Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.366
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 5:30 τα ξημερώματα, η Ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε σε όλο σχεδόν το μήκος των Ελληνοβαλκανικών συνόρων. Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, που εκδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου, αναφέρει: "Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους".
Οι Δαραίοι έμαθαν την κήρυξη του πολέμου από τις καμπάνες και από το ραδιόφωνο άκουσαν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. Υπήρχε τότε ένα ραδιόφωνο στο Δάρα, που δούλευε με μπαταρία αυτοκινήτου, και βρισκόταν στο καφενείο του χωριού.
Το ένα από τα τρία καφενεία του χωριού, το οποίο την άνοιξη και το καλοκαίρι γεμίζει όλο τον αυλόγυρο με τραπέζια και καρέκλες. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όταν τα πάντα ήταν κλειστά. Εκείνη τη μέρα, τριγυρίζοντας στους δρόμους του Δάρα δε συνάντησα ούτε πουλί πετούμενο, τόση ήταν η ερημιά. Σαν να είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλοι οι κάτοικοι να είχαν εξαφανιστεί στα καταφύγια.
Για τους αγρότες ο Οκτώβρης είναι μήνας σποράς. Οι Δαραίοι τον λένε και Αγιοδημήτρη. Εκείνο το πρωινό, οι περισσότεροι κάτοικοι με τα "ζευγάρια τους" (τα ζώα τους), ήταν στα χωράφια πριν ακόμα χτυπήσουν οι καμπάνες συναγερμό. Με το άκουσμα της καμπάνας όλοι ξέζεψαν τα ζώα τους και πήγαν στο χωριό. Η πλατεία και τα καφενεία γέμισαν κόσμο. Οι στρατεύσιμοι αποχαιρετούσαν συγγενείς και φίλους και με τα ρούχα της δουλειάς και τα γουρουνοτσάρουχα (υποδήματα από δέρμα γουρουνιού) έφευγαν για τα κέντρα επιστράτευσης. Τα μέσα μεταφοράς σπάνιζαν ή δεν υπήρχαν καθόλου, οπότε οι περισσότεροι έφυγαν με τα πόδια προς την Τρίπολη. Με τις ευχές όλων και με λίγο ψωμί για τις πρώτες ώρες ξεκίνησαν όλοι για τη νίκη. Τις αμέσως επόμενες μέρες ειδικές περιοδεύουσες επιτροπές, στις οποίες συμμετείχαν και τοπικοί εκπρόσωποι, διάλεγαν τα ικανά άλογα και μουλάρια, και με τη διαδικασία της επίταξης, τα έπαιρναν για μεταφορικά μέσα του στρατού. Η επίταξη των ζώων ασφαλώς και ήταν αναγκαία για τον στρατό, ήταν όμως και μια σοβαρή αποδυνάμωση για τη γεωργία στο Δάρα.
Στο παλιό σχολείο, κάθε βράδυ μετά τη δουλειά τους, οι γυναίκες του χωριού, κυρίως οι πιο ηλικιωμένες, πήγαιναν και κάτω από το φως του λυχναριού (τσιμπλή το έλεγαν, λόγω του λιγοστού φωτός), άλλες έγνεθαν και άλλες έπλεκαν φανέλες, κάλτσες και γάντια για τους στρατιώτες. Από τις προίκες των κοριτσιών έστελναν κουβέρτες στο μέτωπο. Στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας άφησαν τη ζωή τους 4 Δαραίοι.
Η Γερμανική εισβολή στο Ελληνικό έδαφος έγινε τις πρώτες ώρες, στις 6 Απριλίου 1941. Ο Ελληνικός Στρατός αντιστάθηκε με απαράμιλλο ηρωισμό, αλλά δυστυχώς, στις 27 Απριλίου μπήκαν στην Αθήνα οι πρώτες μηχανοκίνητες φάλαγγες. Στις 8:45 της ίδιας ημέρας ύψωσαν στην Ακρόπολη τη Γερμανική σημαία. Η κατοχή της Ελλάδας ήταν πλέον γεγονός.
Στις 30 Απριλίου 1941 σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Σοβαρή απειλή για τον λαό, κυρίως των πόλεων, ήταν η αρπαγή της όποιας παραγωγής από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Η πείνα θέριζε τον κόσμο και πολλοί κάτοικοι των πόλεων, όσοι βέβαια μπορούσαν, στράφηκαν προς την ύπαιθρο και τα χωριά, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και τροφής. Αυτό έκαναν ο παππούς και η γιαγιά μου, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις δουλειές τους και τις καριέρες τους στην Αθήνα (καθηγητής με ιδιόκτητο σχολείο και δασκάλα) και εγκαταστάθηκαν στο Δάρα προσπαθώντας να επιβιώσουν.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο πληθυσμός του Δάρα διπλασιάστηκε και ευτυχώς πολλοί κατάφεραν να ξεπεράσουν την απειλή του θανάτου από την πείνα. Όμως η σχετικά μικρή παραγωγή σε είδη πρώτης ανάγκης αύξησε τη φτώχεια και πολλαπλασίασε τα προβλήματα στον τοπικό πληθυσμό. Γρήγορα τα ρούχα και τα παπούτσια (γουρουνοτσάρουχα) άρχισαν να λιγοστεύουν. Οι περισσότερες γυναίκες και κυρίως τα παιδιά γύριζαν μέσα στο χωριό δίχως παπούτσια. Σεντόνια, φουστανέλες, κουρτίνες, μαξιλαροθήκες ακόμα και σημαίες έγιναν φορεσιές. Έκαναν από ξύλα τσόκαρα και από τσουβάλια παντελόνια. Όσο και αν φαίνεται και ακούγεται σήμερα παράξενο χάθηκαν ακόμα και οι χτένες. Τότε όλες οι γυναίκες είχαν μακριά μαλλιά και τα ξέπλεκαν με πιρούνια. Τα σαπούνια γρήγορα τελείωσαν και έτσι το πλύσιμο των ρούχων γινόταν με σταχτόνερο (αλισίβα). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα ρούχα να χάνουν το χρώμα τους, κυρίως το λευκό, και να σκληραίνουν σαν αδιάβροχα (αμπάνιαζαν από την απλυσιά, έλεγαν).
Η ψείρα γέμισε τον τόπο, τα σπίτια, τις αποθήκες, τις αυλές, τα στανοτόπια, τα πάντα. Η μαμά μου, η οποία γεννήθηκε εκείνη την εποχή στο χωριό, μου διηγείται ότι η γιαγιά μου την έλουζε με πετρέλαιο για να φύγουν οι ψείρες.
Λαθραίο έλεγαν τον καπνό που κάπνιζαν, γιατί η εμπορία του ήταν απαγορευμένη πριν από την Κατοχή. Δέματα με ολόκληρα φύλλα μέσα σε τσουβάλια, τα έφερναν και τα πούλαγαν μαζί με το καλαμπόκι για ξεκάρφωμα. Οι καπνιστές τον ψιλοέκοβαν με το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι και με χαρτί από εφημερίδες ή και από βιβλία έστριβαν τσιγάρο. Όμως γρήγορα τελείωσαν όσα χαρτιά είχαν και τη θέση τους πήραν τα πούσια (εξωτερικά φύλλα του καλαμποκιού).
Τα τρόφιμα ήταν μετρημένα σε ποσότητα αλλά και σε ποικιλία. Το ψωμί ήταν η βάση, κυρίως από καλαμπόκι, η άνοστη μπομπότα. Τα συνηθισμένα φαγητά ήταν τραχανάς, χυλοπίτες, φασόλια, χόρτα. Όσο για κρέας στη "χάση και στη φέξη". Η μόνη που είχαν άφθονο κρέας ήταν οι ζωοκλέφτες, που δεν ήταν και λίγοι. Αρκετές φορές έλειπε ακόμα και η μπομπότα και τότε έφτιαχναν χυλό. Έτσι ζούσαν. Η ζάχαρη, ο καφές, το ρύζι, τα φάρμακα, τα ποτά, το φωτιστικό πετρέλαιο και πολλά άλλα είδη χάθηκαν από την αγορά.
Για φωτισμό τις νύχτες είχαν το λαδολύχναρο (φυτίλι βουτηγμένο σε λίπος γουρουνιού), και τα τζάκια που έκαιγαν στο χειμωνιάτικο. Πρόβλημα ήταν και το άναμμα της φωτιάς, γιατί χάθηκαν τα σπίρτα και οι αναπτήρες. Τα βράδια, πριν πέσουν για ύπνο οι νοικοκυρές, σκέπαζαν καλά τα αναμμένα δαυλιά με στάχτη για να μη "χωνέψουν" τη νύχτα και να κρατήσουν φωτιά μέχρι το πρωί. Το φαινόμενο της δανεικής φωτιάς από τη γειτονιά δεν ήταν σπάνιο, αλλά συνηθισμένο γεγονός. Τη μεταφορά από σπίτι σε σπίτι την έκαναν πάνω σε κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια. Αν σε κάποιο σπίτι υπήρχε λεχώνα δεν έδινε φωτιά, έτσι ήταν το έθιμο.
Ο κάμπος του Δάρα, αν και προσφερόταν για την καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων, ήταν άδειος και σπάνια υπήρχαν τέτοια δέντρα. Τα αμπέλια δεν είχαν καρποφορία, γιατί έλειπαν τα σχετικά φυτοφάρμακα, τα οποία θα ενίσχυαν και θα φρόντιζαν τον καρπό. Η φτώχεια δεν ήταν η μοναδική μάστιγα για τους Δαραίους. Γρήγορα εμφανίστηκαν οι ζωοκλέφτες, οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν μετά την Κατοχή. Από αυτήν την πληγή απάλλαξαν την ύπαιθρο το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Για τα επόμενα χρόνια της Κατοχής η ζωοκλοπή ήταν μόνο θλιβερή ανάμνηση. Οι τσοπάνηδες άφηναν πια τις στάνες μόνες τους στα βουνά και χαρακτηριστικά έλεγαν: "Τα φυλάει ο Στασινόπουλος". Ο Χρήστος Στασινόπουλος ήταν διοικητής σε μια από τις πρώτες ανταρτοομάδες του ΕΛΑΣ στην περιοχή του Δάρα.
Στην αρχή της Κατοχής στην Πελοπόννησο, οι εμφανίσεις των Ιταλικών στρατευμάτων στα χωριά ήταν χαλαρές, και κύριο σκοπό είχαν το πλιάτσικο. Από διηγήσεις των συγγενών μου γνωρίζω ότι στο Δάρα έκλεβαν πολύ τις κότες. Οι Γερμανοί ήταν όμως πολύ βάρβαροι. Όπου πέρναγαν έσπερναν φωτιά, σίδερο και αίμα. Όλοι, αλλά κυρίως οι άντρες, σε κάθε Γερμανική επιδρομή έφευγαν στα βουνά, κυρίως στον Σαϊτά.
Από τον φόβο των ανταρτών οι Γερμανοί έκαναν οργανωμένες επιδρομές με τη συνοδεία αρμάτων και πυροβολικού. Στο πέρασμά τους έκαιγαν, άρπαζαν, σκότωναν και κατέστρεφαν τα πάντα. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ οργάνωναν δίκτυα ενημέρωσης των πολιτών για τις κινήσεις των στρατευμάτων Κατοχής. Τότε για πρώτη φορά η ύπαιθρος δικτυώθηκε με τηλεφωνικές συνδέσεις. "Ελεύθερα" στο έδαφος τηλεφωνικά καλώδια απλώθηκαν και έφτασαν στα περισσότερα γύρω χωριά. Οι οργανώσεις των χωριών έδιναν το σήμα του συναγερμού με τα χωνιά και κυρίως με τις καμπάνες. Οι καμπάνες τότε χτυπούσαν μόνο για συναγερμό ή για κηδείες.
Ασφαλώς η ζωή των Δαραίων στην Κατοχή ήταν χίλιες φορές καλύτερη από εκείνη των κατοίκων των πόλεων. Στο χωριό όλο και κάτι θα βρισκόταν για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή. Όμως στα χρόνια της Κατοχής το τίμημα για το χωριό ήταν μεγάλο και οδυνηρό. Τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν τον λαό δολοφόνησαν αρκετούς Δαραίους ακόμα και μαθητές. Το "έγκλημά" τους ήταν ότι βρέθηκαν στον δρόμο των βαρβάρων, στο πέρασμα εκείνων που με μεγάλη ευκολία έκαιγαν και άρπαζαν. Ήθελαν με φωτιά και σίδερο να υποτάξουν τις ψυχές των ανθρώπων. Ήθελαν να βάλουν στο περιθώριο τον λαό άπραγο, μοιρολάτρη και άβουλο σκλάβο.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 5:30 τα ξημερώματα, η Ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε σε όλο σχεδόν το μήκος των Ελληνοβαλκανικών συνόρων. Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, που εκδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου, αναφέρει: "Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους".
