Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.218
- Likes
- 25.858
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
Ξεκίνησα για το επόμενο, πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό αξιοθέατο της περιοχής, τη Μονή Αγίου Νικολάου. Ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο προς το χωριό Μυγδαλιά, κάποια στιγμή το GPS με ενημέρωσε να στρίψω δεξιά, σε έναν κατηφορικό, πολύ στενό δρόμο. Είδα την ταμπέλα που έγραφε Ολομάδες (χωριό) αλλά αυτό το "μονοπάτι" δε μου γέμισε το μάτι, και έτσι θεωρώντας ότι ο πλοηγός με παραπλανεί, συνέχισα για λίγα χιλιόμετρα ευθεία. Δε θυμάμαι, αυτήν τη στιγμή που προσπαθώ να ανασύρω από τη μνήμη μου εικόνες, αν υπήρχε ταμπέλα που να γράφει Μονή Αγίου Νικολάου. Αλλά και να υπήρχε, μάλλον δεν την πρόσεξα, γι΄ αυτό και συνέχισα ευθεία. Εν τέλει κατάλαβα ότι ακολουθούσα λάθος διαδρομή και ότι έπρεπε να έχω στρίψει εκεί που μου είχε υποδείξει το GPS. Γύρισα πίσω και ακολούθησα αυτό το στενό, κατηφορικό δρομάκι. Μετά από λίγο είδα μια ταμπέλα η οποία έγραφε Μονή Αγίου Νικολάου και έδειχνε αριστερά. Μπήκα λοιπόν αριστερά σε έναν χωματόδρομο, και μετά από λίγα ανηφορικά μέτρα ο "δρόμος" σταματούσε σε ένα ύψωμα, όπου υπήρχε χώρος για να αφήσω το αυτοκίνητο.
Ερημιά εννοείται γύρω-γύρω. Βρισκόμουν πάνω από το όμορφο φαράγγι του Ρεντεζέλα. Προχώρησα μερικά μέτρα στο ίσιωμα και τότε είδα μια απότομη, τσιμεντένια σκάλα στον βράχο, να κατηφορίζει προς το φαράγγι. Το βαθύ φαράγγι και η απότομη σκάλα μου προκάλεσαν δέος, και έτσι άρχισα να κατεβαίνω πολύ προσεκτικά, σταματώντας συχνά, για να χορτάσω το θέαμα που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου και κάτω από τα πόδια μου.
Το μοναστήρι είναι λίγο παλαιότερο από αυτό της Παναγίας στο Βαλτεσινίκο, γι' αυτό το ονομάζουν και Παλαιομονάστηρο. Χτίστηκε γύρω στα 1500-1550, εποχή που πολλοί στρέφονταν προς τον μοναχισμό. Η επίσημη εγκατάλειψή του έγινε το 1833 και ο λόγος κλεισίματος ήταν ότι δεν είχε έξι (6) μοναχούς, όπως προέβλεπε ο νόμος. Είχα μείνει άφωνη από την επιβλητικότητα του τοπίου, αλλά και του μοναστηριού. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, άκουγα μόνο τη βαριά ανάσα μου και τα κρωξίματα των πουλιών, που εκτελούσαν χαμηλές πτήσεις, φωλιάζοντας στους απόκρημνους βράχους του φαραγγιού. Είχα πάθει την πλάκα μου, και πού να 'ξερα τι με περίμενε, μπαίνοντας και το εσωτερικό του.
Όλο το μοναστήρι καλύπτεται από μια τεράστια σπηλιά. Ένα μικρό μέρος του έχει στέγη και μόνο το μπροστινό τμήμα είναι χτισμένο. Διέκρινα μικρά ανοίγματα, σαν πολεμίστρες, στον τοίχο του μοναστηριού.
Ανέβηκα σαν υπνωτισμένη την πέτρινη σκάλα και βρέθηκα μπροστά στην ξύλινη πόρτα. Πίεσα προς τα κάτω το μάνταλο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και βρέθηκα σε μια μικρή αίθουσα, τον εξωνάρθηκα. Απίστευτη δροσιά τύλιξε γρήγορα το ιδρωμένο κορμί μου.
Δεξιά είδα μια ξύλινη σκάλα, η οποία οδηγεί σε έναν εξώστη, όπου υπάρχει μια σκοτεινή σήραγγα μέσα στο βουνό. Αυτή η σήραγγα διάβασα ότι οδηγεί έξω από το μοναστήρι, και χρησίμευε για να επικοινωνεί η Μονή με τα κτίσματα που υπήρχαν εκτός αυτής, όπως για παράδειγμα με τον νερόμυλο, που βρισκόταν κάτω στη ρεματιά.
Αυτή είναι στενή σήραγγα που οδηγεί έξω από το μοναστήρι και φαίνεται μόνο αν ανέβεις στον ξύλινο εξώστη
Για αρχή ακολούθησα ένα χαμηλό τούνελ,
πέρασα σκύβοντας μια χαμηλή πορτούλα,
και βρέθηκα έξω από μια δεύτερη, πολύ στενή και χαμηλή πόρτα, η οποία απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε πολύ λιτοδίαιτους ανθρώπους.
Έσκυψα και χώρεσα να περάσω, σε μια κοιλότητα του βράχου, όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου. Ο χώρος είναι τόσο στενός που είναι ζήτημα αν χωράνε να σταθούν 2-3 άτομα. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα ότι η αγιογράφηση είναι κατεστραμμένη. Υπάρχουν μόνο 1-2 αγιογραφίες.
Συνέχισα ακολουθώντας τον στενό διάδρομο δίπλα από τον ναό του Αγίου Νικολάου και έφτασα σε έναν "εξώστη" δηλαδή ένα στενό πέρασμα εκτός βράχου. Κοίταξα κάτω το χάος του φαραγγιού και στη συνέχεια είδα μια μεγάλη σπηλιά. Υπήρχαν λίγα σκαλάκια και τα ανέβηκα φτάνοντας στο εσωτερικό της βαθιάς σπηλιάς. Στην οροφή της είδα μια τρύπα. Θυμηθείτε το αυτό, γιατί στη συνέχεια θα περιγράψω, τον ρόλο που έπαιξε αυτή η τρύπα στη ζωή του μοναστηριού.
Επέστρεψα μέσω του τούνελ στην πρώτη αίθουσα, δηλαδή στον εξωνάρθηκα.
Πάνω από το τούνελ, στη δεξιά πλευρά, υπάρχει μια πέτρινη σκάλα, η οποία οδηγεί στον "δεύτερο όροφο" της Σπηλιάς-Μονής.
Εδώ υπάρχει άλλη εκκλησία, της Ανάληψης. Είναι ένας κανονικός, μικροσκοπικός ναός, μέσα στην κοιλότητα του βράχου. Το ιερό βρίσκεται πίσω από ένα μικρό, πανέμορφο, ξύλινο τέμπλο. Αυτό δεν είναι τέμπλο, αλλά μια μικρή ζωγραφιά, ένα έργο τέχνης.
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό! Δεν πίστευα όλα αυτά που έβλεπαν τα μοναχικά μου μάτια. Ήθελα να ουρλιάξω από ενθουσιασμό και από χαρά. Ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω δίπλα μου και να μοιραστώ αυτήν την ομορφιά με κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, αλλά ήμουν μόνη, δεν υπήρχε κανείς άλλος να συμμεριστεί την αγαλλίαση που πλημμύριζε το είναι μου ολόκληρο. Βρισκόμουν μάρτυρας ενός μοναδικού υπερθεάματος, που παρόμοιο δεν έχω ξανασυναντήσει μέχρι τώρα στα ταξίδια μου στην Ελλάδα. Στην κοιλότητα του βράχου, που παίρνει τη μορφή τρούλου, εικονίζεται ο Παντοκράτορας. Γύρω στους βράχινους τοίχους υπάρχουν βραχογραφίες. Πάλι καλά που σώζονται, αφού η υγρασία κάνει πολύ αισθητή την παρουσία της μέσα στη σπηλιά. Οι βραχογραφίες αυτές υπάρχουν πιθανώς από τον 16ο αιώνα.
Η Μονή ήταν φτωχή, με λιγοστή καλλιεργήσιμη γη γύρω από αυτήν. Το μοναστήρι είναι περισσότερο γνωστό στην περιοχή για την ένδοξη ιστορία του. Οι Βαλτεσινιώτες νιώθουν ιδιαίτερη περηφάνια από το γεγονός, ότι οι πρόγονοί τους αντιμετώπισαν τον ίδιο τον Ιμπραήμ, όταν πέρασε από το χωριό τους, το 1826. Στο πέρασμά του έκαψε το χωριό και το μοναστήρι της Παναγίας, όπως ελέχθη στο προηγούμενο κεφάλαιο. Φεύγοντας πήρε αιχμαλώτους, τρόφιμα και χιλιάδες αιγοπρόβατα. Οι Βαλτεσινιώτες, αλλά και άλλοι κάτοικοι των γύρω χωριών, βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Ο Ιμπραήμ το πολιόρκησε, προσπαθώντας με κάθε μέσο να τους εξοντώσει, χρησιμοποιώντας ακόμα και πολιορκητικές μηχανές. Οι πολιορκούμενοι αντέδρασαν άμεσα, προξενώντας μεγάλες απώλειες στον στρατό του Ιμπραήμ. Την τρίτη μέρα αναγκάστηκε να τερματίσει την πολιορκία, πιθανώς λόγω έλλειψης εφοδίων και τροφών για το στράτευμα.
Ο λόγος που ο Ιμπραήμ επεδίωξε με λύσσα, την ολοκληρωτική καταστροφή του μοναστηριού και των κατοίκων των γύρω χωριών, δεν είναι άλλος από τον φόνο του ανιψιού του. Ο φόνος αυτός λοιπόν έχει άμεση σχέση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στο Βαλτεσινίκο, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε τον χαμό του ανιψιού του, επικεφαλής μεγάλης δύναμης, ξεκίνησε από τον κάμπο του Δάρα όπου είχε στρατοπεδεύσει, για τη Λάστα. Στο χωριό δεν υπήρχε ψυχή. Έδωσε εντολή να λεηλατηθεί και να καεί το κάθε σπίτι. Είχε επίσης πληροφορηθεί, ότι ο αρχηγός του αποσπάσματος που έπιασε τον ανιψιό του, ήταν Βαλτεσινιώτης. Το Βαλτεσινίκο γνώριζε τα μαντάτα της δολοφονίας και ήταν αναστατωμένο, περιμένοντας την εκδίκηση του Ιμπραήμ. Σκόρπισαν παντού για να κρυφτούν. Οι περισσότεροι κατέβηκαν στο φαράγγι για να κλειστούν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Πάνω από 1.000 άτομα κατέφθασαν στη Μονή.
Οι Τούρκοι έκαψαν όλο το Βαλτεσινίκο και προχώρησαν προς το μοναστήρι. Ήξεραν ότι είναι δύσκολο να το προσεγγίσουν από τους βράχους. Για αρχή σκέφτηκαν να ρίξουν μεγάλες πέτρες στην προεξέχουσα σκεπή. Πίστευαν, ότι αν άνοιγε κάποια τρύπα, θα μπορούσαν να ρίξουν φωτιά, για να κάψουν τους εγκλωβισμένους. Το πείραμά τους όμως απέτυχε, γιατί ο βράχος προστάτευε τη σκεπή και οι πέτρες κυλούσαν προς τη ρεματιά.
Η επόμενη προσπάθεια ήταν τα πατερά (μεγάλα δοκάρια) και οι σανίδες. Τα έφεραν από το χωριό και με αυτά έφτιαξαν μεγάλα κιβώτια, τα οποία γέμισαν με πέτρες, και τα κρέμασαν στον βράχο, έχοντας πάντα ως σκοπό να ανοίξουν τρύπες στη στέγη. Και πάλι όμως απέτυχαν.
Η τρίτη προσπάθεια ήταν να κατασκευάσουν με σανίδες και μεγάλα δοκάρια έναν φράχτη, ο οποίος θα εμπόδιζε τις πέτρες να κατρακυλάνε προς το φαράγγι. Κανένα αποτέλεσμα όμως δεν προέκυψε και αυτήν τη φορά.
Συνέχισαν να προσπαθούν για τέταρτη φορά. Άγνωστο πως, ανακάλυψαν την τρύπα για την οποία σας μίλησα προηγουμένως, όταν ανέβηκα τα λίγα σκαλάκια και βρέθηκα στη μεγάλη σπηλιά. Άρχισαν να ρίχνουν αναμμένα ξύλα και θειάφι, για να κάψουν τους ανθρώπους και τις σοδειές που βρίσκονταν εκεί. Μια σιδερένια πόρτα όμως, που χώριζε τη σπηλιά από το υπόλοιπο μοναστήρι, απομόνωσε τη φωτιά, φέρνοντας σε απόγνωση τον Ιμπραήμ.
Συνέχισαν κάνοντας πέμπτη προσπάθεια. Κρέμασαν με σκοινιά οπλισμένους στρατιώτες, αλλά πριν προλάβουν να κατέβουν, οι πολιορκημένοι τους σκότωναν με τα τουφέκια τους. Υπήρξαν πολλοί νεκροί Τούρκοι, αλλά και 3-4 τραυματίες Έλληνες. Τελικά κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες κατόρθωσαν να μπουν στα εξωτερικά μαγειρεία της Μονής. Έπιασαν αιχμαλώτους και τους βασάνισαν για να ομολογήσουν με ποιον τρόπο μπορούσαν να μπουν στο μοναστήρι.
Έκαναν έκτη προσπάθεια από τα μαγειρεία, ώστε να πλησιάσουν την πόρτα του μοναστηριού. Ένας Τούρκος κάλυψε το κεφάλι του με μια μεγάλη πλάκα και προφυλαγμένος με αυτόν τον τρόπο προχώρησε προς την πόρτα. Τον ακολούθησαν κι άλλοι. Από μια πολεμίστρα ξεπρόβαλε ένα καριοφίλι, το οποίο για βόλι είχε ένα ασημένιο κουμπί, από το γιλέκο του τουφεκιστή. Μια ριπή ακούστηκε και ο Τούρκος έμεινε στον τόπο. Ύστερα από αυτό γύρισαν πίσω και οι υπόλοιποι. Η έφοδος ματαιώθηκε.
Είχε πλέον νυχτώσει και οι Τούρκοι έκαναν την έβδομη και τελευταία έφοδο. Μάζεψαν ξύλα, ξερά κλαδιά και φρύγανα κοντά στην πόρτα του μοναστηριού. Πίστεψαν, ότι αν ανάψουν μια μεγάλη φωτιά και κάψουν την πόρτα, θα μπορέσουν να πετύχουν τον σκοπό τους. Πάλι όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά για αυτούς και έτσι εγκατέλειψαν οριστικά κάθε άλλη ενέργεια.
Οι πολιορκημένοι πέρασαν πολύ δύσκολες στιγμές, όμως τελικά βγήκαν νικητές. Ήταν ανήμερα του Σταυρού. Ο Ιμπραήμ διέταξε υποχώρηση και στη διαδρομή του έπιασε πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλώτους, φόρτωσε χιλιάδες οκάδες γεννήματα και τρόφιμα, αφού ήταν η εποχή που όλοι στα γύρω χωριά είχαν μαζέψει και αποθηκεύσει τις σοδειές για τον χειμώνα. Πήρε ακόμη χιλιάδες πρόβατα (6.000 λέγεται ότι ήταν ο αριθμός τους), αλλά και αγελάδες. Άφησε πίσω του ερήμωση, φτώχεια και δυστυχία στους ανθρώπους, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να καταλάβει το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Ακόμα δεν κατάφερε να πάρει μαζί του την πίστη, τη δύναμη, το κουράγιο και την ελπίδα των κατοίκων των χωριών της ορεινής Αρκαδίας.
Εκστασιασμένη και πανευτυχής, για αυτό το απρόσμενο βίωμα, έριξα μια ματιά στην αποθήκη της Μονής
και ξεκίνησα αργά-αργά να ανηφορίζω τα σκαλιά, αφήνοντας πίσω μου το φαράγγι και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Επόμενος προορισμός το χωριό Μυγδαλιά και ένας αρχαίος ναός της Αφροδίτης, που θα προσπαθούσα να ανακαλύψω, σκαρφαλώνοντας πάνω σε έρημες και απομονωμένες βουνοκορφές.
Ε! παιδιά σε λάθος σημείο έχετε αράξει. Αφήστε με να περάσω. Με περιμένουν ένα όμορφο χωριό και ένας αρχαίος ναός για να τα εξερευνήσω!
Οδηγώντας μέσα στον Βαλτεσινιώτικο κάμπο, με τα επίπεδα χωράφια και τις καλλιέργειες, έφτασα μετά από λίγο στο χωριό Μυγδαλιά.
Η Μυγδαλιά είναι ορεινό χωριό και αρχικά ονομαζόταν Γλανιτζιά ή Σταυροκλήσι. Απλώνεται αμφιθεατρικά, στους βόρειους πρόποδες του ορεινού όγκου του Μαινάλου, σε υψόμετρο 820 μέτρων.
Ένα μεγάλο άπλωμα στο κέντρο του χωριού εκτελεί χρέη πλατείας. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και κατέβηκα για να εξερευνήσω την όμορφη και πολύ ήσυχη Μυγδαλιά. Κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου δέντρου ήταν απλωμένα τα τραπέζια και οι καρέκλες της ταβέρνας του χωριού.
Ήμουν ο μοναδικός επισκέπτης, αλλά και ο μοναδικός άνθρωπος που περπατούσε στα ανηφορικά δρομάκια της Μυγδαλιάς.
Οι "κλέφτες" με προκάλεσαν να φυσήξω δυνατά για να τους ελευθερώσω, αλλά δεν υπήρχε ούτε ανάσα αέρα εκείνη την ώρα για να τους χαρίσει την πολυπόθητη πτήση κι έτσι μόνο τους φωτογράφισα.
Προπολεμικά ζούσε εδώ μια ακμάζουσα κοινωνία με 900 πάνω-κάτω ψυχές. Σήμερα ζήτημα να μένουν μόνιμα στο χωριό 100 άνθρωποι. Πολλοί κάτοικοι το εγκατέλειψαν όταν η τεχνητή Λίμνη του Λάδωνα πλημμύρισε τα χωράφια τους. Από τη Μυγδαλιά κατάγονται σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο Κώστας Μαρίνης φιλόλογος και λαογράφος, ο Οδυσσέας Παπαναστασίου συνταγματάρχης, αλλά και ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος δικηγόρος και μετέπειτα Υπουργός Δικαιοσύνης, την προτομή του οποίου είδα έξω από το Δημαρχείο της Μυγδαλιάς.
Το κύριο αξιοθέατο του χωριού είναι ο ναός της Παναγίας, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1890 και τελείωσε το 1895. Στέκεται ακριβώς στην ίδια θέση που ήταν χτισμένος το 1838 ο πρώτος μικρός ναός. Η εκκλησία κατασκευάστηκε από Λαγκαδινούς μαστόρους.
Πάνω από τη Mυγδαλιά, στην κορυφή του βουνού και στη θέση Αγία Παρασκευή έχουν ανακαλυφθεί ερείπια αρχαίας πόλης, ναού και μυκηναϊκών τειχών. Οι ανασκαφές της Γαλλικής Εταιρείας έδειξαν πως ο ναός χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη. Η εξερεύνηση αυτής της περιοχής και η ανακάλυψη του αρχαίου τείχους και του ναού αποτελούσαν το τελευταίο, επίδοξο αλλά και αμφίβολο σκέλος του οδοιπορικού. Και λέω αμφίβολο, γιατί δεν είχα ιδέα, με ποιο τρόπο θα κατάφερνα να φτάσω στη θέση Αγία Παρασκευή, και αν θα μπορούσα να βρω τα αρχαία αντικείμενα του πόθου μου πάνω στα άγρια βουνά. Μόνος μου οδηγός και αποκλειστική μου ελπίδα ο πλοηγός.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, όρισα στο GPS αρχαίο τείχος-φρούριο και ξεκίνησα. Βγήκα έξω από τη Μυγδαλιά, θεωρώντας ότι θα βρω κάποιον χωματόδρομο, ο οποίος θα με οδηγούσε πάνω στο βουνό. Ο πλοηγός μου έλεγε να στρίψω εκεί που δεν υπήρχε καν δρόμος. Ξαναγύρισα πίσω στο χωριό, ξαναέψαχνα για δρόμο που να ανηφορίζει προς τα πάνω, τίποτα και πάλι. Για να μην τα πολυλογώ και γίνομαι κουραστική, ο πλοηγός δεν είχε ιδέα πώς να με οδηγήσει σωστά. Το μόνο που έκανε ήταν να μου δίνει λάθος εντολές και να με μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Είχα απελπιστεί από τα πήγαινε-έλα, αλλά ταυτόχρονα είχα πεισμώσει τόσο πολύ, που δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω και να φύγω. Είχα ιδρώσει ολόκληρη από την ένταση και τον εκνευρισμό μου. Τελικά αποφάσισα να σταματήσω στην πλατεία και να ρωτήσω στην ταβέρνα, πώς στο καλό θα μπορέσω να βγάλω άκρη. Και δεν έφταναν τα μπες-βγες στο χωριό, αλλά μου τελείωνε και η μπαταρία στο κινητό.
Στην ταβέρνα βρήκα κάτι πιτσιρίκια, προφανώς τα παιδιά του ταβερνιάρη, τα οποία μου έδωσαν οδηγίες και έτσι ανηφορίζοντας τον δρόμο πίσω από την εκκλησία της Παναγίας, έφτασα σε ένα ύψωμα, πάνω από τη Μυγδαλιά, όπου βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος και το νεκροταφείο. Από εκεί ξεκινάει ένας άλλος ανηφορικός δρόμος, στον οποίο δεν μπορείς να πας με αυτοκίνητο, αλλά μόνο με τα πόδια. Στην παρακάτω φωτογραφία φαίνεται αριστερά ο Άγιος Αθανάσιος και το νεκροταφείο όπου άφησα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα την πεζοπορία για την κορυφή του βουνού.
1.200 ανηφορικά μέτρα οδηγούν στα αρχαία ευρήματα και ξεκίνησα με τα πόδια για να τα ανακαλύψω. Ανηφόριζα και όλο ανηφόριζα στις ερημιές, έχοντας αρκετό άγχος και μπόλικη ανασφάλεια για την μπαταρία του κινητού. Είχα μόλις 5% ζωή ακόμα. Έκανε αφόρητη ζέστη και η ανηφορική πορεία με ανάγκαζε σε πολύ συχνές στάσεις. ‘Οπου πετύχαινα μεγάλους θάμνους, που έριχναν τη σκιά τους στο μονοπάτι, έκανα διάλειμμα.
Με δυσκολία κατάπινα τα μέτρα, ώσπου κάποια στιγμή, συμβουλευόμενη το GPS, είδα ότι έφτασα στο σημείο που έπρεπε να ψάξω για τα αρχαία. Άφησα το μονοπάτι, κατηφόρισα σε μια πλαγιά και στη συνέχεια τράβηξα ξανά τον ανήφορο, προς την κορυφή του βουνού. Τα πρώτα υπολείμματα του αρχαίου τείχους έκαναν την εμφάνισή τους ξεχωρίζοντας μέσα στη βλάστηση.
Ανηφορίζοντας έπεσα πάνω στα αρχαία ερείπια του ναού της Αφροδίτης.
Μεγάλος θυμός με κατέκλυσε, όταν είδα ένα εικονοστάσι τοποθετημένο μέσα στον αρχαίο ναό. Είναι γνωστό τοις πάσι, ότι πάρα, μα πάρα πολλά αρχαία ερείπια, έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή ναών, αλλά αυτό το εικονοστάσι μου χτύπησε πολύ άσχημα, όταν το είδα τοποθετημένο μέσα στο ιερό της Αφροδίτης. Λες και δεν υπήρχε χώρος σε ολόκληρο βουνό για να μπει κάπου αλλού.
Η εξερεύνηση συνεχίστηκε και σε άλλο σημείο. Γύρισα πάλι στο μονοπάτι και αυτήν τη φορά ήθελα να ψάξω για μια μαρμάρινη, κυκλική βάση αρχαίου αγάλματος, για την οποία είχα ενημερωθεί από τον χάρτη. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν, ότι όλη η περιοχή δεξιά του μονοπατιού, ήταν αποκλεισμένη από ψηλούς, ξερούς θάμνους, οι οποίοι εκτελούσαν χρέη φράχτη.
Βρήκα ένα σημείο, στο οποίο ο φράχτης ήταν αρκετά χαμηλός, και σκαρφαλώνοντας πάνω στους ξερούς θάμνους, κατάφερα να περάσω στην περιοχή που υποτίθεται ότι θα έβλεπα τη μαρμάρινη, κυκλική βάση του αρχαίου αγάλματος. Έφαγα τον κόσμο όλο, ψάχνοντας πόντο-πόντο, αλλά βάση δεν είδα πουθενά. Βρήκα έναν σωρό από πέτρες κάτω από ένα δέντρο,
βρήκα ένα μεγάλο πέτρινο αλώνι,
βρήκα κάποιες πέτρινες μάντρες ή απομεινάρια αρχαίου τείχους,
αλλά βάση πουθενά. Η ώρα είχε προχωρήσει, η μπαταρία στο κινητό είχε πέσει κι άλλο, είχα μόλις 3% ζωή. Έπρεπε να πάρω το μονοπάτι της επιστροφής προς το αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι ότι καμία στιγμή δεν ένιωσα φόβο τριγυρνώντας μόνη μου στις ερημιές. Το μόνο ενοχλητικό ήταν τα άπειρα, κάθε λογής ζουζούνια, που πετούσαν γύρω μου, έχοντας την περιέργεια να αποκρυπτογραφήσουν αυτό το παράξενο πλάσμα, που ξαφνικά είχε εισβάλλει στα λημέρια τους και τους είχε χαλάσει την ηρεμία και τη ρουτίνα. Έμπαιναν ζουζουνίζοντας ακόμη και μέσα στα αυτιά μου.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, γύρω στις οκτώ το βράδυ, αισθάνθηκα μια γλυκιά κούραση να τυλίγει ολόκληρο το κορμί μου. Ήταν όμως, τέτοια η χαρά και η ικανοποίησή μου που είχα καταφέρει να δω τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα, που δεν έδωσα και πολλή σημασία στα πονεμένα μου πόδια και ξεκίνησα για την επιστροφή μου στο Δάρα. Έφτασα στο σπίτι γύρω στις εννιά, έχοντας κλείσει 12 ώρες συνεχούς και αδιάκοπης εξερεύνησης, σε βουνά, λαγκάδια, χωριά και φαράγγια. Αμέσως έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσουν οι πονεμένες και πιασμένες γάμπες των ποδιών μου. Τις επόμενες δύο μέρες δεν κανόνισα καμία εξόρμηση, αφού με δυσκολία ανεβοκατέβαινα τα λιγοστά σκαλάκια της βεράντας του σπιτιού.
