psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Λειψοί
Επίσκεψη : Αύγουστος 2017 & Αύγουστος 2019
Διάρκεια: 3 & 3 μέρες αντίστοιχα
Είναι κάποια νησιά που σου παίρνουν το μυαλό από την αρχή.
Είναι κάποια νησιά που ‘’κουμπώνεις’’ κατευθείαν πάνω τους.
Είναι κάποια νησιά που σου φέρονται τόσο φιλόξενα, λες και πας εκεί χρόνια.
Είναι κάποια νησιά στα οποία με το που φεύγεις αδημονείς να ξαναπάς.
Ε, οι Λειψοί είναι όλα τα παραπάνω μαζί!
2017
Μετά από τόσα χρόνια φανατικά στις Κυκλάδες, δε περίμενα ότι θα βρω άλλο νησιώτικο σύμπλεγμα που μπορεί να με γοητεύσει τόσο πολύ. Ευτυχώς έκανα λάθος, καθώς το βάπτισμα του πυρός στα πιο μικρά και συγκεκριμένα στα Βόρεια Δωδεκάνησα ξεκίνησε από τους Λειψούς. Ήταν η αρχή της διαδρομής και θα είναι ίσως για πάντα η μόνιμη επιστροφή.
Μέρα πρώτη - άφιξη:
Φτάσαμε με το καταμαράν 2 ώρες μετά την αναχώρηση μας από τη Κω, έχοντας διαβάσει κάποια λίγα αλλά πολύ καλά σχόλια μέσω του travelstories για το πόσο ξελογιαστικό νησί είναι, μην έχοντας όμως ξεκάθαρο το τι πρόκειται να δούμε.
Η εικόνα κατά την άφιξη μας παρέπεμπε σε κάτι Κυκλαδίτικο:
Κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς το κέντρο της χώρας, μένοντας έκπληκτοι από την ομορφιά, την οργάνωση και τη καθαριότητα του μέρους. Παρόλο που ήταν αρχές Αυγούστου, υπήρχε σχεδόν απόλυτη ησυχία, αντίκτυπο της καλοκαιρινής ραστώνης. Βγάλαμε κάποιες πρώτες φωτογραφίες όσο περιμέναμε τον ιδιοκτήτη μας, ο οποίος δε βιαζόταν και ιδιαίτερα:
Αφήσαμε τα πράγματα στο πολύ όμορφο δωμάτιο με το μεγάλο κήπο και φορέσαμε μαγιό. Θέλαμε απεγνωσμένα μια βουτιά, και για το λόγο αυτό κατεβήκαμε πάλι από τα στενάκια
στο κέντρο όπου βρίσκεται η αφετηρία των ταξί και των λεωφορείων του νησιού:
Παίρνοντας το πρώτο διαθέσιμο ταξί μετά από λίγη ώρα, το ένα από τα δύο όλα κι όλα του νησιού που πηγαινοέρχονται ακατάπαυστα, το μήνυμα ήταν σαφέστατο: Πλατύς Γιαλός. Ένα μέρος, μια παραλία για την ακρίβεια, την οποία μας είχαν περιγράψει με τόσες λεπτομέρειες και ανυπομονούσαμε να τη δούμε. Ελάχιστα λεπτά μετά αντικρύσαμε αυτό:
Το ταξί μας άφησε παράπλευρα και λίγα μέτρα μας χώριζαν πλέον από αυτή την εκπληκτικής ομορφιάς παραλία:
Κατεβήκαμε και πιάσαμε ένα πόστο στην υπέροχη σκιά από τα δεντράκια. Η πρώτη βουτιά δεν άργησε να γίνει, μάλιστα έχοντας και παρέα τις διάσημες πάπιες, πρώτες φίρμες του Πλατύ γιαλού:
Συνεχίσαμε τις βουτιές και αφού τελείωσαν οι αδιάφοροι καφέδες, ανέβηκα στη πολύ όμορφη ταβέρνα ακριβώς πάνω απ’ τη παραλία για να φέρω μπύρες. Κατεβαίνω μετά από λίγα λεπτά με την ατάκα ‘’φίλε, πάνω παίζει δυνατά παλιό λαϊκό, κι έχει μια παρέα που κάνει χαμό, ας το έχουμε στα υπόψιν’’ :
Η πρώτη μπύρα έγινε δεύτερη, το υπόλοιπο πρόγραμμα της μέρας ακυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πείνα είχε έρθει μαζί με τη -πάντα ατελείωτη δίψα- οπότε ο δρόμος οδηγούσε ίσια πάνω στη ταβέρνα.
Πιάσαμε ένα καλό πόστο με θέα στο Πλατύ γιαλό και παραγγείλαμε τα πρώτα και μια ακόμα γύρα μπύρες. Η μουσική όλο και δυνάμωνε:
Η διάθεση ανέβαινε συνεχώς, κυριότερα όταν έπαψε η μουσική και άρχισαν να κουρδίζουν τα όργανα:
Και τα όργανα κούρδισαν και μπήκαν με τη «Τράτα» του Θανάση σε ένα απόλυτα αυθεντικό Ελληνικό καλοκαιρινό σκηνικό, με τον κόσμο να τραγουδάει, τις πενιές να ακούγονται και την υπέροχη παραλία στο βάθος, σε ένα μικροσκοπικό νησί κάπου στα βόρεια Δωδεκάνησα:
Έχουν περάσει λίγο περισσότερο από δύο χρόνια, και έχω φέρει στο μυαλό μου το συγκεκριμένο Αυγουστιάτικο απόγευμα ουκ ολίγες φορές. Αν κάποιος μου ζητήσει να του περιγράψω το απόλυτο Ελληνικό καλοκαίρι, θα του περιγράψω αυτό ακριβώς του απόγευμα στους Λειψούς!
Δεν αργήσαμε να γίνουμε παρέα, και παρέα στη παρέα στο τέλος όλοι μια παρέα. Όλο το μαγαζί σε ένα τραπέζι, το μπουζούκι να αλλάζει χέρια, και τα κεράσματα με μπύρες και τσίπουρα απ’ τον ένα στον άλλο να μη σταματούν. Άνθρωποι άγνωστοι μέχρι πριν 2 ώρες, να γλεντοκοπάνε, να συζητάνε, να αλληλοκερνιούνται λες και ήταν χρόνια γνώριμοι. Βρείτε μου παρακαλώ μια χώρα του κόσμου που μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο και θα σας παραδεχτώ.
Η ώρα περνούσε χωρίς να νοιάζει κανέναν. Τα τραγούδια του Μάρκου διαδέχονταν αυτά του Τσιτσάνη, και τα ψυγεία άδειαζαν για πλάκα. Για πότε ήρθε η βαθιά νύχτα σίγουρα δε καταλάβαμε. Πρέπει να ήταν περασμένες μία όταν και αρχίσαμε να συμμαζευόμαστε. Ήμασταν φυσικά ακόμα με τα μαγιό, και εκτός των άλλων με μια μεγάλη θολούρα στο κεφάλι.
Πληρώσαμε και ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στη χώρα μες τα σκοτάδια, ακατάλληλοι φυσικά για το παραμικρό προσανατολισμό. Δε ξέρω με ποια λογική μπήκαμε στη διαδικασία να κάνουμε σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα περπατώντας υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά τι ψάχνεις να βρεις… Για καλή μας τύχη, ένα μικρό όχημα με καρότσα σταμάτησε να μας περιμαζέψει, χωρίς μάλιστα να κάνουμε ωτοστόπ ή κάτι αντίστοιχο, δείγμα της τρομερής φιλοξενίας που υπάρχει στο νησί. Τα παιδιά μας ρώτησαν μάλιστα και που μένουμε, προκειμένου να μας αφήσουν ακριβώς. Ο δρόμος που ανέβαινε στο δωμάτιο μας ξεκινούσε από ένα μπαρ πάνω από τη παραλία της Λεντούς το οποίο ήταν γεμάτο από κόσμο εκείνη την ώρα. Φανταστείτε τη σουρεαλιστική σκηνή να σαλτάρουν από μια καρότσα δύο μαντράχαλοι με μαγιό, πετσέτες στον ώμο, γυαλί ηλίου και έξαλλή κατάσταση! Το καλό της υπόθεσης είναι ότι κρατηθήκαμε και δε μπήκαμε κατευθείαν μέσα για ποτό . Το κακό είναι ότι δε ξαναβγήκαμε το συγκεκριμένο βράδυ, κάτι απόλυτα λογικό…
Μπορώ να πω πλέον με βεβαιότητα, κάτι που φυσικά ήμουν σίγουρος από την αρχή, ότι αυτή ήταν μία από τις καλύτερες ημέρες της ταξιδιωτικής μου ζωής με ανεπανάληπτες στιγμές, γνωριμίες, καταστάσεις απείρου κάλλους, μουσικές εμπειρίες που με οδήγησαν σε αποφάσεις και γενικότερα στιγμές που θα με ακολουθούν μια ζωή.
Μέρα δεύτερη:
Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς ψάχνοντας απεγνωσμένα για νερό, πάλι καλά που είχαμε προνοήσει γι’ αυτό, και με χίλιους κόπους μαζέψαμε τα κομμάτια μας και κατεβήκαμε στο διάσημο φούρνο της χώρας για να πιούμε το καφέ της παρηγοριάς και του απολογισμού και να φάμε κάτι:
Εννοείται πως οι στιγμές γέλιου ήταν απεριόριστες, ειδικά όταν αρχίσαμε να βλέπουμε χθεσινούς φίλους από τη ταβέρνα του Πλατύ γιαλού.
Ανασυνταχθήκαμε και αναχωρήσαμε για μπάνιο με το τοπικό λεωφορείο. Προορισμός μας αρχικά η «Χοχλακούρα» που δεν ήταν για πολλά, και τελικώς η πολύ όμορφη παραλία της «Κατσαδιάς» φημισμένη και αυτή στο νησί:
Ωραία παγωμένα βαθιά νερά, σκιά, και το εστιατόριο μπαρ χτισμένο από πάνω της, στο γνωστό σε πολλούς «Ντιλάιλα» στο οποί φτάσαμε προχωρημένο μεσημέρι και πιάσαμε μια ωραία σκιά για να δοκιμάσουμε τις μπύρες του:
Κάναμε το μπάνιο μας και επιστρέψαμε απογευματάκι στη χώρα. Είχαμε δει από τη προηγούμενη ότι τις Κυριακές δε γίνεται το τουρ με το καΐκι του «Καπετάν Γιάννη» το οποίο δε πρέπει να χάσει κανένας μα κανένας που επισκέπτεται τους Λειψούς, για το λόγο αυτό αφήσαμε στην άκρη τα πρωϊνά εισιτήρια για Λέρο που ήδη είχαμε και εκδώσαμε δύο καινούρια με το «Νήσος Κάλυμνος» για το επόμενο βράδυ, κάτι που μας έδινε ευελιξία και χρόνο ώστε να κάνουμε την εκδρομή. Πήγαμε και στο καΐκι να επιβεβαιώσουμε τη συμμετοχή μας για την επομένη, καθώς έχει περιορισμένο αριθμό ατόμων. Όλα αυτά στο λιμάνι βεβαίως, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 500 μέτρων.
Επειδή όπως καταλαβαίνετε καταβάλλαμε μεγάλο κόπο και είχαμε κουραστεί, φροντίσαμε να ξαποστάσουμε στο φιλόξενο ουζερί του Θρασύβουλου ή αλλιώς όπως είναι γνωστό του «Ασπράκη», σημείο κατατεθέν στο λιμάνι του νησιού, με τη περίφημη ταμπέλα «Ούζου και μεζέ γωνία» :
Δε γίνεται να πατήσεις στους Λειψούς και να μη πέσεις πάνω του. Δε γίνεται να μη καθίσεις. Δε γίνεται να μη παραγγείλεις φρέσκο χταπόδι, το οποίο αφήνεται στον ήλιο όλη μέρα και ψήνεται επιτόπου. Αφού τα κάναμε όλα προβλεπόμενα λοιπόν σε συνδυασμό με ένα εξαιρετικό καζανιαστό ούζο Χίου το οποίο κολλούσε στη περίσταση, χαιρετηθήκαμε με τους χθεσινούς φίλους που ανταμώσαμε εκεί και κάναμε τη πλάκα μας με ατάκες από τη προηγούμενη. Εννοείται ότι κρατάμε ακόμα και σήμερα επαφή ανελλιπώς!
Επιστρέψαμε στο σπίτι για να ετοιμαστούμε, και βουλιάξαμε στη πολύ όμορφη βεράντα μας με καλές μουσικές, ποτά, και σχέδια για το επερχόμενο υπερατλαντικό στη Κούβα, που τότε ακόμα αποτελούσε άπιαστο όνειρο.
Ποτό στο ποτό η ώρα πέρασε, και λίγο μετά τις 11 κατεβήκαμε στη χώρα και καθίσαμε ξανά στου Ασπράκη, καθώς είχε αρκετή κίνηση και δυνατή μουσική. Μετά τη μία κάναμε μια βόλτα για να δούμε αν παίζει κάτι άλλο από νύχτα στο νησί, και καταλήξαμε σε ένα τύπου Ελληνάδικο από την άλλη πλευρά του λιμανιού, χωρίς όμως να το κάψουμε καθώς την άλλη μέρα είχαμε εκδρομή. Και τι εκδρομή!
Μέρα τρίτη - αναχώρηση:
Ξυπνήσαμε πριν τις εννιά το πρωί και αφού φτιάξαμε τα πράγματα ώστε να είναι έτοιμα, κατεβήκαμε στο λιμάνι για να φάμε κάτι από το φούρνο, να πάρουμε καφεδάκια και να ανεβούμε στο καΐκι με το όνομα «Ρένα» για τη πολυπόθητη εκδρομή που μας κράτησε παραπάνω στους Λειψούς (άλλο που δε θέλαμε). Να διευκρινίσω ότι αντίστοιχα τουρ γίνονται και από Πάτμο, αλλά και από Λέρο, όμως από Λειψούς είναι αρκετά πιο κοντά και έχεις πολλές ώρες στη διάθεση σου να το απολαύσεις.
Αφού ολόκληρο καΐκι περίμενε εμάς, καθώς τελευταία στιγμή αποφασίσαμε ότι έπρεπε να πάρουμε μπύρες για να τις βάλουμε στο ψυγείο, ξεκινήσαμε ελάχιστα λεπτά μετά τις δέκα.
Ο καιρός ήταν ο απόλυτος σύμμαχος μας, παράγοντας πολύ σημαντικός για μια τέτοια θαλάσσια εκδρομή:
Η πρώτη στάση έγινε στο «Μακρονήσι» με τους εντυπωσιακούς βραχώδεις σχηματισμούς, τις σπηλιές, και τα βαθιά μπλε νερά:
Στο καΐκι υπήρχαν και μάσκες για όσους επιθυμούσαν να εξερευνήσουν περαιτέρω:
45 λεπτά μετά σήμανε αναχώρηση καθώς τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Πλεύσαμε παραπλέυρως των Λειψών, περνώντας από Κατσαδιά και Μονοδένδρι:
Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε το «Ασπρονήσι» του οποίου οι φωτογραφίες είναι καρτ ποστάλ. Αν κάποιος κάνει αναζήτηση στο Internet για τους Λειψούς είναι από τις εικόνες που σίγουρα θα δει και δικαίως.
Τι να πούμε για μια τέτοια θάλασσα; Τι να πούμε γι αυτή την ομορφιά;
Είναι νομίζω απόλυτα κατανοητή η ονομασία Ασπρονήσι:
Στο σημείο εκείνο ξοδέψαμε άλλη μια ώρα περίπου και φύγαμε για να δούμε κάτι ακόμα καλύτερο όπως μας υποσχέθηκαν ο καπετάνιος και ο αδερφός του, με τους οποίους προλάβαμε να πιάσουμε φιλίες καθόσον συνομήλικοι πάνω – κάτω. Μα τι πιο ωραίο πρόκειται να δούμε αναρωτηθήκαμε φωναχτά; Μην ανησυχείτε, κάντε λίγο υπομονή, βάλαμε πλώρη για Αρκιούς!
Στους Αρκιούς, το μικρό αυτό νησάκι των Δωδεκανήσων το οποίο είχε γίνει ευρύτερα γνωστό το χειμώνα που πέρασε από τις ειδήσεις για τη παρέλαση του ενός μαθητή, βρίσκεται η παραλία με το όνομα «Τηγανάκια» με τα έντονα ρεύματα της και τα χρώματα Καραϊβικής (ή μήπως η Καραϊβική έχει χρώματα Ελλάδας;), η οποία αποτελεί διάσημο πόλο έλξης για όλα τα σκάφη που εκδράμουν στα νερά των Βόρειων Δωδεκανήσων. Για μια φορά ακόμη, προτιμώ να αφήσω την εικόνα να μιλήσει:
Και ξανά :
Ευτυχώς αντίστοιχες εικόνες έχουμε δει αρκετές στη χώρα μας, εδώ όμως ξεχωρίζουν συνολικά:
Κι ένα βίντεο παλιμπαιδισμού:
Η μία ώρα και κάτι που περάσαμε εκεί δε μας έφτασε -και πώς να σου φτάσει άλλωστε- καθώς είχε μεσημεριάσει και πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Που να βρεις ταβέρνα τέτοια ώρα; Μα φυσικά σε ένα άλλο νησί. Ξεκινήσαμε λοιπόν για το παραδιπλανό «Μαράθι» (ή Μάραθος) ένα μικρό νησάκι απέναντι από τους Αρκιούς, με τρία εστιατόρια, κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια, και μόνιμο πληθυσμό τριών ατόμων όπως μάθαμε:
Κάναμε μια γρήγορη βουτιά στα πολύ ωραία νερά του καθώς είχαμε ώρα μπροστά μας επειδή ήταν η μεγαλύτερη, σχεδόν δίωρη στάση της εκδρομής.
Κατόπιν όντας σωστά πληροφορημένοι γι΄ακόμα μια φορά καθίσαμε στη πιο όμορφη ταβέρνα, τον «Σταυραγκό», ο οποίος ακριβώς απο πάνω έχει και δωμάτια, για όσους ψάχνουν την απόλυτη γαλήνη στις διακοπές τους. Θα ήθελα σίγουρα να περάσω μερικές μέρες διακοπών σε ένα τέτοιο τόπο…
Το φαγητό ήταν αυτό που χρειαζόμασταν πριν τη συνέχεια η οποία συμπεριλάμβανε επίσκεψη μιας ώρας στο νησί των Αρκιών:
Δέσαμε στη μαρίνα εσωτερικά του λιμανιού και κάναμε μια βόλτα στο χωρίο:
Είναι πραγματικά μαγική η αίσθηση να περιπλανείσαι σε τόσο απομονωμένες γωνιές της χώρας μας. Κάθε φορά που επισκέπτομαι ένα τέτοιο μέρος προσπαθώ να κάνω το παραλληλισμό με τη ζωή μου, πράγμα σχεδόν αδύνατο.
Περπατήσαμε ως το λιμάνι που δένουν τα εμπορικά πλοία και ήπιαμε έναν Ελληνικό καφέ στο πολύ ιδιαίτερο και ωραίο καφενείο:
Φύγαμε από τους Αρκιούς μια ώρα μετά, σκεπτόμενοι ότι σε ένα προορισμό τέτοιου είδους ότι πρέπει να πάμε, να διανυκτερεύσουμε και να τον δούμε όπως πρέπει:
(Περισσότερες πληροφορίες & φωτογραφίες για τα δύο αυτά νησάκια, σε επόμενο, bonus κεφάλαιο)
Πήραμε τη ρότα για τους Λειψούς προκειμένου να κλείσει η σημερινή περιήγηση. Δε μπορούσε τίποτα να σταθεί ικανό να μου χαλάσει τη διάθεση, ούτε ο κόπανος που με σκούντηξε πάνω στο καΐκι με αποτέλεσμα να χάσω το ολοκαίνουριο κινητό μου στα νερά του Αιγαίου, χωρίς καν να μου ζητήσει συγγνώμη. Στη ζωή αυτή πρέπει να στεναχωριόμαστε για τα σοβαρά ζητήματα, και όχι για τα υλικά.
Φτάσαμε λίγο μετά τις έξι, πήραμε τα πράγματα μας τα οποία τα παρατήσαμε στο λιμάνι, και πεταχτήκαμε για μερικές τελευταίες μπύρες και ένα μεζέ στον «Ασπράκη». Όταν το πλοίο φάνηκε στη μπούκα του λιμανιού κατεβήκαμε προς τα εκεί, μαζέψαμε τις παρατημένες αποσκευές μας και ανεβήκαμε πάνω προκειμένου να αναχωρήσουμε για Λέρο:
Αποχωριστήκαμε τους Λειψούς σχεδόν με στεναχώρια, καθώς ήταν ένα εκπληκτικό ξεκίνημα στις διακοπές μας, και δε περιμέναμε να περάσουμε τόσο καλά. Τι να πρωτοπώ για το μέρος αυτό; Ποιότητα; Φιλοξενία; Καθαριότητα; Όλα άριστα, από τη πρώτη ως τη τελευταία στιγμή. Συναισθήματα που δε περιγράφονται μέσα σε λίγες λέξεις και μερικές φωτογραφίες. Το νησί είναι το κάτι διαφορετικό, είναι αξιόλογο, είναι προορισμός που αξίζει την ευκαιρία, και σ’ αυτό σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κατοίκων αποτελείται από νέους ανθρώπους.
Δώσαμε για άλλη μια φορά την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε, χαλαστήκαμε που δε μας βγήκε το πρόγραμμα την αμέσως επόμενη χρονιά, και το πετύχαμε τελικά τη μεθεπόμενη!
Επίσκεψη : Αύγουστος 2017 & Αύγουστος 2019
Διάρκεια: 3 & 3 μέρες αντίστοιχα
Είναι κάποια νησιά που σου παίρνουν το μυαλό από την αρχή.
Είναι κάποια νησιά που ‘’κουμπώνεις’’ κατευθείαν πάνω τους.
Είναι κάποια νησιά που σου φέρονται τόσο φιλόξενα, λες και πας εκεί χρόνια.
Είναι κάποια νησιά στα οποία με το που φεύγεις αδημονείς να ξαναπάς.
Ε, οι Λειψοί είναι όλα τα παραπάνω μαζί!
2017
Μετά από τόσα χρόνια φανατικά στις Κυκλάδες, δε περίμενα ότι θα βρω άλλο νησιώτικο σύμπλεγμα που μπορεί να με γοητεύσει τόσο πολύ. Ευτυχώς έκανα λάθος, καθώς το βάπτισμα του πυρός στα πιο μικρά και συγκεκριμένα στα Βόρεια Δωδεκάνησα ξεκίνησε από τους Λειψούς. Ήταν η αρχή της διαδρομής και θα είναι ίσως για πάντα η μόνιμη επιστροφή.
Μέρα πρώτη - άφιξη:
Φτάσαμε με το καταμαράν 2 ώρες μετά την αναχώρηση μας από τη Κω, έχοντας διαβάσει κάποια λίγα αλλά πολύ καλά σχόλια μέσω του travelstories για το πόσο ξελογιαστικό νησί είναι, μην έχοντας όμως ξεκάθαρο το τι πρόκειται να δούμε.
Η εικόνα κατά την άφιξη μας παρέπεμπε σε κάτι Κυκλαδίτικο:


Κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς το κέντρο της χώρας, μένοντας έκπληκτοι από την ομορφιά, την οργάνωση και τη καθαριότητα του μέρους. Παρόλο που ήταν αρχές Αυγούστου, υπήρχε σχεδόν απόλυτη ησυχία, αντίκτυπο της καλοκαιρινής ραστώνης. Βγάλαμε κάποιες πρώτες φωτογραφίες όσο περιμέναμε τον ιδιοκτήτη μας, ο οποίος δε βιαζόταν και ιδιαίτερα:


Αφήσαμε τα πράγματα στο πολύ όμορφο δωμάτιο με το μεγάλο κήπο και φορέσαμε μαγιό. Θέλαμε απεγνωσμένα μια βουτιά, και για το λόγο αυτό κατεβήκαμε πάλι από τα στενάκια

στο κέντρο όπου βρίσκεται η αφετηρία των ταξί και των λεωφορείων του νησιού:


Παίρνοντας το πρώτο διαθέσιμο ταξί μετά από λίγη ώρα, το ένα από τα δύο όλα κι όλα του νησιού που πηγαινοέρχονται ακατάπαυστα, το μήνυμα ήταν σαφέστατο: Πλατύς Γιαλός. Ένα μέρος, μια παραλία για την ακρίβεια, την οποία μας είχαν περιγράψει με τόσες λεπτομέρειες και ανυπομονούσαμε να τη δούμε. Ελάχιστα λεπτά μετά αντικρύσαμε αυτό:

Το ταξί μας άφησε παράπλευρα και λίγα μέτρα μας χώριζαν πλέον από αυτή την εκπληκτικής ομορφιάς παραλία:


Κατεβήκαμε και πιάσαμε ένα πόστο στην υπέροχη σκιά από τα δεντράκια. Η πρώτη βουτιά δεν άργησε να γίνει, μάλιστα έχοντας και παρέα τις διάσημες πάπιες, πρώτες φίρμες του Πλατύ γιαλού:

Συνεχίσαμε τις βουτιές και αφού τελείωσαν οι αδιάφοροι καφέδες, ανέβηκα στη πολύ όμορφη ταβέρνα ακριβώς πάνω απ’ τη παραλία για να φέρω μπύρες. Κατεβαίνω μετά από λίγα λεπτά με την ατάκα ‘’φίλε, πάνω παίζει δυνατά παλιό λαϊκό, κι έχει μια παρέα που κάνει χαμό, ας το έχουμε στα υπόψιν’’ :

Η πρώτη μπύρα έγινε δεύτερη, το υπόλοιπο πρόγραμμα της μέρας ακυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πείνα είχε έρθει μαζί με τη -πάντα ατελείωτη δίψα- οπότε ο δρόμος οδηγούσε ίσια πάνω στη ταβέρνα.
Πιάσαμε ένα καλό πόστο με θέα στο Πλατύ γιαλό και παραγγείλαμε τα πρώτα και μια ακόμα γύρα μπύρες. Η μουσική όλο και δυνάμωνε:

Η διάθεση ανέβαινε συνεχώς, κυριότερα όταν έπαψε η μουσική και άρχισαν να κουρδίζουν τα όργανα:
Και τα όργανα κούρδισαν και μπήκαν με τη «Τράτα» του Θανάση σε ένα απόλυτα αυθεντικό Ελληνικό καλοκαιρινό σκηνικό, με τον κόσμο να τραγουδάει, τις πενιές να ακούγονται και την υπέροχη παραλία στο βάθος, σε ένα μικροσκοπικό νησί κάπου στα βόρεια Δωδεκάνησα:


Έχουν περάσει λίγο περισσότερο από δύο χρόνια, και έχω φέρει στο μυαλό μου το συγκεκριμένο Αυγουστιάτικο απόγευμα ουκ ολίγες φορές. Αν κάποιος μου ζητήσει να του περιγράψω το απόλυτο Ελληνικό καλοκαίρι, θα του περιγράψω αυτό ακριβώς του απόγευμα στους Λειψούς!
Δεν αργήσαμε να γίνουμε παρέα, και παρέα στη παρέα στο τέλος όλοι μια παρέα. Όλο το μαγαζί σε ένα τραπέζι, το μπουζούκι να αλλάζει χέρια, και τα κεράσματα με μπύρες και τσίπουρα απ’ τον ένα στον άλλο να μη σταματούν. Άνθρωποι άγνωστοι μέχρι πριν 2 ώρες, να γλεντοκοπάνε, να συζητάνε, να αλληλοκερνιούνται λες και ήταν χρόνια γνώριμοι. Βρείτε μου παρακαλώ μια χώρα του κόσμου που μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο και θα σας παραδεχτώ.

Η ώρα περνούσε χωρίς να νοιάζει κανέναν. Τα τραγούδια του Μάρκου διαδέχονταν αυτά του Τσιτσάνη, και τα ψυγεία άδειαζαν για πλάκα. Για πότε ήρθε η βαθιά νύχτα σίγουρα δε καταλάβαμε. Πρέπει να ήταν περασμένες μία όταν και αρχίσαμε να συμμαζευόμαστε. Ήμασταν φυσικά ακόμα με τα μαγιό, και εκτός των άλλων με μια μεγάλη θολούρα στο κεφάλι.
Πληρώσαμε και ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στη χώρα μες τα σκοτάδια, ακατάλληλοι φυσικά για το παραμικρό προσανατολισμό. Δε ξέρω με ποια λογική μπήκαμε στη διαδικασία να κάνουμε σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα περπατώντας υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά τι ψάχνεις να βρεις… Για καλή μας τύχη, ένα μικρό όχημα με καρότσα σταμάτησε να μας περιμαζέψει, χωρίς μάλιστα να κάνουμε ωτοστόπ ή κάτι αντίστοιχο, δείγμα της τρομερής φιλοξενίας που υπάρχει στο νησί. Τα παιδιά μας ρώτησαν μάλιστα και που μένουμε, προκειμένου να μας αφήσουν ακριβώς. Ο δρόμος που ανέβαινε στο δωμάτιο μας ξεκινούσε από ένα μπαρ πάνω από τη παραλία της Λεντούς το οποίο ήταν γεμάτο από κόσμο εκείνη την ώρα. Φανταστείτε τη σουρεαλιστική σκηνή να σαλτάρουν από μια καρότσα δύο μαντράχαλοι με μαγιό, πετσέτες στον ώμο, γυαλί ηλίου και έξαλλή κατάσταση! Το καλό της υπόθεσης είναι ότι κρατηθήκαμε και δε μπήκαμε κατευθείαν μέσα για ποτό . Το κακό είναι ότι δε ξαναβγήκαμε το συγκεκριμένο βράδυ, κάτι απόλυτα λογικό…
Μπορώ να πω πλέον με βεβαιότητα, κάτι που φυσικά ήμουν σίγουρος από την αρχή, ότι αυτή ήταν μία από τις καλύτερες ημέρες της ταξιδιωτικής μου ζωής με ανεπανάληπτες στιγμές, γνωριμίες, καταστάσεις απείρου κάλλους, μουσικές εμπειρίες που με οδήγησαν σε αποφάσεις και γενικότερα στιγμές που θα με ακολουθούν μια ζωή.
Μέρα δεύτερη:
Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς ψάχνοντας απεγνωσμένα για νερό, πάλι καλά που είχαμε προνοήσει γι’ αυτό, και με χίλιους κόπους μαζέψαμε τα κομμάτια μας και κατεβήκαμε στο διάσημο φούρνο της χώρας για να πιούμε το καφέ της παρηγοριάς και του απολογισμού και να φάμε κάτι:

Εννοείται πως οι στιγμές γέλιου ήταν απεριόριστες, ειδικά όταν αρχίσαμε να βλέπουμε χθεσινούς φίλους από τη ταβέρνα του Πλατύ γιαλού.


Ανασυνταχθήκαμε και αναχωρήσαμε για μπάνιο με το τοπικό λεωφορείο. Προορισμός μας αρχικά η «Χοχλακούρα» που δεν ήταν για πολλά, και τελικώς η πολύ όμορφη παραλία της «Κατσαδιάς» φημισμένη και αυτή στο νησί:


Ωραία παγωμένα βαθιά νερά, σκιά, και το εστιατόριο μπαρ χτισμένο από πάνω της, στο γνωστό σε πολλούς «Ντιλάιλα» στο οποί φτάσαμε προχωρημένο μεσημέρι και πιάσαμε μια ωραία σκιά για να δοκιμάσουμε τις μπύρες του:



Κάναμε το μπάνιο μας και επιστρέψαμε απογευματάκι στη χώρα. Είχαμε δει από τη προηγούμενη ότι τις Κυριακές δε γίνεται το τουρ με το καΐκι του «Καπετάν Γιάννη» το οποίο δε πρέπει να χάσει κανένας μα κανένας που επισκέπτεται τους Λειψούς, για το λόγο αυτό αφήσαμε στην άκρη τα πρωϊνά εισιτήρια για Λέρο που ήδη είχαμε και εκδώσαμε δύο καινούρια με το «Νήσος Κάλυμνος» για το επόμενο βράδυ, κάτι που μας έδινε ευελιξία και χρόνο ώστε να κάνουμε την εκδρομή. Πήγαμε και στο καΐκι να επιβεβαιώσουμε τη συμμετοχή μας για την επομένη, καθώς έχει περιορισμένο αριθμό ατόμων. Όλα αυτά στο λιμάνι βεβαίως, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 500 μέτρων.

Επειδή όπως καταλαβαίνετε καταβάλλαμε μεγάλο κόπο και είχαμε κουραστεί, φροντίσαμε να ξαποστάσουμε στο φιλόξενο ουζερί του Θρασύβουλου ή αλλιώς όπως είναι γνωστό του «Ασπράκη», σημείο κατατεθέν στο λιμάνι του νησιού, με τη περίφημη ταμπέλα «Ούζου και μεζέ γωνία» :


Δε γίνεται να πατήσεις στους Λειψούς και να μη πέσεις πάνω του. Δε γίνεται να μη καθίσεις. Δε γίνεται να μη παραγγείλεις φρέσκο χταπόδι, το οποίο αφήνεται στον ήλιο όλη μέρα και ψήνεται επιτόπου. Αφού τα κάναμε όλα προβλεπόμενα λοιπόν σε συνδυασμό με ένα εξαιρετικό καζανιαστό ούζο Χίου το οποίο κολλούσε στη περίσταση, χαιρετηθήκαμε με τους χθεσινούς φίλους που ανταμώσαμε εκεί και κάναμε τη πλάκα μας με ατάκες από τη προηγούμενη. Εννοείται ότι κρατάμε ακόμα και σήμερα επαφή ανελλιπώς!

Επιστρέψαμε στο σπίτι για να ετοιμαστούμε, και βουλιάξαμε στη πολύ όμορφη βεράντα μας με καλές μουσικές, ποτά, και σχέδια για το επερχόμενο υπερατλαντικό στη Κούβα, που τότε ακόμα αποτελούσε άπιαστο όνειρο.
Ποτό στο ποτό η ώρα πέρασε, και λίγο μετά τις 11 κατεβήκαμε στη χώρα και καθίσαμε ξανά στου Ασπράκη, καθώς είχε αρκετή κίνηση και δυνατή μουσική. Μετά τη μία κάναμε μια βόλτα για να δούμε αν παίζει κάτι άλλο από νύχτα στο νησί, και καταλήξαμε σε ένα τύπου Ελληνάδικο από την άλλη πλευρά του λιμανιού, χωρίς όμως να το κάψουμε καθώς την άλλη μέρα είχαμε εκδρομή. Και τι εκδρομή!


Μέρα τρίτη - αναχώρηση:
Ξυπνήσαμε πριν τις εννιά το πρωί και αφού φτιάξαμε τα πράγματα ώστε να είναι έτοιμα, κατεβήκαμε στο λιμάνι για να φάμε κάτι από το φούρνο, να πάρουμε καφεδάκια και να ανεβούμε στο καΐκι με το όνομα «Ρένα» για τη πολυπόθητη εκδρομή που μας κράτησε παραπάνω στους Λειψούς (άλλο που δε θέλαμε). Να διευκρινίσω ότι αντίστοιχα τουρ γίνονται και από Πάτμο, αλλά και από Λέρο, όμως από Λειψούς είναι αρκετά πιο κοντά και έχεις πολλές ώρες στη διάθεση σου να το απολαύσεις.


Αφού ολόκληρο καΐκι περίμενε εμάς, καθώς τελευταία στιγμή αποφασίσαμε ότι έπρεπε να πάρουμε μπύρες για να τις βάλουμε στο ψυγείο, ξεκινήσαμε ελάχιστα λεπτά μετά τις δέκα.


Ο καιρός ήταν ο απόλυτος σύμμαχος μας, παράγοντας πολύ σημαντικός για μια τέτοια θαλάσσια εκδρομή:


Η πρώτη στάση έγινε στο «Μακρονήσι» με τους εντυπωσιακούς βραχώδεις σχηματισμούς, τις σπηλιές, και τα βαθιά μπλε νερά:


Στο καΐκι υπήρχαν και μάσκες για όσους επιθυμούσαν να εξερευνήσουν περαιτέρω:

45 λεπτά μετά σήμανε αναχώρηση καθώς τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Πλεύσαμε παραπλέυρως των Λειψών, περνώντας από Κατσαδιά και Μονοδένδρι:



Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε το «Ασπρονήσι» του οποίου οι φωτογραφίες είναι καρτ ποστάλ. Αν κάποιος κάνει αναζήτηση στο Internet για τους Λειψούς είναι από τις εικόνες που σίγουρα θα δει και δικαίως.


Τι να πούμε για μια τέτοια θάλασσα; Τι να πούμε γι αυτή την ομορφιά;


Είναι νομίζω απόλυτα κατανοητή η ονομασία Ασπρονήσι:

Στο σημείο εκείνο ξοδέψαμε άλλη μια ώρα περίπου και φύγαμε για να δούμε κάτι ακόμα καλύτερο όπως μας υποσχέθηκαν ο καπετάνιος και ο αδερφός του, με τους οποίους προλάβαμε να πιάσουμε φιλίες καθόσον συνομήλικοι πάνω – κάτω. Μα τι πιο ωραίο πρόκειται να δούμε αναρωτηθήκαμε φωναχτά; Μην ανησυχείτε, κάντε λίγο υπομονή, βάλαμε πλώρη για Αρκιούς!
Στους Αρκιούς, το μικρό αυτό νησάκι των Δωδεκανήσων το οποίο είχε γίνει ευρύτερα γνωστό το χειμώνα που πέρασε από τις ειδήσεις για τη παρέλαση του ενός μαθητή, βρίσκεται η παραλία με το όνομα «Τηγανάκια» με τα έντονα ρεύματα της και τα χρώματα Καραϊβικής (ή μήπως η Καραϊβική έχει χρώματα Ελλάδας;), η οποία αποτελεί διάσημο πόλο έλξης για όλα τα σκάφη που εκδράμουν στα νερά των Βόρειων Δωδεκανήσων. Για μια φορά ακόμη, προτιμώ να αφήσω την εικόνα να μιλήσει:

Και ξανά :


Ευτυχώς αντίστοιχες εικόνες έχουμε δει αρκετές στη χώρα μας, εδώ όμως ξεχωρίζουν συνολικά:

Κι ένα βίντεο παλιμπαιδισμού:
Η μία ώρα και κάτι που περάσαμε εκεί δε μας έφτασε -και πώς να σου φτάσει άλλωστε- καθώς είχε μεσημεριάσει και πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Που να βρεις ταβέρνα τέτοια ώρα; Μα φυσικά σε ένα άλλο νησί. Ξεκινήσαμε λοιπόν για το παραδιπλανό «Μαράθι» (ή Μάραθος) ένα μικρό νησάκι απέναντι από τους Αρκιούς, με τρία εστιατόρια, κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια, και μόνιμο πληθυσμό τριών ατόμων όπως μάθαμε:

Κάναμε μια γρήγορη βουτιά στα πολύ ωραία νερά του καθώς είχαμε ώρα μπροστά μας επειδή ήταν η μεγαλύτερη, σχεδόν δίωρη στάση της εκδρομής.



Κατόπιν όντας σωστά πληροφορημένοι γι΄ακόμα μια φορά καθίσαμε στη πιο όμορφη ταβέρνα, τον «Σταυραγκό», ο οποίος ακριβώς απο πάνω έχει και δωμάτια, για όσους ψάχνουν την απόλυτη γαλήνη στις διακοπές τους. Θα ήθελα σίγουρα να περάσω μερικές μέρες διακοπών σε ένα τέτοιο τόπο…


Το φαγητό ήταν αυτό που χρειαζόμασταν πριν τη συνέχεια η οποία συμπεριλάμβανε επίσκεψη μιας ώρας στο νησί των Αρκιών:

Δέσαμε στη μαρίνα εσωτερικά του λιμανιού και κάναμε μια βόλτα στο χωρίο:


Είναι πραγματικά μαγική η αίσθηση να περιπλανείσαι σε τόσο απομονωμένες γωνιές της χώρας μας. Κάθε φορά που επισκέπτομαι ένα τέτοιο μέρος προσπαθώ να κάνω το παραλληλισμό με τη ζωή μου, πράγμα σχεδόν αδύνατο.
Περπατήσαμε ως το λιμάνι που δένουν τα εμπορικά πλοία και ήπιαμε έναν Ελληνικό καφέ στο πολύ ιδιαίτερο και ωραίο καφενείο:




Φύγαμε από τους Αρκιούς μια ώρα μετά, σκεπτόμενοι ότι σε ένα προορισμό τέτοιου είδους ότι πρέπει να πάμε, να διανυκτερεύσουμε και να τον δούμε όπως πρέπει:

(Περισσότερες πληροφορίες & φωτογραφίες για τα δύο αυτά νησάκια, σε επόμενο, bonus κεφάλαιο)
Πήραμε τη ρότα για τους Λειψούς προκειμένου να κλείσει η σημερινή περιήγηση. Δε μπορούσε τίποτα να σταθεί ικανό να μου χαλάσει τη διάθεση, ούτε ο κόπανος που με σκούντηξε πάνω στο καΐκι με αποτέλεσμα να χάσω το ολοκαίνουριο κινητό μου στα νερά του Αιγαίου, χωρίς καν να μου ζητήσει συγγνώμη. Στη ζωή αυτή πρέπει να στεναχωριόμαστε για τα σοβαρά ζητήματα, και όχι για τα υλικά.

Φτάσαμε λίγο μετά τις έξι, πήραμε τα πράγματα μας τα οποία τα παρατήσαμε στο λιμάνι, και πεταχτήκαμε για μερικές τελευταίες μπύρες και ένα μεζέ στον «Ασπράκη». Όταν το πλοίο φάνηκε στη μπούκα του λιμανιού κατεβήκαμε προς τα εκεί, μαζέψαμε τις παρατημένες αποσκευές μας και ανεβήκαμε πάνω προκειμένου να αναχωρήσουμε για Λέρο:

Αποχωριστήκαμε τους Λειψούς σχεδόν με στεναχώρια, καθώς ήταν ένα εκπληκτικό ξεκίνημα στις διακοπές μας, και δε περιμέναμε να περάσουμε τόσο καλά. Τι να πρωτοπώ για το μέρος αυτό; Ποιότητα; Φιλοξενία; Καθαριότητα; Όλα άριστα, από τη πρώτη ως τη τελευταία στιγμή. Συναισθήματα που δε περιγράφονται μέσα σε λίγες λέξεις και μερικές φωτογραφίες. Το νησί είναι το κάτι διαφορετικό, είναι αξιόλογο, είναι προορισμός που αξίζει την ευκαιρία, και σ’ αυτό σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κατοίκων αποτελείται από νέους ανθρώπους.
Δώσαμε για άλλη μια φορά την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε, χαλαστήκαμε που δε μας βγήκε το πρόγραμμα την αμέσως επόμενη χρονιά, και το πετύχαμε τελικά τη μεθεπόμενη!
Last edited: