psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Τήλος
Επίσκεψη : Ιούλιος - Αύγουστος 2018
Διάρκεια: 4 μέρες
Από τη μία η δύσκολη πρόσβαση, οι λίγες πληροφορίες, η κακή φήμη για τους ντόπιους και για τους τρόπους τους.
Από την άλλη ένα προοδευτικό νησί πρότυπο, αρκετά καινοτόμο αλλά και αυθεντικό, αποφεύγοντας πάνω απ’ όλα το μαζικό τουρισμό.
Φυσικά όσο και αντικρουόμενες να ήταν οι απόψεις δεν υπήρχε κανένα θέμα ή δίλημμα για να βάλουμε τη Τήλο στο πρόγραμμα, όσο δύσκολο και να ήταν αυτό, καθώς το να συνδυάσεις κοντινά νησιά σε μια νησιώτικη χώρα όπως η Ελλάδα, φαντάζει πολλές φορές με άθλο.
Άφιξη:
Άθλος ήταν και το ταξίδι με το bluestar διάρκειας κοντά στις έξι ώρες, νύχτα, με αναχώρηση από τη κοντινή Αστυπάλαια και άφιξη στη Τήλο τα ξημερώματα, αφού πέρασε από τα μισά Δωδεκάνησα πρώτα. Ευτυχώς ένα μπουκαλάκι καλό ουίσκι, εξομαλύνει πάντα τέτοιες καταστάσεις και κάνει τη διαδρομή ευκολότερη!
Την ώρα που φτάσαμε βέβαια δεν υπάρχει και τίποτα το αξιόλογο να δει κανείς, κι έτσι αφού παραλάβαμε το δωμάτιο μας, βγήκαμε μια αναγνωριστική βόλτα στη παραλιακή και καταλήξαμε στο γνωστό φούρνο στα «Λιβάδια» (λιμάνι και τόπος διαμονής μας) να τρώμε ότι είχε μόλις πρωτοβγεί και να πίνουμε τη μπύρα του καλωσορίσματος. Η ώρα ήταν κοντά πέντε, οπότε το μόνο που απέμενε μετά από τέτοια κούραση ήταν ο ύπνος.
Μέρα πρώτη:
Ξυπνήσαμε αργά, αρκετά νωχελικά και σχεδόν μεσημέρι κατεβήκαμε στη παραλία με αφόρητη ζέστη. Πιάσαμε το πολύ ωραίο γνωστό παραλιακό πεζόδρομο των Λιβαδιών που φέρει το όνομα του ‘’Τάσου Αλιφέρη’’ Δήμαρχου – σύμβολο για το νησί:
Η επιθυμία μας όμως για καφεΐνη ήταν έντονη έτσι επιστρέψαμε λίγο πιο πάνω, στη πολύ ωραία σκιά κάτω από τα δεντράκια στο παραδοσιακό καφέ – εστιατόριο ‘’Ομόνοια’’ το οποίο εκείνη την ώρα ήταν αυτό που χρειαζόμασταν:
Με συνοπτικές διαδικασίες ο καφές μετατράπηκε σε παγωμένες μπύρες, καθώς ήταν γεμάτο μεσημέρι πλέον και μας άξιζε. Εκεί, πάνω στο άνοιγμα της Μάμος, πιάσαμε τη κουβέντα με ένα πολύ ωραίο τύπο από το διπλανό τραπέζι, ο οποίος ήταν Έλληνας που ζει στις Βρυξέλες με την Κροάτισσα γυναίκα του και έκανε για πάνω από 20 χρόνια τη δουλειά του ξεναγού στη Λατινική Αμερική. Είδε τα μπλουζάκια που φορούσαμε από τη Κούβα, ε δεν ήθελε και πολύ να αφεθούμε στη κουβέντα, καθώς είναι κάτι που μας αρέσει ιδιαίτερα όταν ταξιδεύουμε. Η συζήτηση βεβαίως έφερε και τη δεύτερη μπύρα, και τη πληροφορία ότι το συγκεκριμένο ζευγάρι επισκέπτεται τη Τήλο κάθε χρόνο. Μπράβο τους!
Έπρεπε όμως να κάνουμε και μπάνιο, έτσι επιστρέψαμε στο πεζόδρομο και περπατήσαμε δεξιά ως το τέρμα του:
Η παραλία στο σημείο εκείνο φάνταζε η ιδανικότερη σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι που δεν υστερεί φυσικά και πολύ. Βότσαλο και υπέροχα χρώματα στα νερά, καλώντας μας σχεδόν αμέσως για τη πρώτη βουτιά στο νησί:
Κάναμε με την ησυχία μας το μπάνιο και γύρω στο απόγευμα πλέον προχωρήσαμε προς την άλλη πλευρά του λιμανιού, περνώντας αρχικά από το πολύ ωραίο ροκ μπαρ ''Ινό'' το οποίο δεν είχε ανοίξει ακόμα. Ξέραμε ωστόσο τι θα κάνουμε το βράδυ:
Συνεχίσαμε μέχρι το τέλος φτάνοντας μέχρι το γνωστό ξενοδοχείο ‘’Ilidi Rock’’ στη παραλία του οποίου κάναμε ακόμα μία βουτιά:
Φάγαμε πρόχειρα κάτι και ήπιαμε μια απογευματινή μπυρίτσα, βλέποντας το πλοίο ν’ αναχωρεί:
Το βράδυ θα κάναμε τη πρώτη απόπειρα να ανεβούμε στο Μικρό (ή ερειπωμένο όπως το λεν οι ντόπιοι) χωριό, ένα μοναδικό αξιοθέατο που βρίσκεται στο νησί της Τήλου και αποτελεί πόλο έλξης. Λειτουργεί σαν Bar από τις 11 το βράδυ και μετά και για να το επισκεφτεί κανείς υπάρχει mini van που φρόντισαν να βάλουν οι ιδιοκτήτες για να ανεβοκατεβάζει τον κόσμο από τα Λιβάδια. Εκτενή αναφορά θα κάνω παρακάτω, καθώς εκείνο το βράδυ τελικά δε καταφέραμε να το δούμε, καθώς για κάποιο περίεργο λόγο δεν υπήρχε μεταφορά αν και περιμέναμε αρκετή ώρα. Στραφήκαμε αναγκαστικά στο Ινό, με αρκετές παγωμένες μπύρες, jagermeister και καλή ροκ μουσική, γεγονός που δε μας πτόησε καθόλου.
Μέρα δεύτερη:
Την άλλη μέρα, μετά το ξύπνημα και τον καφέ μας πήραμε το λεωφορείο με σκοπό να δούμε το μεγάλο χωριό και το περίφημο μουσείο με τους νάνους ελέφαντες. Ακόμα ένα «δοκάρι» στην εκδρομή καθώς το βρήκαμε κλειστό και αναβάλαμε την επίσκεψη για την επόμενη.
Πρώτα όμως κάναμε μια βόλτα στο «Μεγάλο χωριό» για να πάρουμε μια γεύση (από το τοπίο αλλά και από τις μπύρες του) και να δούμε αν υπάρχει κάτι άλλο αξιόλογο που μας διέφευγε:
Δε δώσαμε και πολύ βαρύτητα γιατί θα γυρνούσαμε και την άλλη μέρα, εξάλλου τα σημεία ενδιαφέροντος δεν ήταν και πολλά.
Όμορφα σπιτάκια, μερικά ωραία στενά που θυμίζουν νησί
και μια υπέροχη εκκλησία:
Κάναμε μια απόπειρα να δοκιμάσουμε να ανεβούμε στο «Κάστρο των Ιπποτών της Τήλου» το οποίο βρίσκεται σε ένα ψηλό βράχο, πάνω ακριβώς από το Μεγάλο Χωριό, ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο με τόση ζέστη και τον ήλιο να μας χτυπάει κατακέφαλα. Η επίσκεψη στο συγκεκριμένο αξιοθέατο συνίσταται ή πολύ πρωί ή το απόγευμα.
Εμείς τελικώς πήραμε -ποδαράτο πάντα- τον κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στην «Έριστο» τη πιο διάσημη παραλία του νησιού, σε μια ωραία διαδρομή περίπου τριών χιλιομέτρων, αλλά λίγο δύσκολη λόγω της ζέστης που προανέφερα:
Η Έριστος αποτελεί τη μεγαλύτερη παραλία του νησιού, και αυτή με τη πιο εύκολη πρόσβαση πέραν της παραλίας στα Λιβάδια. Αμμουδερή στο περισσότερο από το ενάμισι χιλιόμετρο της, με ωραία βαθιά νερά:
Ανοργάνωτη φυσικά εκτός από ένα κομμάτι της μπροστά στις καντίνες που βρίσκονται εκεί, μία στη μέση της παραλίας και μία τέρμα αριστερά την οποία προτιμήσαμε.
Τα παιδιά εκεί κάνουν καταπληκτική δουλειά, έχουν στήσει ένα χώρο με μεράκι στον οποίο μάθαμε ότι γίνονται πολύ όμορφα πράγματα και το βράδυ, και αγαπούν πολύ τις γάτες όπως κι εμείς:
Φυσικά λόγω των πολλών δέντρων στην Έριστο, συναντάει κανείς και αρκετούς κατασκηνωτές ,οι οποίοι επιλέγουν το συγκεκριμένο τρόπο διακοπών για έναν ακόμη λόγο. Στη πάνω πλευρά του δρόμου υπάρχουν δημοτικές τουαλέτες με ντουζιέρες που εξυπηρετεί τους free campers, με την υποχρέωση βέβαια να είναι υπεύθυνοι για τη καθαριότητα της. Να ακόμα κάτι ωραίο:
Το απογευματάκι επιστρέψαμε με το λεωφορείο στα Λιβάδια, και μετά από μια βόλτα
καταλήξαμε στη πολύ ωραία ταράτσα του «Μικρού Καφέ» για μία μπύρα. Ωραία θέα και ιδανική ώρα να χαλάρωμα και περισυλλογή:
Ήταν η ώρα που ο κόσμος ξεκινούσε να βγαίνει στο νησί:
Εμείς περιμέναμε όμως ανυπόμονα το βράδυ. Αυτή τη φορά όλα ήταν εντάξει, και η επίσκεψη μας στο «Ερειπωμένο χωριό» ήταν γεγονός!
Το χωριό – φάντασμα είναι ένας οικισμός εγκαταλελειμμένος κοντά 60 χρόνια τώρα, καθώς το πληθυσμό του μείωσε σταδιακά η μετανάστευση σε εξωτερικό, εσωτερικό αλλά και στα κοντινά Λιβάδια. Με αποτέλεσμα μέχρι το 1955 να ερημώσει πλήρως. Μπορεί να διακρίνει κανείς τα κτίσματα, αλλά όχι τις στέγες και τα κουφώματα, τα οποία πήραν οι κάτοικοι μαζί τους και χρησιμοποίησαν στην ανοικοδόμηση των νέων σπιτιών τους!
Στο σήμερα το εξωπραγματικό σκηνικό που δημιουργείται από τα φωτισμένα ερείπια από το μπαρ που φιλοξενείται στο χώρο είναι κάτι το μαγικό. Μιλάμε για ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος που όμοιο του δεν έχω συναντήσει. Ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό, με μουσική να ακούγεται μέσα από μισογκρεμισμένα σπίτια, και το πολύ απλό μπαρ να λειτουργεί υποφωτισμένο και με γεννήτρια. Περιττό να πω ότι αποτελεί προορισμό όλων για βράδυ στο νησί, και κρατάει πολλές φορές έως τις πρωινές ώρες.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την επίσημη σελίδα του μαγαζιού (https://mikro-chorio-bar.business.site/) καθώς οι φωτογραφικές μας τη νύχτα είχαν άθλια απόδοση, και αντικατοπτρίζουν ένα μικρό ποσοστό της ομορφιάς που μπορεί να συναντήσει κάποιος το βράδυ στο μικρό χωριό:

Φύγαμε αρκετά αργά, αφού φροντίσαμε να κάνουμε τη νυχτερινή βόλτα μας στα ερείπιά. Κατεβήκαμε στα Λιβάδια με τα πόδια βλέποντας τον έναστρο ουρανό, κάτι που θέλαμε να κάνουμε για την εμπειρία και φροντίζουμε να το κάνουμε σε όποιο τόπο επισκεπτόμαστε.
Μέρα τρίτη:
Οργανωμένοι καλύτερα με την ώρα την άλλη μέρα, ανεβήκαμε πιο νωρίς στο «Μεγάλο χωριό» χρησιμοποιώντας βέβαια τη τοπική συγκοινωνία. Πρώτος στόχος της ημέρας ήταν η επίσκεψη στο μουσείο με τα απολιθωμένα οστά του «νάνου ελέφαντα» που ζούσε στο νησί πριν από περίπου 50,000 χρόνια:
Τα οστά ανακαλύφθηκαν στο 1971 στο Χαρκάδιο σπήλαιο, δίπλα στο μικρό χωριό και ήταν μία από τις πρώτες ανακαλύψεις που επιβεβαίωσε την ύπαρξη ελεφάντων στην Ευρώπη. Οι νάνοι ελέφαντες (μέγιστου ύψους 1,5 μέτρων και μεταξύ 500-600 κιλών) έζησαν στο νησί μέχρι περίπου το 4000 π.Χ.. Οι πληροφορίες της κυρίας στην υποδοχή ήταν πάρα πολύ κατατοπιστικές, με αποτέλεσμα να ευχαριστηθούμε πολύ αυτή τη σύντομη κατά τα άλλα ξενάγηση.
Ακολούθως κάναμε τη βόλτα μας στο χωριό για τις απαραίτητες φωτογραφίες, μπήκαμε στη σπάνιας ομορφιάς εκκλησία του Ταξιάρχη με το ψηφιδωτό δάπεδο, και καθίσαμε τελικά για καφέ στο «Παλιό μεράκι» με τη τέλεια θέα του προς αυτήν, κάτι το οποίο πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε κι εσείς καθώς είναι από τα στέκια του νησιού, αλλά προσοχή γιατί κλείνει το μεσημέρι.
Εκεί γνωρίσαμε και το συνομήλικο σχεδόν ιδιοκτήτη του, που μας περιέγραψε τις συνθήκες που επικρατούν στο νησί το χειμώνα, πως περνούν το χρόνο τους, πως γίνονται παρέες μαζί με δασκάλους, λιμενικούς κτλ. τα Σαββατοκύριακα και γλεντοκοπούν, ότι άμα έχει καλό καιρό κατεβαίνουν διήμερο στη Ρόδο, και όλα όσα δε περνούν καν απ’ το μυαλό μας στις συνθήκες που ζούμε. Δε ξέρω, σίγουρα δεν είναι εύκολο, ωστόσο σε κάποια στιγμή της ζωής μου θα ήθελα πολύ να έχω μια αντίστοιχη εμπειρία.
Το μεσημέρι πλησίαζε όμως και το παλιό μεράκι ήταν έτοιμο να κλείσει, έτσι αφού τελειώσαμε το καφέ μας και χαιρετήσαμε, ξεκινήσαμε στο γνωστό κατηφορικό δρόμο με αλλαγή στη στροφή αυτή τη φορά και προορισμό τη παραλία της «Πλάκας» και το μικρό οικισμό του «Αγίου Αντωνίου».
Τρία χιλιόμετρα περπάτημα ως γνωστόν και είχαμε φτάσει.
Τη βουτιά τη κάναμε προς τα αριστερά, πριν τη παραλία της πλάκας καθώς αν και γνωρίζαμε ότι είναι πολύ καλή, το δύσκολο εγχείρημα να συνεχίσουμε το περπάτημα κάτω απ’ το καυτό ήλιο, και ο αέρας που φυσούσε και δεν έκανε τη θάλασσα τόσο ελκυστική, μας απέτρεψαν να φτάσουμε ως εκεί. Μείναμε για μπάνιο περίπου κάτω από το πολύ όμορφο εκκλησάκι της «Καμαριανής» λίγο περισσότερο από τη μέση του δρόμου προς πλάκα:
Επιστρέψαμε κατόπιν προς τον Άγιο Αντώνιο, ένα μικρό οικισμό ο οποίος έχει μπροστά του ένα όμορφο λιμανάκι με βάρκες, σκιά από δέντρα και πολύ ωραία τσιπουράδικα:
Αφού ρίξαμε μια ακόμη βουτιά στη παραλία του,
τελειώσαμε με τα διαδικαστικά
και προχωρήσαμε σ’ αυτό που ξέρουμε καλύτερα. Τραπέζι μπροστινό στη θάλασσα, ψαρικά, σαλάτα με αντζούγιες και φυσικά παραδοσιακή ατόφια νησιώτικη σούμα, βαριά μεν αλλά ευκολόπιοτη. Μια κατάσταση όνειρο:
Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τις διακοπές του; Με πόσα βασικά πράγματα μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος; Ο σερβιτόρος που μας εξυπηρετούσε μας έμαθε έναν ακόμα βασικό κανόνα:
''Μετά τη κατανάλωση μεγάλης ποσότητας σούμας, χρειάζεται οπωσδήποτε μια παγωμένη μπύρα να σβήσει.''
Ποιοι είμαστε εμείς να τον αμφισβητήσουμε;
Τελειώσαμε το φαγητό πολύ ευχαριστημένοι, και αφού κάναμε μια βόλτα για μερικές φωτογραφίες πήγαμε στη στάση του λεωφορείου για να γυρίσουμε προς τα πίσω.
Ανεβήκαμε και ζητήσαμε από τον οδηγό να μας αφήσει στο Μικρό χωριό, εκεί που ξεκινάει το μονοπάτι. Θέλαμε πολύ να δούμε το τόπο αυτό με το φως της ημέρας. Θέλαμε να τον νιώσουμε. Θέλαμε να τον φωτογραφίσουμε!
Λίγα λεπτά μετά ήμασταν στην αρχή του ανηφορικού μονοπατιού. Ευτυχώς ο ήλιος είχε πέσει καθώς η ώρα ήταν περασμένες 5:30, αλλά η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Ξεκινήσαμε την ανάβαση:
Τα πρώτα κτίσματα του Μικρού χωριού είναι παραδόξως και τα πιο διαλυμένα. Είναι τρομερή η αίσθηση να βρίσκεσαι μόνος σου σε ένα μέρος το οποίο έχει εγκαταλειφθεί στη τύχη του πάνω από μισό αιώνα τώρα, με τα ερείπια όμως να έχουν ακόμα σημάδια ζωής:
Ανεβαίναμε αποφεύγοντας στο περπάτημα μας μεγάλες πέτρες και κλαδιά, φτάνοντας μετά από λίγη ώρα στο κύριο κεντρικό δρόμο του χωριού, ο οποίος ήταν εμφανώς βελτιωμένος λόγω του μπαρ, το οποίο είναι και το μόνο κτίσμα μαζί με την εκκλησία που συντηρούνται και λειτουργούν κανονικά:
Καθίσαμε στις καρέκλες του μπαρ – το οποίο ήταν κλειστό – απολαμβάνοντας την ηρεμία και τη γαλήνη του τόπου.
Μόνο ένας γατούλης που αντιλήφθηκε τη παρουσία μας ήρθε για παρέα και χάδια:
Πήγαμε ξανά μέχρι την εκκλησία, αυτή τη φορά με το φως της ημέρας:
Χαρήκαμε πάρα πολύ με τις εικόνες που είδαμε και την αίσθηση που αποκομίσαμε.
Εικόνες που δε πρόκειται να ξεχάσουμε:
Μια ώρα μετά κατεβαίναμε προς τα Λιβάδια απ’ το δρόμο, τον ίδιο δρόμο που κάναμε το προηγούμενο βράδυ, έχοντας πολύ ωραία θέα προς το κόλπο:
Η μπύρα που ήπιαμε φτάνοντας στο κέντρο, σχεδόν στη πλατεία στα Λιβάδια, μετά από τόσο περπάτημα και κούραση ήταν ότι καλύτερο μπορούσαμε να έχουμε εκείνη την ώρα!
Ήταν όμως το τελευταίο μας βράδυ στο νησί, και έπρεπε να κινητοποιηθούμε. Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε νωρίς έξω, ξεκινώντας από το Ινό στο οποίο φυσικά μας είχαν μάθει, μέχρι να περάσει η ώρα δώδεκα και να κάνουμε ξανά τη γνωστή διαδρομή προς το μπαρ του μικρού χωριού.
Εκείνο το βράδυ ήταν ακόμη καλύτερο, καθώς και περισσότερη Ελληνική μουσική ακούσαμε, και θέση στο μπαρ πιάσαμε. Δε κατεβήκαμε όμως με τα πόδια, καθώς το σώμα δεν ήταν πρόθυμο για μία ακόμη νυχτερινή πεζοπορία.
Ήταν και οι τελευταίες εικόνες μας από τη Τήλο, καθώς την επομένη το πρωί αναχωρούσαμε με το πρωινό Dodecanesos για τη γειτονική Νίσυρο.
Σίγουρα η Τήλος δεν είναι το νησί που θα σε κερδίσει αμέσως, δεν είναι το γραφικό μέρος με το σοκάκι, τη πέτρα και το γαλάζιο λευκό χρώμα. Είναι όμως ένα μέρος με άλλου είδους ομορφιές, διαφορετικό ρυθμό, ποιότητα, καλές βουτιές και φαγητό. Αξίζει και με το παραπάνω την επίσκεψη αν κάποιος σχεδιάζει τουρ στα κοντινά νησιά και βολεύουν και τα πλοία. Απευθύνεται σε κόσμο που κυρίως ξέρει τι ψάχνει και τι περιμένει από τις διακοπές του. Απευθύνεται σε όλους όσους θέλουν να δουν ένα πραγματικά πρωτοποριακό νησί, το οποίο εδώ και χρόνια βάζει τα γυαλιά όχι μόνο σε άλλα νησιά αλλά στις συντηρητικές μεγαλουπόλεις μας.
Για να δούμε πότε θα μας ξαναβγάλει ο δρόμος εκεί…
Επίσκεψη : Ιούλιος - Αύγουστος 2018
Διάρκεια: 4 μέρες
Από τη μία η δύσκολη πρόσβαση, οι λίγες πληροφορίες, η κακή φήμη για τους ντόπιους και για τους τρόπους τους.
Από την άλλη ένα προοδευτικό νησί πρότυπο, αρκετά καινοτόμο αλλά και αυθεντικό, αποφεύγοντας πάνω απ’ όλα το μαζικό τουρισμό.
Φυσικά όσο και αντικρουόμενες να ήταν οι απόψεις δεν υπήρχε κανένα θέμα ή δίλημμα για να βάλουμε τη Τήλο στο πρόγραμμα, όσο δύσκολο και να ήταν αυτό, καθώς το να συνδυάσεις κοντινά νησιά σε μια νησιώτικη χώρα όπως η Ελλάδα, φαντάζει πολλές φορές με άθλο.
Άφιξη:
Άθλος ήταν και το ταξίδι με το bluestar διάρκειας κοντά στις έξι ώρες, νύχτα, με αναχώρηση από τη κοντινή Αστυπάλαια και άφιξη στη Τήλο τα ξημερώματα, αφού πέρασε από τα μισά Δωδεκάνησα πρώτα. Ευτυχώς ένα μπουκαλάκι καλό ουίσκι, εξομαλύνει πάντα τέτοιες καταστάσεις και κάνει τη διαδρομή ευκολότερη!
Την ώρα που φτάσαμε βέβαια δεν υπάρχει και τίποτα το αξιόλογο να δει κανείς, κι έτσι αφού παραλάβαμε το δωμάτιο μας, βγήκαμε μια αναγνωριστική βόλτα στη παραλιακή και καταλήξαμε στο γνωστό φούρνο στα «Λιβάδια» (λιμάνι και τόπος διαμονής μας) να τρώμε ότι είχε μόλις πρωτοβγεί και να πίνουμε τη μπύρα του καλωσορίσματος. Η ώρα ήταν κοντά πέντε, οπότε το μόνο που απέμενε μετά από τέτοια κούραση ήταν ο ύπνος.
Μέρα πρώτη:
Ξυπνήσαμε αργά, αρκετά νωχελικά και σχεδόν μεσημέρι κατεβήκαμε στη παραλία με αφόρητη ζέστη. Πιάσαμε το πολύ ωραίο γνωστό παραλιακό πεζόδρομο των Λιβαδιών που φέρει το όνομα του ‘’Τάσου Αλιφέρη’’ Δήμαρχου – σύμβολο για το νησί:


Η επιθυμία μας όμως για καφεΐνη ήταν έντονη έτσι επιστρέψαμε λίγο πιο πάνω, στη πολύ ωραία σκιά κάτω από τα δεντράκια στο παραδοσιακό καφέ – εστιατόριο ‘’Ομόνοια’’ το οποίο εκείνη την ώρα ήταν αυτό που χρειαζόμασταν:

Με συνοπτικές διαδικασίες ο καφές μετατράπηκε σε παγωμένες μπύρες, καθώς ήταν γεμάτο μεσημέρι πλέον και μας άξιζε. Εκεί, πάνω στο άνοιγμα της Μάμος, πιάσαμε τη κουβέντα με ένα πολύ ωραίο τύπο από το διπλανό τραπέζι, ο οποίος ήταν Έλληνας που ζει στις Βρυξέλες με την Κροάτισσα γυναίκα του και έκανε για πάνω από 20 χρόνια τη δουλειά του ξεναγού στη Λατινική Αμερική. Είδε τα μπλουζάκια που φορούσαμε από τη Κούβα, ε δεν ήθελε και πολύ να αφεθούμε στη κουβέντα, καθώς είναι κάτι που μας αρέσει ιδιαίτερα όταν ταξιδεύουμε. Η συζήτηση βεβαίως έφερε και τη δεύτερη μπύρα, και τη πληροφορία ότι το συγκεκριμένο ζευγάρι επισκέπτεται τη Τήλο κάθε χρόνο. Μπράβο τους!
Έπρεπε όμως να κάνουμε και μπάνιο, έτσι επιστρέψαμε στο πεζόδρομο και περπατήσαμε δεξιά ως το τέρμα του:


Η παραλία στο σημείο εκείνο φάνταζε η ιδανικότερη σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι που δεν υστερεί φυσικά και πολύ. Βότσαλο και υπέροχα χρώματα στα νερά, καλώντας μας σχεδόν αμέσως για τη πρώτη βουτιά στο νησί:

Κάναμε με την ησυχία μας το μπάνιο και γύρω στο απόγευμα πλέον προχωρήσαμε προς την άλλη πλευρά του λιμανιού, περνώντας αρχικά από το πολύ ωραίο ροκ μπαρ ''Ινό'' το οποίο δεν είχε ανοίξει ακόμα. Ξέραμε ωστόσο τι θα κάνουμε το βράδυ:


Συνεχίσαμε μέχρι το τέλος φτάνοντας μέχρι το γνωστό ξενοδοχείο ‘’Ilidi Rock’’ στη παραλία του οποίου κάναμε ακόμα μία βουτιά:


Φάγαμε πρόχειρα κάτι και ήπιαμε μια απογευματινή μπυρίτσα, βλέποντας το πλοίο ν’ αναχωρεί:

Το βράδυ θα κάναμε τη πρώτη απόπειρα να ανεβούμε στο Μικρό (ή ερειπωμένο όπως το λεν οι ντόπιοι) χωριό, ένα μοναδικό αξιοθέατο που βρίσκεται στο νησί της Τήλου και αποτελεί πόλο έλξης. Λειτουργεί σαν Bar από τις 11 το βράδυ και μετά και για να το επισκεφτεί κανείς υπάρχει mini van που φρόντισαν να βάλουν οι ιδιοκτήτες για να ανεβοκατεβάζει τον κόσμο από τα Λιβάδια. Εκτενή αναφορά θα κάνω παρακάτω, καθώς εκείνο το βράδυ τελικά δε καταφέραμε να το δούμε, καθώς για κάποιο περίεργο λόγο δεν υπήρχε μεταφορά αν και περιμέναμε αρκετή ώρα. Στραφήκαμε αναγκαστικά στο Ινό, με αρκετές παγωμένες μπύρες, jagermeister και καλή ροκ μουσική, γεγονός που δε μας πτόησε καθόλου.
Μέρα δεύτερη:
Την άλλη μέρα, μετά το ξύπνημα και τον καφέ μας πήραμε το λεωφορείο με σκοπό να δούμε το μεγάλο χωριό και το περίφημο μουσείο με τους νάνους ελέφαντες. Ακόμα ένα «δοκάρι» στην εκδρομή καθώς το βρήκαμε κλειστό και αναβάλαμε την επίσκεψη για την επόμενη.
Πρώτα όμως κάναμε μια βόλτα στο «Μεγάλο χωριό» για να πάρουμε μια γεύση (από το τοπίο αλλά και από τις μπύρες του) και να δούμε αν υπάρχει κάτι άλλο αξιόλογο που μας διέφευγε:


Δε δώσαμε και πολύ βαρύτητα γιατί θα γυρνούσαμε και την άλλη μέρα, εξάλλου τα σημεία ενδιαφέροντος δεν ήταν και πολλά.




Όμορφα σπιτάκια, μερικά ωραία στενά που θυμίζουν νησί


και μια υπέροχη εκκλησία:


Κάναμε μια απόπειρα να δοκιμάσουμε να ανεβούμε στο «Κάστρο των Ιπποτών της Τήλου» το οποίο βρίσκεται σε ένα ψηλό βράχο, πάνω ακριβώς από το Μεγάλο Χωριό, ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο με τόση ζέστη και τον ήλιο να μας χτυπάει κατακέφαλα. Η επίσκεψη στο συγκεκριμένο αξιοθέατο συνίσταται ή πολύ πρωί ή το απόγευμα.

Εμείς τελικώς πήραμε -ποδαράτο πάντα- τον κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στην «Έριστο» τη πιο διάσημη παραλία του νησιού, σε μια ωραία διαδρομή περίπου τριών χιλιομέτρων, αλλά λίγο δύσκολη λόγω της ζέστης που προανέφερα:


Η Έριστος αποτελεί τη μεγαλύτερη παραλία του νησιού, και αυτή με τη πιο εύκολη πρόσβαση πέραν της παραλίας στα Λιβάδια. Αμμουδερή στο περισσότερο από το ενάμισι χιλιόμετρο της, με ωραία βαθιά νερά:



Ανοργάνωτη φυσικά εκτός από ένα κομμάτι της μπροστά στις καντίνες που βρίσκονται εκεί, μία στη μέση της παραλίας και μία τέρμα αριστερά την οποία προτιμήσαμε.

Τα παιδιά εκεί κάνουν καταπληκτική δουλειά, έχουν στήσει ένα χώρο με μεράκι στον οποίο μάθαμε ότι γίνονται πολύ όμορφα πράγματα και το βράδυ, και αγαπούν πολύ τις γάτες όπως κι εμείς:

Φυσικά λόγω των πολλών δέντρων στην Έριστο, συναντάει κανείς και αρκετούς κατασκηνωτές ,οι οποίοι επιλέγουν το συγκεκριμένο τρόπο διακοπών για έναν ακόμη λόγο. Στη πάνω πλευρά του δρόμου υπάρχουν δημοτικές τουαλέτες με ντουζιέρες που εξυπηρετεί τους free campers, με την υποχρέωση βέβαια να είναι υπεύθυνοι για τη καθαριότητα της. Να ακόμα κάτι ωραίο:


Το απογευματάκι επιστρέψαμε με το λεωφορείο στα Λιβάδια, και μετά από μια βόλτα


καταλήξαμε στη πολύ ωραία ταράτσα του «Μικρού Καφέ» για μία μπύρα. Ωραία θέα και ιδανική ώρα να χαλάρωμα και περισυλλογή:


Ήταν η ώρα που ο κόσμος ξεκινούσε να βγαίνει στο νησί:

Εμείς περιμέναμε όμως ανυπόμονα το βράδυ. Αυτή τη φορά όλα ήταν εντάξει, και η επίσκεψη μας στο «Ερειπωμένο χωριό» ήταν γεγονός!
Το χωριό – φάντασμα είναι ένας οικισμός εγκαταλελειμμένος κοντά 60 χρόνια τώρα, καθώς το πληθυσμό του μείωσε σταδιακά η μετανάστευση σε εξωτερικό, εσωτερικό αλλά και στα κοντινά Λιβάδια. Με αποτέλεσμα μέχρι το 1955 να ερημώσει πλήρως. Μπορεί να διακρίνει κανείς τα κτίσματα, αλλά όχι τις στέγες και τα κουφώματα, τα οποία πήραν οι κάτοικοι μαζί τους και χρησιμοποίησαν στην ανοικοδόμηση των νέων σπιτιών τους!
Στο σήμερα το εξωπραγματικό σκηνικό που δημιουργείται από τα φωτισμένα ερείπια από το μπαρ που φιλοξενείται στο χώρο είναι κάτι το μαγικό. Μιλάμε για ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος που όμοιο του δεν έχω συναντήσει. Ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό, με μουσική να ακούγεται μέσα από μισογκρεμισμένα σπίτια, και το πολύ απλό μπαρ να λειτουργεί υποφωτισμένο και με γεννήτρια. Περιττό να πω ότι αποτελεί προορισμό όλων για βράδυ στο νησί, και κρατάει πολλές φορές έως τις πρωινές ώρες.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την επίσημη σελίδα του μαγαζιού (https://mikro-chorio-bar.business.site/) καθώς οι φωτογραφικές μας τη νύχτα είχαν άθλια απόδοση, και αντικατοπτρίζουν ένα μικρό ποσοστό της ομορφιάς που μπορεί να συναντήσει κάποιος το βράδυ στο μικρό χωριό:



Φύγαμε αρκετά αργά, αφού φροντίσαμε να κάνουμε τη νυχτερινή βόλτα μας στα ερείπιά. Κατεβήκαμε στα Λιβάδια με τα πόδια βλέποντας τον έναστρο ουρανό, κάτι που θέλαμε να κάνουμε για την εμπειρία και φροντίζουμε να το κάνουμε σε όποιο τόπο επισκεπτόμαστε.
Μέρα τρίτη:
Οργανωμένοι καλύτερα με την ώρα την άλλη μέρα, ανεβήκαμε πιο νωρίς στο «Μεγάλο χωριό» χρησιμοποιώντας βέβαια τη τοπική συγκοινωνία. Πρώτος στόχος της ημέρας ήταν η επίσκεψη στο μουσείο με τα απολιθωμένα οστά του «νάνου ελέφαντα» που ζούσε στο νησί πριν από περίπου 50,000 χρόνια:

Τα οστά ανακαλύφθηκαν στο 1971 στο Χαρκάδιο σπήλαιο, δίπλα στο μικρό χωριό και ήταν μία από τις πρώτες ανακαλύψεις που επιβεβαίωσε την ύπαρξη ελεφάντων στην Ευρώπη. Οι νάνοι ελέφαντες (μέγιστου ύψους 1,5 μέτρων και μεταξύ 500-600 κιλών) έζησαν στο νησί μέχρι περίπου το 4000 π.Χ.. Οι πληροφορίες της κυρίας στην υποδοχή ήταν πάρα πολύ κατατοπιστικές, με αποτέλεσμα να ευχαριστηθούμε πολύ αυτή τη σύντομη κατά τα άλλα ξενάγηση.

Ακολούθως κάναμε τη βόλτα μας στο χωριό για τις απαραίτητες φωτογραφίες, μπήκαμε στη σπάνιας ομορφιάς εκκλησία του Ταξιάρχη με το ψηφιδωτό δάπεδο, και καθίσαμε τελικά για καφέ στο «Παλιό μεράκι» με τη τέλεια θέα του προς αυτήν, κάτι το οποίο πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε κι εσείς καθώς είναι από τα στέκια του νησιού, αλλά προσοχή γιατί κλείνει το μεσημέρι.


Εκεί γνωρίσαμε και το συνομήλικο σχεδόν ιδιοκτήτη του, που μας περιέγραψε τις συνθήκες που επικρατούν στο νησί το χειμώνα, πως περνούν το χρόνο τους, πως γίνονται παρέες μαζί με δασκάλους, λιμενικούς κτλ. τα Σαββατοκύριακα και γλεντοκοπούν, ότι άμα έχει καλό καιρό κατεβαίνουν διήμερο στη Ρόδο, και όλα όσα δε περνούν καν απ’ το μυαλό μας στις συνθήκες που ζούμε. Δε ξέρω, σίγουρα δεν είναι εύκολο, ωστόσο σε κάποια στιγμή της ζωής μου θα ήθελα πολύ να έχω μια αντίστοιχη εμπειρία.

Το μεσημέρι πλησίαζε όμως και το παλιό μεράκι ήταν έτοιμο να κλείσει, έτσι αφού τελειώσαμε το καφέ μας και χαιρετήσαμε, ξεκινήσαμε στο γνωστό κατηφορικό δρόμο με αλλαγή στη στροφή αυτή τη φορά και προορισμό τη παραλία της «Πλάκας» και το μικρό οικισμό του «Αγίου Αντωνίου».

Τρία χιλιόμετρα περπάτημα ως γνωστόν και είχαμε φτάσει.

Τη βουτιά τη κάναμε προς τα αριστερά, πριν τη παραλία της πλάκας καθώς αν και γνωρίζαμε ότι είναι πολύ καλή, το δύσκολο εγχείρημα να συνεχίσουμε το περπάτημα κάτω απ’ το καυτό ήλιο, και ο αέρας που φυσούσε και δεν έκανε τη θάλασσα τόσο ελκυστική, μας απέτρεψαν να φτάσουμε ως εκεί. Μείναμε για μπάνιο περίπου κάτω από το πολύ όμορφο εκκλησάκι της «Καμαριανής» λίγο περισσότερο από τη μέση του δρόμου προς πλάκα:


Επιστρέψαμε κατόπιν προς τον Άγιο Αντώνιο, ένα μικρό οικισμό ο οποίος έχει μπροστά του ένα όμορφο λιμανάκι με βάρκες, σκιά από δέντρα και πολύ ωραία τσιπουράδικα:


Αφού ρίξαμε μια ακόμη βουτιά στη παραλία του,

τελειώσαμε με τα διαδικαστικά

και προχωρήσαμε σ’ αυτό που ξέρουμε καλύτερα. Τραπέζι μπροστινό στη θάλασσα, ψαρικά, σαλάτα με αντζούγιες και φυσικά παραδοσιακή ατόφια νησιώτικη σούμα, βαριά μεν αλλά ευκολόπιοτη. Μια κατάσταση όνειρο:

Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τις διακοπές του; Με πόσα βασικά πράγματα μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος; Ο σερβιτόρος που μας εξυπηρετούσε μας έμαθε έναν ακόμα βασικό κανόνα:
''Μετά τη κατανάλωση μεγάλης ποσότητας σούμας, χρειάζεται οπωσδήποτε μια παγωμένη μπύρα να σβήσει.''
Ποιοι είμαστε εμείς να τον αμφισβητήσουμε;
Τελειώσαμε το φαγητό πολύ ευχαριστημένοι, και αφού κάναμε μια βόλτα για μερικές φωτογραφίες πήγαμε στη στάση του λεωφορείου για να γυρίσουμε προς τα πίσω.


Ανεβήκαμε και ζητήσαμε από τον οδηγό να μας αφήσει στο Μικρό χωριό, εκεί που ξεκινάει το μονοπάτι. Θέλαμε πολύ να δούμε το τόπο αυτό με το φως της ημέρας. Θέλαμε να τον νιώσουμε. Θέλαμε να τον φωτογραφίσουμε!
Λίγα λεπτά μετά ήμασταν στην αρχή του ανηφορικού μονοπατιού. Ευτυχώς ο ήλιος είχε πέσει καθώς η ώρα ήταν περασμένες 5:30, αλλά η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Ξεκινήσαμε την ανάβαση:


Τα πρώτα κτίσματα του Μικρού χωριού είναι παραδόξως και τα πιο διαλυμένα. Είναι τρομερή η αίσθηση να βρίσκεσαι μόνος σου σε ένα μέρος το οποίο έχει εγκαταλειφθεί στη τύχη του πάνω από μισό αιώνα τώρα, με τα ερείπια όμως να έχουν ακόμα σημάδια ζωής:


Ανεβαίναμε αποφεύγοντας στο περπάτημα μας μεγάλες πέτρες και κλαδιά, φτάνοντας μετά από λίγη ώρα στο κύριο κεντρικό δρόμο του χωριού, ο οποίος ήταν εμφανώς βελτιωμένος λόγω του μπαρ, το οποίο είναι και το μόνο κτίσμα μαζί με την εκκλησία που συντηρούνται και λειτουργούν κανονικά:




Καθίσαμε στις καρέκλες του μπαρ – το οποίο ήταν κλειστό – απολαμβάνοντας την ηρεμία και τη γαλήνη του τόπου.


Μόνο ένας γατούλης που αντιλήφθηκε τη παρουσία μας ήρθε για παρέα και χάδια:

Πήγαμε ξανά μέχρι την εκκλησία, αυτή τη φορά με το φως της ημέρας:



Χαρήκαμε πάρα πολύ με τις εικόνες που είδαμε και την αίσθηση που αποκομίσαμε.


Εικόνες που δε πρόκειται να ξεχάσουμε:


Μια ώρα μετά κατεβαίναμε προς τα Λιβάδια απ’ το δρόμο, τον ίδιο δρόμο που κάναμε το προηγούμενο βράδυ, έχοντας πολύ ωραία θέα προς το κόλπο:



Η μπύρα που ήπιαμε φτάνοντας στο κέντρο, σχεδόν στη πλατεία στα Λιβάδια, μετά από τόσο περπάτημα και κούραση ήταν ότι καλύτερο μπορούσαμε να έχουμε εκείνη την ώρα!
Ήταν όμως το τελευταίο μας βράδυ στο νησί, και έπρεπε να κινητοποιηθούμε. Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε νωρίς έξω, ξεκινώντας από το Ινό στο οποίο φυσικά μας είχαν μάθει, μέχρι να περάσει η ώρα δώδεκα και να κάνουμε ξανά τη γνωστή διαδρομή προς το μπαρ του μικρού χωριού.
Εκείνο το βράδυ ήταν ακόμη καλύτερο, καθώς και περισσότερη Ελληνική μουσική ακούσαμε, και θέση στο μπαρ πιάσαμε. Δε κατεβήκαμε όμως με τα πόδια, καθώς το σώμα δεν ήταν πρόθυμο για μία ακόμη νυχτερινή πεζοπορία.
Ήταν και οι τελευταίες εικόνες μας από τη Τήλο, καθώς την επομένη το πρωί αναχωρούσαμε με το πρωινό Dodecanesos για τη γειτονική Νίσυρο.
Σίγουρα η Τήλος δεν είναι το νησί που θα σε κερδίσει αμέσως, δεν είναι το γραφικό μέρος με το σοκάκι, τη πέτρα και το γαλάζιο λευκό χρώμα. Είναι όμως ένα μέρος με άλλου είδους ομορφιές, διαφορετικό ρυθμό, ποιότητα, καλές βουτιές και φαγητό. Αξίζει και με το παραπάνω την επίσκεψη αν κάποιος σχεδιάζει τουρ στα κοντινά νησιά και βολεύουν και τα πλοία. Απευθύνεται σε κόσμο που κυρίως ξέρει τι ψάχνει και τι περιμένει από τις διακοπές του. Απευθύνεται σε όλους όσους θέλουν να δουν ένα πραγματικά πρωτοποριακό νησί, το οποίο εδώ και χρόνια βάζει τα γυαλιά όχι μόνο σε άλλα νησιά αλλά στις συντηρητικές μεγαλουπόλεις μας.
Για να δούμε πότε θα μας ξαναβγάλει ο δρόμος εκεί…
Last edited: