Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.366
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Συνεχίζουμε τη γνωριμία μας με τα όμορφα χωριά της ορεινής Αρκαδίας, επισκεπτόμενοι σε αυτήν την τριήμερη απόδραση (30-31/10 και 1/11/2020) την Ελάτη, τη Στεμνίτσα, το Ελληνικό, τον Λούσιο ποταμό, την Αρχαία Γόρτυνα καθώς και την Καρύταινα.
Ελάτη-Στεμνίτσα
Ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Τρίπολης-Ολυμπίας αφήσαμε πίσω μας τη Βυτίνα, φτάνοντας μετά από λίγο σε μια διασταύρωση. Δύο ταμπέλες ενημερώνουν ότι, ευθεία ο δρόμος οδηγεί σε Ολυμπία (80 Km), Λαγκάδια (19 Km), Δημητσάνα (17 Km), αλλά και Στεμνίτσα συμπληρώνω εγώ, αφού αμέσως μετά τη Δημητσάνα, ο επισκέπτης συναντάει και αυτό το όμορφο χωριό. H αριστερή διαδρομή οδηγεί σε Στεμνίτσα (31 Km), Xρυσοβίτσι (20 Km), Πυργάκι (4 Κm) και Ελάτη (5 Κm).
Στο προηγούμενο ταξίδι είχαμε ακολουθήσει την πρώτη διαδρομή, οπότε αυτήν τη φορά ακολουθήσαμε τη δεύτερη, θέλοντας να διασχίσουμε ένα τμήμα του δυτικού Μαινάλου και να δούμε την καταπληκτική φύση της ορεινής Αρκαδίας, η οποία πλέον είχε αρχίσει να ντύνεται στα χρώματα του φθινοπώρου.
Ο δρόμος είναι στενός και κυλάει ανάμεσα σε έλατα, πλατάνια και άλλα δέντρα, τα οποία έχουν μπει για τα καλά στη χρυσοκίτρινη εποχή του χρόνου. Οι αντιθέσεις είναι έντονες, με το βαθύ πράσινο των ελάτων του Μαινάλου να κυριαρχεί στο τοπίο, δημιουργώντας ένα σκούρο φόντο για τα φυλλοβόλα δέντρα, ενώ κίτρινες και κόκκινες “εκρήξεις” σπάνε τη μονοτονία του πράσινου, χαρίζοντας ένα μοναδικό θέαμα χρωματικής πανδαισίας στον ταξιδιώτη.
Κάτω από τον βαθύ ίσκιο τεράστιων πλατανιών κυλάει ο ποταμός Μυλάοντας, ο οποίος μας έκανε να σταματήσουμε για λίγο και να περπατήσουμε, αλλάζοντας τα βήματά μας πάνω στις μεγάλες πέτρες, που βρίσκονται στην κοίτη του. Ο Μυλάοντας είναι το ποτάμι που φτάνει μέχρι τη Νυμφασία, εν συνεχεία χύνεται στον Τράγο ποταμό και μαζί με άλλα μικρότερα ποταμάκια τροφοδοτούν τον Λάδωνα (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο: Νυμφασία, το χωριό όπου έλουζαν τα μαλλιά τους οι Νύμφες).
Συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας. Αριστερά μας, χαμηλοί ελατοσκέπαστοι λόφοι και δεξιά μας, το ψηλό βουνό. Το πρώτο χωριό που ανταμώσαμε ήταν το Πυργάκι, το εγκαταλελειμμένο σήμερα ορεινό μικρό χωριό της Αρκαδίας, το οποίο έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
Λίγο πριν μπούμε στο χωριό Ελάτη, πάνω στον δρόμο, συναντήσαμε στα αριστερά μας, ένα εργαστήριο κατασκευής ξύλινων δημιουργιών.
Εκείνα όμως που μας έκαναν να σταματήσουμε ήταν τα πανέμορφα άλογα, με τα οποία ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου προσφέρει βόλτες στο δάσος του Μαινάλου.
Ο Χρήστος Σιμόπουλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στην Ελάτη, μαζί με τη σύζυγό του, αναπαλαιώνοντας και αξιοποιώντας το παλιό συνεταιριστικό εργαστήριο επεξεργασίας ξύλου. Ο κέδρος είναι το υλικό που αγαπά να επεξεργάζεται ο καλλιτέχνης, δημιουργώντας τραπέζια, καρέκλες, φωτιστικά και άλλα χρήσιμα αντικείμενα.
Η Ελάτη είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, στις πλαγιές του Μαινάλου. Ανήκει στον Δήμο Βυτίνας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 27 κατοίκους. Κοντά στο χωριό βρίσκεται το Υδραγωγείο του Μεθυδρίου, καθώς και το Αρχαίο Μεθύδριο, αλλά σε αυτό το ταξίδι δεν τα επισκεφθήκαμε. Τα αφήσαμε εκκρεμότητα για την επόμενη φορά.
Το χωριό είναι μικρό, πνιγμένο μέσα στα έλατα και προσφέρεται τόσο για χειμερινές, όσο και για καλοκαιρινές αποδράσεις. Παλαιότερα η Ελάτη ήταν γνωστή με το όνομα Γαρζενίκος ή Δίρρεμα, που σημαίνει “χωριό μέσα στο δάσος”. Όποιος ενδιαφέρεται για διαμονή υπάρχει το συγκρότημα “Σαλέ Ελάτη” μέσα στο ελατόδασος.
Αμέσως μετά το χωριό, σε ένα καταπράσινο άπλωμα, μέσα στην αγκαλιά των ελάτων του Μαινάλου είδαμε τον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, που θεμελιώθηκε στις 5 Μαΐου 2000 και ολοκληρώθηκε 2 χρόνια αργότερα. Αυτό το αρχιτεκτονικό στολίδι δημιουργήθηκε με πέτρες από τη γύρω περιοχή και η ιδέα της ανέγερσης του ναού ανήκει σε ανθρώπους γεννημένους ή έχοντες ρίζες από την Ελάτη. Στο σημείο αυτό, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήκμαζε το χωριό Γαρζενίκος, το οποίο εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Σταθήκαμε για λίγα λεπτά θαυμάζοντας τον ναό αλλά και το μαγευτικό τοπίο.
Ο δρόμος στη συνέχεια έγινε ανηφορικός και ακόμα πιο στενός. Δεξιά και αριστερά έλατα! Προσπεράσαμε τη διασταύρωση για Λιμποβίσι, αφού το έχουμε επισκεφθεί σε παλαιότερο ταξίδι και συνεχίσαμε για Στεμνίτσα.
12 χιλιόμετρα πριν το χωριό, μέσα στο ελατόδασος βρίσκεται το All Seasons Paradise, ένα πολυτελές θέρετρο, με ξύλινα σπιτάκια, πισίνα, εστιατόριο και μπαρ. Oι επισκέπτες μπορούν να κάνουν διάφορες δραστηριότητες στο κατάλυμα ή πεζοπορίες στη γύρω περιοχή.
Μετά από μια στροφή του δρόμου, ο ορίζοντας κλείνει από αντικριστούς λόφους και από ψηλά είδαμε να ξεπροβάλλει το όμορφο χωριό της Στεμνίτσας. Σταματήσαμε για τις πρώτες φωτογραφίες!
Στα δεξιά μια πετρόχτιστη κρήνη μας καλωσόρισε, με το δροσερό γάργαρο νεράκι της, ενώ μια χρυσή πλακέτα με λίγα λόγια, σκοπό έχει να κάνει γνωστή την ιστορία του χωριού στον επισκέπτη, που πρόκειται να διασχίσει το κατώφλι της Στεμνίτσας.
Από εκεί ψηλά η θέα προς το χωριό είναι μεγαλειώδης και πανοραμική. Η Στεμνίτσα σκαρφαλώνει στα δυτικά “πόδια” του Μαινάλου, είναι προικισμένη με ανείπωτη ομορφιά, αλλά και φορτωμένη με ιστορία δίχως τέλος. Χτισμένη ανάμεσα σε τέσσερις ρεματιές, προσφέρει από όλες τις γειτονιές της, ανυπέρβλητη θέα στον επισκέπτη, που δεν είναι φυγόπονος και θα επιδιώξει να σκαρφαλώσει στα ψηλότερα σημεία της, για να καταπιεί αχόρταγα όλη την ομορφιά της. Επιβλητικά Πυργόσπιτα και πέτρινα καλντερίμια ανηφορίζουν ή κατηφορίζουν στις γύρω πλαγιές και πνίγονται μέσα σε πανύψηλα δέντρα και θεόρατους θάμνους.
Από τα πολύ ψηλά ξεκινήσαμε τη γνωριμία μας με το χωριό. Πριν μπούμε στο κέντρο της Στεμνίτσας ακολουθήσαμε την οδό Ζωοδόχου Πηγής, τον δρόμο που οριοθετεί το βόρειο τέλος του χωριού. Μετά από αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχουν άλλα σπίτια και ξεκινάει το βουνό. Εδώ συναντήσαμε τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής, ο οποίος στέκεται στο τέλος του λόφου και υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον 15ο αιώνα.
Η παράδοση λέει ότι ο ναός χτίστηκε το 1433 (20 χρόνια πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης) από τον επίσκοπο Αχίλλειο και τον διάκονό του, Βησσαρίωνα. Σε μια περιοδεία του στη Γορτυνία, ο επίσκοπος και ο διάκονός του έπεσαν σε ενέδρα ληστών και ευρισκόμενοι σε άμυνα σκότωσαν τους ληστές. Μετά από αυτό το συμβάν παραιτήθηκε του επισκοπικού του αξιώματος και μαζί με τον διάκονο αποσύρθηκαν στη Στεμνίτσα, χτίζοντας αρχικά τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, όπου πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους μετανοώντας.
Ο ναός αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821. Δίπλα στο ιερό του καθολικού σώζεται ένα διώροφο κτίσμα, το οποίο αποτέλεσε την έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, κατά την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου 1821. Εδώ λοιπόν συνεδρίασε η πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία μετεγκαταστάθηκε από τη Μονή Καλτεζών.
Το 1779 η Μονή έπαθε ζημιές από τους Τουρκαλβανούς, αλλά και το 1826 όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εισέβαλαν στη Στεμνίτσα, πάλι η Μονή γνώρισε καταστροφές. Τον Ηγούμενό της, τον κρέμασαν στον πλάτανο που βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι.
Πλησιάσαμε στην άκρη της πέτρινης μάντρας του περιβόλου του ναού, απ΄ όπου η θέα του χωριού μας έκοψε την ανάσα. Όλη η Στεμνίτσα κατρακυλούσε στον δασωμένο λόφο πανέμορφη και κούκλα.
Αφήσαμε τα ψηλώματα και πήραμε τον κατήφορο. Διασχίσαμε όλο το χωριό και αμέσως μετά την πλατεία, ακολουθήσαμε έναν άλλο ανηφορικό δρόμο, ο οποίος οριοθετεί το τέλος της δυτικής πλευράς του χωριού. Είναι ο δρόμος στον οποίο βρίσκεται ο διάσημος ξενώνας Μπελλαίικο, ένα παραδοσιακό πέτρινο σπίτι, με απέραντη θέα προς όλη τη Στεμνίτσα.
Συναρπαστικό, θεϊκού κάλλους θέαμα αντικρίσαμε και από αυτό το σημείο. Δεν χορταίναμε την ομορφιά και τους ορίζοντες του απαράμιλλου τοπίου, με την πλούσια βλάστηση να οργιάζει γύρω μας.
Είχαμε μέχρι στιγμής καλύψει τα δύο από τα τρία σημεία που προσφέρουν εξαιρετική θέα στο χωριό, οπότε κινήσαμε για το τρίτο, που δεν είναι άλλο από το Κάστρο της Στεμνίτσας. Παρκάραμε πολύ κοντά στο κέντρο και με τα πόδια πλέον αρχίσαμε να ανηφορίζουμε ένα πλακόστρωτο δρομάκι, την οδό Πελοπίδα, το οποίο ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και οδηγεί στο Κάστρο. Πρώτα συναντήσαμε την εκκλησία της Παναγίας, πάνω από την πλατεία, η οποία ανακαινίστηκε το 1862.
Ακόμη και από τόσο χαμηλά η όμορφη θέα είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας.
Περπατώντας αυτά τα πρώτα μέτρα στο “πέτρινο κόσμημα” της Αρκαδίας είχαμε αρχίσει να εντυπωσιαζόμαστε με τα στιβαρά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, δηλαδή τα πέτρινα αρχοντικά σπίτια και τα ανηφορικά, λιθόστρωτα καλντερίμια του χωριού. Παντού γύρω μας κυριαρχούσε η πέτρα, η οποία έγραφε απίστευτα, με φόντο το καταπράσινο τοπίο.
Ο τόπος αυτός έχει διατηρήσει την αυθεντική φυσιογνωμία του, αντιστεκόμενος σθεναρά στην αλλοτρίωση και στη φθορά του χρόνου. Βέβαια κάποιες φορές, ο αδυσώπητος και αμείλικτος χρόνος καταφέρνει να νικήσει τη μαστοριά και τη μαεστρία των μαστόρων και των χτιστάδων των πέτρινων αρχοντικών της Στεμνίτσας. ‘Ομως ακόμα και έτσι, αυτά τα στολίδια εκπέμπουν δέος και γοητεία όταν τα κοιτάζεις και η ζωή θα βρίσκει πάντα τον τρόπο, να ξαναγεννηθεί και να μεγαλουργήσει, ακόμα και μέσα από τα ερείπια και τα χαλάσματα.
Λίγο πριν τα ανηφορικά πέτρινα σκαλιά που οδηγούν στο Κάστρο, στα αριστερά, συναντήσαμε τον ναό Παναγία η Μπαφέρω. Αυτή η ιδιαίτερη εκκλησία χρονολογείται από τον 12ο αιώνα και πρόκειται για μονόκλιτη Βασιλική με τρούλο. Ο ναός ήταν κλειστός, αλλά διάβασα ότι διαθέτει εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Πλατυτέρας και της Άκρας Ταπείνωσης.
Πίσω από τον ναό υπάρχει ένα μικρό δασάκι και εδώ βρίσκεται το μικροσκοπικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, το οποίο χρονολογείται από τον 14ο αιώνα και υπήρξε “Θέσις Διδακτηρίου Ελληνικής Σχολής Στεμνίτσας (1690-1828). Εδώ εμαθήτευσαν Φιλικοί και Αγωνιστές του 1821, καθώς και ο Πρωθυπουργός Αλέξ. Κουμουνδούρος”.
Στο ύψωμα υπήρχε μεσαιωνικό Κάστρο και το γραφικό ανηφορικό καλντερίμι μας οδήγησε στην κορυφή του,
όπου υπάρχει Ηρώο αφιερωμένο στους Αγωνιστές του 1821.
Μια έξοχη θέα προς το χωριό απλώθηκε μπροστά στα μάτια μας.
Δεν είναι όμως μόνο η ομορφιά του χωριού που σου κόβει την ανάσα, αλλά και η αγριάδα και η επιβλητικότητα των γύρω βουνών, με τις βαθιές χαράδρες που κυριαρχούν στο οπτικό πεδίο του θεατή, που φτάνει στην άκρη του πετρόχτιστου μπαλκονιού.
Περιδιαβαίνοντας στη συνοικία του Κάστρου εντυπωσιαστήκαμε από τα πέτρινα σπίτια με τα κατώγια και τα ξύλινα χαγιάτια, αλλά και από τα τριώροφα πυργοειδή οικοδομήματα, όπως για παράδειγμα το οίκημα των Ροϊλών. Όλο το χωριό αποτελεί πρότυπο παραδοσιακής Αρκαδικής αρχιτεκτονικής, η οποία έχει διατηρηθεί με πολύ φροντίδα μέχρι σήμερα.
Η γραφική πλατεία του χωριού είναι ο τόπος συνάντησης για τους κατοίκους, αλλά και για τους επισκέπτες. Τα όμορφα καφενεία γύρω από την πλατεία αποτελούν το ιδανικό σημείο για χαλάρωση, θαυμάζοντας τη θέα προς την πλαγιά του όρους Κλινίτσα και προς το ελατοσκέπαστο Μαίναλο. Στην πλατεία λοιπόν της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας καταλήξαμε και εμείς μετά τη βόλτα μας στο Κάστρο και καθίσαμε στο ψητοπωλείο “Στεμνίτσα” για φαγητό.
Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, αλλά η θέα εξαιρετικότερη, αφού μπροστά μας ορθωνόταν ο επιβλητικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου του 1810, χτισμένος με πελεκητή πέτρα από Στεμνιτσιώτες μαστόρους. Κατά την παράδοση χτίστηκε μέσα σε μόλις 75 μέρες, γιατί η άδεια κατασκευής των τουρκικών αρχών είχε περιορισμένη χρονική ισχύ. Αρκετές τοιχογραφίες, αλλά και ο Παντοκράτορας στον τρούλο, είναι του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος δούλεψε το 1953 στην αγιογράφηση του ναού.
Ανάμεσα σε αξιόλογες φορητές εικόνες, που κοσμούν το εσωτερικό της εκκλησίας, υπάρχει και η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής με αργυρώ κάλυμμα. Κάθε χρόνο, την παραμονή της εορτής της, μεταφέρεται με πομπή στην παλαιά της θέση, στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, για τον οποίο σας μίλησα λίγο νωρίτερα. Μετά τη θεία λειτουργία μεταφέρεται πάλι στον Άγιο Γεώργιο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν η εικόνα ανεβαίνει στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής είναι πολύ ελαφριά, θέλοντας έτσι να δείξει τη χαρά της για την επιστροφή της στην αρχική της θέση. Όμως στο κατέβασμα, προς τον Άγιο Γεώργιο, οι μεταφορείς την αισθάνονται πολύ βαριά. Εδώ τα διάβασα αυτά που σας περιγράφω και ουδεμίαν ευθύνη φέρω περαιτέρω για τα γραφόμενα: https://www.arcadiaportal.gr/news/e...i-zoodohoy-pigis-i-hrysopigis-stemnitsas-pics
Το τραπέζι που καθήσαμε βρισκόταν στα “πόδια” του τριώροφου Καμπαναριού, το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από τον Τήνιο μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Θεοτικό το 1877, από ντόπια λευκή πέτρα. Η μικρή καμπάνα στην κορυφή του έχει έτος κατασκευής το 1815 και είναι δημιουργία ντόπιου καμπανοποιού.
Η Στεμνίτσα φημίζεται για το καλό φαγητό και για τα τοπικά γλυκά (μπουρέκια, δίπλες και λοιπά). Η πλατεία με τα παραδοσιακά καφενεία της, όπως η “Γερουσία” αποτελεί πόλο έλξης για αραλίκι, τάβλι και ατελείωτες δοκιμές των τοπικών σπεσιαλιτέ. Διάσημοι είναι και οι παραδοσιακοί λουκουμάδες, τους οποίους μπορείτε να γευτείτε στο “Καταφύγιο”,
ενώ στον κεντρικό δρόμο βρίσκεται το κατάστημα “Αρκαδικό”, στο οποίο θα βρείτε μεγάλη ποικιλία παραδοσιακών γλυκών, μέλι, μαρμελάδες, ζυμαρικά και γλυκά ταψιού.
Στην πλατεία βρίσκεται και το Δημαρχείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό κτίριο,
αλλά και ένα ξύλινο, παλαιού τύπου περίπτερο.
Δεν το επισκεφθήκαμε, αλλά οφείλω να κάνω αναφορά και να γράψω λίγα λόγια για το Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο ίδρυσαν το 1985, ο Γιάννης και η Eιρήνη Σαββοπούλου και στεγάζεται σε τριώροφο αρχοντικό του 18ου αιώνα (πρώην οικία Γεωργίου Xατζή). Στα εκθέματα περιλαμβάνονται αναπαραστάσεις εργαστηρίων παραδοσιακών επαγγελμάτων, αναπαράσταση του εσωτερικού στεμνιτσιώτικου σπιτιού, μεταβυζαντινές εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, όπλα του Aγώνα, έργα κεραμικής, μεταλλοτεχνίας και ξυλογλυπτικής, κεντήματα, υφαντά, φιγούρες θεάτρου σκιών και παραδοσιακές φορεσιές.
Σηκωθήκαμε για να συνεχίσουμε τη βόλτα μας στη Στεμνίτσα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Υψούς. Σύμφωνα με τη μυθολογία χτίστηκε από τον Υψούντα, έναν από τους 50 γιους του βασιλιά της Αρκαδίας, Λυκάοντα. Αναφορά για την Υψούντα γίνεται και από τον Παυσανία στα “Αρκαδικά”. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς μετονομάστηκε σε Στεμνίτσα, αλλά εικάζεται ότι έγινε τον 7ο αιώνα μ.Χ., μετά την εποίκηση των περιοχών από Σλάβους. Στεμνίτσα στα Σλάβικα σημαίνει “τόπος δασώδης και σκιερός”
Στην Επανάσταση του 1821 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Χρησίμευσε ως έδρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος την αποκαλούσε “χωροπούλα του Μοριά”. Λόγω του ρόλου της στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα διετέλεσε έδρα της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας και πρώτη άτυπη πρωτεύουσα του επαναστατημένου Ελληνικού Έθνους για έναν μήνα. Υπήρξε έδρα του Δήμου Τρικολώνων που λειτούργησε την περίοδο 1835-1912, καθώς και του σύγχρονου Δήμου Τρικολώνων που λειτούργησε την περίοδο 1999-2010.
Πήραμε να ανηφορίζουμε πλακόστρωτα καλντερίμια, τα οποία μας οδήγησαν στις πάνω ρούγες του χωριού, απολαμβάνοντας σε κάθε μας βήμα καταπληκτικές εικόνες, ενώ το σούρουπο είχε αρχίσει να απλώνεται στις γειτονιές της Στεμνίτσας.
Περπατώντας στη δημοσιά προσπεράσαμε τον πετρόχτιστο δημοτικό φούρνο
και φτάσαμε έξω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία ορθώνεται μεγαλοπρεπής δίπλα στο Country Club και είναι χτισμένη το 1854.
Ήδη από τα μεταβυζαντινά χρόνια η Στεμνίτσα αποτελεί κέντρο αργυροχρυσοχοΐας και μεταλλουργίας, με ξακουστούς τεχνίτες που έχουν εδραιώσει μια μακραίωνη παράδοση σε αυτόν τον χώρο. Έτσι εδώ έχει ιδρυθεί η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας, η οποία ανήκει στη Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης και λειτουργεί ως δημόσιο ΙΕΚ, το οποίο απευθύνεται σε αποφοίτους Λυκείου και διδάσκει μαθητές απ΄ όλη τη χώρα.
Ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών του χωριού οφείλεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων, στα τάματα που έκαναν οι ξακουστοί τεχνίτες, οι οποίοι κατά τις περιοδείες τους, έκαναν διάφορες μπαγαποντιές και μικροαπατεωνιές και έτσι έχτιζαν και από μια εκκλησία για εξιλέωση. Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας ασχολήθηκαν με πολλές τέχνες (χαλκωματάδες, γανωματάδες, σιδεράδες, πυριτιδοποιοί και άλλα) και ήδη από τον 16ο αιώνα, μαζί με τους αντίστοιχους τεχνίτες της διπλανής Δημητσάνας, ταξίδευαν προωθώντας τα προϊόντα, αλλά και την τέχνη τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αλλού. Οι Στεμνιτσιώτες όμως ξεχώρισαν κυρίως στην αργυροχρυσοχοΐα, την τέχνη που διδάσκεται ακόμη και σήμερα στο χωριό.
Λέγεται ότι ήταν τόσο παθιασμένοι με την τέχνη τους, που είχαν διαμορφώσει τα σαμάρια των ζώων, τα οποία αποτελούσαν τα μοναδικά μεταφορικά μέσα της εποχής, έτσι ώστε να μπορούν να δουλεύουν, ενώ ταξιδεύουν. Οι τεχνίτες κρατούσαν πολύ καλά κρυμμένα τα μυστικά της τέχνης τους, γι΄ αυτό είχαν εφεύρει συνθηματική γλώσσα, τα Μεστιτσιώτικα, τα οποία στην ουσία ήταν αναγραμματισμός συμφώνων, μαζί με κάποιες αυτοσχέδιες λέξεις (κάτι σαν τα γνωστά, δικά μας κορακίστικα), η κατανόηση των οποίων ήταν εντελώς αδύνατη.
Κατηφορίζοντας σε ένα καλντερίμι, φτάσαμε έξω από το κτίριο της Σχολής, το οποίο ήταν πλέον φωτισμένο, λαμποκοπώντας και ξεχωρίζοντας μέσα στο σκοτάδι, που είχε απλωθεί στο χωριό. Η Σχολή στεγάζεται σε ένα διώροφο, παραδοσιακό κτίριο, το οποίο χρονολογείται από το 1926. Το έργο των μαθητών παρουσιάζεται συχνά σε εκθέσεις, ενώ στο ενεργητικό της Σχολής περιλαμβάνονται συμμετοχές σε διάφορους διαγωνισμούς, με πολλές διακρίσεις.
Όπως είναι φυσικό στον κεντρικό δρόμο του χωριού, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν, αλλά και να αγοράσουν τα καλαίσθητα δημιουργήματα των ταλαντούχων δημιουργών.
Στη σκιά της Σχολής βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι των Τριών Ιεραρχών (Αγίων Αναργύρων) χτισμένο το 1715 και αγιογραφημένο από τον Πέτρο Πεδιώτη με καταγωγή από την Κρήτη. Η εικόνα της Πλατυτέρας στο ιερό είναι μεταξύ των ωραιότερων μεταβυζαντινών απεικονίσεων της Θεοτόκου καθώς και του Παντοκράτορα στον τρούλο.
Το σκοτάδι είχε από ώρα απλωθεί στο χωριό
αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε καθόλου να συνεχίσουμε τη βόλτα μας και να βρεθούμε κάτω από το γεφύρι, περπατώντας δίπλα στο φωταγωγημένο ρυάκι που διατρέχει το χωριό.
Και μια ημερήσια φωτογραφία την οποία πήραμε την επόμενη μέρα που ξαναπεράσαμε, πηγαίνοντας προς Ελληνικό και Καρύταινα:
Η εξόρμησή μας στην πανέμορφη Στεμνίτσα έληξε, όταν η πλατεία ερήμωσε από κόσμο και οι τελευταίες νυχτερινές λήψεις του φωτισμένου Καμπαναριού “φυλακίστηκαν” για πάντα στη φωτογραφική μηχανή, αλλά και στην καρδιά μας.
Οδεύοντας προς το parking είδαμε ένα ολόγιομο φεγγάρι να σηκώνεται πίσω από τον λόφο. Ήταν η καλύτερη εικόνα που μας επιφύλαξε το χωριό για να μας πει τη δική του καληνύχτα!
Ελάτη-Στεμνίτσα
Ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Τρίπολης-Ολυμπίας αφήσαμε πίσω μας τη Βυτίνα, φτάνοντας μετά από λίγο σε μια διασταύρωση. Δύο ταμπέλες ενημερώνουν ότι, ευθεία ο δρόμος οδηγεί σε Ολυμπία (80 Km), Λαγκάδια (19 Km), Δημητσάνα (17 Km), αλλά και Στεμνίτσα συμπληρώνω εγώ, αφού αμέσως μετά τη Δημητσάνα, ο επισκέπτης συναντάει και αυτό το όμορφο χωριό. H αριστερή διαδρομή οδηγεί σε Στεμνίτσα (31 Km), Xρυσοβίτσι (20 Km), Πυργάκι (4 Κm) και Ελάτη (5 Κm).
Στο προηγούμενο ταξίδι είχαμε ακολουθήσει την πρώτη διαδρομή, οπότε αυτήν τη φορά ακολουθήσαμε τη δεύτερη, θέλοντας να διασχίσουμε ένα τμήμα του δυτικού Μαινάλου και να δούμε την καταπληκτική φύση της ορεινής Αρκαδίας, η οποία πλέον είχε αρχίσει να ντύνεται στα χρώματα του φθινοπώρου.

Ο δρόμος είναι στενός και κυλάει ανάμεσα σε έλατα, πλατάνια και άλλα δέντρα, τα οποία έχουν μπει για τα καλά στη χρυσοκίτρινη εποχή του χρόνου. Οι αντιθέσεις είναι έντονες, με το βαθύ πράσινο των ελάτων του Μαινάλου να κυριαρχεί στο τοπίο, δημιουργώντας ένα σκούρο φόντο για τα φυλλοβόλα δέντρα, ενώ κίτρινες και κόκκινες “εκρήξεις” σπάνε τη μονοτονία του πράσινου, χαρίζοντας ένα μοναδικό θέαμα χρωματικής πανδαισίας στον ταξιδιώτη.
Κάτω από τον βαθύ ίσκιο τεράστιων πλατανιών κυλάει ο ποταμός Μυλάοντας, ο οποίος μας έκανε να σταματήσουμε για λίγο και να περπατήσουμε, αλλάζοντας τα βήματά μας πάνω στις μεγάλες πέτρες, που βρίσκονται στην κοίτη του. Ο Μυλάοντας είναι το ποτάμι που φτάνει μέχρι τη Νυμφασία, εν συνεχεία χύνεται στον Τράγο ποταμό και μαζί με άλλα μικρότερα ποταμάκια τροφοδοτούν τον Λάδωνα (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο: Νυμφασία, το χωριό όπου έλουζαν τα μαλλιά τους οι Νύμφες).

Συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας. Αριστερά μας, χαμηλοί ελατοσκέπαστοι λόφοι και δεξιά μας, το ψηλό βουνό. Το πρώτο χωριό που ανταμώσαμε ήταν το Πυργάκι, το εγκαταλελειμμένο σήμερα ορεινό μικρό χωριό της Αρκαδίας, το οποίο έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.


Λίγο πριν μπούμε στο χωριό Ελάτη, πάνω στον δρόμο, συναντήσαμε στα αριστερά μας, ένα εργαστήριο κατασκευής ξύλινων δημιουργιών.

Εκείνα όμως που μας έκαναν να σταματήσουμε ήταν τα πανέμορφα άλογα, με τα οποία ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου προσφέρει βόλτες στο δάσος του Μαινάλου.



Ο Χρήστος Σιμόπουλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στην Ελάτη, μαζί με τη σύζυγό του, αναπαλαιώνοντας και αξιοποιώντας το παλιό συνεταιριστικό εργαστήριο επεξεργασίας ξύλου. Ο κέδρος είναι το υλικό που αγαπά να επεξεργάζεται ο καλλιτέχνης, δημιουργώντας τραπέζια, καρέκλες, φωτιστικά και άλλα χρήσιμα αντικείμενα.



Η Ελάτη είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, στις πλαγιές του Μαινάλου. Ανήκει στον Δήμο Βυτίνας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 27 κατοίκους. Κοντά στο χωριό βρίσκεται το Υδραγωγείο του Μεθυδρίου, καθώς και το Αρχαίο Μεθύδριο, αλλά σε αυτό το ταξίδι δεν τα επισκεφθήκαμε. Τα αφήσαμε εκκρεμότητα για την επόμενη φορά.
Το χωριό είναι μικρό, πνιγμένο μέσα στα έλατα και προσφέρεται τόσο για χειμερινές, όσο και για καλοκαιρινές αποδράσεις. Παλαιότερα η Ελάτη ήταν γνωστή με το όνομα Γαρζενίκος ή Δίρρεμα, που σημαίνει “χωριό μέσα στο δάσος”. Όποιος ενδιαφέρεται για διαμονή υπάρχει το συγκρότημα “Σαλέ Ελάτη” μέσα στο ελατόδασος.




Αμέσως μετά το χωριό, σε ένα καταπράσινο άπλωμα, μέσα στην αγκαλιά των ελάτων του Μαινάλου είδαμε τον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, που θεμελιώθηκε στις 5 Μαΐου 2000 και ολοκληρώθηκε 2 χρόνια αργότερα. Αυτό το αρχιτεκτονικό στολίδι δημιουργήθηκε με πέτρες από τη γύρω περιοχή και η ιδέα της ανέγερσης του ναού ανήκει σε ανθρώπους γεννημένους ή έχοντες ρίζες από την Ελάτη. Στο σημείο αυτό, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήκμαζε το χωριό Γαρζενίκος, το οποίο εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Σταθήκαμε για λίγα λεπτά θαυμάζοντας τον ναό αλλά και το μαγευτικό τοπίο.



Ο δρόμος στη συνέχεια έγινε ανηφορικός και ακόμα πιο στενός. Δεξιά και αριστερά έλατα! Προσπεράσαμε τη διασταύρωση για Λιμποβίσι, αφού το έχουμε επισκεφθεί σε παλαιότερο ταξίδι και συνεχίσαμε για Στεμνίτσα.

12 χιλιόμετρα πριν το χωριό, μέσα στο ελατόδασος βρίσκεται το All Seasons Paradise, ένα πολυτελές θέρετρο, με ξύλινα σπιτάκια, πισίνα, εστιατόριο και μπαρ. Oι επισκέπτες μπορούν να κάνουν διάφορες δραστηριότητες στο κατάλυμα ή πεζοπορίες στη γύρω περιοχή.
Μετά από μια στροφή του δρόμου, ο ορίζοντας κλείνει από αντικριστούς λόφους και από ψηλά είδαμε να ξεπροβάλλει το όμορφο χωριό της Στεμνίτσας. Σταματήσαμε για τις πρώτες φωτογραφίες!


Στα δεξιά μια πετρόχτιστη κρήνη μας καλωσόρισε, με το δροσερό γάργαρο νεράκι της, ενώ μια χρυσή πλακέτα με λίγα λόγια, σκοπό έχει να κάνει γνωστή την ιστορία του χωριού στον επισκέπτη, που πρόκειται να διασχίσει το κατώφλι της Στεμνίτσας.

Από εκεί ψηλά η θέα προς το χωριό είναι μεγαλειώδης και πανοραμική. Η Στεμνίτσα σκαρφαλώνει στα δυτικά “πόδια” του Μαινάλου, είναι προικισμένη με ανείπωτη ομορφιά, αλλά και φορτωμένη με ιστορία δίχως τέλος. Χτισμένη ανάμεσα σε τέσσερις ρεματιές, προσφέρει από όλες τις γειτονιές της, ανυπέρβλητη θέα στον επισκέπτη, που δεν είναι φυγόπονος και θα επιδιώξει να σκαρφαλώσει στα ψηλότερα σημεία της, για να καταπιεί αχόρταγα όλη την ομορφιά της. Επιβλητικά Πυργόσπιτα και πέτρινα καλντερίμια ανηφορίζουν ή κατηφορίζουν στις γύρω πλαγιές και πνίγονται μέσα σε πανύψηλα δέντρα και θεόρατους θάμνους.


Από τα πολύ ψηλά ξεκινήσαμε τη γνωριμία μας με το χωριό. Πριν μπούμε στο κέντρο της Στεμνίτσας ακολουθήσαμε την οδό Ζωοδόχου Πηγής, τον δρόμο που οριοθετεί το βόρειο τέλος του χωριού. Μετά από αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχουν άλλα σπίτια και ξεκινάει το βουνό. Εδώ συναντήσαμε τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής, ο οποίος στέκεται στο τέλος του λόφου και υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον 15ο αιώνα.

Η παράδοση λέει ότι ο ναός χτίστηκε το 1433 (20 χρόνια πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης) από τον επίσκοπο Αχίλλειο και τον διάκονό του, Βησσαρίωνα. Σε μια περιοδεία του στη Γορτυνία, ο επίσκοπος και ο διάκονός του έπεσαν σε ενέδρα ληστών και ευρισκόμενοι σε άμυνα σκότωσαν τους ληστές. Μετά από αυτό το συμβάν παραιτήθηκε του επισκοπικού του αξιώματος και μαζί με τον διάκονο αποσύρθηκαν στη Στεμνίτσα, χτίζοντας αρχικά τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, όπου πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους μετανοώντας.

Ο ναός αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821. Δίπλα στο ιερό του καθολικού σώζεται ένα διώροφο κτίσμα, το οποίο αποτέλεσε την έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, κατά την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου 1821. Εδώ λοιπόν συνεδρίασε η πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία μετεγκαταστάθηκε από τη Μονή Καλτεζών.

Το 1779 η Μονή έπαθε ζημιές από τους Τουρκαλβανούς, αλλά και το 1826 όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εισέβαλαν στη Στεμνίτσα, πάλι η Μονή γνώρισε καταστροφές. Τον Ηγούμενό της, τον κρέμασαν στον πλάτανο που βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι.


Πλησιάσαμε στην άκρη της πέτρινης μάντρας του περιβόλου του ναού, απ΄ όπου η θέα του χωριού μας έκοψε την ανάσα. Όλη η Στεμνίτσα κατρακυλούσε στον δασωμένο λόφο πανέμορφη και κούκλα.

![IMG_20201030_213928_990[1].jpg](https://www.travelstories.gr/community/data/attachment-files/2020/11/432832_b428e5f73026c2e9447cf3eba07514ff.jpg)

Αφήσαμε τα ψηλώματα και πήραμε τον κατήφορο. Διασχίσαμε όλο το χωριό και αμέσως μετά την πλατεία, ακολουθήσαμε έναν άλλο ανηφορικό δρόμο, ο οποίος οριοθετεί το τέλος της δυτικής πλευράς του χωριού. Είναι ο δρόμος στον οποίο βρίσκεται ο διάσημος ξενώνας Μπελλαίικο, ένα παραδοσιακό πέτρινο σπίτι, με απέραντη θέα προς όλη τη Στεμνίτσα.


Συναρπαστικό, θεϊκού κάλλους θέαμα αντικρίσαμε και από αυτό το σημείο. Δεν χορταίναμε την ομορφιά και τους ορίζοντες του απαράμιλλου τοπίου, με την πλούσια βλάστηση να οργιάζει γύρω μας.


Είχαμε μέχρι στιγμής καλύψει τα δύο από τα τρία σημεία που προσφέρουν εξαιρετική θέα στο χωριό, οπότε κινήσαμε για το τρίτο, που δεν είναι άλλο από το Κάστρο της Στεμνίτσας. Παρκάραμε πολύ κοντά στο κέντρο και με τα πόδια πλέον αρχίσαμε να ανηφορίζουμε ένα πλακόστρωτο δρομάκι, την οδό Πελοπίδα, το οποίο ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και οδηγεί στο Κάστρο. Πρώτα συναντήσαμε την εκκλησία της Παναγίας, πάνω από την πλατεία, η οποία ανακαινίστηκε το 1862.



Ακόμη και από τόσο χαμηλά η όμορφη θέα είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας.

Περπατώντας αυτά τα πρώτα μέτρα στο “πέτρινο κόσμημα” της Αρκαδίας είχαμε αρχίσει να εντυπωσιαζόμαστε με τα στιβαρά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, δηλαδή τα πέτρινα αρχοντικά σπίτια και τα ανηφορικά, λιθόστρωτα καλντερίμια του χωριού. Παντού γύρω μας κυριαρχούσε η πέτρα, η οποία έγραφε απίστευτα, με φόντο το καταπράσινο τοπίο.


Ο τόπος αυτός έχει διατηρήσει την αυθεντική φυσιογνωμία του, αντιστεκόμενος σθεναρά στην αλλοτρίωση και στη φθορά του χρόνου. Βέβαια κάποιες φορές, ο αδυσώπητος και αμείλικτος χρόνος καταφέρνει να νικήσει τη μαστοριά και τη μαεστρία των μαστόρων και των χτιστάδων των πέτρινων αρχοντικών της Στεμνίτσας. ‘Ομως ακόμα και έτσι, αυτά τα στολίδια εκπέμπουν δέος και γοητεία όταν τα κοιτάζεις και η ζωή θα βρίσκει πάντα τον τρόπο, να ξαναγεννηθεί και να μεγαλουργήσει, ακόμα και μέσα από τα ερείπια και τα χαλάσματα.




Λίγο πριν τα ανηφορικά πέτρινα σκαλιά που οδηγούν στο Κάστρο, στα αριστερά, συναντήσαμε τον ναό Παναγία η Μπαφέρω. Αυτή η ιδιαίτερη εκκλησία χρονολογείται από τον 12ο αιώνα και πρόκειται για μονόκλιτη Βασιλική με τρούλο. Ο ναός ήταν κλειστός, αλλά διάβασα ότι διαθέτει εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Πλατυτέρας και της Άκρας Ταπείνωσης.



Πίσω από τον ναό υπάρχει ένα μικρό δασάκι και εδώ βρίσκεται το μικροσκοπικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, το οποίο χρονολογείται από τον 14ο αιώνα και υπήρξε “Θέσις Διδακτηρίου Ελληνικής Σχολής Στεμνίτσας (1690-1828). Εδώ εμαθήτευσαν Φιλικοί και Αγωνιστές του 1821, καθώς και ο Πρωθυπουργός Αλέξ. Κουμουνδούρος”.





Στο ύψωμα υπήρχε μεσαιωνικό Κάστρο και το γραφικό ανηφορικό καλντερίμι μας οδήγησε στην κορυφή του,


όπου υπάρχει Ηρώο αφιερωμένο στους Αγωνιστές του 1821.

Μια έξοχη θέα προς το χωριό απλώθηκε μπροστά στα μάτια μας.



Δεν είναι όμως μόνο η ομορφιά του χωριού που σου κόβει την ανάσα, αλλά και η αγριάδα και η επιβλητικότητα των γύρω βουνών, με τις βαθιές χαράδρες που κυριαρχούν στο οπτικό πεδίο του θεατή, που φτάνει στην άκρη του πετρόχτιστου μπαλκονιού.



Περιδιαβαίνοντας στη συνοικία του Κάστρου εντυπωσιαστήκαμε από τα πέτρινα σπίτια με τα κατώγια και τα ξύλινα χαγιάτια, αλλά και από τα τριώροφα πυργοειδή οικοδομήματα, όπως για παράδειγμα το οίκημα των Ροϊλών. Όλο το χωριό αποτελεί πρότυπο παραδοσιακής Αρκαδικής αρχιτεκτονικής, η οποία έχει διατηρηθεί με πολύ φροντίδα μέχρι σήμερα.

Η γραφική πλατεία του χωριού είναι ο τόπος συνάντησης για τους κατοίκους, αλλά και για τους επισκέπτες. Τα όμορφα καφενεία γύρω από την πλατεία αποτελούν το ιδανικό σημείο για χαλάρωση, θαυμάζοντας τη θέα προς την πλαγιά του όρους Κλινίτσα και προς το ελατοσκέπαστο Μαίναλο. Στην πλατεία λοιπόν της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας καταλήξαμε και εμείς μετά τη βόλτα μας στο Κάστρο και καθίσαμε στο ψητοπωλείο “Στεμνίτσα” για φαγητό.


Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, αλλά η θέα εξαιρετικότερη, αφού μπροστά μας ορθωνόταν ο επιβλητικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου του 1810, χτισμένος με πελεκητή πέτρα από Στεμνιτσιώτες μαστόρους. Κατά την παράδοση χτίστηκε μέσα σε μόλις 75 μέρες, γιατί η άδεια κατασκευής των τουρκικών αρχών είχε περιορισμένη χρονική ισχύ. Αρκετές τοιχογραφίες, αλλά και ο Παντοκράτορας στον τρούλο, είναι του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος δούλεψε το 1953 στην αγιογράφηση του ναού.

Ανάμεσα σε αξιόλογες φορητές εικόνες, που κοσμούν το εσωτερικό της εκκλησίας, υπάρχει και η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής με αργυρώ κάλυμμα. Κάθε χρόνο, την παραμονή της εορτής της, μεταφέρεται με πομπή στην παλαιά της θέση, στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, για τον οποίο σας μίλησα λίγο νωρίτερα. Μετά τη θεία λειτουργία μεταφέρεται πάλι στον Άγιο Γεώργιο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν η εικόνα ανεβαίνει στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής είναι πολύ ελαφριά, θέλοντας έτσι να δείξει τη χαρά της για την επιστροφή της στην αρχική της θέση. Όμως στο κατέβασμα, προς τον Άγιο Γεώργιο, οι μεταφορείς την αισθάνονται πολύ βαριά. Εδώ τα διάβασα αυτά που σας περιγράφω και ουδεμίαν ευθύνη φέρω περαιτέρω για τα γραφόμενα: https://www.arcadiaportal.gr/news/e...i-zoodohoy-pigis-i-hrysopigis-stemnitsas-pics
Το τραπέζι που καθήσαμε βρισκόταν στα “πόδια” του τριώροφου Καμπαναριού, το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από τον Τήνιο μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Θεοτικό το 1877, από ντόπια λευκή πέτρα. Η μικρή καμπάνα στην κορυφή του έχει έτος κατασκευής το 1815 και είναι δημιουργία ντόπιου καμπανοποιού.


Η Στεμνίτσα φημίζεται για το καλό φαγητό και για τα τοπικά γλυκά (μπουρέκια, δίπλες και λοιπά). Η πλατεία με τα παραδοσιακά καφενεία της, όπως η “Γερουσία” αποτελεί πόλο έλξης για αραλίκι, τάβλι και ατελείωτες δοκιμές των τοπικών σπεσιαλιτέ. Διάσημοι είναι και οι παραδοσιακοί λουκουμάδες, τους οποίους μπορείτε να γευτείτε στο “Καταφύγιο”,

ενώ στον κεντρικό δρόμο βρίσκεται το κατάστημα “Αρκαδικό”, στο οποίο θα βρείτε μεγάλη ποικιλία παραδοσιακών γλυκών, μέλι, μαρμελάδες, ζυμαρικά και γλυκά ταψιού.

Στην πλατεία βρίσκεται και το Δημαρχείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό κτίριο,

αλλά και ένα ξύλινο, παλαιού τύπου περίπτερο.

Δεν το επισκεφθήκαμε, αλλά οφείλω να κάνω αναφορά και να γράψω λίγα λόγια για το Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο ίδρυσαν το 1985, ο Γιάννης και η Eιρήνη Σαββοπούλου και στεγάζεται σε τριώροφο αρχοντικό του 18ου αιώνα (πρώην οικία Γεωργίου Xατζή). Στα εκθέματα περιλαμβάνονται αναπαραστάσεις εργαστηρίων παραδοσιακών επαγγελμάτων, αναπαράσταση του εσωτερικού στεμνιτσιώτικου σπιτιού, μεταβυζαντινές εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, όπλα του Aγώνα, έργα κεραμικής, μεταλλοτεχνίας και ξυλογλυπτικής, κεντήματα, υφαντά, φιγούρες θεάτρου σκιών και παραδοσιακές φορεσιές.
Σηκωθήκαμε για να συνεχίσουμε τη βόλτα μας στη Στεμνίτσα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Υψούς. Σύμφωνα με τη μυθολογία χτίστηκε από τον Υψούντα, έναν από τους 50 γιους του βασιλιά της Αρκαδίας, Λυκάοντα. Αναφορά για την Υψούντα γίνεται και από τον Παυσανία στα “Αρκαδικά”. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς μετονομάστηκε σε Στεμνίτσα, αλλά εικάζεται ότι έγινε τον 7ο αιώνα μ.Χ., μετά την εποίκηση των περιοχών από Σλάβους. Στεμνίτσα στα Σλάβικα σημαίνει “τόπος δασώδης και σκιερός”

Στην Επανάσταση του 1821 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Χρησίμευσε ως έδρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος την αποκαλούσε “χωροπούλα του Μοριά”. Λόγω του ρόλου της στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα διετέλεσε έδρα της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας και πρώτη άτυπη πρωτεύουσα του επαναστατημένου Ελληνικού Έθνους για έναν μήνα. Υπήρξε έδρα του Δήμου Τρικολώνων που λειτούργησε την περίοδο 1835-1912, καθώς και του σύγχρονου Δήμου Τρικολώνων που λειτούργησε την περίοδο 1999-2010.
Πήραμε να ανηφορίζουμε πλακόστρωτα καλντερίμια, τα οποία μας οδήγησαν στις πάνω ρούγες του χωριού, απολαμβάνοντας σε κάθε μας βήμα καταπληκτικές εικόνες, ενώ το σούρουπο είχε αρχίσει να απλώνεται στις γειτονιές της Στεμνίτσας.







Περπατώντας στη δημοσιά προσπεράσαμε τον πετρόχτιστο δημοτικό φούρνο

και φτάσαμε έξω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία ορθώνεται μεγαλοπρεπής δίπλα στο Country Club και είναι χτισμένη το 1854.



Ήδη από τα μεταβυζαντινά χρόνια η Στεμνίτσα αποτελεί κέντρο αργυροχρυσοχοΐας και μεταλλουργίας, με ξακουστούς τεχνίτες που έχουν εδραιώσει μια μακραίωνη παράδοση σε αυτόν τον χώρο. Έτσι εδώ έχει ιδρυθεί η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας, η οποία ανήκει στη Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης και λειτουργεί ως δημόσιο ΙΕΚ, το οποίο απευθύνεται σε αποφοίτους Λυκείου και διδάσκει μαθητές απ΄ όλη τη χώρα.
Ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών του χωριού οφείλεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων, στα τάματα που έκαναν οι ξακουστοί τεχνίτες, οι οποίοι κατά τις περιοδείες τους, έκαναν διάφορες μπαγαποντιές και μικροαπατεωνιές και έτσι έχτιζαν και από μια εκκλησία για εξιλέωση. Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας ασχολήθηκαν με πολλές τέχνες (χαλκωματάδες, γανωματάδες, σιδεράδες, πυριτιδοποιοί και άλλα) και ήδη από τον 16ο αιώνα, μαζί με τους αντίστοιχους τεχνίτες της διπλανής Δημητσάνας, ταξίδευαν προωθώντας τα προϊόντα, αλλά και την τέχνη τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αλλού. Οι Στεμνιτσιώτες όμως ξεχώρισαν κυρίως στην αργυροχρυσοχοΐα, την τέχνη που διδάσκεται ακόμη και σήμερα στο χωριό.
Λέγεται ότι ήταν τόσο παθιασμένοι με την τέχνη τους, που είχαν διαμορφώσει τα σαμάρια των ζώων, τα οποία αποτελούσαν τα μοναδικά μεταφορικά μέσα της εποχής, έτσι ώστε να μπορούν να δουλεύουν, ενώ ταξιδεύουν. Οι τεχνίτες κρατούσαν πολύ καλά κρυμμένα τα μυστικά της τέχνης τους, γι΄ αυτό είχαν εφεύρει συνθηματική γλώσσα, τα Μεστιτσιώτικα, τα οποία στην ουσία ήταν αναγραμματισμός συμφώνων, μαζί με κάποιες αυτοσχέδιες λέξεις (κάτι σαν τα γνωστά, δικά μας κορακίστικα), η κατανόηση των οποίων ήταν εντελώς αδύνατη.
Κατηφορίζοντας σε ένα καλντερίμι, φτάσαμε έξω από το κτίριο της Σχολής, το οποίο ήταν πλέον φωτισμένο, λαμποκοπώντας και ξεχωρίζοντας μέσα στο σκοτάδι, που είχε απλωθεί στο χωριό. Η Σχολή στεγάζεται σε ένα διώροφο, παραδοσιακό κτίριο, το οποίο χρονολογείται από το 1926. Το έργο των μαθητών παρουσιάζεται συχνά σε εκθέσεις, ενώ στο ενεργητικό της Σχολής περιλαμβάνονται συμμετοχές σε διάφορους διαγωνισμούς, με πολλές διακρίσεις.



Όπως είναι φυσικό στον κεντρικό δρόμο του χωριού, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν, αλλά και να αγοράσουν τα καλαίσθητα δημιουργήματα των ταλαντούχων δημιουργών.


Στη σκιά της Σχολής βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι των Τριών Ιεραρχών (Αγίων Αναργύρων) χτισμένο το 1715 και αγιογραφημένο από τον Πέτρο Πεδιώτη με καταγωγή από την Κρήτη. Η εικόνα της Πλατυτέρας στο ιερό είναι μεταξύ των ωραιότερων μεταβυζαντινών απεικονίσεων της Θεοτόκου καθώς και του Παντοκράτορα στον τρούλο.
Το σκοτάδι είχε από ώρα απλωθεί στο χωριό


αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε καθόλου να συνεχίσουμε τη βόλτα μας και να βρεθούμε κάτω από το γεφύρι, περπατώντας δίπλα στο φωταγωγημένο ρυάκι που διατρέχει το χωριό.


Και μια ημερήσια φωτογραφία την οποία πήραμε την επόμενη μέρα που ξαναπεράσαμε, πηγαίνοντας προς Ελληνικό και Καρύταινα:

Η εξόρμησή μας στην πανέμορφη Στεμνίτσα έληξε, όταν η πλατεία ερήμωσε από κόσμο και οι τελευταίες νυχτερινές λήψεις του φωτισμένου Καμπαναριού “φυλακίστηκαν” για πάντα στη φωτογραφική μηχανή, αλλά και στην καρδιά μας.


Οδεύοντας προς το parking είδαμε ένα ολόγιομο φεγγάρι να σηκώνεται πίσω από τον λόφο. Ήταν η καλύτερη εικόνα που μας επιφύλαξε το χωριό για να μας πει τη δική του καληνύχτα!

Last edited: