psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Κάρπαθος
Επίσκεψη : Αύγουστος 2021
Διάρκεια: 6 ημέρες
Είχε φτάσει η σειρά για ακόμα ένα νησί, το τελευταίο στα Δωδεκάνησα. Τόσο απλά και τόσο όμορφα. Περνώντας τα χρόνια κι εκδρομή με την εκδρομή, περίμενα απλά να έρθει η ώρα της Καρπάθου, κάτι που έγινε (όπως και στη Κάσο) ένα χρόνο περίπου μετά τον αρχικό προγραμματισμό.
Το νησί αυτό βέβαια δεν είναι ούτε κατά διάνοια μικρό, ούτε πολύ μεγάλο, είναι όμως αρκετά ορεινό και δύσβατο με αποτέλεσμα να χρειάζεται αρκετές ημέρες προκειμένου να το δει κάποιος όπως του πρέπει. Έχοντας πολύ συχνή πρόσβαση από αέρος, αλλά και ακτοπλοϊκώς από τη πιο κοντινή Ρόδο όπως και τη Κρήτη, δε το λες νησί άγονης γραμμής με τη στενή έννοια του όρου, η γεωγραφική του όμως θέση συνηγορεί σ’ αυτό.
Το καλό τουλάχιστον είναι ότι για τη Κάρπαθο υπάρχει αρκετά μεγάλη πληροφόρηση στο φόρουμ αλλά και εκτός αυτού, απολύτως δίκαια μιας και αποτελεί δημοφιλέστατο προορισμό με κύριο σημείο αναφοράς τις καταπληκτικές κι ασυναγώνιστες παραλίες του και μάλιστα ίσως τα επίθετα που χρησιμοποιώ να είναι λίγα για να περιγράψουν αυτό που θα δει κανείς.
Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ μεγάλη περιέργεια για να δω τη Κάρπαθο, ακούγοντας όλα αυτά τα θεαματικά σχόλια για τις παραλίες, τα τοπία και τα χωριά της, όχι όμως για τα υπόλοιπα και χάρηκα πολύ που εν τέλει τα κατάφερα, γυρίζοντας γεμάτος από όμορφες αναμνήσεις και εικόνες!
Ημέρα πρώτη – Άφιξη
Πιάσαμε τα Πηγάδια -το κύριο λιμάνι και πρωτεύουσα της Καρπάθου- στις έξι και μισή το απόγευμα, ερχόμενοι από τη γειτονική Κάσο. Είχαμε αποφασίσει να ξεκινήσουμε το πρόγραμμα από την επόμενη μέρα όντας κατασταλαγμένοι για το τι θα δούμε και «χωρίζοντας» το νησί σε τμήματα, έτσι αφιερώσαμε τη συγκεκριμένη μέρα στο νησί της Κάσου. Οι πρώτες εικόνες ήταν περίπου σαν αυτές που μου είχαν περιγράψει φίλοι, γνωστοί αλλά κι ένας κολλητός μου που πήγε πρόσφατα. Σχεδόν απογοητευτικές…
Τεράστια κτήρια που δε σε παραπέμπουν στο νησί, πολυκατοικίες, φασαρία και ατελείωτη ζέστη:
Ζοριστήκαμε πολύ να φτάσουμε ως το δωμάτιο φορτωμένοι με τόσα πράγματα, μιας κι αυτό ήταν στα ανώτερα σημεία της πόλης, χτισμένο σε μια ανηφόρα με μεγάλη κλίση, βγαίνοντας σχεδόν αμέσως για προμήθειες, φαγητό και εξερεύνηση. Η εντύπωση μου από κει ψηλά έγινε ακόμη χειρότερη απ’ τη πρώτη εικόνα. ΣΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΠΟΛΙΧΝΗ ΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ:
Βρεθήκαμε κεντρικά, συναντώντας το κάθετο πεζόδρομο με τα δύο γυράδικα αριστερά δεξιά που αν αγαπάτε τα στομάχια σας κι έχετε έστω και χαμηλό κριτήριο γεύσης δε πρέπει να φάτε ΠΟΤΕ στη ζωή σας:
Προχωρήσαμε αριστερά και παράλληλα με τη θάλασσα, φτάνοντας στο συμπαθητικό κτήριο του Επαρχείου,
Επιστρέφοντας από τον πεζόδρομο με τα μαγαζιά και τα σουβενιραδικα:
Εκεί βρίσκεται και η βάρκα, μια χαρακτηριστική εικόνα από τα Πηγάδια:
Φάγαμε, επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να ετοιμαστούμε και βγήκαμε σχετικά νωρίς, καθώς η ζέστη ήταν ανυπόφορη και εκνευριστική ακόμα και στο μπαλκόνι στις δέκα το βράδυ.
Ευτυχώς στα Πηγάδια υπάρχει αρκετή νυχτερινή ζωή, κάτι που μπορεί να συμπεράνει κανείς κατευθείαν, τουλάχιστον τον Αύγουστο που βρεθήκαμε κι εμείς εκεί. Γυρίσαμε μερικά bar ακούγοντας εξαιρετικές ροκ μουσικές με αποκορύφωμα το Galileo, μαζί με πολλά ελληνοαμερικάνικα κάνοντας με να νιώσω ότι βρίσκομαι σε μπαράκι στην Αστόρια…
Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Καρπάθου βρίσκεται εκτός νησιού, με αρκετά μεγάλες κοινότητες στην Ελλάδα αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που θύμιζε τη προ διετίας επίσκεψη μας στη Κάλυμνο που επικρατεί η ίδια κατάσταση.
Καταλήξαμε και περάσαμε αρκετές ώρες σε ένα μπαρ που θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά, ένα πραγματικό κόσμημα το οποίο κατατάσσω σίγουρα σε ένα εκ των τριών κορυφαίων μπαρ στα Δωδεκάνησα (μαζί με το Μελτέμι της Λέρου και τη Ρωγμή του Χρόνου της Ρόδου) και σίγουρα ένα από τα πιο πλούσια σε κάβα και γνώσεις μαγαζιά που έχω επισκεφτεί, αντίστοιχο με το –άλλης λογικής- «Ιερά Οδός» στη Σάμο.
Καταπληκτικός χώρος με πολύ ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα, εξαιρετικής ποιότητας ποτά, προσεγμένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, με μουσική που δε θα μπορούσε να ναι καλύτερη κινούμενη σε rock blues μονοπάτια, αλλά και μία αρκετά γεμάτη, εκλεκτή και πολύ ποιοτική κάβα, που μόνο γνώστες επιπέδου @gelf μπορούν να εκτιμήσουν:
(Ένα μεγάλο ευχαριστώ και από εδώ στο φίλο και ιδιοκτήτη Γ, για τη φιλοξενία του, αλλά και τα βινύλια που μας δώρισε για να τα βάλουμε στο δικό μας χώρο…).
Ήταν η καλύτερη «αποζημίωση» για τα όσα δεν είχαμε δει ακόμα στα Πηγάδια, ένα μέρος πάντως που τη νύχτα έδειχνε συμπαθητικότερο:
Ημέρα δεύτερη
Ξύπνησα νωρίς και από το τηλέφωνο, καθώς ήταν η ώρα να παραλάβω το αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει, μιας και αν θέλει κάποιος να δει τη Κάρπαθο όπως πρέπει, δεν υπάρχει δυστυχώς άλλος τρόπος.
Είχα ενημερωθεί για κάποιες αναποδιές από το γραφείο κι έτσι έπρεπε να ξαναλλάξουμε όχημα 2 μέρες μετά, κάτι που μας έβγαζε από τον αρχικό προγραμματισμό για κάποια ώρα, αλλά δεν ήταν ικανό να μας στερήσει την όρεξη και την ενέργεια μας για την εκδρομή. Τέλος Αυγούστου και όλα τα γραφεία ενοικιάσεως ήταν sold out, οπότε όσοι σκοπεύετε να νοικιάσετε όχημα να το κάνετε από νωρίς όπως εμείς, αλλιώς θα βρεθείτε προ εκπλήξεως!
Μετά από ένα σύντομο πρωινό επιβιβαστήκαμε ξεκινώντας τη περιήγηση στο ευρύτερο νησί. Το σχέδιο μας ήταν να δούμε το νότιο τμήμα του νησιού, έτσι πήραμε το κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Η πρώτη μας στάση έγινε στη κοντινή παραλία της Αμοοπής με τα υπέροχα νερά και ήταν η καλύτερη εισαγωγή στις παραλίες – πισίνες της Καρπάθου:
Αφού κάναμε μια σύντομη βουτιά, αποφασίσαμε να πιούμε το καφέ μας στο ωραίο μεν καφέ εστιατόριο που βρίσκεται από πάνω, με το σχετικά βραδύκαυστο σερβις δε που μας έφερε μάλιστα καφέ χωρίς νερό. Πάμε παρακάτω…
Αμέσως μετά ήταν η σειρά της παραλίας Χριστού Πηγάδι βάζοντας μας για τα καλά στο κλίμα των νερών του νησιού, όπως μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς:
Ήταν μεσημεράκι και άνοιξε η πρώτη μπύρα από το φορητό ψυγείο, πριν συνεχίσουμε τη περιήγηση μας:
Ο μεγάλος στόχος της ημέρας ήταν ο Διακόφτης, η πολύ διάσημη παραλία που βρίσκεται κάτω από το αεροδρόμιο, έτσι φτάνοντας ως αυτό προς στιγμήν απογοητευτήκαμε βλέποντας τους serfer και τα όχι τόσο ιδιαίτερα ρηχά νερά, ωστόσο γρήγορα καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος:
Με το γνωστό παραδοσιακό τρόπο της ερώτησης, διαπιστώσαμε ότι για να φτάσουμε στο Διακόφτη έπρεπε να κάνουμε όλο το γύρο του αεροδρομίου σε περίπου 3,5 χιλιόμετρα χωματόδρομο. Όντως μερικά λεπτά μετά αφού παρκάραμε αντικρύσαμε το λόγο για τον οποίο αυτή η παραλία είναι τόσο γνωστή:
Διαμαντένια καταγάλανα νεράσαν καλύτερα απ' αυτά της Καραϊβικής, που μας θύμισαν αμέσως το Πλατύ γιαλό στους Λειψούς:
Η παραλία αυτή βέβαια είναι διπλή, με αυτή που βρίσκεται από την άλλη πλευρά να μη στερείται ομορφιάς και νερών:
Η αθλιότητα βέβαια που έχει χτιστεί από κει πίσω προκειμένου να διαχειρίζεται τις ομπρελοξαπλώστρες και να πουλάει μπύρες perroni στους χειρότερους τουρίστες των Ελληνικών νησιών (βλέπε Ιταλοί), χαλούσε την όλη μαγεία του τοπίου:
Πιάσαμε μια άκρη στην άμμο απλώνοντας τις πετσέτες μας και αρχίσαμε να απολαμβάνουμε το νερό, πίνοντας ακόμα μια μπυρίτσα:
Πήρα τη φωτογραφική και ξεκίνησα να περπατώ μέσα στο νερό, μιας και στα πρώτα μέτρα η παραλία ήταν αρκετά ρηχή, βλέποντας παράλληλα εντυπωσιακές εικόνες:
Ίσως είναι από τις περιπτώσεις που όσο και να μιλάει η λήψη σίγουρα αδικεί τη πραγματικότητα:
Δε καθίσαμε ούτε εκεί αρκετή ώρα μιας και το πρόγραμμα είχε συνέχεια, μια σύντομη επίσκεψη στην εξίσου εκπληκτική παραλία Μιχαλιού Κήπος που ήταν έτσι κι αλλιώς στο δρόμο μας. Περιττό να αναφέρω τις άριστες (και εκεί) εντυπώσεις μας:
Ένας δρόμος που μας οδηγούσε απογευματάκι πλέον προς την Αρκάσα και τη παραλία του Αγίου Νικολάου στην οποία δυστυχώς ο αέρας δεν ευνοούσε το μπάνιο:
Ευνοούσε όμως τις μπύρες στο διπλανό ωραίο μπαράκι:
Μια βουτιά όμως όφειλε να γίνει στη πολύ όμορφη και αυτή κατά τα φαινόμενα παραλία:
Πριν συνεχίσουμε το δρόμο μας για όχι πολύ μακριά, το γειτονικό Φοινίκι ,ένα μικρό ψαροχώρι διάσημο για τις ταβέρνες και το καλό φαγητό του:
Όντως το χωριό είναι το κλασσικό που προτιμούν όλοι για φαγητό:
Χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι δεν έχει και αυτό μια πολύ ωραία παραλία που μας έδωσε αφορμή για μια απολαυστική απογευματινή βουτιά. Εντάξει, μαζί με μια μπύρα για τη δροσιά…
Αφού είχαμε τελειώσει με τις υπέρ-αρκετές βουτιές της ημέρας, αρχίσαμε να παίρνουμε τα βουνά, με κατεύθυνση τους Μενετές ,το διάσημο πολύχρωμο και όμορφο χωριό που βρίσκεται σχετικά κοντά στα Πηγάδια:
Βολτάραμε στα όμορφα στενάκια του χωριού γνωρίζοντας το:
Χωρίς να αργήσουμε να στρωθούμε στο παραδοσιακό καφενείο του, με τους παππούδες που έπιναν εκείνη την ώρα το καφέ τους να μας χαιρετούν ευγενικά:
Βγήκαμε περνώντας από την άλλη πλευρά του κεντρικού:
Ανεβαίνοντας στην εκκλησία της Παναγίας:
Εκεί βρίσκεται και το πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μπαλκόνι του χωριού με άπλετη θέα προς τα Πηγάδια:
Και προς τα πολύχρωμα σπιτάκια του οικισμού:
Βγήκαμε μια καλλιτεχνική:
Φωτογραφίζοντας παράλληλα απέναντι την ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει τη κάθοδο του:
Βρεθήκαμε στη ταβέρνα Πέρδικα για μια ακόμα παγωμένη:
Αφήνοντας τους Μενετές βράδυ πλέον, με κατεύθυνση τα πηγάδια όπου η ζέστη ήταν για ένα ακόμη βράδυ ανυπόφορη με αποτέλεσμα να βγούμε νωρίς, έχοντας ήδη κάνει την επιλογή μας με το Boulevard Of Broken Dreams να έχει γίνει στέκι μας, πίνοντας τα ποτά μας και καταστρώνοντας τα σχέδια της επομένης…
(Το δρομολόγιο της ημέρας)
Ημέρα Τρίτη
Το πρόγραμμα είχε καταρτιστεί βάσει της αλλαγής που έπρεπε να κάνουμε στα αυτοκίνητα, κάτι που σήμαινε ότι θα βρισκόμασταν αρκετές ώρες στο δρόμο και σε αναμονές, οπότε όσο κι αν δε μας άρεσε δε μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς.
Έτσι αφού αφήσαμε το δωμάτιο φάγαμε πρωϊνό και πήραμε καφέδες για το δρόμο, αναχωρήσαμε προς το βορρά του νησιού, στο σημείο που ο δρόμος γίνεται πολύ πιο απότομος, ανηφορικός και με συχνές κατολισθήσεις για τις οποίες ευθύνονται καθαρά και σχεδόν αποκλειστικά οι κατσίκες.
Σταματήσαμε σε ένα σημείο θέασης πάνω από τη Κυρά Παναγιά:
Αλλά και σε ακόμη ένα πάνω από τα Άπελλα, γνωρίζοντας και 2 παιδιά προερχόμενα από την Ολλανδία που κάνανε τις 8ήμερες διακοπές τους στο νησί, με απευθείας πτήση μάλιστα!
Προορισμός μας ήταν το χωριό Λευκός και συγκεκριμένα ο «Κάτω Λευκός» ,γνωστός για μια ακόμα διάσημη παραλία του νησιού, κάτι που αντιληφθήκαμε από τη πρώτη στιγμή μόλις παρκάραμε το αυτοκίνητο:
Καθίσαμε σε ένα μπαράκι να ξεδιψάσουμε, διαπιστώνοντας ότι το χωριό έχει αρκετά ενοικιαζόμενα, καταστήματα, εστιατόρια κτλ:
η ζέστη όμως ήταν έντονη τραβώντας μας λίγο μετά στα υπέροχα νερά της «πισίνας» του Λευκού:
Μεσημεράκι πλέον και έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, για να είμαστε κοντά στα πηγάδια. Το πρόγραμμα μας έλεγε ότι ήταν η σειρά να δούμε τη πιο γνωστή και ξακουστή παραλία του νησιού, τα «Άπελλα» ,έτσι στρίψαμε αριστερά μόλις είδαμε τη ταμπέλα ξεκινώντας να κατεβαίνουμε, σταματώντας πάλι σε ένα σημείο θέασης για πανοραμική λήψη:
Πλησιάζοντας στη παραλία διαπιστώσαμε ότι έπρεπε να παρκάρουμε σχετικά ψηλά, μιας και ο δρόμος τελείωνε και δεν είναι καλή ιδέα να φτάσει κανείς μέχρι κάτω γιατί θα έμπλεκε:
Η θέα από το πάρκινγκ μας προϊδέαζε για κάτι πολύ καλό και οι προσδοκίες είχαν ανέβει κατακόρυφα:
Πριν απ’ όλα αυτά όμως φροντίσαμε να προμηθευτούμε δύο παγωμένες από την ωραία ταβέρνα που βρίσκεται άνωθεν της παραλίας. Παγωμένες όμως, οφείλω να το πώ, μπράβο στον μαγαζάτορα!
Πήραμε το μονοπάτι βγαίνοντας στη παραλία με τα υπέροχα νερά:
Αν όμως κάτι τη κάνει και ξεχωρίζει είναι ο απίστευτος περιβάλλοντας χώρος με τα βράχια και τα δέντρα για τη φυσική σκιά, κάτι που την ανεβάζει πάρα πολύ:
Αφού ήπιαμε τις μπύρες μας και κάναμε τις βουτιές μας, συμπεράναμε ότι σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη απ’ όσες είχαμε δει στα νησιά. Καλή μεν, κατώτερη σε σύγκριση με άλλες δε, οπότε πιστεύω ακράδαντα ότι ο περισσότερος ντόρος γίνεται για το φυσικό περιβάλλον και όχι για τα νερά αυτά καθ’ αυτά!
Οι ώρες περνούσαν κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ακόμα μια στάση επιστρέφοντας στα Πηγάδια, έτσι συνεχίσαμε λίγο πιο κάτω παίρνοντας τη παράκαμψη με την απότομη κατηφόρα προς τη «Κυρά Παναγιά» μια ακόμη πολύ διάσημη παραλία της Καρπάθου:
Και εκεί φυσικά ισχύει ο κανόνας του μακρινού παρκαρίσματος για να μη μπλέξεις:
Πήραμε δύο μπύρες από το ψιλικατζίδικο και κατεβήκαμε στη παραλία που αν και νωρίς σχετικά, σχεδόν 17:30, την είχε πιάσει η σκιά σε μεγάλο μέρος της:
Από πάνω δεσπόζει η ομώνυμη εκκλησία που πρωταγωνιστεί σε πάμπολλα καρτ ποσταλ, μαγνητάκια κι άλλα αναμνηστικά από το νησί:
Το βουτίδι ήταν ωραίο, αν και στο σύνολο ήταν μια παραλία για την οποία είχα εξίσου μεγαλύτερες προσδοκίες σε σχέση με όσα τελικά είδα:
Φτάσαμε στα πηγάδια γύρω στις έξι όπου έπρεπε να σκοτώσουμε το χρόνο και την υπομονή μας περιμένοντας να ετοιμαστεί το αμάξι που θ’ αλλάζαμε. Δε φτάνει που γυρίσαμε εντελώς πίσω, παρόλο που θα διανυκτερεύαμε στην Όλυμπο, περιμέναμε και μια ώρα πίνοντας μπύρα σε ένα Pool bar με κάτι καμένους Αγγλάρες και άλλη μισή έξω απ’ το πλυντήριο αυτ/των…
Ξεκινήσαμε για την Όλυμπο μετά τις επτά το απόγευμα, καθώς το πλάνο της εκδρομής από τη πρώτη μέρα που κλείστηκε ήταν να αφιερωθούν δύο βράδια στο καταπληκτικό αυτό χωριό. Οι πληροφορίες που μας έδωσαν για 45 λεπτά δρόμου μόνο αληθινές δεν ήταν και το σκοτάδι έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ενός δρόμου που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή λόγω απότομων στροφών, έργων και κατολισθήσεων επίσης.
Μία ώρα και ένα τέταρτο μετά είχα φτάσει στο πάρκινγκ του χωριού, μιας και σαν αμιγώς νησιωτικό και ορεινό χωριό, δε μπορεί να μπει αυτοκίνητο στα μικροσκοπικά στενάκια, που έτσι κι αλλιώς ήταν ανηφορικά με σκαλιά. Η πρώτη εικόνα αν και νύχτα ήταν μαγική:
Η ενέργεια του μέρους δε γίνεται να μη σε κατακλύσει αμέσως. Είναι από τα χωριά που εκτός από τη μεγάλη τους ομορφιά έχουν και αυτό το κάτι που σε συναρπάζει, ιδιαίτερα όταν φεύγουν οι τουριστικές ορδές και μένεις μόνος σου με τους ντόπιους. Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους για να αφιερώσουμε εκεί χρόνο διαμονής. Παραλάβαμε το διαμέρισμα μας με το πολύ ωραίο –όπως φαινόταν μες τη νύχτα μπαλκόνι- και βγήκαμε μια βόλτα ξεκινώντας από τη πλατεία με την εκκλησία:
Καθίσαμε στον υπέροχο καφενέ μαζί με ντόπιους όπως προανέφερα:
Και πεινασμένοι όπως ήμασταν δοκιμάσαμε τους εκλεκτούς μεζέδες του χωρίς δεύτερη σκέψη:
Πριν επιστρέψουμε στο δωμάτιο, πήρα τη φωτογραφική μηχανή κι έκανα μια πρώτη βόλτα στα στενάκια, που δε τα είχα δει όπως ήθελα φτάνοντας μιας και κουβαλούσα τις αποσκευές φορτωμένος σα το γαϊδούρι, αντικρύζοντας τα γνωστά μαγαζάκια με τα κεντήματα;
Το χωριό είχε πολλά πράγματα να δώσει κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να διερευνηθεί καλύτερα υπό το φως της ημέρας:
Το μπαλκόνι μας είχε όντως εξαιρετική θέα, κάτι που θα διαπιστώναμε την επομένη κι ευτυχώς ο καιρός δεν ήταν πολύ ανάποδος, μιας και μιλάμε για ορεινό χωριό με απρόβλεπτες πολλές φορές συνθήκες (σα τη Χώρα Αμοργού ένα πράγμα), έτσι στρωθήκαμε τελειώνοντας λίγο από το τζιν που μας είχε απομείνει και γυρνώντας το σε ρούμι.
Βγήκαμε ξανά γύρω στις 12 για ένα ποτό, μιας και είχαμε μάθει ότι το καφενείο εκτελεί και χρέη μπαρ. Ωραία πράγματα, απ’ αυτά που μας αρέσουν πολύ:
Γυρίσαμε και πάλι στο μπαλκόνι όπου με εκλεκτή μουσική και ποτό σχεδιάσαμε τις κινήσεις μας για την επόμενη μέρα, απολύτως ευτυχισμένοι με όσα είχαμε δει!
(Το δρομολόγιο της ημέρας)
Ημέρα Τέταρτη
Ξυπνήσαμε για κάποιο λόγο αρκετά νωρίς και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να περιεργαστούμε καλύτερα το δωμάτιο, χτισμένο στα πρότυπα των παραδοσιακών Καρπαθιώτικων σπιτιών με τα εντοιχισμένα κρεβάτια:
Όπως επίσης και το εκπληκτικής ομορφιάς και θέας μπαλκόνι μας, πέφτοντας μέσα στη χθεσινοβραδινή μας πρόβλεψη:
Η μαγική του θέα είναι ζητούμενο πολλές φορές στις διακοπές αρκετών ανθρώπων τολμώ να πω, μιας και αυτό είναι που συχνά σου αδειάζει το μυαλό από τις άχρηστες πληροφορίες και τις σκοτούρες και σε ξεκουράζει πραγματικά. Αυτό συνέβη και σε μας:
Αποφασίσαμε να πιούμε καφέ στο χθεσινοβραδινό καφενέ, έτσι βγήκαμε από το δωμάτιο και κατευθυνθήκαμε προς τη πλατεία:
Θαυμάζοντας τις απολαυστικές εικόνες του χωριού, ενός χωριού για το οποίο άλλοι διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα κι εμείς πρέπει να είμαστε τυχεροί που το έχουμε στη χώρα μας:
Κάναμε μια σύντομη βόλτα μιας και έπρεπε να φύγουμε, προγραμματίζοντας τη περαιτέρω εξερεύνηση της Ολύμπου για το απόγευμα:
Πως να περιγράψει κανεις με λόγια τέτοια ομορφια;
Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε περπατώντας προς το πάρκινγκ, την ώρα που τα μαγαζιά ήταν στο φόρτε τους, μιας και οι επισκέπτες κατέφθαναν σωρηδόν:
Έτοιμα να σερβιριστούν ήταν και τα μυρωδάτα φαγητά, μιας και η συνήθεια αρκετών τουριστών είναι να τρώνε μεσημεριανό γύρω στις 12:
Προχωρήσαμε στα σκαλιά ανάμεσα σε όμορφα μαγαζάκια με προϊόντα του νησιού και τις γιαγιάδες με τις παραδοσιακές φορεσιές, βλέποντας παράλληλα εξαιρετικές εικόνες στο πρωινό φως του ήλιου:
Εξαιρετικές εικόνες όμως:
Μπήκαμε στ’ αμάξι και ένα τεταρτάκι αλλά και αρκετές απότομες και δύσκολες στροφές αργότερα βρεθήκαμε στο δεύτερο λιμάνι της Καρπάθου, το χωριό Διαφανί:
Αρχικά είχαμε ως στόχο να δούμε τις διαθέσιμες εκδρομές προς τη γειτονική Σαρία, έτσι αφού μαζέψαμε τις πληροφορίες καθίσαμε για ένα παγωμένο φραπέ προκειμένου ν’ αποφασίσουμε:
Κάπου εκεί συμπέρανα με βεβαιότητα ότι στο νησί αυτό είναι πραγματικά δύσκολο να βρεις κακή παραλία:
Δείτε νερά δίπλα στο «λιμάνι» του Διαφανίου:
Ήπιαμε το καφεδάκι, ρίξαμε μια χαλαρή βουτιά και μεσημέρι όπως ήταν αναχωρήσαμε γι’ άλλες πολιτείες, ή καλύτερα γι’ άλλες παραλίες. Ο δρόμος περνούσε υποχρεωτικά και πάλι έξω απ’ την Όλυμπο και το σημείο θέασης μου έδωσε μια ακόμα ευκαιρία για στάση και φωτογραφία:
Ο μεγάλος στόχος της ημέρας ήταν η παραλία του Αγίου Μηνά, η οποία πέραν της ομορφιάς της φημίζεται και για τη δύσκολη πρόσβαση. Οι συστάσεις που είχαμε ήταν να μη κατέβουμε με συμβατικό αυτοκίνητο, οι πληροφορίες όμως που πήραμε στην Όλυμπο ήταν αντίθετες, ότι σιγά σιγά και με προσοχή μπορείς να κατέβεις ως εκεί.
Τι τελικά ισχύει; Αρχικά ότι δεν είναι 2 χιλιόμετρα όπως γράφει η ταμπέλα, αλλά κοντά στα τέσσερα. Επίσης ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στη κατάβαση και ένα σχετικά ψηλούτσικο αμάξι. Τέλος και σημαντικότερο απ’ όλα, είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο δρόμος που είναι κοντύτερα στην Όλυμπο και όχι ο άλλος, που είναι πραγματικά τρομαχτικός όπως μας ενημέρωσαν οι ντόπιοι.
Βασιζόμενοι λοιπόν περισσότερο στη διαίσθηση μας, λιγότερο στο maps και καθόλου στις ταμπέλες που δεν υπήρχαν, ξεκινήσαμε τη κατάβαση στη δύσκολη διαδρομή:
Μετά από αρκετό κόπο και προβληματισμένοι αν πάμε σωστά κάναμε δεξιά μόλις βρήκαμε λίγο διαθέσιμο χώρο, μαθαίνοντας ότι υπάρχει ακόμα μια εκπληκτική παραλία ή Νατι (η το Νατι) που χρησιμοποιεί μέχρι ενός σημείου τον ίδιο δρόμο:
Μερικές στροφές πιο κάτω ξαναβρήκαμε ευκαιρία για μια πανοραμική, καταλαβαίνοντας ότι επιτέλους πλησιάζουμε στο προορισμό μας.
Τι να καταλάβει άλλωστε το Ι10 όταν το οδηγάει ο Έλληνας Ραϊκόννεν;
Δεν αργήσαμε καθόλου να παρκάρουμε στο χώρο που διατίθεται πάνω από τη παραλία
Και χολοσκασμένοι καθώς ήμασταν από τη δύσκολη κατάβαση, μπουκάραμε θα έλεγα στο όμορφο ταβερνείο για να πιούμε δύο παγωμένες να συνέλθουμε:
Μπορούσαμε πλέον να κατηφορίσουμε στην όμορφη παραλία του Αγίου Μηνά που βρίσκεται κάτω από την ομώνυμη εκκλησία:
Απλωθήκαμε και ανοίξαμε το φορητό ψυγειάκι για να δροσιστούμε. Αν και είχα δει πολλές όμορφες εικόνες στη Κάρπαθο σε ότι αφορά τις παραλίες της, νομίζω ότι στη συγκεκριμένη εξτασιάστηκα, θεωρώντας την πλέον μετά βεβαιότητος τη καλύτερη παραλία του νησιού, τουλάχιστον για το δικό μου κριτήριο.
Αυτή θα είναι η εικόνα που θα κουβαλάω μαζί μου όλο το χειμώνα. Ο ορίζοντας, τα καταπράσινα νερά και η βοτσαλωτή παραλία. Δεν έχω να πω κάτι άλλο:
Κάναμε τις βουτιές μας και τη χαρήκαμε ιδιαίτερα, μιας και δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, νιώθοντας κάτι παραπάνω από δικαιωμένοι που τελικώς προσπαθήσαμε τη κατάβαση ως εκεί:
Είχαμε αποφασίσει να πάμε για φαγητό στο Μύλο το καλύτερο ίσως εστιατόριο του νησιού, ευρισκόμενο σε παραδοσιακό ανεμόμυλο της Ολύμπου και με απίστευτη θέα στο απέραντο γαλάζιο, ωστόσο μόλις ανεβήκαμε προς το πάρκινγκ…
Είναι από τις στιγμές που δε σχεδιάζεις και σου βγαίνουν. Είναι από τα ζητούμενα στις διακοπές. Τι πιο όμορφο από ένα απλό παραδοσιακό ταβερνάκι πάνω από μια τέτοια ονειρεμένη παραλία άλλωστε;
Κάναμε το βήμα χωρίς να το σκεφτούμε περαιτέρω. Θα πηγαίναμε στο Μύλο το βράδυ, τώρα θα κάναμε αυτό που έλεγε η καρδιά μας. Σαλάτα, κολοκυθοκεφτέδες, φρέσκιες πατάτες, φάβα, γαύρος στο τηγάνι και παγωμένη ρακή, ήταν, είναι και θα είναι πάντα αρκετά:
Ανεβήκαμε πολύ πιο γρήγορα και εύκολα σε σχέση με τη κατάβαση μέχρι το κεντρικό δρόμο, συναντώντας πεζοπόρους που έκαναν τη συγκεκριμένη δύσκολη διαδρομή, αρνούμενοι ευγενικά να τους ανεβάσουμε αν και το προτείναμε. Γύρω στις πέντε και μισή ήμασταν και πάλι στην Όλυμπο:
Έχοντας μπροστά μας μερικές ώρες διαθέσιμες ώστε να δούμε το χωριό που εκείνη την ώρα είχε αρκετή ζωή:
Φτάνοντας στη κεντρική πλατεία του χωριού περάσαμε από το παραδοσιακό καφενείο «Η Κρήτη» που είχα σταμπάρει από το πρωί και δε γινόνταν να μη κάνουμε στάση:
Η συμπαθέστατη γιαγιά μας σέρβιρε τις μπύρες μαζί με κατσικίσιο τυρί Ολύμπου, πράσινες ελιές και ένα καταπληκτικό ζυμωτό ψωμί. Δε γινόταν να μείνουμε στη μία όπως καταλαβαίνετε… Αφού φωτογράφισα τον εσωτερικό χώρο,
Αναχωρήσαμε μέσω του μονοπατιού λίγο πιο πάνω για το περίφημο και πολύφωτογραφισμένο εκκλησάκι του Χριστού, με τη μαγική θέα του:
Αν και σε πλήρη καλοκαιρία, τα σύννεφα άρχισαν να περικυκλώνουν τις Κορυφές του βουνού, κάνοντας το σκηνικό ακόμα πιο περίεργο και όμορφο, δίνοντας μας την ευκαιρία για εξαιρετικές λήψεις:
Ο ήλιος είχε αρχίσει τη κάθοδο του κι εμείς συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα ενδότερα του χωριού, κάνοντας στάση στη πλατεία και στο κατάστημα με τα τουριστικά (και όχι μόνο) υπέροχα είδη που το είχε ένας γνωστός του Νίκου από τον Πειραιά, ο οποίος μένει τα τελευταία χρόνια μόνιμα στην Όλυμπο, όπου τα είπαμε για λίγο και συνεχίσαμε τη πορεία μας, φτάνοντας στη πίσω πλευρά του χωριού:
Εκεί βρήκαμε και τον Μύλο, με τα γεμάτα τραπέζια του στημένα υπέροχα με προοπτική στο ηλιοβασίλεμα:
Ένα ηλιοβασίλεμα που είχαμε αποφασίσει να το δούμε στο μπαλκόνι μας, απολαμβάνοντας το τελευταίο εισαγόμενο Κουβανέζικο νέκταρ που κουβαλούσαμε, πριν ανοίξουμε το επόμενο μπουκάλι:
Είναι από τις περιπτώσεις που θέλεις να κάθεσαι μόνο βλέποντας τη θέα κι ακούγοντας μουσική, αν και ούτε αυτό είναι απαραίτητο… Η εκπληκτικές εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη, ειδικότερα όταν τα φώτα του χωριού ξεκίνησαν ν’ ανάβουν σταδιακά:
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να φύγουμε, παρά μόνο λίγα ψώνια που έπρεπε να μπουν στις αποσκευές μας, όπως μακαρούνες Καρπάθου και θυμαρίσιο μέλι, που θα βρείτε σε πολλά σημεία στο χωριό αλλά θα καταλάβετε από πού αξίζει να αγοράσετε.
Μετά από μια στάση στο καφενείο για ένα τελευταίο, μείναμε στο μπαλκόνι ως αργά, παρόλο που είχαμε αρκετά πρωινό ξύπνημα. Δε θέλαμε να χάσουμε στιγμή…
(Το δρομολόγιο της ημέρας)
Ημέρα Πέμπτη
Πριν τις εννιά το πρωί ήμασταν κιόλας στο πόδι, με τα πράγματα ήδη έτοιμα, μιας και δε θα επιστρέφαμε στο χωριό. Πήραμε το μονοπάτι βλέποντας ακόμα μια φορά αυτή την υπέροχη θέα:
Καταλήγοντας στο παραδοσιακό φούρνο για να φάμε δύο τυρόπιτες με το τοπικό μαλακό γλυκό τυρί της Καρπάθου:
Αφήσαμε την Όλυμπο μέσω νεφών, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνονταν και το πρωί:
Κατεβήκαμε στο Διαφάνι και μιας και είχαμε αρκετή ώρα στη διάθεση μας ήπιαμε καφεδάκι, καλημερίζοντας τον μάγειρα και ψαρά από το χθεσινό ταβερνάκι στον Άγιο Μηνά. Το πλοίο με το όνομα «Αναστασία ΙΙ» που θα μας οδηγούσε σε ακόμα ένα νησί, ένα ακατοίκητο νησί, έδεσε στο λιμάνι στις 10:30, όπου επιβιβαστήκαμε κι αναχωρήσαμε σχεδόν αμέσως:
Αφήσαμε πίσω μας το Διαφάνι:
Όπου μετά από μισή ώρα γαλήνιας πλεύσης θα αποβιβαζόμασταν στο έρημο νησί της Δωδεκανήσου και «προέκταση» θα έλεγε κανείς της Καρπάθου με το όνομα Σαρία και τις μαγικές παραλίες του:
(Για να μη βγει θεόρατο το κεφάλαιο της Καρπάθου, ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση της Σαρίας σε επόμενο επιπλέον κεφάλαιο)
Η εκδρομή κράτησε ως τις τέσσερις και μισή το απόγευμα, αφήνοντας μας τις καλύτερες των εντυπώσεων. Οι περισσότεροι είχαν ξεκινήσει απ’ τα Πηγάδια, εμείς όμως είχαμε αφετηρία το Διαφάνι, σε ένα πλοίο που αρκετοί χρησιμοποιούν και σαν μέσο μεταφοράς μεταξύ των δύο, έτσι αποβιβαστήκαμε κοιτώντας τα πάντα δελεαστικά νερά του Διαφανίου:
Δε χρειάστηκε να το σκεφτούμε πολύ. Χρόνο είχαμε, όρεξη είχαμε, παγωμένες μπύρες βρήκαμε, οπότε και η βουτιά φάνταζε μονόδρομος!
Τα νερά ήταν για ακόμα μια φορά ονειρεμένα, κάνοντας το απογευματινό μπάνιο αξέχαστο:
Έτσι λίγο πριν τις έξι αναχωρήσαμε για την επιστροφή μας στα Πηγάδια. Το άνοιγμα του δρόμου λίγα χιλιόμετρα μετά μας έκανε να αποχαιρετήσουμε την Όλυμπο όπως της άξιζε:
Το δρομολόγιο της επιστροφής ήταν και πάλι περισσότερο από μια ώρα, παρόλο που ήξερα πλέον καλά το δρόμο. Εφόσον δεν είχαμε καμιά άλλη υποχρέωση παρά μόνο να τσεκάρουμε στο ξενοδοχείο στα Πηγάδια, φτάνοντας εκεί στρίψαμε δεξιά προς Μενετές, με σκοπό να πάμε για φαγητό στη Πέρδικα μια ταβέρνα που όλοι προτείνουν:
Για κακή μας τύχη πέσαμε πάνω σε διακοπή ρεύματος, ωστόσο με λίγη καλή θέληση βολευτήκαμε μια χαρά. Φάβα, σαλάτα χόρτα, κρασί, μαλακό τυράκι και το πιάτο του νησιού, μακαρούνες με μυζήθρα. Όλα ντόπια, όπως και το λευκό κρασί:
Επιστρέψαμε λίγο πριν πέσει η νύχταστη Πολίχνη με θάλασσα στα Πηγάδια, έχοντας ξεχάσει τις τελευταίες δύο μέρες τι πάει να πει ζέστη, κουνούπια, ασχήμια κτλ.
Μη μπορώντας να αντέξουμε τη ζέστη στο μπαλκόνι καθώς δε φυσούσε ούτε για πλάκα με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να καθίσουμε να πιούμε ένα ποτό, κατηφορίσαμε προς το γνωστό πεζόδρομο γύρω στις δέκα.
Η θέση μας στο bar του Boulevard of broken dreams ήταν σχεδόν «κρατημένη» και η βραδιά περιστράφηκε γύρω από τις συζητήσεις για το νησί με ένα ντόπιο φίλο που είχαμε γνωρίσει νωρίτερα στο μαγαζί του με αναμνηστικά από το νησί, μαθαίνοντας πολύ ωραία πράγματα για την Όλυμπο, τους κατοίκους και το πανηγύρι που οργανώνεται εκεί τον Αύγουστο, για το που έπρεπε να φάμε (και δεν ανέφεραν οι πληροφορίες μας) και γενικώς για όσα δε κάναμε και αξίζανε για τη δεύτερη φορά. Όλα αυτά βεβαίως με το Γιώργο να γεμίζει κατ’ εξακολούθηση τα ποτήρια και τ’ αυτιά μας με εξαίρετες rock blues μουσικές.
Τι άλλο να ζητήσεις κανείς για τελείωμα μιας εκδρομής;
Ημέρα έκτη – Αναχώρηση
Το πρωινό ξύπνημα είχε γίνει πλέον συνήθεια στην εκδρομή, έτσι και εκείνο το πρωί του Σαββάτου. Κατεβήκαμε για καφέ και τυρόπιτα από τον ωραίο φούρνο στο πεζόδρομο και αναχωρήσαμε με το ήδη φορτωμένο αμάξι για το αεροδρόμιο του νησιού, φτάνοντας περίπου 15 λεπτά μετά:
Η πτήση είχε παραδόξως αρκετό κόσμο στην αναμονή κάτι που μου έκανε εντύπωση, προερχόμενη από Κάσο και με προορισμό το αεροδρόμιο της Ρόδου. Το κτελ με φτερά της skyexpress δεν ήταν μόνο συνεπέστατο, έφυγε και μερικά λεπτά νωρίτερα από το προβλεπόμενο:
Κοιτούσα κάτω μου τη παραλία του Διακόφτη νιώθοντας πολύ περίεργα καθώς έφευγα από ένα νησί για να πάω σ’ ένα άλλο με αεροπλάνο και όχι με πλοίο, διαπιστώνοντας ότι χωρούσε ακόμα μία (τουλάχιστον) ημέρα στη Κάρπαθο:
Δεν είναι σίγουρα νησί που προλαβαίνεις να τα δεις όλα με τη πρώτη επίσκεψη καθώς πρόκειται για ειδική κατηγορία λόγω των ιδιαιτεροτήτων του και για ένα προορισμό που οφείλεις να ξαναπάς κάποια στιγμή στη ζωή σου.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος απ’ όσα εν τέλει κάναμε, ωστόσο ξέρω ότι υπήρχαν άλλα τόσα που δε κάναμε, οπότε αυτή την εκκρεμότητα τη κρατάω…
Επίσκεψη : Αύγουστος 2021
Διάρκεια: 6 ημέρες
Είχε φτάσει η σειρά για ακόμα ένα νησί, το τελευταίο στα Δωδεκάνησα. Τόσο απλά και τόσο όμορφα. Περνώντας τα χρόνια κι εκδρομή με την εκδρομή, περίμενα απλά να έρθει η ώρα της Καρπάθου, κάτι που έγινε (όπως και στη Κάσο) ένα χρόνο περίπου μετά τον αρχικό προγραμματισμό.
Το νησί αυτό βέβαια δεν είναι ούτε κατά διάνοια μικρό, ούτε πολύ μεγάλο, είναι όμως αρκετά ορεινό και δύσβατο με αποτέλεσμα να χρειάζεται αρκετές ημέρες προκειμένου να το δει κάποιος όπως του πρέπει. Έχοντας πολύ συχνή πρόσβαση από αέρος, αλλά και ακτοπλοϊκώς από τη πιο κοντινή Ρόδο όπως και τη Κρήτη, δε το λες νησί άγονης γραμμής με τη στενή έννοια του όρου, η γεωγραφική του όμως θέση συνηγορεί σ’ αυτό.
Το καλό τουλάχιστον είναι ότι για τη Κάρπαθο υπάρχει αρκετά μεγάλη πληροφόρηση στο φόρουμ αλλά και εκτός αυτού, απολύτως δίκαια μιας και αποτελεί δημοφιλέστατο προορισμό με κύριο σημείο αναφοράς τις καταπληκτικές κι ασυναγώνιστες παραλίες του και μάλιστα ίσως τα επίθετα που χρησιμοποιώ να είναι λίγα για να περιγράψουν αυτό που θα δει κανείς.
Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ μεγάλη περιέργεια για να δω τη Κάρπαθο, ακούγοντας όλα αυτά τα θεαματικά σχόλια για τις παραλίες, τα τοπία και τα χωριά της, όχι όμως για τα υπόλοιπα και χάρηκα πολύ που εν τέλει τα κατάφερα, γυρίζοντας γεμάτος από όμορφες αναμνήσεις και εικόνες!
Ημέρα πρώτη – Άφιξη
Πιάσαμε τα Πηγάδια -το κύριο λιμάνι και πρωτεύουσα της Καρπάθου- στις έξι και μισή το απόγευμα, ερχόμενοι από τη γειτονική Κάσο. Είχαμε αποφασίσει να ξεκινήσουμε το πρόγραμμα από την επόμενη μέρα όντας κατασταλαγμένοι για το τι θα δούμε και «χωρίζοντας» το νησί σε τμήματα, έτσι αφιερώσαμε τη συγκεκριμένη μέρα στο νησί της Κάσου. Οι πρώτες εικόνες ήταν περίπου σαν αυτές που μου είχαν περιγράψει φίλοι, γνωστοί αλλά κι ένας κολλητός μου που πήγε πρόσφατα. Σχεδόν απογοητευτικές…


Τεράστια κτήρια που δε σε παραπέμπουν στο νησί, πολυκατοικίες, φασαρία και ατελείωτη ζέστη:

Ζοριστήκαμε πολύ να φτάσουμε ως το δωμάτιο φορτωμένοι με τόσα πράγματα, μιας κι αυτό ήταν στα ανώτερα σημεία της πόλης, χτισμένο σε μια ανηφόρα με μεγάλη κλίση, βγαίνοντας σχεδόν αμέσως για προμήθειες, φαγητό και εξερεύνηση. Η εντύπωση μου από κει ψηλά έγινε ακόμη χειρότερη απ’ τη πρώτη εικόνα. ΣΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΠΟΛΙΧΝΗ ΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ:

Βρεθήκαμε κεντρικά, συναντώντας το κάθετο πεζόδρομο με τα δύο γυράδικα αριστερά δεξιά που αν αγαπάτε τα στομάχια σας κι έχετε έστω και χαμηλό κριτήριο γεύσης δε πρέπει να φάτε ΠΟΤΕ στη ζωή σας:

Προχωρήσαμε αριστερά και παράλληλα με τη θάλασσα, φτάνοντας στο συμπαθητικό κτήριο του Επαρχείου,

Επιστρέφοντας από τον πεζόδρομο με τα μαγαζιά και τα σουβενιραδικα:

Εκεί βρίσκεται και η βάρκα, μια χαρακτηριστική εικόνα από τα Πηγάδια:

Φάγαμε, επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να ετοιμαστούμε και βγήκαμε σχετικά νωρίς, καθώς η ζέστη ήταν ανυπόφορη και εκνευριστική ακόμα και στο μπαλκόνι στις δέκα το βράδυ.
Ευτυχώς στα Πηγάδια υπάρχει αρκετή νυχτερινή ζωή, κάτι που μπορεί να συμπεράνει κανείς κατευθείαν, τουλάχιστον τον Αύγουστο που βρεθήκαμε κι εμείς εκεί. Γυρίσαμε μερικά bar ακούγοντας εξαιρετικές ροκ μουσικές με αποκορύφωμα το Galileo, μαζί με πολλά ελληνοαμερικάνικα κάνοντας με να νιώσω ότι βρίσκομαι σε μπαράκι στην Αστόρια…
Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Καρπάθου βρίσκεται εκτός νησιού, με αρκετά μεγάλες κοινότητες στην Ελλάδα αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που θύμιζε τη προ διετίας επίσκεψη μας στη Κάλυμνο που επικρατεί η ίδια κατάσταση.
Καταλήξαμε και περάσαμε αρκετές ώρες σε ένα μπαρ που θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά, ένα πραγματικό κόσμημα το οποίο κατατάσσω σίγουρα σε ένα εκ των τριών κορυφαίων μπαρ στα Δωδεκάνησα (μαζί με το Μελτέμι της Λέρου και τη Ρωγμή του Χρόνου της Ρόδου) και σίγουρα ένα από τα πιο πλούσια σε κάβα και γνώσεις μαγαζιά που έχω επισκεφτεί, αντίστοιχο με το –άλλης λογικής- «Ιερά Οδός» στη Σάμο.
Καταπληκτικός χώρος με πολύ ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα, εξαιρετικής ποιότητας ποτά, προσεγμένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, με μουσική που δε θα μπορούσε να ναι καλύτερη κινούμενη σε rock blues μονοπάτια, αλλά και μία αρκετά γεμάτη, εκλεκτή και πολύ ποιοτική κάβα, που μόνο γνώστες επιπέδου @gelf μπορούν να εκτιμήσουν:

(Ένα μεγάλο ευχαριστώ και από εδώ στο φίλο και ιδιοκτήτη Γ, για τη φιλοξενία του, αλλά και τα βινύλια που μας δώρισε για να τα βάλουμε στο δικό μας χώρο…).
Ήταν η καλύτερη «αποζημίωση» για τα όσα δεν είχαμε δει ακόμα στα Πηγάδια, ένα μέρος πάντως που τη νύχτα έδειχνε συμπαθητικότερο:

Ημέρα δεύτερη
Ξύπνησα νωρίς και από το τηλέφωνο, καθώς ήταν η ώρα να παραλάβω το αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει, μιας και αν θέλει κάποιος να δει τη Κάρπαθο όπως πρέπει, δεν υπάρχει δυστυχώς άλλος τρόπος.
Είχα ενημερωθεί για κάποιες αναποδιές από το γραφείο κι έτσι έπρεπε να ξαναλλάξουμε όχημα 2 μέρες μετά, κάτι που μας έβγαζε από τον αρχικό προγραμματισμό για κάποια ώρα, αλλά δεν ήταν ικανό να μας στερήσει την όρεξη και την ενέργεια μας για την εκδρομή. Τέλος Αυγούστου και όλα τα γραφεία ενοικιάσεως ήταν sold out, οπότε όσοι σκοπεύετε να νοικιάσετε όχημα να το κάνετε από νωρίς όπως εμείς, αλλιώς θα βρεθείτε προ εκπλήξεως!
Μετά από ένα σύντομο πρωινό επιβιβαστήκαμε ξεκινώντας τη περιήγηση στο ευρύτερο νησί. Το σχέδιο μας ήταν να δούμε το νότιο τμήμα του νησιού, έτσι πήραμε το κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Η πρώτη μας στάση έγινε στη κοντινή παραλία της Αμοοπής με τα υπέροχα νερά και ήταν η καλύτερη εισαγωγή στις παραλίες – πισίνες της Καρπάθου:

Αφού κάναμε μια σύντομη βουτιά, αποφασίσαμε να πιούμε το καφέ μας στο ωραίο μεν καφέ εστιατόριο που βρίσκεται από πάνω, με το σχετικά βραδύκαυστο σερβις δε που μας έφερε μάλιστα καφέ χωρίς νερό. Πάμε παρακάτω…

Αμέσως μετά ήταν η σειρά της παραλίας Χριστού Πηγάδι βάζοντας μας για τα καλά στο κλίμα των νερών του νησιού, όπως μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς:

Ήταν μεσημεράκι και άνοιξε η πρώτη μπύρα από το φορητό ψυγείο, πριν συνεχίσουμε τη περιήγηση μας:

Ο μεγάλος στόχος της ημέρας ήταν ο Διακόφτης, η πολύ διάσημη παραλία που βρίσκεται κάτω από το αεροδρόμιο, έτσι φτάνοντας ως αυτό προς στιγμήν απογοητευτήκαμε βλέποντας τους serfer και τα όχι τόσο ιδιαίτερα ρηχά νερά, ωστόσο γρήγορα καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος:

Με το γνωστό παραδοσιακό τρόπο της ερώτησης, διαπιστώσαμε ότι για να φτάσουμε στο Διακόφτη έπρεπε να κάνουμε όλο το γύρο του αεροδρομίου σε περίπου 3,5 χιλιόμετρα χωματόδρομο. Όντως μερικά λεπτά μετά αφού παρκάραμε αντικρύσαμε το λόγο για τον οποίο αυτή η παραλία είναι τόσο γνωστή:

Διαμαντένια καταγάλανα νερά

Η παραλία αυτή βέβαια είναι διπλή, με αυτή που βρίσκεται από την άλλη πλευρά να μη στερείται ομορφιάς και νερών:

Η αθλιότητα βέβαια που έχει χτιστεί από κει πίσω προκειμένου να διαχειρίζεται τις ομπρελοξαπλώστρες και να πουλάει μπύρες perroni στους χειρότερους τουρίστες των Ελληνικών νησιών (βλέπε Ιταλοί), χαλούσε την όλη μαγεία του τοπίου:

Πιάσαμε μια άκρη στην άμμο απλώνοντας τις πετσέτες μας και αρχίσαμε να απολαμβάνουμε το νερό, πίνοντας ακόμα μια μπυρίτσα:

Πήρα τη φωτογραφική και ξεκίνησα να περπατώ μέσα στο νερό, μιας και στα πρώτα μέτρα η παραλία ήταν αρκετά ρηχή, βλέποντας παράλληλα εντυπωσιακές εικόνες:


Ίσως είναι από τις περιπτώσεις που όσο και να μιλάει η λήψη σίγουρα αδικεί τη πραγματικότητα:

Δε καθίσαμε ούτε εκεί αρκετή ώρα μιας και το πρόγραμμα είχε συνέχεια, μια σύντομη επίσκεψη στην εξίσου εκπληκτική παραλία Μιχαλιού Κήπος που ήταν έτσι κι αλλιώς στο δρόμο μας. Περιττό να αναφέρω τις άριστες (και εκεί) εντυπώσεις μας:

Ένας δρόμος που μας οδηγούσε απογευματάκι πλέον προς την Αρκάσα και τη παραλία του Αγίου Νικολάου στην οποία δυστυχώς ο αέρας δεν ευνοούσε το μπάνιο:

Ευνοούσε όμως τις μπύρες στο διπλανό ωραίο μπαράκι:

Μια βουτιά όμως όφειλε να γίνει στη πολύ όμορφη και αυτή κατά τα φαινόμενα παραλία:

Πριν συνεχίσουμε το δρόμο μας για όχι πολύ μακριά, το γειτονικό Φοινίκι ,ένα μικρό ψαροχώρι διάσημο για τις ταβέρνες και το καλό φαγητό του:

Όντως το χωριό είναι το κλασσικό που προτιμούν όλοι για φαγητό:

Χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι δεν έχει και αυτό μια πολύ ωραία παραλία που μας έδωσε αφορμή για μια απολαυστική απογευματινή βουτιά. Εντάξει, μαζί με μια μπύρα για τη δροσιά…

Αφού είχαμε τελειώσει με τις υπέρ-αρκετές βουτιές της ημέρας, αρχίσαμε να παίρνουμε τα βουνά, με κατεύθυνση τους Μενετές ,το διάσημο πολύχρωμο και όμορφο χωριό που βρίσκεται σχετικά κοντά στα Πηγάδια:

Βολτάραμε στα όμορφα στενάκια του χωριού γνωρίζοντας το:

Χωρίς να αργήσουμε να στρωθούμε στο παραδοσιακό καφενείο του, με τους παππούδες που έπιναν εκείνη την ώρα το καφέ τους να μας χαιρετούν ευγενικά:

Βγήκαμε περνώντας από την άλλη πλευρά του κεντρικού:

Ανεβαίνοντας στην εκκλησία της Παναγίας:

Εκεί βρίσκεται και το πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μπαλκόνι του χωριού με άπλετη θέα προς τα Πηγάδια:

Και προς τα πολύχρωμα σπιτάκια του οικισμού:

Βγήκαμε μια καλλιτεχνική:

Φωτογραφίζοντας παράλληλα απέναντι την ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει τη κάθοδο του:

Βρεθήκαμε στη ταβέρνα Πέρδικα για μια ακόμα παγωμένη:

Αφήνοντας τους Μενετές βράδυ πλέον, με κατεύθυνση τα πηγάδια όπου η ζέστη ήταν για ένα ακόμη βράδυ ανυπόφορη με αποτέλεσμα να βγούμε νωρίς, έχοντας ήδη κάνει την επιλογή μας με το Boulevard Of Broken Dreams να έχει γίνει στέκι μας, πίνοντας τα ποτά μας και καταστρώνοντας τα σχέδια της επομένης…
(Το δρομολόγιο της ημέρας)

Ημέρα Τρίτη
Το πρόγραμμα είχε καταρτιστεί βάσει της αλλαγής που έπρεπε να κάνουμε στα αυτοκίνητα, κάτι που σήμαινε ότι θα βρισκόμασταν αρκετές ώρες στο δρόμο και σε αναμονές, οπότε όσο κι αν δε μας άρεσε δε μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς.
Έτσι αφού αφήσαμε το δωμάτιο φάγαμε πρωϊνό και πήραμε καφέδες για το δρόμο, αναχωρήσαμε προς το βορρά του νησιού, στο σημείο που ο δρόμος γίνεται πολύ πιο απότομος, ανηφορικός και με συχνές κατολισθήσεις για τις οποίες ευθύνονται καθαρά και σχεδόν αποκλειστικά οι κατσίκες.

Σταματήσαμε σε ένα σημείο θέασης πάνω από τη Κυρά Παναγιά:

Αλλά και σε ακόμη ένα πάνω από τα Άπελλα, γνωρίζοντας και 2 παιδιά προερχόμενα από την Ολλανδία που κάνανε τις 8ήμερες διακοπές τους στο νησί, με απευθείας πτήση μάλιστα!

Προορισμός μας ήταν το χωριό Λευκός και συγκεκριμένα ο «Κάτω Λευκός» ,γνωστός για μια ακόμα διάσημη παραλία του νησιού, κάτι που αντιληφθήκαμε από τη πρώτη στιγμή μόλις παρκάραμε το αυτοκίνητο:

Καθίσαμε σε ένα μπαράκι να ξεδιψάσουμε, διαπιστώνοντας ότι το χωριό έχει αρκετά ενοικιαζόμενα, καταστήματα, εστιατόρια κτλ:

η ζέστη όμως ήταν έντονη τραβώντας μας λίγο μετά στα υπέροχα νερά της «πισίνας» του Λευκού:

Μεσημεράκι πλέον και έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, για να είμαστε κοντά στα πηγάδια. Το πρόγραμμα μας έλεγε ότι ήταν η σειρά να δούμε τη πιο γνωστή και ξακουστή παραλία του νησιού, τα «Άπελλα» ,έτσι στρίψαμε αριστερά μόλις είδαμε τη ταμπέλα ξεκινώντας να κατεβαίνουμε, σταματώντας πάλι σε ένα σημείο θέασης για πανοραμική λήψη:

Πλησιάζοντας στη παραλία διαπιστώσαμε ότι έπρεπε να παρκάρουμε σχετικά ψηλά, μιας και ο δρόμος τελείωνε και δεν είναι καλή ιδέα να φτάσει κανείς μέχρι κάτω γιατί θα έμπλεκε:

Η θέα από το πάρκινγκ μας προϊδέαζε για κάτι πολύ καλό και οι προσδοκίες είχαν ανέβει κατακόρυφα:

Πριν απ’ όλα αυτά όμως φροντίσαμε να προμηθευτούμε δύο παγωμένες από την ωραία ταβέρνα που βρίσκεται άνωθεν της παραλίας. Παγωμένες όμως, οφείλω να το πώ, μπράβο στον μαγαζάτορα!

Πήραμε το μονοπάτι βγαίνοντας στη παραλία με τα υπέροχα νερά:


Αν όμως κάτι τη κάνει και ξεχωρίζει είναι ο απίστευτος περιβάλλοντας χώρος με τα βράχια και τα δέντρα για τη φυσική σκιά, κάτι που την ανεβάζει πάρα πολύ:

Αφού ήπιαμε τις μπύρες μας και κάναμε τις βουτιές μας, συμπεράναμε ότι σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη απ’ όσες είχαμε δει στα νησιά. Καλή μεν, κατώτερη σε σύγκριση με άλλες δε, οπότε πιστεύω ακράδαντα ότι ο περισσότερος ντόρος γίνεται για το φυσικό περιβάλλον και όχι για τα νερά αυτά καθ’ αυτά!
Οι ώρες περνούσαν κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ακόμα μια στάση επιστρέφοντας στα Πηγάδια, έτσι συνεχίσαμε λίγο πιο κάτω παίρνοντας τη παράκαμψη με την απότομη κατηφόρα προς τη «Κυρά Παναγιά» μια ακόμη πολύ διάσημη παραλία της Καρπάθου:

Και εκεί φυσικά ισχύει ο κανόνας του μακρινού παρκαρίσματος για να μη μπλέξεις:

Πήραμε δύο μπύρες από το ψιλικατζίδικο και κατεβήκαμε στη παραλία που αν και νωρίς σχετικά, σχεδόν 17:30, την είχε πιάσει η σκιά σε μεγάλο μέρος της:

Από πάνω δεσπόζει η ομώνυμη εκκλησία που πρωταγωνιστεί σε πάμπολλα καρτ ποσταλ, μαγνητάκια κι άλλα αναμνηστικά από το νησί:

Το βουτίδι ήταν ωραίο, αν και στο σύνολο ήταν μια παραλία για την οποία είχα εξίσου μεγαλύτερες προσδοκίες σε σχέση με όσα τελικά είδα:

Φτάσαμε στα πηγάδια γύρω στις έξι όπου έπρεπε να σκοτώσουμε το χρόνο και την υπομονή μας περιμένοντας να ετοιμαστεί το αμάξι που θ’ αλλάζαμε. Δε φτάνει που γυρίσαμε εντελώς πίσω, παρόλο που θα διανυκτερεύαμε στην Όλυμπο, περιμέναμε και μια ώρα πίνοντας μπύρα σε ένα Pool bar με κάτι καμένους Αγγλάρες και άλλη μισή έξω απ’ το πλυντήριο αυτ/των…
Ξεκινήσαμε για την Όλυμπο μετά τις επτά το απόγευμα, καθώς το πλάνο της εκδρομής από τη πρώτη μέρα που κλείστηκε ήταν να αφιερωθούν δύο βράδια στο καταπληκτικό αυτό χωριό. Οι πληροφορίες που μας έδωσαν για 45 λεπτά δρόμου μόνο αληθινές δεν ήταν και το σκοτάδι έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ενός δρόμου που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή λόγω απότομων στροφών, έργων και κατολισθήσεων επίσης.
Μία ώρα και ένα τέταρτο μετά είχα φτάσει στο πάρκινγκ του χωριού, μιας και σαν αμιγώς νησιωτικό και ορεινό χωριό, δε μπορεί να μπει αυτοκίνητο στα μικροσκοπικά στενάκια, που έτσι κι αλλιώς ήταν ανηφορικά με σκαλιά. Η πρώτη εικόνα αν και νύχτα ήταν μαγική:

Η ενέργεια του μέρους δε γίνεται να μη σε κατακλύσει αμέσως. Είναι από τα χωριά που εκτός από τη μεγάλη τους ομορφιά έχουν και αυτό το κάτι που σε συναρπάζει, ιδιαίτερα όταν φεύγουν οι τουριστικές ορδές και μένεις μόνος σου με τους ντόπιους. Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους για να αφιερώσουμε εκεί χρόνο διαμονής. Παραλάβαμε το διαμέρισμα μας με το πολύ ωραίο –όπως φαινόταν μες τη νύχτα μπαλκόνι- και βγήκαμε μια βόλτα ξεκινώντας από τη πλατεία με την εκκλησία:

Καθίσαμε στον υπέροχο καφενέ μαζί με ντόπιους όπως προανέφερα:

Και πεινασμένοι όπως ήμασταν δοκιμάσαμε τους εκλεκτούς μεζέδες του χωρίς δεύτερη σκέψη:

Πριν επιστρέψουμε στο δωμάτιο, πήρα τη φωτογραφική μηχανή κι έκανα μια πρώτη βόλτα στα στενάκια, που δε τα είχα δει όπως ήθελα φτάνοντας μιας και κουβαλούσα τις αποσκευές φορτωμένος σα το γαϊδούρι, αντικρύζοντας τα γνωστά μαγαζάκια με τα κεντήματα;

Το χωριό είχε πολλά πράγματα να δώσει κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να διερευνηθεί καλύτερα υπό το φως της ημέρας:


Το μπαλκόνι μας είχε όντως εξαιρετική θέα, κάτι που θα διαπιστώναμε την επομένη κι ευτυχώς ο καιρός δεν ήταν πολύ ανάποδος, μιας και μιλάμε για ορεινό χωριό με απρόβλεπτες πολλές φορές συνθήκες (σα τη Χώρα Αμοργού ένα πράγμα), έτσι στρωθήκαμε τελειώνοντας λίγο από το τζιν που μας είχε απομείνει και γυρνώντας το σε ρούμι.
Βγήκαμε ξανά γύρω στις 12 για ένα ποτό, μιας και είχαμε μάθει ότι το καφενείο εκτελεί και χρέη μπαρ. Ωραία πράγματα, απ’ αυτά που μας αρέσουν πολύ:

Γυρίσαμε και πάλι στο μπαλκόνι όπου με εκλεκτή μουσική και ποτό σχεδιάσαμε τις κινήσεις μας για την επόμενη μέρα, απολύτως ευτυχισμένοι με όσα είχαμε δει!
(Το δρομολόγιο της ημέρας)

Ημέρα Τέταρτη
Ξυπνήσαμε για κάποιο λόγο αρκετά νωρίς και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να περιεργαστούμε καλύτερα το δωμάτιο, χτισμένο στα πρότυπα των παραδοσιακών Καρπαθιώτικων σπιτιών με τα εντοιχισμένα κρεβάτια:

Όπως επίσης και το εκπληκτικής ομορφιάς και θέας μπαλκόνι μας, πέφτοντας μέσα στη χθεσινοβραδινή μας πρόβλεψη:

Η μαγική του θέα είναι ζητούμενο πολλές φορές στις διακοπές αρκετών ανθρώπων τολμώ να πω, μιας και αυτό είναι που συχνά σου αδειάζει το μυαλό από τις άχρηστες πληροφορίες και τις σκοτούρες και σε ξεκουράζει πραγματικά. Αυτό συνέβη και σε μας:


Αποφασίσαμε να πιούμε καφέ στο χθεσινοβραδινό καφενέ, έτσι βγήκαμε από το δωμάτιο και κατευθυνθήκαμε προς τη πλατεία:

Θαυμάζοντας τις απολαυστικές εικόνες του χωριού, ενός χωριού για το οποίο άλλοι διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα κι εμείς πρέπει να είμαστε τυχεροί που το έχουμε στη χώρα μας:


Κάναμε μια σύντομη βόλτα μιας και έπρεπε να φύγουμε, προγραμματίζοντας τη περαιτέρω εξερεύνηση της Ολύμπου για το απόγευμα:


Πως να περιγράψει κανεις με λόγια τέτοια ομορφια;


Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε περπατώντας προς το πάρκινγκ, την ώρα που τα μαγαζιά ήταν στο φόρτε τους, μιας και οι επισκέπτες κατέφθαναν σωρηδόν:

Έτοιμα να σερβιριστούν ήταν και τα μυρωδάτα φαγητά, μιας και η συνήθεια αρκετών τουριστών είναι να τρώνε μεσημεριανό γύρω στις 12:

Προχωρήσαμε στα σκαλιά ανάμεσα σε όμορφα μαγαζάκια με προϊόντα του νησιού και τις γιαγιάδες με τις παραδοσιακές φορεσιές, βλέποντας παράλληλα εξαιρετικές εικόνες στο πρωινό φως του ήλιου:


Εξαιρετικές εικόνες όμως:


Μπήκαμε στ’ αμάξι και ένα τεταρτάκι αλλά και αρκετές απότομες και δύσκολες στροφές αργότερα βρεθήκαμε στο δεύτερο λιμάνι της Καρπάθου, το χωριό Διαφανί:

Αρχικά είχαμε ως στόχο να δούμε τις διαθέσιμες εκδρομές προς τη γειτονική Σαρία, έτσι αφού μαζέψαμε τις πληροφορίες καθίσαμε για ένα παγωμένο φραπέ προκειμένου ν’ αποφασίσουμε:

Κάπου εκεί συμπέρανα με βεβαιότητα ότι στο νησί αυτό είναι πραγματικά δύσκολο να βρεις κακή παραλία:

Δείτε νερά δίπλα στο «λιμάνι» του Διαφανίου:

Ήπιαμε το καφεδάκι, ρίξαμε μια χαλαρή βουτιά και μεσημέρι όπως ήταν αναχωρήσαμε γι’ άλλες πολιτείες, ή καλύτερα γι’ άλλες παραλίες. Ο δρόμος περνούσε υποχρεωτικά και πάλι έξω απ’ την Όλυμπο και το σημείο θέασης μου έδωσε μια ακόμα ευκαιρία για στάση και φωτογραφία:

Ο μεγάλος στόχος της ημέρας ήταν η παραλία του Αγίου Μηνά, η οποία πέραν της ομορφιάς της φημίζεται και για τη δύσκολη πρόσβαση. Οι συστάσεις που είχαμε ήταν να μη κατέβουμε με συμβατικό αυτοκίνητο, οι πληροφορίες όμως που πήραμε στην Όλυμπο ήταν αντίθετες, ότι σιγά σιγά και με προσοχή μπορείς να κατέβεις ως εκεί.
Τι τελικά ισχύει; Αρχικά ότι δεν είναι 2 χιλιόμετρα όπως γράφει η ταμπέλα, αλλά κοντά στα τέσσερα. Επίσης ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στη κατάβαση και ένα σχετικά ψηλούτσικο αμάξι. Τέλος και σημαντικότερο απ’ όλα, είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο δρόμος που είναι κοντύτερα στην Όλυμπο και όχι ο άλλος, που είναι πραγματικά τρομαχτικός όπως μας ενημέρωσαν οι ντόπιοι.
Βασιζόμενοι λοιπόν περισσότερο στη διαίσθηση μας, λιγότερο στο maps και καθόλου στις ταμπέλες που δεν υπήρχαν, ξεκινήσαμε τη κατάβαση στη δύσκολη διαδρομή:

Μετά από αρκετό κόπο και προβληματισμένοι αν πάμε σωστά κάναμε δεξιά μόλις βρήκαμε λίγο διαθέσιμο χώρο, μαθαίνοντας ότι υπάρχει ακόμα μια εκπληκτική παραλία ή Νατι (η το Νατι) που χρησιμοποιεί μέχρι ενός σημείου τον ίδιο δρόμο:

Μερικές στροφές πιο κάτω ξαναβρήκαμε ευκαιρία για μια πανοραμική, καταλαβαίνοντας ότι επιτέλους πλησιάζουμε στο προορισμό μας.

Τι να καταλάβει άλλωστε το Ι10 όταν το οδηγάει ο Έλληνας Ραϊκόννεν;

Δεν αργήσαμε καθόλου να παρκάρουμε στο χώρο που διατίθεται πάνω από τη παραλία

Και χολοσκασμένοι καθώς ήμασταν από τη δύσκολη κατάβαση, μπουκάραμε θα έλεγα στο όμορφο ταβερνείο για να πιούμε δύο παγωμένες να συνέλθουμε:

Μπορούσαμε πλέον να κατηφορίσουμε στην όμορφη παραλία του Αγίου Μηνά που βρίσκεται κάτω από την ομώνυμη εκκλησία:


Απλωθήκαμε και ανοίξαμε το φορητό ψυγειάκι για να δροσιστούμε. Αν και είχα δει πολλές όμορφες εικόνες στη Κάρπαθο σε ότι αφορά τις παραλίες της, νομίζω ότι στη συγκεκριμένη εξτασιάστηκα, θεωρώντας την πλέον μετά βεβαιότητος τη καλύτερη παραλία του νησιού, τουλάχιστον για το δικό μου κριτήριο.
Αυτή θα είναι η εικόνα που θα κουβαλάω μαζί μου όλο το χειμώνα. Ο ορίζοντας, τα καταπράσινα νερά και η βοτσαλωτή παραλία. Δεν έχω να πω κάτι άλλο:

Κάναμε τις βουτιές μας και τη χαρήκαμε ιδιαίτερα, μιας και δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, νιώθοντας κάτι παραπάνω από δικαιωμένοι που τελικώς προσπαθήσαμε τη κατάβαση ως εκεί:

Είχαμε αποφασίσει να πάμε για φαγητό στο Μύλο το καλύτερο ίσως εστιατόριο του νησιού, ευρισκόμενο σε παραδοσιακό ανεμόμυλο της Ολύμπου και με απίστευτη θέα στο απέραντο γαλάζιο, ωστόσο μόλις ανεβήκαμε προς το πάρκινγκ…
Είναι από τις στιγμές που δε σχεδιάζεις και σου βγαίνουν. Είναι από τα ζητούμενα στις διακοπές. Τι πιο όμορφο από ένα απλό παραδοσιακό ταβερνάκι πάνω από μια τέτοια ονειρεμένη παραλία άλλωστε;

Κάναμε το βήμα χωρίς να το σκεφτούμε περαιτέρω. Θα πηγαίναμε στο Μύλο το βράδυ, τώρα θα κάναμε αυτό που έλεγε η καρδιά μας. Σαλάτα, κολοκυθοκεφτέδες, φρέσκιες πατάτες, φάβα, γαύρος στο τηγάνι και παγωμένη ρακή, ήταν, είναι και θα είναι πάντα αρκετά:

Ανεβήκαμε πολύ πιο γρήγορα και εύκολα σε σχέση με τη κατάβαση μέχρι το κεντρικό δρόμο, συναντώντας πεζοπόρους που έκαναν τη συγκεκριμένη δύσκολη διαδρομή, αρνούμενοι ευγενικά να τους ανεβάσουμε αν και το προτείναμε. Γύρω στις πέντε και μισή ήμασταν και πάλι στην Όλυμπο:

Έχοντας μπροστά μας μερικές ώρες διαθέσιμες ώστε να δούμε το χωριό που εκείνη την ώρα είχε αρκετή ζωή:


Φτάνοντας στη κεντρική πλατεία του χωριού περάσαμε από το παραδοσιακό καφενείο «Η Κρήτη» που είχα σταμπάρει από το πρωί και δε γινόνταν να μη κάνουμε στάση:

Η συμπαθέστατη γιαγιά μας σέρβιρε τις μπύρες μαζί με κατσικίσιο τυρί Ολύμπου, πράσινες ελιές και ένα καταπληκτικό ζυμωτό ψωμί. Δε γινόταν να μείνουμε στη μία όπως καταλαβαίνετε… Αφού φωτογράφισα τον εσωτερικό χώρο,

Αναχωρήσαμε μέσω του μονοπατιού λίγο πιο πάνω για το περίφημο και πολύφωτογραφισμένο εκκλησάκι του Χριστού, με τη μαγική θέα του:


Αν και σε πλήρη καλοκαιρία, τα σύννεφα άρχισαν να περικυκλώνουν τις Κορυφές του βουνού, κάνοντας το σκηνικό ακόμα πιο περίεργο και όμορφο, δίνοντας μας την ευκαιρία για εξαιρετικές λήψεις:



Ο ήλιος είχε αρχίσει τη κάθοδο του κι εμείς συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα ενδότερα του χωριού, κάνοντας στάση στη πλατεία και στο κατάστημα με τα τουριστικά (και όχι μόνο) υπέροχα είδη που το είχε ένας γνωστός του Νίκου από τον Πειραιά, ο οποίος μένει τα τελευταία χρόνια μόνιμα στην Όλυμπο, όπου τα είπαμε για λίγο και συνεχίσαμε τη πορεία μας, φτάνοντας στη πίσω πλευρά του χωριού:


Εκεί βρήκαμε και τον Μύλο, με τα γεμάτα τραπέζια του στημένα υπέροχα με προοπτική στο ηλιοβασίλεμα:

Ένα ηλιοβασίλεμα που είχαμε αποφασίσει να το δούμε στο μπαλκόνι μας, απολαμβάνοντας το τελευταίο εισαγόμενο Κουβανέζικο νέκταρ που κουβαλούσαμε, πριν ανοίξουμε το επόμενο μπουκάλι:

Είναι από τις περιπτώσεις που θέλεις να κάθεσαι μόνο βλέποντας τη θέα κι ακούγοντας μουσική, αν και ούτε αυτό είναι απαραίτητο… Η εκπληκτικές εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη, ειδικότερα όταν τα φώτα του χωριού ξεκίνησαν ν’ ανάβουν σταδιακά:

Δεν υπήρχε κανένας λόγος να φύγουμε, παρά μόνο λίγα ψώνια που έπρεπε να μπουν στις αποσκευές μας, όπως μακαρούνες Καρπάθου και θυμαρίσιο μέλι, που θα βρείτε σε πολλά σημεία στο χωριό αλλά θα καταλάβετε από πού αξίζει να αγοράσετε.
Μετά από μια στάση στο καφενείο για ένα τελευταίο, μείναμε στο μπαλκόνι ως αργά, παρόλο που είχαμε αρκετά πρωινό ξύπνημα. Δε θέλαμε να χάσουμε στιγμή…
(Το δρομολόγιο της ημέρας)

Ημέρα Πέμπτη
Πριν τις εννιά το πρωί ήμασταν κιόλας στο πόδι, με τα πράγματα ήδη έτοιμα, μιας και δε θα επιστρέφαμε στο χωριό. Πήραμε το μονοπάτι βλέποντας ακόμα μια φορά αυτή την υπέροχη θέα:


Καταλήγοντας στο παραδοσιακό φούρνο για να φάμε δύο τυρόπιτες με το τοπικό μαλακό γλυκό τυρί της Καρπάθου:

Αφήσαμε την Όλυμπο μέσω νεφών, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνονταν και το πρωί:

Κατεβήκαμε στο Διαφάνι και μιας και είχαμε αρκετή ώρα στη διάθεση μας ήπιαμε καφεδάκι, καλημερίζοντας τον μάγειρα και ψαρά από το χθεσινό ταβερνάκι στον Άγιο Μηνά. Το πλοίο με το όνομα «Αναστασία ΙΙ» που θα μας οδηγούσε σε ακόμα ένα νησί, ένα ακατοίκητο νησί, έδεσε στο λιμάνι στις 10:30, όπου επιβιβαστήκαμε κι αναχωρήσαμε σχεδόν αμέσως:

Αφήσαμε πίσω μας το Διαφάνι:

Όπου μετά από μισή ώρα γαλήνιας πλεύσης θα αποβιβαζόμασταν στο έρημο νησί της Δωδεκανήσου και «προέκταση» θα έλεγε κανείς της Καρπάθου με το όνομα Σαρία και τις μαγικές παραλίες του:


(Για να μη βγει θεόρατο το κεφάλαιο της Καρπάθου, ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση της Σαρίας σε επόμενο επιπλέον κεφάλαιο)
Η εκδρομή κράτησε ως τις τέσσερις και μισή το απόγευμα, αφήνοντας μας τις καλύτερες των εντυπώσεων. Οι περισσότεροι είχαν ξεκινήσει απ’ τα Πηγάδια, εμείς όμως είχαμε αφετηρία το Διαφάνι, σε ένα πλοίο που αρκετοί χρησιμοποιούν και σαν μέσο μεταφοράς μεταξύ των δύο, έτσι αποβιβαστήκαμε κοιτώντας τα πάντα δελεαστικά νερά του Διαφανίου:


Δε χρειάστηκε να το σκεφτούμε πολύ. Χρόνο είχαμε, όρεξη είχαμε, παγωμένες μπύρες βρήκαμε, οπότε και η βουτιά φάνταζε μονόδρομος!

Τα νερά ήταν για ακόμα μια φορά ονειρεμένα, κάνοντας το απογευματινό μπάνιο αξέχαστο:

Έτσι λίγο πριν τις έξι αναχωρήσαμε για την επιστροφή μας στα Πηγάδια. Το άνοιγμα του δρόμου λίγα χιλιόμετρα μετά μας έκανε να αποχαιρετήσουμε την Όλυμπο όπως της άξιζε:

Το δρομολόγιο της επιστροφής ήταν και πάλι περισσότερο από μια ώρα, παρόλο που ήξερα πλέον καλά το δρόμο. Εφόσον δεν είχαμε καμιά άλλη υποχρέωση παρά μόνο να τσεκάρουμε στο ξενοδοχείο στα Πηγάδια, φτάνοντας εκεί στρίψαμε δεξιά προς Μενετές, με σκοπό να πάμε για φαγητό στη Πέρδικα μια ταβέρνα που όλοι προτείνουν:

Για κακή μας τύχη πέσαμε πάνω σε διακοπή ρεύματος, ωστόσο με λίγη καλή θέληση βολευτήκαμε μια χαρά. Φάβα, σαλάτα χόρτα, κρασί, μαλακό τυράκι και το πιάτο του νησιού, μακαρούνες με μυζήθρα. Όλα ντόπια, όπως και το λευκό κρασί:

Επιστρέψαμε λίγο πριν πέσει η νύχτα

Μη μπορώντας να αντέξουμε τη ζέστη στο μπαλκόνι καθώς δε φυσούσε ούτε για πλάκα με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να καθίσουμε να πιούμε ένα ποτό, κατηφορίσαμε προς το γνωστό πεζόδρομο γύρω στις δέκα.
Η θέση μας στο bar του Boulevard of broken dreams ήταν σχεδόν «κρατημένη» και η βραδιά περιστράφηκε γύρω από τις συζητήσεις για το νησί με ένα ντόπιο φίλο που είχαμε γνωρίσει νωρίτερα στο μαγαζί του με αναμνηστικά από το νησί, μαθαίνοντας πολύ ωραία πράγματα για την Όλυμπο, τους κατοίκους και το πανηγύρι που οργανώνεται εκεί τον Αύγουστο, για το που έπρεπε να φάμε (και δεν ανέφεραν οι πληροφορίες μας) και γενικώς για όσα δε κάναμε και αξίζανε για τη δεύτερη φορά. Όλα αυτά βεβαίως με το Γιώργο να γεμίζει κατ’ εξακολούθηση τα ποτήρια και τ’ αυτιά μας με εξαίρετες rock blues μουσικές.

Τι άλλο να ζητήσεις κανείς για τελείωμα μιας εκδρομής;
Ημέρα έκτη – Αναχώρηση
Το πρωινό ξύπνημα είχε γίνει πλέον συνήθεια στην εκδρομή, έτσι και εκείνο το πρωί του Σαββάτου. Κατεβήκαμε για καφέ και τυρόπιτα από τον ωραίο φούρνο στο πεζόδρομο και αναχωρήσαμε με το ήδη φορτωμένο αμάξι για το αεροδρόμιο του νησιού, φτάνοντας περίπου 15 λεπτά μετά:

Η πτήση είχε παραδόξως αρκετό κόσμο στην αναμονή κάτι που μου έκανε εντύπωση, προερχόμενη από Κάσο και με προορισμό το αεροδρόμιο της Ρόδου. Το κτελ με φτερά της skyexpress δεν ήταν μόνο συνεπέστατο, έφυγε και μερικά λεπτά νωρίτερα από το προβλεπόμενο:

Κοιτούσα κάτω μου τη παραλία του Διακόφτη νιώθοντας πολύ περίεργα καθώς έφευγα από ένα νησί για να πάω σ’ ένα άλλο με αεροπλάνο και όχι με πλοίο, διαπιστώνοντας ότι χωρούσε ακόμα μία (τουλάχιστον) ημέρα στη Κάρπαθο:

Δεν είναι σίγουρα νησί που προλαβαίνεις να τα δεις όλα με τη πρώτη επίσκεψη καθώς πρόκειται για ειδική κατηγορία λόγω των ιδιαιτεροτήτων του και για ένα προορισμό που οφείλεις να ξαναπάς κάποια στιγμή στη ζωή σου.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος απ’ όσα εν τέλει κάναμε, ωστόσο ξέρω ότι υπήρχαν άλλα τόσα που δε κάναμε, οπότε αυτή την εκκρεμότητα τη κρατάω…
Last edited: