι, αλλά τελικά αποδείχθηκε απλώς όμορφο. Ατμοσφαιρικό δε λέω, αλλά μάλλον δημιουργούσε περισσότερες προσδοκίες από μακριά. Στη συνέχεια, δια μέσου του ερημικού δρόμου που διασχίζει την έρημο, επισκεφθήκαμε και το Kyzyl Qala με το Toprak Qala, τα οποία επίσης ήταν όμορφα και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους αν και γενικώς τέτοιες εξορμήσεις θα τις συνιστούσα μόνο σε άτομα τόσο πυροβολημένα με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια όσο εγώ. Η όλη αίσθηση της επίσκεψης πάντως σε ένα κόσμο χαμένο, στη μέση του πουθενά, καλυμμένο από την άμμο χωρίς ανθρώπινη παρουσία για χιλιόμετρα ήταν όμορφη, αν και αν αναλογιστεί κανείς τη (σχετικά μικρή) ηλικία των κατασκευών, απορεί με το βαθμό καταστροφής τους. Τελικά πάντως εκείνο που ήθελα περισσότερο απ' όλα να δούμε, με ένα σχετικά καλοδιατηρημένο ναό της φωτιάς στο εσωτερικό του, δεν το είδαμε, θα μου μείνει ένα μικρό μαράζι.
Μην κοροϊδευόμαστε πάντως, το πραγματικό highlight της ημέρας αναμενόταν να είναι η Χίβα, που αναμενόταν να ανταγωνιστεί τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη για τον τίτλο της εντυπωσιακότερης αρχιτεκτονικά πόλης στο ταξίδι (περισσότερα για τον άτυπο διαγωνισμό, μετά την επίσκεψη και των τριών). Κράτηση για τη Χίβα είχα κάνει εγώ, εντός των τειχών βέβαια και μας υποδέχθηκε ένας ευγενέστατος και ανιδιοτελής ρεσεψιονίστ με καλά Αγγλικά, που μας έδωσε χρήσιμες οδηγίες για να το πού να πάμε, οπότε μιας και θα νύχτωνε σύντομα, ξεχυθήκαμε ως εμετοί στην παλιά (αρχαία κατά πολλούς) πόλη της Χίβα.
Η πρώτη εντύπωση ήταν ολίγον απογοητευτική, χωμάτινα τείχη και κάποια μάλλον άχρωμα κτίρια, αλλά μετά την πρώτη στροφή αρχίσαμε τα βαρουφακίστικα wow βλέποντας τα μπροστινά τείχη, τα τζαμιά, τους μιναρέδες και την παντελή έλλειψη τουριστών. Καλά, αυτό το Ουζμπεκιστάν δεν υποτίθεται πως έχει και μπόλικο τουρισμό; Τουλάχιστον από την Ελλάδα ξέρω πως έχει οργανωμένες εκδρομές με αρκετά μεγάλη συχνότητα, πού διάολο είναι όλοι; Όχι ότι μας χάλασε δηλαδή αλλά μια απορία την είχα.
Αγοράσαμε ένα “μαζικό εισιτήριο” το χαρακτηρισμό του οποίου δεν κατανόησα ποτέ: ούτε μάζες είδα, ούτε μαζικά περιλάμβανε πολλά αξιοθέατα, σχεδόν όσα μας ενδιέφεραν έπρεπε να τα πληρώνουμε έξτρα. Τέλος πάντων, ανεβήκαμε στα τείχη απ' όπου μπορεί κανείς να έχει σχεδόν πανοραμική άποψη του εσωτερικού της πόλης ενώ, πέρα από τα πανέμορφα κτίρια, με εξέπληξαν και οι αυθεντικές εικόνες καθημερινότητας: από παιδάκια που έπαιζαν με τενεκεδάκια, μέχρι κυρίες με τσαντόρ που έπλεναν ρούχα στη σκάφη τους. Αν μη τι άλλο, μόνο αποστειρωμένη πόλη-μουσείο δεν είναι η Χίβα. Από την άλλη, είναι κατανοητή η κριτική για τον μάλλον φαντασμαγορικό τρόπο με τον οποίο έγινε η αναπαλαίωση της πόλης.
Τα σκαλιά για τα κεντρικά τείχη ταλαιπωρηθήκαμε λίγο να τα βρούμε λόγω έλλειψης σήμανσης και της καταπληκτικής μου αίσθησης (απο)προσανατολισμού, αλλά όταν τα ανεβήκαμε πετύχαμε και τη δύση του ηλίου και ήταν πανέμορφα. Τι χρώματα! Τι θέα!
Ωραία όλα αυτά, αλλά ο λαός πεινούσε. Βρήκαμε εύκολα το Khorezm Art Restaurant, το οποίο μάθαμε πως δημιουργήθηκε με κονδύλια της γερμανικής πρεσβείας και που αποτελεί ένα συμπαθές υπόγειο με ζωντανή παραδοσιακή μουσική και τοπική κουζίνα. Με δεδομένο ότι τα περισσότερα εστιατόρια στην πόλη ήταν κλειστά (λόγω έλλειψης τουρισμού όπως μας είπαν) κι ότι το συγκεκριμένο έτσι κι αλλιώς 5-6 τραπέζια διαθέτει,. μας έβαλαν να καθίσουμε με ένα ζευγάρι αξιολάτρευτων Ιταλών μεσηλίκων, με τους οποίους και ωραία περάσαμε (είμαστε και μεις αξιολάτρευτοι, δε θυμάμαι αν σας το ανέφερα αυτό) αλλά και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα μάθαμε. Η κυρία λοιπόν εργάζεται για την ευρωπαϊκή διαστημική υπηρεσία, ενώ ο σύζυγος είναι καθηγητής μηχανολογίας σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Τασκένδης, το οποίο έχει σύμβαση με το τμήμα μηχανολογίας ενός ιταλικού πανεπιστημίου, στο Τορίνο αν θυμάμαι. Ο άνθρωπος λοιπόν μας εξήγησε στα χαριτωμένα του Αγγλικά πως βασικά διδάσκει στα ως επί το πλείστον κακομαθημένα παιδιά της ουζμπέκικης ελίτ, τα οποία μέχρι να γραφτούν στο συγκεκριμένο ίδρυμα έχουν συνηθίσει πολύ απλά να λαδώνουν στα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας. Μας μίλησε για το τεράστιο πρόβλημα διαφθοράς, μας έλυσε την απορία γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των οχημάτων είναι Daewoo και Chevrolet (έχουν εργοστάσια στη χώρα και η κυβέρνηση τα προστατεύει χονδροειδώς, βάζοντας απίθανους δασμούς σε όλες τις υπόλοιπες μάρκες), μας εξήγησε ότι ένας νορμάλ προς καλός μισθός στη χώρα είναι γύρω στα 200-300$ και μας μίλησε και για τη μηδενική ανοχή του Καρίμοφ απέναντι στις θρησκείες, με την κατάσταση να έχει βελτιωθεί αισθητά από την ώρα που σταμάτησε να κυβερνάει ο λεγάμενος. Μιλήσαμε για την αποξήρανση της Αράλης που έγινε ούτως ώστε να καλλιεργηθεί βαμβάκι και για τραγικά λάθη των Σοβιετικών εκεί (να' ταν και το μόνο μέρος που τα έκαναν μαντάρα στα οικολογικά καλά θα ήταν) και γενικώς η βραδιά πέρασε πολύ όμορφα. Το φαγητό πάντως έτσι κι έτσι ήταν, αν και αργότερα καταλάβαμε ότι μάλλον είχαμε καλομάθει στο Καζακστάν...
Οι άνθρωποι μας χαιρέτησαν κι εμείς, με γεμάτες πλέον τις κοιλιές μας, αποφασίσαμε να περιηγηθούμε στη μισοσκότεινη πόλη και να χαθούμε στα στενά της. Μαγεία ρε παιδιά! Τι ωραίες εικόνες, όλη χωρίς αυτοκίνητα με τους μιναρέδες, τα μαυσωλεία και τα παλάτια να ξεπροβάλλουν στο ημίφως σε κάθε γωνία. Άρχισε το debate για το κατά πόσο η πόλη είναι ανώτερη ή κατώτερη της Σαμαρκάνδης, το οποίο και λέει πολλά για το πόσο μας άρεσε.
Ημέρα 20: Χίβα και Nukus
Kοιμηθήκαμε σαν άνθρωποι και φρέσκοι-φρέσκοι κάναμε βόλτα στη Χίβα για να τη δούμε και πρωί. Περίμενα ότι θα είναι αρκετά λιγότερο εντυπωσιακή απ' ό,τι το βράδυ, αλλά διαψεύσθηκα, αν και πάντα μια ιστορική πόλη έχει έξτρα πόντους το βράδυ.
Από την εξωτερική πλευρά των ιστορικών τειχών κάποιοι ντόπιοι μαγείρευαν σε έναν αυτοσχέδιο φούρνο, μπήκαμε στο τζαμί Juma για να θαυμάσουμε τις 218 ξύλινες σκαλιστές κολώνες του και να θαυμάσουμε τη θέα από το μιναρέ, αν και στην κάθοδο έφαγα μια εντυπωσιακή σαβούρδα που με έστειλε 6 σκαλιά κάτω χτυπώντας σε κάθε ένα με τον πισινό μου. Το μόνο που με έσωσε από σοβαρό τραυματισμό (γιατί μερικές μελανιές κι ένα πρησμένο αγκώνα δεν τα γλίτωσα) ήταν ότι είχα ικανή ποσότητα χρημάτων στις κωλότσεπες, που με δεδομένο τον πληθωρισμό του Ουζμπεκιστάν σήμαινε αρκετές εκατοντάδες χαρτονομίσματα, που λειτούργησαν ως μαξιλαράκι.
Ακολούθησε το Tosh Hovli, ένα παλάτι με δυο διαφορετικές εισόδους. Η πρώτη ήταν λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά όταν μπήκαμε από την άλλη πλευρά έπαθα την πλάκα μου με το όλο tilework και την αίθουσα του θρόνου. Με εξαίρεση ένα-δυο ζευγαράκια ξένων τουριστών, οι υπόλοιποι λιγοστοί επισκέπτες ήταν ντόπιες κυρίες με φοβερά χρυσά δόντια και παραδοσιακά φορέματα, που δεν τις χάλασε καθόλου που τις παίρναμε φωτογραφίες. Γενικώς στο Ουζμπεκιστάν πάντως οι ενδυμασίες ήταν πολύ πιο παραδοσιακές απ' ό,τι στο σαφώς πιο δυτικοποιημένο Καζακστάν.
Παραδίπλα είχε κι ένα παζάρι με όμορφα και πάμφθηνα προϊόντα σε εξαιρετικό χώρο παλαιών στοών, ενώ οι πωλητές δεν ήταν πιεστικοί, αντιθέτως ήταν ευγενείς, χαμογελαστοί και καθόλου ζήτουλες. Ελπίζω να μας διαβάζει και κανένας Αιγύπτιος να παίρνει παράδειγμα...
Πεινάσαμε σαν παιδιά στην ανάπτυξη που είμαστε, αλλά οι μόνες επιλογές που βρήκαμε για μεσημεριανό ήταν κοτόπουλο και κεμπάμπ, τα οποία χωρίς να είναι τίποτε το φοβερό, τουλάχιστον μας γέμισαν, ενώ εκεί που φάγαμε καθισμένοι υπαιθρίως είδαμε κι ένα γάμο και τους ντόπιους να χορεύουν όχι πολύ εντυπωσιακά πάντως (μάλλον δεν το έχουν και πολύ με το χορό στη χώρα γενικώς), αν και τα παρανυφάκια ήταν εντυπωσιακά άσχημα. Το ξέρω δεν ακούγεται ωραίο, αλλά τόσο άσχημα παιδάκια μόνο μια φορά έχω δει στη ζωή μου, ένα κοριτσάκι σε μια εσωτερική πτήση στην Τουρκία, όπου δε σταματούσα να το κοιτάω (μέχρι και μουστάκι είχε!), με την τότε κοπέλα μου να μου ψιθυρίζει “σταμάτα πια να το κοιτάς!”.
Εκτός των τειχών επισκεφθήκαμε και το παλάτι Isfandiyar (μην παίρνετε και όρκο οτι τα γράφω σωστά τα τοπωνύμια), όπου φυσικά πάλι δεν ίσχυε το “μαζικό” μας εισιτήριο (μαζική απάτη είναι), το κεντρικό κτίριο του οποίου μάλλον μέτριο είναι, αλλά η έκτακτη φωτογραφική έκθεση ενός Ρώσου φωτογράφου που γύριζε όλη την Κεντρική Ασία για να καταγράψει με το φακό του σκηνές παραδοσιακής ζωής ήταν εξαιρετική. Δυστυχώς ο τύπος παραήταν μπροστά για την εποχή του κι εκτελέστηκε κι αυτός από τον πατερούλη Στάλιν, όλα όμορφα.
Υπεραστικό ταξί αυτή τη φορά δε βρίσκαμε για το Nukus, οπότε προστρέξαμε στον καλό μας ρεσεψιονίστ, ο οποίος μας βρήκε έναν τύπο που για 32$ θα μας μετέφερε στον προορισμό μας. Κάλλιστα βέβαια θα μπορούσε να μας είχε μεταφέρει και τον άλλο κόσμο... Τι ήταν αυτό! Έχω δει κι έχω δει οδήγηση από καμικάζι σε Νεπάλ με γκρεμούς διακοσμημένους με πεσμένα λεωφορεία θαυμάζοντάς τα από την οροφή του λεωφορείου, απίστευτες διαδρομές στη Βολιβία με νεκρούς, περιπέτειες με αναποδογυρισμένα Ντάτσουν στο μπανανιακό Εκουαδόρ των 90ς, μεθυσμένους ταρίφες στην Ινδία να φλερτάρουν με το Μολλώχ, έχω οδηγήσει μηχανάκια σε χωματόδρομους τη Καμπότζης με τις νάρκες να σκάνε σε διερχόμενες αγελάδες, αλλά μα τον Τουτάτη τόσο κοντά στον αυτοκινητιστικό θάνατο δεν πρέπει να έχω ξανάρθει. Ο τύπος πήγαινε με 110 χλμ/ώρα σε ένα δρόμο με απίστευτες λακούβες, αλλά κυρίως οδηγούσε μονίμως όχι απλά στο αντίθετο ρεύμα απέναντι σε νταλίκες, αλλά στην αριστερή λωρίδα του αντίθετου ρεύματος, πηγαίνοντας στη δεξιά δηλαδή την αριστερή του δικού μας ρεύματος) μόνο περιστασιακά και πάντα την τελευταία στιγμή. Τέλος πάντων, φτάσαμε σε αυτό το Nukus, ο άνθρωπος δεν ξέρω αν έφτασε πίσω στη Χίβα έτσι που οδηγούσε!
Το Nukus πάλι φαινόταν μια πόλη εντελώς σοβιετικής αισθητικής, με κτίρια σοβιέτ, τεράστιες λεωφόρους, τις κλασικές παρανοϊκά και χωρίς λόγο τεράστιες πλατείες της ΕΣΣΔ και τσουχτερό κρύο. Το ξενοδοχειάκι Jopek Joli πάντως ήταν συμπεθέστατο, ξαναβρήκαμε ρεσεψιονίστ που μιλούσε Αγγλικά (ε πια αυτό παραπάει!), που όταν τον ρωτήσαμε πού μπορούμε να φάμε κάτι που να μην είναι κεμπάμπ ή κοτόπουλο, μας κατεύθυνε στο εστιατόριο ΝΕΟ, ένα περίεργο κράμα σοβιετίλας και καλτίλας (με την καλή έννοια και τα δύο), όπου μας κοιτούσαν σα να έχουμε κεραίες στα κεφάλια μας, συνεννοηθήκαμε σε άπταιστα Ρώσικα (άλλα ζητήσαμε κι άλλα έφεραν), φάγαμε συμπαθητικά και πάμφθηνα, με την Κ να μας κερνάει, αφού την επόμενη θα έπαιρνε το δρόμο για την Ευρώπη κι εμείς οι εναπομείναντες τρεις για την Αράλη, με έναν οδηγό που είχαμε κλείσει από το Stantours, οπότε θα ήταν εγγύηση. Ή μήπως όχι;;;;
Η άφιξη στο μακρινό Urgench για κάποιο λόγο έγινε μια ώρα νωρίτερα από το αναμενόμενο, οπότε αποφασίσαμε να πάμε πρώτα σε κάτι ερείπια οχυρών που είχα βάλει στο μάτι και να αφήσουμε τη Χίβα γι' αργότερα. Πράγματι, ήδη από το σταθμό του τραίνου κλείσαμε ένα ταξί για να μας πάει στα κάστρα/ερείπια/οχυρά, διευκρινίζοντάς του σε ποια απ' όλα θέλαμε να πάμε, αφού είναι και αρκετά τα άτιμα. Η αλήθεια είναι πως ήταν λίγο αφηρημένη και υπερβολικά συνοπτική η περιγραφή στον οδηγό μας και εκ των υστέρων συμπεραίνω πως μάλλον δεν έκανα τις ιδανικές επιλογές.
Το πρώτο στο οποίο κατευθυνθήκαμε είναι το Ayaz Qala, στο δρόμο για το οποίο συναπαντήσαμε καμήλες. Από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο, είδαμε κι ένα γκρουπ Γάλλων να περπατά στην έρημο ερχόμενοι από εκεί και θεωρήσαμε πως για να έχει κι επισκέπτες θα είναι διαμαντάκι, αλλά τελικά αποδείχθηκε απλώς όμορφο. Ατμοσφαιρικό δε λέω, αλλά μάλλον δημιουργούσε περισσότερες προσδοκίες από μακριά. Στη συνέχεια, δια μέσου του ερημικού δρόμου που διασχίζει την έρημο, επισκεφθήκαμε και το Kyzyl Qala με το Toprak Qala, τα οποία επίσης ήταν όμορφα και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους αν και γενικώς τέτοιες εξορμήσεις θα τις συνιστούσα μόνο σε άτομα τόσο πυροβολημένα με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια όσο εγώ. Η όλη αίσθηση της επίσκεψης πάντως σε ένα κόσμο χαμένο, στη μέση του πουθενά, καλυμμένο από την άμμο χωρίς ανθρώπινη παρουσία για χιλιόμετρα ήταν όμορφη, αν και αν αναλογιστεί κανείς τη (σχετικά μικρή) ηλικία των κατασκευών, απορεί με το βαθμό καταστροφής τους. Τελικά πάντως εκείνο που ήθελα περισσότερο απ' όλα να δούμε, με ένα σχετικά καλοδιατηρημένο ναό της φωτιάς στο εσωτερικό του, δεν το είδαμε, θα μου μείνει ένα μικρό μαράζι.
Μην κοροϊδευόμαστε πάντως, το πραγματικό highlight της ημέρας αναμενόταν να είναι η Χίβα, που αναμενόταν να ανταγωνιστεί τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη για τον τίτλο της εντυπωσιακότερης αρχιτεκτονικά πόλης στο ταξίδι (περισσότερα για τον άτυπο διαγωνισμό, μετά την επίσκεψη και των τριών). Κράτηση για τη Χίβα είχα κάνει εγώ, εντός των τειχών βέβαια και μας υποδέχθηκε ένας ευγενέστατος και ανιδιοτελής ρεσεψιονίστ με καλά Αγγλικά, που μας έδωσε χρήσιμες οδηγίες για να το πού να πάμε, οπότε μιας και θα νύχτωνε σύντομα, ξεχυθήκαμε ως εμετοί στην παλιά (αρχαία κατά πολλούς) πόλη της Χίβα.
Η πρώτη εντύπωση ήταν ολίγον απογοητευτική, χωμάτινα τείχη και κάποια μάλλον άχρωμα κτίρια, αλλά μετά την πρώτη στροφή αρχίσαμε τα βαρουφακίστικα wow βλέποντας τα μπροστινά τείχη, τα τζαμιά, τους μιναρέδες και την παντελή έλλειψη τουριστών. Καλά, αυτό το Ουζμπεκιστάν δεν υποτίθεται πως έχει και μπόλικο τουρισμό; Τουλάχιστον από την Ελλάδα ξέρω πως έχει οργανωμένες εκδρομές με αρκετά μεγάλη συχνότητα, πού διάολο είναι όλοι; Όχι ότι μας χάλασε δηλαδή αλλά μια απορία την είχα.
Αγοράσαμε ένα “μαζικό εισιτήριο” το χαρακτηρισμό του οποίου δεν κατανόησα ποτέ: ούτε μάζες είδα, ούτε μαζικά περιλάμβανε πολλά αξιοθέατα, σχεδόν όσα μας ενδιέφεραν έπρεπε να τα πληρώνουμε έξτρα. Τέλος πάντων, ανεβήκαμε στα τείχη απ' όπου μπορεί κανείς να έχει σχεδόν πανοραμική άποψη του εσωτερικού της πόλης ενώ, πέρα από τα πανέμορφα κτίρια, με εξέπληξαν και οι αυθεντικές εικόνες καθημερινότητας: από παιδάκια που έπαιζαν με τενεκεδάκια, μέχρι κυρίες με τσαντόρ που έπλεναν ρούχα στη σκάφη τους. Αν μη τι άλλο, μόνο αποστειρωμένη πόλη-μουσείο δεν είναι η Χίβα. Από την άλλη, είναι κατανοητή η κριτική για τον μάλλον φαντασμαγορικό τρόπο με τον οποίο έγινε η αναπαλαίωση της πόλης.
Τα σκαλιά για τα κεντρικά τείχη ταλαιπωρηθήκαμε λίγο να τα βρούμε λόγω έλλειψης σήμανσης και της καταπληκτικής μου αίσθησης (απο)προσανατολισμού, αλλά όταν τα ανεβήκαμε πετύχαμε και τη δύση του ηλίου και ήταν πανέμορφα. Τι χρώματα! Τι θέα!
Ωραία όλα αυτά, αλλά ο λαός πεινούσε. Βρήκαμε εύκολα το Khorezm Art Restaurant, το οποίο μάθαμε πως δημιουργήθηκε με κονδύλια της γερμανικής πρεσβείας και που αποτελεί ένα συμπαθές υπόγειο με ζωντανή παραδοσιακή μουσική και τοπική κουζίνα. Με δεδομένο ότι τα περισσότερα εστιατόρια στην πόλη ήταν κλειστά (λόγω έλλειψης τουρισμού όπως μας είπαν) κι ότι το συγκεκριμένο έτσι κι αλλιώς 5-6 τραπέζια διαθέτει,. μας έβαλαν να καθίσουμε με ένα ζευγάρι αξιολάτρευτων Ιταλών μεσηλίκων, με τους οποίους και ωραία περάσαμε (είμαστε και μεις αξιολάτρευτοι, δε θυμάμαι αν σας το ανέφερα αυτό) αλλά και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα μάθαμε. Η κυρία λοιπόν εργάζεται για την ευρωπαϊκή διαστημική υπηρεσία, ενώ ο σύζυγος είναι καθηγητής μηχανολογίας σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Τασκένδης, το οποίο έχει σύμβαση με το τμήμα μηχανολογίας ενός ιταλικού πανεπιστημίου, στο Τορίνο αν θυμάμαι. Ο άνθρωπος λοιπόν μας εξήγησε στα χαριτωμένα του Αγγλικά πως βασικά διδάσκει στα ως επί το πλείστον κακομαθημένα παιδιά της ουζμπέκικης ελίτ, τα οποία μέχρι να γραφτούν στο συγκεκριμένο ίδρυμα έχουν συνηθίσει πολύ απλά να λαδώνουν στα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας. Μας μίλησε για το τεράστιο πρόβλημα διαφθοράς, μας έλυσε την απορία γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των οχημάτων είναι Daewoo και Chevrolet (έχουν εργοστάσια στη χώρα και η κυβέρνηση τα προστατεύει χονδροειδώς, βάζοντας απίθανους δασμούς σε όλες τις υπόλοιπες μάρκες), μας εξήγησε ότι ένας νορμάλ προς καλός μισθός στη χώρα είναι γύρω στα 200-300$ και μας μίλησε και για τη μηδενική ανοχή του Καρίμοφ απέναντι στις θρησκείες, με την κατάσταση να έχει βελτιωθεί αισθητά από την ώρα που σταμάτησε να κυβερνάει ο λεγάμενος. Μιλήσαμε για την αποξήρανση της Αράλης που έγινε ούτως ώστε να καλλιεργηθεί βαμβάκι και για τραγικά λάθη των Σοβιετικών εκεί (να' ταν και το μόνο μέρος που τα έκαναν μαντάρα στα οικολογικά καλά θα ήταν) και γενικώς η βραδιά πέρασε πολύ όμορφα. Το φαγητό πάντως έτσι κι έτσι ήταν, αν και αργότερα καταλάβαμε ότι μάλλον είχαμε καλομάθει στο Καζακστάν...
Οι άνθρωποι μας χαιρέτησαν κι εμείς, με γεμάτες πλέον τις κοιλιές μας, αποφασίσαμε να περιηγηθούμε στη μισοσκότεινη πόλη και να χαθούμε στα στενά της. Μαγεία ρε παιδιά! Τι ωραίες εικόνες, όλη χωρίς αυτοκίνητα με τους μιναρέδες, τα μαυσωλεία και τα παλάτια να ξεπροβάλλουν στο ημίφως σε κάθε γωνία. Άρχισε το debate για το κατά πόσο η πόλη είναι ανώτερη ή κατώτερη της Σαμαρκάνδης, το οποίο και λέει πολλά για το πόσο μας άρεσε.
Ημέρα 20: Χίβα και Nukus
Kοιμηθήκαμε σαν άνθρωποι και φρέσκοι-φρέσκοι κάναμε βόλτα στη Χίβα για να τη δούμε και πρωί. Περίμενα ότι θα είναι αρκετά λιγότερο εντυπωσιακή απ' ό,τι το βράδυ, αλλά διαψεύσθηκα, αν και πάντα μια ιστορική πόλη έχει έξτρα πόντους το βράδυ.
Από την εξωτερική πλευρά των ιστορικών τειχών κάποιοι ντόπιοι μαγείρευαν σε έναν αυτοσχέδιο φούρνο, μπήκαμε στο τζαμί Juma για να θαυμάσουμε τις 218 ξύλινες σκαλιστές κολώνες του και να θαυμάσουμε τη θέα από το μιναρέ, αν και στην κάθοδο έφαγα μια εντυπωσιακή σαβούρδα που με έστειλε 6 σκαλιά κάτω χτυπώντας σε κάθε ένα με τον πισινό μου. Το μόνο που με έσωσε από σοβαρό τραυματισμό (γιατί μερικές μελανιές κι ένα πρησμένο αγκώνα δεν τα γλίτωσα) ήταν ότι είχα ικανή ποσότητα χρημάτων στις κωλότσεπες, που με δεδομένο τον πληθωρισμό του Ουζμπεκιστάν σήμαινε αρκετές εκατοντάδες χαρτονομίσματα, που λειτούργησαν ως μαξιλαράκι.
Ακολούθησε το Tosh Hovli, ένα παλάτι με δυο διαφορετικές εισόδους. Η πρώτη ήταν λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά όταν μπήκαμε από την άλλη πλευρά έπαθα την πλάκα μου με το όλο tilework και την αίθουσα του θρόνου. Με εξαίρεση ένα-δυο ζευγαράκια ξένων τουριστών, οι υπόλοιποι λιγοστοί επισκέπτες ήταν ντόπιες κυρίες με φοβερά χρυσά δόντια και παραδοσιακά φορέματα, που δεν τις χάλασε καθόλου που τις παίρναμε φωτογραφίες. Γενικώς στο Ουζμπεκιστάν πάντως οι ενδυμασίες ήταν πολύ πιο παραδοσιακές απ' ό,τι στο σαφώς πιο δυτικοποιημένο Καζακστάν.
Παραδίπλα είχε κι ένα παζάρι με όμορφα και πάμφθηνα προϊόντα σε εξαιρετικό χώρο παλαιών στοών, ενώ οι πωλητές δεν ήταν πιεστικοί, αντιθέτως ήταν ευγενείς, χαμογελαστοί και καθόλου ζήτουλες. Ελπίζω να μας διαβάζει και κανένας Αιγύπτιος να παίρνει παράδειγμα...
Πεινάσαμε σαν παιδιά στην ανάπτυξη που είμαστε, αλλά οι μόνες επιλογές που βρήκαμε για μεσημεριανό ήταν κοτόπουλο και κεμπάμπ, τα οποία χωρίς να είναι τίποτε το φοβερό, τουλάχιστον μας γέμισαν, ενώ εκεί που φάγαμε καθισμένοι υπαιθρίως είδαμε κι ένα γάμο και τους ντόπιους να χορεύουν όχι πολύ εντυπωσιακά πάντως (μάλλον δεν το έχουν και πολύ με το χορό στη χώρα γενικώς), αν και τα παρανυφάκια ήταν εντυπωσιακά άσχημα. Το ξέρω δεν ακούγεται ωραίο, αλλά τόσο άσχημα παιδάκια μόνο μια φορά έχω δει στη ζωή μου, ένα κοριτσάκι σε μια εσωτερική πτήση στην Τουρκία, όπου δε σταματούσα να το κοιτάω (μέχρι και μουστάκι είχε!), με την τότε κοπέλα μου να μου ψιθυρίζει “σταμάτα πια να το κοιτάς!”.
Εκτός των τειχών επισκεφθήκαμε και το παλάτι Isfandiyar (μην παίρνετε και όρκο οτι τα γράφω σωστά τα τοπωνύμια), όπου φυσικά πάλι δεν ίσχυε το “μαζικό” μας εισιτήριο (μαζική απάτη είναι), το κεντρικό κτίριο του οποίου μάλλον μέτριο είναι, αλλά η έκτακτη φωτογραφική έκθεση ενός Ρώσου φωτογράφου που γύριζε όλη την Κεντρική Ασία για να καταγράψει με το φακό του σκηνές παραδοσιακής ζωής ήταν εξαιρετική. Δυστυχώς ο τύπος παραήταν μπροστά για την εποχή του κι εκτελέστηκε κι αυτός από τον πατερούλη Στάλιν, όλα όμορφα.
Υπεραστικό ταξί αυτή τη φορά δε βρίσκαμε για το Nukus, οπότε προστρέξαμε στον καλό μας ρεσεψιονίστ, ο οποίος μας βρήκε έναν τύπο που για 32$ θα μας μετέφερε στον προορισμό μας. Κάλλιστα βέβαια θα μπορούσε να μας είχε μεταφέρει και τον άλλο κόσμο... Τι ήταν αυτό! Έχω δει κι έχω δει οδήγηση από καμικάζι σε Νεπάλ με γκρεμούς διακοσμημένους με πεσμένα λεωφορεία θαυμάζοντάς τα από την οροφή του λεωφορείου, απίστευτες διαδρομές στη Βολιβία με νεκρούς, περιπέτειες με αναποδογυρισμένα Ντάτσουν στο μπανανιακό Εκουαδόρ των 90ς, μεθυσμένους ταρίφες στην Ινδία να φλερτάρουν με το Μολλώχ, έχω οδηγήσει μηχανάκια σε χωματόδρομους τη Καμπότζης με τις νάρκες να σκάνε σε διερχόμενες αγελάδες, αλλά μα τον Τουτάτη τόσο κοντά στον αυτοκινητιστικό θάνατο δεν πρέπει να έχω ξανάρθει. Ο τύπος πήγαινε με 110 χλμ/ώρα σε ένα δρόμο με απίστευτες λακούβες, αλλά κυρίως οδηγούσε μονίμως όχι απλά στο αντίθετο ρεύμα απέναντι σε νταλίκες, αλλά στην αριστερή λωρίδα του αντίθετου ρεύματος, πηγαίνοντας στη δεξιά δηλαδή την αριστερή του δικού μας ρεύματος) μόνο περιστασιακά και πάντα την τελευταία στιγμή. Τέλος πάντων, φτάσαμε σε αυτό το Nukus, ο άνθρωπος δεν ξέρω αν έφτασε πίσω στη Χίβα έτσι που οδηγούσε!
Το Nukus πάλι φαινόταν μια πόλη εντελώς σοβιετικής αισθητικής, με κτίρια σοβιέτ, τεράστιες λεωφόρους, τις κλασικές παρανοϊκά και χωρίς λόγο τεράστιες πλατείες της ΕΣΣΔ και τσουχτερό κρύο. Το ξενοδοχειάκι Jopek Joli πάντως ήταν συμπεθέστατο, ξαναβρήκαμε ρεσεψιονίστ που μιλούσε Αγγλικά (ε πια αυτό παραπάει!), που όταν τον ρωτήσαμε πού μπορούμε να φάμε κάτι που να μην είναι κεμπάμπ ή κοτόπουλο, μας κατεύθυνε στο εστιατόριο ΝΕΟ, ένα περίεργο κράμα σοβιετίλας και καλτίλας (με την καλή έννοια και τα δύο), όπου μας κοιτούσαν σα να έχουμε κεραίες στα κεφάλια μας, συνεννοηθήκαμε σε άπταιστα Ρώσικα (άλλα ζητήσαμε κι άλλα έφεραν), φάγαμε συμπαθητικά και πάμφθηνα, με την Κ να μας κερνάει, αφού την επόμενη θα έπαιρνε το δρόμο για την Ευρώπη κι εμείς οι εναπομείναντες τρεις για την Αράλη, με έναν οδηγό που είχαμε κλείσει από το Stantours, οπότε θα ήταν εγγύηση. Ή μήπως όχι;;;;