Ξεκίνησα για το επόμενο, πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό αξιοθέατο της περιοχής, τη Μονή Αγίου Νικολάου. Ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο προς το χωριό Μυγδαλιά, κάποια στιγμή το GPS με ενημέρωσε να στρίψω δεξιά, σε έναν κατηφορικό, πολύ στενό δρόμο. Είδα την ταμπέλα που έγραφε Ολομάδες (χωριό) αλλά αυτό το "μονοπάτι" δε μου γέμισε το μάτι, και έτσι θεωρώντας ότι ο πλοηγός με παραπλανεί, συνέχισα για λίγα χιλιόμετρα ευθεία. Δε θυμάμαι, αυτήν τη στιγμή που προσπαθώ να ανασύρω από τη μνήμη μου εικόνες, αν υπήρχε ταμπέλα που να γράφει Μονή Αγίου Νικολάου. Αλλά και να υπήρχε, μάλλον δεν την πρόσεξα, γι΄ αυτό και συνέχισα ευθεία. Εν τέλει κατάλαβα ότι ακολουθούσα λάθος διαδρομή και ότι έπρεπε να έχω στρίψει εκεί που μου είχε υποδείξει το GPS. Γύρισα πίσω και ακολούθησα αυτό το στενό, κατηφορικό δρομάκι. Μετά από λίγο είδα μια ταμπέλα η οποία έγραφε Μονή Αγίου Νικολάου και έδειχνε αριστερά. Μπήκα λοιπόν αριστερά σε έναν χωματόδρομο, και μετά από λίγα ανηφορικά μέτρα ο "δρόμος" σταματούσε σε ένα ύψωμα, όπου υπήρχε χώρος για να αφήσω το αυτοκίνητο.
Ερημιά εννοείται γύρω-γύρω. Βρισκόμουν πάνω από το όμορφο φαράγγι του Ρεντεζέλα. Προχώρησα μερικά μέτρα στο ίσιωμα και τότε είδα μια απότομη, τσιμεντένια σκάλα στον βράχο, να κατηφορίζει προς το φαράγγι. Το βαθύ φαράγγι και η απότομη σκάλα μου προκάλεσαν δέος, και έτσι άρχισα να κατεβαίνω πολύ προσεκτικά, σταματώντας συχνά, για να χορτάσω το θέαμα που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου και κάτω από τα πόδια μου.
Το μοναστήρι είναι λίγο παλαιότερο από αυτό της Παναγίας στο Βαλτεσινίκο, γι' αυτό το ονομάζουν και Παλαιομονάστηρο. Χτίστηκε γύρω στα 1500-1550, εποχή που πολλοί στρέφονταν προς τον μοναχισμό. Η επίσημη εγκατάλειψή του έγινε το 1833 και ο λόγος κλεισίματος ήταν ότι δεν είχε έξι (6) μοναχούς, όπως προέβλεπε ο νόμος. Είχα μείνει άφωνη από την επιβλητικότητα του τοπίου, αλλά και του μοναστηριού. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, άκουγα μόνο τη βαριά ανάσα μου και τα κρωξίματα των πουλιών, που εκτελούσαν χαμηλές πτήσεις, φωλιάζοντας στους απόκρημνους βράχους του φαραγγιού. Είχα πάθει την πλάκα μου, και πού να 'ξερα τι με περίμενε, μπαίνοντας και το εσωτερικό του.
Όλο το μοναστήρι καλύπτεται από μια τεράστια σπηλιά. Ένα μικρό μέρος του έχει στέγη και μόνο το μπροστινό τμήμα είναι χτισμένο. Διέκρινα μικρά ανοίγματα, σαν πολεμίστρες, στον τοίχο του μοναστηριού.
Ανέβηκα σαν υπνωτισμένη την πέτρινη σκάλα και βρέθηκα μπροστά στην ξύλινη πόρτα. Πίεσα προς τα κάτω το μάνταλο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και βρέθηκα σε μια μικρή αίθουσα, τον εξωνάρθηκα. Απίστευτη δροσιά τύλιξε γρήγορα το ιδρωμένο κορμί μου.
Δεξιά είδα μια ξύλινη σκάλα, η οποία οδηγεί σε έναν εξώστη, όπου υπάρχει μια σκοτεινή σήραγγα μέσα στο βουνό. Αυτή η σήραγγα διάβασα ότι οδηγεί έξω από το μοναστήρι, και χρησίμευε για να επικοινωνεί η Μονή με τα κτίσματα που υπήρχαν εκτός αυτής, όπως για παράδειγμα με τον νερόμυλο, που βρισκόταν κάτω στη ρεματιά.
Αυτή είναι στενή σήραγγα που οδηγεί έξω από το μοναστήρι και φαίνεται μόνο αν ανέβεις στον ξύλινο εξώστη
Για αρχή ακολούθησα ένα χαμηλό τούνελ,
πέρασα σκύβοντας μια χαμηλή πορτούλα,
και βρέθηκα έξω από μια δεύτερη, πολύ στενή και χαμηλή πόρτα, η οποία απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε πολύ λιτοδίαιτους ανθρώπους.
Έσκυψα και χώρεσα να περάσω, σε μια κοιλότητα του βράχου, όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου. Ο χώρος είναι τόσο στενός που είναι ζήτημα αν χωράνε να σταθούν 2-3 άτομα. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα ότι η αγιογράφηση είναι κατεστραμμένη. Υπάρχουν μόνο 1-2 αγιογραφίες.
Συνέχισα ακολουθώντας τον στενό διάδρομο δίπλα από τον ναό του Αγίου Νικολάου και έφτασα σε έναν "εξώστη" δηλαδή ένα στενό πέρασμα εκτός βράχου. Κοίταξα κάτω το χάος του φαραγγιού και στη συνέχεια είδα μια μεγάλη σπηλιά. Υπήρχαν λίγα σκαλάκια και τα ανέβηκα φτάνοντας στο εσωτερικό της βαθιάς σπηλιάς. Στην οροφή της είδα μια τρύπα. Θυμηθείτε το αυτό, γιατί στη συνέχεια θα περιγράψω, τον ρόλο που έπαιξε αυτή η τρύπα στη ζωή του μοναστηριού.
Επέστρεψα μέσω του τούνελ στην πρώτη αίθουσα, δηλαδή στον εξωνάρθηκα.
Πάνω από το τούνελ, στη δεξιά πλευρά, υπάρχει μια πέτρινη σκάλα, η οποία οδηγεί στον "δεύτερο όροφο" της Σπηλιάς-Μονής.
Εδώ υπάρχει άλλη εκκλησία, της Ανάληψης. Είναι ένας κανονικός, μικροσκοπικός ναός, μέσα στην κοιλότητα του βράχου. Το ιερό βρίσκεται πίσω από ένα μικρό, πανέμορφο, ξύλινο τέμπλο. Αυτό δεν είναι τέμπλο, αλλά μια μικρή ζωγραφιά, ένα έργο τέχνης.
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό! Δεν πίστευα όλα αυτά που έβλεπαν τα μοναχικά μου μάτια. Ήθελα να ουρλιάξω από ενθουσιασμό και από χαρά. Ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω δίπλα μου και να μοιραστώ αυτήν την ομορφιά με κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, αλλά ήμουν μόνη, δεν υπήρχε κανείς άλλος να συμμεριστεί την αγαλλίαση που πλημμύριζε το είναι μου ολόκληρο. Βρισκόμουν μάρτυρας ενός μοναδικού υπερθεάματος, που παρόμοιο δεν έχω ξανασυναντήσει μέχρι τώρα στα ταξίδια μου στην Ελλάδα. Στην κοιλότητα του βράχου, που παίρνει τη μορφή τρούλου, εικονίζεται ο Παντοκράτορας. Γύρω στους βράχινους τοίχους υπάρχουν βραχογραφίες. Πάλι καλά που σώζονται, αφού η υγρασία κάνει πολύ αισθητή την παρουσία της μέσα στη σπηλιά. Οι βραχογραφίες αυτές υπάρχουν πιθανώς από τον 16ο αιώνα.
Η Μονή ήταν φτωχή, με λιγοστή καλλιεργήσιμη γη γύρω από αυτήν. Το μοναστήρι είναι περισσότερο γνωστό στην περιοχή για την ένδοξη ιστορία του. Οι Βαλτεσινιώτες νιώθουν ιδιαίτερη περηφάνια από το γεγονός, ότι οι πρόγονοί τους αντιμετώπισαν τον ίδιο τον Ιμπραήμ, όταν πέρασε από το χωριό τους, το 1826. Στο πέρασμά του έκαψε το χωριό και το μοναστήρι της Παναγίας, όπως ελέχθη στο προηγούμενο κεφάλαιο. Φεύγοντας πήρε αιχμαλώτους, τρόφιμα και χιλιάδες αιγοπρόβατα. Οι Βαλτεσινιώτες, αλλά και άλλοι κάτοικοι των γύρω χωριών, βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Ο Ιμπραήμ το πολιόρκησε, προσπαθώντας με κάθε μέσο να τους εξοντώσει, χρησιμοποιώντας ακόμα και πολιορκητικές μηχανές. Οι πολιορκούμενοι αντέδρασαν άμεσα, προξενώντας μεγάλες απώλειες στον στρατό του Ιμπραήμ. Την τρίτη μέρα αναγκάστηκε να τερματίσει την πολιορκία, πιθανώς λόγω έλλειψης εφοδίων και τροφών για το στράτευμα.
Ο λόγος που ο Ιμπραήμ επεδίωξε με λύσσα, την ολοκληρωτική καταστροφή του μοναστηριού και των κατοίκων των γύρω χωριών, δεν είναι άλλος από τον φόνο του ανιψιού του. Ο φόνος αυτός λοιπόν έχει άμεση σχέση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στο Βαλτεσινίκο, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε τον χαμό του ανιψιού του, επικεφαλής μεγάλης δύναμης, ξεκίνησε από τον κάμπο του Δάρα όπου είχε στρατοπεδεύσει, για τη Λάστα. Στο χωριό δεν υπήρχε ψυχή. Έδωσε εντολή να λεηλατηθεί και να καεί το κάθε σπίτι. Είχε επίσης πληροφορηθεί, ότι ο αρχηγός του αποσπάσματος που έπιασε τον ανιψιό του, ήταν Βαλτεσινιώτης. Το Βαλτεσινίκο γνώριζε τα μαντάτα της δολοφονίας και ήταν αναστατωμένο, περιμένοντας την εκδίκηση του Ιμπραήμ. Σκόρπισαν παντού για να κρυφτούν. Οι περισσότεροι κατέβηκαν στο φαράγγι για να κλειστούν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Πάνω από 1.000 άτομα κατέφθασαν στη Μονή.
Οι Τούρκοι έκαψαν όλο το Βαλτεσινίκο και προχώρησαν προς το μοναστήρι. Ήξεραν ότι είναι δύσκολο να το προσεγγίσουν από τους βράχους. Για αρχή σκέφτηκαν να ρίξουν μεγάλες πέτρες στην προεξέχουσα σκεπή. Πίστευαν, ότι αν άνοιγε κάποια τρύπα, θα μπορούσαν να ρίξουν φωτιά, για να κάψουν τους εγκλωβισμένους. Το πείραμά τους όμως απέτυχε, γιατί ο βράχος προστάτευε τη σκεπή και οι πέτρες κυλούσαν προς τη ρεματιά.
Η επόμενη προσπάθεια ήταν τα πατερά (μεγάλα δοκάρια) και οι σανίδες. Τα έφεραν από το χωριό και με αυτά έφτιαξαν μεγάλα κιβώτια, τα οποία γέμισαν με πέτρες, και τα κρέμασαν στον βράχο, έχοντας πάντα ως σκοπό να ανοίξουν τρύπες στη στέγη. Και πάλι όμως απέτυχαν.
Η τρίτη προσπάθεια ήταν να κατασκευάσουν με σανίδες και μεγάλα δοκάρια έναν φράχτη, ο οποίος θα εμπόδιζε τις πέτρες να κατρακυλάνε προς το φαράγγι. Κανένα αποτέλεσμα όμως δεν προέκυψε και αυτήν τη φορά.
Συνέχισαν να προσπαθούν για τέταρτη φορά. Άγνωστο πως, ανακάλυψαν την τρύπα για την οποία σας μίλησα προηγουμένως, όταν ανέβηκα τα λίγα σκαλάκια και βρέθηκα στη μεγάλη σπηλιά. Άρχισαν να ρίχνουν αναμμένα ξύλα και θειάφι, για να κάψουν τους ανθρώπους και τις σοδειές που βρίσκονταν εκεί. Μια σιδερένια πόρτα όμως, που χώριζε τη σπηλιά από το υπόλοιπο μοναστήρι, απομόνωσε τη φωτιά, φέρνοντας σε απόγνωση τον Ιμπραήμ.
Συνέχισαν κάνοντας πέμπτη προσπάθεια. Κρέμασαν με σκοινιά οπλισμένους στρατιώτες, αλλά πριν προλάβουν να κατέβουν, οι πολιορκημένοι τους σκότωναν με τα τουφέκια τους. Υπήρξαν πολλοί νεκροί Τούρκοι, αλλά και 3-4 τραυματίες Έλληνες. Τελικά κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες κατόρθωσαν να μπουν στα εξωτερικά μαγειρεία της Μονής. Έπιασαν αιχμαλώτους και τους βασάνισαν για να ομολογήσουν με ποιον τρόπο μπορούσαν να μπουν στο μοναστήρι.
Έκαναν έκτη προσπάθεια από τα μαγειρεία, ώστε να πλησιάσουν την πόρτα του μοναστηριού. Ένας Τούρκος κάλυψε το κεφάλι του με μια μεγάλη πλάκα και προφυλαγμένος με αυτόν τον τρόπο προχώρησε προς την πόρτα. Τον ακολούθησαν κι άλλοι. Από μια πολεμίστρα ξεπρόβαλε ένα καριοφίλι, το οποίο για βόλι είχε ένα ασημένιο κουμπί, από το γιλέκο του τουφεκιστή. Μια ριπή ακούστηκε και ο Τούρκος έμεινε στον τόπο. Ύστερα από αυτό γύρισαν πίσω και οι υπόλοιποι. Η έφοδος ματαιώθηκε.
Είχε πλέον νυχτώσει και οι Τούρκοι έκαναν την έβδομη και τελευταία έφοδο. Μάζεψαν ξύλα, ξερά κλαδιά και φρύγανα κοντά στην πόρτα του μοναστηριού. Πίστεψαν, ότι αν ανάψουν μια μεγάλη φωτιά και κάψουν την πόρτα, θα μπορέσουν να πετύχουν τον σκοπό τους. Πάλι όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά για αυτούς και έτσι εγκατέλειψαν οριστικά κάθε άλλη ενέργεια.
Οι πολιορκημένοι πέρασαν πολύ δύσκολες στιγμές, όμως τελικά βγήκαν νικητές. Ήταν ανήμερα του Σταυρού. Ο Ιμπραήμ διέταξε υποχώρηση και στη διαδρομή του έπιασε πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλώτους, φόρτωσε χιλιάδες οκάδες γεννήματα και τρόφιμα, αφού ήταν η εποχή που όλοι στα γύρω χωριά είχαν μαζέψει και αποθηκεύσει τις σοδειές για τον χειμώνα. Πήρε ακόμη χιλιάδες πρόβατα (6.000 λέγεται ότι ήταν ο αριθμός τους), αλλά και αγελάδες. Άφησε πίσω του ερήμωση, φτώχεια και δυστυχία στους ανθρώπους, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να καταλάβει το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Ακόμα δεν κατάφερε να πάρει μαζί του την πίστη, τη δύναμη, το κουράγιο και την ελπίδα των κατοίκων των χωριών της ορεινής Αρκαδίας.
Εκστασιασμένη και πανευτυχής, για αυτό το απρόσμενο βίωμα, έριξα μια ματιά στην αποθήκη της Μονής
και ξεκίνησα αργά-αργά να ανηφορίζω τα σκαλιά, αφήνοντας πίσω μου το φαράγγι και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Επόμενος προορισμός το χωριό Μυγδαλιά και ένας αρχαίος ναός της Αφροδίτης, που θα προσπαθούσα να ανακαλύψω, σκαρφαλώνοντας πάνω σε έρημες και απομονωμένες βουνοκορφές.
Ε! παιδιά σε λάθος σημείο έχετε αράξει. Αφήστε με να περάσω. Με περιμένουν ένα όμορφο χωριό και ένας αρχαίος ναός για να τα εξερευνήσω!
Οδηγώντας μέσα στον Βαλτεσινιώτικο κάμπο, με τα επίπεδα χωράφια και τις καλλιέργειες, έφτασα μετά από λίγο στο χωριό Μυγδαλιά.
Η Μυγδαλιά είναι ορεινό χωριό και αρχικά ονομαζόταν Γλανιτζιά ή Σταυροκλήσι. Απλώνεται αμφιθεατρικά, στους βόρειους πρόποδες του ορεινού όγκου του Μαινάλου, σε υψόμετρο 820 μέτρων.
Ένα μεγάλο άπλωμα στο κέντρο του χωριού εκτελεί χρέη πλατείας. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και κατέβηκα για να εξερευνήσω την όμορφη και πολύ ήσυχη Μυγδαλιά. Κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου δέντρου ήταν απλωμένα τα τραπέζια και οι καρέκλες της ταβέρνας του χωριού.
Ήμουν ο μοναδικός επισκέπτης, αλλά και ο μοναδικός άνθρωπος που περπατούσε στα ανηφορικά δρομάκια της Μυγδαλιάς.
Οι "κλέφτες" με προκάλεσαν να φυσήξω δυνατά για να τους ελευθερώσω, αλλά δεν υπήρχε ούτε ανάσα αέρα εκείνη την ώρα για να τους χαρίσει την πολυπόθητη πτήση κι έτσι μόνο τους φωτογράφισα.
Προπολεμικά ζούσε εδώ μια ακμάζουσα κοινωνία με 900 πάνω-κάτω ψυχές. Σήμερα ζήτημα να μένουν μόνιμα στο χωριό 100 άνθρωποι. Πολλοί κάτοικοι το εγκατέλειψαν όταν η τεχνητή Λίμνη του Λάδωνα πλημμύρισε τα χωράφια τους. Από τη Μυγδαλιά κατάγονται σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο Κώστας Μαρίνης φιλόλογος και λαογράφος, ο Οδυσσέας Παπαναστασίου συνταγματάρχης, αλλά και ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος δικηγόρος και μετέπειτα Υπουργός Δικαιοσύνης, την προτομή του οποίου είδα έξω από το Δημαρχείο της Μυγδαλιάς.
Το κύριο αξιοθέατο του χωριού είναι ο ναός της Παναγίας, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1890 και τελείωσε το 1895. Στέκεται ακριβώς στην ίδια θέση που ήταν χτισμένος το 1838 ο πρώτος μικρός ναός. Η εκκλησία κατασκευάστηκε από Λαγκαδινούς μαστόρους.
Πάνω από τη Mυγδαλιά, στην κορυφή του βουνού και στη θέση Αγία Παρασκευή έχουν ανακαλυφθεί ερείπια αρχαίας πόλης, ναού και μυκηναϊκών τειχών. Οι ανασκαφές της Γαλλικής Εταιρείας έδειξαν πως ο ναός χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη. Η εξερεύνηση αυτής της περιοχής και η ανακάλυψη του αρχαίου τείχους και του ναού αποτελούσαν το τελευταίο, επίδοξο αλλά και αμφίβολο σκέλος του οδοιπορικού. Και λέω αμφίβολο, γιατί δεν είχα ιδέα, με ποιο τρόπο θα κατάφερνα να φτάσω στη θέση Αγία Παρασκευή, και αν θα μπορούσα να βρω τα αρχαία αντικείμενα του πόθου μου πάνω στα άγρια βουνά. Μόνος μου οδηγός και αποκλειστική μου ελπίδα ο πλοηγός.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, όρισα στο GPS αρχαίο τείχος-φρούριο και ξεκίνησα. Βγήκα έξω από τη Μυγδαλιά, θεωρώντας ότι θα βρω κάποιον χωματόδρομο, ο οποίος θα με οδηγούσε πάνω στο βουνό. Ο πλοηγός μου έλεγε να στρίψω εκεί που δεν υπήρχε καν δρόμος. Ξαναγύρισα πίσω στο χωριό, ξαναέψαχνα για δρόμο που να ανηφορίζει προς τα πάνω, τίποτα και πάλι. Για να μην τα πολυλογώ και γίνομαι κουραστική, ο πλοηγός δεν είχε ιδέα πώς να με οδηγήσει σωστά. Το μόνο που έκανε ήταν να μου δίνει λάθος εντολές και να με μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Είχα απελπιστεί από τα πήγαινε-έλα, αλλά ταυτόχρονα είχα πεισμώσει τόσο πολύ, που δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω και να φύγω. Είχα ιδρώσει ολόκληρη από την ένταση και τον εκνευρισμό μου. Τελικά αποφάσισα να σταματήσω στην πλατεία και να ρωτήσω στην ταβέρνα, πώς στο καλό θα μπορέσω να βγάλω άκρη. Και δεν έφταναν τα μπες-βγες στο χωριό, αλλά μου τελείωνε και η μπαταρία στο κινητό.
Στην ταβέρνα βρήκα κάτι πιτσιρίκια, προφανώς τα παιδιά του ταβερνιάρη, τα οποία μου έδωσαν οδηγίες και έτσι ανηφορίζοντας τον δρόμο πίσω από την εκκλησία της Παναγίας, έφτασα σε ένα ύψωμα, πάνω από τη Μυγδαλιά, όπου βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος και το νεκροταφείο. Από εκεί ξεκινάει ένας άλλος ανηφορικός δρόμος, στον οποίο δεν μπορείς να πας με αυτοκίνητο, αλλά μόνο με τα πόδια. Στην παρακάτω φωτογραφία φαίνεται αριστερά ο Άγιος Αθανάσιος και το νεκροταφείο όπου άφησα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα την πεζοπορία για την κορυφή του βουνού.
1.200 ανηφορικά μέτρα οδηγούν στα αρχαία ευρήματα και ξεκίνησα με τα πόδια για να τα ανακαλύψω. Ανηφόριζα και όλο ανηφόριζα στις ερημιές, έχοντας αρκετό άγχος και μπόλικη ανασφάλεια για την μπαταρία του κινητού. Είχα μόλις 5% ζωή ακόμα. Έκανε αφόρητη ζέστη και η ανηφορική πορεία με ανάγκαζε σε πολύ συχνές στάσεις. ‘Οπου πετύχαινα μεγάλους θάμνους, που έριχναν τη σκιά τους στο μονοπάτι, έκανα διάλειμμα.
Με δυσκολία κατάπινα τα μέτρα, ώσπου κάποια στιγμή, συμβουλευόμενη το GPS, είδα ότι έφτασα στο σημείο που έπρεπε να ψάξω για τα αρχαία. Άφησα το μονοπάτι, κατηφόρισα σε μια πλαγιά και στη συνέχεια τράβηξα ξανά τον ανήφορο, προς την κορυφή του βουνού. Τα πρώτα υπολείμματα του αρχαίου τείχους έκαναν την εμφάνισή τους ξεχωρίζοντας μέσα στη βλάστηση.
Ανηφορίζοντας έπεσα πάνω στα αρχαία ερείπια του ναού της Αφροδίτης.
Μεγάλος θυμός με κατέκλυσε, όταν είδα ένα εικονοστάσι τοποθετημένο μέσα στον αρχαίο ναό. Είναι γνωστό τοις πάσι, ότι πάρα, μα πάρα πολλά αρχαία ερείπια, έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή ναών, αλλά αυτό το εικονοστάσι μου χτύπησε πολύ άσχημα, όταν το είδα τοποθετημένο μέσα στο ιερό της Αφροδίτης. Λες και δεν υπήρχε χώρος σε ολόκληρο βουνό για να μπει κάπου αλλού.
Η εξερεύνηση συνεχίστηκε και σε άλλο σημείο. Γύρισα πάλι στο μονοπάτι και αυτήν τη φορά ήθελα να ψάξω για μια μαρμάρινη, κυκλική βάση αρχαίου αγάλματος, για την οποία είχα ενημερωθεί από τον χάρτη. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν, ότι όλη η περιοχή δεξιά του μονοπατιού, ήταν αποκλεισμένη από ψηλούς, ξερούς θάμνους, οι οποίοι εκτελούσαν χρέη φράχτη.
Βρήκα ένα σημείο, στο οποίο ο φράχτης ήταν αρκετά χαμηλός, και σκαρφαλώνοντας πάνω στους ξερούς θάμνους, κατάφερα να περάσω στην περιοχή που υποτίθεται ότι θα έβλεπα τη μαρμάρινη, κυκλική βάση του αρχαίου αγάλματος. Έφαγα τον κόσμο όλο, ψάχνοντας πόντο-πόντο, αλλά βάση δεν είδα πουθενά. Βρήκα έναν σωρό από πέτρες κάτω από ένα δέντρο,
βρήκα ένα μεγάλο πέτρινο αλώνι,
βρήκα κάποιες πέτρινες μάντρες ή απομεινάρια αρχαίου τείχους,
αλλά βάση πουθενά. Η ώρα είχε προχωρήσει, η μπαταρία στο κινητό είχε πέσει κι άλλο, είχα μόλις 3% ζωή. Έπρεπε να πάρω το μονοπάτι της επιστροφής προς το αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι ότι καμία στιγμή δεν ένιωσα φόβο τριγυρνώντας μόνη μου στις ερημιές. Το μόνο ενοχλητικό ήταν τα άπειρα, κάθε λογής ζουζούνια, που πετούσαν γύρω μου, έχοντας την περιέργεια να αποκρυπτογραφήσουν αυτό το παράξενο πλάσμα, που ξαφνικά είχε εισβάλλει στα λημέρια τους και τους είχε χαλάσει την ηρεμία και τη ρουτίνα. Έμπαιναν ζουζουνίζοντας ακόμη και μέσα στα αυτιά μου.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, γύρω στις οκτώ το βράδυ, αισθάνθηκα μια γλυκιά κούραση να τυλίγει ολόκληρο το κορμί μου. Ήταν όμως, τέτοια η χαρά και η ικανοποίησή μου που είχα καταφέρει να δω τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα, που δεν έδωσα και πολλή σημασία στα πονεμένα μου πόδια και ξεκίνησα για την επιστροφή μου στο Δάρα. Έφτασα στο σπίτι γύρω στις εννιά, έχοντας κλείσει 12 ώρες συνεχούς και αδιάκοπης εξερεύνησης, σε βουνά, λαγκάδια, χωριά και φαράγγια. Αμέσως έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσουν οι πονεμένες και πιασμένες γάμπες των ποδιών μου. Τις επόμενες δύο μέρες δεν κανόνισα καμία εξόρμηση, αφού με δυσκολία ανεβοκατέβαινα τα λιγοστά σκαλάκια της βεράντας του σπιτιού.
Last edited: