Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.366
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
Ο μύθοι που έρχονται από τα βάθη του χρόνου και εξιστορούνται μέχρι και σήμερα στα ορεινά χωριά της Αρκαδίας θέλουν τον τραγοπόδαρο Θεό Πάνα να κατοικεί σε μια σπηλιά, που υπάρχει ακόμα πάνω από το χωριό Πιάνα, πλημμυρίζοντας με τις γλυκές μελωδίες της φλογέρας του την πανέμορφη χαράδρα των πηγών του Ελισσώνα ποταμού, που γεννιέται σε αυτόν τον τόπο αναβλύζοντας από πηγές που βρίσκονται στους πρόποδες του Πιανοβουνίου. Το όνομα του χωριού συνδέεται αναμφίβολα με τον μυθικό Θεό ο οποίος, σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον ως ποιμενικός Θεός, και γι΄ αυτόν τον λόγο η Αρκαδία παλαιότερα λεγόταν Πανία.
Ο Πάνας χαρακτήρισε την αρκαδική θεοπλασία και αποτέλεσε σύμβολό της. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων, ο οποίος αρεσκόταν σε εξαντλητικούς χορούς και περιηγήσεις μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια, στα ποτάμια και στις ελατοσκέπαστες πλαγιές του Μαινάλου. Αντιπροσώπευε τη χορευτική θεότητα των ερημιών και των βουνών και μαζί με τις Νύμφες τραγουδούσαν από τα βάθη των σπηλαίων και οι φωνές τους αντηχούσαν σε όλα τα φαράγγια και τις ρεματιές.
Ο μύθος λέει πως ο Θεός γονάτισε και εξομολογήθηκε τον έρωτά του στη Νύμφη Σύριγγα. Αυτή όμως τρομαγμένη από τη σωματική δυσμορφία του Πάνα, κρύφτηκε στις όχθες του Θεού Λάδωνα, παρακαλώντας τον να τη σώσει από αυτόν. Ο Λάδωνας ακούγοντας την παράκλησή της, τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά με αποτέλεσμα ο Πάνας, αντί για την αγαπημένη του, να πιάνει με το χέρι του καλάμια. Λυπημένος έκοβε καλάμια, με διαφορετικό μεταξύ τους μήκος, και ενώνοντάς τα με κερί, δημιούργησε τον αυλό, τη Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών. Και έτσι η Αρκαδία απόκτησε το ποιμενικό της σύμβολο, την τοπική της θεότητα.
Το χωριό του Θεού Πάνα επέλεξα να εξερευνήσω στις 5 Μαΐου του 2022. Τα παιδιά είχαν ήδη φύγει και είχα απομείνει μονάχη στο χωριό, οπότε ήταν μια ακόμα solo traveler εξόρμηση στα ορεινά της Αρκαδικής γης. Ακολούθησα τη γνωστή πλέον διαδρομή μέχρι τη Βυτίνα και στη διασταύρωση έστριψα αριστερά αρχίζοντας να ανεβαίνω το βουνό. Η επόμενη διασταύρωση, ευθεία οδηγεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου, και δεξιά στην Αλωνίσταινα. Έστριψα λοιπόν δεξιά για Αλωνίσταινα ακολουθώντας την Επαρχιακή Οδό Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας. Αυτή η διαδρομή είναι γεμάτη από διαδοχικές, κλειστές κατηφορικές στροφές, αλλά ονειρική και ήσυχη. Τις καθημερινές υπάρχει πιθανότητα να μη συναντήσεις ούτε ένα αυτοκίνητο μέχρι την Αλωνίσταινα. Αυτό μου συνέβη εκείνη τη μέρα. Κάθε λίγο σταματούσα καταμεσής του δρόμου, κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, για να απαθανατίσω το πλούσιο και πυκνό δάσος αυτής της πλευράς του Μαινάλου.
Στην Αλωνίσταινα τα πάντα ήταν κλειστά. Και η ταβέρνα στην οποία έχουμε φάει πολλές φορές, και το καφενεδάκι που πουλάει μέλι Μαινάλου. Χωριό φάντασμα. Το Πάσχα και η Πρωτομαγιά αποτελούσαν πλέον παρελθόν και ο κόσμος που είχε κατακλύσει τα χωριά είχε πια εξαφανιστεί. Μέχρι να ΄ρθει το καλοκαίρι ανοίγουν μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Τη διαδρομή, από την Αλωνίσταινα και μετά, δεν την είχα περάσει ποτέ ξανά μέχρι τώρα στη ζωή μου. Η Επαρχιακός Οδός Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας, από την Αλωνίσταινα μέχρι τη διασταύρωση για Πιάνα, είναι πολύ στενή και κινείται στη μικρή κοιλάδα του Ελισσώνα ποταμού παράλληλα για λίγο με το ποτάμι. Εκτός από τα έλατα στις πλαγιές υπάρχουν ένα σωρό ακόμα δέντρα όπως καρυδιές, καστανιές, λεύκες και ιτιές. Στις χαμηλές πλαγιές αλλά και κοντά στον δρόμο είναι χτισμένες κάτι βιλάρες να σου πέφτει το σαγόνι.
Μετά από επτά (7) χιλιόμετρα όμορφης διαδρομής συνάντησα τη διασταύρωση για την Πιάνα. Ένας ανηφορικός δρόμος με οδήγησε στην πλατεία, όμως δε σταμάτησα αλλά συνέχισα, μέχρι που έφτασα στο τέλος του χωριού εκεί που βρίσκεται το εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας. Κι όταν λέω τέλος το εννοώ κυριολεκτικά, αφού εκεί σταματάει η άσφαλτος και ξεκινάει ένας χωματόδρομος που κατηφορίζει προς την κοιλάδα και τα χωράφια του χωριού. Αυτόν τον χωματόδρομο θα τον ακολουθήσω (σιγά που θα μου ξέφευγε) στη συνέχεια και θα εξηγήσω για ποιον λόγο και πού οδηγεί αυτός.
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και όταν γύρισα το βλέμμα μου προς το χωριό, αντικρίζοντας αυτήν την εικόνα, έμεινα άφωνη.
Τί ομορφιά ήταν αυτή! Ωραία ξεκινάω με την Πιάνα σκέφτηκα αμέσως. Εφάρμοσα και εδώ την τακτική την οποία συνήθως ακολουθώ στους προορισμούς που επισκέπτομαι, δηλαδή ξεκινώντας τη γνωριμία μου με το χωριό από τις γειτονιές του και όχι από την πλατεία του. Έτσι πήρα τον ανήφορο. Απ΄ όποιο σημείο κι αν κοιτάξεις θα δεις μέσα στο οπτικό σου πεδίο να κυριαρχεί ο υπερμεγέθης ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος είναι χτισμένος σε έναν τεράστιο βράχο, με τον αυλόγυρό του να αιωρείται πάνω από το κενό.
Η Πιάνα είναι ιστορικό χωριό το οποίο έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός και βρίσκεται κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Διπαίας. Είναι χτισμένη σε μια από τις πλαγιές του όρους Μαινάλου σε υψόμετρο 1.080 μέτρων και η ανατολική της έκθεση της προσφέρει άφθονη ηλιοφάνεια. Ανήκει στα χωριά της Δημοτικής Ενότητας Φαλάνθου, όπως το Χρυσοβίτσι, η Αλωνίσταινα, το Ροεινό, η Δαβιά και κάποια ακόμα.
Κατά την Επανάσταση του 1821 το χωριό έπαιξε καθοριστικό ρόλο μιας και το ανάγλυφο και δύσβατο της περιοχής αποτελούσαν το ιδανικό κρησφύγετο για τους Αρματολούς και τους Κλέφτες. Στην Πιάνα οργανώθηκαν από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα που ενίσχυσαν τη Μάχη του Βαλτετσίου και κυρίευσαν αργότερα την Τρίπολη. Το όνομα της Πιάνας είναι ιστορικά άρρηκτα συνδεδεμένο με την τροφοδοσία των συναγωνιστών του Κολοκοτρώνη με τα απαραίτητα για τις νικηφόρες μάχες τους. Είναι γνωστό ότι οι φούρνοι της Πιάνας προμήθευαν με ψωμί τα ελληνικά στρατόπεδα της Επανάστασης. Ένας τέτοιος φούρνος έχει αναστηλωθεί σήμερα μέσα στον αυλόγυρο του ναού της Παναγίας της Πολυκαμμένης. Θέλοντας να βρω αυτά τα δύο ιστορικά αξιοθέατα συνέχισα να ανηφορίζω τα στενά δρομάκια του χωριού.
Η εκκλησιά της Παναγιάς στέκεται ακόμα όρθια, παρά το πείσμα και τη μανία των Τούρκων, που αποπειράθηκαν επανειλημμένα να την αφανίσουν με πυρκαγιά. Λέγεται “Πολυκαμμένη” για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα και μπήκα στον προαύλιο χώρο.
Εδώ στέκεται ένας μεγάλος πλάτανος και σύμφωνα με την πινακίδα που βρίσκεται αναρτημένη πάνω στο γέρικο κορμί του είναι μάρτυρας όλων των γεγονότων και μαχών που διαδραματίστηκαν σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο.
Τί έχεις καημένε Πλάτανε και στέκεις μαραμένος;
Μήπως κακός βοριάς σε φύσηξε, μήπως κακό χαλάζι;
Ούτε κακός βοριάς με φύσηξε, ούτε κακό χαλάζι.
Αφού το επιμένετε θα σας το μολογήσω:
Μπραΐμης Πασάς επέρασε με δεκαοκτώ (18) χιλιάδες.
Έκαψε την εκκλησιά και μένα τον καημένο και είναι ξερά τα φύλλα μου και στέκω μαραμένος.
Η Παναγία Πολυκαμμένη είναι μικρή μονόκλιτη βασιλική εκκλησία η οποία κάθε βράδυ έπαιρνε τη μορφή σχολείου. Κάτω από το φως του καντηλιού μαζεύονταν τα σκλαβόπουλα και ο παπάς, ο οποίος τους δίδασκε τα ιδανικά των δύσκολων εκείνων χρόνων της υποδούλωσης. Πίσω από τον γυναικωνίτη υπήρχε κρυφή δίοδος (λαγούμι) για την ασφαλή διαφυγή των παιδιών. Αυτή η εκκλησία έδινε πίστη και ελπίδα στις ψυχές των κατοίκων και επούλωνε τις πληγές που είχε ανοίξει η σκλαβιά. Σε αυτήν την εκκλησία έγιναν δύο επίσημα πάνδημα μνημόσυνα του Μεγάλου Στρατηγού του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το ένα πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1843 (40ήμερο) και το άλλο έγινε στις 2 Μαΐου με τη συμπλήρωση τριών (3) μηνών. Η συρροή του κόσμου στην Πιάνα υπήρξε πρωτοφανής γιατί ο Κολοκοτρώνης ήταν δικός τους άνθρωπος.
Γνωρίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία για τον ναό μπήκα με δέος στο εσωτερικό του και το περιεργάστηκα με σεβασμό για πολλή ώρα.
Στη συνέχεια βγήκα έξω για να δω από κοντά τον ανακατασκευασμένο εθνικό φούρνο, ο οποίος παρήγαγε μέσα σε 24 ώρες 288 ταΐνια, δηλαδή μερίδες ψωμιού.
Κάποτε η Πιάνα διέθετε Αστυνομικό Σταθμό. Βγαίνοντας από την Παναγία Πολυκαμμένη έπεσα πάνω σε ένα σπίτι με καφέ αμπαρωμένη πόρτα πάνω στην οποία υπάρχει ακόμα η ταμπέλα που δηλώνει την πρώην χρήση του κτιρίου.
Σήμερα αυτό το κτίριο έχει είσοδο από την πλευρά της πλατείας και στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο Πιάνας. Στο ισόγειο του σπιτιού, που παλαιότερα χρησίμευε σαν αποθήκη, εκτίθενται με καλαισθησία διάφορα είδη του λαϊκού βίου καθώς και εκκλησιαστικά αντικείμενα. Το Μουσείο δίνει στον επισκέπτη μια αντιπροσωπευτική εικόνα οικογενειακής, αγροτικής και επαγγελματικής ζωής του χθες. Στο ένα τμήμα του περιλαμβάνει αντικείμενα και εργαλεία της καθημερινής ζωής και των παραδοσιακών καλλιεργειών: αργαλειός, είδη οικιακής χρήσης, σοφράς, πιθάρια, άροτρο, είδη ένδυσης κ.α. Σε ξεχωριστό τμήμα εκτίθενται εκκλησιαστικά σκεύη, εικόνες λαϊκές, βυζαντινές και μεταβυζαντινές, μανουάλια, όπλα και σφραγίδες.
Πηγή: ΠΙΑΝΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ – Λαογραφία
Το Μουσείο εννοείται ότι ήταν κλειστό. Πραγματικά δε γνωρίζω με ποιον τρόπο μπορεί ο επισκέπτης να δει όλους αυτούς τους θησαυρούς που βρίσκονται φυλαγμένοι μέσα σε ιστορικά κτίρια όταν αυτά είναι μονίμως κλειστά. Ένας τρόπος που γνωρίζω και έχει εφαρμογή για το Μουσείο στο Δάρα είναι να αναζητήσεις το κλειδί στο παντοπωλείο ή στον ξενώνα του χωριού. Αυτό προϋποθέτει ότι ο κάτοχος έχει τον χρόνο ή τη δυνατότητα να έρθει να σου ανοίξει και να σε συνοδεύσει κατά τη διάρκεια της παραμονής σου στον χώρο. Όμως, τί γίνεται με τα άλλα χωριά που διαθέτουν τέτοια μουσεία, όταν μάλιστα σε πολλά από αυτά δε συναντάς συνήθως ψυχή για να πάρεις πληροφορίες;
Συνέχισα να περιπλανιέμαι μέσα στο χωριό ώσπου κατέληξα στον κεντρικό του δρόμο ο οποίος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θυμίζει φαρδύ μονοπάτι παρά αυτοκινητόδρομο.
Προσφέρει όμως ανεμπόδιστη θέα μέχρι και την τελευταία κορυφογραμμή που μπορεί να φτάσει η ματιά σου.
Η μικρή ανηφορίτσα με οδήγησε στην πλατεία της Πιάνας όπου δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Σε μιαν άκρη της πλατείας ορθώνονται δύο αιωνόβια πλατάνια στη σκιά των οποίων είναι τακτοποιημένα τα λιγοστά τραπεζάκια της ταβέρνας.
Λίγο παραπέρα βρίσκεται η πετρόκτιστη βρύση από την οποία περίμενα να αναβλύζει κρυστάλλινο νερό από τις δεξαμενές του Μαινάλου, αλλά εις μάτην. Στη βρύση δεν έτρεχε ούτε σταγόνα νερού.
Στην άλλη άκρη στέκεται το μνημείο του Κολοκοτρώνη και σε ένα πέτρινο κτίριο στεγάζονται μια ταβέρνα και το Αγροτικό Ιατρείο.
Μερικά πέτρινα σκαλοπάτια με ανέβασαν στην είσοδο του Αγίου Γεωργίου.
Πρώτα έκανα μια βόλτα περιμετρικά του κτιρίου για να απολαύσω την πανοραμική θέα που απλώνεται ολόγυρα.
Έπειτα άνοιξα την πόρτα και μπήκα στον ναό, ο οποίος κυριαρχεί και πρωτοστατεί σε όλα τα πλάνα του χωριού. Χτισμένος, όπως προείπα, πάνω στον τεράστιο βράχο καταλαμβάνει τη θέση ενός προϋπάρχοντος πύργου στον οποίο κατοικούσε ο Τούρκος Αγάς. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο και διαθέτει δύο πετρόκτιστα καμπαναριά.
Στο πλάι του Λαογραφικού Μουσείο ξεκινάει να ανηφορίζει η οδός Αλεξ. Γιανναρά και την ακολούθησα για να γνωρίσω και αυτό το κομμάτι του χωριού.
Το ψηλότερο σημείο της συνοικίας μου πρόσφερε την ίδια προς την πλατεία θέα, αλλά υπό διαφορετική οπτική γωνία, εξίσου όμορφη με τις προηγούμενες.
Κινήθηκα και προς τον κάτω μαχαλά φτάνοντας μέχρι το κοιμητήριο του χωριού.
Επέστρεψα στην πλατεία όπου συνάντησα έναν κάτοικο. Τον ρώτησα πληροφορίες για τον επόμενο προορισμό μου και μου τις παρείχε με κάθε λεπτομέρεια, αφού ήταν κτηνοτρόφος και γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο που είχα σκοπό να επισκεφθώ στη συνέχεια. Γύρισα στο αυτοκίνητο το οποίο είχα παρκάρει, αν θυμάστε, απέναντι από το εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας στο τέλος του χωριού και του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Ένας αγροτικός χωματόδρομος ξεκινάει από αυτό ακριβώς το σημείο και τον ακολούθησα.
Ο ποταμός Ελισσώνας (Μπαρμπουτσάνα) ανήκει σ' εκείνα τα αρκαδικά ποτάμια που η κοίτη τους έχει μήκος δεκάδων χιλιομέτρων (34 για την ακρίβεια). Οι πηγές του είναι στις δυτικές πλαγιές του Μαινάλου, ενώ τα πρώτα του νερά αναπηδούν από τη γη βόρεια της Αλωνίσταινας, από το κεφαλάρι του Αγίου Νικολάου, και σμίγουν με άλλα που κατεβαίνουν από τη ρεματιά της Πιάνας. Η κατεύθυνση που ακολουθεί για λίγα χιλιόμετρα είναι ανατολική και, αφού πάρει μαζί του τα νερά που έρχονται από το Ροεινό, βγαίνει στον κάμπο της Δαβιάς. Όλο το φαράγγι είναι μια σκέτη ομορφιά. Ο Κάμπος της Πιάνας διασχίζεται επίσης από τον ποταμό Ελισσώνα. Τα νερά του ποταμού αναβλύζουν από τις πηγές στους πρόποδες του Πιανοβουνίου και δίνουν ζωή στους λιγοστούς πια κατοίκους της περιοχής που καλλιεργούν τη γη ή εκτρέφουν τα ζώα τους. Σημαντικό μέρος του νερού των πηγών του Ελισσώνα αξιοποιείται για την ύδρευση των κατοίκων της πρωτεύουσας του νομού Αρκαδίας, της Τρίπολης.
Ο Ελισσώνας ήταν ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα και εγγονός του Πελασγού. Ίδρυσε την ομώνυμη Ελισσώνα, πόλη της αρχαίας Αρκαδίας. Υπήρξε από την αρχαιότητα πολύτιμη πηγή ζωής για την περιοχή. Κατά μήκος των κοιτών του ποταμού Ελισσώνα λειτουργούσαν παλαιότερα 12 πέτρινοι νερόμυλοι για το άλεσμα των δημητριακών της περιοχής και 6 νεροτριβές για το πλύσιμο των ρούχων. Κάποια από αυτά τα κτίσματα σώζονται μέχρι και τις μέρες μας.
Αυτούς τους μισογκρεμισμένους νερόμυλους, αλλά και τις πηγές του Ελισσώνα στο Πιανοβούνι, προσπάθησα να ανακαλύψω στη συνέχεια του οδοιπορικού μου. Παρόλες τις ακριβείς πληροφορίες, που είχα ρουφήξει σαν σφουγγάρι από τον κτηνοτρόφο, κατάφερα αρχικά να μπερδευτώ. Ενώ έφτασα στο ακριβές σημείο που μου είχε υποδείξει ο άνθρωπος, το οποίο αποτύπωσα εκ των υστέρων φωτογραφικά, δεν κατάλαβα ότι έπρεπε να αφήσω το αυτοκίνητο και να περπατήσω, αρχικά μέσα στα χωράφια, και στη συνέχεια κατά μήκος της κοίτης του ποταμού για να βρω τους νερόμυλους και τις πηγές. Ο κτηνοτρόφος ποτέ δεν μου ανέφερε ότι οι πηγές προσεγγίζονται μόνο με τα πόδια, έτσι θεώρησα ότι ο χωματόδρομος και το αυτοκίνητο θα με οδηγήσουν σε κάποιο σημείο κοντά σε αυτές.
Συνέχισα λοιπόν να ακολουθώ τον χωματόδρομο μέχρι που συνάντησα μια τσιμεντένια γέφυρα και δίπλα της ένα πέτρινο άθικτο κτίριο. Δεν μπορεί να ανήκει στους νερόμυλους που ψάχνω αυτό το κτίριο, σκέφτηκα, και προχώρησα παρακάτω.
Απομακρυνόμουν όμως από το ποτάμι, άρα και από τα σημεία ενδιαφέροντός μου. Κατάλαβα ότι ακολουθώ λανθασμένη διαδρομή. Συνέχισα όμως στον αγροτικό δρόμο μέχρι να βρω άπλα για να κάνω αναστροφή. Και τότε, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτά τα μοναχικά μου ταξίδια, βρέθηκε για ακόμα μια φορά μπροστά μου ο “από μηχανής” καλός θεός των ταξιδιωτών. Μέσα στην απόλυτη ερημιά των λόγγων και της κοιλάδας μια τσοπανοπούλα έβοσκε τα γίδια της, τα οποία ήταν σκορπισμένα ολόγυρα και φυσικά πάνω στον χωματόδρομο. Σταμάτησα δίπλα της το αυτοκίνητο και κατέβασα το τζάμι του παραθύρου. Με χαιρέτησε με τόση εγκαρδιότητα και γλύκα σαν να με γνώριζε χρόνια. Το τσοπανόσκυλο δίπλα της λυσομανούσε γαυγίζοντας με αγριάδα. “Σώπα καλέ να μιλήσω στη γυναίκα”, τον μάλωνε τρυφερά εκείνη. Αφού είπαμε όλο το γνωστό ποίημα για την καταγωγή μου, για το πώς βρέθηκα ολομόναχη στις ερημιές, για τον αν κινδυνεύω από τίποτα σκοπανόσκυλα ψάχνοντας να βρω τους μύλους και τις πηγές, για το πως εκείνη βρέθηκε παντρεμένη με δύο παιδιά στην Πιάνα, τελικά μου επιβεβαίωσε ότι δεν είχα κάνει λάθος στο αρχικό σημείο προσέγγισης, αλλά ότι έπρεπε να ακολουθήσω με τα πόδια αντίθετη πορεία της ροής του ποταμού για να βρω αυτά που έψαχνα. Μάλιστα μου είπε ότι αν είχε χρόνο θα ερχόταν μαζί μου να μου δείξει τον δρόμο. Με σκλάβωσε με την καλοσύνη και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Τη χιλιοευχαρίστησα, της ευχήθηκα τα καλύτερα, έκανα αναστροφή και ξεκίνησα για εκεί που έπρεπε.
Και στην παρούσα φάση θα εξηγήσω το ακριβές σημείο εκκίνησης προς τις πηγές του Ελισσώνα ποταμού για όσους επίδοξους ταξιδευτές επιθυμούν να τις αναζητήσουν. Ερχόμενοι λοιπόν από την Πιάνα μέσω του αγροτικού χωματόδρομου κάποια στιγμή θα συναντήσετε ένα τρίστρατο:
Αριστερά πάει στη Δαβιά (7 km), ευθεία στο Χρυσοβίτσι (3,5 km) και δεξιά είναι ο δρόμος που πρέπει να αφήσετε το αυτοκίνητο και να συνεχίσετε με τα πόδια, παράλληλα με την κοίτη του ποταμού, η οποία βρίσκεται στα αριστερά σας.
Στο σημείο που δείχνει η παρακάτω φωτογραφία αφήνετε το αυτοκίνητο και συνεχίζετε με τα πόδια:
Από εδώ περνάει και το πορτοκαλί πεζοπορικό μονοπάτι, από το οποίο πήραμε μια μικρή γεύση την Πρωτομαγιά, όταν το ακολουθήσαμε από το Λιμποβίσι μέχρι την εκκλησία της Παναγίας Αρκουδορέματος.
Ίσιωσα και τις σκουριασμένες ταμπέλες που γράφουν "Πηγές Ελισσώνα" ώστε να δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Ελπίζω να μη στραβώσουν πάλι και να συνεχίσουν να δείχνουν τον σωστό δρόμο:
Ξεκίνησα να περπατάω σε ένα χωράφι με καρυδιές και ψηλούς θάμνους. Στα αυτιά μου ερχόταν ο κελαρυστός ήχος του τρεχούμενου νερού και σε λίγο βρέθηκα να βαδίζω παράλληλα με την κοίτη του ποταμού.
Πνιγμένος από τη βλάστηση και τα βάτα ξεπρόβαλε μπροστά μου ο πρώτος ερειπωμένος νερόμυλος.
Το μονοπάτι πλέον χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο φαράγγι. Αριστερά μου κυλούσε ο καλοσχηματισμένος ορμητικός ποταμός Ελισσώνας και δεξιά μου υπήρχαν κι άλλοι μισογκρεμισμένοι νερόμυλοι.
Στους 12 αυτούς μύλους αλέθανε οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς τα σιτηρά τους. Από τις πρώτες μέρες του Ξεσηκωμού, οι Έλληνες είχαν κόψει το νερό, για να μη μπορούν οι Τούρκοι να αλέθουν. Εκατό (100) παλικάρια με αρχηγούς τους δύο παλιούς Κλέφτες, τον γέρο Μάρκο Κολοκοτρώνη και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη φύλαγαν τους μύλους. Λίγες μέρες μετά τη διάλυση του πρώτου στρατοπέδου της Πιάνας, οι αρχηγοί Μ. και Α. Κολοκοτρώνη γράψανε στον ξάδελφό τους Θεόδωρο, που βρισκόταν στο Πάπαρι (χωριό), το παρακάτω γράμμα:
"Γενναιότατε αδελφέ Καπετάν Θεοδωράκι, αδελφικώς σ' ασπαζόμεθα. Σου αναφέρομεν δια το βάρεμα των Τούρκων που έκαμαν σήμερη στοχαζόμενοι με τον εαυτόν μας, ότι αύριο να μην κάμουν ορμή κατ' επάνω μας. Και εδώ δεν είμαστε τίποτα και πρέπει να δυναμωθεί τούτο το πόστο και οι Αλωνιστιώτες δεν ήρθαν να πιάσουν τα Τουρκοκίβουρα (περιοχή). Και όπως είναι ορισμός σας έτσι κάμετε-εμείς εκατό νοματαίοι είμαστε.
12 Απριλίου 1821-Πιάνα
οι δικοί σου Μάρκος & Αντώνης
Ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί μου καθώς περπατούσα σε αυτά τα ιερά χώματα, τα ποτισμένα με αίμα και ζυμωμένα με ιδρώτα, φόβο αλλά και ελπίδα για λευτεριά. Το τοπίο δε, συγκλονιστικό. Όσο προχωρούσα το πέρασμα στένευε όλο και περισσότερο.Το μονοπατάκι, σε διαστάσεις "κορδέλας" πλέον, στριμωχνόταν μεταξύ ποταμού και βουνού.
Κάποια στιγμή αυτή η λεπτή χωμάτινη γραμμούλα-μονοπάτι εξαφανίστηκε κάτω από ζωηρή καταπράσινη βλάστηση και πατώντας πάνω της ένιωσα νερό κάτω από τα παπούτσια μου. Κατάλαβα ότι πλησιάζω στις Πηγές του Ελισσώνα ποταμού, αφού πια το νερό είχε αρχίσει να αναβλύζει μέσα από το έδαφος.
Και εγένετο ποταμός! Εδώ ακριβώς μπροστά στα μάτια μου γεννιόταν ένα νέο ποτάμι, το οποίο ξεκινούσε τη ζωή του με σκοπό να εμφυσήσει ζωή και σε άλλους οργανισμούς, ποτίζοντας με τα νερά του λιβάδια με καλλιέργειες και ξεδιψώντας ζώα και ανθρώπους. Ένας μικρός καταρράκτης σχηματιζόταν καθώς τα νερά εκτόνωναν την έντασή τους βγαίνοντας μέσα από τα σπλάχνα του βουνού.
Σκαρφάλωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα στην πλαγιά, πάνω από τα βράχια, για να καταφέρω να φτάσω όσο πιο κοντά γινόταν στην ανάβρα του νερού. Το νερό απελευθερωνόταν με πίεση και κατρακυλούσε ορμητικά κάτω από τα πόδια μου κατηφορίζοντας προς το φαράγγι. Ψηλά πάνω σε αυτό το βουνό βρίσκεται η διάσημη σπηλιά του Θεού Πάνα. Ένα πεζοπορικό μονοπάτι φτάνει μέχρι την κατοικία του Θεού, αλλά η εξερεύνησή της πιθανόν να γίνει κάποια άλλη φορά, σε κάποια άλλη εξόρμηση για να έχω και παρέα.
Διέσχισα με περισσή προσοχή μια αυτοσχέδια γεφυρούλα, φτιαγμένη από μικρούς κορμούς και κλαδιά, πλησιάζοντας πολύ κοντά στον καταρράκτη.
Έβγαλα videos και πολλές φωτογραφίες και σιγά-σιγά πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Ο ίδιος αγροτικός χωματόδρομος με οδήγησε ξανά στην Πιάνα και ο επαρχιακός δρόμος Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας απλώθηκε μπροστά μου για να με οδηγήσει στο σπίτι μου, στο Δάρα.
Καλούς δρόμους να έχουμε όλοι μας παιδιά και πολλά και ασφαλή ταξίδια!
Ο μύθοι που έρχονται από τα βάθη του χρόνου και εξιστορούνται μέχρι και σήμερα στα ορεινά χωριά της Αρκαδίας θέλουν τον τραγοπόδαρο Θεό Πάνα να κατοικεί σε μια σπηλιά, που υπάρχει ακόμα πάνω από το χωριό Πιάνα, πλημμυρίζοντας με τις γλυκές μελωδίες της φλογέρας του την πανέμορφη χαράδρα των πηγών του Ελισσώνα ποταμού, που γεννιέται σε αυτόν τον τόπο αναβλύζοντας από πηγές που βρίσκονται στους πρόποδες του Πιανοβουνίου. Το όνομα του χωριού συνδέεται αναμφίβολα με τον μυθικό Θεό ο οποίος, σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον ως ποιμενικός Θεός, και γι΄ αυτόν τον λόγο η Αρκαδία παλαιότερα λεγόταν Πανία.
Ο Πάνας χαρακτήρισε την αρκαδική θεοπλασία και αποτέλεσε σύμβολό της. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων, ο οποίος αρεσκόταν σε εξαντλητικούς χορούς και περιηγήσεις μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια, στα ποτάμια και στις ελατοσκέπαστες πλαγιές του Μαινάλου. Αντιπροσώπευε τη χορευτική θεότητα των ερημιών και των βουνών και μαζί με τις Νύμφες τραγουδούσαν από τα βάθη των σπηλαίων και οι φωνές τους αντηχούσαν σε όλα τα φαράγγια και τις ρεματιές.
Ο μύθος λέει πως ο Θεός γονάτισε και εξομολογήθηκε τον έρωτά του στη Νύμφη Σύριγγα. Αυτή όμως τρομαγμένη από τη σωματική δυσμορφία του Πάνα, κρύφτηκε στις όχθες του Θεού Λάδωνα, παρακαλώντας τον να τη σώσει από αυτόν. Ο Λάδωνας ακούγοντας την παράκλησή της, τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά με αποτέλεσμα ο Πάνας, αντί για την αγαπημένη του, να πιάνει με το χέρι του καλάμια. Λυπημένος έκοβε καλάμια, με διαφορετικό μεταξύ τους μήκος, και ενώνοντάς τα με κερί, δημιούργησε τον αυλό, τη Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών. Και έτσι η Αρκαδία απόκτησε το ποιμενικό της σύμβολο, την τοπική της θεότητα.
Το χωριό του Θεού Πάνα επέλεξα να εξερευνήσω στις 5 Μαΐου του 2022. Τα παιδιά είχαν ήδη φύγει και είχα απομείνει μονάχη στο χωριό, οπότε ήταν μια ακόμα solo traveler εξόρμηση στα ορεινά της Αρκαδικής γης. Ακολούθησα τη γνωστή πλέον διαδρομή μέχρι τη Βυτίνα και στη διασταύρωση έστριψα αριστερά αρχίζοντας να ανεβαίνω το βουνό. Η επόμενη διασταύρωση, ευθεία οδηγεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου, και δεξιά στην Αλωνίσταινα. Έστριψα λοιπόν δεξιά για Αλωνίσταινα ακολουθώντας την Επαρχιακή Οδό Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας. Αυτή η διαδρομή είναι γεμάτη από διαδοχικές, κλειστές κατηφορικές στροφές, αλλά ονειρική και ήσυχη. Τις καθημερινές υπάρχει πιθανότητα να μη συναντήσεις ούτε ένα αυτοκίνητο μέχρι την Αλωνίσταινα. Αυτό μου συνέβη εκείνη τη μέρα. Κάθε λίγο σταματούσα καταμεσής του δρόμου, κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, για να απαθανατίσω το πλούσιο και πυκνό δάσος αυτής της πλευράς του Μαινάλου.

Στην Αλωνίσταινα τα πάντα ήταν κλειστά. Και η ταβέρνα στην οποία έχουμε φάει πολλές φορές, και το καφενεδάκι που πουλάει μέλι Μαινάλου. Χωριό φάντασμα. Το Πάσχα και η Πρωτομαγιά αποτελούσαν πλέον παρελθόν και ο κόσμος που είχε κατακλύσει τα χωριά είχε πια εξαφανιστεί. Μέχρι να ΄ρθει το καλοκαίρι ανοίγουν μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Τη διαδρομή, από την Αλωνίσταινα και μετά, δεν την είχα περάσει ποτέ ξανά μέχρι τώρα στη ζωή μου. Η Επαρχιακός Οδός Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας, από την Αλωνίσταινα μέχρι τη διασταύρωση για Πιάνα, είναι πολύ στενή και κινείται στη μικρή κοιλάδα του Ελισσώνα ποταμού παράλληλα για λίγο με το ποτάμι. Εκτός από τα έλατα στις πλαγιές υπάρχουν ένα σωρό ακόμα δέντρα όπως καρυδιές, καστανιές, λεύκες και ιτιές. Στις χαμηλές πλαγιές αλλά και κοντά στον δρόμο είναι χτισμένες κάτι βιλάρες να σου πέφτει το σαγόνι.

Μετά από επτά (7) χιλιόμετρα όμορφης διαδρομής συνάντησα τη διασταύρωση για την Πιάνα. Ένας ανηφορικός δρόμος με οδήγησε στην πλατεία, όμως δε σταμάτησα αλλά συνέχισα, μέχρι που έφτασα στο τέλος του χωριού εκεί που βρίσκεται το εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας. Κι όταν λέω τέλος το εννοώ κυριολεκτικά, αφού εκεί σταματάει η άσφαλτος και ξεκινάει ένας χωματόδρομος που κατηφορίζει προς την κοιλάδα και τα χωράφια του χωριού. Αυτόν τον χωματόδρομο θα τον ακολουθήσω (σιγά που θα μου ξέφευγε) στη συνέχεια και θα εξηγήσω για ποιον λόγο και πού οδηγεί αυτός.

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και όταν γύρισα το βλέμμα μου προς το χωριό, αντικρίζοντας αυτήν την εικόνα, έμεινα άφωνη.

Τί ομορφιά ήταν αυτή! Ωραία ξεκινάω με την Πιάνα σκέφτηκα αμέσως. Εφάρμοσα και εδώ την τακτική την οποία συνήθως ακολουθώ στους προορισμούς που επισκέπτομαι, δηλαδή ξεκινώντας τη γνωριμία μου με το χωριό από τις γειτονιές του και όχι από την πλατεία του. Έτσι πήρα τον ανήφορο. Απ΄ όποιο σημείο κι αν κοιτάξεις θα δεις μέσα στο οπτικό σου πεδίο να κυριαρχεί ο υπερμεγέθης ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος είναι χτισμένος σε έναν τεράστιο βράχο, με τον αυλόγυρό του να αιωρείται πάνω από το κενό.





Η Πιάνα είναι ιστορικό χωριό το οποίο έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός και βρίσκεται κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Διπαίας. Είναι χτισμένη σε μια από τις πλαγιές του όρους Μαινάλου σε υψόμετρο 1.080 μέτρων και η ανατολική της έκθεση της προσφέρει άφθονη ηλιοφάνεια. Ανήκει στα χωριά της Δημοτικής Ενότητας Φαλάνθου, όπως το Χρυσοβίτσι, η Αλωνίσταινα, το Ροεινό, η Δαβιά και κάποια ακόμα.
Κατά την Επανάσταση του 1821 το χωριό έπαιξε καθοριστικό ρόλο μιας και το ανάγλυφο και δύσβατο της περιοχής αποτελούσαν το ιδανικό κρησφύγετο για τους Αρματολούς και τους Κλέφτες. Στην Πιάνα οργανώθηκαν από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα που ενίσχυσαν τη Μάχη του Βαλτετσίου και κυρίευσαν αργότερα την Τρίπολη. Το όνομα της Πιάνας είναι ιστορικά άρρηκτα συνδεδεμένο με την τροφοδοσία των συναγωνιστών του Κολοκοτρώνη με τα απαραίτητα για τις νικηφόρες μάχες τους. Είναι γνωστό ότι οι φούρνοι της Πιάνας προμήθευαν με ψωμί τα ελληνικά στρατόπεδα της Επανάστασης. Ένας τέτοιος φούρνος έχει αναστηλωθεί σήμερα μέσα στον αυλόγυρο του ναού της Παναγίας της Πολυκαμμένης. Θέλοντας να βρω αυτά τα δύο ιστορικά αξιοθέατα συνέχισα να ανηφορίζω τα στενά δρομάκια του χωριού.
Η εκκλησιά της Παναγιάς στέκεται ακόμα όρθια, παρά το πείσμα και τη μανία των Τούρκων, που αποπειράθηκαν επανειλημμένα να την αφανίσουν με πυρκαγιά. Λέγεται “Πολυκαμμένη” για αυτόν ακριβώς τον λόγο.


Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα και μπήκα στον προαύλιο χώρο.

Εδώ στέκεται ένας μεγάλος πλάτανος και σύμφωνα με την πινακίδα που βρίσκεται αναρτημένη πάνω στο γέρικο κορμί του είναι μάρτυρας όλων των γεγονότων και μαχών που διαδραματίστηκαν σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο.
Τί έχεις καημένε Πλάτανε και στέκεις μαραμένος;
Μήπως κακός βοριάς σε φύσηξε, μήπως κακό χαλάζι;
Ούτε κακός βοριάς με φύσηξε, ούτε κακό χαλάζι.
Αφού το επιμένετε θα σας το μολογήσω:
Μπραΐμης Πασάς επέρασε με δεκαοκτώ (18) χιλιάδες.
Έκαψε την εκκλησιά και μένα τον καημένο και είναι ξερά τα φύλλα μου και στέκω μαραμένος.

Η Παναγία Πολυκαμμένη είναι μικρή μονόκλιτη βασιλική εκκλησία η οποία κάθε βράδυ έπαιρνε τη μορφή σχολείου. Κάτω από το φως του καντηλιού μαζεύονταν τα σκλαβόπουλα και ο παπάς, ο οποίος τους δίδασκε τα ιδανικά των δύσκολων εκείνων χρόνων της υποδούλωσης. Πίσω από τον γυναικωνίτη υπήρχε κρυφή δίοδος (λαγούμι) για την ασφαλή διαφυγή των παιδιών. Αυτή η εκκλησία έδινε πίστη και ελπίδα στις ψυχές των κατοίκων και επούλωνε τις πληγές που είχε ανοίξει η σκλαβιά. Σε αυτήν την εκκλησία έγιναν δύο επίσημα πάνδημα μνημόσυνα του Μεγάλου Στρατηγού του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το ένα πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1843 (40ήμερο) και το άλλο έγινε στις 2 Μαΐου με τη συμπλήρωση τριών (3) μηνών. Η συρροή του κόσμου στην Πιάνα υπήρξε πρωτοφανής γιατί ο Κολοκοτρώνης ήταν δικός τους άνθρωπος.

Γνωρίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία για τον ναό μπήκα με δέος στο εσωτερικό του και το περιεργάστηκα με σεβασμό για πολλή ώρα.







Στη συνέχεια βγήκα έξω για να δω από κοντά τον ανακατασκευασμένο εθνικό φούρνο, ο οποίος παρήγαγε μέσα σε 24 ώρες 288 ταΐνια, δηλαδή μερίδες ψωμιού.


Κάποτε η Πιάνα διέθετε Αστυνομικό Σταθμό. Βγαίνοντας από την Παναγία Πολυκαμμένη έπεσα πάνω σε ένα σπίτι με καφέ αμπαρωμένη πόρτα πάνω στην οποία υπάρχει ακόμα η ταμπέλα που δηλώνει την πρώην χρήση του κτιρίου.


Σήμερα αυτό το κτίριο έχει είσοδο από την πλευρά της πλατείας και στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο Πιάνας. Στο ισόγειο του σπιτιού, που παλαιότερα χρησίμευε σαν αποθήκη, εκτίθενται με καλαισθησία διάφορα είδη του λαϊκού βίου καθώς και εκκλησιαστικά αντικείμενα. Το Μουσείο δίνει στον επισκέπτη μια αντιπροσωπευτική εικόνα οικογενειακής, αγροτικής και επαγγελματικής ζωής του χθες. Στο ένα τμήμα του περιλαμβάνει αντικείμενα και εργαλεία της καθημερινής ζωής και των παραδοσιακών καλλιεργειών: αργαλειός, είδη οικιακής χρήσης, σοφράς, πιθάρια, άροτρο, είδη ένδυσης κ.α. Σε ξεχωριστό τμήμα εκτίθενται εκκλησιαστικά σκεύη, εικόνες λαϊκές, βυζαντινές και μεταβυζαντινές, μανουάλια, όπλα και σφραγίδες.
Πηγή: ΠΙΑΝΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ – Λαογραφία


Το Μουσείο εννοείται ότι ήταν κλειστό. Πραγματικά δε γνωρίζω με ποιον τρόπο μπορεί ο επισκέπτης να δει όλους αυτούς τους θησαυρούς που βρίσκονται φυλαγμένοι μέσα σε ιστορικά κτίρια όταν αυτά είναι μονίμως κλειστά. Ένας τρόπος που γνωρίζω και έχει εφαρμογή για το Μουσείο στο Δάρα είναι να αναζητήσεις το κλειδί στο παντοπωλείο ή στον ξενώνα του χωριού. Αυτό προϋποθέτει ότι ο κάτοχος έχει τον χρόνο ή τη δυνατότητα να έρθει να σου ανοίξει και να σε συνοδεύσει κατά τη διάρκεια της παραμονής σου στον χώρο. Όμως, τί γίνεται με τα άλλα χωριά που διαθέτουν τέτοια μουσεία, όταν μάλιστα σε πολλά από αυτά δε συναντάς συνήθως ψυχή για να πάρεις πληροφορίες;
Συνέχισα να περιπλανιέμαι μέσα στο χωριό ώσπου κατέληξα στον κεντρικό του δρόμο ο οποίος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θυμίζει φαρδύ μονοπάτι παρά αυτοκινητόδρομο.



Προσφέρει όμως ανεμπόδιστη θέα μέχρι και την τελευταία κορυφογραμμή που μπορεί να φτάσει η ματιά σου.


Η μικρή ανηφορίτσα με οδήγησε στην πλατεία της Πιάνας όπου δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.


Σε μιαν άκρη της πλατείας ορθώνονται δύο αιωνόβια πλατάνια στη σκιά των οποίων είναι τακτοποιημένα τα λιγοστά τραπεζάκια της ταβέρνας.



Λίγο παραπέρα βρίσκεται η πετρόκτιστη βρύση από την οποία περίμενα να αναβλύζει κρυστάλλινο νερό από τις δεξαμενές του Μαινάλου, αλλά εις μάτην. Στη βρύση δεν έτρεχε ούτε σταγόνα νερού.


Στην άλλη άκρη στέκεται το μνημείο του Κολοκοτρώνη και σε ένα πέτρινο κτίριο στεγάζονται μια ταβέρνα και το Αγροτικό Ιατρείο.


Μερικά πέτρινα σκαλοπάτια με ανέβασαν στην είσοδο του Αγίου Γεωργίου.

Πρώτα έκανα μια βόλτα περιμετρικά του κτιρίου για να απολαύσω την πανοραμική θέα που απλώνεται ολόγυρα.




Έπειτα άνοιξα την πόρτα και μπήκα στον ναό, ο οποίος κυριαρχεί και πρωτοστατεί σε όλα τα πλάνα του χωριού. Χτισμένος, όπως προείπα, πάνω στον τεράστιο βράχο καταλαμβάνει τη θέση ενός προϋπάρχοντος πύργου στον οποίο κατοικούσε ο Τούρκος Αγάς. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο και διαθέτει δύο πετρόκτιστα καμπαναριά.



Στο πλάι του Λαογραφικού Μουσείο ξεκινάει να ανηφορίζει η οδός Αλεξ. Γιανναρά και την ακολούθησα για να γνωρίσω και αυτό το κομμάτι του χωριού.

Το ψηλότερο σημείο της συνοικίας μου πρόσφερε την ίδια προς την πλατεία θέα, αλλά υπό διαφορετική οπτική γωνία, εξίσου όμορφη με τις προηγούμενες.


Κινήθηκα και προς τον κάτω μαχαλά φτάνοντας μέχρι το κοιμητήριο του χωριού.


Επέστρεψα στην πλατεία όπου συνάντησα έναν κάτοικο. Τον ρώτησα πληροφορίες για τον επόμενο προορισμό μου και μου τις παρείχε με κάθε λεπτομέρεια, αφού ήταν κτηνοτρόφος και γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο που είχα σκοπό να επισκεφθώ στη συνέχεια. Γύρισα στο αυτοκίνητο το οποίο είχα παρκάρει, αν θυμάστε, απέναντι από το εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας στο τέλος του χωριού και του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Ένας αγροτικός χωματόδρομος ξεκινάει από αυτό ακριβώς το σημείο και τον ακολούθησα.


Ο ποταμός Ελισσώνας (Μπαρμπουτσάνα) ανήκει σ' εκείνα τα αρκαδικά ποτάμια που η κοίτη τους έχει μήκος δεκάδων χιλιομέτρων (34 για την ακρίβεια). Οι πηγές του είναι στις δυτικές πλαγιές του Μαινάλου, ενώ τα πρώτα του νερά αναπηδούν από τη γη βόρεια της Αλωνίσταινας, από το κεφαλάρι του Αγίου Νικολάου, και σμίγουν με άλλα που κατεβαίνουν από τη ρεματιά της Πιάνας. Η κατεύθυνση που ακολουθεί για λίγα χιλιόμετρα είναι ανατολική και, αφού πάρει μαζί του τα νερά που έρχονται από το Ροεινό, βγαίνει στον κάμπο της Δαβιάς. Όλο το φαράγγι είναι μια σκέτη ομορφιά. Ο Κάμπος της Πιάνας διασχίζεται επίσης από τον ποταμό Ελισσώνα. Τα νερά του ποταμού αναβλύζουν από τις πηγές στους πρόποδες του Πιανοβουνίου και δίνουν ζωή στους λιγοστούς πια κατοίκους της περιοχής που καλλιεργούν τη γη ή εκτρέφουν τα ζώα τους. Σημαντικό μέρος του νερού των πηγών του Ελισσώνα αξιοποιείται για την ύδρευση των κατοίκων της πρωτεύουσας του νομού Αρκαδίας, της Τρίπολης.
Ο Ελισσώνας ήταν ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα και εγγονός του Πελασγού. Ίδρυσε την ομώνυμη Ελισσώνα, πόλη της αρχαίας Αρκαδίας. Υπήρξε από την αρχαιότητα πολύτιμη πηγή ζωής για την περιοχή. Κατά μήκος των κοιτών του ποταμού Ελισσώνα λειτουργούσαν παλαιότερα 12 πέτρινοι νερόμυλοι για το άλεσμα των δημητριακών της περιοχής και 6 νεροτριβές για το πλύσιμο των ρούχων. Κάποια από αυτά τα κτίσματα σώζονται μέχρι και τις μέρες μας.
Αυτούς τους μισογκρεμισμένους νερόμυλους, αλλά και τις πηγές του Ελισσώνα στο Πιανοβούνι, προσπάθησα να ανακαλύψω στη συνέχεια του οδοιπορικού μου. Παρόλες τις ακριβείς πληροφορίες, που είχα ρουφήξει σαν σφουγγάρι από τον κτηνοτρόφο, κατάφερα αρχικά να μπερδευτώ. Ενώ έφτασα στο ακριβές σημείο που μου είχε υποδείξει ο άνθρωπος, το οποίο αποτύπωσα εκ των υστέρων φωτογραφικά, δεν κατάλαβα ότι έπρεπε να αφήσω το αυτοκίνητο και να περπατήσω, αρχικά μέσα στα χωράφια, και στη συνέχεια κατά μήκος της κοίτης του ποταμού για να βρω τους νερόμυλους και τις πηγές. Ο κτηνοτρόφος ποτέ δεν μου ανέφερε ότι οι πηγές προσεγγίζονται μόνο με τα πόδια, έτσι θεώρησα ότι ο χωματόδρομος και το αυτοκίνητο θα με οδηγήσουν σε κάποιο σημείο κοντά σε αυτές.
Συνέχισα λοιπόν να ακολουθώ τον χωματόδρομο μέχρι που συνάντησα μια τσιμεντένια γέφυρα και δίπλα της ένα πέτρινο άθικτο κτίριο. Δεν μπορεί να ανήκει στους νερόμυλους που ψάχνω αυτό το κτίριο, σκέφτηκα, και προχώρησα παρακάτω.

Απομακρυνόμουν όμως από το ποτάμι, άρα και από τα σημεία ενδιαφέροντός μου. Κατάλαβα ότι ακολουθώ λανθασμένη διαδρομή. Συνέχισα όμως στον αγροτικό δρόμο μέχρι να βρω άπλα για να κάνω αναστροφή. Και τότε, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτά τα μοναχικά μου ταξίδια, βρέθηκε για ακόμα μια φορά μπροστά μου ο “από μηχανής” καλός θεός των ταξιδιωτών. Μέσα στην απόλυτη ερημιά των λόγγων και της κοιλάδας μια τσοπανοπούλα έβοσκε τα γίδια της, τα οποία ήταν σκορπισμένα ολόγυρα και φυσικά πάνω στον χωματόδρομο. Σταμάτησα δίπλα της το αυτοκίνητο και κατέβασα το τζάμι του παραθύρου. Με χαιρέτησε με τόση εγκαρδιότητα και γλύκα σαν να με γνώριζε χρόνια. Το τσοπανόσκυλο δίπλα της λυσομανούσε γαυγίζοντας με αγριάδα. “Σώπα καλέ να μιλήσω στη γυναίκα”, τον μάλωνε τρυφερά εκείνη. Αφού είπαμε όλο το γνωστό ποίημα για την καταγωγή μου, για το πώς βρέθηκα ολομόναχη στις ερημιές, για τον αν κινδυνεύω από τίποτα σκοπανόσκυλα ψάχνοντας να βρω τους μύλους και τις πηγές, για το πως εκείνη βρέθηκε παντρεμένη με δύο παιδιά στην Πιάνα, τελικά μου επιβεβαίωσε ότι δεν είχα κάνει λάθος στο αρχικό σημείο προσέγγισης, αλλά ότι έπρεπε να ακολουθήσω με τα πόδια αντίθετη πορεία της ροής του ποταμού για να βρω αυτά που έψαχνα. Μάλιστα μου είπε ότι αν είχε χρόνο θα ερχόταν μαζί μου να μου δείξει τον δρόμο. Με σκλάβωσε με την καλοσύνη και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Τη χιλιοευχαρίστησα, της ευχήθηκα τα καλύτερα, έκανα αναστροφή και ξεκίνησα για εκεί που έπρεπε.

Και στην παρούσα φάση θα εξηγήσω το ακριβές σημείο εκκίνησης προς τις πηγές του Ελισσώνα ποταμού για όσους επίδοξους ταξιδευτές επιθυμούν να τις αναζητήσουν. Ερχόμενοι λοιπόν από την Πιάνα μέσω του αγροτικού χωματόδρομου κάποια στιγμή θα συναντήσετε ένα τρίστρατο:

Αριστερά πάει στη Δαβιά (7 km), ευθεία στο Χρυσοβίτσι (3,5 km) και δεξιά είναι ο δρόμος που πρέπει να αφήσετε το αυτοκίνητο και να συνεχίσετε με τα πόδια, παράλληλα με την κοίτη του ποταμού, η οποία βρίσκεται στα αριστερά σας.

Στο σημείο που δείχνει η παρακάτω φωτογραφία αφήνετε το αυτοκίνητο και συνεχίζετε με τα πόδια:

Από εδώ περνάει και το πορτοκαλί πεζοπορικό μονοπάτι, από το οποίο πήραμε μια μικρή γεύση την Πρωτομαγιά, όταν το ακολουθήσαμε από το Λιμποβίσι μέχρι την εκκλησία της Παναγίας Αρκουδορέματος.

Ίσιωσα και τις σκουριασμένες ταμπέλες που γράφουν "Πηγές Ελισσώνα" ώστε να δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Ελπίζω να μη στραβώσουν πάλι και να συνεχίσουν να δείχνουν τον σωστό δρόμο:


Ξεκίνησα να περπατάω σε ένα χωράφι με καρυδιές και ψηλούς θάμνους. Στα αυτιά μου ερχόταν ο κελαρυστός ήχος του τρεχούμενου νερού και σε λίγο βρέθηκα να βαδίζω παράλληλα με την κοίτη του ποταμού.


Πνιγμένος από τη βλάστηση και τα βάτα ξεπρόβαλε μπροστά μου ο πρώτος ερειπωμένος νερόμυλος.


Το μονοπάτι πλέον χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο φαράγγι. Αριστερά μου κυλούσε ο καλοσχηματισμένος ορμητικός ποταμός Ελισσώνας και δεξιά μου υπήρχαν κι άλλοι μισογκρεμισμένοι νερόμυλοι.



Στους 12 αυτούς μύλους αλέθανε οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς τα σιτηρά τους. Από τις πρώτες μέρες του Ξεσηκωμού, οι Έλληνες είχαν κόψει το νερό, για να μη μπορούν οι Τούρκοι να αλέθουν. Εκατό (100) παλικάρια με αρχηγούς τους δύο παλιούς Κλέφτες, τον γέρο Μάρκο Κολοκοτρώνη και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη φύλαγαν τους μύλους. Λίγες μέρες μετά τη διάλυση του πρώτου στρατοπέδου της Πιάνας, οι αρχηγοί Μ. και Α. Κολοκοτρώνη γράψανε στον ξάδελφό τους Θεόδωρο, που βρισκόταν στο Πάπαρι (χωριό), το παρακάτω γράμμα:
"Γενναιότατε αδελφέ Καπετάν Θεοδωράκι, αδελφικώς σ' ασπαζόμεθα. Σου αναφέρομεν δια το βάρεμα των Τούρκων που έκαμαν σήμερη στοχαζόμενοι με τον εαυτόν μας, ότι αύριο να μην κάμουν ορμή κατ' επάνω μας. Και εδώ δεν είμαστε τίποτα και πρέπει να δυναμωθεί τούτο το πόστο και οι Αλωνιστιώτες δεν ήρθαν να πιάσουν τα Τουρκοκίβουρα (περιοχή). Και όπως είναι ορισμός σας έτσι κάμετε-εμείς εκατό νοματαίοι είμαστε.
12 Απριλίου 1821-Πιάνα
οι δικοί σου Μάρκος & Αντώνης
Ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί μου καθώς περπατούσα σε αυτά τα ιερά χώματα, τα ποτισμένα με αίμα και ζυμωμένα με ιδρώτα, φόβο αλλά και ελπίδα για λευτεριά. Το τοπίο δε, συγκλονιστικό. Όσο προχωρούσα το πέρασμα στένευε όλο και περισσότερο.Το μονοπατάκι, σε διαστάσεις "κορδέλας" πλέον, στριμωχνόταν μεταξύ ποταμού και βουνού.

Κάποια στιγμή αυτή η λεπτή χωμάτινη γραμμούλα-μονοπάτι εξαφανίστηκε κάτω από ζωηρή καταπράσινη βλάστηση και πατώντας πάνω της ένιωσα νερό κάτω από τα παπούτσια μου. Κατάλαβα ότι πλησιάζω στις Πηγές του Ελισσώνα ποταμού, αφού πια το νερό είχε αρχίσει να αναβλύζει μέσα από το έδαφος.
Και εγένετο ποταμός! Εδώ ακριβώς μπροστά στα μάτια μου γεννιόταν ένα νέο ποτάμι, το οποίο ξεκινούσε τη ζωή του με σκοπό να εμφυσήσει ζωή και σε άλλους οργανισμούς, ποτίζοντας με τα νερά του λιβάδια με καλλιέργειες και ξεδιψώντας ζώα και ανθρώπους. Ένας μικρός καταρράκτης σχηματιζόταν καθώς τα νερά εκτόνωναν την έντασή τους βγαίνοντας μέσα από τα σπλάχνα του βουνού.




Σκαρφάλωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα στην πλαγιά, πάνω από τα βράχια, για να καταφέρω να φτάσω όσο πιο κοντά γινόταν στην ανάβρα του νερού. Το νερό απελευθερωνόταν με πίεση και κατρακυλούσε ορμητικά κάτω από τα πόδια μου κατηφορίζοντας προς το φαράγγι. Ψηλά πάνω σε αυτό το βουνό βρίσκεται η διάσημη σπηλιά του Θεού Πάνα. Ένα πεζοπορικό μονοπάτι φτάνει μέχρι την κατοικία του Θεού, αλλά η εξερεύνησή της πιθανόν να γίνει κάποια άλλη φορά, σε κάποια άλλη εξόρμηση για να έχω και παρέα.

Διέσχισα με περισσή προσοχή μια αυτοσχέδια γεφυρούλα, φτιαγμένη από μικρούς κορμούς και κλαδιά, πλησιάζοντας πολύ κοντά στον καταρράκτη.


Έβγαλα videos και πολλές φωτογραφίες και σιγά-σιγά πήρα τον δρόμο της επιστροφής.


Ο ίδιος αγροτικός χωματόδρομος με οδήγησε ξανά στην Πιάνα και ο επαρχιακός δρόμος Τρίπολης-Αλωνίσταινας-Βυτίνας απλώθηκε μπροστά μου για να με οδηγήσει στο σπίτι μου, στο Δάρα.
Καλούς δρόμους να έχουμε όλοι μας παιδιά και πολλά και ασφαλή ταξίδια!

Last edited: