Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.377
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
“Κι όταν αντικρίσαμε πάνω από τον λόφο το ξακουστό Κάστρο της Καρύταινας, νιώσαμε πως σήμερα, σε τέτοιο ανήσυχο φωτισμό και με τέτοιες σύγχρονες έγνοιες, το Κάστρο τούτο το άγριο, το πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό, το τοπίο γύρα μας και μέσα μας. Στα πόδια του κυλά ο Αλφειός, στα βάθη του ορίζοντα λάμπει ο Χελμός. Η Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο της Ελλάδας, με τα δρομάκια του και τα παλιά του σπίτια, με τις βυζαντινές εκκλησιές του και την τραχιά ψυχή του. Το Κάστρο έρημο, σταχτόμαυρο σα γεράκι, σηκώνεται στην κορυφή και βιγλίζει”.
Νίκος Καζαντζάκης
Η Καρύταινα ξεπρόβαλε μέσα στη φθινοπωρινή λιακάδα, τυλιγμένη με το πέπλο της ιστορίας, το οποίο στριφογυρίζει γύρω από την ύπαρξή της, από τον 13ο αιώνα, όταν αναφέρεται για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο υπήρξε πρωτεύουσα, μιας από τις βαρονίες των Φράγκων. Στη γαλλική παραλλαγή του “Χρονικού του Μορέως” αναφέρεται ως Caraintaine.
Χτισμένη σε υψόμετρο 582 μέτρων, πάνω στην κορυφή του λόφου, αγναντεύει και αλληλεπιδρά αενάως, με το μεσαιωνικό Κάστρο της και είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά της ορεινής Αρκαδίας, με ατμόσφαιρα που εκπέμπει μεσαίωνα. Αντικρίζοντας τα πρώτα σπίτια του χωριού γαντζωμένα στην κατάφυτη πλαγιά, νιώσαμε ότι έχουν διατηρήσει τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά τους στοιχεία, με κυρίαρχο στοιχείο την πέτρα φυσικά.
Διασχίσαμε τον κεντρικό δρόμο, προσπεράσαμε για την ώρα το χωριό και μετά από περίπου 5 χιλιόμετρα, φτάσαμε στο Γεφύρι του Ατσιχόλου, στον Λούσιο ποταμό, ο οποίος αφού περάσει από κάτω του, καταλήγει στον Αλφειό. Το πέτρινο γεφύρι του Ατσιχόλου, μάλλον χτίστηκε από Λαγκαδινούς μαστόρους, κατά πάσα πιθανότητα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Το γεφύρι εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ντόπιων, για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους, για τα ταξίδια τους και για την επαφή τους με τα άλλα χωριά.
Στο σημείο αυτό να δώσω κάποιες έγκυρες πληροφορίες για το rafting, το οποίο ξεκινάει από αυτό το γεφύρι. Πήρα λοιπόν τηλέφωνο, έκανα τη δική μου έρευνα και σας παραθέτω τα ακόλουθα:
Επιστρέψαμε στην Καρύταινα και παρκάραμε δίπλα στην πλατεία των αδελφών Μπακογιάννη. Ακολουθώντας το δρομάκι που ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και συνεχίζει σε λιθόστρωτα, φαρδιά σκαλοπάτια, ανηφορίσαμε προς το ιστορικό, μεσαιωνικό Κάστρο της.
Στη διαδρομή, σε ένα πράσινο άπλωμα, είδαμε τον Γέρο του Μοριά, πλαισιωμένο από τα κανόνια του, να ατενίζει το χωριό και τον κάμπο της Μεγαλόπολης.
Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε μια σκουριασμένη πινακίδα, με λευκά κεφαλαία γράμματα. Δεξιά έδειχνε προς το “ΦΡΟΥΡΙΟΝ” και ευθεία έδειχνε προς την “ΠΑΝΑΓΙΑΝ”. Εμείς συνεχίσαμε ευθεία, προς την “ΠΑΝΑΓΙΑΝ”.
Κάτω από την Ακρόπολη, μέσα στον οχυρωμένο μεσαιωνικό οικισμό (βούργο) και ειδικότερα δίπλα στο κτιριακό συγκρότημα της λεγόμενης “οικίας Κολοκοτρώνη” βρίσκεται ο ναός της Παναγίας. Ακολουθεί τον δημοφιλή στην Πελοπόννησο αρχιτεκτονικό τύπο, του δικιόνιου, σταυροειδούς, εγγεγραμμένου με τρούλο. Ανατολικά απολήγει σε μια ημικυλινδρική αψίδα και δυτικά διαθέτει μεταγενέστερο ξυλόστεγο νάρθηκα. Οι μακρές πλευρές του στο εσωτερικό, διαρθρώνονται με αβαθή αψιδώματα. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο εξαιρετικής τέχνης μεσοβυζαντινά μαρμάρινα κιονόκρανα. Το μνημείο πιθανότατα χρονολογείται μετά την ανέγερση του Κάστρου από τους σταυροφόρους.
Η “οικία Κολοκοτρώνη” βρίσκεται σε πλάτωμα, κάτω από την Ακρόπολη και μέσα στα όρια του οχυρωμένου βούργου. Το μεσαιωνικό συγκρότημα κατείχε στρατηγική θέση, αφού κατόπτευε την είσοδο από τον κάμπο της Μεγαλόπολης, προς το πέρασμα προς δυσμάς. Σήμερα διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση. Αποτελείται από δύο πτέρυγες που σχηματίζουν Γ, δημιουργώντας μια μικρή προστατευμένη πλατεία, στην άκρη της οποίας υψώνεται ο ναός της Παναγίας, ο οποίος πιθανόν συνδέεται με το συγκρότημα. Το μέγεθος και η θέση του συγκροτήματος υποδεικνύουν ότι ανήκε σε σημαίνον πρόσωπο, της μεσαιωνικής Καρύταινας. Το συγκρότημα ήταν διώροφο. Το ισόγειο στέγαζε βοηθητικές χρήσεις (αποθήκη, ίσως και στάβλους) και στον όροφο ήταν οι αίθουσες διαμονής. Ξύλινο πάτωμα χώριζε τον όροφο και ξύλινες, δικλινείς κεραμοσκεπές κάλυπταν τις πτέρυγες. Στο ισόγειο τα παράθυρα είχαν τη μορφή τοξοθυρίδας, ενώ στον όροφο μεγάλα παράθυρα, με λίθινα πλαίσια προσέφεραν άπλετη θέα προς τον κάμπο. Όπως υποδεικνύει και η μεταγενέστερη ονομασία του, το συγκρότημα ξανακατοικήθηκε στα νεότερα χρόνια, οπότε και προστέθηκαν οι μικροί, κυκλικοί, γωνιακοί Πυργίσκοι, ενισχύοντας τον φρουριακό του χαρακτήρα.
Μια σιδερένια σκάλα γαντζωμένη στον βράχο, οδηγεί αυτούς που δεν έχουν υψοφοβία και θα τολμήσουν να ανέβουν τα σκαλοπάτια, στη νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου, απ΄ όπου γινόταν η πρόσβαση.
Ανεβήκαμε τα σιδερένια σκαλιά, τα οποία δεν οδηγούν στον ουρανό,
αλλά σε μια τοξωτή Πύλη σε έναν μικρό περίβολο, που όριζε αυλή.
Αυτή η Πύλη μας οδήγησε στη συνέχεια, στην κυρίως Πύλη και από εκεί, μέσω ενός θολωτού διαβητικού, μπήκαμε στους εσωτερκούς χώρους του Κάστρου.
Το Κάστρο έχει επιμήκη, τριγωνική σχεδόν κάτοψη και ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους. Το συνολικό μήκος του είναι περίπου 110 μέτρα, ενώ το πλατύτερο τμήμα του φτάνει τα 40 μέτρα.
Η Καρύταινα είναι το βασικό Κάστρο της Γορτυνίας. Ήλεγχε τα στρατηγικά περάσματα που συνέδεαν την Αρκαδία με τη Μεσσηνία και την Ηλεία. Το Κάστρο με τον οικισμό του αναπτύσσεται σε απότομο, βραχώδες έξαρμα, στη δεξιά όχθη του Αλφειού ποταμού. Στον ίδιο λόφο πιθανολογείται ότι βρισκόταν η Αρχαία πόλη Βρένθη, που αναφέρεται ως ερειπωμένη ήδη, από την εποχή του Παυσανία.
Λίγο μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους και την ίδρυση του πριγκιπάτου της Αχαΐας το 1205, η Καρύταινα έγινε έδρα βαρονίας με 22 φέουδα. Πρώτος βαρόνος αναδείχθηκε ο Ούγος ντε Μπριγιέρ, ενώ η ανέγερση του εντυπωσιακού Κάστρου της αποδίδεται, σύμφωνα με το "Χρονικό του Μορέως", στον γιο του Γοδεφρείδο, περί τα μέσα του 13ου αιώνα. Το 1320 η Καρύταινα κυριεύτηκε από τον διοικητή του Μυστρά, Ανδρόνικο Παλαιολόγο Ασάν και παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία, έως και το 1458, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Έκτοτε και έως την Ελληνική Επανάσταση παρέμεινε υπό Οθωμανική διοίκηση, με μια σύντομη περίοδο βενετικής κυριαρχίας (1685-1715).
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο, με μεγάλο παζάρι, κυρίως για πώληση των σιτηρών της ευρύτερης περιοχής. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και συγκεκριμένα το 1826, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκεύασε το Κάστρο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει, ως καταφύγιο για τον άμαχο πληθυσμό και ταυτόχρονα ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του, κατά του Ιμπραήμ.
Εκτός από τον οχυρωματικό περίβολο που χρησίμευε για την προστασία της κύριας εισόδου, προστατευτικό ρόλο έπαιζε και ένας Πύργος δεξιά, καθώς και ο ψευδόπυργος που σχηματιζόταν στο τείχος, αριστερά από την Πύλη.
Πίσω από τον ανατολικό Πύργο υπήρχε ένας μονόχωρος, ορθογώνιος διώροφος χώρος, ο οποίος μάλλον ήταν φυλάκιο. Μπαίνοντας, ένας χώρος χρησίμευε ως κινστέρνα (δεξαμενή νερού). Ο μεγάλος Πύργος δεν σώζεται σήμερα. Στο εσωτερικό του Κάστρου υπάρχουν τα ερείπια ενός ορθογώνιου κτιρίου, μεγάλων διαστάσεων στη νότια πλευρά, που χρησίμευε ως αίθουσα υποδοχής του βαρόνου.
Τι να περιγράψει κανείς για τη θέα που απλώνεται τριγύρω του, από εκεί ψηλά! Όλος ο κάμπος της Μεγαλόπολης “πιάτο” στα μάτια του θεατή! Επίσης το φαράγγι του Αλφειού, αλλά και το γεφύρι του!
Σκαρφαλώσαμε στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, εκεί που κυματίζει η ελληνική σημαία και αποτελεί τη “μύτη” της τριγωνικής κατασκευής του Κάστρου.
Η θέα ολόκληρης της καστροπολιτείας της Καρύταινας ήρθε να επιβεβαιώσει τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: “Το Κάστρο τούτο το άγριο, το πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό το τοπίο γύρα μας και μέσα μας. Η Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο της Ελλάδας”.
Κατηφορίσαμε προς το χωριό.
Ακολουθώντας ένα πολύ όμορφο, ιδιαίτερο και γραφικό πέτρινο καλντερίμι, οδηγηθήκαμε στον βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου.
Την ημέρα της γιορτής του Αγίου, η λειτουργία στον ναό τελείται μόνο τη νύχτα! Πρόκειται για μια παράδοση που κρατά από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι σεβάστηκαν μεν το μνημείο και δεν προχώρησαν στην καταστροφή του, αλλά επέβαλαν στους πιστούς, να λειτουργούν τον ναό μόνο τη νύχτα. Τους απειλούσαν ότι αν τους έβρισκε στον ναό το φως της ημέρας, θα τον κατέστρεφαν και οι ίδιοι θα αντιμετώπιζαν δυσμενείς συνέπειες, ακόμη και θάνατο.
Ο ναός φέρεται να ανεγέρθηκε γύρω στο 1100 και επιβίωσε απ΄ όλες τις δύσκολες εποχές των κατακτητών της Καρύταινας. ‘Ολοι όμως σεβάστηκαν τη μεγαλοπρέπειά του και δεν τον κατέστρεψαν. Ο ναός ξαναλειτουργεί μετά από πολυετή διακοπή, λόγω των εκτεταμένων έργων αναστήλωσής του, από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Χαθήκαμε μέσα στα στενά δρομάκια, που οδηγούν σε γειτονιές, με πέτρινα σπίτια και αρχοντικά του 19ου αιώνα, εξαιρετικά δείγματα φράγκικης και βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Το χωριό δικαίως έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Η Καρύταινα είχε κόσμο εκείνην την ημέρα, χωρίς όμως να είναι ικανός, ώστε να διαταράξει τη γαλήνη και την ηρεμία. Στα αυτιά μας ακούγονταν μόνον ήχοι του χωριού και στις μύτες μας έφταναν τοπικές μυρωδιές, κάποιου τζακιού που μπορεί να έκαιγε ή κάποιου φαγητού που μαγειρευόταν στην κουζίνα ενός πέτρινου σπιτιού. Ο περισσότερος κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στα λιγοστά καφέ και στο μπαράκι του κεντρικού δρόμου.
Στην κεντρική πλατεία βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, που χτίστηκε τον 16ο αιώνα, σε αντικατάσταση παλαιότερου ναού του 14ου αιώνα. Εντυπωσιακό είναι το τριώροφο Καμπαναριό του αρχικού ναού (δηλαδή του 14ου αιώνα), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας.
Η βόλτα στους πάνω μαχαλάδες του χωριού ήταν απολαυστική, αν και αρκετά ανηφορική, με το Κάστρο να κυριαρχεί στο οπτικό πεδίο, απ΄ όλες τις γωνιές.
Για φαγητό καθίσαμε στο εστιατόριο “Κάστρο” στο μοναδικό ελεύθερο τραπέζι που βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία:
Κοκκινιστό μοσχαράκι με ντόπια ζυμαρικά, ψαρονέφρι με φρέσκιες πατατούλες και ψητό φιλέτο κοτόπουλου ήταν τα κυρίως πιάτα. Χωριάτικη σαλάτα, κολοκυθάκια τηγανιτά και ζυμωτό ψωμί συμπλήρωσαν το γεύμα μας. Οι πλούσιες μερίδες, με τις ικανοποιητικές γεύσεις, μας χόρτασαν και μας έδωσαν ώθηση και ενέργεια για τη συνέχεια.
Η Καρύταινα περιβάλλεται από ένα επιβλητικό, εντυπωσιακό και άγριο τοπίο. Ο Αλφειός και ο Λούσιος υποκλίνονται στη γοητεία της και δροσίζουν με τα νερά τους τα “πόδια” της. Κάποτε στην περιοχή λειτουργούσαν 14 υδρόμυλοι και 1 νεροτριβή. Χαρακτηριστικό της Καρύταινας είναι ένα ιδιαίτερο είδος πουλιών, οι βραχοτσομπανάκοι. Είναι μικρά πουλιά, με χαρακτηριστικό κελάηδημα, που μπορείς να αφουγκραστείς, σε όλες τις ήσυχες γειτονιές του χωριού.
Ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο, για να επισκεφθούμε ένα πολύ ιδιαίτερο αξιοθέατο. Ακολουθώντας την Ε.Ο Μεγαλόπολης-Ανδρίτσαινας, κάναμε στάση σε ένα άπλωμα. Από εκεί, κατηφορίζοντας ένα σύντομο μονοπάτι, βρεθήκαμε κάτω από την επιβλητική, μονότοξη γέφυρα του Αλφειού ποταμού.
Εδώ υπάρχει μια καταπληκτική μνημειακή κατασκευή, ένα παλιό, πεντάτοξο γεφύρι, μήκους 50 m. φράγκικης αρχιτεκτονικής. Κατά τον μεσαίωνα, αυτό το γεφύρι βρισκόταν στον δρόμο, που συνέδεε το Κάστρο της Καρύταινας με τη Μεσσηνία. Χτίστηκε από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα και ανακαινίστηκε στα χρόνια 1439-1440.
Την ιδιαιτερότητα όμως αυτού του γεφυριού αποτελεί το “ενσωματωμένο στην κατασκευή” εκκλησάκι της Γέννησης της Θεοτόκου, το οποίο είναι ένα από τα “ποδαρικά” του γεφυριού. Την κατασκευή του στοιχειώνει θρύλος, ο οποίος απαιτεί θυσία αίματος για να στεριώσει το οικοδόμημα. Ο θρύλος λέει ότι στα θεμέλιά του, οι μάστορες έχτισαν μια πριγκίπισσα των Φράγκων, στα μέσα του 13ου αιώνα, που χτίστηκε το πρώτο γεφύρι.
Το 1441 το γεφύρι ανακατασκευάστηκε από τον Ραούλ Μανουήλ Μελική, γόνο σπουδαίας βυζαντινής οικογένειας. Η ιστορία αναφέρει, ότι ο Ραούλ Μανουήλ προσπάθησε να περάσει το ποτάμι, αλλά βρέθηκε στα ορμητικά νερά του Αλφειού και κόντεψε να πνιγεί, επειδή το παλιό γεφύρι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Σώθηκε και αποφάσισε να το επιδιορθώσει.
Φτάσαμε στην ταλαιπωρημένη, σάπια, ξύλινη γέφυρα, η οποία έχει αντικαταστήσει μέρος του ενός τόξου που κατέρρευσε και για να μην την “πατήσουμε” και εμείς σαν τον Ραούλ Μανουήλ, τη διασχίσαμε πολύ προσεκτικά, αλλάζοντας τα βήματά μας στο σημείο, όπου κάτω από τις ξύλινες σανίδες υπάρχει σιδερένια δοκός, από τη μια άκρη μέχρι την άλλη.
Βρεθήκαμε κάτω από τα διπλά γεφύρια, σιμά στη ροή του Αλφειού ποταμού.
Λίγα πέτρινα σκαλάκια οδηγούν στο πέτρινο, μικρό εκκλησάκι. Τα ανεβήκαμε και ανοίγοντας τη σιδερένια πόρτα, βρεθήκαμε στο λιτό εσωτερικό του ξωκλησιού.
Στους τοίχους έχουν σωθεί αχνά, σπαράγματα από αγιογραφίες. Δυστυχώς όμως, ακόμη και εδώ, πολλοί ανεγκέφαλοι, δίχως ίχνος σεβασμού στην ιστορικότητα του μνημείου, έχουν χαράξει τα ονόματά τους στους πέτρινους τοίχους.
Κατά την Τουρκοκρατία η γέφυρα της Καρύταινας έγινε πεδίο μαχών, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων πολλές φορές και κυρίως κατά τους χρόνους της Επανάστασης, καθώς ήταν από τα λίγα περάσματα από Γορτυνία, προς Μεσσηνία και Ηλεία. Μάλιστα στα τέλη Μαρτίου του 1821, στις 26 του μήνα, στη γέφυρα της Καρύταινας, οι επαναστάτες σκότωσαν έναν Τούρκο αγγελιαφόρο, επεισόδιο που θεωρείται, ως η πρώτη προκλητική πράξη των επαναστατών εναντίον των Τούρκων. Επάνω στον αγγελιαφόρο ανακάλυψαν μια επιστολή των Φαναριτών Τούρκων, προς τους Τούρκους της Καρύταινας. Τους ειδοποιούσαν, ότι την επόμενη μέρα θα περνούσαν από την Καρύταινα, για να μεταβούν και να ασφαλιστούν στην Τριπολιτσά και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. Οι Έλληνες ειδοποίησαν αμέσως τον Κολοκοτρώνη, που βρισκόταν στο Δεδέμπεη (χωριό ανάμεσα στο Λεοντάρι και την Καρύταινα). Ο Γέρος χωρίς χρονοτριβή κατέλαβε έναν στενό δρόμο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιος Αθανάσιος, έξω από την Καρύταινα. Οι Φαναρίτες έπρεπε να εξοντωθούν με κάθε θυσία, καθώς ήταν από τους πλέον αξιόλογους ντόπιους Τούρκους πολεμιστές.
Αναφορά για το γεγονός στη γέφυρα κάνει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος αναφέρει: “Φράξαμε τον τόπο, να μην περάσουν οι Τούρκοι από το γεφύρι, με 20 ανθρώπους”.
Πηγή: Η γέφυρα της Καρύταινας και το παρεκκλήσι της
Το γεφύρι της Καρύταινας απεικονιζόταν στην πίσω όψη του χαρτονομίσματος των πέντε χιλιάδων δραχμών, λόγω της μοναδικότητας και της ιστορίας του. Στην μπροστινή όψη εικονιζόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού και η νύχτα είχε ήδη αρχίσει να απλώνεται στο τοπίο. Επιταχύναμε τα βήματά μας, για να μη μας βρει το σκοτάδι στην άγρια ρεματιά, διασχίσαμε ξανά την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη γέφυρα, ανηφορίσαμε γοργά το μονοπάτι και φτάνοντας στο αυτοκίνητο, είδαμε μια εντυπωσιακή εικόνα, να εμφανίζεται στα μάτια μας. Η φωτογραφία μου δε διεκδικεί δάφνες, αλλά μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τη μαγεία της μικρής, γραφικής καστροπολιτείας.
Παρκάραμε ξανά στο κέντρο και αρχίσαμε τις βραδινές βόλτες μας, στα έρημα καλντερίμια του χωριού. Η θέα προς το φωτισμένο Κάστρο ήταν αφοπλιστική. Κρίμα που οι φωτογραφίες μου αδικούν πολύ, το μεγαλείο και την ομορφιά του χωριού.
Νικόλαος Δημητρακόπουλος (1864-1921). Δικηγόρος, πολιτικός, νομομαθής και συγγραφέας που διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης, γεννηθείς στην Καρύταινα.
Η κούραση είχε αρχίσει πλέον να ελαττώνει τις αντοχές μας και είχαμε ακόμη δρόμο μιάμισης ώρας μπροστά μας. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο Δάρα, μέσω Μεγαλόπολης, ώστε να κινηθούμε σε καλύτερες διαδρομές, αποφεύγοντας τους στενούς, επαρχιακούς δρόμους, οι οποίοι είναι γεμάτοι στροφές.
Φτάνοντας στο Δάρα, στο σπίτι μας, μια μεγαλειώδης φωτιά άναψε στο τζάκι και η συναρπαστική μας μέρα στο Ελληνικό, τον Λούσιο ποταμό, την Αρχαία Γόρτυνα και την Καρύταινα έκλεισε, απολαμβάνοντας ένα λιτό δείπνο, με πατάτες που ψήσαμε στη χόβολη.

“Κι όταν αντικρίσαμε πάνω από τον λόφο το ξακουστό Κάστρο της Καρύταινας, νιώσαμε πως σήμερα, σε τέτοιο ανήσυχο φωτισμό και με τέτοιες σύγχρονες έγνοιες, το Κάστρο τούτο το άγριο, το πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό, το τοπίο γύρα μας και μέσα μας. Στα πόδια του κυλά ο Αλφειός, στα βάθη του ορίζοντα λάμπει ο Χελμός. Η Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο της Ελλάδας, με τα δρομάκια του και τα παλιά του σπίτια, με τις βυζαντινές εκκλησιές του και την τραχιά ψυχή του. Το Κάστρο έρημο, σταχτόμαυρο σα γεράκι, σηκώνεται στην κορυφή και βιγλίζει”.
Νίκος Καζαντζάκης
Η Καρύταινα ξεπρόβαλε μέσα στη φθινοπωρινή λιακάδα, τυλιγμένη με το πέπλο της ιστορίας, το οποίο στριφογυρίζει γύρω από την ύπαρξή της, από τον 13ο αιώνα, όταν αναφέρεται για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο υπήρξε πρωτεύουσα, μιας από τις βαρονίες των Φράγκων. Στη γαλλική παραλλαγή του “Χρονικού του Μορέως” αναφέρεται ως Caraintaine.
Χτισμένη σε υψόμετρο 582 μέτρων, πάνω στην κορυφή του λόφου, αγναντεύει και αλληλεπιδρά αενάως, με το μεσαιωνικό Κάστρο της και είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά της ορεινής Αρκαδίας, με ατμόσφαιρα που εκπέμπει μεσαίωνα. Αντικρίζοντας τα πρώτα σπίτια του χωριού γαντζωμένα στην κατάφυτη πλαγιά, νιώσαμε ότι έχουν διατηρήσει τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά τους στοιχεία, με κυρίαρχο στοιχείο την πέτρα φυσικά.

Διασχίσαμε τον κεντρικό δρόμο, προσπεράσαμε για την ώρα το χωριό και μετά από περίπου 5 χιλιόμετρα, φτάσαμε στο Γεφύρι του Ατσιχόλου, στον Λούσιο ποταμό, ο οποίος αφού περάσει από κάτω του, καταλήγει στον Αλφειό. Το πέτρινο γεφύρι του Ατσιχόλου, μάλλον χτίστηκε από Λαγκαδινούς μαστόρους, κατά πάσα πιθανότητα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Το γεφύρι εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ντόπιων, για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους, για τα ταξίδια τους και για την επαφή τους με τα άλλα χωριά.



Στο σημείο αυτό να δώσω κάποιες έγκυρες πληροφορίες για το rafting, το οποίο ξεκινάει από αυτό το γεφύρι. Πήρα λοιπόν τηλέφωνο, έκανα τη δική μου έρευνα και σας παραθέτω τα ακόλουθα:
- Απαιτείται τηλεφωνική επικοινωνία εκ των προτέρων, για τον καθορισμό των ημερομηνιών και τον αριθμό των συμμετεχόντων.
- Τα Σαββατοκύριακα, αναλόγως του πλήθους των ενδιαφερομένων, μπορεί να γίνουν maximum τρεις καταβάσεις. H πρώτη ξεκινάει περίπου στις 10:00 και η τελευταία στις 13:00 με 13:30. Τις καθημερινές (που ο κόσμος είναι λιγότερος) απαιτούνται 6 έως 8 άτομα για να οργανωθεί κατάβαση.
- Η όλη διαδικασία διαρκεί 4 ώρες και έχει κόστος 40 ευρώ ανά άτομο.
- Οι αθλητές φορούν τις ειδικές στολές και με τα αυτοκίνητα του γραφείου μεταφέρονται στο σημείο εκκίνησης.
- Η κατάβαση ξεκινάει από το Γεφύρι του Ατσιχόλου και καταλήγει στο Γεφύρι του Κούκου. Μετά το πέρας της κατάβασης γίνεται μικρή πεζοπορία, διάρκειας περίπου μισής ώρας, μέχρι έναν κοντινό καταρράκτη, η οποία περιλαμβάνεται στην τιμή.
- Αν το ποτάμι έχει ικανοποιητικό όγκο νερού, μπορεί να γίνει επέκταση της διαδρομής (αν ζητηθεί από τους αθλητές) μέχρι την περιοχή Μάτεσι. Όμως αυτή η επέκταση αφορά έμπειρους rafters. Συνήθως τα νερά του ποταμού είναι περισσότερα, από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί και κανόνα. Ο υπεύθυνος του γραφείου με ενημέρωσε ότι πολλές φορές, συμβαίνει τα νερά να είναι λίγα, ακόμη και τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο.
Επιστρέψαμε στην Καρύταινα και παρκάραμε δίπλα στην πλατεία των αδελφών Μπακογιάννη. Ακολουθώντας το δρομάκι που ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και συνεχίζει σε λιθόστρωτα, φαρδιά σκαλοπάτια, ανηφορίσαμε προς το ιστορικό, μεσαιωνικό Κάστρο της.


Στη διαδρομή, σε ένα πράσινο άπλωμα, είδαμε τον Γέρο του Μοριά, πλαισιωμένο από τα κανόνια του, να ατενίζει το χωριό και τον κάμπο της Μεγαλόπολης.

Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε μια σκουριασμένη πινακίδα, με λευκά κεφαλαία γράμματα. Δεξιά έδειχνε προς το “ΦΡΟΥΡΙΟΝ” και ευθεία έδειχνε προς την “ΠΑΝΑΓΙΑΝ”. Εμείς συνεχίσαμε ευθεία, προς την “ΠΑΝΑΓΙΑΝ”.
Κάτω από την Ακρόπολη, μέσα στον οχυρωμένο μεσαιωνικό οικισμό (βούργο) και ειδικότερα δίπλα στο κτιριακό συγκρότημα της λεγόμενης “οικίας Κολοκοτρώνη” βρίσκεται ο ναός της Παναγίας. Ακολουθεί τον δημοφιλή στην Πελοπόννησο αρχιτεκτονικό τύπο, του δικιόνιου, σταυροειδούς, εγγεγραμμένου με τρούλο. Ανατολικά απολήγει σε μια ημικυλινδρική αψίδα και δυτικά διαθέτει μεταγενέστερο ξυλόστεγο νάρθηκα. Οι μακρές πλευρές του στο εσωτερικό, διαρθρώνονται με αβαθή αψιδώματα. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο εξαιρετικής τέχνης μεσοβυζαντινά μαρμάρινα κιονόκρανα. Το μνημείο πιθανότατα χρονολογείται μετά την ανέγερση του Κάστρου από τους σταυροφόρους.



Η “οικία Κολοκοτρώνη” βρίσκεται σε πλάτωμα, κάτω από την Ακρόπολη και μέσα στα όρια του οχυρωμένου βούργου. Το μεσαιωνικό συγκρότημα κατείχε στρατηγική θέση, αφού κατόπτευε την είσοδο από τον κάμπο της Μεγαλόπολης, προς το πέρασμα προς δυσμάς. Σήμερα διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση. Αποτελείται από δύο πτέρυγες που σχηματίζουν Γ, δημιουργώντας μια μικρή προστατευμένη πλατεία, στην άκρη της οποίας υψώνεται ο ναός της Παναγίας, ο οποίος πιθανόν συνδέεται με το συγκρότημα. Το μέγεθος και η θέση του συγκροτήματος υποδεικνύουν ότι ανήκε σε σημαίνον πρόσωπο, της μεσαιωνικής Καρύταινας. Το συγκρότημα ήταν διώροφο. Το ισόγειο στέγαζε βοηθητικές χρήσεις (αποθήκη, ίσως και στάβλους) και στον όροφο ήταν οι αίθουσες διαμονής. Ξύλινο πάτωμα χώριζε τον όροφο και ξύλινες, δικλινείς κεραμοσκεπές κάλυπταν τις πτέρυγες. Στο ισόγειο τα παράθυρα είχαν τη μορφή τοξοθυρίδας, ενώ στον όροφο μεγάλα παράθυρα, με λίθινα πλαίσια προσέφεραν άπλετη θέα προς τον κάμπο. Όπως υποδεικνύει και η μεταγενέστερη ονομασία του, το συγκρότημα ξανακατοικήθηκε στα νεότερα χρόνια, οπότε και προστέθηκαν οι μικροί, κυκλικοί, γωνιακοί Πυργίσκοι, ενισχύοντας τον φρουριακό του χαρακτήρα.


Μια σιδερένια σκάλα γαντζωμένη στον βράχο, οδηγεί αυτούς που δεν έχουν υψοφοβία και θα τολμήσουν να ανέβουν τα σκαλοπάτια, στη νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου, απ΄ όπου γινόταν η πρόσβαση.

Ανεβήκαμε τα σιδερένια σκαλιά, τα οποία δεν οδηγούν στον ουρανό,

αλλά σε μια τοξωτή Πύλη σε έναν μικρό περίβολο, που όριζε αυλή.


Αυτή η Πύλη μας οδήγησε στη συνέχεια, στην κυρίως Πύλη και από εκεί, μέσω ενός θολωτού διαβητικού, μπήκαμε στους εσωτερκούς χώρους του Κάστρου.



Το Κάστρο έχει επιμήκη, τριγωνική σχεδόν κάτοψη και ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους. Το συνολικό μήκος του είναι περίπου 110 μέτρα, ενώ το πλατύτερο τμήμα του φτάνει τα 40 μέτρα.

Η Καρύταινα είναι το βασικό Κάστρο της Γορτυνίας. Ήλεγχε τα στρατηγικά περάσματα που συνέδεαν την Αρκαδία με τη Μεσσηνία και την Ηλεία. Το Κάστρο με τον οικισμό του αναπτύσσεται σε απότομο, βραχώδες έξαρμα, στη δεξιά όχθη του Αλφειού ποταμού. Στον ίδιο λόφο πιθανολογείται ότι βρισκόταν η Αρχαία πόλη Βρένθη, που αναφέρεται ως ερειπωμένη ήδη, από την εποχή του Παυσανία.
Λίγο μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους και την ίδρυση του πριγκιπάτου της Αχαΐας το 1205, η Καρύταινα έγινε έδρα βαρονίας με 22 φέουδα. Πρώτος βαρόνος αναδείχθηκε ο Ούγος ντε Μπριγιέρ, ενώ η ανέγερση του εντυπωσιακού Κάστρου της αποδίδεται, σύμφωνα με το "Χρονικό του Μορέως", στον γιο του Γοδεφρείδο, περί τα μέσα του 13ου αιώνα. Το 1320 η Καρύταινα κυριεύτηκε από τον διοικητή του Μυστρά, Ανδρόνικο Παλαιολόγο Ασάν και παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία, έως και το 1458, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Έκτοτε και έως την Ελληνική Επανάσταση παρέμεινε υπό Οθωμανική διοίκηση, με μια σύντομη περίοδο βενετικής κυριαρχίας (1685-1715).
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο, με μεγάλο παζάρι, κυρίως για πώληση των σιτηρών της ευρύτερης περιοχής. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και συγκεκριμένα το 1826, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκεύασε το Κάστρο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει, ως καταφύγιο για τον άμαχο πληθυσμό και ταυτόχρονα ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του, κατά του Ιμπραήμ.
Εκτός από τον οχυρωματικό περίβολο που χρησίμευε για την προστασία της κύριας εισόδου, προστατευτικό ρόλο έπαιζε και ένας Πύργος δεξιά, καθώς και ο ψευδόπυργος που σχηματιζόταν στο τείχος, αριστερά από την Πύλη.

Πίσω από τον ανατολικό Πύργο υπήρχε ένας μονόχωρος, ορθογώνιος διώροφος χώρος, ο οποίος μάλλον ήταν φυλάκιο. Μπαίνοντας, ένας χώρος χρησίμευε ως κινστέρνα (δεξαμενή νερού). Ο μεγάλος Πύργος δεν σώζεται σήμερα. Στο εσωτερικό του Κάστρου υπάρχουν τα ερείπια ενός ορθογώνιου κτιρίου, μεγάλων διαστάσεων στη νότια πλευρά, που χρησίμευε ως αίθουσα υποδοχής του βαρόνου.






Τι να περιγράψει κανείς για τη θέα που απλώνεται τριγύρω του, από εκεί ψηλά! Όλος ο κάμπος της Μεγαλόπολης “πιάτο” στα μάτια του θεατή! Επίσης το φαράγγι του Αλφειού, αλλά και το γεφύρι του!



Σκαρφαλώσαμε στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, εκεί που κυματίζει η ελληνική σημαία και αποτελεί τη “μύτη” της τριγωνικής κατασκευής του Κάστρου.

Η θέα ολόκληρης της καστροπολιτείας της Καρύταινας ήρθε να επιβεβαιώσει τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: “Το Κάστρο τούτο το άγριο, το πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό το τοπίο γύρα μας και μέσα μας. Η Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο της Ελλάδας”.



Κατηφορίσαμε προς το χωριό.



Ακολουθώντας ένα πολύ όμορφο, ιδιαίτερο και γραφικό πέτρινο καλντερίμι, οδηγηθήκαμε στον βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου.

Την ημέρα της γιορτής του Αγίου, η λειτουργία στον ναό τελείται μόνο τη νύχτα! Πρόκειται για μια παράδοση που κρατά από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι σεβάστηκαν μεν το μνημείο και δεν προχώρησαν στην καταστροφή του, αλλά επέβαλαν στους πιστούς, να λειτουργούν τον ναό μόνο τη νύχτα. Τους απειλούσαν ότι αν τους έβρισκε στον ναό το φως της ημέρας, θα τον κατέστρεφαν και οι ίδιοι θα αντιμετώπιζαν δυσμενείς συνέπειες, ακόμη και θάνατο.

Ο ναός φέρεται να ανεγέρθηκε γύρω στο 1100 και επιβίωσε απ΄ όλες τις δύσκολες εποχές των κατακτητών της Καρύταινας. ‘Ολοι όμως σεβάστηκαν τη μεγαλοπρέπειά του και δεν τον κατέστρεψαν. Ο ναός ξαναλειτουργεί μετά από πολυετή διακοπή, λόγω των εκτεταμένων έργων αναστήλωσής του, από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Χαθήκαμε μέσα στα στενά δρομάκια, που οδηγούν σε γειτονιές, με πέτρινα σπίτια και αρχοντικά του 19ου αιώνα, εξαιρετικά δείγματα φράγκικης και βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Το χωριό δικαίως έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.








Η Καρύταινα είχε κόσμο εκείνην την ημέρα, χωρίς όμως να είναι ικανός, ώστε να διαταράξει τη γαλήνη και την ηρεμία. Στα αυτιά μας ακούγονταν μόνον ήχοι του χωριού και στις μύτες μας έφταναν τοπικές μυρωδιές, κάποιου τζακιού που μπορεί να έκαιγε ή κάποιου φαγητού που μαγειρευόταν στην κουζίνα ενός πέτρινου σπιτιού. Ο περισσότερος κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στα λιγοστά καφέ και στο μπαράκι του κεντρικού δρόμου.


Στην κεντρική πλατεία βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, που χτίστηκε τον 16ο αιώνα, σε αντικατάσταση παλαιότερου ναού του 14ου αιώνα. Εντυπωσιακό είναι το τριώροφο Καμπαναριό του αρχικού ναού (δηλαδή του 14ου αιώνα), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας.



Η βόλτα στους πάνω μαχαλάδες του χωριού ήταν απολαυστική, αν και αρκετά ανηφορική, με το Κάστρο να κυριαρχεί στο οπτικό πεδίο, απ΄ όλες τις γωνιές.



Για φαγητό καθίσαμε στο εστιατόριο “Κάστρο” στο μοναδικό ελεύθερο τραπέζι που βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία:

Κοκκινιστό μοσχαράκι με ντόπια ζυμαρικά, ψαρονέφρι με φρέσκιες πατατούλες και ψητό φιλέτο κοτόπουλου ήταν τα κυρίως πιάτα. Χωριάτικη σαλάτα, κολοκυθάκια τηγανιτά και ζυμωτό ψωμί συμπλήρωσαν το γεύμα μας. Οι πλούσιες μερίδες, με τις ικανοποιητικές γεύσεις, μας χόρτασαν και μας έδωσαν ώθηση και ενέργεια για τη συνέχεια.
Η Καρύταινα περιβάλλεται από ένα επιβλητικό, εντυπωσιακό και άγριο τοπίο. Ο Αλφειός και ο Λούσιος υποκλίνονται στη γοητεία της και δροσίζουν με τα νερά τους τα “πόδια” της. Κάποτε στην περιοχή λειτουργούσαν 14 υδρόμυλοι και 1 νεροτριβή. Χαρακτηριστικό της Καρύταινας είναι ένα ιδιαίτερο είδος πουλιών, οι βραχοτσομπανάκοι. Είναι μικρά πουλιά, με χαρακτηριστικό κελάηδημα, που μπορείς να αφουγκραστείς, σε όλες τις ήσυχες γειτονιές του χωριού.
Ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο, για να επισκεφθούμε ένα πολύ ιδιαίτερο αξιοθέατο. Ακολουθώντας την Ε.Ο Μεγαλόπολης-Ανδρίτσαινας, κάναμε στάση σε ένα άπλωμα. Από εκεί, κατηφορίζοντας ένα σύντομο μονοπάτι, βρεθήκαμε κάτω από την επιβλητική, μονότοξη γέφυρα του Αλφειού ποταμού.


Εδώ υπάρχει μια καταπληκτική μνημειακή κατασκευή, ένα παλιό, πεντάτοξο γεφύρι, μήκους 50 m. φράγκικης αρχιτεκτονικής. Κατά τον μεσαίωνα, αυτό το γεφύρι βρισκόταν στον δρόμο, που συνέδεε το Κάστρο της Καρύταινας με τη Μεσσηνία. Χτίστηκε από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα και ανακαινίστηκε στα χρόνια 1439-1440.




Την ιδιαιτερότητα όμως αυτού του γεφυριού αποτελεί το “ενσωματωμένο στην κατασκευή” εκκλησάκι της Γέννησης της Θεοτόκου, το οποίο είναι ένα από τα “ποδαρικά” του γεφυριού. Την κατασκευή του στοιχειώνει θρύλος, ο οποίος απαιτεί θυσία αίματος για να στεριώσει το οικοδόμημα. Ο θρύλος λέει ότι στα θεμέλιά του, οι μάστορες έχτισαν μια πριγκίπισσα των Φράγκων, στα μέσα του 13ου αιώνα, που χτίστηκε το πρώτο γεφύρι.



Το 1441 το γεφύρι ανακατασκευάστηκε από τον Ραούλ Μανουήλ Μελική, γόνο σπουδαίας βυζαντινής οικογένειας. Η ιστορία αναφέρει, ότι ο Ραούλ Μανουήλ προσπάθησε να περάσει το ποτάμι, αλλά βρέθηκε στα ορμητικά νερά του Αλφειού και κόντεψε να πνιγεί, επειδή το παλιό γεφύρι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Σώθηκε και αποφάσισε να το επιδιορθώσει.
Φτάσαμε στην ταλαιπωρημένη, σάπια, ξύλινη γέφυρα, η οποία έχει αντικαταστήσει μέρος του ενός τόξου που κατέρρευσε και για να μην την “πατήσουμε” και εμείς σαν τον Ραούλ Μανουήλ, τη διασχίσαμε πολύ προσεκτικά, αλλάζοντας τα βήματά μας στο σημείο, όπου κάτω από τις ξύλινες σανίδες υπάρχει σιδερένια δοκός, από τη μια άκρη μέχρι την άλλη.

Βρεθήκαμε κάτω από τα διπλά γεφύρια, σιμά στη ροή του Αλφειού ποταμού.


Λίγα πέτρινα σκαλάκια οδηγούν στο πέτρινο, μικρό εκκλησάκι. Τα ανεβήκαμε και ανοίγοντας τη σιδερένια πόρτα, βρεθήκαμε στο λιτό εσωτερικό του ξωκλησιού.


Στους τοίχους έχουν σωθεί αχνά, σπαράγματα από αγιογραφίες. Δυστυχώς όμως, ακόμη και εδώ, πολλοί ανεγκέφαλοι, δίχως ίχνος σεβασμού στην ιστορικότητα του μνημείου, έχουν χαράξει τα ονόματά τους στους πέτρινους τοίχους.



Κατά την Τουρκοκρατία η γέφυρα της Καρύταινας έγινε πεδίο μαχών, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων πολλές φορές και κυρίως κατά τους χρόνους της Επανάστασης, καθώς ήταν από τα λίγα περάσματα από Γορτυνία, προς Μεσσηνία και Ηλεία. Μάλιστα στα τέλη Μαρτίου του 1821, στις 26 του μήνα, στη γέφυρα της Καρύταινας, οι επαναστάτες σκότωσαν έναν Τούρκο αγγελιαφόρο, επεισόδιο που θεωρείται, ως η πρώτη προκλητική πράξη των επαναστατών εναντίον των Τούρκων. Επάνω στον αγγελιαφόρο ανακάλυψαν μια επιστολή των Φαναριτών Τούρκων, προς τους Τούρκους της Καρύταινας. Τους ειδοποιούσαν, ότι την επόμενη μέρα θα περνούσαν από την Καρύταινα, για να μεταβούν και να ασφαλιστούν στην Τριπολιτσά και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. Οι Έλληνες ειδοποίησαν αμέσως τον Κολοκοτρώνη, που βρισκόταν στο Δεδέμπεη (χωριό ανάμεσα στο Λεοντάρι και την Καρύταινα). Ο Γέρος χωρίς χρονοτριβή κατέλαβε έναν στενό δρόμο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιος Αθανάσιος, έξω από την Καρύταινα. Οι Φαναρίτες έπρεπε να εξοντωθούν με κάθε θυσία, καθώς ήταν από τους πλέον αξιόλογους ντόπιους Τούρκους πολεμιστές.
Αναφορά για το γεγονός στη γέφυρα κάνει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος αναφέρει: “Φράξαμε τον τόπο, να μην περάσουν οι Τούρκοι από το γεφύρι, με 20 ανθρώπους”.
Πηγή: Η γέφυρα της Καρύταινας και το παρεκκλήσι της



Το γεφύρι της Καρύταινας απεικονιζόταν στην πίσω όψη του χαρτονομίσματος των πέντε χιλιάδων δραχμών, λόγω της μοναδικότητας και της ιστορίας του. Στην μπροστινή όψη εικονιζόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.


Ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού και η νύχτα είχε ήδη αρχίσει να απλώνεται στο τοπίο. Επιταχύναμε τα βήματά μας, για να μη μας βρει το σκοτάδι στην άγρια ρεματιά, διασχίσαμε ξανά την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη γέφυρα, ανηφορίσαμε γοργά το μονοπάτι και φτάνοντας στο αυτοκίνητο, είδαμε μια εντυπωσιακή εικόνα, να εμφανίζεται στα μάτια μας. Η φωτογραφία μου δε διεκδικεί δάφνες, αλλά μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τη μαγεία της μικρής, γραφικής καστροπολιτείας.

Παρκάραμε ξανά στο κέντρο και αρχίσαμε τις βραδινές βόλτες μας, στα έρημα καλντερίμια του χωριού. Η θέα προς το φωτισμένο Κάστρο ήταν αφοπλιστική. Κρίμα που οι φωτογραφίες μου αδικούν πολύ, το μεγαλείο και την ομορφιά του χωριού.



Νικόλαος Δημητρακόπουλος (1864-1921). Δικηγόρος, πολιτικός, νομομαθής και συγγραφέας που διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης, γεννηθείς στην Καρύταινα.





Η κούραση είχε αρχίσει πλέον να ελαττώνει τις αντοχές μας και είχαμε ακόμη δρόμο μιάμισης ώρας μπροστά μας. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο Δάρα, μέσω Μεγαλόπολης, ώστε να κινηθούμε σε καλύτερες διαδρομές, αποφεύγοντας τους στενούς, επαρχιακούς δρόμους, οι οποίοι είναι γεμάτοι στροφές.
Φτάνοντας στο Δάρα, στο σπίτι μας, μια μεγαλειώδης φωτιά άναψε στο τζάκι και η συναρπαστική μας μέρα στο Ελληνικό, τον Λούσιο ποταμό, την Αρχαία Γόρτυνα και την Καρύταινα έκλεισε, απολαμβάνοντας ένα λιτό δείπνο, με πατάτες που ψήσαμε στη χόβολη.

Last edited: