themischar
Member
- Μηνύματα
- 512
- Likes
- 4.878
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 1η μέρα (Marrakech)
- 1η μέρα (συνέχεια)
- 2η μέρα (στην παλιά και στην νέα πόλη)
- 2η μέρα (συνέχεια)
- 2η μέρα (συνέχεια)
- 2η μέρα (συνέχεια)
- 2η μέρα (συνέχεια)
- 3η μέρα (Marrakech - Skoura & 238 Km)
- 3η μέρα (συνέχεια)
- 3η μέρα (συνέχεια)
- 4η μέρα (Skoura - Merzouga & 363 Km)
- 4η μέρα (συνέχεια)
- 4η μέρα (συνέχεια)
- 5η μέρα (ασκόπως τριγύρω και ακολουθεί Camel Trek 😂 )
- 5η μέρα (συνέχεια)
- 6η ημέρα (Camp + Merzouga - Fès & 470 Km)
- 6η μέρα (συνέχεια)
- 6η μέρα (συνέχεια)
- 7η ημέρα (Fès ολημερίς, τι άλλο μπορεί να θες ?)
- 7η μέρα (συνέχεια)
- 7η μέρα (συνέχεια)
- 8η ημέρα, (Fès - Meknes - Volubilis - Chefchaouen & 264 Km)
- 8η ημέρα, (συνέχεια)
- 8η ημέρα, (συνέχεια)
- 8η ημέρα, (Chefchaouen, το μπλε μαργαριτάρι !)
- 8η ημέρα, (συνέχεια)
- 9η μέρα (Chefchaouen - Rabat και 278 χλμ)
- 9η ημέρα, (Rabat)
- 9η ημέρα, (συνέχεια)
- 10η μέρα ( Rabat - Essaouira & 455 Km )
- 10η μέρα (συνέχεια)
- 10η μέρα (Essaouira)
- 10η μέρα (συνέχεια)
- 11η μέρα (Essaouira - Marrakech & 177 Km)
- 11η μέρα (συνέχεια)
Με την πρόταση << Πόσο άλλο να καθίσουμε εδώ πέρα>>
πληρώσαμε τον λογαριασμό και πάμε για να βγούμε, τρόπος του λέγειν, γιατί η πόρτα που άνοιγε προς τα έξω (και πολύ σωστά) ήθελε δύναμη ή καλυτέρα πολύύύ δύναμη εξ´αιτίας του αέρα που δεν σ´άφηνε.
Γελάσαμε με το γεγονός αλλά μόλις βγήκαμε και ¨φάγαμε¨ την αμμοβολή σε όλο το είναι μας τότε το χαμόγελό μας κόπηκε μονομιάς. Τό ίδιο πάθαμε και με το άνοιγμα των θυρών του αυτοκινήτου και μέχρι να μπούμε γέμισε όλο με ζεστούς καφεκίτρινους κόκκους.
Εντάξει, σιγά το θέμα, στο Kasbah θα γυρνούσαμε για να ετοιμαστούμε για το Camel Trek που ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει στις 18:00.
Οι καμηλιέρηδες, ως καθαρόαιμοι επαγγελματίες, έχουν πιάσει θέση έξω από τα kasbah και είναι πανέτοιμοι να κάνουν την μικρή βόλτα, στους γύρω αμμόλοφους, μαζί με αυτούς που θα το έχουν επιλέξει.
Ο άδειος αμμόδρομος που μας οδηγούσε στο Kasbah φαινόταν, μπροστά μας, αφού ό ογκος του απλωμένου κτίσματος έκοβε άνετα τώρα την αμμοθύελα.
Ακολουθήσαμε κατά γράμμα τις κινήσεις που, συνήθως, κάνουμε όταν έχουμε προγραμματίσει μεταμεσονύκτιο beach party και ετοιμαστήκαμε με χάρη και άνεση χρόνου.
Κλειστά παπούτσια (εκείνα ντε, τα boat shoes) με καλτσούλες, μακρύ και φαρδύ παντελόνι,tshirt, μακρύ λινό πουκάμισο, από 1 L νερό και βεβαίως τα λίαν απαραίτητα, του καθενός, χωμένα σε ένα σακκίδιο πλάτης και βούρ.
Τι βουρ, δηλαδή, μέχρι τη Reception θα πηγαίναμε όπου και ήταν ο χώρος συνάντησης.
Όταν φθάσαμε στο χώρο της Reception επικρατούσε οχλαγωγία και αμέσως καταλάβαμε το τι συνέβαινε. Μόλις είχε καταφθάσει ένα γκρουπ με Γιαπωνέζους.
Κάνοντάς τους χάζι πως πηγαινοερχόντουσαν, πήγαιναν άφηναν τα πολυάριθμα μπαγάζια τους σε δωμάτια και γυρνούσαν με ένα είδους σακ βουαγιαζ.
Τότε αντιληφθήκαμε πως θα τους είχαμε παρέα μας από δω και πέρα.
Ο συντονιστής του Kasbah μας ενημέρωσε πως τα 4Χ4 αυτοκίνητά τους ήταν έτοιμα και μας περιμένουν στον εξωτερικό χώρο στάθμευσης για να μας μεταφέρουν στο σημείο εκείνο της ερήμου όπου θα συναντήσουμε την ομάδα των οδηγών και τις καμήλες.
Επιβιβαστήκαμε όλοι και τα 4Χ4 τζιποειδή ξεχύθηκαν στην άμμο τόσο φουριόζικα που σήκωσαν δίνη πίσω τους εμπλουτίζοντας κι´άλλο την βεβαρημένη ατμόσφαιρα.
Σε χρόνο dt διάνυσαν τα περίπου πέντε χιλιόμετρα απόστασης και βρεθήκαμε στο ¨φιλόξενο¨ περιβάλλον μιας μικρής όασης. Μας ΅άδειασαν¨ στα γρήγορα και ένα από τα 4Χ4 συνέχισε, σβέλτα, προς το Camp μεταφέροντας πρόσθετο προσωπικό και όλα όσα είχαν προβλέψει για το δείπνο κ.λπ και τα υπόλοιπα γύρισαν προς τα πίσω.
Εκεί μας περίμεναν στωικά οδηγοί και καμήλες στους + 40 ° C για να ξεκινήσουμε το, και δικό μας, Camel Trek.

Όχι, αλλά ας έκαναν αλλιώς, άν μπορούσαν ! ! !
<< Τι αρέσει σε μια καμήλα ; Απολύτως τίποτα φαντάζομαι.
Δεν της αρέσει η άμμος που τη γδέρνει, ούτε ο ήλιος που την ψήνει, ή το νερό που πίνει σαν αλκοολικός που απείχε για καιρό από το οινόπνευμα. Δεν της αρέσει να κάθεται κάτω, παίζοντας τα ματόκλαδα σαν στάρλετ. Ούτε να στέκεται όρθια, βαρυγκωμώντας με οργή και αγανάκτηση προσπαθώντας να κουμαντάρει τα εφηβικά της μέλη. Ούτε οι συντρόφισσές της οι άλλες κάμηλες, προς τις οποίες δείχνει την περιφρόνηση μιας πλούσιας κληρονόμου που αναγκάζεται να ταξιδέψει σε οικονομική θέση. Ούτε οι άνθρωποι που την έχουν σκλαβώσει. Ούτε η ωκεανία μονοτονία των αμμόλοφων. Ούτε το άγευστο χορτάρι που μασουλίζει και μασουλίζει και ξαναμασουλίζει βαρύθυμα, παλεύοντας να το χωνέψει. Ούτε η κολασμένη μέρα. Ούτε η παραδεισένια νύχτα. Ούτε το ηλιοβασίλεμα. Ούτε η ανατολή. Ούτε ο ήλιος, το φεγγάρι η τα αστέρια.>>
(Απόσπασμα, απο το βιβλίο «ΠΛΗΝ” του Άντριου Σων Γκριέρ).
Οι προετοιμασίες δίνουν και παίρνουν με επαγγελματικό και επιδεικτικό τρόπο, όπως αυτή του Hakim που θα δέσει το τουρμπάνι του με την βοήθεια του ανέμου.
Μας χωρίζουν πρώτα κατά σωματότυπο που θα ταιριάξει με την τάδε ή δείνα καμήλα και μετά θα ακολουθήσει το δέσιμο των καμηλών με τον γνωστό του ο καθένας μπρος πίσω.
Όλοι μα όλοι γελούσαν μέχρι να τελειώσει το σκηνικό με τις καμήλες, δεν ήθελε τον κόπο αλλά τον τρόπο !
Σε κάποιες καμήλες, που ήταν χωιρς αναβάτες, έχουν φορτώσει, νερό, κουβέρτες και ό, τι άλλο έκριναν ως χρειαζούμενο για το αποψινό Camel Trek.
Η πρώτη ομάδα, που θα προπορευθεί, είναι έτοιμη για αναχώρηση. Ο συντονισμός των οδηγών μας ήταν αποτελεσματικός και όπως μονολόγησε, η φάτσα, ο Hakim ο ερχομός του Γιαπωνέζικου γκρουπ τους έδωσε μεγάλη ικανοποίηση.
Από τη μια άκρη του καραβανιού ως την άλλη οι Βέρβεροι οδηγοί πότε-πότε συνομιλούν και κρυφογελούν πονηρά, δεν είναι αποδεκτό αλλά το καταπίνεις μη μπορώντας να το ξεπεράσεις διαφορετικά.
Γνωρίζαμε, εκ των προτέρων, πως η διαδρομή που ακολουθούμε θα μας οδηγήσει στο Camp τους, που είναι σε μια μικρή όαση στη μέση των αμμόλοφων της έρημου Erg Chebbi. Και παρά τις ερωτήσεις που, από την αρχή, έγιναν για το πόση ώρα θα κάνουμε δε μας το είχαν ειπεί.
Ό,τι περνάει από το χέρι των οδηγών, όπως εξηγήσεις για το παραμικρό ερώτημα -τους βλέπεις- προσπαθούν και το κάνουν. Εκεί που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα είναι για την βελτίωση των καιρικών συνθηκών που ολοένα ζωηρεύουν λες και δεν μας θέλουν στην ευρύτερη παρέα τους.
Από το δίδυμο των οδηγών μας, ο Hakim, το είχαμε καταλάβει ήδη, αν και ξυπόλυτος ήταν ποιό τσίφτης από τον Ali.
Μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε και εκτέλεσε και χρέη φωτογράφου κατά την διάρκεια της διαδρομής για όλη την ομήγυρη πριν προλάβει κάποιος να του το ζητήσει. Eίναι ολοφάνερο πως ἐπαιζε το θέμα στα δάκτυλα γιατί προσδοκούσε στο μπαξίσι που όπως είδαμε (ιδίοις όμασι) πήγε σύννεφο (μόνο ο πιτσιρίκος που ήταν αγκαλιά με τον πατέρα του, δεν έδωσε το κάτι τις του) !

Άκουσον, άκουσον είχαν φτιάξει και ύμνο για την αφεντιά τους, που τον βροντοφώναζαν όταν δεν συνομιλούσαν με κάποιον. Έτσι απάγγελναν τα ακαταλαβίστικα λόγια και παρακινούσαν μετά τους φιλοξενούμενούς τους ολοένα με το τσίγκλισμα ’’Afrika’’,’’Afrika’’ ώστε να το αναπαραγάγουν, ρυθμικά, όλοι μαζί τους.
«Αχ, αυτοί οι καμηλέρηδες, δεν έχουν ταίρι».
Όταν ο ουρανός κατάφερε και άνοιξε λίγο, (είχαμε αποδεχθεί πλήρως τη μοίρα μας, ηλιοβασίλεμα δεν πρόκειται να δούμε όπως και το βράδυ έναστρο ουρανό) είχε περάσει ήδη μια ώρα, όταν οι οδηγοί αποφάσισαν να σταματήσουμε για να ξεκουραστούν όσοι ένιωθαν ήδη κάπως άβολα !
Για τους πεζώ 2, δεν συνέτρεχε τέτοιος λόγος, ας όψονται τα δεκάδες χιλιάδες χλμ που έχουμε διανύσει με τις κατά καιρούς Moto μας.
Δεν παραλείψαμε να βάλουμε, κατά βούληση πάντα, και ένα δικό μας λιθαράκι ίσως πράγματι στη μέση του πουθενά.
Και την ώρα που είχα πέσει στα γόνατα για να αποθανατίσω, με τον μοναδικό μου τρόπο, την κορφή του αμμόλοφου, που τον είχα πλησιάσει τρέχοντας, ακούσθηκε η φωνή της <<Γύρνααα, ξεκινάμε>>.
Ένα ακόμη άπιαστο κλικ και κατηφόρησα σεινάμενος κουνάμενος για να μην γίνω, εγώ, αιτία κάποιας καθυστέρησης.
Φτάνουμε σε έναν ακόμη αμμόλοφο και σηκώνεται κουρνιαχτός, μια δίνη χρυσαφένια και τα πρόσωπα των περισσοτέρων βρίσκονται σφιχταγκαλιασμένα μέσα στα κάθε λογής σκουφιά και μαντίλια.
Ωστόσο, το δειλινό που υπολογίζαμε να’χουμε πάνω στις καμήλες διαβαίνοντας τους χρυσίζοντες αμμόλοφους δεν ήρθε ποτέ. Μια θολούρα και η αυξομειούμενη αμμοβολή, όλη την ώρα, ήταν η παρέα μας από πλευράς των καιρικών φαινομένων.
Ο ρυθμός πορείας του ¨καραβανιού¨ είναι αντιληπτό πως έχει μειωθεί και ο λόγος είναι ένας, έχει σκάσει μύτη το Camp που πότε το βλέπουμε και πότε το χάνουμε στα σκαμπανεβάσματα πάνω στα αχαρτογράφητα μονοπάτια του αμμόλοφου.
Δεν απέχουμε πλέον και πολύ από το Camp, όλοι οι χώροι που το απαρτίζουν είναι σχεδόν ευδιάκριτοι.
Πλάκα στην πλάκα γυρνοβολούσαμε, ανά τους αμμόλοφους και τις μικροοάσεις, δυό ωρίτσες και δικαιολογημένα κάποιοι δεν ξεπέζευαν όχι βέβαια γιατί δεν το ήθελαν αλλά γιατί είχαν πιαστεί και δεν το μπορούσαν.
Σαφέστατα δε μετράω, σ´αυτούς, τον μικρούλη κι ας δείχνει τόσο μουτρωμένος, κάτι άλλο μάλλον του συνέβαινε ! ! !
Η προπορευόμενη υποομάδα έφθασε πρώτη, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς και οι καμήλες που τους μετέφερε ήδη αναπαύονταν όπως αυτές, και μόνον αυτές, ξέρουν.
Το Camp (κατασκήνωση) βρισκόταν σε μια μικρή όαση.
Στρατηγικά τοποθετημένο, καλά φωλιασμένο, ανάμεσα σε σχετικά μικρού υψόμετρου αμμόλοφους έχοντας τις σκηνές με τα διπλοκρέβατα σε κυκλική μορφή.
Επίσης, στην μια άκρη του Camp υπήρχε ειδική σκηνή με όλο τον προβλεπόμενο σύγχρονο εξοπλισμο που απαιτούνταν για W.C κ.λπ
Η λευκή, μεγάλη, σκηνή ήταν χώρος αποθήκευσης, μαγειρείο και ο χώρος εστίασης.
Τα ένθερμα καλωσορίσματα, υπό το φως που χανόταν, έδιναν και έπαιρναν, χωριστά για τον καθένα, από τους οικοδεσπότες και οφείλω να ομολογήσω πως αυτό ήταν πάρα πολύ φιλικό και σε προδιέθετε με τον καλύτερο τρόπο ύστερα από την δυό ωρών διάρκειας ¨κούνια μπέλα¨
Οι σκηνές, μεγάλες και ευρύχωρες, ήταν ιδιοκατασκευές με ¨σταθερά¨ όσο γινόταν εξαρτήματα και έδεναν μεταξύ τους για μεγαλύτερη αντοχή, με έναν περίτεχνο τρόπο με φανερό όμως στόχο την αποφυγή παρατράγουδων σε μια ενδεχόμενη κακοκαιρία.
Είχαν κρεμασμένους πάρα πολλούς μπερντέδες τόσο για την στοιχειώδη ηχομόνωση όσο και για τον περιορισμό της περιρρέουσας αμμόσκονης.
Το διπλοκρέβατο που ήταν καταμεσίς μαζί με τα στρωσίδια του έκαναν τη δουλειά τους και με το παραπάνω (ειδικά για όσους γνωρίζουν από camping, εύκολα θα ομολογούσαν το <<Πω, πω, λες και είναι βγαλμένα από τον παράδεισο>>, άάά να τα λέμε κι´αυτά).
Κουτσά στραβά φαίνεται πως όλοι οι συνταξιδιώτες μας έχουν καταφέρει να τακτοποιηθούν και ήδη μερικοί από αυτούς βρίσκονται έξω από τις σκηνές τους και έχουν στήσει κουβεντολόι.
Για ζέστη, θα μιλήσω τώρα, είναι μόνον στους +42° C και θα αργήσουμε κατά πως δείχνουν τα πράγματα να ξαναμιλήσουμε πάλι γι´αυτήν εκτός κι´αν αλλάξει δραματικά κάτι.
Το σκοτάδι έχει κάνει την εμφανισή του για τα καλά στο Camp και τα πεινασμένα τιτιβίσματα που ακούγονταν αντί να δυναμώσουν και να γίνουν φωνές ξάφνου σταμάτησαν όταν από κάπου στο βάθος ακουγόταν δυνατά ένα καμπανάκι που το κουνούσε μια διαγραφόμενη ανθρώπινη σκιά και μας καλούσε για δείπνο φωνάζοντας και επαναλαμβάνοντας με ρυθμικό τρόπο.
Η μεγάλη ευρύχωρη σκηνή είναι χωρισμένη στα δύο και στον περιορισμένης ορατότητας ζεστό χώρο της ¨τραπεζαρίας¨ καθήσαμε κάπως προσεκτικά. Πολύ γρήγορα αντιληφθήκαμε πως η Γιαπωνέζικη παρέα θα δειπνούσε κάτι ξεχωριστό από όλους τους άλλους αφού τα γνωστά chopstics bamboo -αντί για μαχαιροπήρουνα- ήταν μπροστά τους πάνω στο τραπέζι. Προφανές το ότι είχαν δώσει από πριν την παραγγελιά .
Χωρίς πολλά-πολλά τελειώσαμε και βγαίνοντας έξω από τον χώρο εστίασης μας περίμενε και από μια φρεσκοσερβιρισμένη μέντα !
Διασκορπιστήκαμε άνετα όλοι ανάμεσα στους αμμόλοφους αλλά παράλληλα αδημονούσαμε κιόλας για τη συνέχεια της βραδιάς που μας είχαν προ πολλού προϊδεάσει, πως θα υπήρχε μια παράσταση που θα ήταν κάτι το εντελώς ξεχωριστό.
Και κάπου εδώ, διαπιστώσαμε πως το μεροκάματο μπορεί να μην καλοβγαίνει αν δεν είσαι πολυπράγμων, μιας και οι οδηγοί μας ήταν αυτοί που μας καλούσαν να προσεγγίσουμε προς τη φωτιά που είχαν ανάψει σε ασφαλές σημείο και είχαν αναλάβει να μας μυήσουν στον παραδοσιακό μουσικό καμβά της χώρας τους.
Τα όργανα που έπαιζαν ήταν κρουστά, τα εξής έξι: Ρεκ (μικρό χειροπιαστό τύμπανο με κύμβαλα), Τάμπλα (Ντιρμπέκι), Ταμπλ Μπάλαντι (Νταούλι), Νταφ (κοινό Τύμπανο), Σαγκάτ (Χάλκινα Ζήλια) και Qraqeb (μεγάλο σιδερένιο όργανο, που μοιάζει κυρίως με καστανέτ).
Ήταν, με λίγα λόγια, μια μπάντα κρουστών με άναρχα φωνητικά.
Εν τέλει όμως έναν ενθουσιασμό και κέφι, έστω με κόπο, κατάφεραν και έβγαλαν.
Πλησιάζοντας, προς τη φωτιά που ολοένα θέριευε, είδαμε και κάποιους να έχουν πιάσει επίκαιρη θέση και άλλους να είναι αλάργα στην πλαγιά του κοντινού αμμόλοφου.
Καθήσαμε γύρω από τη φωτιά. Όχι αναπαυτικά, αλλά καθήσαμε.
Ο σωρός με τα ξύλα τριζοβολούσε, άρχιζε να καπνίζει και, για μια στιγμή ξεπήδησε μια γαλάζια φλογίτσα, μετά μία κόκκινη, ξανά άλλη μία λάμψη.
Καποιοι βγάλανε τσιγάρα και τα στριφογύριζαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους ανυπομονώντας πότε θα’ναι κατάλληλη η ώρα να τα ανάψουν.
Οι ρυθμικοί ήχοι από τους ¨οργανοπαίχτες¨ έχουν ξεσηκώσει αρκετούς για έναν χορό που μετά βίας πασχίζουν να μάθουν και εναγωνίως να εναρμονίσουν την κορμοστασιά τους αντιγράφοντας, χωρίς ντροπή, το λίκνισμα του επικεφαλής.
Η ώρα περνούσε ευχάριστα. Στο διάλειμμα, ναι είχε και τέτοιο, μας έδωσαν με σειρά από κάποιο μουσικό όργανο να το περιεργαστούμε. Η προσπάθεια που καταβάλαμε να χτυπήσουμε με κάποιο υποτυπώδες τέμπο, ειδικά, το Qraqeb αποδείχθηκε πέρα για πέρα ατζαμίδικη (κάτι σαν το ανεπἰδεκτης μαθήσεως).
Αργότερα, όταν άρχισαν οι αποχωρήσεις με τις υποκλίσεις και τα ευχαριστώ, αποφασίσαμε να αφήσουμε άλλους τελευταίους να τα βγάλουν πέρα με τον ίστρο του ομηλητή, ο οποίος ταυτόχρονα είχε σκαλίσει τη φωτιά για να καούν πιο γρήγορα και τα εναπομείναντα στον κάδο.
Ήταν απρόσμενα υπέροχα και διακριτικά αποσυρθήκαμε στην μικρή κορυφή του διπλανού αμμόλοφου.
Αράξαμε πάνω στην παχιά και ζεστή άμμο, με πλάτη προς το φως της φωτιάς που δεν έλεγε να σβήσει κοιτάζοντας στον ορίζοντα τον ουρανό που αν και το χρώμα του είχε σχεδόν όλες τις αποχρώσεις του μπλε εξακολουθούσε να έχει εκείνη την θολούρα που δεν σου επέτρεπε να δεις αστέρια κι᾽αστεράκια.
Αυτά, παρεπιπτόντως, τα έφτιαχναν τα μάτια μας από την προσπάθεια που έκαναν για να τα εντωπίσουν κάπου εκεί ψηλά.