Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.366
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Νυμφασία-Λεβίδι
Νυμφασία: Το χωριό όπου έλουζαν τα μαλλιά τους οι Νύμφες!
Δύο χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στη Βυτίνα, στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας έναν γραφικό, ευθύ δρόμο, ο οποίος περιστοιχίζεται από δενδροστοιχίες. Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Γρανίτσα, που σημαίνει δενδρότοπος, από το γεγονός ότι στην περιοχή φύονται ήμερες βελανιδιές και άλλα είδη δέντρων. Το όνομα αυτό ήταν Σλαβικό, όπως άλλωστε και πολλά άλλα ονόματα των γύρω χωριών. Επί πρωθυπουργίας Γ. Κονδύλη άλλαξε και έγινε Νυμφασία, από την ομώνυμη πηγή του χωριού, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν το μέρος όπου λούζονταν οι Νύμφες. Οι Νύμφες ήταν γυναικείες θεότητες που ζούσαν στις χαράδρες και τα γύρω βουνά της περιοχής και αντιπροσώπευαν θεϊκές δυνάμεις των βουνών, των ποταμών και των πηγών. Η Νύμφη ήταν ανύπαντρο, παρθένο, νεαρό κορίτσι. Μαζί με τη Θεά του κυνηγιού Άρτεμη τριγύριζαν στα βουνά και τους λόγγους παίρνοντας μέρος στα Διονυσιακά όργια στο Μαίναλο, ενώ τις νύχτες στη Νυμφασία Πηγή (Προσινίκος) έπαιζαν και οργίαζαν με τους σάτυρους Σειλινούς και με τον Θεό Πάνα.
Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι γύρω από τη Νυμφασία Πηγή τριγυρνούσε ο Πάνας άγρυπνος, για να ξεμοναχιάσει καμία από τις Νύμφες, ώστε να εκπληρώσει τις ερωτικές του ορέξεις. Αυτές μόλις τον αντίκριζαν, έτρεχαν να κρυφτούν, στα απόμερα και σκοτεινά μέρη του Μαινάλου. Τις έπιανε κατά τη λαϊκή παράδοση Παν-ικός και έτσι αυτή η λέξη καθιερώθηκε παγκοσμίως, από αυτό το γεγονός.
Η Νυμφασία είναι ένα όμορφο χωριό, το οποίο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 840 μέτρων, στο βορειοανατολικό άκρο της Γορτυνίας. Η βλάστηση είναι οργιώδης, με απότομα φαράγγια και χαράδρες, να εναλλάσσονται συνεχώς στο τοπίο. Η περιοχή είναι ιδανική για εξορμήσεις όλες τις εποχές του χρόνου, αλλά και για θρησκευτικό τουρισμό, αφού 3 Km μετά το χωριό βρίσκεται φωλιασμένη, πάνω στον πανύψηλο βράχο των 500 μέτρων, η Ιερά Μονή Παναγίας Κερνίτσης.
Για την ώρα προσπεράσαμε το χωριό και συνεχίσαμε για τη Μονή, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μεσαιωνική πόλη Κερνίτσα, η οποία αρχικά κατοικήθηκε από Σλάβους. Η Μονή ως το 1940 κατοικούνταν από άντρες, αλλά σήμερα είναι γυναικείο μοναστήρι, το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο της Αρκαδίας, αφού η ζωή του υπολογίζεται στους 10 αιώνες. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς, Δήμο, Θεόφιλο και Συνοδινό Περτζοκολέα, τον Μάρτιο του 1116. Από το 1680 και έπειτα λειτούργησε ως Κρυφό Σχολειό, με τα παιδιά να μαθαίνουν, όχι μόνο γραφή και ανάγνωση, αλλά και το πάθος και τον πόθο για Ελευθερία.
Φτάσαμε έξω από το μοναστήρι και είδαμε μια μοναχή να κάνει δουλειές, στα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα άλλα κηπευτικά που διατηρεί το μοναστήρι.
Προχωρήσαμε, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βγάλαμε τον σύρτη μιας σιδερένιας πόρτας, η οποία οδηγεί στον λουλουδιασμένο περίβολο. Τι τάξη και τι καθαριότητα ήταν αυτή που επικρατούσε!! Παντού υπήρχαν λουλούδια και πέργκολες με αναρριχητικά φυτά, όλα άψογα περιποιημένα.
Οι μοναχές άφαντες! Στην κορυφή του βράχου είναι χτισμένος ο ναός της Παναγίας Κερνίτσης, αλλά εμείς προχωρήσαμε προς την σπηλιά, η οποία βρίσκεται κάτω από τον ναό και λειτουργούσε σαν ασκητήριο. Εδώ βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας.
Μερικά κατηφορικά σκαλάκια μας οδήγησαν σε μια σιδερένια πόρτα,
την οποία ανοίξαμε και μπήκαμε στη σπηλιά,
αντικρίζοντας πολλά καντήλια να κρέμονται από την οροφή,
αλλά και την εικόνα της Παναγίας να στέκεται ολομόναχη, κρεμασμένη στον βράχο.
Η ατμόσφαιρα εξέπεμπε μυστήριο και κατάνυξη. Μείναμε αρκετά, παρατηρώντας με μεγάλη προσοχή όλες τις λεπτομέρειες της μικρής εκκλησίας που χτίστηκε εδώ, για να γίνει το παρεκκλήσι της Μονής. Η εικόνα θεωρείται θαυματουργή, γιατί λέγεται ότι έχει θεραπεύσει πολλούς πάσχοντες ανθρώπους.
Όπου κι αν στρέφαμε το βλέμμα μας, βλέπαμε πυκνή βλάστηση και δέος μας κατέλαβε, βλέποντας από τόσο ψηλά τη χαράδρα που έκοβε στα δύο το βουνό.
Βγαίνοντας ξανά στην κορυφή του βράχου, έξω από την είσοδο του ναού της Παναγίας, είδαμε να κάνουν την εμφάνισή τους δύο μοναχές και τις χαιρετίσαμε εγκάρδια. Η μια ξεκλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας και μας προέτρεψε να περάσουμε στο εσωτερικό του ναού. Από ευγένεια δε βγάλαμε φωτογραφίες, θαυμάσαμε όμως για λίγη ώρα την εκκλησία και ευχαριστώντας θερμά τη μοναχή βγήκαμε έξω. Τότε η άλλη, μας περίμενε για να μας φιλέψει λουκουμάκι και δροσερό νεράκι. Ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες. Όλες οι μοναχές πρέπει ολημερίς να ρίχνουν απίστευτη δουλειά, ώστε να διατηρούν πεντακάθαρους όλους τους χώρους του μοναστηριού. Αν και φυσούσε απαλό αεράκι, δεν έβλεπες ούτε ένα φυλλαράκι να είναι πεσμένο κάτω στο δάπεδο. Διάφοροι ακόμα ναοί υπάρχουν γύρω από το μοναστήρι.
Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο και κατηφορίσαμε το βουνό, με σκοπό να φτάσουμε στο σημείο που είναι χτισμένος ο ξενώνας ΑΓΡΟΠΟΛΗ. Παρκάραμε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, κάτω από τον μικρό λόφο, στην πλαγιά του οποίου είναι χτισμένοι αμφιθεατρικά οι ξενώνες. Από αυτό το σημείο ξεκινήσαμε μια πεζοπορία, για να γνωρίσουμε ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, με πυκνή βλάστηση, όπου κυλάει τα νερά του ο ποταμός Μυλάων. Το ποτάμι μπορεί το καλοκαίρι να είναι εντελώς ξερό, όμως στο πέρασμα των αιώνων, τα νερά του κατάφεραν να σμιλέψουν το έδαφος, σχηματίζοντας ένα άκρως εντυπωσιακό φαράγγι.
Η αρχαία πόλη Μεθύδριον της περιοχής, έλαβε το όνομά της από τα δύο ποτάμια που την περιέβαλαν. Δυτικά ο Μαλοίτας και ανατολικά ο Μυλάων. Στο Μεθύδριον οι κάτοικοι λάτρευαν τον Θεό του υγρού στοιχείου και των αλόγων, τον Ποσειδώνα. Πρώτοι αυτοί τον ονόμασαν “΄Ιππιο” και έχτισαν ιερό προς τιμήν του.
Στις ελατοσκέπαστες δυτικές διακλαδώσεις του Μαινάλου αποκτούν τα πρώτα τους νερά οι δίδυμοι ποταμοί. Ο Μυλάων στο κεφαλόβρυσο Ασπρονέρι στο Πυργάκι και ο Μαλοίτας στη θέση Χαλίκι. Οι δύο ποταμοί ανταμώνουν και μαζί περνούν, δυτικά της Βυτίνας ως ένας ποταμός, με το όνομα Μυλάων. Διασχίζοντας ένα φαράγγι, το οποίο στις δύο πλευρές του έχει σπηλιές, ασκηταριά και γεφύρια και βγαίνοντας από το πέτρινο πέρασμά του, ο Μυλάων θα κυλήσει τα νερά του στον Δαρέϊκο κάμπο και θα συναντηθεί με τον Τράγο ποταμό.
Κατηφορίσαμε μια απότομη πλαγιά και συναντήσαμε την ξερή κοίτη του ποταμού. Η πορεία της κοίτης, από τις πηγές μέχρι και την εκβολή του, αποτελεί ένα φυσικό σύνορο, ανάμεσα στη βορειοδυτική Μαντινεία και τη Γορτυνία.
Τα ορμητικά, χειμωνιάτικα νερά του, δημιούργησαν την ανάγκη γεφύρωσης σε σημαντικά σημεία της πορείας του. Ένα από αυτά τα γεφύρια θέλαμε να προσεγγίσουμε με αυτήν την πεζοπορία μας. Όλο αυτό το εγχείρημα ήταν μια μοναδική και συναρπαστική εμπειρία. Το να περπατάς στην κοίτη ενός ξερού ποταμού, προσπερνώντας ή σκαρφαλώνοντας τεράστιες υπόλευκες ή γκρίζες πέτρες, ήταν κάτι που πρώτη φορά έκανα στα μέρη μου.
Τα τεράστια δέντρα εκατέρωθεν του ποταμού έκρυβαν σχεδόν εντελώς στον ήλιο, ενώ κάθετοι, γρανιτένιοι “τοίχοι” πολλών μέτρων υψώνονταν κατά μήκος του ποταμού.
Ήμασταν εντελώς μόνες (με την αδελφή μου έγινε αυτή η “εκστρατεία”), σε ένα τοπίο ανυπέρβλητης ομορφιάς, αλλά δεν σας κρύβω, ότι μια μικρή αγωνία και ανασφάλεια αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας, γιατί αν συνέβαινε το ο,τιδήποτε, δεν υπήρχε ψυχή για να μας βοηθήσει. Που και που ακούγαμε κουδουνάκια ζώων, αλλά ποιος ξέρει, αν υπήρχε βοσκός για να τα προσέχει ή έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές του βουνού! Κι αν ο βοσκός ήταν ένας σύγχρονος Πάνας και ξαφνικά τον βλέπαμε μπροστά μας?

Συνεχίσαμε την πορεία μας για να φτάσουμε στο γεφύρι της Τζαβάραινας. Το μονότοξο γεφύρι χτίστηκε το 1868 στη θέση παλαιότερου, που γκρέμισαν τα ορμητικά νερά του Μυλάοντα, ενώ ο μάστορας που δούλεψε στην κατασκευή του, καταγόταν από τα Μαζέϊκα ή Κλειτορία.
(Για Κλειτορία δες εδώ: https://www.travelstories.gr/community/threads/Απόδραση-στηνΑχαΐα.64381/)
Πήρε το όνομά του από κάποια Βυτινιώτισσα Τζαβάραινα για κάποιο γεγονός, για το οποίο δεν βρήκα πληροφορίες. Μετά από πορεία ενός περίπου χιλιομέτρου, αντικρίσαμε τον πολυπόθητο στόχο μας, το λιθόκτιστο γεφύρι.
Βγήκαμε από την κοίτη και ανεβήκαμε στο κατάστρωμά του. Καθίσαμε πάνω στις αρχαίες πέτρες και στήσαμε αυτί, για να ακούσουμε το ποδοβολητό των Νυμφών και των Μαινάδων, που τρομαγμένες έτρεχαν για να κρυφτούν από το ερωτικό κυνηγητό του Θεού Πάνα. Αφήσαμε τη φαντασία μας να περιπλανηθεί και κάναμε εικόνα τον μαλλιαρό, τραγοπόδαρο Θεό, να ξεκουράζεται δίπλα στα νερά του Μυλάοντα, κάτω από τη σκιά των δέντρων, ενώ παραπέρα έβοσκε το κοπάδι του.
Η αδελφή μου πρότεινε να βγούμε από την κοίτη και να επιστρέψουμε ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι που αχνοφαινόταν στην αριστερή πλαγιά του βουνού. Για κάμποση ώρα περιπλανηθήκαμε, ανάμεσα σε θάμνους και ξερά χόρτα, ανεβήκαμε σε μικρά υψωματάκια, ακροβατήσαμε άκρη-άκρη στο μονοπάτι που κρεμόταν πάνω από την κοίτη, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με το ποτάμι, αλλά τελικά αυτή η επιλογή δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε ακίνδυνη, οπότε εγώ επέμεινα να ξαναπιάσουμε την κοίτη, ως ασφαλέστερο τρόπο επιστροφής.
Όταν από μακριά είδαμε τους ξενώνες ΑΓΡΟΠΟΛΗ ήμασταν πλέον σίγουρες, ότι είχαμε φτάσει στο σημείο, για να αφήσουμε την κοίτη και να ανηφορίσουμε τον απότομο λόφο, ο οποίος θα μας οδηγούσε στο αυτοκίνητο.
Ο ποταμός Μυλάων έχει επίσης συνδυαστεί με την ανάπτυξη νερόμυλων και νεροτριβών. Λίγο πριν φτάσουμε στο αυτοκίνητο, είδαμε ότι σε μικρή απόσταση, υπήρχαν τα ερείπια ενός νερόμυλου, αλλά αποφασίσαμε να μην τα προσεγγίσουμε με τα πόδια, γιατί θα μπλέκαμε μέσα σε πολύ πυκνή βλάστηση.
Έτσι με το αυτοκίνητο ακολουθήσαμε έναν πολύ τραχύ και με πολλά νεροφαγώματα χωματόδρομο, μέσα στην ερημιά του φαραγγιού, φτάνοντας τελικά στο ερειπωμένο, πετρόκτιστο κτίριο του Καλογερικού Μύλου της Κερνίτσης. Από τους τελευταίους μυλωνάδες ήταν ο Βαλτεσινικιώτης (χωριό Βαλτεσινίκο) Μιχάλης Κατσιγιάννης, του οποίου η κόρη ήταν Ηγουμένη του μοναστηριού. Λέγεται ότι όταν σταματούσε η λειτουργία του μύλου, λόγω ζημιάς ή έλλειψης νερού, ο μυλωνάς μετά την αποκατάσταση της λειτουργίας του, έβγαινε με τρομπέτα και “φώναζε” με αυτόν τον τρόπο τους πελάτες, για να έρθουν με τα φορτωμένα μουλάρια τους, να αλέσουν τους καρπούς.
Ο ενθουσιασμός μας, για όλα αυτά που είχαμε ζήσει ήταν πολύ μεγάλος και αποφασίσαμε να κλείσουμε αυτήν την όμορφη εξόρμηση, με καφέ και γλυκό στην όμορφη πλατεία της Νυμφασίας. Γύρω από την πλατεία υπάρχουν λιγοστά καφενεδάκια και ταβέρνες, που το καλοκαίρι βγάζουν τραπεζάκια κάτω από τα δέντρα. Η πλατεία ήταν εντελώς άδεια! Όταν καθίσαμε σε ένα τραπέζι, συνειδητοποιήσαμε ότι ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος στο εσωτερικό και στα τραπεζάκια γύρω από το μαγαζί, ήταν οι καλεσμένοι μιας κηδείας, που είχαμε δει να τελείται στην εκκλησία της Παναγίας του νεκροταφείου, λίγο έξω από το χωριό, κατά την άφιξή μας.
Η διαδικασία σερβιρίσματος βρισκόταν στο φόρτε της και υποθέσαμε ότι δεν θα εξυπηρετηθούμε ποτέ, αφού οι κοπέλες έτρεχαν πέρα-δώθε, για να ευχαριστήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν τους πενθούντες. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίσαμε να καθόμαστε στην άδεια πλατεία, συζητώντας και απολαμβάνοντας τη δροσιά και την ξεκούραση, μετά το απαιτητικό πρόγραμμα που είχαμε υλοποιήσει νωρίτερα. Κάποια στιγμή μια κοπέλα εμφανίστηκε (χωρίς εμείς να κάνουμε κανένα νόημα) για να πάρει την παραγγελία μας, ζητώντας μας συγγνώμη για την καθυστέρηση. Παραγγείλαμε καφέ και χειροποίητο γλυκό του κουταλιού, λέγοντας στην κοπέλα ότι κατανοούμε απολύτως την κατάσταση και ότι δεν χρειάζεται να απολογείται. Μάλιστα την πληρώσαμε μόλις έφερε την παραγγελία, ώστε να μην αναγκαστεί να αφιερώσει ξανά χρόνο σε εμάς.
Η Νυμφασία παραμένει ένα αγνό, αμόλυντο από τον μαζικό τουρισμό χωριό και η ύπαρξή της χάνεται στα βάθη του χρόνου, χωρίς να υπάρχουν πολλές γραπτές αναφορές, για το πότε κατοικήθηκε. Από διάφορα ερείπια κατοικιών ή ναών ή άλλων κτισμάτων φαίνεται, ότι μάλλον το χωριό ήταν απλωμένο και κατοικημένο από μεγάλο πληθυσμό. Μάλλον η Νυμφασία αποτελεί συνέχεια του πληθυσμού του αρχαίου Μεθυδρίου, της πόλης που ήταν διασπαρμένη σε όλη τη γύρω περιοχή. Ο πληθυσμός του χωριού, αλλά κυρίως αυτός της Βυτίνας, που αποτελούσε το προαύλιο του αρχαίου Μεθυδρίου είναι η συνέχεια από την αρχαιότητα.
Η προηγούμενη ονομασία Γρανίτσα, που πιθανώς δόθηκε από τους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν εδώ το 850 μ.Χ. είναι η μοναδική που συναντάται για το χωριό, αφού η νέα ονομασία Νυμφασία δόθηκε το 1926-7. Το βασικό αξιοθέατο του χωριού είναι η Αγία Τριάδα, η πετρόκτιστη βασιλική με το ωραίο Καμπαναριό.
Μ΄ αυτά και με τ΄ άλλα πέρασε η ώρα και αναχωρήσαμε για τη βάση μας. Άλλη μια μέρα είχε γεμίσει με πανέμορφα τοπία και αρκετή αδρεναλίνη. Εν αναμονή της κακοκαιρίας με την ονομασία “Ιανός” για την επόμενη μέρα δεν είχαμε προγραμματίσει καμία εξόρμηση. Βλέποντας και κάνοντας, αναλόγως πώς θα μας έβρισκε η κακοκαιρία.
Λεβίδι
Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγραψα, ότι η Βυτίνα για μένα είναι πάνω απ΄ όλα η αιώνια ατάκα: “Πάμε πλατεία”. Το Λεβίδι από την άλλη είναι για εμάς, που μένουμε εκτός κατοικημένης περιοχής το “mall” για τις απαραίτητες αγορές μας. Η κωμόπολη είναι χτισμένη στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου, σε υψόμετρο 860 μέτρων. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει ένα μικρό δασάκι, ενώ η πλατεία αποτελεί το hot spot, αφού γύρω από αυτήν υπάρχουν μπακάλικα, ταβέρνες, καφενεία και φαρμακεία.
Έτσι το επόμενο απόγευμα, έχοντας υποστεί, ευτυχώς ελαφρά τα συμπτώματα της κακοκαιρίας “Ιανός”, ξεκινήσαμε με την αδελφή μου από το Δάρα με προορισμό το Λεβίδι. Κυρίως θέλαμε να πιούμε ένα καφεδάκι στην καφετέρια της πλατείας, αλλά να κάνουμε και μερικά ψώνια στο σούπερ μάρκετ και στον ξυλόφουρνο του χωριού. Ο ουρανός ήταν πολύ βαρύς και πένθιμος, γεμάτος βροχή. Όμως υπήρχαν και διαστήματα που η βροχή σταματούσε.
Καθίσαμε έξω, για να αναπνέουμε όλες τις μυρωδιές της θυμωμένης φύσης, αλλά και για να ρουφήξουμε τη φθινοπωρινή δροσιά, που διαπερνούσε τα λεπτά ζακετάκια που φορούσαμε. Σε πρώτο πλάνο είχαμε την ιστορική πλατεία του Λεβιδίου, η οποία κοσμείται από τα αγάλματα του οπλαρχηγού Αναγνώστη Στριφτόμπολα, αλλά και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, πολιτικού και πρωθυπουργού.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου που ήταν ιδρυτής της “Δημοκρατικής Ένωσης”, θεωρείται ο πατέρας της Αβασίλευτης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και ο εμπνευστής της νεότερης αγροτικής πολιτικής. Ο μεγάλος πολιτικός διετέλεσε αρκετές φορές Υπουργός πριν αναλάβει Πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1924 και το 1932, ενώ ήταν συνεργάτης και φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 το Λεβίδι είχε πολύ σημαντική συμμετοχή, αφού στις 14 Απριλίου 1821 δόθηκε μέσα στο χωριό μια από τις ιστορικότερες μάχες της Επανάστασης, όπου οι Έλληνες στέφθηκαν νικητές, αλλά με την απώλεια του οπλαρχηγού τους Αναγνώστη Στριφτόμπολα.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 είχε σχεδόν επικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, που στόχευε στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικού κέντρου του Οθωμανικού Μοριά. Γι’ αυτό, γύρω από την Τριπολιτσά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ελληνικά στρατόπεδα, για να την αποκόψουν από την υπόλοιπη Πελοπόννησο και να καταστήσουν ευκολότερη την άλωσή της. Όμως με τη θέα των Τούρκων, οι στρατολογημένοι Έλληνες το έβαζαν στα πόδια, χωρίς να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά, με αποτέλεσμα το ένα μετά το άλλο τα στρατόπεδα να διαλύονται. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και ραγιαδισμού είχαν κάνει πολλούς Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι όταν έβλεπαν Τούρκο και να υπομένουν μοιρολατρικά τον αυταρχισμό του. Άλλωστε, όσοι είχαν σηκώσει ανάστημα κατά του δυνάστη, συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.
Στο Λεβίδι όμως, όταν ακούστηκε ότι φθάνει τουρκικός στρατός από την Τριπολιτσά κανείς δεν έφυγε. Ήταν το πρώτο στρατόπεδο που δεν διαλύθηκε στο άκουσμα της είδησης, ότι 3.000 πεζοί και ιππείς έχουν εκστρατεύσει εναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου είχε συσταθεί από τους Καλαβρυτινούς και τους ντόπιους οπλαρχηγούς Παναγιώτη Αρβάλη και Γεώργιο Μπηλίδα. Ήδη από τις 12 Απριλίου το στρατόπεδο είχε ενισχυθεί με τους οπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη και Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι, το βράδυ της 13ης Απριλίου.
Μόλις πληροφορήθηκαν την επικείμενη άφιξη του τουρκικού στρατού συγκεντρώθηκαν στο σπίτι, όπου διέμενε ο Καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης και αποφάσισαν, κατά πρώτον να ζητήσουν βοήθεια από τα γειτονικά στρατόπεδα της Αλωνίσταινας και του Κακουρίου και κατά δεύτερον να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μια ράχη κοντά στο Λεβίδι, ενώ πιο κάτω βρέθηκε ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας.
Τις πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι το τουρκικό ιππικό πλησιάζει στο Λεβίδι, πολλοί άνδρες πανικοβλήθηκαν. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών, να τους συγκρατήσουν και κατέφυγαν στο βουνό. Τότε ο Στριφτόμπολας με 70 άνδρες αποφάσισε να δώσει τη μάχη μέσα στο χωριό. Οι Τούρκοι όρμησαν με άγριες διαθέσεις κατά των οχυρωμένων Ελλήνων, αλλά αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, πέφτει αλύπητο λεπίδι…»
Πραγματική μάχη δόθηκε έξω από το σπίτι που βρισκόταν ο Στριφτόμπολας. Εκεί έπεσαν οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και ο ηρωικός οπλαρχηγός από τα Καλάβρυτα. Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ενισχύσεις από τα διπλανά στρατόπεδα, υπό τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταύρο Δημητρακόπουλο και Ασημάκη Σκαλτσά. Τότε οι αμυνόμενοι βγήκαν από τα σπίτια και όρμησαν κατά των Τούρκων, που πανικόβλητοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς. Η νίκη των Ελλήνων στο Λεβίδι αποτέλεσε το σημαντικότερο, ως τότε γεγονός του Αγώνα. Οι ραγιάδες έβλεπαν πλέον, ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι!
Πηγή: www.sansimera.gr
Εκμεταλλευτήκαμε ένα μικρό διάλειμμα της βροχής και ξεκινήσαμε να περπατάμε στα υγρά σοκάκια του χωριού. Αν τα πετρόχτιστα σπίτια του 19ου αιώνα σε εμάς φαίνονται οικεία, σίγουρα θα εντυπωσιάσουν τον επισκέπτη, που θα βρεθεί για πρώτη φορά, να κάνει τη βόλτα του στο Λεβίδι.
Ένα από αυτά τα ωραία κτίρια είναι το Δημαρχείο, στο οποίο λειτουργεί μικρό μουσείο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, με τα προσωπικά του αντικείμενα και το ιδιωτικό του αρχείο.
Προχωρήσαμε ψηλά στον λόφο, απ΄ όπου βλέπαμε τις κατάφυτες πλαγιές του βουνού να σκεπάζονται από χαμηλή νέφωση. “Κατσιφάρα” τη λένε στα μέρη μου.
Σουρούπωνε και η υγρασία διαπερνούσε τα λεπτά ρούχα που φορούσαμε, όμως συνεχίσαμε να περιπλανιόμαστε ανάμεσα σε σπίτια με κήπους, ενώ ένα ψιλόβροχο είχε και πάλι ξεκινήσει να μας ραντίζει.
Αυτήν τη φορά δε φτάσαμε μέχρι τον ιερό ναό των Ταξιαρχών, που βρίσκεται ψηλά στον λόφο. Εσείς όμως, αν βρεθείτε ποτέ στο Λεβίδι να πάτε! Ο ναός έχει διακοσμηθεί με εξαιρετικές τοιχογραφίες. Οι αγιογραφίες του είναι τόσο όμορφες, ώστε η εκκλησία χαρακτηρίστηκε ως “Μουσείο Τοιχογραφίας”. Διαθέτει στο Καμπαναριό δύο ρολόγια. Το καινούριο και το παλιό με τους σταματημένους δείκτες, τη στιγμή της ανατίναξης από τους Γερμανούς, για να σταματήσουν τον ήχο της καμπάνας που ειδοποιούσε για τις γερμανικές επιδρομές.
Άλλη μια αξιόλογη πρόταση που έχω να κάνω, όχι μόνο σε εσάς αλλά και στον εαυτό μου, είναι η επίσκεψη στο βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας, το οποίο πιστεύεται ότι ήταν καθολικό παλιάς Μονής της Θεοτόκου. Βρίσκεται ανατολικά του Λεβιδίου, μέσα στο Μαντινικό πεδίο. Η εκκλησία ανεγέρθηκε τον 11ο μ.Χ. αιώνα, πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού της Υμνίας Αρτέμιδας. Το ξωκκλήσι γιορτάζει κάθε χρόνο τα “εννιάμερα της Παναγίας” με εκδηλώσεις και πανηγύρι.
Επιστρέψαμε στην πλατεία, μπροστά από τον ναό του Αγίου Ιωάννη, που δεσπόζει στο κέντρο του χωριού.
Κατευθυνθήκαμε προς τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο, ο οποίος βρίσκεται στο κατηφορικό δρομάκι, ακριβώς μετά το γωνιακό ψητοπωλείο “Κουμπούρης”, για να αγοράσουμε ψωμί. Όσα χρόνια και να ανατρέξω στο παρελθόν, πάντα θυμάμαι να το ονομάζουμε οικογενειακώς: “Tο ψωμί της γριάς”. Τώρα στον φούρνο βρήκαμε την κόρη της γριάς, η οποία συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση, αλλά τα παλαιότερα χρόνια η “αφέντρα” του φούρνου ήταν η γριά, μια στρυφνή και λίγο έως πολύ αγενής μορφή, η οποία έχει γράψει τη δική της ιστορία στην περιοχή. Θυμάμαι αρκετά χρόνια πίσω, παραμονή Καθαράς Δευτέρας, πήγαμε πολύ μετά τα μεσάνυχτα, για να πάρουμε από τους πρώτους τις λαγάνες της. Ε! μόνο που δεν μας έβρισε για το “θράσος” που είχαμε, να της ζητήσουμε “τέτοια ώρα” να έχει έτοιμες τις λαγάνες. Είμαι σίγουρη, ότι είχε κάμποσες έτοιμες, αλλά επίτηδες δεν μας τις έδωσε και μας είπε “ελάτε το πρωί”! Μιλάμε για τέτοια μορφή!!
Στις ταβέρνες του χωριού ψήνονται στη σούβλα γουρουνοπούλες. Εγώ προτείνω το ψητοπωλείο “Κουμπούρης”. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε, απ΄ όταν ήμουν παιδάκι ακόμα. Όσο ο καιρός είναι καλός, τα τραπεζάκια πάνω στην πλατεία είναι πάντα έτοιμα, για να υποδεχτούν περαστικούς και ντόπιους και τον χειμώνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, θα βρεθεί μια ζεστή γωνίτσα για να ζεστάνει και να καταλαγιάσει την πείνα του ταξιδιώτη.
Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία στον απέραντο κάμπο, που φτάνει μέχρι το χωριό Κανδήλα, αλλά και με την κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Σήμερα το χωριό διαθέτει σύγχρονα καταλύματα και αρχοντικούς ξενώνες, για τους επισκέπτες που καταφθάνουν στην περιοχή για το Χιονοδρομικό Κέντρο και όχι μόνο, αφού ο Δήμος Λεβιδίου αποτελείται από όμορφα χωριά και οικισμούς όπως: Βλαχέρνα, Δάρα, Κανδήλα, Καρδαράς, Kώμη, Λίμνη, Ορχομενός, Παλαιόπυργος, Παναγίτσα και Χωτούσα.
Κατά τους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν “Ορχομενίων Χώρα” και τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα, που σώζονται μέχρι σήμερα δικαίωσαν το πρώην όνομα του Λεβιδίου. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το 1700 κατοικούσαν στο χωριό 300 ψυχές. Είναι πιθανόν ότι το Λεβίδι υπήρχε κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Άλλωστε στο χωριό Παλαιόπυργος, στους πρόποδες του Αρτεμισίου όρους, σώζονται ερείπια μεσαιωνικού κάστρου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο Αρχαίος Ορχομενός, που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αρκαδίας. Η επίσκεψη επιτρέπει στον επισκέπτη να θαυμάσει το Θέατρο, το Βουλευτήριο, ευρήματα από το στραγγιστικό έργο της Αρχαίας Πόλης, τη Μεγάλη Αγορά και το Ιερό της Υμνίας Αρτέμιδας. Η Άρτεμις είχε στον Ορχομενό λαμπρό ναό. Το προσωνύμιο Ύμνια οφείλεται στη σχέση της με τη μουσική. Στην κορυφή του βουνού βρίσκεται η Αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού, που ονομάστηκε από τον Όμηρο “Πολύμηλος” γιατί ήταν πλούσια σε κτηνοτροφία, ιδίως των προβάτων. Η αρχαία Ακρόπολη ήταν το κέντρο της Αρκαδίας και έδρα βασιλέων, έως τον 5ο αιώνα π.Χ.
Το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας του Λεβιδίου είναι εμπλουτισμένο με πάνω από 500 σχέδια και χαρακτικά σπουδαίων δημιουργών, που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Η συλλογή απλώνεται σε 4 αιώνες τέχνης, από τον 16ο αιώνα. Ιστορεί σε θεματικές ενότητες, τους μύθους και την ουτοπία, ανιχνεύει την Αρκαδία των περιηγητών, αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στην Επανάσταση, αποδίδει φόρο τιμής στην ποιμενική ζωή και εξηγεί γιατί το δάσος και το βουνό είναι πυλώνες του αρκαδικού ύφους. Η Βιβλιοθήκη του Μουσείου μετράει πάνω από 1.000 τίτλους και πολλοί από αυτούς είναι σπάνιοι και δυσεύρετοι. Το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας συνυπάρχει με το Dryades-Kallisto Hotel & Suites, ένα πρότυπο τουριστικό-οικιστικό συγκρότημα.
Η τριάδα των μουσείων του Λεβιδίου κλείνει με το Λαογραφικό Μουσείο, με πλήθος αντικειμένων καθημερινής χρήσης από παλαιότερες εποχές: όπως γεωργικά εργαλεία, οικιακά σκεύη, ρούχα, αργαλειό και φωτογραφίες.
Ολοκληρώσαμε τις αγορές μας στο σούπερ μάρκετ και στο κρεοπωλείο του χωριού. Νύχτωσε και ο καιρός αγρίεψε κι άλλο. Όσο πλησιάζαμε προς το σπίτι η βροχή δυνάμωνε! Ο “Ιανός” βρισκόταν σε εξέλιξη και εμείς βιαστήκαμε να συναντήσουμε την ασφάλεια του “Μικρού σπιτιού μέσα στο λιβάδι”.
Πηγές ιστορικών αναφορών της παρούσας αφήγησης:
www.nymfasia.gr
wikipedia
www.anthitispetras.gr › flip_ydatokinhsh › ydatokinhsh
Νυμφασία: Το χωριό όπου έλουζαν τα μαλλιά τους οι Νύμφες!
Δύο χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στη Βυτίνα, στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας έναν γραφικό, ευθύ δρόμο, ο οποίος περιστοιχίζεται από δενδροστοιχίες. Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Γρανίτσα, που σημαίνει δενδρότοπος, από το γεγονός ότι στην περιοχή φύονται ήμερες βελανιδιές και άλλα είδη δέντρων. Το όνομα αυτό ήταν Σλαβικό, όπως άλλωστε και πολλά άλλα ονόματα των γύρω χωριών. Επί πρωθυπουργίας Γ. Κονδύλη άλλαξε και έγινε Νυμφασία, από την ομώνυμη πηγή του χωριού, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν το μέρος όπου λούζονταν οι Νύμφες. Οι Νύμφες ήταν γυναικείες θεότητες που ζούσαν στις χαράδρες και τα γύρω βουνά της περιοχής και αντιπροσώπευαν θεϊκές δυνάμεις των βουνών, των ποταμών και των πηγών. Η Νύμφη ήταν ανύπαντρο, παρθένο, νεαρό κορίτσι. Μαζί με τη Θεά του κυνηγιού Άρτεμη τριγύριζαν στα βουνά και τους λόγγους παίρνοντας μέρος στα Διονυσιακά όργια στο Μαίναλο, ενώ τις νύχτες στη Νυμφασία Πηγή (Προσινίκος) έπαιζαν και οργίαζαν με τους σάτυρους Σειλινούς και με τον Θεό Πάνα.
Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι γύρω από τη Νυμφασία Πηγή τριγυρνούσε ο Πάνας άγρυπνος, για να ξεμοναχιάσει καμία από τις Νύμφες, ώστε να εκπληρώσει τις ερωτικές του ορέξεις. Αυτές μόλις τον αντίκριζαν, έτρεχαν να κρυφτούν, στα απόμερα και σκοτεινά μέρη του Μαινάλου. Τις έπιανε κατά τη λαϊκή παράδοση Παν-ικός και έτσι αυτή η λέξη καθιερώθηκε παγκοσμίως, από αυτό το γεγονός.
Η Νυμφασία είναι ένα όμορφο χωριό, το οποίο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 840 μέτρων, στο βορειοανατολικό άκρο της Γορτυνίας. Η βλάστηση είναι οργιώδης, με απότομα φαράγγια και χαράδρες, να εναλλάσσονται συνεχώς στο τοπίο. Η περιοχή είναι ιδανική για εξορμήσεις όλες τις εποχές του χρόνου, αλλά και για θρησκευτικό τουρισμό, αφού 3 Km μετά το χωριό βρίσκεται φωλιασμένη, πάνω στον πανύψηλο βράχο των 500 μέτρων, η Ιερά Μονή Παναγίας Κερνίτσης.

Για την ώρα προσπεράσαμε το χωριό και συνεχίσαμε για τη Μονή, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μεσαιωνική πόλη Κερνίτσα, η οποία αρχικά κατοικήθηκε από Σλάβους. Η Μονή ως το 1940 κατοικούνταν από άντρες, αλλά σήμερα είναι γυναικείο μοναστήρι, το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο της Αρκαδίας, αφού η ζωή του υπολογίζεται στους 10 αιώνες. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς, Δήμο, Θεόφιλο και Συνοδινό Περτζοκολέα, τον Μάρτιο του 1116. Από το 1680 και έπειτα λειτούργησε ως Κρυφό Σχολειό, με τα παιδιά να μαθαίνουν, όχι μόνο γραφή και ανάγνωση, αλλά και το πάθος και τον πόθο για Ελευθερία.
Φτάσαμε έξω από το μοναστήρι και είδαμε μια μοναχή να κάνει δουλειές, στα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα άλλα κηπευτικά που διατηρεί το μοναστήρι.

Προχωρήσαμε, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βγάλαμε τον σύρτη μιας σιδερένιας πόρτας, η οποία οδηγεί στον λουλουδιασμένο περίβολο. Τι τάξη και τι καθαριότητα ήταν αυτή που επικρατούσε!! Παντού υπήρχαν λουλούδια και πέργκολες με αναρριχητικά φυτά, όλα άψογα περιποιημένα.


