10900km
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.190
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28
- Κεφάλαιο 29
- Κεφάλαιο 30
- Κεφάλαιο 31
- Κεφάλαιο 32
- Κεφάλαιο 33
- Κεφάλαιο 34
- Κεφάλαιο 35
- Κεφάλαιο 36
Sagada, Banaue, Batad, από το ναδίρ, στο ζενίθ
Όταν αγόρασα τα εισιτήρια της Air Asia από Ταϊπέι για Φιλιππίνες και από εκεί για Κουάλα Λούμπουρ, το μόνο βέβαιο ήταν ότι στις “Pilipinas” θα έφθανα στο, και θα έφευγα από, το αεροδρόμιο του Άνχελες, 80-90 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του κέντρου της Μανίλα. Πού θα περνούσα τις τρεις εβδομάδες μου εκεί, δεν είχα ιδέα. Στρώθηκα στο διάβασμα, είδα φωτογραφίες, έκανα το homework μου, και κατέληξα στο ότι ναι μεν οι παραλίες σε κάποια νησιά των Φιλιππίνων μοιάζουν ονειρεμένες, όμως εγώ ήθελα να δω κάτι που δεν μπορώ να δω στη Μαλαισία, και ίσως σε καμία άλλη χώρα, οπουδήποτε στον κόσμο, τουλάχιστον όχι στο... μεγαλείο που το συγκεκριμένο προσφέρεται στα βουνά του νησιού Luzon, και με το “συγκεκριμένο” εννοώ τα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα γύρω από το Banaue, το Batad, και σε μια ντουζίνα ακόμα ορεινά σημεία του βορειότερου μεγάλου νησιού της χώρας. Με “φάρο” το Banaue έστησα το πρόγραμμα των τριών εβδομάδων στις Φιλιππίνες, και οι καταστάσεις τα έφεραν έτσι που δικαιώθηκα για την επιλογή μου...
Μετά από τέσσερις κακές ημέρες στο “λίγο” Vigan και στο “αποπνικτικό” Baguio, πήραμε λεωφορείο για Sagada, χωριό, ουσιαστικά, που περιγράφεται σαν “Μέκκα των backpackers”, λόγω των καλών/φθηνών καταλυμάτων του, των δυνατοτήτων για εξερεύνηση της γύρω περιοχής, και της γενικότερης χαλαρής ατμόσφαιράς του. Προσωπικά, την πρώτη μέρα μου εκεί (και τελευταία του ταξιδιού παρέα με τη φίλη μου), θα τη θυμάμαι σαν εκείνη κατά την οποία έφθασα στο τσακ να κουτουλήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, κάτι που έχω να κάνω από τον Νοέμβριο του 2010 (υπάρχει λόγος που το θυμάμαι, θα τον μοιραστώ όταν, παραμονές αναχώρησης για Ιάβα, σε κάτι παραπάνω από μια βδομάδα, αναφέρω τον βασικό λόγο για τον οποίο επιστρέφω εκεί, και κυρίως στην Τζακάρτα)...
Στις Φιλιππίνες, και νωρίτερα στην Ταϊβάν, ήμουν με χρήματα που είχα βγάλει δουλεύοντας online για ένα μαλαισιανό media group. Η δουλειά μου είναι εύκολη κι ευχάριστη, και ποτέ δε μου είχε πάρει περισσότερο από μιάμιση ώρα την ημέρα. Στη Sagada έφθασα στο σημείο να αισθανθώ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την κάνω, ακόμα κι αν αφιέρωνα ένα δωδεκάωρο... Σας έχω τρεις λέξεις: σχεδόν, ανύπαρκτο, ίντερνετ. Επειδή με πιάνει πονοκέφαλος και μόνο που θυμάμαι εκείνο το απόγευμα/βράδυ, αναφέρω απλά ότι τις κουτουλιές στον τοίχο τις απέφυγα αργά το βράδυ, όταν οι χρήστες του ίντερνετ στο χωριό μειώθηκαν δραστικά, προφανώς, και μπορούσα επιτέλους να χρησιμοποιήσω το ασύρματο δίκτυο του ξενώνα μας, έστω κι αν πήγαινε με ταχύτητα... σαλιγκαριού.
Το επόμενο πρωί έμεινα μόνος, με τη φίλη μου να επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο με προορισμό το Baguio, κι από εκεί σε δεύτερο με τελικό προορισμό το αεροδρόμιο του Άνχελες. Το πώς αισθάνθηκα τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά την αναχώρηση του λεωφορείου της, δεν το περιγράφω, επειδή φοβάμαι ότι ειδικά οι αναγνώστριές μου θα ψελλίσουν “τι γαϊδούρι...” Καλώς ή κακώς όμως, ήταν σαν να πάτησα ένα αόρατο πλήκτρο, κι από τη μία στιγμή στην άλλη αισθάνθηκα γεμάτος διάθεση να κάνω πράγματα, να ψάξω για τα “κρεμάμενα φέρετρα” (σφηνωμένα ψηλά σε απότομες πλαγιές βράχων) “αξιοθέατο”-σήμα κατατεθέν της Sagada, για τη σπηλιά με τα φέρετρα που έχουν πάνω τους σκαλισμένες σαύρες, να πάω στο σημείο απ' όπου μπορείς να πεις κάτι και να ακούσεις τον αντίλαλο να ταξιδεύει μέχρι το τέλος μιας χαράδρας, να περπατήσω στα γύρω ρυζοχώραφα “καταπίνοντας” το ένα γειτονικό χωριό μετά το άλλο. Ήμουν ΤΟΣΟ ευδιάθετος, που για πρώτη φορά μετά το πρωινό που πήραμε τρένο από Hualien για Kaohsiung στην Ταϊβάν, σφύριζα και σιγοτραγουδούσα. Η ξεγνοιασιά προφανώς δεν είναι μπακαλίστικα μετρήσιμη. Προσωπικά όμως, τη δική μου τη “μετράω” με το πόσο χρόνο κατά τη διάρκεια μιας ημέρας περνάω σφυρίζοντας και σιγοτραγουδώντας (ή, όταν υπάρχει κόσμος τριγύρω, απλά μουρμουρίζοντας στιχάκια). Κάπως έτσι, κατέληξα να περάσω στη χαριτωμένη Sagada και τρίτο βράδυ, εκτός προγράμματος (έχοντας βρει λύση στο μέγα ζήτημα του ίντερνετ).
Με την αφεντιά μου να είναι πλέον άλλος άνθρωπος, ήταν καιρός να ακολουθήσω το... φως του φάρου μου, να πάω στο μέρος που είχα ως μεγαλύτερο “must” εκείνες τις τρεις εβδομάδες στις Φιλιππίνες. Banaue... Για να πάω εκεί, έπρεπε να πάρω jeepney (μικρό, πολύχρωμο, άκρως γραφικό, πάμφθηνο “λεωφορείο”, σήμα κατατεθέν των Φιλιππίνων) για Bontoc, και από εκεί λεωφορείο ή βανάκι για Banaue. Στο υπόστεγο στο Bontoc που βρήκα βανάκι που πήγαινε (όοοοταν κάποια στιγμή γέμιζε) εκεί που ήθελα να πάω, η τύχη, η μοίρα, δεν ξέρω τι, μου έστειλε ένα μήνυμα (έτσι το εξέλαβα) για το πώς έπρεπε να περάσω τις αμέσως επόμενες ημέρες. Ακριβώς πριν αναχωρήσουμε (πληρώνοντας στον οδηγό πολλαπλάσια του κανονικού “εισιτηρίου”, προκειμένου να μην περιμένουμε άλλες δύο ώρες για να γεμίσει πλήρως τις θέσεις του βαν του), εμφανίστηκε ένας Ισπανός τύπος, που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο να γεμίσουν οι επόμενες ημέρες μου με φανταστικές αναμνήσεις που χωρίς εκείνον δε θα είχα σήμερα...
Ήταν η όγδοη μέρα μου στις Φιλιππίνες, και τον Ρικάρντο τον πετύχαινα σε τρίτη διαφορετική πόλη! Τον είχα δει στο Vigan, είχε μείνει στον ίδιο ξενώνα με εμάς, είχαμε ανταλλάξει καλημέρες και καλησπέρες. Τον είχα πετύχει στη Sagada, ξανά είχε μείνει στον ίδιο ξενώνα με εμάς, εκεί είχαμε ανταλλάξει και πέντε κουβέντες περί Φιλιππίνων. Τον πετύχαινα ξανά στο Bontoc, κι έμελλε να συνεχίσουμε μαζί μέχρι και τη Μανίλα, μέχρι τη μέρα που πέταξε για Μαδρίτη, βάζοντας τέλος σε... τρελό ταξίδι εννιά μηνών.
Χμμμ... Καιρός να συντομεύω...
Banaue λοιπόν. “Έγραψε” στην ταξιδιωτική συνείδησή μου. Με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Κτισμένο σε σχετικά απότομη πλαγιά βουνού, τα περισσότερα σπίτια του και ξενώνες του μοιάζουν να κινδυνεύουν με την πρώτη δυνατή βροχή να... καταλήξουν στο ποτάμι που περνάει με ορμή από κάτω. Από την απέναντι δε πλευρά του ποταμού, έχεις το Banaue... πιάτο, θέα, επιβλητικό, σαν να σε επιτηρεί από ψηλά, με το διαρκές soundtrack του ορμητικού ποταμού να σου θυμίζει ότι είσαι “μέσα στη φύση”. Όσο για τα περίφημα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα της περιοχής, ναι, τα χάρηκα, τα... έφαγα με τα μάτια μου, πλημμυρισμένος από τη δεύτερη μέρα μου εκεί και μετά, από μία... ανόητη αίσθηση περηφάνιας, επειδή είχα φθάσει στο σημείο με την καλύτερη θέα όχι περπατώντας για 40 λεπτά από το Banaue στον κεντρικό δρόμο, αλλά... σκαρφαλώνοντας εκεί επί ώρες, έχοντας δεχθεί την πρόσκληση του Ρικάρντο να δοκιμάσουμε να βρούμε το μονοπάτι στην απέναντι πλευρά του ποταμού.
Της φύσης, δεν είμαι. Άφησέ με στη μέση ενός πανέμορφου δάσους, και το πιθανότερο είναι σε δύο ώρες να βάλω τα κλάματα από βαρεμάρα. Ένα άθλιο κτήριο στην άκρη της πιο υποβαθμισμένης περιοχής της πιο βρόμικης πόλης της πιο υπανάπτυκτης χώρας του πλανήτη, μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον από χιλιάδες υγιή δέντρα με τα εντυπωσιακά κλαδιά τους και τα “σκέτη ζωγραφιά” φύλλα τους. Μέχρι να πεθάνω θα έχω να λέω ότι στους καταρράκτες του Ιγκουασού πήγα πρώτα και κύρια επειδή ήθελα να σπάσω στα δύο τη μεγάλη διαδρομή από την Ασουνσιόν στο Σάο Πάουλο, κι όχι για να θαυμάσω τους καταρράκτες (άσχετα αν βλέποντας πώς είναι, έμεινα περισσότερο απ' όσο είχα υπολογίσει, κι ευχήθηκα να μπορούσα να μείνω ακόμα περισσότερο). Προσθέστε στη λέξη “φύση” τη λέξη “hiking”, κι έχετε έναν συνδυασμό μεταξύ του οποίου και του να κοιμηθώ σε χώρο αποσκευών του μικρότερου αυτοκινήτου στον κόσμο, θα προτιμούσα το δεύτερο. Όμως...
Όμως σωστά ή βλακωδώς, με έχω πείσει ότι ειδικά όταν ταξιδεύω, πρέπει να “διαβάζω σημάδια”, πρέπει να αρπάζω ευκαιρίες να κάνω πράγματα που υπό διαφορετικές συνθήκες ούτε καν θα περνούσε από το στενό μυαλό μου να κάνω. Έτσι, όταν ο Ρικάρντο, με τον οποίο ήμασταν πλέον σε ΤΕΤΑΡΤΟ διαφορετικό μέρος μέσα σε οκτώ μέρες, επέμεινε ότι έπρεπε να πάω μαζί του στα... τυφλά, σχεδόν (δεν υπάρχουν ταμπέλες στο μονοπάτι. Έχεις μόνο την... κοινή λογική σου, και τη βοήθεια ντόπιων που μπορεί να συναντήσεις), σκέφτηκα ότι ήταν σημάδι. Ήταν; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι παρά την τρομάρα που πήρα (μόνο όταν φθάσαμε σε ένα σημείο στο οποίο το “μονοπάτι” είναι ένα γλιστερό πεζούλι πλάτους 6-7 εκατοστών με γκρεμό στα αριστερά και βουνό στα δεξιά μού είπε ότι κατά βάθος έχει πρόβλημα υψοφοβίας, κι άρχισα να του λέω ανόητα αστεία για να ξεχαστεί), παρά τα... μισητά μου σκαρφαλώματα σε πλαγιές με τόσο πυκνό φύλλωμα που χρειάζεται να σπας κλαδιά για να περάσεις, έστω και μετά από ώρες, έστω και... γδαρμένοι και ματωμένοι, φθάσαμε στον προορισμό μας, και κατά κάποιον τρόπο τη σούπερ θέα στα ρυζοχώραφα τη χάρηκα πολύ περισσότερο, σαν να την είχα... κερδίσει, αντί να μου την κάνουν δώρο...
Όσο για το Batad, για να πάμε εκεί από το Banaue, έπρεπε να πάρουμε “τρίκυκλο” για κάποια χιλιόμετρα σε έναν “ο Θεός να τον κάνει” δρόμο, να περπατήσουμε σε δεύτερο ανηφορικό δρόμο για περίπου μία ώρα, και μετά να κατέβουμε μια απότομη πλαγιά για άλλο τόσο και κάτι περισσότερο. Το “κερασάκι στην τούρτα” είναι ότι στο “φεύγα” από το Batad, θα έπρεπε να αρχίσουμε με “ανάβαση”, πριν πάρουμε τον κατηφορικό δρόμο που θα μας έβγαζε στον κεντρικό δρόμο από τον οποίο κάααποια στιγμή λογικά θα περνούσε ένα jeepney. Όλο αυτό το πακέτο, αν δεν ήταν ο Ρικάρντο, θα είχε “φάει” ένα τεράστιο “Χ” από τη φυγόπονη αφεντιά μου, με συνοπτικές διαδικασίες. Την τελευταία στιγμή όμως, είπα στον σπανιόλο “ναι” (μου είχε φάει τα αυτιά να πάμε στο Batad. Ήταν οι τελευταίες ημέρες του πολύμηνου ταξιδιού του και ήθελε να κάνει adventurous πράγματα). Ευτυχώς...
Ψόφησα στις αναβάσεις, γλίστρησα και έπεσα στον πισινό μου μισή ντουζίνα φορές στις καταβάσεις, χαθήκαμε τρεις ντουζίνες φορές, υπήρχαν στιγμές που αισθανόμουν ότι είχα ξεμείνει από αέρα όσο και να προσπαθούσα να αντλήσω από τριγύρω μου με το στόμα ανοικτό, κάθε τρεις και λίγο μου ερχόταν να πέσω στο έδαφος και να μείνω εκεί μέχρι να με χαρούν αρπακτικά πουλιά για γεύμα, όμως το Batad, έστω κι αν τα ρυζοχώραφά του δεν είναι τόσο “ουάου” όσο φαίνονται σε φωτογραφίες που είχα δει, είναι όντως... περίπτωση. Στο μικροσκοπικό και μη προσβάσιμο από κανενός είδους δρόμο Batad, καθισμένος στο μπαλκόνι του ξενώνα σου, έχεις απέναντι μία θέα που έκανε ακόμα και μένα, τον... ορκισμένο εχθρό των... κακουχιών σε βουνά και λαγκάδια, να σκεφτώ ότι “άξιζε τον Κόπο” (ο κόπος με κεφαλαίο, για να δώσω το μέγεθος του... παλουκιού με το οποίο ισοδυναμεί το να φθάσεις εκεί, το να ανέβεις στην κορυφή των ρυζοχώραφων, και φυσικά το να φύγεις από εκεί). Μια μεγάλη και απότομη βουνοπλαγιά είναι έτσι... σμιλεμένη, που μοιάζει με αμφιθέατρο, μόνο που αντί για κερκίδες και καρέκλες, έχει ρυζοχώραφα. Ζω-γρα-φιά...
Το μοναδικό “αλλά”, έχει να κάνει με την κατάσταση μέρους των ρυζοχώραφων. Πρόσεξα ότι κάποια κομμάτια έμοιαζαν... αφημένα, παρατημένα, παραμελημένα, κατεστραμμένα. Συνέκρινα αυτό που έβλεπα, με φωτογραφίες που είχα δει πριν πάμε εκεί. Η διαφορά ήταν εμφανής. Όταν επιστρέψαμε στο Banaue, πρόσεξα ταμπέλες μέσω των οποίων οι τοπικές αρχές καλούσαν εθελοντές να δηλώσουν συμμετοχή σε μία πρωτοβουλία που πήραν κάποιοι, να πάνε στο Batad, να αφιερώσουν κάποιες ημέρες, και να αποκαταστήσουν τα κατεστραμμένα ρυζοχώραφα. Ειλικρινά, ειλικρινά-ειλικρινά, αν είχα χρόνο (και αξιόπιστο ίντερνετ), θα καθόμουν στο Batad περισσότερο, και θα βοηθούσα όσο μπορούσα (αν και ακαμάτης από τη φύση μου, μάλλον μπελάδες θα προκαλούσα, παρά την καλή διάθεσή μου) για να μοιάζει ξανά το “αμφιθέατρο” έτσι όπως το είδα σε παλιές (πόσο παλιές, δεν ξέρω) φωτογραφίες.
Επόμενο κείμενο, για Μανίλα, η οποία “δικαιούται” ένα κείμενο μόνη της. Και μετά, ένα τελευταίο-απολογιστικό για τις τρεις εβδομάδες μου στις Φιλιππίνες, στο μικρό έστω, σχετικά, κομμάτι τους που “γύρισα”.
Χαιρετίσματα από Κουάλα Λούμπουρ
Όταν αγόρασα τα εισιτήρια της Air Asia από Ταϊπέι για Φιλιππίνες και από εκεί για Κουάλα Λούμπουρ, το μόνο βέβαιο ήταν ότι στις “Pilipinas” θα έφθανα στο, και θα έφευγα από, το αεροδρόμιο του Άνχελες, 80-90 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του κέντρου της Μανίλα. Πού θα περνούσα τις τρεις εβδομάδες μου εκεί, δεν είχα ιδέα. Στρώθηκα στο διάβασμα, είδα φωτογραφίες, έκανα το homework μου, και κατέληξα στο ότι ναι μεν οι παραλίες σε κάποια νησιά των Φιλιππίνων μοιάζουν ονειρεμένες, όμως εγώ ήθελα να δω κάτι που δεν μπορώ να δω στη Μαλαισία, και ίσως σε καμία άλλη χώρα, οπουδήποτε στον κόσμο, τουλάχιστον όχι στο... μεγαλείο που το συγκεκριμένο προσφέρεται στα βουνά του νησιού Luzon, και με το “συγκεκριμένο” εννοώ τα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα γύρω από το Banaue, το Batad, και σε μια ντουζίνα ακόμα ορεινά σημεία του βορειότερου μεγάλου νησιού της χώρας. Με “φάρο” το Banaue έστησα το πρόγραμμα των τριών εβδομάδων στις Φιλιππίνες, και οι καταστάσεις τα έφεραν έτσι που δικαιώθηκα για την επιλογή μου...
Μετά από τέσσερις κακές ημέρες στο “λίγο” Vigan και στο “αποπνικτικό” Baguio, πήραμε λεωφορείο για Sagada, χωριό, ουσιαστικά, που περιγράφεται σαν “Μέκκα των backpackers”, λόγω των καλών/φθηνών καταλυμάτων του, των δυνατοτήτων για εξερεύνηση της γύρω περιοχής, και της γενικότερης χαλαρής ατμόσφαιράς του. Προσωπικά, την πρώτη μέρα μου εκεί (και τελευταία του ταξιδιού παρέα με τη φίλη μου), θα τη θυμάμαι σαν εκείνη κατά την οποία έφθασα στο τσακ να κουτουλήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, κάτι που έχω να κάνω από τον Νοέμβριο του 2010 (υπάρχει λόγος που το θυμάμαι, θα τον μοιραστώ όταν, παραμονές αναχώρησης για Ιάβα, σε κάτι παραπάνω από μια βδομάδα, αναφέρω τον βασικό λόγο για τον οποίο επιστρέφω εκεί, και κυρίως στην Τζακάρτα)...
Στις Φιλιππίνες, και νωρίτερα στην Ταϊβάν, ήμουν με χρήματα που είχα βγάλει δουλεύοντας online για ένα μαλαισιανό media group. Η δουλειά μου είναι εύκολη κι ευχάριστη, και ποτέ δε μου είχε πάρει περισσότερο από μιάμιση ώρα την ημέρα. Στη Sagada έφθασα στο σημείο να αισθανθώ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την κάνω, ακόμα κι αν αφιέρωνα ένα δωδεκάωρο... Σας έχω τρεις λέξεις: σχεδόν, ανύπαρκτο, ίντερνετ. Επειδή με πιάνει πονοκέφαλος και μόνο που θυμάμαι εκείνο το απόγευμα/βράδυ, αναφέρω απλά ότι τις κουτουλιές στον τοίχο τις απέφυγα αργά το βράδυ, όταν οι χρήστες του ίντερνετ στο χωριό μειώθηκαν δραστικά, προφανώς, και μπορούσα επιτέλους να χρησιμοποιήσω το ασύρματο δίκτυο του ξενώνα μας, έστω κι αν πήγαινε με ταχύτητα... σαλιγκαριού.
Το επόμενο πρωί έμεινα μόνος, με τη φίλη μου να επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο με προορισμό το Baguio, κι από εκεί σε δεύτερο με τελικό προορισμό το αεροδρόμιο του Άνχελες. Το πώς αισθάνθηκα τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά την αναχώρηση του λεωφορείου της, δεν το περιγράφω, επειδή φοβάμαι ότι ειδικά οι αναγνώστριές μου θα ψελλίσουν “τι γαϊδούρι...” Καλώς ή κακώς όμως, ήταν σαν να πάτησα ένα αόρατο πλήκτρο, κι από τη μία στιγμή στην άλλη αισθάνθηκα γεμάτος διάθεση να κάνω πράγματα, να ψάξω για τα “κρεμάμενα φέρετρα” (σφηνωμένα ψηλά σε απότομες πλαγιές βράχων) “αξιοθέατο”-σήμα κατατεθέν της Sagada, για τη σπηλιά με τα φέρετρα που έχουν πάνω τους σκαλισμένες σαύρες, να πάω στο σημείο απ' όπου μπορείς να πεις κάτι και να ακούσεις τον αντίλαλο να ταξιδεύει μέχρι το τέλος μιας χαράδρας, να περπατήσω στα γύρω ρυζοχώραφα “καταπίνοντας” το ένα γειτονικό χωριό μετά το άλλο. Ήμουν ΤΟΣΟ ευδιάθετος, που για πρώτη φορά μετά το πρωινό που πήραμε τρένο από Hualien για Kaohsiung στην Ταϊβάν, σφύριζα και σιγοτραγουδούσα. Η ξεγνοιασιά προφανώς δεν είναι μπακαλίστικα μετρήσιμη. Προσωπικά όμως, τη δική μου τη “μετράω” με το πόσο χρόνο κατά τη διάρκεια μιας ημέρας περνάω σφυρίζοντας και σιγοτραγουδώντας (ή, όταν υπάρχει κόσμος τριγύρω, απλά μουρμουρίζοντας στιχάκια). Κάπως έτσι, κατέληξα να περάσω στη χαριτωμένη Sagada και τρίτο βράδυ, εκτός προγράμματος (έχοντας βρει λύση στο μέγα ζήτημα του ίντερνετ).
Με την αφεντιά μου να είναι πλέον άλλος άνθρωπος, ήταν καιρός να ακολουθήσω το... φως του φάρου μου, να πάω στο μέρος που είχα ως μεγαλύτερο “must” εκείνες τις τρεις εβδομάδες στις Φιλιππίνες. Banaue... Για να πάω εκεί, έπρεπε να πάρω jeepney (μικρό, πολύχρωμο, άκρως γραφικό, πάμφθηνο “λεωφορείο”, σήμα κατατεθέν των Φιλιππίνων) για Bontoc, και από εκεί λεωφορείο ή βανάκι για Banaue. Στο υπόστεγο στο Bontoc που βρήκα βανάκι που πήγαινε (όοοοταν κάποια στιγμή γέμιζε) εκεί που ήθελα να πάω, η τύχη, η μοίρα, δεν ξέρω τι, μου έστειλε ένα μήνυμα (έτσι το εξέλαβα) για το πώς έπρεπε να περάσω τις αμέσως επόμενες ημέρες. Ακριβώς πριν αναχωρήσουμε (πληρώνοντας στον οδηγό πολλαπλάσια του κανονικού “εισιτηρίου”, προκειμένου να μην περιμένουμε άλλες δύο ώρες για να γεμίσει πλήρως τις θέσεις του βαν του), εμφανίστηκε ένας Ισπανός τύπος, που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο να γεμίσουν οι επόμενες ημέρες μου με φανταστικές αναμνήσεις που χωρίς εκείνον δε θα είχα σήμερα...
Ήταν η όγδοη μέρα μου στις Φιλιππίνες, και τον Ρικάρντο τον πετύχαινα σε τρίτη διαφορετική πόλη! Τον είχα δει στο Vigan, είχε μείνει στον ίδιο ξενώνα με εμάς, είχαμε ανταλλάξει καλημέρες και καλησπέρες. Τον είχα πετύχει στη Sagada, ξανά είχε μείνει στον ίδιο ξενώνα με εμάς, εκεί είχαμε ανταλλάξει και πέντε κουβέντες περί Φιλιππίνων. Τον πετύχαινα ξανά στο Bontoc, κι έμελλε να συνεχίσουμε μαζί μέχρι και τη Μανίλα, μέχρι τη μέρα που πέταξε για Μαδρίτη, βάζοντας τέλος σε... τρελό ταξίδι εννιά μηνών.
Χμμμ... Καιρός να συντομεύω...
Banaue λοιπόν. “Έγραψε” στην ταξιδιωτική συνείδησή μου. Με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Κτισμένο σε σχετικά απότομη πλαγιά βουνού, τα περισσότερα σπίτια του και ξενώνες του μοιάζουν να κινδυνεύουν με την πρώτη δυνατή βροχή να... καταλήξουν στο ποτάμι που περνάει με ορμή από κάτω. Από την απέναντι δε πλευρά του ποταμού, έχεις το Banaue... πιάτο, θέα, επιβλητικό, σαν να σε επιτηρεί από ψηλά, με το διαρκές soundtrack του ορμητικού ποταμού να σου θυμίζει ότι είσαι “μέσα στη φύση”. Όσο για τα περίφημα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα της περιοχής, ναι, τα χάρηκα, τα... έφαγα με τα μάτια μου, πλημμυρισμένος από τη δεύτερη μέρα μου εκεί και μετά, από μία... ανόητη αίσθηση περηφάνιας, επειδή είχα φθάσει στο σημείο με την καλύτερη θέα όχι περπατώντας για 40 λεπτά από το Banaue στον κεντρικό δρόμο, αλλά... σκαρφαλώνοντας εκεί επί ώρες, έχοντας δεχθεί την πρόσκληση του Ρικάρντο να δοκιμάσουμε να βρούμε το μονοπάτι στην απέναντι πλευρά του ποταμού.
Της φύσης, δεν είμαι. Άφησέ με στη μέση ενός πανέμορφου δάσους, και το πιθανότερο είναι σε δύο ώρες να βάλω τα κλάματα από βαρεμάρα. Ένα άθλιο κτήριο στην άκρη της πιο υποβαθμισμένης περιοχής της πιο βρόμικης πόλης της πιο υπανάπτυκτης χώρας του πλανήτη, μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον από χιλιάδες υγιή δέντρα με τα εντυπωσιακά κλαδιά τους και τα “σκέτη ζωγραφιά” φύλλα τους. Μέχρι να πεθάνω θα έχω να λέω ότι στους καταρράκτες του Ιγκουασού πήγα πρώτα και κύρια επειδή ήθελα να σπάσω στα δύο τη μεγάλη διαδρομή από την Ασουνσιόν στο Σάο Πάουλο, κι όχι για να θαυμάσω τους καταρράκτες (άσχετα αν βλέποντας πώς είναι, έμεινα περισσότερο απ' όσο είχα υπολογίσει, κι ευχήθηκα να μπορούσα να μείνω ακόμα περισσότερο). Προσθέστε στη λέξη “φύση” τη λέξη “hiking”, κι έχετε έναν συνδυασμό μεταξύ του οποίου και του να κοιμηθώ σε χώρο αποσκευών του μικρότερου αυτοκινήτου στον κόσμο, θα προτιμούσα το δεύτερο. Όμως...
Όμως σωστά ή βλακωδώς, με έχω πείσει ότι ειδικά όταν ταξιδεύω, πρέπει να “διαβάζω σημάδια”, πρέπει να αρπάζω ευκαιρίες να κάνω πράγματα που υπό διαφορετικές συνθήκες ούτε καν θα περνούσε από το στενό μυαλό μου να κάνω. Έτσι, όταν ο Ρικάρντο, με τον οποίο ήμασταν πλέον σε ΤΕΤΑΡΤΟ διαφορετικό μέρος μέσα σε οκτώ μέρες, επέμεινε ότι έπρεπε να πάω μαζί του στα... τυφλά, σχεδόν (δεν υπάρχουν ταμπέλες στο μονοπάτι. Έχεις μόνο την... κοινή λογική σου, και τη βοήθεια ντόπιων που μπορεί να συναντήσεις), σκέφτηκα ότι ήταν σημάδι. Ήταν; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι παρά την τρομάρα που πήρα (μόνο όταν φθάσαμε σε ένα σημείο στο οποίο το “μονοπάτι” είναι ένα γλιστερό πεζούλι πλάτους 6-7 εκατοστών με γκρεμό στα αριστερά και βουνό στα δεξιά μού είπε ότι κατά βάθος έχει πρόβλημα υψοφοβίας, κι άρχισα να του λέω ανόητα αστεία για να ξεχαστεί), παρά τα... μισητά μου σκαρφαλώματα σε πλαγιές με τόσο πυκνό φύλλωμα που χρειάζεται να σπας κλαδιά για να περάσεις, έστω και μετά από ώρες, έστω και... γδαρμένοι και ματωμένοι, φθάσαμε στον προορισμό μας, και κατά κάποιον τρόπο τη σούπερ θέα στα ρυζοχώραφα τη χάρηκα πολύ περισσότερο, σαν να την είχα... κερδίσει, αντί να μου την κάνουν δώρο...
Όσο για το Batad, για να πάμε εκεί από το Banaue, έπρεπε να πάρουμε “τρίκυκλο” για κάποια χιλιόμετρα σε έναν “ο Θεός να τον κάνει” δρόμο, να περπατήσουμε σε δεύτερο ανηφορικό δρόμο για περίπου μία ώρα, και μετά να κατέβουμε μια απότομη πλαγιά για άλλο τόσο και κάτι περισσότερο. Το “κερασάκι στην τούρτα” είναι ότι στο “φεύγα” από το Batad, θα έπρεπε να αρχίσουμε με “ανάβαση”, πριν πάρουμε τον κατηφορικό δρόμο που θα μας έβγαζε στον κεντρικό δρόμο από τον οποίο κάααποια στιγμή λογικά θα περνούσε ένα jeepney. Όλο αυτό το πακέτο, αν δεν ήταν ο Ρικάρντο, θα είχε “φάει” ένα τεράστιο “Χ” από τη φυγόπονη αφεντιά μου, με συνοπτικές διαδικασίες. Την τελευταία στιγμή όμως, είπα στον σπανιόλο “ναι” (μου είχε φάει τα αυτιά να πάμε στο Batad. Ήταν οι τελευταίες ημέρες του πολύμηνου ταξιδιού του και ήθελε να κάνει adventurous πράγματα). Ευτυχώς...
Ψόφησα στις αναβάσεις, γλίστρησα και έπεσα στον πισινό μου μισή ντουζίνα φορές στις καταβάσεις, χαθήκαμε τρεις ντουζίνες φορές, υπήρχαν στιγμές που αισθανόμουν ότι είχα ξεμείνει από αέρα όσο και να προσπαθούσα να αντλήσω από τριγύρω μου με το στόμα ανοικτό, κάθε τρεις και λίγο μου ερχόταν να πέσω στο έδαφος και να μείνω εκεί μέχρι να με χαρούν αρπακτικά πουλιά για γεύμα, όμως το Batad, έστω κι αν τα ρυζοχώραφά του δεν είναι τόσο “ουάου” όσο φαίνονται σε φωτογραφίες που είχα δει, είναι όντως... περίπτωση. Στο μικροσκοπικό και μη προσβάσιμο από κανενός είδους δρόμο Batad, καθισμένος στο μπαλκόνι του ξενώνα σου, έχεις απέναντι μία θέα που έκανε ακόμα και μένα, τον... ορκισμένο εχθρό των... κακουχιών σε βουνά και λαγκάδια, να σκεφτώ ότι “άξιζε τον Κόπο” (ο κόπος με κεφαλαίο, για να δώσω το μέγεθος του... παλουκιού με το οποίο ισοδυναμεί το να φθάσεις εκεί, το να ανέβεις στην κορυφή των ρυζοχώραφων, και φυσικά το να φύγεις από εκεί). Μια μεγάλη και απότομη βουνοπλαγιά είναι έτσι... σμιλεμένη, που μοιάζει με αμφιθέατρο, μόνο που αντί για κερκίδες και καρέκλες, έχει ρυζοχώραφα. Ζω-γρα-φιά...
Το μοναδικό “αλλά”, έχει να κάνει με την κατάσταση μέρους των ρυζοχώραφων. Πρόσεξα ότι κάποια κομμάτια έμοιαζαν... αφημένα, παρατημένα, παραμελημένα, κατεστραμμένα. Συνέκρινα αυτό που έβλεπα, με φωτογραφίες που είχα δει πριν πάμε εκεί. Η διαφορά ήταν εμφανής. Όταν επιστρέψαμε στο Banaue, πρόσεξα ταμπέλες μέσω των οποίων οι τοπικές αρχές καλούσαν εθελοντές να δηλώσουν συμμετοχή σε μία πρωτοβουλία που πήραν κάποιοι, να πάνε στο Batad, να αφιερώσουν κάποιες ημέρες, και να αποκαταστήσουν τα κατεστραμμένα ρυζοχώραφα. Ειλικρινά, ειλικρινά-ειλικρινά, αν είχα χρόνο (και αξιόπιστο ίντερνετ), θα καθόμουν στο Batad περισσότερο, και θα βοηθούσα όσο μπορούσα (αν και ακαμάτης από τη φύση μου, μάλλον μπελάδες θα προκαλούσα, παρά την καλή διάθεσή μου) για να μοιάζει ξανά το “αμφιθέατρο” έτσι όπως το είδα σε παλιές (πόσο παλιές, δεν ξέρω) φωτογραφίες.
Επόμενο κείμενο, για Μανίλα, η οποία “δικαιούται” ένα κείμενο μόνη της. Και μετά, ένα τελευταίο-απολογιστικό για τις τρεις εβδομάδες μου στις Φιλιππίνες, στο μικρό έστω, σχετικά, κομμάτι τους που “γύρισα”.
Χαιρετίσματα από Κουάλα Λούμπουρ