psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
2021: (Φούρνοι Κορσέων πράξη δεύτερη)
Διάρκεια: 1 ημέρα
Ομολογώ πως δεν είχα στο μυαλό μου να αφιερώσω ξανά χρόνο στο μικρό αλλά πολύ όμορφο αυτό νησάκι, πόσο μάλλον όταν δεν είχαν συμπληρωθεί ούτε δυο χρόνια από τη μέρα που το επισκέφτηκα. Οι καιρικές συνθήκες όμως και ο έντονος βοριάς που επικρατούσε στη περιοχή το τέλος του Ιούλη, δε μου έδωσαν το περιθώριο της επιλογής, κάτι που σαφώς μου ανάτρεψε εν μέρει το πρόγραμμα, αλλά σίγουρα δε με χάλασε.
Οι αεροπορική σύνδεση με τη νησιώτικη Ελλάδα, είναι κάτι που επίσης δεν ευνοεί αρκετές φορές τα σχέδια, έχοντας ως αποτέλεσμα να πρέπει να περάσω μερικές ώρες στο Καρλόβασι της Σάμου, αναχωρώντας τελικά με το πλοίο – θρύλο που συνδέει τα νησιά των Κορσέων με τη Σάμο και την Ικαρία, το ξακουστό «Μεγαλόχαρη», γύρω στις έξι το απόγευμα:
Αν και είχα ακούσει τα χειρότερα, φέρθηκα επιπόλαια αγνοώντας επιδεικτικά τη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να τιμωρηθώ με ναυτία σχεδόν αμέσως μετά τον απόπλου, μιας και ο βοριάς μας χτυπούσε αλύπητα πλευρικά για αρκετή ώρα.
Είδα την άφιξη μου στο νησί μιάμιση ώρα μετά σχεδόν σα λύτρωση, όντας όμως τυχερός γιατί φρόντισα να είμαι νηστικός. Μάζεψα τα κουράγια μου, φορτώθηκα την αποσκευή μου, πάτησα στέρεο έδαφος και βγήκα προς αναζήτηση δωματίου.
Το σχέδιο μου να φύγω αμέσως από το νησί δεν ήταν πετυχημένο λόγω καιρού, με αποτέλεσμα να πρέπει να περάσω τη νύχτα στους Φούρνους όπως προείπα.
Ευτυχώς δε δυσκολεύτηκα καθόλου, μιας και ο άνθρωπος που με περίμενε στο απέναντι νησί φρόντισε και για τη διαμονή μου στους Φούρνους, οπότε με ένα τηλέφωνο με έστειλε στο κατάλληλο μεσάζοντα, τον μαγαζάτορα ενός καταπληκτικού παντοπωλείου με τοπικά προϊόντα, στο κεντρικό, χαρακτηριστικό και πανέμορφο δρόμο του οικισμού:
Αφού με κέρασε ένα τσίπουρο με δενδρολίβανο να συνέλθω μιας και με είδε κάτασπρο, φρόντισε να με κατατοπίσει, στέλνοντας με στη σπιτονοικοκυρά του δωματίου στο πάνω μέρος του οικισμού:
Γενικά οι τιμές στους Φούρνους ακόμα και την πολύ υψηλή σεζόν είναι ιδιαίτερα χαμηλές, πόσο μάλλον όταν πηγαίνεις συστημένος. Είκοσι ευρώ για ένα μονόκλινο και χάρισμα την ημιδιαμονή της επομένης, δε τα λες και πολλά…
Αφού έκανα ένα καυτό μπάνιο, χαλάρωσα και ήπια όσο νερό στερήθηκα κατά τη διάρκεια της μέρας, ξεκίνησα νωρίς το βραδάκι τη βόλτα μου προς αναζήτηση φαγητού, μιας και ήμουν θεονήστικος και λόγω της φουρτούνας το στομάχι έπρεπε να έρθει στη θέση του.
Ανέβηκα στη φανταστική πλατεία με τα πλατάνια, βγάζοντας αρχικά μερικές νυχτερινές φωτογραφίες. Ο κόσμος ήταν αρκετός στο νησί, ένα νησί που και τη προηγούμενη φορά που το χα δει μου είχε κάνει εντύπωση για το πόσο ζωντανό ήταν βάσει πάντα του μεγέθους του:
Έπιασα ένα τραπέζι στον «Ξενύχτη Πλάτανο» έχοντας στο μυαλό μου τα τοπικά κρέατα του νησιού και τη περίφημη γίδα, κάτι για το οποίο όμως με απέτρεψε η ιδιοκτήτρια λόγω βεβαρημένου στομαχιού, έτσι αρκέστηκα στα τυπικά πλην όμως ιδιαίτερα γευστικά εδέσματα:
Έφαγα και συνέχισα τη βόλτα μου απόλυτα ευχαριστημένος προς αναζήτηση κάποιου μπαρ, έφτασα μέχρι το beach bar στη ψιλή άμμο, δε μου έκανε όμως την αίσθηση να καθίσω, μιας και ήμουν πολύ κουρασμένος και η πολλή ησυχία θα με νύσταζε περισσότερο, οπότε και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου γύρω στη μία, προκειμένου να ξεκουραστώ σχεδιάζοντας όσο ήταν δυνατό την επόμενη ημέρα.
Μέρα δεύτερη:
Ξύπνησα αρκετά ξεκούραστος μετά από ένα πολύ ωραίο ύπνο χωρίς κλιματιστικό, μιας και ο αέρας στα νησιά έχει και τα καλά του, όπως το να δροσίζει χωρίς κόπο.
Ξεχύθηκα στους δρόμους μιας και είχα χρόνο πλέον στη διάθεση μου, αφού με μια τηλεφωνική επικοινωνία διαπίστωσα ότι ο μόνος τρόπος να περάσω απέναντι ήταν τελικά το απογευματινό πλοίο, κάτι που δε μπορώ να πω ότι με χαροποίησε.
Η βόλτα μου για φωτογραφικούς λόγους στα στενάκια του νησιού, είχε να δώσει πολλά περισσότερα από τη προηγούμενη φορά που βρέθηκα εδώ.
Όμορφα, προσεγμένα σπιτάκια γεμάτα λουλούδια, χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική βέβαια, ωστόσο αυτό είχε μικρή σημασία.
Προχώρησα στα στενά φωτογραφίζοντας, με τις μυρωδιές του Κυριακάτικου μεσημεριανού φαγητού που αναδύονταν από τα νοικοκυριά, να μου έχουν σπάσει τη μύτη στη κυριολεξία.
Έφτασα από το πάνω μέρος στην όμορφη και πάντα δροσερή πλατεία:
Αρπάζοντας την ευκαιρία για τον πρώτο και απαραίτητο καφέ της ημέρας:
Συνεχίζοντας λίγο αργότερα τη βόλτα μου με το ίδιο ακριβώς κίνητρο:
Έκανα μια στάση να τσιμπήσω κάτι από τα υπέροχα εδέσματα του μπουγατσατζίδικου, αλλά και να βγάλω τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια για τη συνέχεια, δίνοντας το εξωφρενικό ποσό των 3,60€ για δύο εισιτήρια.
Όλα αυτά βεβαίως στο κεντρικό πεζόδρομο του οικισμού:
Έκανα μια βόλτα και στη παραλία, βλέποντας την άφιξη εκείνη την ώρα του πλοίου
Αλλά και τη θάλασσα που δεν ήταν ότι καλύτερο σε κείνο το σημείο λόγω του αέρα:
Συνέχισα προκειμένου να κατευθυνθώ για το μπανάκι της ημέρας προς το Καμπί, από τον κοντινό δρόμο εντός του οικισμού:
Έχοντας πλέον αρκετές εικόνες και παραστάσεις, μπορώ να πω ότι οι Φούρνοι θυμίζουν αρκετά κάποια παραθαλάσσια χωριά της γειτονικής Ικαρίας, όμως εμένα μου έφεραν στο μυαλό ένα παραπάνω τον Άγιο Ευστράτιο, που αποτέλεσε περσινή μου εξόρμηση:
Προχωρούσα στον ανηφορικό δρόμο, έχοντας εξαίρετη πλέον θέα προς τα νησάκια απέναντι και τον οικισμό.
Αλλά και κατεύθυνση προς το Καμπί, με τους χαρακτηριστικούς ανεμόμυλους στη κορυφή του λόφου:
Δεν έκανα παρά λίγα μόνο λεπτά να φτάσω στη κορυφή του λόφου:
Πριν ξεκινήσω τη κατάβαση μου απ’ τα σκαλοπατάκια για την όμορφη παραλία
Έπιασα ένα ωραίο σκιερό τραπέζι, παράγγειλα μια μπύρα κι έκανα μερικές βουτιές στη -πάντα- κρύα θάλασσα των Φούρνων, πόσο μάλλον εκείνη τη μέρα με το βοριά:
Έμεινα στο Καμπί πάνω-κάτω μια ώρα, καθώς ο χρόνος μου στο νησί τελείωνε, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής από τα σκαλοπάτια που βρίσκονται δίπλα στη προβλήτα αυτή τη φορά:
Δε παρέλειψα να βγω και μια φωτογραφία ευτυχίας (ή και βλακείας):
Λίγο πριν πάρω το πλακόστρωτο για να επιστρέψω στο χωριό
Παρέλαβα την αποσκευή μου από το δωμάτιο κι έκανα μερικές ακόμη βόλτες στα κατάφυτα και όμορφα σοκάκια:
Έφτασα στο αγαπημένο μου παραλιακό καφενείο, το οποίο είχαμε τιμήσει αρκετά τη προηγούμενη φορά,
παραγγέλνοντας μια μπύρα με χταπόδι ξυδάτο για μεζέ, όσο περίμενα το πλοίο:
Το «Μεγαλόχαρη» ήταν συνεπέστατο και αυτή τη φορά, κάνοντας με να σηκωθώ γρήγορα κατευθυνόμενος προς το λιμάνι:
Μου έκανε εντύπωση ο αρκετός κόσμος που περίμενε να επιβιβαστεί στο πλοίο, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αποτελούνταν από εκδρομείς της γειτονικής Ικαρίας:
Άφησα πίσω μου τους Φούρνους με χαμόγελο, λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα, όπως κάθε φορά που βλέπω (ή ξαναβλέπω) ένα νησάκι της άγονης γραμμής.
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να τους ξαναδώ σύντομα, αλλά κι άλλη φορά να προκύψει σίγουρα δε θα πω όχι…
Διάρκεια: 1 ημέρα
Ομολογώ πως δεν είχα στο μυαλό μου να αφιερώσω ξανά χρόνο στο μικρό αλλά πολύ όμορφο αυτό νησάκι, πόσο μάλλον όταν δεν είχαν συμπληρωθεί ούτε δυο χρόνια από τη μέρα που το επισκέφτηκα. Οι καιρικές συνθήκες όμως και ο έντονος βοριάς που επικρατούσε στη περιοχή το τέλος του Ιούλη, δε μου έδωσαν το περιθώριο της επιλογής, κάτι που σαφώς μου ανάτρεψε εν μέρει το πρόγραμμα, αλλά σίγουρα δε με χάλασε.
Οι αεροπορική σύνδεση με τη νησιώτικη Ελλάδα, είναι κάτι που επίσης δεν ευνοεί αρκετές φορές τα σχέδια, έχοντας ως αποτέλεσμα να πρέπει να περάσω μερικές ώρες στο Καρλόβασι της Σάμου, αναχωρώντας τελικά με το πλοίο – θρύλο που συνδέει τα νησιά των Κορσέων με τη Σάμο και την Ικαρία, το ξακουστό «Μεγαλόχαρη», γύρω στις έξι το απόγευμα:

Αν και είχα ακούσει τα χειρότερα, φέρθηκα επιπόλαια αγνοώντας επιδεικτικά τη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να τιμωρηθώ με ναυτία σχεδόν αμέσως μετά τον απόπλου, μιας και ο βοριάς μας χτυπούσε αλύπητα πλευρικά για αρκετή ώρα.
Είδα την άφιξη μου στο νησί μιάμιση ώρα μετά σχεδόν σα λύτρωση, όντας όμως τυχερός γιατί φρόντισα να είμαι νηστικός. Μάζεψα τα κουράγια μου, φορτώθηκα την αποσκευή μου, πάτησα στέρεο έδαφος και βγήκα προς αναζήτηση δωματίου.

Το σχέδιο μου να φύγω αμέσως από το νησί δεν ήταν πετυχημένο λόγω καιρού, με αποτέλεσμα να πρέπει να περάσω τη νύχτα στους Φούρνους όπως προείπα.

Ευτυχώς δε δυσκολεύτηκα καθόλου, μιας και ο άνθρωπος που με περίμενε στο απέναντι νησί φρόντισε και για τη διαμονή μου στους Φούρνους, οπότε με ένα τηλέφωνο με έστειλε στο κατάλληλο μεσάζοντα, τον μαγαζάτορα ενός καταπληκτικού παντοπωλείου με τοπικά προϊόντα, στο κεντρικό, χαρακτηριστικό και πανέμορφο δρόμο του οικισμού:

Αφού με κέρασε ένα τσίπουρο με δενδρολίβανο να συνέλθω μιας και με είδε κάτασπρο, φρόντισε να με κατατοπίσει, στέλνοντας με στη σπιτονοικοκυρά του δωματίου στο πάνω μέρος του οικισμού:

Γενικά οι τιμές στους Φούρνους ακόμα και την πολύ υψηλή σεζόν είναι ιδιαίτερα χαμηλές, πόσο μάλλον όταν πηγαίνεις συστημένος. Είκοσι ευρώ για ένα μονόκλινο και χάρισμα την ημιδιαμονή της επομένης, δε τα λες και πολλά…
Αφού έκανα ένα καυτό μπάνιο, χαλάρωσα και ήπια όσο νερό στερήθηκα κατά τη διάρκεια της μέρας, ξεκίνησα νωρίς το βραδάκι τη βόλτα μου προς αναζήτηση φαγητού, μιας και ήμουν θεονήστικος και λόγω της φουρτούνας το στομάχι έπρεπε να έρθει στη θέση του.

Ανέβηκα στη φανταστική πλατεία με τα πλατάνια, βγάζοντας αρχικά μερικές νυχτερινές φωτογραφίες. Ο κόσμος ήταν αρκετός στο νησί, ένα νησί που και τη προηγούμενη φορά που το χα δει μου είχε κάνει εντύπωση για το πόσο ζωντανό ήταν βάσει πάντα του μεγέθους του:


Έπιασα ένα τραπέζι στον «Ξενύχτη Πλάτανο» έχοντας στο μυαλό μου τα τοπικά κρέατα του νησιού και τη περίφημη γίδα, κάτι για το οποίο όμως με απέτρεψε η ιδιοκτήτρια λόγω βεβαρημένου στομαχιού, έτσι αρκέστηκα στα τυπικά πλην όμως ιδιαίτερα γευστικά εδέσματα:

Έφαγα και συνέχισα τη βόλτα μου απόλυτα ευχαριστημένος προς αναζήτηση κάποιου μπαρ, έφτασα μέχρι το beach bar στη ψιλή άμμο, δε μου έκανε όμως την αίσθηση να καθίσω, μιας και ήμουν πολύ κουρασμένος και η πολλή ησυχία θα με νύσταζε περισσότερο, οπότε και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου γύρω στη μία, προκειμένου να ξεκουραστώ σχεδιάζοντας όσο ήταν δυνατό την επόμενη ημέρα.

Μέρα δεύτερη:
Ξύπνησα αρκετά ξεκούραστος μετά από ένα πολύ ωραίο ύπνο χωρίς κλιματιστικό, μιας και ο αέρας στα νησιά έχει και τα καλά του, όπως το να δροσίζει χωρίς κόπο.

Ξεχύθηκα στους δρόμους μιας και είχα χρόνο πλέον στη διάθεση μου, αφού με μια τηλεφωνική επικοινωνία διαπίστωσα ότι ο μόνος τρόπος να περάσω απέναντι ήταν τελικά το απογευματινό πλοίο, κάτι που δε μπορώ να πω ότι με χαροποίησε.

Η βόλτα μου για φωτογραφικούς λόγους στα στενάκια του νησιού, είχε να δώσει πολλά περισσότερα από τη προηγούμενη φορά που βρέθηκα εδώ.

Όμορφα, προσεγμένα σπιτάκια γεμάτα λουλούδια, χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική βέβαια, ωστόσο αυτό είχε μικρή σημασία.

Προχώρησα στα στενά φωτογραφίζοντας, με τις μυρωδιές του Κυριακάτικου μεσημεριανού φαγητού που αναδύονταν από τα νοικοκυριά, να μου έχουν σπάσει τη μύτη στη κυριολεξία.

Έφτασα από το πάνω μέρος στην όμορφη και πάντα δροσερή πλατεία:


Αρπάζοντας την ευκαιρία για τον πρώτο και απαραίτητο καφέ της ημέρας:


Συνεχίζοντας λίγο αργότερα τη βόλτα μου με το ίδιο ακριβώς κίνητρο:

Έκανα μια στάση να τσιμπήσω κάτι από τα υπέροχα εδέσματα του μπουγατσατζίδικου, αλλά και να βγάλω τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια για τη συνέχεια, δίνοντας το εξωφρενικό ποσό των 3,60€ για δύο εισιτήρια.

Όλα αυτά βεβαίως στο κεντρικό πεζόδρομο του οικισμού:

Έκανα μια βόλτα και στη παραλία, βλέποντας την άφιξη εκείνη την ώρα του πλοίου


Αλλά και τη θάλασσα που δεν ήταν ότι καλύτερο σε κείνο το σημείο λόγω του αέρα:

Συνέχισα προκειμένου να κατευθυνθώ για το μπανάκι της ημέρας προς το Καμπί, από τον κοντινό δρόμο εντός του οικισμού:

Έχοντας πλέον αρκετές εικόνες και παραστάσεις, μπορώ να πω ότι οι Φούρνοι θυμίζουν αρκετά κάποια παραθαλάσσια χωριά της γειτονικής Ικαρίας, όμως εμένα μου έφεραν στο μυαλό ένα παραπάνω τον Άγιο Ευστράτιο, που αποτέλεσε περσινή μου εξόρμηση:

Προχωρούσα στον ανηφορικό δρόμο, έχοντας εξαίρετη πλέον θέα προς τα νησάκια απέναντι και τον οικισμό.


Αλλά και κατεύθυνση προς το Καμπί, με τους χαρακτηριστικούς ανεμόμυλους στη κορυφή του λόφου:

Δεν έκανα παρά λίγα μόνο λεπτά να φτάσω στη κορυφή του λόφου:

Πριν ξεκινήσω τη κατάβαση μου απ’ τα σκαλοπατάκια για την όμορφη παραλία

Έπιασα ένα ωραίο σκιερό τραπέζι, παράγγειλα μια μπύρα κι έκανα μερικές βουτιές στη -πάντα- κρύα θάλασσα των Φούρνων, πόσο μάλλον εκείνη τη μέρα με το βοριά:

Έμεινα στο Καμπί πάνω-κάτω μια ώρα, καθώς ο χρόνος μου στο νησί τελείωνε, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής από τα σκαλοπάτια που βρίσκονται δίπλα στη προβλήτα αυτή τη φορά:

Δε παρέλειψα να βγω και μια φωτογραφία ευτυχίας (ή και βλακείας):

Λίγο πριν πάρω το πλακόστρωτο για να επιστρέψω στο χωριό

Παρέλαβα την αποσκευή μου από το δωμάτιο κι έκανα μερικές ακόμη βόλτες στα κατάφυτα και όμορφα σοκάκια:


Έφτασα στο αγαπημένο μου παραλιακό καφενείο, το οποίο είχαμε τιμήσει αρκετά τη προηγούμενη φορά,

παραγγέλνοντας μια μπύρα με χταπόδι ξυδάτο για μεζέ, όσο περίμενα το πλοίο:

Το «Μεγαλόχαρη» ήταν συνεπέστατο και αυτή τη φορά, κάνοντας με να σηκωθώ γρήγορα κατευθυνόμενος προς το λιμάνι:


Μου έκανε εντύπωση ο αρκετός κόσμος που περίμενε να επιβιβαστεί στο πλοίο, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αποτελούνταν από εκδρομείς της γειτονικής Ικαρίας:

Άφησα πίσω μου τους Φούρνους με χαμόγελο, λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα, όπως κάθε φορά που βλέπω (ή ξαναβλέπω) ένα νησάκι της άγονης γραμμής.

Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να τους ξαναδώ σύντομα, αλλά κι άλλη φορά να προκύψει σίγουρα δε θα πω όχι…

Last edited: