Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.218
- Likes
- 25.850
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
Η Πρωτομαγιά του 2022 ήταν μια μέρα με άστατο καιρό. Άλλοτε έβρεχε και άλλοτε ο ουρανός καθάριζε από τα γκρίζα σύννεφα χωρίς όμως να εμφανίζεται ο ήλιος. Για το τριήμερο είχαν έρθει στο Δάρα ο γιος μου και η κοπέλα του. Αμφιταλαντευόμασταν για το αν θα έπρεπε να τολμήσουμε κάποια εξόρμηση ή όχι λόγω του καιρού. Την προηγούμενη μέρα που είχαμε πάει για βόλτα και φαγητό στην Αλωνίσταινα έβρεχε καταρρακτωδώς με αποτέλεσμα να απολαύσουμε μόνο το φαγητό και να στερηθούμε εντελώς τη βόλτα στο όμορφο ορεινό χωριό. Κυρίως μας ενδιέφερε να φτάσουμε στο χωριό Χρυσοβίτσι για να το εξερευνήσουμε και να φάμε στη γνωστή ταβέρνα "Το Στέκι του Μωριά" για την οποία είχαμε πολύ καλές πληροφορίες. Πήραμε τηλέφωνο να κρατήσουμε τραπέζι γιατί λόγω της ημέρας ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν πανικός. Μας ενημέρωσαν ότι διέθεταν ελεύθερο τραπέζι μόνον έξω, στην αυλή, και σε περίπτωση που έπιανε βροχή δε θα μπορούσαν να μας μεταφέρουν στο εσωτερικό του μαγαζιού γιατί δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο. Αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε και το κλείσαμε.
Έτσι η εξόρμηση θα γινόταν αλλά πριν το Χρυσοβίτσι είχαμε άλλα σχέδια. Ακολουθήσαμε την Επαρχιακή Οδό Τρίπολης-Ολυμπίας και λίγο μετά τη Βυτίνα στρίψαμε αριστερά στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί προς Ελάτη. Η ταμπέλα στη διασταύρωση γράφει: Στεμνίτσα/Χρυσοβίτσι/Ελάτη/Πυργάκι. Αυτή η διαδρομή είναι πανέμορφη γιατί κινείται ανάμεσα στις ελατοσκέπαστες πλαγιές του Μαινάλου και την έχω περιγράψει στο κεφάλαιο Ελλάδα - Ιδέες για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στην Αρκαδία! όπου μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες.
Λίγο μετά την Ελάτη στρίψαμε αριστερά για το Λιμποβίσι. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια μαγική, στενή διαδρομή ανάμεσα στα έλατα
ώσπου φτάσαμε έξω από το πέτρινο κτίριο στο οποίο στεγάζεται το καφενείο "Το Λιμποβίσι".
Το Λιμποβίσι, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων είναι πλέον ερηπωμένο και εγκαταλελειμμένο, αλλά η θέα προς τις χαράδρες και τις κατάφυτες πλαγιές του Μαινάλου είναι παρούσα και ικανή να σου κόψει την ανάσα. Από το χωριό καταγόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθώς η οικογένειά του ζούσε εδώ για δώδεκα γενιές. Πρώτος έφτασε κυνηγημένος ο προπάτορας του Θεόδωρου, ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης. Η ύπαρξη του οικισμού μαρτυρείται ήδη από την Ενετοκρατία και μάλιστα με ικανοποιητικό αριθμό κατοίκων, κοντά στους 500. Σε μικρή απόσταση από το Λιμποβίσι βρισκόταν και το χωριό Αρκουδόρεμα, ερημωμένο πλέον και αυτό.
Κρυμμένα μέσα στις ρεματιές και τους απάτητους λόγγους, φωλιασμένα ανάμεσα στις απότομες χαράδρες και τις πλαγιές του Μαινάλου, αυτά τα χωριά παραμένουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως εθνικά ορόσημα, σύμβολα ελευθερίας και αδούλωτου φρονήματος. Σε αυτά τα μέρη πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 είχαν τα λημέρια τους οι Κολοκοτρωναίοι. Δυσπρόσιτα και απομονωμένα, φτωχά και στερημένα καλλιεργήσιμης γης ήταν επόμενο, μετά την Επανάσταση, τα δύο χωριά να εγκαταλειφθούν από τους κατοίκους τους. Το Λιμποβίσι ερήμωσε το 1880 και το Αρκουδόρεμα το 1940.
Επί Τουρκοκρατίας όμως βρίσκονταν σε ακμή και ήταν τα κέντρα της κλεφτουριάς. Διάφορες πληροφορίες του 1815 αναφέρουν ότι το Λιμποβίσι είχε 350 μόνιμους κατοίκους και το Αρκουδόρεμα 500. Αν συνυπολογιστεί ότι πολλοί κάτοικοι από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη ξεχειμώνιαζαν σε άλλες περιοχές, τα χειμαδιά, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μεγαλύτερος. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης, κάθε φορά που οι Τούρκοι διέλυαν το στρατιωτικό του σώμα, κατόρθωνε να το αναπληρώνει εύκολα στρατολογώντας πολεμιστές από αυτά τα χωριά και τις γύρω περιοχές. Το Λιμποβίσι και το Αρκουδόρεμα, μαζί με τα γειτονικά χωριά Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Αλωνίσταινα κλπ, είναι πολύ στενά συνδεδεμένα, τόσο με την Επανάσταση του 1821, όσο και με την προετοιμασία της. Συχνή εξάλλου είναι η μνημόνευση των ιστορικών αυτών τόπων στα δημοτικά τραγούδια, σε συνδυασμό πάντοτε με τη ζωή και τη δράση των Κολοκοτρωναίων:
"Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, λάμπει και στ' Αρκουδόρεμα, στο έρμο Λιμποβίσι, οπού είν' οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι. Φορούν τα πόσια τα χρυσά, τις ασημοπαλάσκες, τις πέντ' αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια. Αυτοί δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν. Καβάλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν' αντίδερο απ' του παπά το χέρι. Ρίχνουν φλουριά στην Παναγιά, φλουριά και στους αγίους, και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες".