Οι Δαραίοι έμαθαν την κήρυξη του πολέμου από τις καμπάνες και από το ραδιόφωνο άκουσαν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. Υπήρχε τότε ένα ραδιόφωνο στο Δάρα, που δούλευε με μπαταρία αυτοκινήτου, και βρισκόταν στο καφενείο του χωριού.

Το ένα από τα τρία καφενεία του χωριού, το οποίο την άνοιξη και το καλοκαίρι γεμίζει όλο τον αυλόγυρο με τραπέζια και καρέκλες. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όταν τα πάντα ήταν κλειστά. Εκείνη τη μέρα, τριγυρίζοντας στους δρόμους του Δάρα δε συνάντησα ούτε πουλί πετούμενο, τόση ήταν η ερημιά. Σαν να είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλοι οι κάτοικοι να είχαν εξαφανιστεί στα καταφύγια.
Για τους αγρότες ο Οκτώβρης είναι μήνας σποράς. Οι Δαραίοι τον λένε και Αγιοδημήτρη. Εκείνο το πρωινό, οι περισσότεροι κάτοικοι με τα "ζευγάρια τους" (τα ζώα τους), ήταν στα χωράφια πριν ακόμα χτυπήσουν οι καμπάνες συναγερμό. Με το άκουσμα της καμπάνας όλοι ξέζεψαν τα ζώα τους και πήγαν στο χωριό. Η πλατεία και τα καφενεία γέμισαν κόσμο. Οι στρατεύσιμοι αποχαιρετούσαν συγγενείς και φίλους και με τα ρούχα της δουλειάς και τα γουρουνοτσάρουχα (υποδήματα από δέρμα γουρουνιού) έφευγαν για τα κέντρα επιστράτευσης. Τα μέσα μεταφοράς σπάνιζαν ή δεν υπήρχαν καθόλου, οπότε οι περισσότεροι έφυγαν με τα πόδια προς την Τρίπολη. Με τις ευχές όλων και με λίγο ψωμί για τις πρώτες ώρες ξεκίνησαν όλοι για τη νίκη. Τις αμέσως επόμενες μέρες ειδικές περιοδεύουσες επιτροπές, στις οποίες συμμετείχαν και τοπικοί εκπρόσωποι, διάλεγαν τα ικανά άλογα και μουλάρια, και με τη διαδικασία της επίταξης, τα έπαιρναν για μεταφορικά μέσα του στρατού. Η επίταξη των ζώων ασφαλώς και ήταν αναγκαία για τον στρατό, ήταν όμως και μια σοβαρή αποδυνάμωση για τη γεωργία στο Δάρα.

Στο παλιό σχολείο, κάθε βράδυ μετά τη δουλειά τους, οι γυναίκες του χωριού, κυρίως οι πιο ηλικιωμένες, πήγαιναν και κάτω από το φως του λυχναριού (τσιμπλή το έλεγαν, λόγω του λιγοστού φωτός), άλλες έγνεθαν και άλλες έπλεκαν φανέλες, κάλτσες και γάντια για τους στρατιώτες. Από τις προίκες των κοριτσιών έστελναν κουβέρτες στο μέτωπο. Στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας άφησαν τη ζωή τους 4 Δαραίοι.
Η Γερμανική εισβολή στο Ελληνικό έδαφος έγινε τις πρώτες ώρες, στις 6 Απριλίου 1941. Ο Ελληνικός Στρατός αντιστάθηκε με απαράμιλλο ηρωισμό, αλλά δυστυχώς, στις 27 Απριλίου μπήκαν στην Αθήνα οι πρώτες μηχανοκίνητες φάλαγγες. Στις 8:45 της ίδιας ημέρας ύψωσαν στην Ακρόπολη τη Γερμανική σημαία. Η κατοχή της Ελλάδας ήταν πλέον γεγονός.
Στις 30 Απριλίου 1941 σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Σοβαρή απειλή για τον λαό, κυρίως των πόλεων, ήταν η αρπαγή της όποιας παραγωγής από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Η πείνα θέριζε τον κόσμο και πολλοί κάτοικοι των πόλεων, όσοι βέβαια μπορούσαν, στράφηκαν προς την ύπαιθρο και τα χωριά, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και τροφής. Αυτό έκαναν ο παππούς και η γιαγιά μου, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις δουλειές τους και τις καριέρες τους στην Αθήνα (καθηγητής με ιδιόκτητο σχολείο και δασκάλα) και εγκαταστάθηκαν στο Δάρα προσπαθώντας να επιβιώσουν.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο πληθυσμός του Δάρα διπλασιάστηκε και ευτυχώς πολλοί κατάφεραν να ξεπεράσουν την απειλή του θανάτου από την πείνα. Όμως η σχετικά μικρή παραγωγή σε είδη πρώτης ανάγκης αύξησε τη φτώχεια και πολλαπλασίασε τα προβλήματα στον τοπικό πληθυσμό. Γρήγορα τα ρούχα και τα παπούτσια (γουρουνοτσάρουχα) άρχισαν να λιγοστεύουν. Οι περισσότερες γυναίκες και κυρίως τα παιδιά γύριζαν μέσα στο χωριό δίχως παπούτσια. Σεντόνια, φουστανέλες, κουρτίνες, μαξιλαροθήκες ακόμα και σημαίες έγιναν φορεσιές. Έκαναν από ξύλα τσόκαρα και από τσουβάλια παντελόνια. Όσο και αν φαίνεται και ακούγεται σήμερα παράξενο χάθηκαν ακόμα και οι χτένες. Τότε όλες οι γυναίκες είχαν μακριά μαλλιά και τα ξέπλεκαν με πιρούνια. Τα σαπούνια γρήγορα τελείωσαν και έτσι το πλύσιμο των ρούχων γινόταν με σταχτόνερο (αλισίβα). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα ρούχα να χάνουν το χρώμα τους, κυρίως το λευκό, και να σκληραίνουν σαν αδιάβροχα (αμπάνιαζαν από την απλυσιά, έλεγαν).

Η ψείρα γέμισε τον τόπο, τα σπίτια, τις αποθήκες, τις αυλές, τα στανοτόπια, τα πάντα. Η μαμά μου, η οποία γεννήθηκε εκείνη την εποχή στο χωριό, μου διηγείται ότι η γιαγιά μου την έλουζε με πετρέλαιο για να φύγουν οι ψείρες.
Λαθραίο έλεγαν τον καπνό που κάπνιζαν, γιατί η εμπορία του ήταν απαγορευμένη πριν από την Κατοχή. Δέματα με ολόκληρα φύλλα μέσα σε τσουβάλια, τα έφερναν και τα πούλαγαν μαζί με το καλαμπόκι για ξεκάρφωμα. Οι καπνιστές τον ψιλοέκοβαν με το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι και με χαρτί από εφημερίδες ή και από βιβλία έστριβαν τσιγάρο. Όμως γρήγορα τελείωσαν όσα χαρτιά είχαν και τη θέση τους πήραν τα πούσια (εξωτερικά φύλλα του καλαμποκιού).
Τα τρόφιμα ήταν μετρημένα σε ποσότητα αλλά και σε ποικιλία. Το ψωμί ήταν η βάση, κυρίως από καλαμπόκι, η άνοστη μπομπότα. Τα συνηθισμένα φαγητά ήταν τραχανάς, χυλοπίτες, φασόλια, χόρτα. Όσο για κρέας στη "χάση και στη φέξη". Η μόνη που είχαν άφθονο κρέας ήταν οι ζωοκλέφτες, που δεν ήταν και λίγοι. Αρκετές φορές έλειπε ακόμα και η μπομπότα και τότε έφτιαχναν χυλό. Έτσι ζούσαν. Η ζάχαρη, ο καφές, το ρύζι, τα φάρμακα, τα ποτά, το φωτιστικό πετρέλαιο και πολλά άλλα είδη χάθηκαν από την αγορά.
Για φωτισμό τις νύχτες είχαν το λαδολύχναρο (φυτίλι βουτηγμένο σε λίπος γουρουνιού), και τα τζάκια που έκαιγαν στο χειμωνιάτικο. Πρόβλημα ήταν και το άναμμα της φωτιάς, γιατί χάθηκαν τα σπίρτα και οι αναπτήρες. Τα βράδια, πριν πέσουν για ύπνο οι νοικοκυρές, σκέπαζαν καλά τα αναμμένα δαυλιά με στάχτη για να μη "χωνέψουν" τη νύχτα και να κρατήσουν φωτιά μέχρι το πρωί. Το φαινόμενο της δανεικής φωτιάς από τη γειτονιά δεν ήταν σπάνιο, αλλά συνηθισμένο γεγονός. Τη μεταφορά από σπίτι σε σπίτι την έκαναν πάνω σε κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια. Αν σε κάποιο σπίτι υπήρχε λεχώνα δεν έδινε φωτιά, έτσι ήταν το έθιμο.

Ο κάμπος του Δάρα, αν και προσφερόταν για την καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων, ήταν άδειος και σπάνια υπήρχαν τέτοια δέντρα. Τα αμπέλια δεν είχαν καρποφορία, γιατί έλειπαν τα σχετικά φυτοφάρμακα, τα οποία θα ενίσχυαν και θα φρόντιζαν τον καρπό. Η φτώχεια δεν ήταν η μοναδική μάστιγα για τους Δαραίους. Γρήγορα εμφανίστηκαν οι ζωοκλέφτες, οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν μετά την Κατοχή. Από αυτήν την πληγή απάλλαξαν την ύπαιθρο το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Για τα επόμενα χρόνια της Κατοχής η ζωοκλοπή ήταν μόνο θλιβερή ανάμνηση. Οι τσοπάνηδες άφηναν πια τις στάνες μόνες τους στα βουνά και χαρακτηριστικά έλεγαν: "Τα φυλάει ο Στασινόπουλος". Ο Χρήστος Στασινόπουλος ήταν διοικητής σε μια από τις πρώτες ανταρτοομάδες του ΕΛΑΣ στην περιοχή του Δάρα.
Στην αρχή της Κατοχής στην Πελοπόννησο, οι εμφανίσεις των Ιταλικών στρατευμάτων στα χωριά ήταν χαλαρές, και κύριο σκοπό είχαν το πλιάτσικο. Από διηγήσεις των συγγενών μου γνωρίζω ότι στο Δάρα έκλεβαν πολύ τις κότες. Οι Γερμανοί ήταν όμως πολύ βάρβαροι. Όπου πέρναγαν έσπερναν φωτιά, σίδερο και αίμα. Όλοι, αλλά κυρίως οι άντρες, σε κάθε Γερμανική επιδρομή έφευγαν στα βουνά, κυρίως στον Σαϊτά.

Από τον φόβο των ανταρτών οι Γερμανοί έκαναν οργανωμένες επιδρομές με τη συνοδεία αρμάτων και πυροβολικού. Στο πέρασμά τους έκαιγαν, άρπαζαν, σκότωναν και κατέστρεφαν τα πάντα. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ οργάνωναν δίκτυα ενημέρωσης των πολιτών για τις κινήσεις των στρατευμάτων Κατοχής. Τότε για πρώτη φορά η ύπαιθρος δικτυώθηκε με τηλεφωνικές συνδέσεις. "Ελεύθερα" στο έδαφος τηλεφωνικά καλώδια απλώθηκαν και έφτασαν στα περισσότερα γύρω χωριά. Οι οργανώσεις των χωριών έδιναν το σήμα του συναγερμού με τα χωνιά και κυρίως με τις καμπάνες. Οι καμπάνες τότε χτυπούσαν μόνο για συναγερμό ή για κηδείες.
Ασφαλώς η ζωή των Δαραίων στην Κατοχή ήταν χίλιες φορές καλύτερη από εκείνη των κατοίκων των πόλεων. Στο χωριό όλο και κάτι θα βρισκόταν για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή. Όμως στα χρόνια της Κατοχής το τίμημα για το χωριό ήταν μεγάλο και οδυνηρό. Τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν τον λαό δολοφόνησαν αρκετούς Δαραίους ακόμα και μαθητές. Το "έγκλημά" τους ήταν ότι βρέθηκαν στον δρόμο των βαρβάρων, στο πέρασμα εκείνων που με μεγάλη ευκολία έκαιγαν και άρπαζαν. Ήθελαν με φωτιά και σίδερο να υποτάξουν τις ψυχές των ανθρώπων. Ήθελαν να βάλουν στο περιθώριο τον λαό άπραγο, μοιρολάτρη και άβουλο σκλάβο.


Last edited: