delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28
- Κεφάλαιο 29
- Κεφάλαιο 30
- Κεφάλαιο 31
- Κεφάλαιο 32
- Κεφάλαιο 33
- Κεφάλαιο 34
- Κεφάλαιο 35
- Κεφάλαιο 36
Μιλώντας με τον Ματ, τον συμπαθέστατο ιδιοκτήτη του ξενώνα στον οποίο έμεινα στην Κότα Μπάρου, τον ρώτησα πώς και στο hostelworld.com υπάρχουν μόλις πέντε επιλογές καταλυμάτων στην πόλη, σε μία πόλη παρακαλώ στην οποία υπάρχουν τουλάχιστον 40 ξενοδοχεία, όλων των κατηγοριών. Η απάντησή του λογική, και άμεσα συνδεδεμένη με το σχόλιο του babaduma...
Η συντριπτικ(ότατ)ή πλειοψηφία όσων επισκέπτονται την Κότα Μπάρου είναι Μαλαισιανοί, οι οποίοι δε χρησιμοποιούν ιστοσελίδες σαν το hostelworld.com, το hostelbookers.com, ή το hostels.com. Αυτές τις ιστοσελίδες τις χρησιμοποιούμε εμείς, οι ξένοι, κατά κανόνα backpackers, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό μας δεν επισκεπτόμαστε την Κότα Μπάρου για να... επισκεφτούμε την Κότα Μπάρου, παρά απλά για να “σπάσουμε” τη διαδρομή από την Ταϊλάνδη στα Perhentian, από τα Perhentian προς την Ταϊλάνδη, ή από την Κουάλα Λούμπουρ προς τα Perhentian.
Όταν πήγα στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό (Wakaf Bharu, έξι χιλιόμετρα από την Κότα Μπάρου) για να υποδεχθώ τη φίλη μου, τρεις μεγάλες παρέες ξένων που επέβαιναν στο ίδιο τρένο από Κουάλα Λούμπουρ, με το που κατέβηκαν, έκαναν παζάρια με οδηγούς ταξί για να πάνε απευθείας από τον σταθμό στο λιμάνι από το οποίο παίρνει κανείς πλοιάριο για τα Perhentian, θέλοντας να παρακάμψουν τελείως την Κότα Μπάρου.Προσωπικά, στην Κότα Μπάρου θα ξαναπήγαινα. Στα Perhentian, μμμμμ..., δεν είμαι τόσο βέβαιος...
“Εμφανισιακά”, τα νησιά (δύο είναι, το “Μικρό” και το “Μεγάλο”) σε κερδίζουν πριν ακόμα πατήσεις πάνω τους, όπως πλησιάζεις με τη βάρκα από Κουάλα Μπεσούτ. Καταπράσινα, συνδυασμός κοκοφοίνικων και λοιπών εξωτικών δέντρων, καλαίσθητα (τα περισσότερα) ξύλινα (κατά κανόνα) καταλύματα μπολιασμένα μέσα στην πυκνή βλάστηση, πολύχρωμα πλοιάρια, αμμουδερή παραλία, και μυρωδιά αντηλιακού. Αυτά σε “καλωσορίζουν” στο μικρό Perhentian, πριν ακόμα πατήσεις το πόδι σου στην αποβάθρα. Σε πέντε λεπτά ήμασταν στο πάμφθηνο “σαλέ” μας (50 ρίνγκιτ η βραδιά, 12-13 ευρώ).
Πέντε λεπτά περπάτημα προς τα ανατολικά, κι είσαι ήδη στην άλλη πλευρά του νησιού, στη “Μεγάλη Παραλία”, την οποία για να μη λατρέψει κάποιος νομίζω ότι πρέπει να είναι δέκα φορές πιο στριφνός ακόμα κι από εμένα (“στριφνός” είναι ένα από τα μεσαία ονόματά μου). Λεπτή λευκή άμμος, πεντακάθαρα τιρκουάζ νερά, κοκοφοίνικες σαν backdrop, ούτε υποψία κύματος, α-πό-λαυ-ση σκέτη... Κι αν πας στη βόρεια άκρη τής παραλίας, σε απόσταση περίπου 20 μέτρα από την ακτή (όπου ακόμα “πατώνεις” αν είσαι πάνω από 1,60), αν βάλεις το κεφάλι σου στο νερό και ανοίξεις τα μάτια, θα δεις ότι έχεις παρέα αμέτρητα χαριτωμένα και άκακα ψάρια (ό,τι πρέπει αν έχεις αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή).
Στο νησί πήγαμε κυρίως επειδή η φίλη μου ήθελε να κάνει καταδύσεις, και τα Perhentian θεωρούνται ένα από τα καλύτερα μέρη στη Μαλαισία για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Όση ώρα εκείνη... καταδυόταν, εγώ λιαζόμουν (για την ακρίβεια, καιγόμουν) μισός μέσα στο νερό, μισός έξω, διαβάζοντας το “Futebol”, το βιβλίο-Βίβλος, κατ' εμέ, όσων αγαπούν το ποδόσφαιρο, όχι τόσο για όσα συμβαίνουν εντός των τεσσάρων γραμμών, όσο πολύ περισσότερο για το... φολκλόρ που συνοδεύει το άθλημα, για το πάθος που εξάπτει στον κόσμο, για τις “κουφές” ιστορίες που συνοδεύουν (στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου) τις μεγαλύτερες μορφές και στιγμές του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ειδικά για όσους τολμούν και ονειρεύονται να είναι του χρόνου στη Βραζιλία, το συγκεκριμένο βιβλίο του Alex Bellos θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι το Α της προετοιμασίας, προκειμένου να μπει κανείς στο... κλίμα του Μουντιάλ που θα φιλοξενηθεί του χρόνου στη Βραζιλία.
Στο μικρό Perhentian μείναμε τρεις ημέρες. Η φίλη μου έφυγε... με παράπονο, επειδή δεν μπορούσε, λόγω δουλειάς, να μείνει περισσότερο. Εγώ έφυγα σχεδόν ανακουφισμένος(!). Ναι, ναι, από αυτόν τον “εξωτικό παράδεισο” έφυγα σχεδόν μη βλέποντας την ώρα να μπω στη βάρκα της επιστροφής στην Κουάλα Μπεσούτ...
Τα “επειδή” είναι βασικά δύο. Το ένα έχει να κάνει με όλα τα κόμπλεξ που κουβαλάω μέσα μου. Πολύ απλά, την... ατμόσφαιρα στο νησί τη βρήκα “πολύ cool” για μένα. Ήμουν σχεδόν σαν ψάρι έξω από το νερό. Εκατοντάδες τουρίστες ήταν εκεί για να περάσουν καλά, να πιουν, να φλερτάρουν, να κάνουν καταδύσεις, να περάσουν τη βραδιά στη “Μεγάλη Παραλία” ακούγοντας μπιτάκια από δύο μαγαζιά που παίζουν δυνατή μουσική μέχρι τις 2-3 μετά τα μεσάνυχτα, να “καπνίσουν”(...) να, να, να... Σε τέτοια “fun” μέρη, εγώ, δυστυχώς, αισθάνομαι σαν τη μύγα μες στο γάλα (γαμώτο...).
Το δεύτερο “επειδή” έχει να κάνει με το... ιδιότυπο καθεστώς που διέπει μέρη σαν τα Perhentian, μέρη που είναι 101% προσαρμοσμένα στο να υποδέχονται ξένους τουρίστες (το Phi Phi στην Ταϊλάνδη είναι ένα παρόμοιο μέρος που τώρα που έρχεται στο μυαλό). Με “πάτημα” το ότι τα πάντα πρέπει να μεταφέρονται από την Κουάλα Μπεσούτ, μισή ώρα με βάρκα, οι τιμές είναι γελοία υψηλότερες από οπουδήποτε αλλού έχω πάει στη Μαλαισία, όλο το 2010, και τους τελευταίους δυόμισι μήνες φέτος.
Κι αν τις τιμές μπορώ να τις καταπιώ (για δυο-τρεις ημέρες), εκείνο που με απωθεί ΤΟΣΟ σε τέτοια μέρη που δεν μπορώ με τίποτα να προσπεράσω, είναι το υφάκι μερίδας ντόπιων (δε θέλω να τους βάλω όλους στο ίδιο τσουβάλι), ντόπιων που έχουν περάσει ΠΟΛΥ χρόνο έχοντας πάρε-δώσε με τουρίστες (με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται) ειδικά εκείνων από τους οποίους εξαρτάσαι για συγκεκριμένα πράγματα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι “βαρκάρηδες”, αυτοί που σε μεταφέρουν από το ένα νησί στο άλλο, και από μία παραλία σε άλλη. Έχουν αυτό το “τόσο χρεώνω, κι αν δε γουστάρεις, μπορείς να κολυμπήσεις μέχρι απέναντι” υφάκι, αυτό το “δε με αγγίζει τίποτα, στα 18 μου είμαι ο άρχοντας του κόσμου, σκάσε μου αυτά που σου ζητάω, αλλιώς μείνε σε αυτήν την πλευρά του νησιού να σαπίσεις. Στα αυτά μου. Aν δε μου τα σκάσεις εσύ, θα μου τα σκάσει κάποιος άλλος”, τέτοιο στιλ. Τρεις μήνες στη Γουατεμάλα το 2009, δίπλα στους εκατοντάδες ντόπιους που λάτρεψα για τη γλυκύτητά τους, υπήρχαν και μισή ντουζίνα καθίκια “βαρκάρηδες” στη λίμνη Ατιτλάν, που με την αλαζονεία και την κουτοπονηριά τους με έκαναν να θέλω να τους σπάσω τη μύτη, μήπως και κατέβαινε λιγάκι...
Πριν πάρουμε το βραδινό λεωφορείο της επιστροφής στην Κουάλα Λούμπουρ, περάσαμε λίγες ώρες στην Κουάλα Μπεσούτ. Φυσιολογικές τιμές, και κυρίως, “φυσιολογικός” κόσμος, “φυσιολογικός” για τα δεδομένα των καλοκάγαθων και φιλικότατων Μαλαισιανών της ανατολικής ακτής. Αφού φάγαμε, νοικιάσαμε παλιά γιαπωνέζικα ποδήλατα, και κάναμε πετάλι βόρεια και δυτικά, προς το μέρος που έπεφτε ο ήλιος. Παιδάκια από κάθε αυλή μάς χαιρετούσαν, μεγαλύτεροι σε ηλικία μάς χαμογελούσαν, κάποιοι μέχρι και... επιδείξεις μάς έκαναν, για να βγάλουμε φωτογραφίες. Κάτι πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, και βλέποντας ότι τους βγάζαμε φωτογραφίες, δοκίμαζαν όλο και πιο δύσκολα κόλπα. Άλλα πιτσιρίκια έκαναν “σβούρες” με το τρίκυκλο του μπαμπά τους(!), και όταν είδαν ότι τους βγάζαμε φωτογραφίες, βάλθηκαν να κάνουν το τρίκυκλο να μείνει στις δύο ρόδες του, με την τρίτη στον αέρα, κάνοντας σβούρες έτσι. Κάποιοι άλλοι σχεδόν μας σταμάτησαν στη μέση ενός δρόμου δίπλα στην παραλία για να μας πουν ότι έπρεπε να βγάλουμε φωτογραφία ένα χαμηλό κτίσμα εκεί δίπλα. Έχοντας διαβάσει για την πρόσφατη ιστορία της περιοχής, μαντέψαμε ότι ήταν μίνι οχυρό που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (μέσα πέσαμε), όταν οι Γιαπωνέζοι κατέλαβαν για πλάκα τη χερσόνησο, κι έφτασαν χαλαρά μέχρι τη Σιγκαπούρη, την οποία κατέλαβαν με ακόμη λιγότερο κόπο.
Δε θα πήγαινα τόσο μακριά όσο να γράψω ότι οι 4-5 ώρες που περάσαμε στην Κουάλα Μπεσούτ με έκαναν να “ανακτήσω τη συμπάθειά μου” προς τους Μαλαισιανούς της ανατολικής ακτής, δεν είναι δα ότι τρεις ημέρες στο μικρό Perhentian η εκτίμηση που τους τρέφω είχε πληγεί ΤΟΣΟ, όμως... ναι, εκείνες οι λίγες ώρες στη “φυσιολογική” Κουάλα Μπεσούτ σίγουρα συνέβαλαν στο να πάρω το λεωφορείο για ΚΛ έχοντας τιθασεύσει την... από φυσικού μου στριφνότητά μου, η οποία είχε βρει πολύ πρόσφορο έδαφος να... ανθίσει στο Perhentian
.
Η συντριπτικ(ότατ)ή πλειοψηφία όσων επισκέπτονται την Κότα Μπάρου είναι Μαλαισιανοί, οι οποίοι δε χρησιμοποιούν ιστοσελίδες σαν το hostelworld.com, το hostelbookers.com, ή το hostels.com. Αυτές τις ιστοσελίδες τις χρησιμοποιούμε εμείς, οι ξένοι, κατά κανόνα backpackers, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό μας δεν επισκεπτόμαστε την Κότα Μπάρου για να... επισκεφτούμε την Κότα Μπάρου, παρά απλά για να “σπάσουμε” τη διαδρομή από την Ταϊλάνδη στα Perhentian, από τα Perhentian προς την Ταϊλάνδη, ή από την Κουάλα Λούμπουρ προς τα Perhentian.
Όταν πήγα στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό (Wakaf Bharu, έξι χιλιόμετρα από την Κότα Μπάρου) για να υποδεχθώ τη φίλη μου, τρεις μεγάλες παρέες ξένων που επέβαιναν στο ίδιο τρένο από Κουάλα Λούμπουρ, με το που κατέβηκαν, έκαναν παζάρια με οδηγούς ταξί για να πάνε απευθείας από τον σταθμό στο λιμάνι από το οποίο παίρνει κανείς πλοιάριο για τα Perhentian, θέλοντας να παρακάμψουν τελείως την Κότα Μπάρου.Προσωπικά, στην Κότα Μπάρου θα ξαναπήγαινα. Στα Perhentian, μμμμμ..., δεν είμαι τόσο βέβαιος...
“Εμφανισιακά”, τα νησιά (δύο είναι, το “Μικρό” και το “Μεγάλο”) σε κερδίζουν πριν ακόμα πατήσεις πάνω τους, όπως πλησιάζεις με τη βάρκα από Κουάλα Μπεσούτ. Καταπράσινα, συνδυασμός κοκοφοίνικων και λοιπών εξωτικών δέντρων, καλαίσθητα (τα περισσότερα) ξύλινα (κατά κανόνα) καταλύματα μπολιασμένα μέσα στην πυκνή βλάστηση, πολύχρωμα πλοιάρια, αμμουδερή παραλία, και μυρωδιά αντηλιακού. Αυτά σε “καλωσορίζουν” στο μικρό Perhentian, πριν ακόμα πατήσεις το πόδι σου στην αποβάθρα. Σε πέντε λεπτά ήμασταν στο πάμφθηνο “σαλέ” μας (50 ρίνγκιτ η βραδιά, 12-13 ευρώ).
Πέντε λεπτά περπάτημα προς τα ανατολικά, κι είσαι ήδη στην άλλη πλευρά του νησιού, στη “Μεγάλη Παραλία”, την οποία για να μη λατρέψει κάποιος νομίζω ότι πρέπει να είναι δέκα φορές πιο στριφνός ακόμα κι από εμένα (“στριφνός” είναι ένα από τα μεσαία ονόματά μου). Λεπτή λευκή άμμος, πεντακάθαρα τιρκουάζ νερά, κοκοφοίνικες σαν backdrop, ούτε υποψία κύματος, α-πό-λαυ-ση σκέτη... Κι αν πας στη βόρεια άκρη τής παραλίας, σε απόσταση περίπου 20 μέτρα από την ακτή (όπου ακόμα “πατώνεις” αν είσαι πάνω από 1,60), αν βάλεις το κεφάλι σου στο νερό και ανοίξεις τα μάτια, θα δεις ότι έχεις παρέα αμέτρητα χαριτωμένα και άκακα ψάρια (ό,τι πρέπει αν έχεις αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή).
Στο νησί πήγαμε κυρίως επειδή η φίλη μου ήθελε να κάνει καταδύσεις, και τα Perhentian θεωρούνται ένα από τα καλύτερα μέρη στη Μαλαισία για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Όση ώρα εκείνη... καταδυόταν, εγώ λιαζόμουν (για την ακρίβεια, καιγόμουν) μισός μέσα στο νερό, μισός έξω, διαβάζοντας το “Futebol”, το βιβλίο-Βίβλος, κατ' εμέ, όσων αγαπούν το ποδόσφαιρο, όχι τόσο για όσα συμβαίνουν εντός των τεσσάρων γραμμών, όσο πολύ περισσότερο για το... φολκλόρ που συνοδεύει το άθλημα, για το πάθος που εξάπτει στον κόσμο, για τις “κουφές” ιστορίες που συνοδεύουν (στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου) τις μεγαλύτερες μορφές και στιγμές του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ειδικά για όσους τολμούν και ονειρεύονται να είναι του χρόνου στη Βραζιλία, το συγκεκριμένο βιβλίο του Alex Bellos θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι το Α της προετοιμασίας, προκειμένου να μπει κανείς στο... κλίμα του Μουντιάλ που θα φιλοξενηθεί του χρόνου στη Βραζιλία.
Στο μικρό Perhentian μείναμε τρεις ημέρες. Η φίλη μου έφυγε... με παράπονο, επειδή δεν μπορούσε, λόγω δουλειάς, να μείνει περισσότερο. Εγώ έφυγα σχεδόν ανακουφισμένος(!). Ναι, ναι, από αυτόν τον “εξωτικό παράδεισο” έφυγα σχεδόν μη βλέποντας την ώρα να μπω στη βάρκα της επιστροφής στην Κουάλα Μπεσούτ...
Τα “επειδή” είναι βασικά δύο. Το ένα έχει να κάνει με όλα τα κόμπλεξ που κουβαλάω μέσα μου. Πολύ απλά, την... ατμόσφαιρα στο νησί τη βρήκα “πολύ cool” για μένα. Ήμουν σχεδόν σαν ψάρι έξω από το νερό. Εκατοντάδες τουρίστες ήταν εκεί για να περάσουν καλά, να πιουν, να φλερτάρουν, να κάνουν καταδύσεις, να περάσουν τη βραδιά στη “Μεγάλη Παραλία” ακούγοντας μπιτάκια από δύο μαγαζιά που παίζουν δυνατή μουσική μέχρι τις 2-3 μετά τα μεσάνυχτα, να “καπνίσουν”(...) να, να, να... Σε τέτοια “fun” μέρη, εγώ, δυστυχώς, αισθάνομαι σαν τη μύγα μες στο γάλα (γαμώτο...).
Το δεύτερο “επειδή” έχει να κάνει με το... ιδιότυπο καθεστώς που διέπει μέρη σαν τα Perhentian, μέρη που είναι 101% προσαρμοσμένα στο να υποδέχονται ξένους τουρίστες (το Phi Phi στην Ταϊλάνδη είναι ένα παρόμοιο μέρος που τώρα που έρχεται στο μυαλό). Με “πάτημα” το ότι τα πάντα πρέπει να μεταφέρονται από την Κουάλα Μπεσούτ, μισή ώρα με βάρκα, οι τιμές είναι γελοία υψηλότερες από οπουδήποτε αλλού έχω πάει στη Μαλαισία, όλο το 2010, και τους τελευταίους δυόμισι μήνες φέτος.
Κι αν τις τιμές μπορώ να τις καταπιώ (για δυο-τρεις ημέρες), εκείνο που με απωθεί ΤΟΣΟ σε τέτοια μέρη που δεν μπορώ με τίποτα να προσπεράσω, είναι το υφάκι μερίδας ντόπιων (δε θέλω να τους βάλω όλους στο ίδιο τσουβάλι), ντόπιων που έχουν περάσει ΠΟΛΥ χρόνο έχοντας πάρε-δώσε με τουρίστες (με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται) ειδικά εκείνων από τους οποίους εξαρτάσαι για συγκεκριμένα πράγματα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι “βαρκάρηδες”, αυτοί που σε μεταφέρουν από το ένα νησί στο άλλο, και από μία παραλία σε άλλη. Έχουν αυτό το “τόσο χρεώνω, κι αν δε γουστάρεις, μπορείς να κολυμπήσεις μέχρι απέναντι” υφάκι, αυτό το “δε με αγγίζει τίποτα, στα 18 μου είμαι ο άρχοντας του κόσμου, σκάσε μου αυτά που σου ζητάω, αλλιώς μείνε σε αυτήν την πλευρά του νησιού να σαπίσεις. Στα αυτά μου. Aν δε μου τα σκάσεις εσύ, θα μου τα σκάσει κάποιος άλλος”, τέτοιο στιλ. Τρεις μήνες στη Γουατεμάλα το 2009, δίπλα στους εκατοντάδες ντόπιους που λάτρεψα για τη γλυκύτητά τους, υπήρχαν και μισή ντουζίνα καθίκια “βαρκάρηδες” στη λίμνη Ατιτλάν, που με την αλαζονεία και την κουτοπονηριά τους με έκαναν να θέλω να τους σπάσω τη μύτη, μήπως και κατέβαινε λιγάκι...
Πριν πάρουμε το βραδινό λεωφορείο της επιστροφής στην Κουάλα Λούμπουρ, περάσαμε λίγες ώρες στην Κουάλα Μπεσούτ. Φυσιολογικές τιμές, και κυρίως, “φυσιολογικός” κόσμος, “φυσιολογικός” για τα δεδομένα των καλοκάγαθων και φιλικότατων Μαλαισιανών της ανατολικής ακτής. Αφού φάγαμε, νοικιάσαμε παλιά γιαπωνέζικα ποδήλατα, και κάναμε πετάλι βόρεια και δυτικά, προς το μέρος που έπεφτε ο ήλιος. Παιδάκια από κάθε αυλή μάς χαιρετούσαν, μεγαλύτεροι σε ηλικία μάς χαμογελούσαν, κάποιοι μέχρι και... επιδείξεις μάς έκαναν, για να βγάλουμε φωτογραφίες. Κάτι πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, και βλέποντας ότι τους βγάζαμε φωτογραφίες, δοκίμαζαν όλο και πιο δύσκολα κόλπα. Άλλα πιτσιρίκια έκαναν “σβούρες” με το τρίκυκλο του μπαμπά τους(!), και όταν είδαν ότι τους βγάζαμε φωτογραφίες, βάλθηκαν να κάνουν το τρίκυκλο να μείνει στις δύο ρόδες του, με την τρίτη στον αέρα, κάνοντας σβούρες έτσι. Κάποιοι άλλοι σχεδόν μας σταμάτησαν στη μέση ενός δρόμου δίπλα στην παραλία για να μας πουν ότι έπρεπε να βγάλουμε φωτογραφία ένα χαμηλό κτίσμα εκεί δίπλα. Έχοντας διαβάσει για την πρόσφατη ιστορία της περιοχής, μαντέψαμε ότι ήταν μίνι οχυρό που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (μέσα πέσαμε), όταν οι Γιαπωνέζοι κατέλαβαν για πλάκα τη χερσόνησο, κι έφτασαν χαλαρά μέχρι τη Σιγκαπούρη, την οποία κατέλαβαν με ακόμη λιγότερο κόπο.
Δε θα πήγαινα τόσο μακριά όσο να γράψω ότι οι 4-5 ώρες που περάσαμε στην Κουάλα Μπεσούτ με έκαναν να “ανακτήσω τη συμπάθειά μου” προς τους Μαλαισιανούς της ανατολικής ακτής, δεν είναι δα ότι τρεις ημέρες στο μικρό Perhentian η εκτίμηση που τους τρέφω είχε πληγεί ΤΟΣΟ, όμως... ναι, εκείνες οι λίγες ώρες στη “φυσιολογική” Κουάλα Μπεσούτ σίγουρα συνέβαλαν στο να πάρω το λεωφορείο για ΚΛ έχοντας τιθασεύσει την... από φυσικού μου στριφνότητά μου, η οποία είχε βρει πολύ πρόσφορο έδαφος να... ανθίσει στο Perhentian