delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28
- Κεφάλαιο 29
- Κεφάλαιο 30
- Κεφάλαιο 31
- Κεφάλαιο 32
- Κεφάλαιο 33
- Κεφάλαιο 34
- Κεφάλαιο 35
- Κεφάλαιο 36
(Μανίλα) Σπάνια συμβαίνει ΕΝΑΣ να έχει δίκιο, και ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ να έχουν άδικο...
Ως μέγας λάτρης των πόλεων, όταν τα έβαλα κάτω και κατέστρωσα σχέδιο για το πού θα περνούσα τις τρεις εβδομάδες μου στη Μανίλα, το πρώτο που έκανα ήταν να σφηνώσω κάπου στη μέση του ταξιδιού το όνομα “Banaue” (για τον λόγο που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο. Το δεύτερο ήταν να πάω στο τέλος της λίστας των 20-21 ημερών, και να γράψω “Μανίλα” εφτά φορές, τη μία κάτω από την άλλη. Ολόκληρη βδομάδα προγραμμάτισα να περάσω στην Πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, και κάθε φορά που το έλεγα σε κάποιον στο Vigan, στο Baguio, στη Sagada, στο Banaue, στο Batad, είτε επρόκειτο για Φιλιππινέζο είτε για ξένο ταξιδιώτη που είχε ήδη πάει στη Μανίλα, η αντίδρασή τους ήταν “το σκέφτηκες καλά;”
Ναι, το είχα σκεφτεί καλά. Μου έλεγαν ότι ο πόλη είναι ένα ατελείωτο... αχούρι, χωρίς κάτι να κρατήσει επισκέπτη εκεί πάνω από μια-δυο μέρες. Τους έλεγα ότι η πόλη είναι τεράστια, και δε γίνεται να μην έχει... πεδία εξερεύνησης. Μου έλεγαν ότι είναι ένα απέραντο βρόμικο χάος. Τους έλεγα ότι τα μέρη-χάος είναι η “καλύτερή μου”, κι ότι στις πόλεις ακόμα και τα σκουπίδια μού φαίνονται γεμάτα ενδιαφέρον. Τους έλεγα επίσης ότι η Μανίλα, έτσι όπως είναι πάνω στη θάλασσα, ακόμα και τελείως χάλια να είναι, σου δίνει τη δυνατότητα να πας σε ένα σημείο από το οποίο τουλάχιστον μπορείς να... αγναντέψεις το απέραντο μπλε (έστω κι αν τα πρώτα μέτρα του νερού είναι... οποιουδήποτε άλλου χρώματος εκτός του μπλε). Απέκρουα όλα τα επιχειρήματά τους με επιμονή, κι έτσι, πήγα στη Μανίλα, κι έμεινα, όντως, μια ολόκληρη βδομάδα...
Αν τελείωνα το κείμενο εδώ, θα σας παρέπεμπα απλά στον τίτλο. “Σπάνια συμβαίνει ΕΝΑΣ να έχει δίκιο, και ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ να έχουν άδικο...” Θα συνόψιζα ακόμα τις εντυπώσεις μου από εκεί, γράφοντας ότι η Μανίλα είναι η... λιγότερο “αγαπήσιμη” Πρωτεύουσα μεταξύ των πενήντα και κάτι που έχω δει με τα μάτια μου. Κάθε πρωί που ξυπνούσα, μου έλεγα “σήμερα είναι η μέρα που θα αρχίσω να αλλάζω γνώμη”, έχοντας στο μυαλό μου περιπτώσεις άλλων εβδομάδων, σε άλλες... δυσκολοχώνευτες Πρωτεύουσες, στην Τζακάρτα για παράδειγμα, όπου μετά από 2-3 μέρες κάτι συνέβη, πατήθηκε ένα αόρατο πλήκτρο στο νιονιό μου, κι άρχισα να “γουστάρω” (ακόμα και τρελά) μία πόλη, που αρχικά μου είχε δημιουργήσει “πωωωω... Τι είναι αυτό το **ουρδέλο...” εντυπώσεις. Μέχρι και την ώρα που πήρα λεωφορείο για Άνχελες, την προτελευταία μέρα του ταξιδιού, αυτό το “πλήκτρο”, στη Μανίλα, δεν πατήθηκε...
Γιατί; Για κάποια “επειδή” φταίω εγώ. Φταίω που διάλεξα να μείνω σε ένα χόστελ στην πιο αποκαρδιωτική περιοχή της πόλης. Φταίω που δεν έκανα καμία απολύτως προσπάθεια να συναντήσω ντόπιο κόσμο μέσω ενός σάιτ που μέχρι πέρσι χρησιμοποιούσα για να βρίσκω παρέα (ενίοτε και άτομα να με φιλοξενήσουν) οπουδήποτε ταξίδευα. Φταίω βασικά που έμεινα ΤΟΣΕΣ ημέρες στη Μανίλα, αγύριστο κεφάλι, κλείνοντας τα αυτιά μου σε ό(οοο)λους εκείνους που με είχαν “προειδοποιήσει”.
Όσο για τα “επειδή” που δε βαρύνουν εμένα τον ίδιο, αναφέρω ενδεικτικά ότι η “καρδιά” της πόλης, η περιοχή στην οποία καταλύουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες (εκτός κι αν έχουν μία κάποια οικονομική άνεση, οπότε “κλείνουν” δωμάτιο αλλού), είναι, πολύ απλά, ένας τεράστιος, πολλών οικοδομικών τετραγώνων, οίκος ανοχής (κάτι που όπως λένε οι Άγγλοι, is not my cup of tea), με πελάτες όχι τόσο “Δυτικούς”, όσο ΠΟΛΥ περισσότερο Κορεάτες και Γιαπωνέζους.Επίσης, κάθε φορά που καθόμουν κάπου για φαγητό, μαζεύονταν γύρω μου (ή ακριβώς δίπλα στο τζάμι, εκεί που καθόμουν) πιτσιρίκια ή και άνθρωποι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας, εκλιπαρώντας για χρήματα, κάτι που όταν συμβαίνει τόσο συχνά και τόσο έντονα, προσωπικά με γεμίζει ενοχές (επειδή έχω να φάω). Τα “αξιοθέατα” της πόλης, η περιοχή Intramuros, βάση των Ισπανών όταν διαφέντευαν τις Φιλιππίνες, η upmarket περιοχή Makati, η “Chinatown”, η, η, η, αποδείχθηκαν μέρος του κανόνα στις Φιλιππίνες, έτσι τουλάχιστον όπως είδα τα πράγματα εγώ, δηλαδή “κατώτερα των προσδοκιών” μου. Ακόμα και το... περίφημο παραλιακό μέτωπο, ένα πλατύ πεζοδρόμιο μήκους κάποιων εκατοντάδων μέτρων, η “βεράντα” της πόλης με θέα τη θάλασσα, αποδείχθηκε μία απογοήτευση και μισή, έτσι όπως ήταν γεμάτη από ρακένδυτα πιτσιρίκια και ηλικιωμένους που πήγαιναν πάνω-κάτω ζητώντας ελεημοσύνη. Κι από δίπλα, μιλιούνια τα μηχανάκια που καβαλούσαν το πεζοδρόμιο για να αποφύγουν τα φανάρια όταν αυτά γίνονταν κόκκινα για το δικό τους ρεύμα κυκλοφορίας. Εν μέσω διαρκών ενοχλήσεων για λεφτά, και μαρσαρίσματος από μηχανάκια (οι οδηγοί τους έβλεπαν το πεζοδρόμιο σαν... πίστα), και τις τέσσερις φορές που πήγα για να βγάλω φωτογραφίες και απλά να... αράξω αργά το απόγευμα, με τον ήλιο να πέφτει, έφυγα μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Μία συγκεκριμένα, έκανα μεταβολή με το που έφθασα στο τέλος της ζέβρας για τους πεζούς, και πάτησα στο πεζοδρόμιο στην πλευρά της θάλασσας. Έπρεπε να περιμένω(...) μία μηχανακιοθάλασσα να περάσει πρώτα από μπροστά του “πατητή”, και μετά να κάνω βήματα προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα, είδα ένα τσούρμο πιτσιρίκια να κάνουν κίνηση προς τον... ξένο που πρέπει να είναι με τις τσέπες γεμάτες. Στη στιγμή, μεταβολή, και πίσω στο χόστελ, στο οποίο... έβρισκα καταφύγιο, διαβάζοντας ένα βιβλίο για τη λατρεία των Φιλιππινέζων για το μπάσκετ, βιβλίο που μου κράτησε... λυτρωτική παρέα...
“Δε σου άρεσε τίποτα στη Μανίλα;”, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Εκείνο που αποτέλεσε... παρηγοριά για μένα, το μόνο που με έκανε να αισθανθώ “connection” με την πόλη, είναι αυτό που ανέφερα πριν από λίγα δευτερόλεπτα: το μπάσκετ. Δεν έχω πάει -ακόμα- στη Λιθουανία, όμως από όσα έχω ακούσει και διαβάσει, αυτή πρέπει να είναι η μόνη χώρα σε ολόκληρο το πλανήτη στην οποία η λατρεία του κόσμου για το μπάσκετ προσεγγίζει, έστω, αυτό με το οποίο το μπάσκετ ισοδυναμεί για τους Φιλιππινέζους. Γράφω -αραιά και πού- για το protagon.gr, εκεί όμως δεν έχω την πολυτέλεια να... φλυαρώ επί μία ντουζίνα παραγράφους. Εκεί πρέπει να κρατάω τα κείμενα βαριά-βαριά στις πεντακόσιες λέξεις. Έπρεπε λοιπόν να διαλέξω ΕΝΑ χαρακτηριστικό της πόλης, και των Φιλιππίνων γενικότερα, και σε εκείνο το ένα να βασίσω το κείμενό μου. Πιστέψτε με, μετά από τρεις εβδομάδες στις Φιλιππίνες, αφήνοντας στην άκρη το πώς τις “κρίνω” σαν ταξιδιωτικό προορισμό, εκείνο που όχι απλά “φώναζε”, αλλά “ούρλιαζε” ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω σαν ΤΟ χαρακτηριστικό της χώρας, ήταν η... μυθικών διαστάσεων εμμονή του κόσμου με το μπάσκετ, σε σημείο που σε τεράστιας θεαματικότητας τηλεοπτικό σώου, το μεγαλύτερο δώρο που δίνεται σε διαγωνιζόμενες κοινότητες, είναι... μαντέψτε... Ένα καινούργιο γηπεδάκι μπάσκετ(!).
Στη Μανίλα, τα γήπεδα μπάσκετ δεν είναι αμέτρητα, επειδή, πολύ απλά, οι Φιλιππινέζοι, κατά κανόνα με σαγιονάρες, ή ακόμα και ξυπόλυτοι, και φυσικά με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1,75 οι περισσότεροι, δε χρειάζονται γήπεδο για να παίξουν. Οι δρόμοι, οι προσόψεις κτηρίων, οι ψηλές πόρτες κλειστών εργοταξίων, οι τοίχοι πολυκατοικιών, οι, οι, οι, είναι γεμάτοι/ες “ταμπλό”, ακόμα και ξύλινα, και το έδαφος, είτε πρόκειται για τσιμέντο δρόμου, είτε για αυλή μαγαζιού, είτε για χωμάτινη επιφάνεια στην άκρη εργοταξίου, είναι γεμάτο “ζωγραφιστά”, “ρακέτες”, με μία μεγάλη καμπύλη να τις... αγκαλιάζει (η γραμμή του τρίποντου). Ο ήχος μίας μπάλας να χοροπηδάει πάνω σε τσιμέντο ή χώμα θα ήταν δίχως την παραμικρή αμφιβολία ένας από τους ήχους που θα έπρεπε να συμπεριλάβει κανείς αν έφτιαχνε ένα φιλιππινέζικο soundtrack, με τους ήχους που χαρακτηρίζουν τη χώρα περισσότερο όλων. Ο ήχος που κάνει η μπάλα όταν αναπηδά, ο ήχος που κάνει όταν βρίσκει στο στεφάνι, όταν τρυπάει το δυχτάκι μετά από καλάθι.
Νομίζω ότι με τα χρόνια, έτσι όπως λειτουργεί συνήθως ο ανθρώπινος εγκέφαλος και η μνήμη μας, κρατώντας ζωντανές τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις, και θάβοντας σταδιακά τις λιγότερο ευχάριστες, τη Μανίλα θα τη θυμάμαι σαν τη... Μέκκα του μπάσκετ, των κοντούληδων σαγιοναροφόρων βιρτουόζων της πορτοκαλί μπάλας, το μέρος όπου περπατώντας στον δρόμο βλέπεις κόσμο και κοσμάκη με φανέλα ομάδας μπάσκετ, είτε αμερικάνικης, είτε τοπικής. Το μέρος όπου τα περισσότερα αμάξια έχουν αυτοκόλλητα ομάδων μπάσκετ, και τα jeepneys σε τεράστιο ποσοστό, έχουν ζωγραφισμένα πάνω τους κάτι που παραπέμπει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, ή στο άθλημα γενικότερα. Το μέρος στο οποίο οι περισσότερες διαφημίσεις έχουν κάτι να κάνουν με το μπάσκετ, ακόμα κι αν το διαφημιζόμενο προϊόν είναι... αυτοκίνητο. Το μέρος όπου κόσμος και κοσμάκης στέκεται όρθιος στην άκρη δρόμου για να δει στην τηλεόραση παιχνίδι ακόμα και του τοπικού κολλεγιακού πρωταθλήματος. Το μέρος, τέλος, που με ενάμισι ευρώ είδα ΔΥΟ back to back αγώνες αυτού του τοπικού κολλεγιακού πρωταθλήματος, σε γήπεδο που δεν έχει ΤΙΠΟΤΑ να ζηλέψει από το γήπεδο στο Μαϊάμι (το μόνο στο οποίο έχω παρακολουθήσει αγώνα ΝΒΑ), με ατμόσφαιρα μάλιστα που βάζει τα γυαλιά σε γήπεδα του ΝΒΑ...
Αύριο-μεθαύριο ολοκληρώνω τα των Φιλιππίνων, με τελευταίες γενικές εντυπώσεις, και με το προϊόν της έντονης αυτοκριτικής που έκανα επιστρέφοντας στη Μαλαισία, απαλλάσσοντας τις Φιλιππίνες από τα περισσότερα των “στραβών” που της εντόπισα όσο ήμουν εκεί.
Μαρία, ευχαριστώ για τις οδηγίες. Αυτό που έγραψες έκανα τη μέρα που δοκίμασα να επισυνάψω τις φωτογραφίες σε κείμενο, δεν έπιασε, το δοκίμασα ξανά μετά το μήνυμά σου, πάλι δεν έπιασε, οπότε, κατά την προσφιλή μου τακτική, τα παρατάω. Οι φωτογραφίες από Banaue και Batad είναι οι τέσσερις πιο πρόσφατες που βρίσκει κανείς στο gallery-Φιλιππίνες.
Χαιρετίσματα σε όλους από Κουάλα Λούμπουρ.
Ως μέγας λάτρης των πόλεων, όταν τα έβαλα κάτω και κατέστρωσα σχέδιο για το πού θα περνούσα τις τρεις εβδομάδες μου στη Μανίλα, το πρώτο που έκανα ήταν να σφηνώσω κάπου στη μέση του ταξιδιού το όνομα “Banaue” (για τον λόγο που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο. Το δεύτερο ήταν να πάω στο τέλος της λίστας των 20-21 ημερών, και να γράψω “Μανίλα” εφτά φορές, τη μία κάτω από την άλλη. Ολόκληρη βδομάδα προγραμμάτισα να περάσω στην Πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, και κάθε φορά που το έλεγα σε κάποιον στο Vigan, στο Baguio, στη Sagada, στο Banaue, στο Batad, είτε επρόκειτο για Φιλιππινέζο είτε για ξένο ταξιδιώτη που είχε ήδη πάει στη Μανίλα, η αντίδρασή τους ήταν “το σκέφτηκες καλά;”
Ναι, το είχα σκεφτεί καλά. Μου έλεγαν ότι ο πόλη είναι ένα ατελείωτο... αχούρι, χωρίς κάτι να κρατήσει επισκέπτη εκεί πάνω από μια-δυο μέρες. Τους έλεγα ότι η πόλη είναι τεράστια, και δε γίνεται να μην έχει... πεδία εξερεύνησης. Μου έλεγαν ότι είναι ένα απέραντο βρόμικο χάος. Τους έλεγα ότι τα μέρη-χάος είναι η “καλύτερή μου”, κι ότι στις πόλεις ακόμα και τα σκουπίδια μού φαίνονται γεμάτα ενδιαφέρον. Τους έλεγα επίσης ότι η Μανίλα, έτσι όπως είναι πάνω στη θάλασσα, ακόμα και τελείως χάλια να είναι, σου δίνει τη δυνατότητα να πας σε ένα σημείο από το οποίο τουλάχιστον μπορείς να... αγναντέψεις το απέραντο μπλε (έστω κι αν τα πρώτα μέτρα του νερού είναι... οποιουδήποτε άλλου χρώματος εκτός του μπλε). Απέκρουα όλα τα επιχειρήματά τους με επιμονή, κι έτσι, πήγα στη Μανίλα, κι έμεινα, όντως, μια ολόκληρη βδομάδα...
Αν τελείωνα το κείμενο εδώ, θα σας παρέπεμπα απλά στον τίτλο. “Σπάνια συμβαίνει ΕΝΑΣ να έχει δίκιο, και ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ να έχουν άδικο...” Θα συνόψιζα ακόμα τις εντυπώσεις μου από εκεί, γράφοντας ότι η Μανίλα είναι η... λιγότερο “αγαπήσιμη” Πρωτεύουσα μεταξύ των πενήντα και κάτι που έχω δει με τα μάτια μου. Κάθε πρωί που ξυπνούσα, μου έλεγα “σήμερα είναι η μέρα που θα αρχίσω να αλλάζω γνώμη”, έχοντας στο μυαλό μου περιπτώσεις άλλων εβδομάδων, σε άλλες... δυσκολοχώνευτες Πρωτεύουσες, στην Τζακάρτα για παράδειγμα, όπου μετά από 2-3 μέρες κάτι συνέβη, πατήθηκε ένα αόρατο πλήκτρο στο νιονιό μου, κι άρχισα να “γουστάρω” (ακόμα και τρελά) μία πόλη, που αρχικά μου είχε δημιουργήσει “πωωωω... Τι είναι αυτό το **ουρδέλο...” εντυπώσεις. Μέχρι και την ώρα που πήρα λεωφορείο για Άνχελες, την προτελευταία μέρα του ταξιδιού, αυτό το “πλήκτρο”, στη Μανίλα, δεν πατήθηκε...
Γιατί; Για κάποια “επειδή” φταίω εγώ. Φταίω που διάλεξα να μείνω σε ένα χόστελ στην πιο αποκαρδιωτική περιοχή της πόλης. Φταίω που δεν έκανα καμία απολύτως προσπάθεια να συναντήσω ντόπιο κόσμο μέσω ενός σάιτ που μέχρι πέρσι χρησιμοποιούσα για να βρίσκω παρέα (ενίοτε και άτομα να με φιλοξενήσουν) οπουδήποτε ταξίδευα. Φταίω βασικά που έμεινα ΤΟΣΕΣ ημέρες στη Μανίλα, αγύριστο κεφάλι, κλείνοντας τα αυτιά μου σε ό(οοο)λους εκείνους που με είχαν “προειδοποιήσει”.
Όσο για τα “επειδή” που δε βαρύνουν εμένα τον ίδιο, αναφέρω ενδεικτικά ότι η “καρδιά” της πόλης, η περιοχή στην οποία καταλύουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες (εκτός κι αν έχουν μία κάποια οικονομική άνεση, οπότε “κλείνουν” δωμάτιο αλλού), είναι, πολύ απλά, ένας τεράστιος, πολλών οικοδομικών τετραγώνων, οίκος ανοχής (κάτι που όπως λένε οι Άγγλοι, is not my cup of tea), με πελάτες όχι τόσο “Δυτικούς”, όσο ΠΟΛΥ περισσότερο Κορεάτες και Γιαπωνέζους.Επίσης, κάθε φορά που καθόμουν κάπου για φαγητό, μαζεύονταν γύρω μου (ή ακριβώς δίπλα στο τζάμι, εκεί που καθόμουν) πιτσιρίκια ή και άνθρωποι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας, εκλιπαρώντας για χρήματα, κάτι που όταν συμβαίνει τόσο συχνά και τόσο έντονα, προσωπικά με γεμίζει ενοχές (επειδή έχω να φάω). Τα “αξιοθέατα” της πόλης, η περιοχή Intramuros, βάση των Ισπανών όταν διαφέντευαν τις Φιλιππίνες, η upmarket περιοχή Makati, η “Chinatown”, η, η, η, αποδείχθηκαν μέρος του κανόνα στις Φιλιππίνες, έτσι τουλάχιστον όπως είδα τα πράγματα εγώ, δηλαδή “κατώτερα των προσδοκιών” μου. Ακόμα και το... περίφημο παραλιακό μέτωπο, ένα πλατύ πεζοδρόμιο μήκους κάποιων εκατοντάδων μέτρων, η “βεράντα” της πόλης με θέα τη θάλασσα, αποδείχθηκε μία απογοήτευση και μισή, έτσι όπως ήταν γεμάτη από ρακένδυτα πιτσιρίκια και ηλικιωμένους που πήγαιναν πάνω-κάτω ζητώντας ελεημοσύνη. Κι από δίπλα, μιλιούνια τα μηχανάκια που καβαλούσαν το πεζοδρόμιο για να αποφύγουν τα φανάρια όταν αυτά γίνονταν κόκκινα για το δικό τους ρεύμα κυκλοφορίας. Εν μέσω διαρκών ενοχλήσεων για λεφτά, και μαρσαρίσματος από μηχανάκια (οι οδηγοί τους έβλεπαν το πεζοδρόμιο σαν... πίστα), και τις τέσσερις φορές που πήγα για να βγάλω φωτογραφίες και απλά να... αράξω αργά το απόγευμα, με τον ήλιο να πέφτει, έφυγα μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Μία συγκεκριμένα, έκανα μεταβολή με το που έφθασα στο τέλος της ζέβρας για τους πεζούς, και πάτησα στο πεζοδρόμιο στην πλευρά της θάλασσας. Έπρεπε να περιμένω(...) μία μηχανακιοθάλασσα να περάσει πρώτα από μπροστά του “πατητή”, και μετά να κάνω βήματα προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα, είδα ένα τσούρμο πιτσιρίκια να κάνουν κίνηση προς τον... ξένο που πρέπει να είναι με τις τσέπες γεμάτες. Στη στιγμή, μεταβολή, και πίσω στο χόστελ, στο οποίο... έβρισκα καταφύγιο, διαβάζοντας ένα βιβλίο για τη λατρεία των Φιλιππινέζων για το μπάσκετ, βιβλίο που μου κράτησε... λυτρωτική παρέα...
“Δε σου άρεσε τίποτα στη Μανίλα;”, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Εκείνο που αποτέλεσε... παρηγοριά για μένα, το μόνο που με έκανε να αισθανθώ “connection” με την πόλη, είναι αυτό που ανέφερα πριν από λίγα δευτερόλεπτα: το μπάσκετ. Δεν έχω πάει -ακόμα- στη Λιθουανία, όμως από όσα έχω ακούσει και διαβάσει, αυτή πρέπει να είναι η μόνη χώρα σε ολόκληρο το πλανήτη στην οποία η λατρεία του κόσμου για το μπάσκετ προσεγγίζει, έστω, αυτό με το οποίο το μπάσκετ ισοδυναμεί για τους Φιλιππινέζους. Γράφω -αραιά και πού- για το protagon.gr, εκεί όμως δεν έχω την πολυτέλεια να... φλυαρώ επί μία ντουζίνα παραγράφους. Εκεί πρέπει να κρατάω τα κείμενα βαριά-βαριά στις πεντακόσιες λέξεις. Έπρεπε λοιπόν να διαλέξω ΕΝΑ χαρακτηριστικό της πόλης, και των Φιλιππίνων γενικότερα, και σε εκείνο το ένα να βασίσω το κείμενό μου. Πιστέψτε με, μετά από τρεις εβδομάδες στις Φιλιππίνες, αφήνοντας στην άκρη το πώς τις “κρίνω” σαν ταξιδιωτικό προορισμό, εκείνο που όχι απλά “φώναζε”, αλλά “ούρλιαζε” ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω σαν ΤΟ χαρακτηριστικό της χώρας, ήταν η... μυθικών διαστάσεων εμμονή του κόσμου με το μπάσκετ, σε σημείο που σε τεράστιας θεαματικότητας τηλεοπτικό σώου, το μεγαλύτερο δώρο που δίνεται σε διαγωνιζόμενες κοινότητες, είναι... μαντέψτε... Ένα καινούργιο γηπεδάκι μπάσκετ(!).
Στη Μανίλα, τα γήπεδα μπάσκετ δεν είναι αμέτρητα, επειδή, πολύ απλά, οι Φιλιππινέζοι, κατά κανόνα με σαγιονάρες, ή ακόμα και ξυπόλυτοι, και φυσικά με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1,75 οι περισσότεροι, δε χρειάζονται γήπεδο για να παίξουν. Οι δρόμοι, οι προσόψεις κτηρίων, οι ψηλές πόρτες κλειστών εργοταξίων, οι τοίχοι πολυκατοικιών, οι, οι, οι, είναι γεμάτοι/ες “ταμπλό”, ακόμα και ξύλινα, και το έδαφος, είτε πρόκειται για τσιμέντο δρόμου, είτε για αυλή μαγαζιού, είτε για χωμάτινη επιφάνεια στην άκρη εργοταξίου, είναι γεμάτο “ζωγραφιστά”, “ρακέτες”, με μία μεγάλη καμπύλη να τις... αγκαλιάζει (η γραμμή του τρίποντου). Ο ήχος μίας μπάλας να χοροπηδάει πάνω σε τσιμέντο ή χώμα θα ήταν δίχως την παραμικρή αμφιβολία ένας από τους ήχους που θα έπρεπε να συμπεριλάβει κανείς αν έφτιαχνε ένα φιλιππινέζικο soundtrack, με τους ήχους που χαρακτηρίζουν τη χώρα περισσότερο όλων. Ο ήχος που κάνει η μπάλα όταν αναπηδά, ο ήχος που κάνει όταν βρίσκει στο στεφάνι, όταν τρυπάει το δυχτάκι μετά από καλάθι.
Νομίζω ότι με τα χρόνια, έτσι όπως λειτουργεί συνήθως ο ανθρώπινος εγκέφαλος και η μνήμη μας, κρατώντας ζωντανές τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις, και θάβοντας σταδιακά τις λιγότερο ευχάριστες, τη Μανίλα θα τη θυμάμαι σαν τη... Μέκκα του μπάσκετ, των κοντούληδων σαγιοναροφόρων βιρτουόζων της πορτοκαλί μπάλας, το μέρος όπου περπατώντας στον δρόμο βλέπεις κόσμο και κοσμάκη με φανέλα ομάδας μπάσκετ, είτε αμερικάνικης, είτε τοπικής. Το μέρος όπου τα περισσότερα αμάξια έχουν αυτοκόλλητα ομάδων μπάσκετ, και τα jeepneys σε τεράστιο ποσοστό, έχουν ζωγραφισμένα πάνω τους κάτι που παραπέμπει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, ή στο άθλημα γενικότερα. Το μέρος στο οποίο οι περισσότερες διαφημίσεις έχουν κάτι να κάνουν με το μπάσκετ, ακόμα κι αν το διαφημιζόμενο προϊόν είναι... αυτοκίνητο. Το μέρος όπου κόσμος και κοσμάκης στέκεται όρθιος στην άκρη δρόμου για να δει στην τηλεόραση παιχνίδι ακόμα και του τοπικού κολλεγιακού πρωταθλήματος. Το μέρος, τέλος, που με ενάμισι ευρώ είδα ΔΥΟ back to back αγώνες αυτού του τοπικού κολλεγιακού πρωταθλήματος, σε γήπεδο που δεν έχει ΤΙΠΟΤΑ να ζηλέψει από το γήπεδο στο Μαϊάμι (το μόνο στο οποίο έχω παρακολουθήσει αγώνα ΝΒΑ), με ατμόσφαιρα μάλιστα που βάζει τα γυαλιά σε γήπεδα του ΝΒΑ...
Αύριο-μεθαύριο ολοκληρώνω τα των Φιλιππίνων, με τελευταίες γενικές εντυπώσεις, και με το προϊόν της έντονης αυτοκριτικής που έκανα επιστρέφοντας στη Μαλαισία, απαλλάσσοντας τις Φιλιππίνες από τα περισσότερα των “στραβών” που της εντόπισα όσο ήμουν εκεί.
Μαρία, ευχαριστώ για τις οδηγίες. Αυτό που έγραψες έκανα τη μέρα που δοκίμασα να επισυνάψω τις φωτογραφίες σε κείμενο, δεν έπιασε, το δοκίμασα ξανά μετά το μήνυμά σου, πάλι δεν έπιασε, οπότε, κατά την προσφιλή μου τακτική, τα παρατάω. Οι φωτογραφίες από Banaue και Batad είναι οι τέσσερις πιο πρόσφατες που βρίσκει κανείς στο gallery-Φιλιππίνες.
Χαιρετίσματα σε όλους από Κουάλα Λούμπουρ.