Οι μοναχές άφαντες! Στην κορυφή του βράχου είναι χτισμένος ο ναός της Παναγίας Κερνίτσης, αλλά εμείς προχωρήσαμε προς την σπηλιά, η οποία βρίσκεται κάτω από τον ναό και λειτουργούσε σαν ασκητήριο. Εδώ βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας.
Μερικά κατηφορικά σκαλάκια μας οδήγησαν σε μια σιδερένια πόρτα,


την οποία ανοίξαμε και μπήκαμε στη σπηλιά,


αντικρίζοντας πολλά καντήλια να κρέμονται από την οροφή,

αλλά και την εικόνα της Παναγίας να στέκεται ολομόναχη, κρεμασμένη στον βράχο.


Η ατμόσφαιρα εξέπεμπε μυστήριο και κατάνυξη. Μείναμε αρκετά, παρατηρώντας με μεγάλη προσοχή όλες τις λεπτομέρειες της μικρής εκκλησίας που χτίστηκε εδώ, για να γίνει το παρεκκλήσι της Μονής. Η εικόνα θεωρείται θαυματουργή, γιατί λέγεται ότι έχει θεραπεύσει πολλούς πάσχοντες ανθρώπους.
Όπου κι αν στρέφαμε το βλέμμα μας, βλέπαμε πυκνή βλάστηση και δέος μας κατέλαβε, βλέποντας από τόσο ψηλά τη χαράδρα που έκοβε στα δύο το βουνό.

Βγαίνοντας ξανά στην κορυφή του βράχου, έξω από την είσοδο του ναού της Παναγίας, είδαμε να κάνουν την εμφάνισή τους δύο μοναχές και τις χαιρετίσαμε εγκάρδια. Η μια ξεκλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας και μας προέτρεψε να περάσουμε στο εσωτερικό του ναού. Από ευγένεια δε βγάλαμε φωτογραφίες, θαυμάσαμε όμως για λίγη ώρα την εκκλησία και ευχαριστώντας θερμά τη μοναχή βγήκαμε έξω. Τότε η άλλη, μας περίμενε για να μας φιλέψει λουκουμάκι και δροσερό νεράκι. Ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες. Όλες οι μοναχές πρέπει ολημερίς να ρίχνουν απίστευτη δουλειά, ώστε να διατηρούν πεντακάθαρους όλους τους χώρους του μοναστηριού. Αν και φυσούσε απαλό αεράκι, δεν έβλεπες ούτε ένα φυλλαράκι να είναι πεσμένο κάτω στο δάπεδο. Διάφοροι ακόμα ναοί υπάρχουν γύρω από το μοναστήρι.


Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο και κατηφορίσαμε το βουνό, με σκοπό να φτάσουμε στο σημείο που είναι χτισμένος ο ξενώνας ΑΓΡΟΠΟΛΗ. Παρκάραμε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, κάτω από τον μικρό λόφο, στην πλαγιά του οποίου είναι χτισμένοι αμφιθεατρικά οι ξενώνες. Από αυτό το σημείο ξεκινήσαμε μια πεζοπορία, για να γνωρίσουμε ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, με πυκνή βλάστηση, όπου κυλάει τα νερά του ο ποταμός Μυλάων. Το ποτάμι μπορεί το καλοκαίρι να είναι εντελώς ξερό, όμως στο πέρασμα των αιώνων, τα νερά του κατάφεραν να σμιλέψουν το έδαφος, σχηματίζοντας ένα άκρως εντυπωσιακό φαράγγι.

Η αρχαία πόλη Μεθύδριον της περιοχής, έλαβε το όνομά της από τα δύο ποτάμια που την περιέβαλαν. Δυτικά ο Μαλοίτας και ανατολικά ο Μυλάων. Στο Μεθύδριον οι κάτοικοι λάτρευαν τον Θεό του υγρού στοιχείου και των αλόγων, τον Ποσειδώνα. Πρώτοι αυτοί τον ονόμασαν “΄Ιππιο” και έχτισαν ιερό προς τιμήν του.
Στις ελατοσκέπαστες δυτικές διακλαδώσεις του Μαινάλου αποκτούν τα πρώτα τους νερά οι δίδυμοι ποταμοί. Ο Μυλάων στο κεφαλόβρυσο Ασπρονέρι στο Πυργάκι και ο Μαλοίτας στη θέση Χαλίκι. Οι δύο ποταμοί ανταμώνουν και μαζί περνούν, δυτικά της Βυτίνας ως ένας ποταμός, με το όνομα Μυλάων. Διασχίζοντας ένα φαράγγι, το οποίο στις δύο πλευρές του έχει σπηλιές, ασκηταριά και γεφύρια και βγαίνοντας από το πέτρινο πέρασμά του, ο Μυλάων θα κυλήσει τα νερά του στον Δαρέϊκο κάμπο και θα συναντηθεί με τον Τράγο ποταμό.
Κατηφορίσαμε μια απότομη πλαγιά και συναντήσαμε την ξερή κοίτη του ποταμού. Η πορεία της κοίτης, από τις πηγές μέχρι και την εκβολή του, αποτελεί ένα φυσικό σύνορο, ανάμεσα στη βορειοδυτική Μαντινεία και τη Γορτυνία.

Τα ορμητικά, χειμωνιάτικα νερά του, δημιούργησαν την ανάγκη γεφύρωσης σε σημαντικά σημεία της πορείας του. Ένα από αυτά τα γεφύρια θέλαμε να προσεγγίσουμε με αυτήν την πεζοπορία μας. Όλο αυτό το εγχείρημα ήταν μια μοναδική και συναρπαστική εμπειρία. Το να περπατάς στην κοίτη ενός ξερού ποταμού, προσπερνώντας ή σκαρφαλώνοντας τεράστιες υπόλευκες ή γκρίζες πέτρες, ήταν κάτι που πρώτη φορά έκανα στα μέρη μου.


Τα τεράστια δέντρα εκατέρωθεν του ποταμού έκρυβαν σχεδόν εντελώς στον ήλιο, ενώ κάθετοι, γρανιτένιοι “τοίχοι” πολλών μέτρων υψώνονταν κατά μήκος του ποταμού.



Ήμασταν εντελώς μόνες (με την αδελφή μου έγινε αυτή η “εκστρατεία”), σε ένα τοπίο ανυπέρβλητης ομορφιάς, αλλά δεν σας κρύβω, ότι μια μικρή αγωνία και ανασφάλεια αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας, γιατί αν συνέβαινε το ο,τιδήποτε, δεν υπήρχε ψυχή για να μας βοηθήσει. Που και που ακούγαμε κουδουνάκια ζώων, αλλά ποιος ξέρει, αν υπήρχε βοσκός για να τα προσέχει ή έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές του βουνού! Κι αν ο βοσκός ήταν ένας σύγχρονος Πάνας και ξαφνικά τον βλέπαμε μπροστά μας?


Συνεχίσαμε την πορεία μας για να φτάσουμε στο γεφύρι της Τζαβάραινας. Το μονότοξο γεφύρι χτίστηκε το 1868 στη θέση παλαιότερου, που γκρέμισαν τα ορμητικά νερά του Μυλάοντα, ενώ ο μάστορας που δούλεψε στην κατασκευή του, καταγόταν από τα Μαζέϊκα ή Κλειτορία.
(Για Κλειτορία δες εδώ: https://www.travelstories.gr/community/threads/Απόδραση-στηνΑχαΐα.64381/)
Πήρε το όνομά του από κάποια Βυτινιώτισσα Τζαβάραινα για κάποιο γεγονός, για το οποίο δεν βρήκα πληροφορίες. Μετά από πορεία ενός περίπου χιλιομέτρου, αντικρίσαμε τον πολυπόθητο στόχο μας, το λιθόκτιστο γεφύρι.


Βγήκαμε από την κοίτη και ανεβήκαμε στο κατάστρωμά του. Καθίσαμε πάνω στις αρχαίες πέτρες και στήσαμε αυτί, για να ακούσουμε το ποδοβολητό των Νυμφών και των Μαινάδων, που τρομαγμένες έτρεχαν για να κρυφτούν από το ερωτικό κυνηγητό του Θεού Πάνα. Αφήσαμε τη φαντασία μας να περιπλανηθεί και κάναμε εικόνα τον μαλλιαρό, τραγοπόδαρο Θεό, να ξεκουράζεται δίπλα στα νερά του Μυλάοντα, κάτω από τη σκιά των δέντρων, ενώ παραπέρα έβοσκε το κοπάδι του.


Η αδελφή μου πρότεινε να βγούμε από την κοίτη και να επιστρέψουμε ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι που αχνοφαινόταν στην αριστερή πλαγιά του βουνού. Για κάμποση ώρα περιπλανηθήκαμε, ανάμεσα σε θάμνους και ξερά χόρτα, ανεβήκαμε σε μικρά υψωματάκια, ακροβατήσαμε άκρη-άκρη στο μονοπάτι που κρεμόταν πάνω από την κοίτη, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με το ποτάμι, αλλά τελικά αυτή η επιλογή δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε ακίνδυνη, οπότε εγώ επέμεινα να ξαναπιάσουμε την κοίτη, ως ασφαλέστερο τρόπο επιστροφής.


Όταν από μακριά είδαμε τους ξενώνες ΑΓΡΟΠΟΛΗ ήμασταν πλέον σίγουρες, ότι είχαμε φτάσει στο σημείο, για να αφήσουμε την κοίτη και να ανηφορίσουμε τον απότομο λόφο, ο οποίος θα μας οδηγούσε στο αυτοκίνητο.
Ο ποταμός Μυλάων έχει επίσης συνδυαστεί με την ανάπτυξη νερόμυλων και νεροτριβών. Λίγο πριν φτάσουμε στο αυτοκίνητο, είδαμε ότι σε μικρή απόσταση, υπήρχαν τα ερείπια ενός νερόμυλου, αλλά αποφασίσαμε να μην τα προσεγγίσουμε με τα πόδια, γιατί θα μπλέκαμε μέσα σε πολύ πυκνή βλάστηση.

Έτσι με το αυτοκίνητο ακολουθήσαμε έναν πολύ τραχύ και με πολλά νεροφαγώματα χωματόδρομο, μέσα στην ερημιά του φαραγγιού, φτάνοντας τελικά στο ερειπωμένο, πετρόκτιστο κτίριο του Καλογερικού Μύλου της Κερνίτσης. Από τους τελευταίους μυλωνάδες ήταν ο Βαλτεσινικιώτης (χωριό Βαλτεσινίκο) Μιχάλης Κατσιγιάννης, του οποίου η κόρη ήταν Ηγουμένη του μοναστηριού. Λέγεται ότι όταν σταματούσε η λειτουργία του μύλου, λόγω ζημιάς ή έλλειψης νερού, ο μυλωνάς μετά την αποκατάσταση της λειτουργίας του, έβγαινε με τρομπέτα και “φώναζε” με αυτόν τον τρόπο τους πελάτες, για να έρθουν με τα φορτωμένα μουλάρια τους, να αλέσουν τους καρπούς.
Ο ενθουσιασμός μας, για όλα αυτά που είχαμε ζήσει ήταν πολύ μεγάλος και αποφασίσαμε να κλείσουμε αυτήν την όμορφη εξόρμηση, με καφέ και γλυκό στην όμορφη πλατεία της Νυμφασίας. Γύρω από την πλατεία υπάρχουν λιγοστά καφενεδάκια και ταβέρνες, που το καλοκαίρι βγάζουν τραπεζάκια κάτω από τα δέντρα. Η πλατεία ήταν εντελώς άδεια! Όταν καθίσαμε σε ένα τραπέζι, συνειδητοποιήσαμε ότι ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος στο εσωτερικό και στα τραπεζάκια γύρω από το μαγαζί, ήταν οι καλεσμένοι μιας κηδείας, που είχαμε δει να τελείται στην εκκλησία της Παναγίας του νεκροταφείου, λίγο έξω από το χωριό, κατά την άφιξή μας.
Η διαδικασία σερβιρίσματος βρισκόταν στο φόρτε της και υποθέσαμε ότι δεν θα εξυπηρετηθούμε ποτέ, αφού οι κοπέλες έτρεχαν πέρα-δώθε, για να ευχαριστήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν τους πενθούντες. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίσαμε να καθόμαστε στην άδεια πλατεία, συζητώντας και απολαμβάνοντας τη δροσιά και την ξεκούραση, μετά το απαιτητικό πρόγραμμα που είχαμε υλοποιήσει νωρίτερα. Κάποια στιγμή μια κοπέλα εμφανίστηκε (χωρίς εμείς να κάνουμε κανένα νόημα) για να πάρει την παραγγελία μας, ζητώντας μας συγγνώμη για την καθυστέρηση. Παραγγείλαμε καφέ και χειροποίητο γλυκό του κουταλιού, λέγοντας στην κοπέλα ότι κατανοούμε απολύτως την κατάσταση και ότι δεν χρειάζεται να απολογείται. Μάλιστα την πληρώσαμε μόλις έφερε την παραγγελία, ώστε να μην αναγκαστεί να αφιερώσει ξανά χρόνο σε εμάς.
Η Νυμφασία παραμένει ένα αγνό, αμόλυντο από τον μαζικό τουρισμό χωριό και η ύπαρξή της χάνεται στα βάθη του χρόνου, χωρίς να υπάρχουν πολλές γραπτές αναφορές, για το πότε κατοικήθηκε. Από διάφορα ερείπια κατοικιών ή ναών ή άλλων κτισμάτων φαίνεται, ότι μάλλον το χωριό ήταν απλωμένο και κατοικημένο από μεγάλο πληθυσμό. Μάλλον η Νυμφασία αποτελεί συνέχεια του πληθυσμού του αρχαίου Μεθυδρίου, της πόλης που ήταν διασπαρμένη σε όλη τη γύρω περιοχή. Ο πληθυσμός του χωριού, αλλά κυρίως αυτός της Βυτίνας, που αποτελούσε το προαύλιο του αρχαίου Μεθυδρίου είναι η συνέχεια από την αρχαιότητα.

Η προηγούμενη ονομασία Γρανίτσα, που πιθανώς δόθηκε από τους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν εδώ το 850 μ.Χ. είναι η μοναδική που συναντάται για το χωριό, αφού η νέα ονομασία Νυμφασία δόθηκε το 1926-7. Το βασικό αξιοθέατο του χωριού είναι η Αγία Τριάδα, η πετρόκτιστη βασιλική με το ωραίο Καμπαναριό.

Μ΄ αυτά και με τ΄ άλλα πέρασε η ώρα και αναχωρήσαμε για τη βάση μας. Άλλη μια μέρα είχε γεμίσει με πανέμορφα τοπία και αρκετή αδρεναλίνη. Εν αναμονή της κακοκαιρίας με την ονομασία “Ιανός” για την επόμενη μέρα δεν είχαμε προγραμματίσει καμία εξόρμηση. Βλέποντας και κάνοντας, αναλόγως πώς θα μας έβρισκε η κακοκαιρία.
Λεβίδι
Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγραψα, ότι η Βυτίνα για μένα είναι πάνω απ΄ όλα η αιώνια ατάκα: “Πάμε πλατεία”. Το Λεβίδι από την άλλη είναι για εμάς, που μένουμε εκτός κατοικημένης περιοχής το “mall” για τις απαραίτητες αγορές μας. Η κωμόπολη είναι χτισμένη στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου, σε υψόμετρο 860 μέτρων. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει ένα μικρό δασάκι, ενώ η πλατεία αποτελεί το hot spot, αφού γύρω από αυτήν υπάρχουν μπακάλικα, ταβέρνες, καφενεία και φαρμακεία.
Έτσι το επόμενο απόγευμα, έχοντας υποστεί, ευτυχώς ελαφρά τα συμπτώματα της κακοκαιρίας “Ιανός”, ξεκινήσαμε με την αδελφή μου από το Δάρα με προορισμό το Λεβίδι. Κυρίως θέλαμε να πιούμε ένα καφεδάκι στην καφετέρια της πλατείας, αλλά να κάνουμε και μερικά ψώνια στο σούπερ μάρκετ και στον ξυλόφουρνο του χωριού. Ο ουρανός ήταν πολύ βαρύς και πένθιμος, γεμάτος βροχή. Όμως υπήρχαν και διαστήματα που η βροχή σταματούσε.
Καθίσαμε έξω, για να αναπνέουμε όλες τις μυρωδιές της θυμωμένης φύσης, αλλά και για να ρουφήξουμε τη φθινοπωρινή δροσιά, που διαπερνούσε τα λεπτά ζακετάκια που φορούσαμε. Σε πρώτο πλάνο είχαμε την ιστορική πλατεία του Λεβιδίου, η οποία κοσμείται από τα αγάλματα του οπλαρχηγού Αναγνώστη Στριφτόμπολα, αλλά και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, πολιτικού και πρωθυπουργού.



Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου που ήταν ιδρυτής της “Δημοκρατικής Ένωσης”, θεωρείται ο πατέρας της Αβασίλευτης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και ο εμπνευστής της νεότερης αγροτικής πολιτικής. Ο μεγάλος πολιτικός διετέλεσε αρκετές φορές Υπουργός πριν αναλάβει Πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1924 και το 1932, ενώ ήταν συνεργάτης και φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 το Λεβίδι είχε πολύ σημαντική συμμετοχή, αφού στις 14 Απριλίου 1821 δόθηκε μέσα στο χωριό μια από τις ιστορικότερες μάχες της Επανάστασης, όπου οι Έλληνες στέφθηκαν νικητές, αλλά με την απώλεια του οπλαρχηγού τους Αναγνώστη Στριφτόμπολα.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 είχε σχεδόν επικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, που στόχευε στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικού κέντρου του Οθωμανικού Μοριά. Γι’ αυτό, γύρω από την Τριπολιτσά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ελληνικά στρατόπεδα, για να την αποκόψουν από την υπόλοιπη Πελοπόννησο και να καταστήσουν ευκολότερη την άλωσή της. Όμως με τη θέα των Τούρκων, οι στρατολογημένοι Έλληνες το έβαζαν στα πόδια, χωρίς να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά, με αποτέλεσμα το ένα μετά το άλλο τα στρατόπεδα να διαλύονται. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και ραγιαδισμού είχαν κάνει πολλούς Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι όταν έβλεπαν Τούρκο και να υπομένουν μοιρολατρικά τον αυταρχισμό του. Άλλωστε, όσοι είχαν σηκώσει ανάστημα κατά του δυνάστη, συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.
Στο Λεβίδι όμως, όταν ακούστηκε ότι φθάνει τουρκικός στρατός από την Τριπολιτσά κανείς δεν έφυγε. Ήταν το πρώτο στρατόπεδο που δεν διαλύθηκε στο άκουσμα της είδησης, ότι 3.000 πεζοί και ιππείς έχουν εκστρατεύσει εναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου είχε συσταθεί από τους Καλαβρυτινούς και τους ντόπιους οπλαρχηγούς Παναγιώτη Αρβάλη και Γεώργιο Μπηλίδα. Ήδη από τις 12 Απριλίου το στρατόπεδο είχε ενισχυθεί με τους οπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη και Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι, το βράδυ της 13ης Απριλίου.
Μόλις πληροφορήθηκαν την επικείμενη άφιξη του τουρκικού στρατού συγκεντρώθηκαν στο σπίτι, όπου διέμενε ο Καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης και αποφάσισαν, κατά πρώτον να ζητήσουν βοήθεια από τα γειτονικά στρατόπεδα της Αλωνίσταινας και του Κακουρίου και κατά δεύτερον να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μια ράχη κοντά στο Λεβίδι, ενώ πιο κάτω βρέθηκε ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας.
Τις πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι το τουρκικό ιππικό πλησιάζει στο Λεβίδι, πολλοί άνδρες πανικοβλήθηκαν. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών, να τους συγκρατήσουν και κατέφυγαν στο βουνό. Τότε ο Στριφτόμπολας με 70 άνδρες αποφάσισε να δώσει τη μάχη μέσα στο χωριό. Οι Τούρκοι όρμησαν με άγριες διαθέσεις κατά των οχυρωμένων Ελλήνων, αλλά αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, πέφτει αλύπητο λεπίδι…»
Πραγματική μάχη δόθηκε έξω από το σπίτι που βρισκόταν ο Στριφτόμπολας. Εκεί έπεσαν οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και ο ηρωικός οπλαρχηγός από τα Καλάβρυτα. Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ενισχύσεις από τα διπλανά στρατόπεδα, υπό τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταύρο Δημητρακόπουλο και Ασημάκη Σκαλτσά. Τότε οι αμυνόμενοι βγήκαν από τα σπίτια και όρμησαν κατά των Τούρκων, που πανικόβλητοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς. Η νίκη των Ελλήνων στο Λεβίδι αποτέλεσε το σημαντικότερο, ως τότε γεγονός του Αγώνα. Οι ραγιάδες έβλεπαν πλέον, ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι!
Πηγή: www.sansimera.gr
Εκμεταλλευτήκαμε ένα μικρό διάλειμμα της βροχής και ξεκινήσαμε να περπατάμε στα υγρά σοκάκια του χωριού. Αν τα πετρόχτιστα σπίτια του 19ου αιώνα σε εμάς φαίνονται οικεία, σίγουρα θα εντυπωσιάσουν τον επισκέπτη, που θα βρεθεί για πρώτη φορά, να κάνει τη βόλτα του στο Λεβίδι.

Ένα από αυτά τα ωραία κτίρια είναι το Δημαρχείο, στο οποίο λειτουργεί μικρό μουσείο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, με τα προσωπικά του αντικείμενα και το ιδιωτικό του αρχείο.

Προχωρήσαμε ψηλά στον λόφο, απ΄ όπου βλέπαμε τις κατάφυτες πλαγιές του βουνού να σκεπάζονται από χαμηλή νέφωση. “Κατσιφάρα” τη λένε στα μέρη μου.


Σουρούπωνε και η υγρασία διαπερνούσε τα λεπτά ρούχα που φορούσαμε, όμως συνεχίσαμε να περιπλανιόμαστε ανάμεσα σε σπίτια με κήπους, ενώ ένα ψιλόβροχο είχε και πάλι ξεκινήσει να μας ραντίζει.



Αυτήν τη φορά δε φτάσαμε μέχρι τον ιερό ναό των Ταξιαρχών, που βρίσκεται ψηλά στον λόφο. Εσείς όμως, αν βρεθείτε ποτέ στο Λεβίδι να πάτε! Ο ναός έχει διακοσμηθεί με εξαιρετικές τοιχογραφίες. Οι αγιογραφίες του είναι τόσο όμορφες, ώστε η εκκλησία χαρακτηρίστηκε ως “Μουσείο Τοιχογραφίας”. Διαθέτει στο Καμπαναριό δύο ρολόγια. Το καινούριο και το παλιό με τους σταματημένους δείκτες, τη στιγμή της ανατίναξης από τους Γερμανούς, για να σταματήσουν τον ήχο της καμπάνας που ειδοποιούσε για τις γερμανικές επιδρομές.





Άλλη μια αξιόλογη πρόταση που έχω να κάνω, όχι μόνο σε εσάς αλλά και στον εαυτό μου, είναι η επίσκεψη στο βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας, το οποίο πιστεύεται ότι ήταν καθολικό παλιάς Μονής της Θεοτόκου. Βρίσκεται ανατολικά του Λεβιδίου, μέσα στο Μαντινικό πεδίο. Η εκκλησία ανεγέρθηκε τον 11ο μ.Χ. αιώνα, πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού της Υμνίας Αρτέμιδας. Το ξωκκλήσι γιορτάζει κάθε χρόνο τα “εννιάμερα της Παναγίας” με εκδηλώσεις και πανηγύρι.
Επιστρέψαμε στην πλατεία, μπροστά από τον ναό του Αγίου Ιωάννη, που δεσπόζει στο κέντρο του χωριού.

Κατευθυνθήκαμε προς τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο, ο οποίος βρίσκεται στο κατηφορικό δρομάκι, ακριβώς μετά το γωνιακό ψητοπωλείο “Κουμπούρης”, για να αγοράσουμε ψωμί. Όσα χρόνια και να ανατρέξω στο παρελθόν, πάντα θυμάμαι να το ονομάζουμε οικογενειακώς: “Tο ψωμί της γριάς”. Τώρα στον φούρνο βρήκαμε την κόρη της γριάς, η οποία συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση, αλλά τα παλαιότερα χρόνια η “αφέντρα” του φούρνου ήταν η γριά, μια στρυφνή και λίγο έως πολύ αγενής μορφή, η οποία έχει γράψει τη δική της ιστορία στην περιοχή. Θυμάμαι αρκετά χρόνια πίσω, παραμονή Καθαράς Δευτέρας, πήγαμε πολύ μετά τα μεσάνυχτα, για να πάρουμε από τους πρώτους τις λαγάνες της. Ε! μόνο που δεν μας έβρισε για το “θράσος” που είχαμε, να της ζητήσουμε “τέτοια ώρα” να έχει έτοιμες τις λαγάνες. Είμαι σίγουρη, ότι είχε κάμποσες έτοιμες, αλλά επίτηδες δεν μας τις έδωσε και μας είπε “ελάτε το πρωί”! Μιλάμε για τέτοια μορφή!!

Στις ταβέρνες του χωριού ψήνονται στη σούβλα γουρουνοπούλες. Εγώ προτείνω το ψητοπωλείο “Κουμπούρης”. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε, απ΄ όταν ήμουν παιδάκι ακόμα. Όσο ο καιρός είναι καλός, τα τραπεζάκια πάνω στην πλατεία είναι πάντα έτοιμα, για να υποδεχτούν περαστικούς και ντόπιους και τον χειμώνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, θα βρεθεί μια ζεστή γωνίτσα για να ζεστάνει και να καταλαγιάσει την πείνα του ταξιδιώτη.
Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία στον απέραντο κάμπο, που φτάνει μέχρι το χωριό Κανδήλα, αλλά και με την κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Σήμερα το χωριό διαθέτει σύγχρονα καταλύματα και αρχοντικούς ξενώνες, για τους επισκέπτες που καταφθάνουν στην περιοχή για το Χιονοδρομικό Κέντρο και όχι μόνο, αφού ο Δήμος Λεβιδίου αποτελείται από όμορφα χωριά και οικισμούς όπως: Βλαχέρνα, Δάρα, Κανδήλα, Καρδαράς, Kώμη, Λίμνη, Ορχομενός, Παλαιόπυργος, Παναγίτσα και Χωτούσα.
Κατά τους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν “Ορχομενίων Χώρα” και τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα, που σώζονται μέχρι σήμερα δικαίωσαν το πρώην όνομα του Λεβιδίου. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το 1700 κατοικούσαν στο χωριό 300 ψυχές. Είναι πιθανόν ότι το Λεβίδι υπήρχε κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Άλλωστε στο χωριό Παλαιόπυργος, στους πρόποδες του Αρτεμισίου όρους, σώζονται ερείπια μεσαιωνικού κάστρου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο Αρχαίος Ορχομενός, που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αρκαδίας. Η επίσκεψη επιτρέπει στον επισκέπτη να θαυμάσει το Θέατρο, το Βουλευτήριο, ευρήματα από το στραγγιστικό έργο της Αρχαίας Πόλης, τη Μεγάλη Αγορά και το Ιερό της Υμνίας Αρτέμιδας. Η Άρτεμις είχε στον Ορχομενό λαμπρό ναό. Το προσωνύμιο Ύμνια οφείλεται στη σχέση της με τη μουσική. Στην κορυφή του βουνού βρίσκεται η Αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού, που ονομάστηκε από τον Όμηρο “Πολύμηλος” γιατί ήταν πλούσια σε κτηνοτροφία, ιδίως των προβάτων. Η αρχαία Ακρόπολη ήταν το κέντρο της Αρκαδίας και έδρα βασιλέων, έως τον 5ο αιώνα π.Χ.

Το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας του Λεβιδίου είναι εμπλουτισμένο με πάνω από 500 σχέδια και χαρακτικά σπουδαίων δημιουργών, που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Η συλλογή απλώνεται σε 4 αιώνες τέχνης, από τον 16ο αιώνα. Ιστορεί σε θεματικές ενότητες, τους μύθους και την ουτοπία, ανιχνεύει την Αρκαδία των περιηγητών, αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στην Επανάσταση, αποδίδει φόρο τιμής στην ποιμενική ζωή και εξηγεί γιατί το δάσος και το βουνό είναι πυλώνες του αρκαδικού ύφους. Η Βιβλιοθήκη του Μουσείου μετράει πάνω από 1.000 τίτλους και πολλοί από αυτούς είναι σπάνιοι και δυσεύρετοι. Το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας συνυπάρχει με το Dryades-Kallisto Hotel & Suites, ένα πρότυπο τουριστικό-οικιστικό συγκρότημα.

Η τριάδα των μουσείων του Λεβιδίου κλείνει με το Λαογραφικό Μουσείο, με πλήθος αντικειμένων καθημερινής χρήσης από παλαιότερες εποχές: όπως γεωργικά εργαλεία, οικιακά σκεύη, ρούχα, αργαλειό και φωτογραφίες.
Ολοκληρώσαμε τις αγορές μας στο σούπερ μάρκετ και στο κρεοπωλείο του χωριού. Νύχτωσε και ο καιρός αγρίεψε κι άλλο. Όσο πλησιάζαμε προς το σπίτι η βροχή δυνάμωνε! Ο “Ιανός” βρισκόταν σε εξέλιξη και εμείς βιαστήκαμε να συναντήσουμε την ασφάλεια του “Μικρού σπιτιού μέσα στο λιβάδι”.
Πηγές ιστορικών αναφορών της παρούσας αφήγησης:
www.nymfasia.gr
wikipedia
www.anthitispetras.gr › flip_ydatokinhsh › ydatokinhsh
Last edited: