delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28
- Κεφάλαιο 29
- Κεφάλαιο 30
- Κεφάλαιο 31
- Κεφάλαιο 32
- Κεφάλαιο 33
- Κεφάλαιο 34
- Κεφάλαιο 35
- Κεφάλαιο 36
Kaohsiung, η... Θεσσαλονίκη της Ταϊβάν
Την ημέρα που πήραμε τρένο από Hualien για Kaohsiung, έπρεπε να ξυπνήσουμε στις πέντε, και να είμαστε στον -πολύ κοντινό στον ξενώνα μας- σιδηροδρομικό σταθμό λίγο πριν τις έξι. Υπό διαφορετικές συνθήκες, όντας μουρτζούφλης από τη φύση μου, θα ήμουν “σπασμένος”, αμίλητος, κι απλά μηχανικά θα έκανα όλα εκείνα που συνοδεύουν το άδειασμα ενός δωματίου (τσεκάρισμα μην ξεχάσουμε τίποτα και κουτουλάμε την γκλάβα μας στον τοίχο αργότερα) και τη μετάβαση στο σημείο αναχώρησης. Οι αφίξεις οπουδήποτε σε... άγριες ώρες, δε με πειράζουν σχεδόν ποτέ, επειδή πάντα υπάρχει η... φλόγα του ότι φθάνω σε ένα νέο μέρος. Τις αναχωρήσεις όμως σε άγριες ώρες, δεν τις ζω με την ίδια... εσωτερική φλόγα. Σταυρώστε με...
Το συγκεκριμένο πρωινό όμως, αντί να έχω κάτι μούτρα “ΝΑ”, σφύριζα(!), και μουρμούριζα στιχάκια από τραγουδάκια που λένε οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων στην Αργεντινή (και παντού αλλού στη Νότια Αμερική, αλλά εγώ λατρεύω περισσότερο τη μελωδικότητα των Αργεντινών), κάτι που κάνω μόνο όταν είμαι σε πραγματικά καλή διάθεση. Η φίλη μου, που με ξέρει αρκετά καλά πια, ξαφνιάστηκε και με ρώτησε προς τι τα κέφια. Της είπα την αλήθεια. Ήμουν ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΣ που το τρένο που θα παίρναμε, είχε προορισμό το Kaohsiung...
Έχοντας διαβάσει (μάλλον... ξετινάξει) τον οδηγό του Lonely Planet για Ταϊβάν πριν το ταξίδι μας εκεί, το μέρος που μου... έκανε κλικ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, ήταν το Kaohsiung. Διάβασα για μία πόλη πάνω στη θάλασσα, η οποία μάλιστα έχει και δικό της νησί, η οποία τα τελευταία χρόνια... συμμαζεύτηκε, καθάρισε το ποτάμι της, από... αποχωρητήριο το έκανε βάση δίπλα στο οποίο δημιουργήθηκαν πάρκα για τσάρκα και χάζι, διάβασα για τα ποδήλατα που η πόλη δίνει δωρεάν στους κατοίκους και τους επισκέπτες της, για τις δύο παραλίες εντός των ορίων της πόλης, διάβασα για τη γενικότερη... χαλαρή διάθεση, χαλαρότερη από εκείνη που επικρατεί στην Ταϊπέι, τους κάπως πιο αργούς ρυθμούς, τη μικρότερη... βιασύνη του κόσμου να πάει από εδώ εκεί. Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, και το μόνο που έλειπε από το κείμενο-περιγραφή του Kaohsiung ήταν ένας αστερίσκος, με παραπομπή στο τέλος της σελίδας, που να έγραφε “*εσύ, ΕΣΥ, Δημήτρη!, που διαβάζεις αυτές τις σελίδες, τι άλλο περιμένεις για να πας στο Kaohsiung;!”
Η πόλη με κέρδισε με το “καλώς τον”. Βγαίνοντας από τον σταθμό των τρένων, είσαι ήδη στο κέντρο μίας πολύ ζωντανής περιοχής. Μερικά βήματα αριστερά, πήραμε μετρό για τον ξενώνα μας, που ήταν 70-80 μέτρα από τον ουρανοξύστη-σήμα κατατεθέν της πόλης, ξενώνας, παρεμπιπτόντως, τον οποίο χωρίς δεύτερη σκέψη κατατάσσω στους πέντε καλύτερους που έχω μείνει, οπουδήποτε στον κόσμο. Στα 100 μέτρα είχαμε σταθμό από τον οποίο μπορούσαμε να δανειστούμε ποδήλατο, δωρεάν για την πρώτη ώρα, περίπου 25 λεπτά του ευρώ για κάθε επιπλέον μισάωρο, όμως δεν πληρώσαμε ποτέ, επειδή οι αποστάσεις στο Kaohsiung είναι σχετικά μικρές, και καλύπτονται εύκολα σε λιγότερο από 60 λεπτά. Βόλτα δίπλα στο ποτάμι, επίσκεψη σε ένα μουσείο που η φίλη μου χάρηκε σαν παιδί (αφιερωμένο στους Hakka, Κινέζους, από περιοχή της Κίνας στην οποία βρίσκονται οι ρίζες και της φίλης μου), περισσότερη βόλτα, και κατάληξη σε “night market”, οι οποίες είναι ένα από τα top χαρακτηριστικά της Ταϊβάν, και προσφέρουν... υπαίθριο shopping, φαγητό, και πολύ-πολύ χάζι. Κάπως έτσι, η πρώτη μέρα στο Kaohsiung πέρασε ξέγνοιαστα-ξέγνοιαστα-ξέγνοιαστα, κι οι επόμενες δύο ημέρες αποδείχθηκαν ακόμη πιο... χαλαρωτικές για τα τεντωμένα (για λόγους άσχετους με τη χώρα) νεύρα μου.
Μία ολόκληρη μέρα περάσαμε στο νησί (παίρνεις πλοιάριο και σε πέντε λεπτά είσαι απέναντι), και μία στη λίμνη βόρεια του κέντρου της πόλης, λίμνη τριγυρισμένη από κινέζικους ναούς και... να τα πω “αγάλματα”;, φανταστείτε Κινέζους “αγίους” (εντελώς καταχρηστικός ο όρος, καμία σχέση με την έννοια που η λέξη έχει για τους Χριστιανούς Αγίους), αλλά και τεράστιους δράκους και τίγρεις, τόσο μεγάλους που περπατάς μέσα τους, μπαίνεις από το στόμα τους (κατά προτίμηση), χαζεύεις τοιχογραφίες δεξιά-αριστερά για περίπου 20 μέτρα, και βγαίνεις από τον... πωπό τους. Η λίμνη δεν είναι τεράστια, όμως είναι μεγαλούτσικη, για να κάνεις τον κύκλο σταματώντας σε κάθε ναό (κάποιοι εκ των οποίων είναι κτισμένοι στο εσωτερικό της λίμνης, και είναι προσβάσιμοι από μακριές “αποβάθρες”) χρειάζεσαι αρκετό χρόνο, ειδικά αν σταματήσεις δύο-τρεις φορές για να γευθείς τοπικές λιχουδιές. Κι εκεί που έχεις ολοκληρώσει τον κύκλο της, βλέπεις ότι η ώρα έχει περάσει, ο ήλιος έχει πέσει αρκετά, κι αν είσαι όπως εγώ, λάτρης της λήψης φωτογραφιών, αρχίζεις δεύτερο κύκλο, για να βγάλεις φωτογραφίες με πολύ διαφορετικό (και ασύγκριτα καλύτερο για φωτογραφίες) φωτισμό, εκείνο του “αργά το απόγευμα, που ο ήλιος κάνει τα χρώματα να φαίνονται πιο 'ζεστά'”.
Όσο για το νησί, περάσαμε ώρες κάνοντας ποδήλατο (νοικιάσαμε για όλη τη μέρα με κάτι περισσότερο από δύο ευρώ), και πάλι δεν προλάβαμε παρά να καλύψουμε ένα μόνο μέρος του. Μακρόστενο, το πλάτος του είναι κατά κανόνα ελάχιστες εκατοντάδες μέτρα, με ατελείωτο ποδηλατόδρομο στη νότια πλευρά του, να αγναντεύεις την ανοικτή θάλασσα, και εκατοντάδες πλοιάρια αραγμένα σε αποβάθρες στη βόρεια πλευρά του, ό,τι πρέπει για φωτογραφίες, με τα πλοιάρια μπροστά, και τον ουρανοξύστη-έμβλημα της πόλης πίσω, στο βάθος. Τι να προσθέσω;... Ακόμα και με σκοτούρες στο μυαλό, ακόμα και με διάφορα “γαμώτο” να τα δίνουν όλα για να σου κάνουν χαλάστρα, το νησί Cijin λειτουργεί... μυοχαλαρωτικά. “Άδειασα” τόσο από έγνοιες, που κάποια στιγμή τρύπωσα ανάμεσα σε μερικές δεκάδες παιδάκια που έπαιζαν με το νερό που ξεπηδούσε από πίδακες στο έδαφος σε ένα παραθαλάσσιο πάρκο, κι απλά... στάθηκα εκεί, έγινα λούτσα. Η μόνη διαφορά μου με τους μπόμπιρες ήταν ότι εγώ δεν τσίριζα όταν πεταγόταν το νερό (και είχα το διπλάσιο/τριπλάσιο ύψος από εκείνους. Και φορούσα όλα τα ρούχα μου).
Με αυτά και μ' αυτά, φθάνω στον τίτλο αυτού του κειμένου. Στη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε νησί “φάτσα” στην παραλία μας (αν και κάποια στιγμή, κάπου διάβασα την πρόταση κάποιων, υποθέτω μεταξύ σοβαρού και αστείου, να δημιουργήσουμε ένα τεχνητό, το “Θεσσαλονήσι”), δεν έχουμε μετρό (μην αρχίσω τώρααααα... #*&%$^!!!), δεν έχουμε ποτάμι και δωρεάν ποδήλατα για να κάνουμε τσάρκα δίπλα του, δεν έχουμε ουρανοξύστη κάποιων δεκάδων ορόφων και observation deck στην κορυφή του, όμως το... feeling είναι παρόμοιο. Το Kaohsiung είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ταϊβάν, στην οποία μπορείς να χαρείς όλα όσα μπορεί κανείς να χαρεί σε μία πόλη, χωρίς όμως να χρειάζεται να διανύεις τεράστιες αποστάσεις για να πας από το Α στο Β. Είναι μεν πόλη, αλλά έχεις την αίσθηση ότι είσαι σε ένα -πολύ μεγάλο- χωριό, στο οποίο καβαλάς ένα ποδήλατο και σε λίγη ώρα είσαι εκεί που θέλεις (κάτι που έχω περάσει χρόνια κάνοντας στη Θεσσαλονίκη). Και κάθε φορά που καθόμασταν κάπου για φαγητό, ή ρωτούσαμε κάποιον κάτι, ή έπρεπε να τακτοποιήσουμε κάποια εκκρεμότητα που είχε να κάνει με οτιδήποτε, αισθανόμουν ότι οι συνομιλητές μας είχαν λίγο περισσότερο χρόνο για κουβέντα, λίγη περισσότερη διάθεση, για μία ερώτηση παραπάνω (“από πού είστε; Ααα... Μαλαισία και Ελλάδα”), για μία διευκρίνηση παραπάνω, ακόμα-ακόμα και για ένα χαμόγελο παραπάνω, ίσως επειδή ο θόρυβος τριγύρω ήταν συνήθως μικρότερος (λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότερη κίνηση, λιγότερα κορναρίσματα), ίσως επειδή δε βιάζονταν τόσο να μας “ξεπετάξουν” και να συνεχίσουν αυτό που έκαναν πριν τους πλησιάσουμε, ή ίσως απλά επειδή βλέπουν πολύ λιγότερους ξένους τουρίστες απ' όσους βλέπουν στην Ταϊπέι, κι έχουν μεγαλύτερη περιέργεια να μάθουν για σένα, και φυσικά για το πώς σου φαίνεται η πόλη τους (στο μουσείο του Hakka πολιτισμού, μέχρι και δώρο μου έκαναν, κι ιδρώσαμε να βάλουμε τέλος στις ερωτήσεις τους για εμάς). ¿Qué sé yo?... (πρέπει να με παρακολουθείτε από τις ημέρες μου στο Μπουένος Άιρες για να καταλάβετε πού κολλάει αυτό). Με αυτήν την εντύπωση έμεινα, ίσως και μεγαλοποιώντας κάπως τα θετικά τού Kaohsiung, όπως συμβαίνει καμιά φορά όταν πηγαίνουμε σε ένα μέρος με ΠΟΛΥ θετική προδιάθεση, και βλέπουμε εκεί τις υψηλές προσδοκίες μας να “ματσάρονται”, να καλύπτονται, και μάλιστα το μέρος να είναι ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ “ουάου” απ' ότι περιμέναμε...
Ένα κείμενο μου μένει για Ταϊβάν, με Tainan, και... διθυραμβικό απολογισμό των τριών εβδομάδων μου στο νησί.
Χαιρετίσματα από Κουάλα Λούμπουρ. Αν ξέρετε κανέναν μουσουλμάνο, πείτε του “σελάματ Χάρι Ράγια” (μη φοβάστε, δε θα τον βρίζετε, καλό είναι).
Την ημέρα που πήραμε τρένο από Hualien για Kaohsiung, έπρεπε να ξυπνήσουμε στις πέντε, και να είμαστε στον -πολύ κοντινό στον ξενώνα μας- σιδηροδρομικό σταθμό λίγο πριν τις έξι. Υπό διαφορετικές συνθήκες, όντας μουρτζούφλης από τη φύση μου, θα ήμουν “σπασμένος”, αμίλητος, κι απλά μηχανικά θα έκανα όλα εκείνα που συνοδεύουν το άδειασμα ενός δωματίου (τσεκάρισμα μην ξεχάσουμε τίποτα και κουτουλάμε την γκλάβα μας στον τοίχο αργότερα) και τη μετάβαση στο σημείο αναχώρησης. Οι αφίξεις οπουδήποτε σε... άγριες ώρες, δε με πειράζουν σχεδόν ποτέ, επειδή πάντα υπάρχει η... φλόγα του ότι φθάνω σε ένα νέο μέρος. Τις αναχωρήσεις όμως σε άγριες ώρες, δεν τις ζω με την ίδια... εσωτερική φλόγα. Σταυρώστε με...
Το συγκεκριμένο πρωινό όμως, αντί να έχω κάτι μούτρα “ΝΑ”, σφύριζα(!), και μουρμούριζα στιχάκια από τραγουδάκια που λένε οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων στην Αργεντινή (και παντού αλλού στη Νότια Αμερική, αλλά εγώ λατρεύω περισσότερο τη μελωδικότητα των Αργεντινών), κάτι που κάνω μόνο όταν είμαι σε πραγματικά καλή διάθεση. Η φίλη μου, που με ξέρει αρκετά καλά πια, ξαφνιάστηκε και με ρώτησε προς τι τα κέφια. Της είπα την αλήθεια. Ήμουν ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΣ που το τρένο που θα παίρναμε, είχε προορισμό το Kaohsiung...
Έχοντας διαβάσει (μάλλον... ξετινάξει) τον οδηγό του Lonely Planet για Ταϊβάν πριν το ταξίδι μας εκεί, το μέρος που μου... έκανε κλικ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, ήταν το Kaohsiung. Διάβασα για μία πόλη πάνω στη θάλασσα, η οποία μάλιστα έχει και δικό της νησί, η οποία τα τελευταία χρόνια... συμμαζεύτηκε, καθάρισε το ποτάμι της, από... αποχωρητήριο το έκανε βάση δίπλα στο οποίο δημιουργήθηκαν πάρκα για τσάρκα και χάζι, διάβασα για τα ποδήλατα που η πόλη δίνει δωρεάν στους κατοίκους και τους επισκέπτες της, για τις δύο παραλίες εντός των ορίων της πόλης, διάβασα για τη γενικότερη... χαλαρή διάθεση, χαλαρότερη από εκείνη που επικρατεί στην Ταϊπέι, τους κάπως πιο αργούς ρυθμούς, τη μικρότερη... βιασύνη του κόσμου να πάει από εδώ εκεί. Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, και το μόνο που έλειπε από το κείμενο-περιγραφή του Kaohsiung ήταν ένας αστερίσκος, με παραπομπή στο τέλος της σελίδας, που να έγραφε “*εσύ, ΕΣΥ, Δημήτρη!, που διαβάζεις αυτές τις σελίδες, τι άλλο περιμένεις για να πας στο Kaohsiung;!”
Η πόλη με κέρδισε με το “καλώς τον”. Βγαίνοντας από τον σταθμό των τρένων, είσαι ήδη στο κέντρο μίας πολύ ζωντανής περιοχής. Μερικά βήματα αριστερά, πήραμε μετρό για τον ξενώνα μας, που ήταν 70-80 μέτρα από τον ουρανοξύστη-σήμα κατατεθέν της πόλης, ξενώνας, παρεμπιπτόντως, τον οποίο χωρίς δεύτερη σκέψη κατατάσσω στους πέντε καλύτερους που έχω μείνει, οπουδήποτε στον κόσμο. Στα 100 μέτρα είχαμε σταθμό από τον οποίο μπορούσαμε να δανειστούμε ποδήλατο, δωρεάν για την πρώτη ώρα, περίπου 25 λεπτά του ευρώ για κάθε επιπλέον μισάωρο, όμως δεν πληρώσαμε ποτέ, επειδή οι αποστάσεις στο Kaohsiung είναι σχετικά μικρές, και καλύπτονται εύκολα σε λιγότερο από 60 λεπτά. Βόλτα δίπλα στο ποτάμι, επίσκεψη σε ένα μουσείο που η φίλη μου χάρηκε σαν παιδί (αφιερωμένο στους Hakka, Κινέζους, από περιοχή της Κίνας στην οποία βρίσκονται οι ρίζες και της φίλης μου), περισσότερη βόλτα, και κατάληξη σε “night market”, οι οποίες είναι ένα από τα top χαρακτηριστικά της Ταϊβάν, και προσφέρουν... υπαίθριο shopping, φαγητό, και πολύ-πολύ χάζι. Κάπως έτσι, η πρώτη μέρα στο Kaohsiung πέρασε ξέγνοιαστα-ξέγνοιαστα-ξέγνοιαστα, κι οι επόμενες δύο ημέρες αποδείχθηκαν ακόμη πιο... χαλαρωτικές για τα τεντωμένα (για λόγους άσχετους με τη χώρα) νεύρα μου.
Μία ολόκληρη μέρα περάσαμε στο νησί (παίρνεις πλοιάριο και σε πέντε λεπτά είσαι απέναντι), και μία στη λίμνη βόρεια του κέντρου της πόλης, λίμνη τριγυρισμένη από κινέζικους ναούς και... να τα πω “αγάλματα”;, φανταστείτε Κινέζους “αγίους” (εντελώς καταχρηστικός ο όρος, καμία σχέση με την έννοια που η λέξη έχει για τους Χριστιανούς Αγίους), αλλά και τεράστιους δράκους και τίγρεις, τόσο μεγάλους που περπατάς μέσα τους, μπαίνεις από το στόμα τους (κατά προτίμηση), χαζεύεις τοιχογραφίες δεξιά-αριστερά για περίπου 20 μέτρα, και βγαίνεις από τον... πωπό τους. Η λίμνη δεν είναι τεράστια, όμως είναι μεγαλούτσικη, για να κάνεις τον κύκλο σταματώντας σε κάθε ναό (κάποιοι εκ των οποίων είναι κτισμένοι στο εσωτερικό της λίμνης, και είναι προσβάσιμοι από μακριές “αποβάθρες”) χρειάζεσαι αρκετό χρόνο, ειδικά αν σταματήσεις δύο-τρεις φορές για να γευθείς τοπικές λιχουδιές. Κι εκεί που έχεις ολοκληρώσει τον κύκλο της, βλέπεις ότι η ώρα έχει περάσει, ο ήλιος έχει πέσει αρκετά, κι αν είσαι όπως εγώ, λάτρης της λήψης φωτογραφιών, αρχίζεις δεύτερο κύκλο, για να βγάλεις φωτογραφίες με πολύ διαφορετικό (και ασύγκριτα καλύτερο για φωτογραφίες) φωτισμό, εκείνο του “αργά το απόγευμα, που ο ήλιος κάνει τα χρώματα να φαίνονται πιο 'ζεστά'”.
Όσο για το νησί, περάσαμε ώρες κάνοντας ποδήλατο (νοικιάσαμε για όλη τη μέρα με κάτι περισσότερο από δύο ευρώ), και πάλι δεν προλάβαμε παρά να καλύψουμε ένα μόνο μέρος του. Μακρόστενο, το πλάτος του είναι κατά κανόνα ελάχιστες εκατοντάδες μέτρα, με ατελείωτο ποδηλατόδρομο στη νότια πλευρά του, να αγναντεύεις την ανοικτή θάλασσα, και εκατοντάδες πλοιάρια αραγμένα σε αποβάθρες στη βόρεια πλευρά του, ό,τι πρέπει για φωτογραφίες, με τα πλοιάρια μπροστά, και τον ουρανοξύστη-έμβλημα της πόλης πίσω, στο βάθος. Τι να προσθέσω;... Ακόμα και με σκοτούρες στο μυαλό, ακόμα και με διάφορα “γαμώτο” να τα δίνουν όλα για να σου κάνουν χαλάστρα, το νησί Cijin λειτουργεί... μυοχαλαρωτικά. “Άδειασα” τόσο από έγνοιες, που κάποια στιγμή τρύπωσα ανάμεσα σε μερικές δεκάδες παιδάκια που έπαιζαν με το νερό που ξεπηδούσε από πίδακες στο έδαφος σε ένα παραθαλάσσιο πάρκο, κι απλά... στάθηκα εκεί, έγινα λούτσα. Η μόνη διαφορά μου με τους μπόμπιρες ήταν ότι εγώ δεν τσίριζα όταν πεταγόταν το νερό (και είχα το διπλάσιο/τριπλάσιο ύψος από εκείνους. Και φορούσα όλα τα ρούχα μου).
Με αυτά και μ' αυτά, φθάνω στον τίτλο αυτού του κειμένου. Στη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε νησί “φάτσα” στην παραλία μας (αν και κάποια στιγμή, κάπου διάβασα την πρόταση κάποιων, υποθέτω μεταξύ σοβαρού και αστείου, να δημιουργήσουμε ένα τεχνητό, το “Θεσσαλονήσι”), δεν έχουμε μετρό (μην αρχίσω τώρααααα... #*&%$^!!!), δεν έχουμε ποτάμι και δωρεάν ποδήλατα για να κάνουμε τσάρκα δίπλα του, δεν έχουμε ουρανοξύστη κάποιων δεκάδων ορόφων και observation deck στην κορυφή του, όμως το... feeling είναι παρόμοιο. Το Kaohsiung είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ταϊβάν, στην οποία μπορείς να χαρείς όλα όσα μπορεί κανείς να χαρεί σε μία πόλη, χωρίς όμως να χρειάζεται να διανύεις τεράστιες αποστάσεις για να πας από το Α στο Β. Είναι μεν πόλη, αλλά έχεις την αίσθηση ότι είσαι σε ένα -πολύ μεγάλο- χωριό, στο οποίο καβαλάς ένα ποδήλατο και σε λίγη ώρα είσαι εκεί που θέλεις (κάτι που έχω περάσει χρόνια κάνοντας στη Θεσσαλονίκη). Και κάθε φορά που καθόμασταν κάπου για φαγητό, ή ρωτούσαμε κάποιον κάτι, ή έπρεπε να τακτοποιήσουμε κάποια εκκρεμότητα που είχε να κάνει με οτιδήποτε, αισθανόμουν ότι οι συνομιλητές μας είχαν λίγο περισσότερο χρόνο για κουβέντα, λίγη περισσότερη διάθεση, για μία ερώτηση παραπάνω (“από πού είστε; Ααα... Μαλαισία και Ελλάδα”), για μία διευκρίνηση παραπάνω, ακόμα-ακόμα και για ένα χαμόγελο παραπάνω, ίσως επειδή ο θόρυβος τριγύρω ήταν συνήθως μικρότερος (λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότερη κίνηση, λιγότερα κορναρίσματα), ίσως επειδή δε βιάζονταν τόσο να μας “ξεπετάξουν” και να συνεχίσουν αυτό που έκαναν πριν τους πλησιάσουμε, ή ίσως απλά επειδή βλέπουν πολύ λιγότερους ξένους τουρίστες απ' όσους βλέπουν στην Ταϊπέι, κι έχουν μεγαλύτερη περιέργεια να μάθουν για σένα, και φυσικά για το πώς σου φαίνεται η πόλη τους (στο μουσείο του Hakka πολιτισμού, μέχρι και δώρο μου έκαναν, κι ιδρώσαμε να βάλουμε τέλος στις ερωτήσεις τους για εμάς). ¿Qué sé yo?... (πρέπει να με παρακολουθείτε από τις ημέρες μου στο Μπουένος Άιρες για να καταλάβετε πού κολλάει αυτό). Με αυτήν την εντύπωση έμεινα, ίσως και μεγαλοποιώντας κάπως τα θετικά τού Kaohsiung, όπως συμβαίνει καμιά φορά όταν πηγαίνουμε σε ένα μέρος με ΠΟΛΥ θετική προδιάθεση, και βλέπουμε εκεί τις υψηλές προσδοκίες μας να “ματσάρονται”, να καλύπτονται, και μάλιστα το μέρος να είναι ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ “ουάου” απ' ότι περιμέναμε...
Ένα κείμενο μου μένει για Ταϊβάν, με Tainan, και... διθυραμβικό απολογισμό των τριών εβδομάδων μου στο νησί.
Χαιρετίσματα από Κουάλα Λούμπουρ. Αν ξέρετε κανέναν μουσουλμάνο, πείτε του “σελάματ Χάρι Ράγια” (μη φοβάστε, δε θα τον βρίζετε, καλό είναι).