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έχει ομολογήσει την καταγωγή του από το Λιμποβίσι. Κάποια φορά κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο από πού κατάγεται και ο Κολοκοτρώνης απάντησε ότι κατάγεται από το Λιμποβίσι. Ο ακριβής διάλογος έχει ως εξής:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Από το Λιμποβίσι της επαρχίας Καρυταίνης.
Σήμερα στο ερειπωμένο χωριό λειτουργεί μουσείο και αυτός ήταν ο λόγος που ήρθαμε εδώ. Σε ένα αναστηλωμένο κτίριο, δίπλα στο πρώην πατρικό σπίτι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το οποίο είναι αντίγραφο του παραδοσιακού κολοκοτρωναίικου σπιτιού εκτίθενται ιερά κειμήλια, φωτογραφίες, παραδοσιακές στολές και σημαίες. Ακόμη έχει αναστηλωθεί και η παρακείμενη εκκλησία του Ιωάννη Προδρόμου. Διαβήκαμε την πόρτα και ακολουθώντας τη σύντομη ανηφόρα μπήκαμε με κατάνυξη στο εσωτερικό του σπιτιού-μουσείου.
Στον περίβολο υπάρχει η προτομή του Γέρου του Μοριά:
Στη μικρή πλατεία με τα γάργαρα νερά της παραδοσιακής πέτρινης κρήνης, ορθώνεται ανακατασκευασμένη η μονόκλιτη βασιλική εκκλησία του Αϊ Γιάννη που γιορτάζει στις 29 Αυγούστου με πανηγύρι που συγκεντρώνει κόσμο από διάφορα μέρη της Αρκαδίας.
Έπειτα κάναμε μια σύντομη στάση στο πέτρινο καφενείο "Το Λιμποβίσι" το οποίο φημίζεται για τα παραδοσιακά του γλυκά, το μέλι του, τα χειροποίητα ζυμαρικά του και για τον καφέ του ο οποίος σερβίρεται με συνοδεία λουκουμιού. Εμείς αρκεστήκαμε σε ένα απλό τοστάκι γιατί μας περίμενε μεγάλο φαγοπότι στη συνέχεια της εκδρομής μας.
Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν είχε πέσει σταγόνα βροχής οπότε φύγαμε χαρούμενοι ακολουθώντας τώρα τα οκτώ (8) κατηφορικά χιλιόμετρα τα οποία θα μας οδηγούσαν στον επόμενο προορισμό. Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε με το πορτοκαλί πεζοπορικό μονοπάτι Πιάνα-Λυκόρεμα-Αρκουδόρεμα-Παναγία Αρκουδορέματος-Λιμποβίσι. Ήταν μια στιγμιαία απόφαση να το ακολουθήσουμε, πεζοπορώντας ένα κομμάτι του, ώστε να πάρουμε μια μικρή γεύση από το Αρκουδόρεμα του οποίου η φήμη είναι ξακουστή. Επειδή ο καιρός δεν ευνοούσε και φοβόμασταν κάποια ξαφνική μπόρα σκεφτήκαμε να φτάσουμε μέχρι την εκκλησία της Παναγίας Αρκουδορέματος μόνο και μόνο για την εμπειρία. Άλλωστε δεν υπήρχε καν στο πλάνο μας μια τέτοια δραστηριότητα, η οποία θέλει τον κατάλληλο εξοπλισμό, απλώς το έφεραν οι συγκυρίες ή η τύχη και προέκυψε.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δάσος. Η διαδρομή που κάναμε δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, ήταν όμως μαγική. Είναι λυτρωτικό και αγχολυτικό να βαδίζεις ανάμεσα στα ψηλά έλατα υπερπηδώντας, άλλοτε μικρά και άλλοτε πιο μεγάλα εμπόδια, συναντώντας ρυάκια με τρεχούμενο νερό και καταπράσινα χαλιά από κισσούς, βρύα και φτέρες στρωμένα ολόγυρά σου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να συναντήσουμε την εκκλησία της Παναγίας γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα όση ώρα βρισκόμουν παραδομένη στην αγκαλιά της φύσης. Όλες μου οι αισθήσεις συνομωτούσαν σπρώχνοντάς με να συνεχίσω κι άλλο. Είναι αυτό το αλόγιστο πάθος που σε καταλαμβάνει ψιθυρίζοντας στον εαυτό σου: -"Τί να υπάρχει άραγε μετά από αυτή τη συστάδα των δέντρων ή μετά τη στροφούλα; Ας πάω λίγο πιο πέρα, ας προχωρήσω λίγο παρακάτω. Θέλω να δω κι άλλο!".
Το φρένο όμως μπήκε έξω από τον ιερό ναό της Παναγίας στο Αρκουδόρεμα ο οποίος είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, περιβάλλεται από το εντυπωσιακό ελατοδάσος του Μαινάλου και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Είναι μικρών διαστάσεων ναός και αποτελεί έναν από τους πιο ιερούς χώρους της Αρκαδίας έχοντας χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Στον χώρο αυτό εικάζεται, πως λατρευόταν αρχικά η μεγάλη θεότητα της Αρκαδίας, η Άρκτος. Κατόπιν η λατρεία της συγχωνεύτηκε με αυτήν της Αρτέμιδος και συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Στο σημείο αυτό λεγόταν, πως υπήρχε ο τάφος της Καλλιστούς, της μητέρας του Αρκάδα. Η εντοιχισμένη επιγραφή στη δυτική πλευρά του ναού αποδεικνύει πως χτίστηκε το 1719. Στο εκκλησάκι αυτό ήρθε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης να κλάψει τον χαμό του πρωτότοκου γιου του.
Επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το Χρυσοβίτσι. Δεν αργήσαμε καθόλου να φτάσουμε και διασχίζοντας το χωριό παρκάραμε το αυτοκίνητο στη μεγάλη ανηφόρα δίπλα στην εκκλησία.
Κινήσαμε για την ταβέρνα αφού πλέον ήταν η κατάλληλη ώρα. Το τραπέζι μας περίμενε στρωμένο κάτω από τα πλούσια φυλλώματα του δέντρου. Ήλιος όμως δεν υπήρχε για να μας προστατέψει από τις καυτές ακτίνες του. Αντιθέτως ελόχευε να μας βρει, ανά πάσα στιγμή, κάποια ανοιξιάτικη μπόρα και να μας χαλάσει το λουκούλειο γεύμα που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το εστιατόριο χρονολογείται από το 1920 και λειτούργησε ως ξενοδοχείο και παντοπωλείο. Ως "Στέκι του Μωριά" λειτουργεί από τον Δεκέμβριο του 2004. Σκοπός του καταστήματος είναι να ευχαριστήσει τον πελάτη με τα μαγειρευτά του φαγητά στην ξυλόσομπα ή με τα ψητά του σε φλούδες από έλατο. Εμείς πάντως μείναμε ικανοποιημένοι από τις επιλογές μας και αν ποτέ βρεθείτε στα γύρω μέρη είναι μια αξιοπρεπής λύση για φαγητό. Εν τέλει δεν έβρεξε και όλα κύλησαν ιδανικά για εμάς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην ταβέρνα καταλάβαμε για ποιον λόγο δε θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε εσωτερικά σε περίπτωση βροχής αν και το μαγαζί διέθετε άπλετο χώρο. Κατέφθασε λοιπόν ένα πούλμαν από το οποίο κατέβηκε ένα πολυπληθές γκρουπ πεζοπόρων (διαφόρων ηλικιών) το οποίο τακτοποιήθηκε στη μεγάλη σάλα του εστιατορίου καταλαμβάνοντας όλα τα τραπέζια. Μάλιστα κάποιες μικρές παρέες κάθισαν και έξω. Βλέποντάς τους να κυριαρχούν σε ολόκληρο το μαγαζί βγάλαμε και οι τρεις μια ανάσα ανακούφισης! "Ουφ, ευτυχώς προλάβαμε και φάγαμε πριν εμφανιστούν όλοι αυτοί γιατί αλλιώς ποιος ξέρει πόση ώρα θα περιμέναμε να ετοιμαστούν και τα σερβιριστούν τα ψητά που παραγγείλαμε".
Τα παιδιά δεν είχαν όρεξη να με ακολουθήσουν στην εξερεύνηση του χωριού και έμειναν στην ταβέρνα. Έτσι πήρα τα φωτογραφικά "σύνεργα" και ξεκίνησα. Ήξερα ότι οι φωτογραφίες που θα πάρω δε θα έχουν χρώμα ανοιξιάτικο και μάλιστα Πρωτομαγιάτικο, αλλά ύφος μουντό και μελαγχολικό. Ίσως όμως τελικά αυτό το θλιμμένο σκηνικό να ταίριαξε καλύτερα στο ιστορικό χωριό.
Πρώτα περπάτησα πάνω στη μικρή πλατεία που βρίσκεται δίπλα στην ταβέρνα στην οποία υπάρχει το κοινοτικό κτίριο και η προτομή του Κολοκοτρώνη. Και αυτό το χωριό υπήρξε κέντρο δράσης των επαναστατών του 1821. Εδώ είχε το ιδιαίτερο γραφείο του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με γραμματέα του τον Αναγνώστη Ζαφειρόπουλο από το Ζυγοβίστι, επίσης αγωνιστή της Επανάστασης.
Λίγα μόλις βήματα παραδίπλα στέκεται η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σου δίνει την εντύπωση νεόκτιστου οικοδομήματος όμως δεν είναι. Στέκεται στη θέση της από τον 19ο αιώνα. Τον Απρίλιο του 1821, λίγο μετά την πυρπόληση της Καρύταινας από τους Οθωμανούς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εγκαταλελειμμένος από τους συντρόφους του μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα και να προσευχηθεί για τον αγώνα. Σύμφωνα με τον θρύλο η εικόνα της Παναγίας δάκρυσε. Μάλιστα, όταν μετά την απελευθέρωση ο Δημητράκης Πλαπούτας πήγε στο Χρυσοβίτσι, βρήκε την εικόνα και την τοποθέτησε στην εκκλησία όπου και σώζεται μέχρι σήμερα.
Στον αυλόγυρο της εκκλησίας υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στον Κολοκοτρώνη.
Το Χρυσοβίτσι είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.073 μέτρων σε μια ελατοσκέπαστη πλαγιά του Μαινάλου και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Πελοποννήσου. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός και βαδίζοντας στον κεντρικό του δρόμο συνάντησα περιποιημένα πετρόχτιστα σπίτια με ωραίες αυλές και καλόγουστες λεπτομέρειες, οι οποίες απορρέουν από το ανθρώπινο μεράκι, αλλά και από την άσβεστη μάχη της φύσης για ζωή.
Άρχισα να ανηφορίζω προς τις ψηλές ρούγες του χωριού με τα όμορφα σπίτια που συνυπάρχουν αρμονικά με τα έλατα της πλαγιάς κουρνιάζοντας κάτω από το βλοσυρό, πέτρινο βλέμμα ενός θεόρατου βράχου.
Το Χρυσοβίτσι ως οργανωμένος οικισμός υπάρχει ήδη από το 15ο αιώνα. Γύρω στα 1700 αναφέρεται σαν Chrissovizzi σε ενετική απογραφή και λίγο αργότερα συναντάται παραφθαρμένο, σε πατριαρχικό έγγραφο, ως Ξοβίτζι ή Ξωβίτσι.
Έφτασα στο τέλος του χωριού απ' όπου η θέα ήταν μαγική. Τα στενά δρομάκια, τα πέτρινα σπίτια, μια πετρόκτιστη βρύση και η παντελής έλλειψη ανθρώπινης ύπαρξης μου έδωσαν την αίσθηση ότι περπατάω σε έναν πραγματικά αυθεντικό οικισμό. Το τριγύρω τοπίο μεγαλοπρεπές, ήρεμο και προπαντός φυσικό.
Εδώ πάνω συνάντησα δυό εκκλησιές.
Η μια είχε πέτρινο καμπαναριό,
η άλλη έμοιαζε με μονόχωρο δωμάτιο και καταλάβαινες ότι είναι εκκλησάκι από έναν μικρό σταυρό στη στέγη και από το λιτό σιδερένιο Π από το οποίο κρεμόταν μια μικρή σκουριασμένη καμπανούλα.
Τα τσιμεντένια σκαλάκια, στο τέλος σχεδόν του χωριού,
με κατέβασαν στον κεντρικό δρόμο ο οποίος πλαισιώνεται από πέτρινα παλιά ή πιο καινούρια σπίτια.
Σε ένα μακρύ πέτρινο κτίριο του 1927 στεγάζεται η δεύτερη ταβέρνα του χωριού "ο Πλάτανος" που βγάζει τα τραπεζάκια του σε ένα άπλωμα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια. Ήταν όμως κλειστή.
Λίγο πιο κάτω μια πετρόκτιστη πλατειούλα-μπαλκόνι που είχε για στολίδι μια πέτρινη κρήνη διεκδικούσε θέα προς τον κατάφυτο λόφο.
Κατέληξα στο σημείο απ' όπου είχα ξεκίνησει δηλαδή στην πλατεία που βρίσκεται το κοινοτικό γραφείο και η ταβέρνα. Όλοι μαζί τραβήξαμε για την ανηφόρα δίπλα στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου όπου είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. Λίγο πριν εγκαταλείψουμε οριστικά το Χρυσοβίτσι σταματήσαμε να επεξεργαστούμε από μακριά, αφού είναι εδώ και πολύ καιρό κλειστό, το Μουσείο Δασικής Ιστορίας Μαινάλου το οποίο είναι αφιερωμένο στην ιστορία της βιομηχανικής επανάστασης στον αρκαδικό χώρο και στη σημασία του Μαινάλου στην ιστορία του τόπου, είτε ως κρησφύγετο και ορμητήριο των Αρκάδων, είτε ως πάροχος πρώτων υλών, όπως η δασική ύλη.
Το Χρυσοβίτσι υπήρξε μεγάλο υλοτομικό κέντρο. Το 1939 κατασκευάστηκε εδώ ένα μεγάλο εργοστάσιο ξυλείας το οποίο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Αρκαδίας. Στο Μουσείο εκτίθενται τα μηχανήματα του εργοστασίου στα τέλη της δεκαετίας του 1930, καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι υλοτόμοι και οι εργάτες. Επίσης, στην Αίθουσα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης παρέχονται πληροφορίες για την πανίδα και τη χλωρίδα του Μαινάλου, αλλά και οδηγίες για την προστασία του δάσους.
Το εργοστάσιο, με την ατμομηχανή που είχε για να δίνει κίνηση στα μηχανήματά του, παράλληλα με τον σκοπό που δημιουργήθηκε, έδωσε και ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Το Χρυσοβίτσι ήταν το μοναδικό χωριό της Πελοποννήσου που είχε ρεύμα ήδη από το 1940. Στα υπόλοιπα χωριά της περιφέρειας το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε τουλάχιστον 25 χρόνια αργότερα. Το εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μέχρι που η τεχνολογία το ξεπέρασε, και απασχολούσε σημαντικό αριθμό εργαζομένων.
Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο στο Χρυσοβίτσι έμεναν μόνιμα 100 οικογένειες, που τα επόμενα χρόνια έφυγαν για Τρίπολη και Αθήνα. Σήμερα στο χωριό μένουν μόνιμα λιγότερα από 20 άτομα, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, πληροφορία που έμαθα από μια μόνιμη κάτοικο του χωριού την οποία συνάντησα στον κεντρικό δρόμο κατά τη διάρκεια της βόλτας μου.
Αυτήν την περίοδο, το Μουσείο Δασικής Ιστορίας βρίσκεται σε φάση συντήρησης, με στόχο να γίνει ακόμα πιο λειτουργικό στους επισκέπτες του. Πρόσφατα διάβασα στο arcadia portal.gr ότι ο δήμαρχος Τρίπολης Κώστας Τζιούμης ανακοίνωσε πως το Μουσείο θα λειτουργήσει εκ νέου μέσα στο 2023 καθώς η μελέτη για την ανακαίνησή του έχει ολοκληρωθεί.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το Δάρα. Τελικά ο καιρός στάθηκε σύμμαχός μας επιτρέποντάς μας να απολαύσουμε μια ακόμα εξόρμηση στην αγκαλιά του Μαινάλου ανακαλύπτοντας τους όμορφους ορεινούς θησαυρούς της Αρκαδίας.
Η Πρωτομαγιά του 2022 ήταν μια μέρα με άστατο καιρό. Άλλοτε έβρεχε και άλλοτε ο ουρανός καθάριζε από τα γκρίζα σύννεφα χωρίς όμως να εμφανίζεται ο ήλιος. Για το τριήμερο είχαν έρθει στο Δάρα ο γιος μου και η κοπέλα του. Αμφιταλαντευόμασταν για το αν θα έπρεπε να τολμήσουμε κάποια εξόρμηση ή όχι λόγω του καιρού. Την προηγούμενη μέρα που είχαμε πάει για βόλτα και φαγητό στην Αλωνίσταινα έβρεχε καταρρακτωδώς με αποτέλεσμα να απολαύσουμε μόνο το φαγητό και να στερηθούμε εντελώς τη βόλτα στο όμορφο ορεινό χωριό. Κυρίως μας ενδιέφερε να φτάσουμε στο χωριό Χρυσοβίτσι για να το εξερευνήσουμε και να φάμε στη γνωστή ταβέρνα "Το Στέκι του Μωριά" για την οποία είχαμε πολύ καλές πληροφορίες. Πήραμε τηλέφωνο να κρατήσουμε τραπέζι γιατί λόγω της ημέρας ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν πανικός. Μας ενημέρωσαν ότι διέθεταν ελεύθερο τραπέζι μόνον έξω, στην αυλή, και σε περίπτωση που έπιανε βροχή δε θα μπορούσαν να μας μεταφέρουν στο εσωτερικό του μαγαζιού γιατί δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο. Αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε και το κλείσαμε.
Έτσι η εξόρμηση θα γινόταν αλλά πριν το Χρυσοβίτσι είχαμε άλλα σχέδια. Ακολουθήσαμε την Επαρχιακή Οδό Τρίπολης-Ολυμπίας και λίγο μετά τη Βυτίνα στρίψαμε αριστερά στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί προς Ελάτη. Η ταμπέλα στη διασταύρωση γράφει: Στεμνίτσα/Χρυσοβίτσι/Ελάτη/Πυργάκι. Αυτή η διαδρομή είναι πανέμορφη γιατί κινείται ανάμεσα στις ελατοσκέπαστες πλαγιές του Μαινάλου και την έχω περιγράψει στο κεφάλαιο Ελλάδα - Ιδέες για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στην Αρκαδία! όπου μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες.
Λίγο μετά την Ελάτη στρίψαμε αριστερά για το Λιμποβίσι. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια μαγική, στενή διαδρομή ανάμεσα στα έλατα
ώσπου φτάσαμε έξω από το πέτρινο κτίριο στο οποίο στεγάζεται το καφενείο "Το Λιμποβίσι".
Το Λιμποβίσι, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων είναι πλέον ερηπωμένο και εγκαταλελειμμένο, αλλά η θέα προς τις χαράδρες και τις κατάφυτες πλαγιές του Μαινάλου είναι παρούσα και ικανή να σου κόψει την ανάσα. Από το χωριό καταγόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθώς η οικογένειά του ζούσε εδώ για δώδεκα γενιές. Πρώτος έφτασε κυνηγημένος ο προπάτορας του Θεόδωρου, ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης. Η ύπαρξη του οικισμού μαρτυρείται ήδη από την Ενετοκρατία και μάλιστα με ικανοποιητικό αριθμό κατοίκων, κοντά στους 500. Σε μικρή απόσταση από το Λιμποβίσι βρισκόταν και το χωριό Αρκουδόρεμα, ερημωμένο πλέον και αυτό.
Κρυμμένα μέσα στις ρεματιές και τους απάτητους λόγγους, φωλιασμένα ανάμεσα στις απότομες χαράδρες και τις πλαγιές του Μαινάλου, αυτά τα χωριά παραμένουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως εθνικά ορόσημα, σύμβολα ελευθερίας και αδούλωτου φρονήματος. Σε αυτά τα μέρη πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 είχαν τα λημέρια τους οι Κολοκοτρωναίοι. Δυσπρόσιτα και απομονωμένα, φτωχά και στερημένα καλλιεργήσιμης γης ήταν επόμενο, μετά την Επανάσταση, τα δύο χωριά να εγκαταλειφθούν από τους κατοίκους τους. Το Λιμποβίσι ερήμωσε το 1880 και το Αρκουδόρεμα το 1940.
Επί Τουρκοκρατίας όμως βρίσκονταν σε ακμή και ήταν τα κέντρα της κλεφτουριάς. Διάφορες πληροφορίες του 1815 αναφέρουν ότι το Λιμποβίσι είχε 350 μόνιμους κατοίκους και το Αρκουδόρεμα 500. Αν συνυπολογιστεί ότι πολλοί κάτοικοι από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη ξεχειμώνιαζαν σε άλλες περιοχές, τα χειμαδιά, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μεγαλύτερος. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης, κάθε φορά που οι Τούρκοι διέλυαν το στρατιωτικό του σώμα, κατόρθωνε να το αναπληρώνει εύκολα στρατολογώντας πολεμιστές από αυτά τα χωριά και τις γύρω περιοχές. Το Λιμποβίσι και το Αρκουδόρεμα, μαζί με τα γειτονικά χωριά Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Αλωνίσταινα κλπ, είναι πολύ στενά συνδεδεμένα, τόσο με την Επανάσταση του 1821, όσο και με την προετοιμασία της. Συχνή εξάλλου είναι η μνημόνευση των ιστορικών αυτών τόπων στα δημοτικά τραγούδια, σε συνδυασμό πάντοτε με τη ζωή και τη δράση των Κολοκοτρωναίων:
"Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, λάμπει και στ' Αρκουδόρεμα, στο έρμο Λιμποβίσι, οπού είν' οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι. Φορούν τα πόσια τα χρυσά, τις ασημοπαλάσκες, τις πέντ' αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια. Αυτοί δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν. Καβάλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν' αντίδερο απ' του παπά το χέρι. Ρίχνουν φλουριά στην Παναγιά, φλουριά και στους αγίους, και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες".
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έχει ομολογήσει την καταγωγή του από το Λιμποβίσι. Κάποια φορά κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο από πού κατάγεται και ο Κολοκοτρώνης απάντησε ότι κατάγεται από το Λιμποβίσι. Ο ακριβής διάλογος έχει ως εξής:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Από το Λιμποβίσι της επαρχίας Καρυταίνης.
Σήμερα στο ερειπωμένο χωριό λειτουργεί μουσείο και αυτός ήταν ο λόγος που ήρθαμε εδώ. Σε ένα αναστηλωμένο κτίριο, δίπλα στο πρώην πατρικό σπίτι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το οποίο είναι αντίγραφο του παραδοσιακού κολοκοτρωναίικου σπιτιού εκτίθενται ιερά κειμήλια, φωτογραφίες, παραδοσιακές στολές και σημαίες. Ακόμη έχει αναστηλωθεί και η παρακείμενη εκκλησία του Ιωάννη Προδρόμου. Διαβήκαμε την πόρτα και ακολουθώντας τη σύντομη ανηφόρα μπήκαμε με κατάνυξη στο εσωτερικό του σπιτιού-μουσείου.
Στον περίβολο υπάρχει η προτομή του Γέρου του Μοριά:
Στη μικρή πλατεία με τα γάργαρα νερά της παραδοσιακής πέτρινης κρήνης, ορθώνεται ανακατασκευασμένη η μονόκλιτη βασιλική εκκλησία του Αϊ Γιάννη που γιορτάζει στις 29 Αυγούστου με πανηγύρι που συγκεντρώνει κόσμο από διάφορα μέρη της Αρκαδίας.
Έπειτα κάναμε μια σύντομη στάση στο πέτρινο καφενείο "Το Λιμποβίσι" το οποίο φημίζεται για τα παραδοσιακά του γλυκά, το μέλι του, τα χειροποίητα ζυμαρικά του και για τον καφέ του ο οποίος σερβίρεται με συνοδεία λουκουμιού. Εμείς αρκεστήκαμε σε ένα απλό τοστάκι γιατί μας περίμενε μεγάλο φαγοπότι στη συνέχεια της εκδρομής μας.
Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν είχε πέσει σταγόνα βροχής οπότε φύγαμε χαρούμενοι ακολουθώντας τώρα τα οκτώ (8) κατηφορικά χιλιόμετρα τα οποία θα μας οδηγούσαν στον επόμενο προορισμό. Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε με το πορτοκαλί πεζοπορικό μονοπάτι Πιάνα-Λυκόρεμα-Αρκουδόρεμα-Παναγία Αρκουδορέματος-Λιμποβίσι. Ήταν μια στιγμιαία απόφαση να το ακολουθήσουμε, πεζοπορώντας ένα κομμάτι του, ώστε να πάρουμε μια μικρή γεύση από το Αρκουδόρεμα του οποίου η φήμη είναι ξακουστή. Επειδή ο καιρός δεν ευνοούσε και φοβόμασταν κάποια ξαφνική μπόρα σκεφτήκαμε να φτάσουμε μέχρι την εκκλησία της Παναγίας Αρκουδορέματος μόνο και μόνο για την εμπειρία. Άλλωστε δεν υπήρχε καν στο πλάνο μας μια τέτοια δραστηριότητα, η οποία θέλει τον κατάλληλο εξοπλισμό, απλώς το έφεραν οι συγκυρίες ή η τύχη και προέκυψε.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δάσος. Η διαδρομή που κάναμε δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, ήταν όμως μαγική. Είναι λυτρωτικό και αγχολυτικό να βαδίζεις ανάμεσα στα ψηλά έλατα υπερπηδώντας, άλλοτε μικρά και άλλοτε πιο μεγάλα εμπόδια, συναντώντας ρυάκια με τρεχούμενο νερό και καταπράσινα χαλιά από κισσούς, βρύα και φτέρες στρωμένα ολόγυρά σου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να συναντήσουμε την εκκλησία της Παναγίας γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα όση ώρα βρισκόμουν παραδομένη στην αγκαλιά της φύσης. Όλες μου οι αισθήσεις συνομωτούσαν σπρώχνοντάς με να συνεχίσω κι άλλο. Είναι αυτό το αλόγιστο πάθος που σε καταλαμβάνει ψιθυρίζοντας στον εαυτό σου: -"Τί να υπάρχει άραγε μετά από αυτή τη συστάδα των δέντρων ή μετά τη στροφούλα; Ας πάω λίγο πιο πέρα, ας προχωρήσω λίγο παρακάτω. Θέλω να δω κι άλλο!".
Το φρένο όμως μπήκε έξω από τον ιερό ναό της Παναγίας στο Αρκουδόρεμα ο οποίος είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, περιβάλλεται από το εντυπωσιακό ελατοδάσος του Μαινάλου και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Είναι μικρών διαστάσεων ναός και αποτελεί έναν από τους πιο ιερούς χώρους της Αρκαδίας έχοντας χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Στον χώρο αυτό εικάζεται, πως λατρευόταν αρχικά η μεγάλη θεότητα της Αρκαδίας, η Άρκτος. Κατόπιν η λατρεία της συγχωνεύτηκε με αυτήν της Αρτέμιδος και συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Στο σημείο αυτό λεγόταν, πως υπήρχε ο τάφος της Καλλιστούς, της μητέρας του Αρκάδα. Η εντοιχισμένη επιγραφή στη δυτική πλευρά του ναού αποδεικνύει πως χτίστηκε το 1719. Στο εκκλησάκι αυτό ήρθε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης να κλάψει τον χαμό του πρωτότοκου γιου του.
Επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το Χρυσοβίτσι. Δεν αργήσαμε καθόλου να φτάσουμε και διασχίζοντας το χωριό παρκάραμε το αυτοκίνητο στη μεγάλη ανηφόρα δίπλα στην εκκλησία.
Κινήσαμε για την ταβέρνα αφού πλέον ήταν η κατάλληλη ώρα. Το τραπέζι μας περίμενε στρωμένο κάτω από τα πλούσια φυλλώματα του δέντρου. Ήλιος όμως δεν υπήρχε για να μας προστατέψει από τις καυτές ακτίνες του. Αντιθέτως ελόχευε να μας βρει, ανά πάσα στιγμή, κάποια ανοιξιάτικη μπόρα και να μας χαλάσει το λουκούλειο γεύμα που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το εστιατόριο χρονολογείται από το 1920 και λειτούργησε ως ξενοδοχείο και παντοπωλείο. Ως "Στέκι του Μωριά" λειτουργεί από τον Δεκέμβριο του 2004. Σκοπός του καταστήματος είναι να ευχαριστήσει τον πελάτη με τα μαγειρευτά του φαγητά στην ξυλόσομπα ή με τα ψητά του σε φλούδες από έλατο. Εμείς πάντως μείναμε ικανοποιημένοι από τις επιλογές μας και αν ποτέ βρεθείτε στα γύρω μέρη είναι μια αξιοπρεπής λύση για φαγητό. Εν τέλει δεν έβρεξε και όλα κύλησαν ιδανικά για εμάς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην ταβέρνα καταλάβαμε για ποιον λόγο δε θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε εσωτερικά σε περίπτωση βροχής αν και το μαγαζί διέθετε άπλετο χώρο. Κατέφθασε λοιπόν ένα πούλμαν από το οποίο κατέβηκε ένα πολυπληθές γκρουπ πεζοπόρων (διαφόρων ηλικιών) το οποίο τακτοποιήθηκε στη μεγάλη σάλα του εστιατορίου καταλαμβάνοντας όλα τα τραπέζια. Μάλιστα κάποιες μικρές παρέες κάθισαν και έξω. Βλέποντάς τους να κυριαρχούν σε ολόκληρο το μαγαζί βγάλαμε και οι τρεις μια ανάσα ανακούφισης! "Ουφ, ευτυχώς προλάβαμε και φάγαμε πριν εμφανιστούν όλοι αυτοί γιατί αλλιώς ποιος ξέρει πόση ώρα θα περιμέναμε να ετοιμαστούν και τα σερβιριστούν τα ψητά που παραγγείλαμε".
Τα παιδιά δεν είχαν όρεξη να με ακολουθήσουν στην εξερεύνηση του χωριού και έμειναν στην ταβέρνα. Έτσι πήρα τα φωτογραφικά "σύνεργα" και ξεκίνησα. Ήξερα ότι οι φωτογραφίες που θα πάρω δε θα έχουν χρώμα ανοιξιάτικο και μάλιστα Πρωτομαγιάτικο, αλλά ύφος μουντό και μελαγχολικό. Ίσως όμως τελικά αυτό το θλιμμένο σκηνικό να ταίριαξε καλύτερα στο ιστορικό χωριό.
Πρώτα περπάτησα πάνω στη μικρή πλατεία που βρίσκεται δίπλα στην ταβέρνα στην οποία υπάρχει το κοινοτικό κτίριο και η προτομή του Κολοκοτρώνη. Και αυτό το χωριό υπήρξε κέντρο δράσης των επαναστατών του 1821. Εδώ είχε το ιδιαίτερο γραφείο του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με γραμματέα του τον Αναγνώστη Ζαφειρόπουλο από το Ζυγοβίστι, επίσης αγωνιστή της Επανάστασης.
Λίγα μόλις βήματα παραδίπλα στέκεται η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σου δίνει την εντύπωση νεόκτιστου οικοδομήματος όμως δεν είναι. Στέκεται στη θέση της από τον 19ο αιώνα. Τον Απρίλιο του 1821, λίγο μετά την πυρπόληση της Καρύταινας από τους Οθωμανούς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εγκαταλελειμμένος από τους συντρόφους του μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα και να προσευχηθεί για τον αγώνα. Σύμφωνα με τον θρύλο η εικόνα της Παναγίας δάκρυσε. Μάλιστα, όταν μετά την απελευθέρωση ο Δημητράκης Πλαπούτας πήγε στο Χρυσοβίτσι, βρήκε την εικόνα και την τοποθέτησε στην εκκλησία όπου και σώζεται μέχρι σήμερα.
Στον αυλόγυρο της εκκλησίας υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στον Κολοκοτρώνη.
Το Χρυσοβίτσι είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.073 μέτρων σε μια ελατοσκέπαστη πλαγιά του Μαινάλου και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Πελοποννήσου. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός και βαδίζοντας στον κεντρικό του δρόμο συνάντησα περιποιημένα πετρόχτιστα σπίτια με ωραίες αυλές και καλόγουστες λεπτομέρειες, οι οποίες απορρέουν από το ανθρώπινο μεράκι, αλλά και από την άσβεστη μάχη της φύσης για ζωή.
Άρχισα να ανηφορίζω προς τις ψηλές ρούγες του χωριού με τα όμορφα σπίτια που συνυπάρχουν αρμονικά με τα έλατα της πλαγιάς κουρνιάζοντας κάτω από το βλοσυρό, πέτρινο βλέμμα ενός θεόρατου βράχου.
Το Χρυσοβίτσι ως οργανωμένος οικισμός υπάρχει ήδη από το 15ο αιώνα. Γύρω στα 1700 αναφέρεται σαν Chrissovizzi σε ενετική απογραφή και λίγο αργότερα συναντάται παραφθαρμένο, σε πατριαρχικό έγγραφο, ως Ξοβίτζι ή Ξωβίτσι.
Έφτασα στο τέλος του χωριού απ' όπου η θέα ήταν μαγική. Τα στενά δρομάκια, τα πέτρινα σπίτια, μια πετρόκτιστη βρύση και η παντελής έλλειψη ανθρώπινης ύπαρξης μου έδωσαν την αίσθηση ότι περπατάω σε έναν πραγματικά αυθεντικό οικισμό. Το τριγύρω τοπίο μεγαλοπρεπές, ήρεμο και προπαντός φυσικό.
Εδώ πάνω συνάντησα δυό εκκλησιές.
Η μια είχε πέτρινο καμπαναριό,
η άλλη έμοιαζε με μονόχωρο δωμάτιο και καταλάβαινες ότι είναι εκκλησάκι από έναν μικρό σταυρό στη στέγη και από το λιτό σιδερένιο Π από το οποίο κρεμόταν μια μικρή σκουριασμένη καμπανούλα.
Τα τσιμεντένια σκαλάκια, στο τέλος σχεδόν του χωριού,
με κατέβασαν στον κεντρικό δρόμο ο οποίος πλαισιώνεται από πέτρινα παλιά ή πιο καινούρια σπίτια.
Σε ένα μακρύ πέτρινο κτίριο του 1927 στεγάζεται η δεύτερη ταβέρνα του χωριού "ο Πλάτανος" που βγάζει τα τραπεζάκια του σε ένα άπλωμα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια. Ήταν όμως κλειστή.
Λίγο πιο κάτω μια πετρόκτιστη πλατειούλα-μπαλκόνι που είχε για στολίδι μια πέτρινη κρήνη διεκδικούσε θέα προς τον κατάφυτο λόφο.
Κατέληξα στο σημείο απ' όπου είχα ξεκίνησει δηλαδή στην πλατεία που βρίσκεται το κοινοτικό γραφείο και η ταβέρνα. Όλοι μαζί τραβήξαμε για την ανηφόρα δίπλα στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου όπου είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. Λίγο πριν εγκαταλείψουμε οριστικά το Χρυσοβίτσι σταματήσαμε να επεξεργαστούμε από μακριά, αφού είναι εδώ και πολύ καιρό κλειστό, το Μουσείο Δασικής Ιστορίας Μαινάλου το οποίο είναι αφιερωμένο στην ιστορία της βιομηχανικής επανάστασης στον αρκαδικό χώρο και στη σημασία του Μαινάλου στην ιστορία του τόπου, είτε ως κρησφύγετο και ορμητήριο των Αρκάδων, είτε ως πάροχος πρώτων υλών, όπως η δασική ύλη.
Το Χρυσοβίτσι υπήρξε μεγάλο υλοτομικό κέντρο. Το 1939 κατασκευάστηκε εδώ ένα μεγάλο εργοστάσιο ξυλείας το οποίο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Αρκαδίας. Στο Μουσείο εκτίθενται τα μηχανήματα του εργοστασίου στα τέλη της δεκαετίας του 1930, καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι υλοτόμοι και οι εργάτες. Επίσης, στην Αίθουσα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης παρέχονται πληροφορίες για την πανίδα και τη χλωρίδα του Μαινάλου, αλλά και οδηγίες για την προστασία του δάσους.
Το εργοστάσιο, με την ατμομηχανή που είχε για να δίνει κίνηση στα μηχανήματά του, παράλληλα με τον σκοπό που δημιουργήθηκε, έδωσε και ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Το Χρυσοβίτσι ήταν το μοναδικό χωριό της Πελοποννήσου που είχε ρεύμα ήδη από το 1940. Στα υπόλοιπα χωριά της περιφέρειας το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε τουλάχιστον 25 χρόνια αργότερα. Το εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μέχρι που η τεχνολογία το ξεπέρασε, και απασχολούσε σημαντικό αριθμό εργαζομένων.
Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο στο Χρυσοβίτσι έμεναν μόνιμα 100 οικογένειες, που τα επόμενα χρόνια έφυγαν για Τρίπολη και Αθήνα. Σήμερα στο χωριό μένουν μόνιμα λιγότερα από 20 άτομα, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, πληροφορία που έμαθα από μια μόνιμη κάτοικο του χωριού την οποία συνάντησα στον κεντρικό δρόμο κατά τη διάρκεια της βόλτας μου.
Αυτήν την περίοδο, το Μουσείο Δασικής Ιστορίας βρίσκεται σε φάση συντήρησης, με στόχο να γίνει ακόμα πιο λειτουργικό στους επισκέπτες του. Πρόσφατα διάβασα στο arcadia portal.gr ότι ο δήμαρχος Τρίπολης Κώστας Τζιούμης ανακοίνωσε πως το Μουσείο θα λειτουργήσει εκ νέου μέσα στο 2023 καθώς η μελέτη για την ανακαίνησή του έχει ολοκληρωθεί.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το Δάρα. Τελικά ο καιρός στάθηκε σύμμαχός μας επιτρέποντάς μας να απολαύσουμε μια ακόμα εξόρμηση στην αγκαλιά του Μαινάλου ανακαλύπτοντας τους όμορφους ορεινούς θησαυρούς της Αρκαδίας.
Last edited: