Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.393
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Κύπρος
- Αμμόχωστος - Kantara - Gormaz - Ριζοκάρπασο
- Bellapais - Κυρήνεια - Αγ.Μάμας - Πέδουλα
- Photos Κύπρος
- Photos Κύπρος ΙΙ
- Μοναστήρι Κύκκου - Πάφος - Λεμεσός
- Κούριο, Χοιροκοιτία κ Λευκωσία
- Photos Κύπρος ΙΙΙ
- Αξιολόγηση Κύπρου
- Καζακστάν
- Αστάνα
- Photos Αστάνα
- Karaganda - Dolinka - Almaty
- Photos Καζακστάν
- Άλματι
- Τουρκεστάν
- Photos Καζακστάν ΙΙ
- Αξιολόγηση Καζακστάν
- Τασκένδη - Σαμαρκάνδη
- Σαμαρκάνδη κ Shakhrisabz
- Elliq Qala - Χίβα - Nukus
- Photos Ουζμπεκιστάν
- Λίμνη Αράλη
- Photos Λίμνη Αράλη
- Αράλη-Νούκους
- Τουρκμενιστάν
- Ashgabat
- Photos Τουρκμενιστάν
- Ashgabat και πάλι
- Kow Ata - Mary
- Gonur - Merv
- Αξιολόγηση Τουρκμενιστάν
- Bukhara
- Αξιολόγηση Ουζμπεκιστάν
- Άφιξη Μπισκέκ
- Issyk - Kol
- Issyk Kol - Tamga - Naryn
- Song Kol - Kyzyl Oi
- Susamyr, Toktogul & Arslanbob - Osh
- Τατζικιστάν
- Murgab κ Langar
- Langar - Vrang - Yamchun - Khorog
- Durum Kul - Khorog
- Jizeau
- Κalai Khum
- Dushanbe
- Garm - Jafr - Margeb
- Iskander Kul - Penjikent - Istarashvan
- Αξιολόγηση Κιργιστάν
- Αξιολόγηση Τατζικιστάν
Ημέρα 46: Jizeau
Φύγαμε με την ησυχία μας στις 12 το μεσημέρι μετά από το πρωινάκι του Ινδού, διότι δε θέλαμε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για το τρεκ και να φάμε όλη τη ζέστα στο κεφάλι. Ξέραμε ότι για το τρεκ έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο στο Bargu όπου θα παίρναμε κάποιου είδους "πρωτόγονο τελεφερίκ", αλλά καλού κακού κάναμε στάση στο Yemtz για να ρωτήσουμε. Ένας ευγενέστατος τύπος ονόματι Farhond μας πρότεινε να αφήσουμε το τζιπ μας στο σπίτι του και με αντίτιμο 5€ θα μας πήγαινε αυτός 15 χιλιόμετρα πιο πέρα για να διασχίσουμε το ποτάμι και να ξεκινήσουμε το τρεκ. Το πλεονέκτημα ήταν πως δε θα χρειαζόταν να αφήσουμε το αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά στην κοίτη του ποταμού. Δεχθήκαμε, αλλά πριν αναχωρήσουμε μας πρότεινε να περάσουμε από το σπίτι του και να μας κεράσει ένα τσάι, άλλωστε ακόμη ήταν ψηλά ο ήλιος και παρότι το τρεκ θα ήταν τρίωρο, δε μας πείραζε να ξεκινήσουμε λίγο αργότερα.
Ο Farhond μας κέρασε τσάι και ψωμί με κεράσια, ενώ μας εξιστόρησε και τη ζωή του: Έφυγε λόγω του εμφυλίου και μετανάστευσε στη Ρωσία, κάπου ανάμεσα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, εργαζόμενος ως ξυλουργός. Το 1998, με τη λήξη του εμφυλίου, επέστρεψε. Μας είπε πως "είμασtε ευτυχισμένοι με τον τρόπο που ζούμε. Μπορεί να μην είσαι σαν τη δική σας τη ζωή, αλλά ε'ιμαστε καλά". Μας είπε στα καλούτσικα Αγγλικά του ότι πλην Ρωσίας δεν έχει ταξιδέψει κάπου αλλού, ότι θα μπορούσε να ήθελε να επισκεφθεί το Αφγανιστάν, αλλά "ποιο το νόημα να επισκεφθώ μια χώρα φτωχότερη κι από τη δικιά μου;".
Ξεκινήσαμε και σε λίγα λεπτά ήμασταν στην ξύλινη γέφυρα, δίπλα στην οποία υπήρχε το μη χρησιμοποιούμενο πια φάντασμα του "τελεφερίκ". Ουσιαστικά ήταν ένα καλώδιο που κρεμόταν πάνω από το ποτάμι κι ένα κουβούκλιο που κρεμόταν από αυτό. Συμφωνήσαμε με τον Farhond να έρθει να μας παραλάβει την επομένη στις 12.30 το μεσημέρι και τον αποχαιρετίσαμε, ξεκινώντας το τρεκ των 8 (υποτίθεται) χιλιομέτρων, αφού πρώτα θαυμάσαμε τα φανταστικά χρώματα του ποταμού κι ο Κρεκούζας καταβρόχθισε ένα κρύο μπέργκερ (ειλικρινά δεν ξέρω πώς το κάνει). Ο καιρός ήταν άψογος και το χρώμα του νερού σε προκαλούσε να πηδήξεις μέσα, αλλά εμείς είχαμε τρεκ μπροστά μας.
Και τι τρεκ, πανέμορφο! Αρχικά το μονοπάτι δεν ήταν πολύ ανηφορικό αλλά είχε πολλές πέτρες, κυριολεκτικά βουνά από πλίνθους, κι αρχίσαμε να διασχίζουμε κοιλάδες, να έχουμε θέα των επιβλητικών βουνών και να συνεχίζουμε με καλό ρυθμό και πολύ κέφι, παρότι το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο ανηφορικό. Συνεχίσαμε, φτάσαμε μετά από συνεχή ανάβαση ("κερδίσαμε" περίπου 700 μέτρα σε υψόμετρο) φτάσαμε σε ένα σπιτάκι, το οποίο πιστέψαμε ότι είναι το "κάτω" Jizeau, αφού έτσι κι αλλιώς ξέραμε πως έχει ελάχιστους κατοίκους και πως το συγκεκριμένο μονοπάτι είναι ο μόνος πρόσβασης στο χωριό. Τελικά αποδείχθηκε πως είχαμε άλλο 1,5 χιλιόμετρο ανάβασης μέχρι το "κάτω" χωριό" όπου και φτάσαμε ευτυχείς, για να κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια και για το "πάνω" χωριό. Με εξαίρεση την Α. που είναι ορειβάτης και μας έβαλε τα γυαλιά, οι άλλοι τρεις το βγάλαμε, αλλά κουραστήκαμε.
Το χωριό δεν είχε ρεύμα και... μάλλον ούτε και κατοίκους. Μιλάμε για κάποια φτωχικά σπιτάκια και μερικά μποστάνια, αν και τελικά εμφανίστηκε ένας γαλαζομάτης βοσκός, τον οποίο και ρωτήσαμε αν θα ήθελε να μας φιλοξενήσει. Αρχικά φάνηκε διστακτικός, αλλά όταν του είπαμε πως πρόκειται για ένα μόνο βράδυ, δέχθηκε. Τελικώς φάνηκε πως ο λόγος της διστακτικότητας ήταν μάλλον η έλλειψη φαγητού, δεν ήξεραν οι άνθρωποι αν θα είχαν αρκετό και για μας.
Το σπιτάκι ήταν συμπαθητικό, εμένα μου αρέσει να κοιμάμαι και στα χαλάκια, δεν το έχω και πολύ με τα κρεβάτια και τα στρώματα και κάναμε μια πολύ ωραία βόλτα στο απομονωμένο αυτό χωριό, μέχρι να μας ετοιμάσουν το δείπνο οι άνθρωποι, που αρχικά ήταν ψωμί, μπισκότα , τσάι και καραμέλες... Για μια στιγμή νομίσαμε πως αυτό θα ήταν όλο, αλλά με ανακούφιση διαπιστώσαμε πως στον εξωτερικό τους φούρνο μας ετοίμασαν πατάτες, τις οποίες και τηγάνησαν... κι αυτό ήταν όλο. Δεν είχαν άλλο φαγητό οι άνθρωποι, κι ήταν τόσο ευγενείς, ειδικά η γιαγιούλα που μας σέρβιρε. Ευτυχώς είχαμε δυο κονσέρβες με σαρδέλα και τη βγάλαμε καθαρή. Για ντους φυσικά ο΄τε λόγος, υπήρχε όμως μια υποτυπώδης τούρκικη τουαλέτα σε εξωτερικό παράπηγμα. Πανέμορφος ο ουρανός το βράδυ, σαν πουλάκια κοιμηθήκαμε μετά από αρκετή πάρλα και σόου Κρεκούζα/Τζόρντι για τις πρώην τους, πολύ μου άρεσε το τρεκ.
Φανταστική η διαδρομή με το αυτοκίνητο.
Αρμένικη επίσκεψη κάναμε στον άνθρωπο, πρέπει να κάτσαμε κανένα δίωρο.
Ο άνθρωπος που όταν τρώει μπέργκερ (ακόμη και κρύα), λάμπει. Αντίθετα, μην τον πάτε σε κανένα Ινδικό, θα πεινάσει. Α, και προς Θεού όχι ρίγανη!
Εγκαταλελειμμένο κουβούκλιο "τελεφερίκ". Βασικά ήταν ένα σύρμα πάνω από το ποτάμι το οποίο κάποτε είχε μια μανιβέλα που ένας υπάλληλος χειροκίνητα φρόντιζε ώστε να κινείται το κουβούκλιο. Πλέον, δε χρησιμοποιείται λόγω της νέας γέφυρας.
Να κι η γέφυρα.
Εκπληκτικό χρώμα το νερό.
Και ξεκινάμε το μονοπάτι.
Και συνεχίζουμε.
Το μονοπάτι αυτό (και μέχρι πρότινος το κουβούκλιο) είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του χωριού με τον έξω κόσμο. Το χειμώνα δεν ξέρω τι κάνουν.
Την άνοιξη πάντως τα τοπία είναι πανέμορφα κι ο καιρός ιδανικός.
Μετά από μιάμιση ώρα, πετύχαμε κι έναν άνθρωπο.
Βουαλά και το κάτω χωριό.
Συνθήκες άλλων εποχών.
Αφήσαμε το κάτω χωριό και πήγαμε στο πάνω.
Εκείνο το σπιτάκι σηματοδοτούσε τα όρια του πάνω χωριού, πάνω που αρχίσαμε να αμφισβητούμε την ύπαρξή του.
Ορίστε, φτάσαμε.
Κι ο κυριούλης στους συγγενείς του οποίου μείναμε.
Ό,τι είχε μας σέρβιρε η γιαγιάκα.
Και μας έβαλαν κι ένα ταψί πατάτες.
Η λίμνη απο ψηλά. Κάπου εκεί τους πρόλαβα και είπαμε ας κάνουμε γρήγορα και να κατεβούμε.
Ωραίος αριθμός...
Μα πόσο χαρούμενα με το τίποτα και πολυ χαμογελαστά παιδάκια ήταν!!! Παράλληλα και πολυ ντροπαλά με τους αξύριστους τουρίστες!
Βγάλαμε και μια πανοραμική.
Αυτό που φαινόταν ως παραλία ήταν απλά πάγος, ή κρυσταλλωμένη υγρασία και ήταν εξαιρετικά σκληρή και επικίνδυνη επιφάνεια.
Και οι αφεντιές μας γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση για ακόμη ένα άθλο που βγάλαμε εις πέρας.
Φύγαμε με την ησυχία μας στις 12 το μεσημέρι μετά από το πρωινάκι του Ινδού, διότι δε θέλαμε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για το τρεκ και να φάμε όλη τη ζέστα στο κεφάλι. Ξέραμε ότι για το τρεκ έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο στο Bargu όπου θα παίρναμε κάποιου είδους "πρωτόγονο τελεφερίκ", αλλά καλού κακού κάναμε στάση στο Yemtz για να ρωτήσουμε. Ένας ευγενέστατος τύπος ονόματι Farhond μας πρότεινε να αφήσουμε το τζιπ μας στο σπίτι του και με αντίτιμο 5€ θα μας πήγαινε αυτός 15 χιλιόμετρα πιο πέρα για να διασχίσουμε το ποτάμι και να ξεκινήσουμε το τρεκ. Το πλεονέκτημα ήταν πως δε θα χρειαζόταν να αφήσουμε το αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά στην κοίτη του ποταμού. Δεχθήκαμε, αλλά πριν αναχωρήσουμε μας πρότεινε να περάσουμε από το σπίτι του και να μας κεράσει ένα τσάι, άλλωστε ακόμη ήταν ψηλά ο ήλιος και παρότι το τρεκ θα ήταν τρίωρο, δε μας πείραζε να ξεκινήσουμε λίγο αργότερα.
Ο Farhond μας κέρασε τσάι και ψωμί με κεράσια, ενώ μας εξιστόρησε και τη ζωή του: Έφυγε λόγω του εμφυλίου και μετανάστευσε στη Ρωσία, κάπου ανάμεσα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, εργαζόμενος ως ξυλουργός. Το 1998, με τη λήξη του εμφυλίου, επέστρεψε. Μας είπε πως "είμασtε ευτυχισμένοι με τον τρόπο που ζούμε. Μπορεί να μην είσαι σαν τη δική σας τη ζωή, αλλά ε'ιμαστε καλά". Μας είπε στα καλούτσικα Αγγλικά του ότι πλην Ρωσίας δεν έχει ταξιδέψει κάπου αλλού, ότι θα μπορούσε να ήθελε να επισκεφθεί το Αφγανιστάν, αλλά "ποιο το νόημα να επισκεφθώ μια χώρα φτωχότερη κι από τη δικιά μου;".
Ξεκινήσαμε και σε λίγα λεπτά ήμασταν στην ξύλινη γέφυρα, δίπλα στην οποία υπήρχε το μη χρησιμοποιούμενο πια φάντασμα του "τελεφερίκ". Ουσιαστικά ήταν ένα καλώδιο που κρεμόταν πάνω από το ποτάμι κι ένα κουβούκλιο που κρεμόταν από αυτό. Συμφωνήσαμε με τον Farhond να έρθει να μας παραλάβει την επομένη στις 12.30 το μεσημέρι και τον αποχαιρετίσαμε, ξεκινώντας το τρεκ των 8 (υποτίθεται) χιλιομέτρων, αφού πρώτα θαυμάσαμε τα φανταστικά χρώματα του ποταμού κι ο Κρεκούζας καταβρόχθισε ένα κρύο μπέργκερ (ειλικρινά δεν ξέρω πώς το κάνει). Ο καιρός ήταν άψογος και το χρώμα του νερού σε προκαλούσε να πηδήξεις μέσα, αλλά εμείς είχαμε τρεκ μπροστά μας.
Και τι τρεκ, πανέμορφο! Αρχικά το μονοπάτι δεν ήταν πολύ ανηφορικό αλλά είχε πολλές πέτρες, κυριολεκτικά βουνά από πλίνθους, κι αρχίσαμε να διασχίζουμε κοιλάδες, να έχουμε θέα των επιβλητικών βουνών και να συνεχίζουμε με καλό ρυθμό και πολύ κέφι, παρότι το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο ανηφορικό. Συνεχίσαμε, φτάσαμε μετά από συνεχή ανάβαση ("κερδίσαμε" περίπου 700 μέτρα σε υψόμετρο) φτάσαμε σε ένα σπιτάκι, το οποίο πιστέψαμε ότι είναι το "κάτω" Jizeau, αφού έτσι κι αλλιώς ξέραμε πως έχει ελάχιστους κατοίκους και πως το συγκεκριμένο μονοπάτι είναι ο μόνος πρόσβασης στο χωριό. Τελικά αποδείχθηκε πως είχαμε άλλο 1,5 χιλιόμετρο ανάβασης μέχρι το "κάτω" χωριό" όπου και φτάσαμε ευτυχείς, για να κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια και για το "πάνω" χωριό. Με εξαίρεση την Α. που είναι ορειβάτης και μας έβαλε τα γυαλιά, οι άλλοι τρεις το βγάλαμε, αλλά κουραστήκαμε.
Το χωριό δεν είχε ρεύμα και... μάλλον ούτε και κατοίκους. Μιλάμε για κάποια φτωχικά σπιτάκια και μερικά μποστάνια, αν και τελικά εμφανίστηκε ένας γαλαζομάτης βοσκός, τον οποίο και ρωτήσαμε αν θα ήθελε να μας φιλοξενήσει. Αρχικά φάνηκε διστακτικός, αλλά όταν του είπαμε πως πρόκειται για ένα μόνο βράδυ, δέχθηκε. Τελικώς φάνηκε πως ο λόγος της διστακτικότητας ήταν μάλλον η έλλειψη φαγητού, δεν ήξεραν οι άνθρωποι αν θα είχαν αρκετό και για μας.
Το σπιτάκι ήταν συμπαθητικό, εμένα μου αρέσει να κοιμάμαι και στα χαλάκια, δεν το έχω και πολύ με τα κρεβάτια και τα στρώματα και κάναμε μια πολύ ωραία βόλτα στο απομονωμένο αυτό χωριό, μέχρι να μας ετοιμάσουν το δείπνο οι άνθρωποι, που αρχικά ήταν ψωμί, μπισκότα , τσάι και καραμέλες... Για μια στιγμή νομίσαμε πως αυτό θα ήταν όλο, αλλά με ανακούφιση διαπιστώσαμε πως στον εξωτερικό τους φούρνο μας ετοίμασαν πατάτες, τις οποίες και τηγάνησαν... κι αυτό ήταν όλο. Δεν είχαν άλλο φαγητό οι άνθρωποι, κι ήταν τόσο ευγενείς, ειδικά η γιαγιούλα που μας σέρβιρε. Ευτυχώς είχαμε δυο κονσέρβες με σαρδέλα και τη βγάλαμε καθαρή. Για ντους φυσικά ο΄τε λόγος, υπήρχε όμως μια υποτυπώδης τούρκικη τουαλέτα σε εξωτερικό παράπηγμα. Πανέμορφος ο ουρανός το βράδυ, σαν πουλάκια κοιμηθήκαμε μετά από αρκετή πάρλα και σόου Κρεκούζα/Τζόρντι για τις πρώην τους, πολύ μου άρεσε το τρεκ.
Φανταστική η διαδρομή με το αυτοκίνητο.
Αρμένικη επίσκεψη κάναμε στον άνθρωπο, πρέπει να κάτσαμε κανένα δίωρο.
Ο άνθρωπος που όταν τρώει μπέργκερ (ακόμη και κρύα), λάμπει. Αντίθετα, μην τον πάτε σε κανένα Ινδικό, θα πεινάσει. Α, και προς Θεού όχι ρίγανη!
Εγκαταλελειμμένο κουβούκλιο "τελεφερίκ". Βασικά ήταν ένα σύρμα πάνω από το ποτάμι το οποίο κάποτε είχε μια μανιβέλα που ένας υπάλληλος χειροκίνητα φρόντιζε ώστε να κινείται το κουβούκλιο. Πλέον, δε χρησιμοποιείται λόγω της νέας γέφυρας.
Να κι η γέφυρα.
Εκπληκτικό χρώμα το νερό.
Και ξεκινάμε το μονοπάτι.
Και συνεχίζουμε.
Το μονοπάτι αυτό (και μέχρι πρότινος το κουβούκλιο) είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του χωριού με τον έξω κόσμο. Το χειμώνα δεν ξέρω τι κάνουν.
Την άνοιξη πάντως τα τοπία είναι πανέμορφα κι ο καιρός ιδανικός.
Μετά από μιάμιση ώρα, πετύχαμε κι έναν άνθρωπο.
Βουαλά και το κάτω χωριό.
Συνθήκες άλλων εποχών.
Αφήσαμε το κάτω χωριό και πήγαμε στο πάνω.
Εκείνο το σπιτάκι σηματοδοτούσε τα όρια του πάνω χωριού, πάνω που αρχίσαμε να αμφισβητούμε την ύπαρξή του.
Ορίστε, φτάσαμε.
Κι ο κυριούλης στους συγγενείς του οποίου μείναμε.
Ό,τι είχε μας σέρβιρε η γιαγιάκα.
Και μας έβαλαν κι ένα ταψί πατάτες.
Η λίμνη απο ψηλά. Κάπου εκεί τους πρόλαβα και είπαμε ας κάνουμε γρήγορα και να κατεβούμε.


Ωραίος αριθμός...

Μα πόσο χαρούμενα με το τίποτα και πολυ χαμογελαστά παιδάκια ήταν!!! Παράλληλα και πολυ ντροπαλά με τους αξύριστους τουρίστες!

Βγάλαμε και μια πανοραμική.

Αυτό που φαινόταν ως παραλία ήταν απλά πάγος, ή κρυσταλλωμένη υγρασία και ήταν εξαιρετικά σκληρή και επικίνδυνη επιφάνεια.



Και οι αφεντιές μας γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση για ακόμη ένα άθλο που βγάλαμε εις πέρας.


