Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.218
- Likes
- 25.859
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
Βρισκόμασταν, ήδη, αρκετές μέρες στο Δάρα. Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει με πολλές βόλτες και εξορμήσεις στα κοντινά πανέμορφα χωριά της Ορεινής Αρκαδίας. Η 31η Δεκεμβρίου του 2022 ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και ‘μείς, καθισμένοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, σκεφτήκαμε ότι ήταν ιεροσυλία να μείνουμε κλεισμένοι στο σπίτι περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Επιπλέον, θέλαμε να συνδυάσουμε τη βόλτα μας και με μεσημεριανό φαγητό σε κάποια παραδοσιακή ταβέρνα που να μην έχουμε ξαναπάει.
Από μέρες έλεγα στους δικούς μου να επισκεφτούμε τη Ζάτουνα στην οποία δεν είχαμε πάει ποτέ. Όμως, η φιλοξενία φίλων και η επιθυμία του γιου μας να γευματίσουμε σε ήδη δοκιμασμένες και αγαπημένες ταβέρνες μας είχαν οδηγήσει, για πολλοστή φορά, σε γνώριμα πλην λατρεμένα χωριά όπως είναι η Στεμνίτσα, η Δημητσάνα και η Αλωνίσταινα.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όμως, οι φίλοι αλλά και η κοπέλα του γιου μας είχαν αποχωρήσει, οπότε στο χωριό είχαμε μείνει οι τρεις μας (ο γιος, ο σύζυγος και εγώ). Ήταν, λοιπόν, η πλέον κατάλληλη στιγμή να κινηθούμε σε νέα μονοπάτια και να ανακαλύψουμε καινούριες γαστριμαργικές απολαύσεις. Ίσως, μας δινόταν η ευκαιρία (αν μέναμε ευχαριστημένοι) να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και τις λύσεις μας για φαγητό στην περιοχή.
Η Ζάτουνα βρίσκεται χτισμένη σε κατάφυτη πλαγιά 4 χιλιόμετρα δυτικά της Δημητσάνας. Ακολουθήσαμε τη γνωστή διαδρομή (μετά από τόσες διηγήσεις είμαι σίγουρη ότι θα την έχετε μάθει απέξω κι ανακατωτά και εσείς). Λίγο πριν την παλαιά τρίτοξη γέφυρα, που σηματοδοτεί την είσοδο στη Δημητσάνα, στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας την Επαρχιακή Οδό Δημητσάνας-Γέφυρας Μπερτσάς, μια στενή και κατηφορική, αρχικά, διαδρομή που περνάει δίπλα από τον μαντρότοιχο του κοιμητηρίου του χωριού. Στα δεξιά μας είχαμε το φαράγγι και τον Λούσιο ποταμό με τα ψηλά πεύκα να τα κρύβουν από το οπτικό μας πεδίο, ενώ πιο κάτω αντικρίσαμε, πάνω από τα κεφάλια μας, τα σπίτια της Δημητσάνας να κρέμονται στην άκρη του φαραγγιού.
Ο δρόμος μας πέρασε στην αντίπερα όχθη του ποταμού και άρχισε να ανηφορίζει. Άλλωστε Ζάτουνα, στα Σλάβικα, σημαίνει το «χωριό πέρα από το ποτάμι» δηλώνοντας έτσι την τοποθεσία του. Σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο 1.050 μέτρων στη νότια πλαγιά του βουνού Γούπατο, οι αρχαίοι περιηγητές έγραφαν πως ο τόπος ήταν ιδιαίτερα απροσπέλαστος λόγω της άγριας βλάστησης.
Πράγματι, φτάνοντας ψηλά στο βουνό, εκατοντάδες μέτρα πάνω από το φαράγγι, σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου γιατί μας υπέταξε η αγριάδα και η ομορφιά του τοπίου. Η θέα ήταν αμφιθεατρική και επιβλητική και τα μάτια μας περιπλανήθηκαν προς όλα τα βουνά, απέναντι προς τη Δημητσάνα, αλλά και προς το φαράγγι του ποταμού Λούσιου, πάνω από το οποίο στεκόμασταν σαν υπνωτισμένοι από το μεγαλείο του απόκρημνου και του δυσπρόσιτου. Πόση ομορφιά! Κι εκείνος ο ουρανός με τα μπαμπακένια σύννεφα, πάνω από τη Δημητσάνα και τα άγρια βουνά, με πόσο χρώμα και αρμονία σιγοντάριζε το τραχύ σκηνικό!
Πριν συνεχίσουμε το ταξίδι μας στήσαμε αυτί για να αφουγκραστούμε το μουγκρητό του Λούσιου, αλλά κανένας ήχος δεν έφτανε τόσο ψηλά.
Μια τούφα ψηλόκορμα πεύκα, ένθεν κακείθεν του δρόμου, μας καλωσόρισαν στο χωριό το οποίο έχει χαρακτηριστεί επισήμως παραδοσιακός οικισμός. Η Ζάτουνα κατοικήθηκε από Σλάβους τον 8ο αιώνα, εξ ου και το όνομά της, το οποίο εκτός από «πέρα από το ποτάμι» σημαίνει και «τόπος που πλημμυρίζει με νερό». Πρόκειται, λοιπόν, για παλιό χωριό σε μια περιοχή που πολλά-πολλά χρόνια πριν τη θεωρούσαν απροσπέλαστη λόγω των πυκνών δασών και των άγριων βουνών.
Το πρώτο αξιοθέατο που συναντήσαμε ήταν η κεντρική πλατεία με την εκκλησία της Παναγιάς και το πέτρινο σχολείο. Αποφύγαμε να παρκάρουμε το αυτοκίνητο εδώ για να μην διαταράξουμε τη γραφικότητα και την ομορφιά. Αν και πάντα σε όλα τα ωραία σημεία θα βρίσκεται σταθμευμένο κάποιο όχημα αποτελώντας παραφωνία και χαλώντας τα φωτογραφικά μας στιγμιότυπα.
Ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (Παναγία Ελοβίτισσα) είναι χτισμένος το 1853 και το υπέροχο πέτρινο σχολειό είναι κτίσμα του 1919.
Δίπλα στο σχολείο είδαμε μια πέτρινη κρήνη η οποία έτρεχε κρυστάλλινο νεράκι. Στη Ζάτουνα υπάρχουν κι άλλες πετρόχτιστες βρύσες γεγονός που έρχεται σε πλήρη σύμπραξη με το όνομά της.
Περιεργαστήκαμε τα υπέροχα και ιστορικά αυτά κτίρια απ’ όλες τους τις πλευρές και πήραμε όμορφες φωτογραφίες με χειμωνιάτικο χρώμα.
Σήμερα, το πρώην δημοτικό της Ζάτουνας λειτουργεί ως μουσείο αφιερωμένο στον διάσημο συνθέτη, στιχουργό και πολιτικό Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος έζησε ως εξόριστος στο χωριό μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του για 14 μήνες αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στις μνήμες των κατοίκων. Μάλιστα, έχει μετρηθεί και ο ίδιος ως κάτοικος της Ζάτουνας. Από το ίδιο δημοτικό σχολείο έχει αποφοιτήσει και ο διάσημος σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς.
Μια σταλιά τόπος η Ζάτουνα, αλλά έχει να προσφέρει έναν πολύ μακρύ κατάλογο προσωπικοτήτων (εκτός των προαναφερθέντων):
- Στάικος Σταϊκόπουλος, αγωνιστής και οπλαρχηγός του 1821, κατάφερε να εισέλθει στο Παλαμήδι το 1822 και να απελευθερώσει το Ναύπλιο, όπως επίσης και την Ακροκόρινθο από τους Τούρκους.
- Νικολής Καραχάλιος, αγωνιστής του 1821 και σημαιοφόρος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
- Μίμης Φωτόπουλος, ηθοποιός, γεννήθηκε στη Ζάτουνα και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο.
- Μπεάτα Ασημακοπούλου, ηθοποιός.
- Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, με καταγωγή από τη Ζάτουνα από την πλευρά του πατέρα του.
- Σπύρος Τσαγκάρης, βουλευτής και ιδρυτής του πρακτορείου διανομής Αθηναϊκού Τύπου.
Σήμερα η Ζάτουνα έχει λίγους κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Όμως, από τον 17ο αιώνα και μετά γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και οι κάτοικοί της πλούτισαν από την ανάπτυξη της χρυσοχοΐας, της υφαντουργίας, των εργαστηρίων αγιογραφίας και της επεξεργασίας του μπαρουτιού. Κατά τον 18o και 19o αιώνα, σημαντική άνθηση γνώρισε και η βυρσοδεψία με αρκετά «ταμπάκικα» στο χωριό. Όπως, μάλιστα, έγραφε ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, «η Ζάτουνα τροφοδότησε την Επανάσταση με πετσιά, και η Δημητσάνα με μπαρούτι». Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, το χωριό ήταν σε πλήρη ακμή και ζωντάνια. Συγκέντρωνε γύρω στους 1000 κατοίκους. Το μεταναστευτικό ρεύμα το έπληξε, κυρίως τα μεταπολεμικά χρόνια, και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1950-60.
Ανηφορίζοντας έναν στενό τσιμεντοστρωμένο δρόμο, πίσω από την εκκλησία και το σχολείο,
βρεθήκαμε στην κορυφή του λόφου ο οποίος φιλοξενεί το νεκροταφείο του χωριού.
Ένα μοναχικό παγκάκι μας προσέφερε αφιλοκερδώς, για κάμποση ώρα, την ευδαιμονία της αφομοίωσης ανυπέρβλητης ομορφιάς εικόνων μέχρι τα βάθη του νομού, κι ακόμα παραπέρα, ενώ ο νεφοσκεπής ουρανός συνέχιζε να αποτελεί από μόνος του ένα εντυπωσιακό έργο τέχνης εξακολουθώντας να με καθηλώνει και να τραβάει συνεχώς πάνω του τον φωτογραφικό μου φακό.
Πήραμε την κατηφόρα και φτάνοντας πίσω από το σχολείο ήρθαμε αντιμέτωποι με τους «φρουρούς της Ζάτουνας». Τρεις γεροδεμένοι, φουσκωμένοι και άκρως υπεροπτικοί γάλλοι είχαν βγει για περιπολία στους δρόμους του χωριού. Σέρνοντας τα κατεβασμένα φτερά τους στο έδαφος δημιουργούσαν τους κατάλληλους ήχους για να τρομάξουν και να απομακρύνουν από το διάβα τους κάθε επίδοξο «εχθρό τους». Και το κατάφεραν, αφού προς στιγμήν κοντοσταθήκαμε βολιδοσκοπώντας την κατάσταση και προσπαθώντας να μαντέψουμε τις προθέσεις τους. «Λες να μας την πέσουν αν περάσουμε από δίπλα τους»; αναρωτηθήκαμε. Για καλή μας τύχη, εκείνοι μπήκαν μέσα στο γήπεδο μπάσκετ του σχολείου κι έτσι εμείς, προστατευμένοι από την περίφραξη του χώρου, αρχίσαμε να τους φωτογραφίζουμε και να τραβάμε video για να μην ξεχάσουμε ποτέ τον εκφοβιστικό ήχο που παρήγαγαν με τα φτερά τους καθώς προχωρούσαν.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στο χωριό χαζεύοντας τα σπίτια του τα οποία αποτελούν τυπικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Έξω από τις αυλές τους είδαμε μικρούς λόφους από ξύλα, σκεπασμένους με μουσαμάδες για την προστασία τους από τις βροχές.
Βγήκαμε, ξανά, στην πλατεία Τσαγγάρη που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ιδρυτή του πρακτορείου διαvoμής Αθηvαϊκoύ Τύπου και βουλευτή Σπύρου Τσαγκάρη, ο οποίος γεννήθηκε το 1852 στη Ζάτουνα. Σταθήκαμε για λίγο μπροστά από το μνημείο του Στάικου Σταϊκόπουλου, του πορθητή του Παλαμηδιού και της Ακροκορίνθου.
Και τότε, βλέπουμε να κατηφορίζουν από ένα στενοσόκακο του χωριού οι τρεις «φρουροί» με την ίδια επιβλητική κορμοστασιά και τις ίδιες τσαμπουκαλεμένες διαθέσεις. «Αμάν, μας την πέσανε τώρα» φωνάζω στους δικούς μου. «Εγώ φεύγω αμέσως από εδώ» τους ενημέρωσα και άρχισα να προχωράω με γοργό βήμα προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με το όμορφο πέτρινο καμπαναριό.
Το πέτρινο καμπαναριό, που χτίστηκε το 1843, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον σημερινό Άγιο Γεώργιο και ανήκει στον παλιό ναό. Μέχρι να βγάλω τις φωτογραφίες μου, κατέφθασαν και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας. Ο γιος μου ήταν κατενθουσιασμένος γιατί είχε κάνει βιντεοκλήση δείχνοντας τους «άγριους φρουρούς της Ζάτουνας» στην κοπέλα του.
Απέναντι από το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου είδαμε το εγκαταλελειμμένο κτίριο το οποίο κάποτε στέγαζε το δεύτερο καφενείο του χωριού. Μάλιστα, έχω δει φωτογραφίες στις οποίες υπάρχει μια ταμπέλα κρεμασμένη στην πρόσοψή του η οποία γράφει: ΚΑΦΕΝΕΙΟ «Το στέκι του Μίκη Θεοδωράκη». Σήμερα αυτή η ταμπέλα δεν υπάρχει εκεί.
Όμως, αυτό το καφενείο ήταν πράγματι το στέκι του και υπάρχει ένα φιλμ ενός γερμανικού τηλεοπτικού σταθμού που δείχνει τον Μίκη, τη γυναίκα του Μυρτώ και τα δύο μικρά παιδιά του, Μαργαρίτα και Γιώργο, να κάθονται στην αυλή του. Στο φιλμ φαίνεται ο συνθέτης, περικυκλωμένος από χωροφύλακες, που αντιδρούν στην εμφάνιση της κάμερας. Οι ένστολοι απωθούν τους Γερμανούς δημοσιογράφους που ρωτούν για τον Μίκη. Δείχνουν ενοχλημένοι, όμως γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αντιδράσουν πιο έντονα για να μην εκθέσουν διεθνώς το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Οι Γερμανοί, όμως, δεν κλείνουν τις κάμερες. Κινηματογραφούν μυστικά τον Θεοδωράκη, ο οποίος τους χαμογελά και τους καλεί να καθίσουν μαζί του.
Όποιος επιθυμεί, μπορεί να διαβάσει στον παρακάτω σύνδεσμο όλο το ενδιαφέρον περιστατικό και το τραγούδι-καταγγελία, που έγραψε και ποτέ δεν ηχογράφησε, για τον άγριο χωροφύλακα ονόματι Κώστα Στεργίου. Κατά την 14μηνη εξορία του στο μικρό αρκαδικό χωριό, οι χωροφύλακες είχαν γίνει η σκιά του Έλληνα συνθέτη. Απόδειξη στη σημασία που έδινε το χουντικό καθεστώς στο πρόσωπο του Μίκη αποτελεί ο μεγάλος αριθμός φρουρών που διέθεσε για τον περιορισμό του. Ένας από αυτούς, 11 μήνες αργότερα, έγινε τραγούδι καταγγελίας από τον οργισμένο συνθέτη.
Ο χωροφύλακας που έγινε τραγούδι καταγγελίας από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το άγνωστο φιλμ από την εξορία της Ζάτουνας - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Δίπλα ακριβώς στο πρώην ιστορικό καφενείο υπάρχει μια ταβέρνα με το ευφάνταστο όνομα «Ου μπλέξεις». Ακούσαμε μουσικές, τραγούδια, παλαμάκια και νταβαντούρια να ξεχύνονται από το εσωτερικό του μαγαζιού προς τα έξω. «Να μπλέξουμε ή να μην μπλέξουμε»; αναρωτηθήκαμε κοιτώντας ο ένας τον άλλο. «Άσε καλύτερα! Πού να μπλέκουμε τώρα»! «Πάμε στη Μαργαρίτα για φαγητό» είπαμε και συνεχίσαμε να περπατάμε στον κεντρικό δρόμο. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε κάνει την έρευνά μας για τις δυο ταβέρνες του χωριού και μάλιστα είχαμε πάρει τηλέφωνο στη «Μαργαρίτα» για να μάθουμε αν υπήρχε διαθεσιμότητα για εκείνη τη μέρα. Η απάντηση ήταν καταφατική οπότε υπήρχε εκ των προτέρων μια ροπή προς το συγκεκριμένο μαγαζί. Ακούγοντας, όμως, τα νταβαντούρια στο «Ου μπλέξεις», προς στιγμήν, μας πλάνεψαν οι σειρήνες με τα τραγούδια και τις μουσικές τους, αλλά τελικά δεν υποκύψαμε. Προτιμήσαμε να πορευτούμε υποταγμένοι στην απλότητα η οποία έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο χωριό.
Αυτήν την απλότητα θέλησα να αποτυπώσω στις φωτογραφίες μου, γι’ αυτό άφησα γιο και σύζυγο να προχωρήσουν προς την ταβέρνα λοξοδρομώντας από τον κεντρικό δρόμο. «Μόλις έρθουν τα φαγητά πάρτε με τηλέφωνο και κατέφτασα» τους είπα τραβώντας την ανηφόρα.
Στο χωριό διασώζονται, όχι πάντα σε καλή κατάσταση, ένα σωρό γραφικά σπίτια που τροφοδότησαν την αχόρταγη όρεξή μου για περιπλάνηση και φωτογράφηση. Ακολουθώντας, μονίμως, ανηφορική πορεία χάθηκα σε χορταριασμένες αυλές, σε κήπους και σε χωμάτινα δρομάκια.
Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά και όσο πιο ψηλά ανέβαινα τόσο καλύτερη και πιο ευρεία θέα είχα προς την περιοχή. Μερικά φαρδιά πέτρινα σκαλιά
με οδήγησαν έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη απ’ όπου οι εικόνες που έφταναν στα μάτια μου ήταν βγαλμένες από την πατίνα του χρόνου.
Στη χαμηλή πόρτα της εκκλησιάς υπήρχε ακόμα αγκιστρωμένη η αψίδα με τα ξερά δαφνόφυλλα από τη γιορτή του Αγίου.
Το άλικο χρώμα από τις στέγες έφτανε σαν φλόγες φωτιάς στα μάτια μου και ο πυκνός καπνός από τις καμινάδες υψωνόταν για να συναντήσει την ουράνια πανδαισία που συνέχιζε να μεγαλουργεί πάνω από το κεφάλι μου.
Εκεί ψηλά που βρισκόμουν, στο Κοτρώνι (έτσι ονομάζεται ο βράχος πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το εκκλησάκι), έφτασε στα αυτιά μου, πεντακάθαρα, μια στιχομυθία που με έκανε να βάλω τα γέλια. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κανείς κοντά μου γιατί θα νόμιζε ότι χάζεψα και γελάω μόνη μου στα καλά καθούμενα. Άκουσα, λοιπόν, μια γυναίκα να διηγείται σε μια άλλη τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να μαζέψει στο κοτέτσι τους τρεις δραπέτες που είχαν βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια και είχαν βαλθεί να εξερευνήσουν τις γειτονιές του χωριού.
Συνέχισα να ανηφορίζω ακόμα ψηλότερα μέχρι που έφτασα στο τέλος του χωριού, εκεί που ξεκινά η πυκνή βλάστηση και τα έρημα χωράφια της πλαγιάς του βουνού.
Εκείνη την ώρα έπεσε το τηλεφώνημα ότι τα φαγητά είχαν αρχίσει να έρχονται στο τραπέζι. Με μια πνοή κατηφόρισα τα πλατιά πέτρινα σκαλιά,
βρήκα ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε σπίτια και χωράφια
και βγήκα στον κεντρικό δρόμο,
λίγα μέτρα πριν από την ταβέρνα «Μαργαρίτα».
Στο τραπέζι μας υπήρχαν λαχανοντολμάδες, κεφτέδες, χόρτα, πατάτες τηγανιτές, τηγανόψωμο και αναμένονταν τα κυρίως πιάτα που ήταν ψητά της ώρας. Όλα ήταν νόστιμα και σε γενναίες ποσότητες. Όμως, αργότερα το βράδυ, υπήρξε γαστρεντερικό πρόβλημα, κυρίως στον γιο μου και λιγότερο στον σύζυγο. Μάλλον, οι λαχανοντολμάδες ήταν η αιτία του κακού, γιατί εγώ που δεν έφαγα καθόλου από αυτούς δεν είχα καμία ενόχληση.
Μετά το φαγητό βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο.
Κάναμε μια μεγάλη βόλτα για να δούμε και το υπόλοιπο χωριό.
Στα δεξιά μας συναντήσαμε το δεύτερο καφενείο και σταθήκαμε για να διαβάσουμε την παλιά ταμπέλα που βρίσκεται αναρτημένη πάνω από την υπέροχη ξύλινη πόρτα με το περίτεχνα σκαλιστό καγκελάκι: «ΚΑΦΦΕΝΕΙΟΝ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ» με δύο Φ γιατί έτσι γραφόταν πριν από χρόνια η λέξη.
Αρχικά, νομίσαμε ότι ήταν κλειστό γιατί ο χώρος φαινόταν σκοτεινός από μακριά. Πλησιάζοντας, όμως, στο παράθυρο, με τη φωτογραφία του Μίκη κολλημένη πάνω στο τζάμι, είδαμε έναν παππού να κάθεται δίπλα στην ξυλόσομπα.
Δίχως καθόλου δισταγμό άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο καφενείο. Οι δικοί μου δεν με ακολούθησαν και συνέχισαν να βαδίζουν στον κεντρικό δρόμο. Αντάλλαξα ευχές με τη μοναδική ψυχή που βρισκόταν απέναντί μου και πάραυτα έμαθα ότι ο γλυκύτατος ηλικιωμένος δεν ήταν πελάτης, αλλά ο ιδιοκτήτης του καφενείου. Ποιου καφενείου δηλαδή, του μουσείου είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός που θα μπορούσα να αποδώσω σε αυτόν τον χώρο, μέσα στον οποίο με είχε οδηγήσει η αγάπη μου για οτιδήποτε παλιό, γνήσιο και αυθεντικό.
Ρώτησα με ευγένεια τον ιδιοκτήτη του αν μπορούσα να πάρω μερικές φωτογραφίες. Φοβόμουν μην μου πει όχι, γιατί κανονικά θα έπρεπε ο κόσμος να πληρώνει εισιτήριο, μόνο και μόνο για να σταθεί όρθιος μέσα σε αυτό το κόσμημα, έχοντας την τιμή και τη δυνατότητα να δει όλα αυτά τα αντικείμενα που βροντοφωνάζουν ιστορία. Εκείνος, όχι μόνο δεν μου αρνήθηκε, αλλά ξεκίνησε να μου μιλάει για τη ζωή του και το πώς κατέληξε, συνταξιούχος πλέον, να αγοράσει και να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη συντήρηση και διατήρηση αυτού του τόσο ιστορικού καφενείου. Μάλιστα, μου είπε ότι δεν μένει καν μόνιμα στη Ζάτουνα, αλλά έρχεται από κάποιο γειτονικό χωριό (το Ράφτη αν θυμάμαι καλά) τρεις φορές την εβδομάδα (ΠΣΚ και γιορτές), για να ανοίξει το μαγαζί του δίνοντας την ευκαιρία στον κόσμο να πάρει όση δόση ιστορίας μπορεί ο καθένας να αφομοιώσει.
Ήμουν τρισευτυχισμένη που η επίσκεψή μου στη Ζάτουνα έγινε γιορτινές μέρες γιατί αν ερχόμουν μια οποιαδήποτε καθημερινή θα είχα χάσει αυτό το σπάνιο δώρο που μου προσέφερε απλόχερα και από καρδιάς αυτός ο απλός άνθρωπος που στα ύστερά του χρόνια, αντί να αράξει στο σπιτάκι του, δίνει έναν πραγματικό αγώνα για να μην ξεθωριάσει και σβηστεί από τα κιτάπια του χωριού η ιστορία.
Φωτογράφισα με δέος κάθε γωνία του καφενείου, αλλά και όλα αυτά τα αντικείμενα που δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να χαθούν. Δεν μπορώ να γνωρίζω το μέλλον και την κατάληξη του «ΚΑΦΦΕΝΕΙΟΝ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ» αλλά σίγουρα όλα τα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας αντικείμενά του πρέπει να βρουν τη θέση που τους αρμόζει στις προθήκες κάποιου λαογραφικού μουσείου ή καλύτερα το ίδιο το καφενείο να χαρακτηριστεί επισήμως μουσείο (λέω τώρα εγώ η ρομαντική )
Επιστρέψαμε προς το κέντρο, παρακινώντας τους δικούς μου να ανέβουμε όλοι μαζί στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη, στα ψηλά του χωριού, στο Κοτρώνι, για να δουν και εκείνοι την υπέροχη θέα. Την ώρα που φτάσαμε στο λιτό καμπαναριό είδαμε τον ήλιο να βουτάει πίσω από τα ψηλά βουνά και να βάφει με πορτοκαλί, ροζ και κίτρινες αποχρώσεις τον ορίζοντα.
Είχε αρχίσει να απλώνεται το σκοτάδι όταν αφήσαμε πίσω μας τον παραδοσιακό οικισμό της Αρκαδίας με τις πετρόχτιστες κρήνες, με την αμφιθεατρική θέα, με τη σκληρή και πλούσια ιστορία. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω ξανά στο χωριό. Ίσως, το κάνω τον Σεπτέμβρη του 2023 όταν θα διοργανωθεί το 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Μίκη Θεοδωράκη «Αρκαδίες-Ζάτουνα».
Το πρώτο διεξήχθη τον Σεπτέμβριο του 2022, στα πλαίσια της επετείου συμπλήρωσης ενός έτους από την εκδημία του Μίκη. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου του 2022, στις 19:00, από το σπίτι του, στην Επιφανούς 1 στου Φιλοπάππου, με μια τελετή που θα καθιερωθεί ως ετήσιος θεσμός. Με πλήθος κόσμου, με πολλά δρώμενα και με 96 σημαίες, όσα και τα πολύτιμα για τους Έλληνες, την Ελλάδα, και όλο τον κόσμο χρόνια του Μίκη, που κρατούσαν 96 «σημαιοφόροι», έγινε μια διαδρομή που πέρασε από την Πνύκα και κατέληξε στο Ηρώδειο.
Το Σάββατο 3 και την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου του 2022, το πλούσιο πρόγραμμα των εκδηλώσεων συνεχίστηκε στη Ζάτουνα. Το Σάββατο έγιναν τα Εγκαίνια Έκθεσης στο Μουσείο Μίκης Θεοδωράκης και την Κυριακή το πρωί, στον Ιερό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, τελέστηκε το Ετήσιο Μνημόσυνο στη μνήμη του και ακολούθησε καφές στο «Καφενείο του Μίκη». Την Κυριακή έγιναν, επίσης, διάφορες συνεδρίες και οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τη συναυλία της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκη Θεοδωράκη στον προαύλιο χώρο του Μουσείου.
Φτάνοντας στη Δημητσάνα σταματήσαμε στο γνωστό viewpoint για μερικές φωτογραφίες του πανέμορφου χωριού. Σαν πυγολαμπίδες που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι άναβαν ένα-ένα τα φώτα των σπιτιών των δύο αντικριστών μαχαλάδων.
Χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση, κάναμε την τελευταία μας στάση στον καινούριο φούρνο της Βλαχέρνας για να αγοράσουμε βασιλόπιτα για την αλλαγή του χρόνου, τον οποίο υποδεχτήκαμε με αισιοδοξία μπροστά στο αναμμένο τζάκι του ζεστού σπιτιού μας στο Δάρα.
Last edited: