psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Ικαρία
Επίσκεψη : Αύγουστος 2011
Διάρκεια: 10 μέρες
Ικαρία. Ένα νησί σχεδόν αστικός μύθος, που νομίζω όσοι ασχολούνται λίγο παραπάνω με εκδρομές στη νησιωτική Ελλάδα το έχουν σταθερά και ψηλά στη λίστα τους, ακόμα κι αν δε μπορούν να κατονομάσουν ούτε ένα λόγο γιατί συμβαίνει αυτό.
Πολλά ακούγονται, ακόμα περισσότερα λέγονται, λίγα όμως εν τέλει μεταφέρονται ως έχουν για ένα μέρος που έχει φανατικούς φίλους και αντίστοιχα φανατικούς εχθρούς. Ασχέτως αν μισήσεις ή λατρέψεις εν τέλει την Ικαρία, γεγονός είναι πως πρόκειται για ένα νησί με το δικό του αποτύπωμα και σίγουρα τη δική του μοναδική αύρα. Αυτό ίσως είναι που την κάνει να κατατάσσεται σταθερά στις προτιμήσεις όλων, ασχέτως κατάληξης.
Έχοντας λοιπόν όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα στο μυαλό μας, όπως τα ξέφρενα αλλοπρόσαλλα ωράρια, τη νυχτερινή ζωή, τα πανηγύρια, το καλό φαγητό, τον ενδιαφέροντα κόσμο από τουρίστες σαν εμάς αλλά κυρίως τους ντόπιους, στοχεύσαμε στο νησί της Ικαρίας για ένα δεκαήμερο του Αυγούστου του 2011, με σαφώς λιγότερη πληροφόρηση αλλά και λιγότερες εμπειρίες απ’ ότι τώρα, αλλά σίγουρα γεμάτοι ανυπομονησία & περιέργεια. Το πλάνο έλεγε και επίσκεψη στους γειτονικούς Φούρνους Κορσέων κάτι που -ευτυχώς- δεν επετεύχθη.
Πέραν όλων όσων προαναφέρθηκαν, η Ικαρία αποτελεί ένα νησί ιστορικό από αρχαιοτάτων χρόνων με βαθιά παράδοση, όπως δυστυχώς επίσης ένα μαρτυρικό μέρος ως τόπος εξορίας στη σύγχρονη εξέλιξη της.
Η αλήθεια είναι ότι αρχικά δεν είχα συμπεριλάβει την Ικαρία στη παρούσα ιστορία μου, κάτι που αδυνατώ να εξηγήσω ακόμα και τώρα που γράφω το κείμενο. Δεδομένου ότι μιλάμε για εκδρομή 11 ετών πίσω, τόσο μακριά αλλά συνάμα τόσο κοντά, συγχωρήστε μου τυχόν παραλείψεις και τις όχι καλές φωτογραφίες, ελπίζοντας να ‘χω κάνει ότι καλύτερο μπορούσα.
2011
Ημέρα πρώτη:
Η πτήση μέσω Αθηνών αφίχθηκε μεσημεράκι στο αεροδρόμιο του νησιού το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του, κοντά σχετικά στη πρωτεύουσα του τον Άγιο Κήρυκο. Είχαμε φροντίσει φυσικά να κλείσουμε εκ των προτέρων αυτοκίνητο κάτι που πρέπει να θεωρείτε απαραίτητο από την πρώτη στιγμή που θα πατήσετε στο νησί. Το κόκκινο Daewoo Kalos σε κατάσταση ντεμί, μας περίμενε μαζί με τον -όχι και τόσο ορεξάτο- ιδιοκτήτη του στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, έτσι μετά από τις απαραίτητες διαδικασίες και το φόρτωμα του βρεθήκαμε να διανύουμε τον δύσκολο δρόμο προς τα δυτικά του νησιού:
Είχαμε αποφασίσει βλέπετε να μείνουμε στο «διασημότερο» χωριό του κατά τους θερινούς μήνες και επίκεντρο των εξελίξεων, τον Αρμενιστή. Αυτό σήμαινε βέβαια πως τουλάχιστον τη πρώτη και τη τελευταία μέρα (αλλά και γενικότερα συμπληρώνω) θα μας έτρωγαν οι δρόμοι. Κι όταν λέμε δρόμους, εννοούμε ότι πιο κακοτράχαλο και δύσβατο έχω δει μέχρι σήμερα στην Ελληνική επικράτεια, στην οποία έχω δει ουκ ολίγα:
Μιάμιση ώρα μετά θα περνούσαμε πάνω απ’ τον Εύδηλο, χωριό και δεύτερο εμπορικό λιμάνι στο μέσο περίπου του νησιού:
Καταλήγοντας εν τέλει μετά κόπων στο χωριό του Αρμενιστή πάνω από τη παραλία Λιβάδι:
Αφού παρκάραμε, βρήκαμε το σπίτι & τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα στο χωριό,
συνδυάζοντας την με απογευματινή βουτιά (και μπυρίτσες) στη πολύ μικρή παραλία του. Τίποτα το ιδιαίτερο, απλά συμπαθητική:
Ήταν εξάλλου το μόνο σημείο που κάπως έκοβε το κύμα, ένα χαρακτηριστικό που έκανε την εμφάνιση του από την αρχή ως το τέλος της δεκαήμερης παραμονής μας:
Η νύχτα έπεσε, η πείνα ήρθε, και για εξοικονόμηση χρόνου όσο οι δύο ετοιμαζόντουσαν για έξω οι υπόλοιποι δύο βγήκαμε για παραγγελία στο σαντουϊτσάδικο/σουβλατζίδικο του χωριού, ερχόμενοι πρώτοι φορά αντιμέτωποι με την «σκληρή» Ικαριώτικη πραγματικότητα. Μ’ αρέσει που μπήκα με φόρα, συνηθισμένος από τη Θεσσαλονίκη…
- Μάστορα καλησπέρα, τέσσερα σουβλάκι απ’ όλα, τέσσερα χωρίς τζατζίκι κτλ, να πληρώσω, περιμένω έξω.
- Μεγάλε χαλαρά, πολύ βιάζεσαι. Αρχικά πάρε το μπλοκάκι που είναι μπροστά σου και γράψε τη παραγγελία και τ’ όνομα σου, κάποια στιγμή θα σε φωνάξω. Πάρε και δύο μπύρες να μη ξεροσταλιάσεις όσο περιμένεις…
Οι δύο γίναν τέσσερις και κατόπιν οκτώ, οι άλλοι δύο ήρθαν στο ενδιάμεσο, τα σάντουις όμως όχι, παρά μόνο μετά από 30+ λεπτά. Ικαρία είσαι!
Μια βόλτα στα καφέ του Αρμενιστή ήταν αρκετή και για εμάς μετά απ’ όλη τη ταλαιπωρία του ταξιδιού, αναρωτώμενοι δε που είναι ο κόσμος, μιας και η ησυχία ήταν το χαρακτηριστικό που επικρατούσε….
Ημέρα δεύτερη:
Ξύπνημα χαλαρό, στους ρυθμούς του νησιού, με μια μέρα ηλιόλουστη δε αλλά και πολλά υποσχόμενη, που ξεκίνησε με καφεδάκι σε ένα από τα καφέ του χωριού:
Η υπόθεση σήκωνε μπάνιο, κάτι που θα γινόταν πολύ πιο γρήγορα αν δε συναντούσαμε καντίνα στην άνωθεν πλευρά τις παραλίας:
Και οι καντίνες εκτός από σάντουϊτς ξέρετε τι έχουν… Αξέχαστες θα μου μείνουν οι «βουτιές» του ιδιοκτήτη στο ψυγείο προκειμένου να μας εξυπηρετήσει με τις όσο πιο παγωμένες γίνεται:
Η κατάσταση πάντως στη παραλία της Μεσακτής δε φάνταζε και πολύ αισιόδοξη, καθώς το Ικάριο είχε όρεξη, με φόντο πάντα το γνωστό εκκλησάκι,
Κάτι που διαπιστώσαμε για τα καλά κατεβαίνοντας ως εκεί, βλέποντας τον περισσότερο κόσμο εκτός θαλάσσης:
Το ίδιο κάναμε κι εμείς, πίνοντας το καφεδάκι μας στην άμμο και τσαλαβουτώντας στα ρηχά ίσα-ίσα για να σβήσουμε, μιας και το μπάνιο ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο. Προτιμήσαμε την άμμο και όχι κάποια ξαπλώστρα όπως η συντριπτική πλειοψηφία στο νησί φυσικά, περίπου ως τις πέντε το απόγευμα, όταν και οι δελεαστικές μουσικές του bar ακριβώς πάνω από τη παραλία άρχισαν να μας καλούν:
Γρήγορα καταλάβαμε ότι δε πρόκειται απλά για ένα ακόμα μαγαζί, αλλά για μέρος απογευματινής συνάντησης όλων όσων κινούνταν γύρω από τον Αρμενιστή. To Mesakti Beach ήταν το σημείο αναφοράς για τα απογευματινά πάρτυ της περιοχής, που έμελλε να γίνει από κείνη τη στιγμή και μετά και το δικό μας καθημερινό στέκι, απ’ όπου κι αν γυρνούσαμε. Ωραίο μπαράκι, καταπληκτική θέα,
Κι ακόμα καλύτερη μουσική όσο περνούσε η ώρα και πύκνωνε ο κόσμος, σε ένα πάρτυ που κρατούσε ως το βράδυ:
Μη αναρωτιέστε τι μουσική έπαιζε, μία είναι η κατάλληλη για όλο αυτό που σας περιγράφω. Το μόνο που θα πω είναι ότι από κείνο το καλοκαίρι και μετά ταυτίστηκα με μια μπάντα που ως τότε δεν είχα εμβαθύνει πολύ. Το συγκεκριμένο τραγούδι το ακούγαμε σίγουρα κάθε απόγευμα σε δυνατή όπως πρέπει ένταση:
Οι μπύρες και τα ποτά έφθαναν ασταμάτητα, την ίδια ώρα που ο ήλιος ξεκίνησε να πέφτει πίσω απ’ τον Αρμενιστή:
Μείναμε ως νωρίς το βράδυ έχοντας πάρει τις κατάλληλες πληροφορίες για τη συνέχεια, έχοντας στόχο να γνωρίσουμε επιτέλους την Ικαριώτικη πραγματικότητα. Συνεχώς αναρωτιόμουν που να πηγαίνει το βράδυ όλος αυτός ο κόσμος με την απάντηση να είναι μία και μοναδική. Χριστός Ραχών!
Ένα χωριό που αντιπροσωπεύει αρκετά χαρακτηριστικά από τον λαϊκό μύθο που έχει εξυψώσει την Ικαρία όλα αυτά τα χρόνια. Μόλις 5 χιλιόμετρα από τον Αρμενιστή σε ορεινό -και δύσβατο φυσικά δρόμο- βρίσκεται το χωριό του Χριστού, με τα περίεργα ωράρια του που θέλαμε όσο τίποτα να διαπιστώσουμε.
Ακόμα ένα δείγμα «ανισορροπίας» της Ικαρίας ήταν το γεγονός ότι όλη η νυχτερινή κίνηση του νησιού συγκεντρώνονταν σε ένα ορεινό χωριό και όχι σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος. Όσο για τα ωράρια που λέγαμε; Δείτε μόνοι σας:
Η πάνω αριστερά φωτογραφία είναι τραβηγμένη 00:45, με καφέδες όπως φαίνεται στο τραπέζι, κάτι που δεν ήταν περίεργο μιας και όλος ο κόσμος ήταν έτσι, το καφέ γεμάτο, οι οικογένειες έκαναν βόλτα σα να μη τρέχει τίποτα, λες και ήταν 7 το απόγευμα!
Η μεγάλη φωτογραφία είναι στις 3:20, έχοντας καθίσει περίπου μια ώρα πριν στη ταβέρνα, της οποίας η κουζίνα σέρβιρε κανονικά!
Τέλος το καταπληκτικό μαγαζί στημένο σε ένα πετρόχτιστο σπίτι με πανέμορφη αυλή ήταν δεδομένο ότι θα πάει ως το ξημέρωμα, παρέα με τα μπαράκια του χωριού.
Είχαμε μπει με φόρα στην Ικαριώτικη πραγματικότητα…
Ημέρα τρίτη:
Ηλιόλουστο μεσημεράκι μετά από καφέ στο καφενείο του χωριού και ξεκινήσαμε το δρόμο για το Νας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το μπάνιο στη συγκεκριμένη παραλία είχε απαγορευτεί αυτές τις μέρες λόγω κυματισμού και ρευμάτων, με τη φήμη να λέει ότι πνίγηκε κιόλας κάποιος τη προηγούμενη:
Έκανα κάποια μέτρα με τα πόδια αλλά όχι όλη τη διαδρομή μιας και η ζέστη δε βοηθούσε. Πρόλαβα τουλάχιστον μερικές από τις κλασσικές Ικαριώτικες εικόνες.
Τι είναι αυτό, άχρηστο; Παράτα το εδώ σε μια άκρη και βλέπουμε…
(Ήταν αμέτρητα τα παρατημένα οχήματα που είδαμε δέκα μέρες στο νησί, δε το γράφω τυχαία).
Σε ελάχιστο χρόνο ήμασταν πάνω από τη φανταστική παραλία του Νας:
Ένα τοπίο βγαλμένο από τη φαντασία έκανε την εικόνα μοναδική. Η παραλία απόληξη ενός φαραγγιού κι ενός χειμάρρου, με τα ερείπια του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας Ταυριδας λίγο πιο πάνω, είναι ίσως από τα καλύτερα τοπία του νησιού:
Τι να το κάνεις όταν δε μπορείς να κολυμπήσεις. Αρκείσαι μόνο σε μερικές φωτογραφίες και αναχωρείς…
Εντάξει, μια απαραίτητη στάση για τέσσερις παγωμένες στην υπέροχη (και φημισμένη) ταβέρνα της περιοχής μαζί μ’ ένα μεζέ δεν ήταν κακή:
Μπήκαμε στο αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς τη παραλία του Γιαλισκαρίου, όχι ότι θα κάναμε μπάνιο της προκοπής δηλαδή αλλά ίσα που θα βρεχόμασταν:
Με λίγη προσπάθεια, πλατσούρισμα στα ρηχά και την απαιτούμενη προσοχή βγήκε μια άκρη στο δύσκολο Ικάριο πέλαγος:
Ε στην επιστροφή να μη κάνουμε και μια στάση; Πλέον ξέραμε τι παίζει, είχε και πολύ κόσμο, ήταν αργούτσικα και το γλέντι είχε ξεκινήσει:
Μέχρι να μας πιάσει η νύχτα…
Πλέον το δρομολόγιο το ξέραμε, Χριστός Ραχών, μπυρίτσες στη πλατεία και μετά στα μπαρ μέχρι πρωίας:
Φύγαμε μετά τις 7 βλέποντας μια απίστευτη ανατολή, την ίδια ώρα που στον πεζόδρομο δεν έπεφτε καρφίτσα. Μιλάμε για κόσμο, με τους περισσότερους να είναι στον πεζόδρομο του χωριού, και τη μουσική (κατόπιν συνεννόησης) να είναι κοινή σε όλα τα μπαρ, κατόπιν συνεννόησης.
Ωραία πράγματα!
Ημέρα τέταρτη:
Προφανώς και δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε νωρίς, ωστόσο μετά το καφεδάκι κάναμε τη διαπίστωση ότι έχουμε αγανακτήσει, παρόλο που οι τρεις στους τέσσερις δεν ήμασταν καθόλου του μπάνιου. Αυτό το πράγμα δε γινόταν άλλο, έτσι μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε νότια, με το δρόμο να είναι ιδιαίτερα καλός από το μέσο της διαδρομής και μετά, κάτι που δε περιμέναμε, κάνοντας μια στάση για φωτογραφίες σε ένα από τα ανοίγματα του:
Λίγο πριν το χωριό του Μαγγανίτη είδαμε αρκετά παρκαρισμένα δεξιά-αριστερά και καταλάβαμε ότι έπρεπε να παρκάρουμε κι εμείς, μπαίνοντας αμέσως στο μονοπάτι που δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κατάληξη ενός ακόμη χειμάρρου:
Η κατάβαση δεν είναι δύσκολη, είναι όμως κοπιαστική και απαιτεί προσοχή όπως είναι φυσικό και αθλητικό παπουτσάκι:
Προς το τέλος της διαδρομής δυσχεραίνουν λίγο τα πράγματα, με τις εικόνες όμως να προμηνύονται εντυπωσιακές, χωρίς όμως να μπορούμε να φανταστούμε για το τι εν τέλει επρόκειτο να δουν τα μάτια μας:
Πριν ακόμα φτάσουμε στη κυρίως παραλία είδαμε από πάνω τα πρώτα της κολπάκια με τα οινοπνευματί νερά:
Και να που λίγα εμπόδια μετά φτάσαμε στον πολυπόθητο στόχο μας, κοιτώντας με το στόμα ανοικτό την ομορφιά της φύσης που αντίκρυζαν τα μάτια μας:
Ήμασταν επιτέλους στη ξακουστή παραλία με το όνομα «Σεϋχέλλες», μια από τις πιο ωραίες παραλίες της χώρας μας κάτι που δε χωρούσε αμφιβολία όπως πρόδιδε και το όνομα της:
Τα βράχια που κρέμονται πάνω από την παραλία προσφέρουν φυσική σκιά, τόση ώστε να μη χρειαστεί η ομπρέλα μας, με τον περισσότερο κόσμο να κάθεται πάνω στα χοντρά βότσαλα:
Δε χάσαμε καθόλου χρόνο βουτώντας στα απίστευτα νερά προκειμένου να σβήσουμε τον κόπο μας. Πίσω μας το κόκκινο βαρκάκι που χρησίμευε ως εφοδιαστικό, βάρκα-μπαρ δηλαδή για προμήθειες στους λουόμενους:
Πώς να χωρέσει το μάτι όλη αυτή την ομορφιά. Λίγο που βουτούσαμε, λίγο που καθόμασταν, και όταν ο ήλιος σταμάτησε να τσουρουφλάει ξεκινήσαμε την εξερεύνηση:
Ανεβήκαμε με τις φωτογραφικές μηχανές στον απέναντι βράχο, έχοντας αντίκρυ μας όλη την παραλία και τα μοναδικά χρώματα της:
Επιστρέφοντας λίγο μετά για να πιούμε τις μπυρίτσες μας και να απολαύσουμε τη γαλήνη του τοπίου:
Ήμασταν τόσο χαρούμενοι με όσα είχαμε δει και κυρίως με το μπάνιο που καταφέραμε να κάνουμε σαν άνθρωποι, που δε θέλαμε να φύγουμε παρόλο που ‘χε περάσει η ώρα:
Είχαμε όμως και περαιτέρω σχέδια να υλοποιήσουμε, οπότε πήραμε τη δύσκολη ανηφόρα της επιστροφής, αποχαιρετώντας τις Σεϋχέλλες:
Στη στάση που κάναμε για φαγητό, πληροφορηθήκαμε ότι είμαστε κοντά στο χωριό Πλατάνι όπου λάμβανε χώρα μία ακόμη χαρακτηριστική εκδήλωση του νησιού:
Παρκάραμε πρόχειρα και κατευθυνθήκαμε στην πλατεία του χωριού, με τα όργανα ν’ ακούγονται κιόλας από μακριά:
Ήταν η πρώτη μας επαφή με Ικαριώτικο πανηγύρι, γεγονός σύνηθες τις ημέρες του Αυγούστου στο νησί. Με λίγο ψάξιμο, όλο και σε κάποιο χωριό θα το συναντήσετε:
Πήραμε μερικές φιάλες δυνατού ντόπιου κόκκινου κρασιού και μπύρες, καθήμενοι στην άκρη, βλέποντας όλα αυτά που διαδραματίζονταν στα μάτια μας με το γλέντι ν’ ανάβει όσο περνάει η ώρα:
Βαθιά νύχτα φύγαμε με προορισμό τον Αρμενιστή, απόλυτα γεμάτοι από την ημέρα, κυκλοφορώντας μέχρι το ξημέρωμα στο χωριό:
Μα δεν είναι τέλειο το ξημέρωμα στο Αιγαίο;
Ημέρα πέμπτη:
11 Αυγούστου, την ώρα που κανονικά βράζει ο τόπος ανά την Ελλάδα, στην Ικαρία επικρατούσε ένας τουλάχιστον δροσερός βόρειος άνεμος. Που να ξυπνούσαμε και πρωί, ωστόσο δε χρειάστηκε παρά λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβουμε ότι για ακόμη μια μέρα, μπάνιο δεν:
Ήπιαμε λοιπόν τους καφέδες μας, φορέσαμε τα φουτεράκια μας (!) και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο προς τις Ράχες, με σκοπό να περιηγηθούμε στα χωριά.
Σε μια από τις αμέτρητες στροφές του ορεινού δρόμου παρατηρήσαμε μια ταμπέλα με το όνομα «Οινοποιείο Αφιανέ» και η έμφυτη περιέργειά μας για τέτοια μέρη από τότε, μας οδήγησε στα ενδότερα της αυλής μέσω της ορθάνοιχτης πόρτας.
Ο χώρος ήταν απολύτως επισκέψιμος και για καλή μας τύχη η ξενάγηση άρχισε σε μερικά μόλις λεπτά από την άφιξη μας αρχής γενομένης από τους εξωτερικούς χώρους. Το παραδοσιακό Ικαριώτικο πετρόχτιστο σπίτι, ένα από κάποια που σώζονται σήμερα στο νησί, έχει ως γνώρισμα του να χτίζεται χρησιμοποιώντας έναν βράχο ως τη μία του πλευρά, πολλές φορές και ως στέγη:
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι πέρασε την εξορία του και ο Μίκης, όπως μας ανέφεραν χαρακτηριστικά. Στον συγκεκριμένο χώρο του οινοποιείου πέραν της επίδειξης χρησιμοποιείται και για φύλαξη κάποιων ετικετών όπως μπορείτε να δείτε, λόγω των καλών κλιματολογικών συνθηκών εντός του για συντήρηση:
Η εξαιρετική περιήγηση είχε ως σημείο αναφοράς την αφήγηση το απόλυτα καταρτισμένου ιδιοκτήτη, φαρμακοποιού στο επάγγελμα και τις σπουδές, αλλά οινολόγου από τεράστιο χόμπι, παράγοντας καταπληκτικά κρασιά. Είδαμε ένα τμήμα από τα αμπέλια του με το κυρίως κτήριο στο βάθος:
Αλλά και τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του Ικαριώτικου κρασιού, τεχνική η οποία προέρχεται από την αρχαιότητα! Κάτω από τις τετράγωνες σχεδόν πλάκες που βλέπετε, βρίσκονται πιθάρια θαμμένα στο έδαφος προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ζύμωσης, κάτι που δίνει μοναδική σύσταση μέσω ενός ενζύμου στο παραδοσιακό κρασί του νησιού:
Περνώντας στα ενδότερα είδαμε και τον τρόπο ζύμωσης και φύλαξης του σήμερα, λίγο πριν περάσουμε στο καλύτερο κομμάτι της περιήγησης, αυτό της γευσιγνωσίας:
Ψωνίσαμε τις φιάλες μας για το βράδυ, με μία εξ’ αυτών να είναι το κόκκινο πικάντικο ξηρό του οινοποιείου, ετικέτα που πήρε το δεύτερο βραβείο πανευρωπαϊκά, ευχαριστώντας κατόπιν θερμά τον ιδιοκτήτη για όσα μας έμαθε. Πήραμε το δρόμο συνεχίζοντας τη πορεία μας προς τα δυτικά του νησιού:
Ό έντονος αέρας και το υψόμετρο μας χάριζε μοναδικές εικόνες, αναγκάζοντας μας συχνά πυκνά να σταματήσουμε για να απολαύσουμε την άγρια ομορφιά του τοπίου και να το φωτογραφήσουμε:
Αναπόφευκτη ήταν και η στάση στο πρώτο χωριό που βρέθηκε μπροστά μας, καθώς ήταν ώρα για ένα Ελληνικό καφεδάκι, πάντα με τα μακρυμάνικα μας μιας και ο καιρός δεν έκανε αστεία:
Εκεί αποφασίσαμε (χάριν περιπέτειας) να φτάσουμε ως το δυτικότερο και πιο απόμερο χωριό του νησιού το Καρκινάγρι, καθαρά και μόνο για λόγους εξερεύνησης αλλά και για «να πιούμε ένα τσίπουρο σ’ ένα ψαροχώρι» κάτι που ακούγεται εύκολο αλλά μόνο τέτοιο δεν ήταν.
25 χιλιόμετρα βλέπετε χωματόδρομου, πάνω σ’ ένα χαραγμένο δρόμο που τελούσε υπό κατασκευή, συμβουλευόμενοι έναν χάρτη (2011, δεν υπήρχε google maps) και κάποιες διάσπαρτες ταμπέλες. Ωραία ταλαιπωρία απ’ αυτές που θα ‘χουμε να θυμόμαστε σε όλη μας τη ζωή!
Τουλάχιστον ήπιαμε το τσιπουράκι μας στο καφενείο και αφού βγάλαμε μερικές (αποτυχημένες) φωτογραφίες, πήγαμε στο μπακάλικο/ψιλικατζίδικο/ταχυδρομείο/προποτζίδικο κ.α. (απίστευτη εμπειρία), προκειμένου να ψωνίσουμε πρώτες ύλες για να μαγειρέψουμε μετά τη δύσκολη επιστροφή:
Όση ώρα ξεδίπλωνα το πηγαίο ταλέντο μου στη μαγειρική πίνοντας το λευκό του οινοποιείου, το κόκκινο που περιέγραψα πιο πάνω περίμενε ανοικτό, μιας και οι σαφείς οδηγίες του οινολόγου ήταν να ανοιχτεί 45 λεπτά πριν την κατανάλωση ώστε να πάρει αέρα. Ήταν όντως από τα πιο ωραία κρασιά που ‘χω πιεί στη ζωή μου, με πικάντικη γεύση πιπεριού στην αρχή και απαλή γεύση βουτύρου ως επίγευση:
Από κει και πέρα, νομίζω ότι τα ξέρετε πλέον, δεν υπήρχε κάτι άλλο απ’ το να μας βρει το ξημέρωμα της επομένης στα ασφυκτικά γεμάτα μπαράκια του Χριστού:
Ημέρα έκτη:
Ξύπνημα αργά και χαλάρωμα, μετά από τη προηγούμενη απαιτητική μέρα και νύχτα. Η αναζήτηση παραλίας μας είχε κουράσει ήδη, με αποτέλεσμα αυτή του Αρμενιστή να φαντάζει ιδανική στα μάτια μας χωρίς κύμα:
Εξάλλου, όσο υπάρχουν τέτοιοι καφενέδες τι να τις κάνεις τις παραλίες. Ζήτω οι αφρισμένες μπύρες!
Αναχωρήσαμε νωρίς το απογευματάκι προς τ’ ανατολικά, με μια στάση στο Γιαλισκάρι προκειμένου να δούμε από κοντά το γνωστό εκκλησάκι:
Καταλήγοντας στον Εύδηλο όπως ήταν η σειρά του προγράμματος, προκειμένου να γνωρίσουμε κι αυτό το χωριό, αρχικά βολτάροντας στα όχι και τόσο γραφικά στενάκια του:
Κι έπειτα πίνοντας καφέ στο όμορφο λιμάνι του:
Δεν είναι λίγοι αυτοί που προτιμούν τον Εύδηλο ως σημείο διαμονής, μιας και το στρατηγικό του πλεονέκτημα είναι ότι βρίσκεται στη μέση του νησιού και διαθέτει λιμάνι, αν μιλούσαμε βέβαια για ένα φυσιολογικό νησί και όχι για την Ικαρία…
Η νύχτα μας βρήκε αρχικά σ’ ένα μπαράκι να πίνουμε τα ποτά μας και στη συνέχεια σ’ ένα φεστιβάλ που κατέληξε σε Ικαριώτικο γλέντι με βιολιά. Αυτά είναι!
Είχαμε αφομοιωθεί αρκετά στην Ικαρία, χωρίς να αγχωνόμαστε για κάτι. Εντάξει, μια αναποδιά που συνέβη βρίσκοντας το αμάξι χτυπημένο όταν πήγαμε να το πάρουμε απ’ το σημείο που είχαμε παρκάρει μας τσίτωσε, αλλά λίγο το Ικαριώτικο κλίμα, λίγο το ταλέντο μου στη σφυρηλάτηση τρεις η ώρα το ξημέρωμα, το εμπόδιο ξεπεράστηκε ως όφειλε! Είχαμε ν’ ανέβουμε και στο Χριστό, όχι τίποτ’ άλλο…
Ημέρα έβδομη:
Βαρύ το κλίμα και το ξύπνημα όπως είναι λογικό, με τη κατεύθυνση της ημέρας να δείχνει Μαγγανίτη για βόλτα και βουτιά, το χωριό δηλαδή που βρίσκεται μετά την παράκαμψη για τη παραλία Σεϋχέλλες, που μεταξύ μας κακώς δε ξαναπήγαμε. Εντυπωσιακή μεν η βραχώδης παραλία αλλά τίποτα το ιδιαίτερο:
Κάναμε τη βουτιά μας όπως – όπως αλλά τουλάχιστον αποζημιωθήκαμε με το τρομερό τσίπουρο και τον ακόμα πιο τρομερό μεζέ που φάγαμε σ’ ένα ξύλινο καφέ πάνω απ’ τη παραλία, που ονομάζεται «στο γιαλό κάνει φουρτούνα» και διαπιστώνω ότι υπάρχει μέχρι και σήμερα:
Όπως μπορείτε να καταλάβετε άλλωστε η κατάσταση δεν ήταν και για πολύ μπάνιο, με τις εικόνες της θάλασσας να ναι αποτρεπτικές. Να ναι καλά το Messakti beach και τα απογευματινά πάρτυ του βέβαια:
Όσον αφορά το βράδυ που ακολούθησε, αποφασίσαμε να μη μπούμε στ’ αυτοκίνητο και να πιούμε τις μπυρίτσες μας στο σπίτι, συνεχίζοντας τοπικά σ’ ένα διπλό μπαρ που λεγόταν Casmir, ακούγοντας ροκιές στην αρχή και ζώντας τραγελαφικές καταστάσεις στη συνέχεια, μπαίνοντας και σ’ ακόμα ένα καμένο μπαρ με λαϊκή μουσική που βρήκαμε στο δρόμο μας, καταλήγοντας πίσω τις πρώτες πρωινές ώρες όπως πιθανόν να περιμένατε:
Ήταν και οι μόνες ώρες για μπάνιο με ήρεμη θάλασσα, αλλά τέτοια ώρα μπάνιο κάνουν μόνο οι ψυχοπαθείς:
Αρκεστήκαμε στις φωτογραφίες γιατί ο στίχος του τραγουδιού το λέει ξεκάθαρα: Σαν ξημερώνει στο Αιγαίο, είναι όμορφα σου λέω.
Εντάξει, στο Ικάριο, το ίδιο κάνει…
Ημέρα όγδοη:
Το προβλεπόμενο Ικαριώτικο χαλάρωμα έκανε τη δουλειά του, έτσι έχοντας μπει πλέον στο κλίμα του νησιού για τα καλά, δε βιαζόμασταν για τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος. Ξύπνημα και καφεδάκι στο καφενείο του Αρμενιστή και παράλληλα κουβέντα με ντόπιους προκειμένου να μαζέψουμε πληροφορίες για το πανηγύρι της επομένης, με τις τοποθετήσεις τους να κρίνονται απογοητευτικές, εμάς όμως να το παίρνουμε απόφαση:
Ακολούθησε μεσημεριανό μπανάκι (που λέει ο λόγος) στην παραλία του Κάμπου, η οποία φαντάζομαι θα είναι κλάσσεις ομορφότερη όταν δεν επικρατεί αυτό το διαολεμένο κύμα:
Τουλάχιστον δίνει υπέροχες εικόνες προς το εκκλησάκι, κάτι ειν΄κι αυτό:
Πρόκειται γι’ άλλη μια παραλία στην οποία καταλήγει ένας από τους χείμαρρους του νησιού, που προφανώς περνάει και από το ομώνυμο χωριό:
Παράπονο δεν είχαμε, μιας και καταφέραμε να πλατσουρίσουμε με δυσκολία στα ρηχά, ίσα για να δροσιστούμε:
Καλύτερη δροσιά βέβαια προσέφεραν οι παγωμένες μπύρες και τα ποτά του Messakti, μιας και η απογευματινή μας στάση εκεί ήταν πλέον απαραίτητος θεσμός:
Η συνέχεια μας βρήκε από νωρίς έξω, καθισμένους σ’ ένα από τα τραπέζια του καφενέ, πίνοντας τσίπουρα κι απολαμβάνοντας τον πολύ γνωστό καλλιτέχνη Γιάννη Εμμανουηλίδη (Οπισθοδρομική κομπανία κτλ) που έπαιζε με τον γιό του, στα προεόρτια της επόμενης ημέρας:
Όμως η βραδιά βέβαια ήταν γι’ ακόμα μια φορά μεγάλη και απρόβλεπτη, με σκηνές απείρου κάλους να διαδραματίζονται στα μπαρ του Αρμενιστή. Το μόνο που μας ένοιαζε βέβαια ήταν αυτό, κι όχι τι ώρα θα γυρίσουμε και πως θα ξυπνήσουμε…
Το ξαναγράφω για απανωτή φορά μιας και πρέπει να επαναληφθεί. Σαν ξημερώνει στο Αιγαίο, είναι όμορφα σου λέω.
Ημέρα ένατη:
Το ημερολόγιο έγραφε 15 Αυγούστου, με την προσδοκώμενη μέρα του ταξιδιού να ‘χει φτάσει. Ικαρία σημαίνει πανηγύρια και δεκαπενταύγουστος σημαίνει το μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού, το πιο πολυπληθές, το χιλίοτραγουδισμένο, το εμπορικό πλην όμως ξακουστό, αυτό της Λαγκάδας. Αγνοήσαμε επιδεικτικά τις συμβουλές των ντόπιων που μαζεύαμε τις τελευταίες ημέρες του τύπου «τι να πάτε να κάνετε, δεν αξίζει» ή «τσάμπα ταλαιπωρία θα φάτε» και νωρίς το μεσημεράκι ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς τα βουνά:
Μια πρώτη και σύντομη στάση για ξεμούδιασμα έγινε στο Πέζι, όπου το εκεί φράγμα έχει δημιουργήσει μια τεχνητή λίμνη:
Η συνέχεια εξάλλου ήταν πιο δύσκολη, με οδήγηση αποκλειστικά σε χωματόδρομο, έως ότου δε πάει άλλο κι αυτός:
Η κοιλάδα της Λαγκάδας από ψηλά με το χώρο του πανηγυριού προμήνυε κάτι πολύ καλό:
Όλα τα ωραία όμως έχουν το τίμημα τους, έτσι και το συγκεκριμένο πανηγύρι προϋποθέτει και περπάτημα στο τελευταίο σημείο προκειμένου να προσεγγίσεις την περιοχή, από χωματόδρομο αλλά και από μονοπάτι:
Πλησιάζοντας μόνο αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την πολυκοσμία που επικρατούσε ήδη στο σημείο, κάτι που ήταν λογικό μιας και το πανηγύρι ξεκινούσε από νωρίς:
Συντονιστήκαμε αρκετά γρήγορα βρίσκοντας ένα σκιερό μέρος. Προφανώς και δεν υπήρχαν τραπέζια διαθέσιμα ούτε γι’ αστείο, κάτι που οι διοργανωτές έλυναν μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Στο πλάι της μικρής εκκλησίας κοίμησης της θεοτόκου, υπήρχαν στοιβαγμένες τάβλες, πέτρες και τελάρα, με τα οποία έφτιαχνες το δικό σου αυτοσχέδιο τραπέζι το οποίο φυσικά θα μοιραζόσουν όπως επιτάσσουν οι άτυποι κανόνες των πανηγυριών:
Κατεβήκαμε να πάρουμε σειρά στα κρασιά και τα φαγητά, έχοντας και μερικές μπύρες μαζί μας για το ζέσταμα. Πλησιάζοντας την ορχήστρα –που εναλλάσσονταν συχνά σε μουσικούς, είδος και ύφος, μάθαμε επίσης ότι δεν υπάρχει και ρεύμα στην περιοχή, κάτι που δεν ήθελε πολύ να το καταλάβεις:
- Και μέχρι τι ώρα θα παίζουν οι ορχήστρες; Ρωτήσαμε
- Μέχρι την ώρα που θα τελειώσει το πετρέλαιο στη γεννήτρια, λογικά αύριο τα ξημερώματα, μας απάντησαν!
Εδώ μπορείτε να δείτε και το σύστημα με τις τάβλες (μέχρι και παλιές πόρτες χρησιμοποιούσαν) την ίδια ώρα που τα Ικαριώτικα βιολιά έδιναν τα γκάζια τους:
Πέρα στου χωριού τη βρύση
τον καριώτικο έχουν στήσει
και χορεύουν κοπελούδια
σαν τα δροσερά λουλούδια
Δως του, δως του, δως του πέρα
δως του φουστανιού σου αέρα
δως του, δως του ν’ άνεμισει
κι ο χορός να νοστιμίσει
Τον καριώτικο χορό
πως τον αγαπώ εγώ
να χορεύω με χαρά
δίπλα σ’ όμορφη κυρά
Δως του, δως του παληκάρι
σύρε τον χορό με χάρη
να καεί το πελεκούδι
με καριώτικο τραγούδι
Φυσικά όσο περνούσε η ώρα και πηγαίναμε προς το απόγευμα ο κόσμος αντί να αραιώνει πύκνωνε όλο και περισσότερο. Μαζί του πύκνωναν και οι διάφορες μυρωδιές από καιγόμενα χόρτα τριγύρω μας, όπως και οι παγωμένες μπύρες μας:
Το Ικαριώτικο πανηγύρι δεν είναι απλά ακόμα ένα Ελληνικό παραδοσιακό γλέντι, αλλά σε συνδυασμό με την ενέργεια του μέρους, τις ιδιότητες του κρασιού και της μουσικής οδηγεί σε κατάνυξη, κάτι που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και τα Διονυσιακά γλέντια. Το μόνο που οφείλεις να κάνεις είναι να αφεθείς ολοκληρωτικά και να μπεις στο χορό… Αυτή είναι η μυσταγωγία της Ικαρίας.
Όσες λέξεις και να πω, όσο και να γράψω, ότι φωτογραφίες και ν’ ανεβάσω, καταλαβαίνετε νομίζω πολύ καλά γιατί δε μπορεί να αποτυπωθεί αυτή η αίσθηση παρά μόνο όταν τη ζήσεις, κι οφείλεις να τη ζήσεις κάποια φορά στη ζωή σου:
Φύγαμε από τη Λαγκάδα λίγο μετά τις 9 το βράδυ, όχι γιατί δε θέλαμε να καθίσουμε περισσότερο, αλλά γιατί είχαμε (ακόμα) ένα δύσκολο γυρισμό σε κακό και χωρίς φώτα δρόμο. Χαλάλι όμως.
Μερικά ποτάκια στον Αρμενιστή το βράδυ και στο γνωστό καφέ/μπαρ «Ρέμπελο» ήταν το καλύτερο κλείσιμο της ημέρας, αλλά και της εκδρομής:
Επιστροφή & επίλογος:
Πρωί της επομένης μαζέψαμε, ήπιαμε ένα γρήγορο καφέ κι αποχωρήσαμε, με τον καιρό να μας παίζει περίεργο παιχνίδι βλέποντας πρώτη φορά ήρεμη τη θάλασσα της Μεσακτής, φυσικά την ώρα που φεύγαμε:
Είχαμε να διανύσουμε τον κακό δρόμο της επιστροφής, κάτι που όπως ήταν λογικό μας έκανε να κινητοποιηθούμε νωρίς:
Δύο ώρες μετά πίναμε καφέ στην πλατεία του Αγίου Κήρυκου απέναντι από το μήνυμα που καλωσορίζει τους επισκέπτες στο νησί του Ικάρου, λίγο πριν πάρουμε την άγουσα για το αεροδρόμιο και τις πτήσεις της επιστροφής.
Φύγαμε από την Ικαρία αρκετά γεμάτοι εικόνες και διαφορετικά βιώματα απ’ όλα όσα είχαμε ως τότε δει και νιώσει, με συναισθήματα καλά έως ανάμεικτα λόγω της ιδιαιτερότητας του νησιού. Είναι μια εκδρομή που μας πήρε καιρό να αφομοιώσουμε, να συγκρίνουμε και εν’ τέλει να κατανοήσουμε, μια εκδρομή που κάθε φορά έκτοτε λέμε να επαναλάβουμε.
Αυτή είναι η Ικαρία!
Επίσκεψη : Αύγουστος 2011
Διάρκεια: 10 μέρες
Ικαρία. Ένα νησί σχεδόν αστικός μύθος, που νομίζω όσοι ασχολούνται λίγο παραπάνω με εκδρομές στη νησιωτική Ελλάδα το έχουν σταθερά και ψηλά στη λίστα τους, ακόμα κι αν δε μπορούν να κατονομάσουν ούτε ένα λόγο γιατί συμβαίνει αυτό.
Πολλά ακούγονται, ακόμα περισσότερα λέγονται, λίγα όμως εν τέλει μεταφέρονται ως έχουν για ένα μέρος που έχει φανατικούς φίλους και αντίστοιχα φανατικούς εχθρούς. Ασχέτως αν μισήσεις ή λατρέψεις εν τέλει την Ικαρία, γεγονός είναι πως πρόκειται για ένα νησί με το δικό του αποτύπωμα και σίγουρα τη δική του μοναδική αύρα. Αυτό ίσως είναι που την κάνει να κατατάσσεται σταθερά στις προτιμήσεις όλων, ασχέτως κατάληξης.
Έχοντας λοιπόν όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα στο μυαλό μας, όπως τα ξέφρενα αλλοπρόσαλλα ωράρια, τη νυχτερινή ζωή, τα πανηγύρια, το καλό φαγητό, τον ενδιαφέροντα κόσμο από τουρίστες σαν εμάς αλλά κυρίως τους ντόπιους, στοχεύσαμε στο νησί της Ικαρίας για ένα δεκαήμερο του Αυγούστου του 2011, με σαφώς λιγότερη πληροφόρηση αλλά και λιγότερες εμπειρίες απ’ ότι τώρα, αλλά σίγουρα γεμάτοι ανυπομονησία & περιέργεια. Το πλάνο έλεγε και επίσκεψη στους γειτονικούς Φούρνους Κορσέων κάτι που -ευτυχώς- δεν επετεύχθη.
Πέραν όλων όσων προαναφέρθηκαν, η Ικαρία αποτελεί ένα νησί ιστορικό από αρχαιοτάτων χρόνων με βαθιά παράδοση, όπως δυστυχώς επίσης ένα μαρτυρικό μέρος ως τόπος εξορίας στη σύγχρονη εξέλιξη της.
Η αλήθεια είναι ότι αρχικά δεν είχα συμπεριλάβει την Ικαρία στη παρούσα ιστορία μου, κάτι που αδυνατώ να εξηγήσω ακόμα και τώρα που γράφω το κείμενο. Δεδομένου ότι μιλάμε για εκδρομή 11 ετών πίσω, τόσο μακριά αλλά συνάμα τόσο κοντά, συγχωρήστε μου τυχόν παραλείψεις και τις όχι καλές φωτογραφίες, ελπίζοντας να ‘χω κάνει ότι καλύτερο μπορούσα.
2011
Ημέρα πρώτη:
Η πτήση μέσω Αθηνών αφίχθηκε μεσημεράκι στο αεροδρόμιο του νησιού το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του, κοντά σχετικά στη πρωτεύουσα του τον Άγιο Κήρυκο. Είχαμε φροντίσει φυσικά να κλείσουμε εκ των προτέρων αυτοκίνητο κάτι που πρέπει να θεωρείτε απαραίτητο από την πρώτη στιγμή που θα πατήσετε στο νησί. Το κόκκινο Daewoo Kalos σε κατάσταση ντεμί, μας περίμενε μαζί με τον -όχι και τόσο ορεξάτο- ιδιοκτήτη του στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, έτσι μετά από τις απαραίτητες διαδικασίες και το φόρτωμα του βρεθήκαμε να διανύουμε τον δύσκολο δρόμο προς τα δυτικά του νησιού:

Είχαμε αποφασίσει βλέπετε να μείνουμε στο «διασημότερο» χωριό του κατά τους θερινούς μήνες και επίκεντρο των εξελίξεων, τον Αρμενιστή. Αυτό σήμαινε βέβαια πως τουλάχιστον τη πρώτη και τη τελευταία μέρα (αλλά και γενικότερα συμπληρώνω) θα μας έτρωγαν οι δρόμοι. Κι όταν λέμε δρόμους, εννοούμε ότι πιο κακοτράχαλο και δύσβατο έχω δει μέχρι σήμερα στην Ελληνική επικράτεια, στην οποία έχω δει ουκ ολίγα:


Μιάμιση ώρα μετά θα περνούσαμε πάνω απ’ τον Εύδηλο, χωριό και δεύτερο εμπορικό λιμάνι στο μέσο περίπου του νησιού:

Καταλήγοντας εν τέλει μετά κόπων στο χωριό του Αρμενιστή πάνω από τη παραλία Λιβάδι:

Αφού παρκάραμε, βρήκαμε το σπίτι & τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα στο χωριό,


συνδυάζοντας την με απογευματινή βουτιά (και μπυρίτσες) στη πολύ μικρή παραλία του. Τίποτα το ιδιαίτερο, απλά συμπαθητική:

Ήταν εξάλλου το μόνο σημείο που κάπως έκοβε το κύμα, ένα χαρακτηριστικό που έκανε την εμφάνιση του από την αρχή ως το τέλος της δεκαήμερης παραμονής μας:


Η νύχτα έπεσε, η πείνα ήρθε, και για εξοικονόμηση χρόνου όσο οι δύο ετοιμαζόντουσαν για έξω οι υπόλοιποι δύο βγήκαμε για παραγγελία στο σαντουϊτσάδικο/σουβλατζίδικο του χωριού, ερχόμενοι πρώτοι φορά αντιμέτωποι με την «σκληρή» Ικαριώτικη πραγματικότητα. Μ’ αρέσει που μπήκα με φόρα, συνηθισμένος από τη Θεσσαλονίκη…
- Μάστορα καλησπέρα, τέσσερα σουβλάκι απ’ όλα, τέσσερα χωρίς τζατζίκι κτλ, να πληρώσω, περιμένω έξω.
- Μεγάλε χαλαρά, πολύ βιάζεσαι. Αρχικά πάρε το μπλοκάκι που είναι μπροστά σου και γράψε τη παραγγελία και τ’ όνομα σου, κάποια στιγμή θα σε φωνάξω. Πάρε και δύο μπύρες να μη ξεροσταλιάσεις όσο περιμένεις…
Οι δύο γίναν τέσσερις και κατόπιν οκτώ, οι άλλοι δύο ήρθαν στο ενδιάμεσο, τα σάντουις όμως όχι, παρά μόνο μετά από 30+ λεπτά. Ικαρία είσαι!

Μια βόλτα στα καφέ του Αρμενιστή ήταν αρκετή και για εμάς μετά απ’ όλη τη ταλαιπωρία του ταξιδιού, αναρωτώμενοι δε που είναι ο κόσμος, μιας και η ησυχία ήταν το χαρακτηριστικό που επικρατούσε….
Ημέρα δεύτερη:
Ξύπνημα χαλαρό, στους ρυθμούς του νησιού, με μια μέρα ηλιόλουστη δε αλλά και πολλά υποσχόμενη, που ξεκίνησε με καφεδάκι σε ένα από τα καφέ του χωριού:

Η υπόθεση σήκωνε μπάνιο, κάτι που θα γινόταν πολύ πιο γρήγορα αν δε συναντούσαμε καντίνα στην άνωθεν πλευρά τις παραλίας:

Και οι καντίνες εκτός από σάντουϊτς ξέρετε τι έχουν… Αξέχαστες θα μου μείνουν οι «βουτιές» του ιδιοκτήτη στο ψυγείο προκειμένου να μας εξυπηρετήσει με τις όσο πιο παγωμένες γίνεται:

Η κατάσταση πάντως στη παραλία της Μεσακτής δε φάνταζε και πολύ αισιόδοξη, καθώς το Ικάριο είχε όρεξη, με φόντο πάντα το γνωστό εκκλησάκι,

Κάτι που διαπιστώσαμε για τα καλά κατεβαίνοντας ως εκεί, βλέποντας τον περισσότερο κόσμο εκτός θαλάσσης:

Το ίδιο κάναμε κι εμείς, πίνοντας το καφεδάκι μας στην άμμο και τσαλαβουτώντας στα ρηχά ίσα-ίσα για να σβήσουμε, μιας και το μπάνιο ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο. Προτιμήσαμε την άμμο και όχι κάποια ξαπλώστρα όπως η συντριπτική πλειοψηφία στο νησί φυσικά, περίπου ως τις πέντε το απόγευμα, όταν και οι δελεαστικές μουσικές του bar ακριβώς πάνω από τη παραλία άρχισαν να μας καλούν:

Γρήγορα καταλάβαμε ότι δε πρόκειται απλά για ένα ακόμα μαγαζί, αλλά για μέρος απογευματινής συνάντησης όλων όσων κινούνταν γύρω από τον Αρμενιστή. To Mesakti Beach ήταν το σημείο αναφοράς για τα απογευματινά πάρτυ της περιοχής, που έμελλε να γίνει από κείνη τη στιγμή και μετά και το δικό μας καθημερινό στέκι, απ’ όπου κι αν γυρνούσαμε. Ωραίο μπαράκι, καταπληκτική θέα,


Κι ακόμα καλύτερη μουσική όσο περνούσε η ώρα και πύκνωνε ο κόσμος, σε ένα πάρτυ που κρατούσε ως το βράδυ:

Μη αναρωτιέστε τι μουσική έπαιζε, μία είναι η κατάλληλη για όλο αυτό που σας περιγράφω. Το μόνο που θα πω είναι ότι από κείνο το καλοκαίρι και μετά ταυτίστηκα με μια μπάντα που ως τότε δεν είχα εμβαθύνει πολύ. Το συγκεκριμένο τραγούδι το ακούγαμε σίγουρα κάθε απόγευμα σε δυνατή όπως πρέπει ένταση:
Οι μπύρες και τα ποτά έφθαναν ασταμάτητα, την ίδια ώρα που ο ήλιος ξεκίνησε να πέφτει πίσω απ’ τον Αρμενιστή:

Μείναμε ως νωρίς το βράδυ έχοντας πάρει τις κατάλληλες πληροφορίες για τη συνέχεια, έχοντας στόχο να γνωρίσουμε επιτέλους την Ικαριώτικη πραγματικότητα. Συνεχώς αναρωτιόμουν που να πηγαίνει το βράδυ όλος αυτός ο κόσμος με την απάντηση να είναι μία και μοναδική. Χριστός Ραχών!
Ένα χωριό που αντιπροσωπεύει αρκετά χαρακτηριστικά από τον λαϊκό μύθο που έχει εξυψώσει την Ικαρία όλα αυτά τα χρόνια. Μόλις 5 χιλιόμετρα από τον Αρμενιστή σε ορεινό -και δύσβατο φυσικά δρόμο- βρίσκεται το χωριό του Χριστού, με τα περίεργα ωράρια του που θέλαμε όσο τίποτα να διαπιστώσουμε.
Ακόμα ένα δείγμα «ανισορροπίας» της Ικαρίας ήταν το γεγονός ότι όλη η νυχτερινή κίνηση του νησιού συγκεντρώνονταν σε ένα ορεινό χωριό και όχι σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος. Όσο για τα ωράρια που λέγαμε; Δείτε μόνοι σας:

Η πάνω αριστερά φωτογραφία είναι τραβηγμένη 00:45, με καφέδες όπως φαίνεται στο τραπέζι, κάτι που δεν ήταν περίεργο μιας και όλος ο κόσμος ήταν έτσι, το καφέ γεμάτο, οι οικογένειες έκαναν βόλτα σα να μη τρέχει τίποτα, λες και ήταν 7 το απόγευμα!
Η μεγάλη φωτογραφία είναι στις 3:20, έχοντας καθίσει περίπου μια ώρα πριν στη ταβέρνα, της οποίας η κουζίνα σέρβιρε κανονικά!
Τέλος το καταπληκτικό μαγαζί στημένο σε ένα πετρόχτιστο σπίτι με πανέμορφη αυλή ήταν δεδομένο ότι θα πάει ως το ξημέρωμα, παρέα με τα μπαράκια του χωριού.
Είχαμε μπει με φόρα στην Ικαριώτικη πραγματικότητα…
Ημέρα τρίτη:
Ηλιόλουστο μεσημεράκι μετά από καφέ στο καφενείο του χωριού και ξεκινήσαμε το δρόμο για το Νας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το μπάνιο στη συγκεκριμένη παραλία είχε απαγορευτεί αυτές τις μέρες λόγω κυματισμού και ρευμάτων, με τη φήμη να λέει ότι πνίγηκε κιόλας κάποιος τη προηγούμενη:

Έκανα κάποια μέτρα με τα πόδια αλλά όχι όλη τη διαδρομή μιας και η ζέστη δε βοηθούσε. Πρόλαβα τουλάχιστον μερικές από τις κλασσικές Ικαριώτικες εικόνες.

Τι είναι αυτό, άχρηστο; Παράτα το εδώ σε μια άκρη και βλέπουμε…
(Ήταν αμέτρητα τα παρατημένα οχήματα που είδαμε δέκα μέρες στο νησί, δε το γράφω τυχαία).
Σε ελάχιστο χρόνο ήμασταν πάνω από τη φανταστική παραλία του Νας:

Ένα τοπίο βγαλμένο από τη φαντασία έκανε την εικόνα μοναδική. Η παραλία απόληξη ενός φαραγγιού κι ενός χειμάρρου, με τα ερείπια του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας Ταυριδας λίγο πιο πάνω, είναι ίσως από τα καλύτερα τοπία του νησιού:

Τι να το κάνεις όταν δε μπορείς να κολυμπήσεις. Αρκείσαι μόνο σε μερικές φωτογραφίες και αναχωρείς…

Εντάξει, μια απαραίτητη στάση για τέσσερις παγωμένες στην υπέροχη (και φημισμένη) ταβέρνα της περιοχής μαζί μ’ ένα μεζέ δεν ήταν κακή:

Μπήκαμε στο αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς τη παραλία του Γιαλισκαρίου, όχι ότι θα κάναμε μπάνιο της προκοπής δηλαδή αλλά ίσα που θα βρεχόμασταν:

Με λίγη προσπάθεια, πλατσούρισμα στα ρηχά και την απαιτούμενη προσοχή βγήκε μια άκρη στο δύσκολο Ικάριο πέλαγος:


Ε στην επιστροφή να μη κάνουμε και μια στάση; Πλέον ξέραμε τι παίζει, είχε και πολύ κόσμο, ήταν αργούτσικα και το γλέντι είχε ξεκινήσει:


Μέχρι να μας πιάσει η νύχτα…


Πλέον το δρομολόγιο το ξέραμε, Χριστός Ραχών, μπυρίτσες στη πλατεία και μετά στα μπαρ μέχρι πρωίας:

Φύγαμε μετά τις 7 βλέποντας μια απίστευτη ανατολή, την ίδια ώρα που στον πεζόδρομο δεν έπεφτε καρφίτσα. Μιλάμε για κόσμο, με τους περισσότερους να είναι στον πεζόδρομο του χωριού, και τη μουσική (κατόπιν συνεννόησης) να είναι κοινή σε όλα τα μπαρ, κατόπιν συνεννόησης.


Ωραία πράγματα!
Ημέρα τέταρτη:
Προφανώς και δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε νωρίς, ωστόσο μετά το καφεδάκι κάναμε τη διαπίστωση ότι έχουμε αγανακτήσει, παρόλο που οι τρεις στους τέσσερις δεν ήμασταν καθόλου του μπάνιου. Αυτό το πράγμα δε γινόταν άλλο, έτσι μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε νότια, με το δρόμο να είναι ιδιαίτερα καλός από το μέσο της διαδρομής και μετά, κάτι που δε περιμέναμε, κάνοντας μια στάση για φωτογραφίες σε ένα από τα ανοίγματα του:

Λίγο πριν το χωριό του Μαγγανίτη είδαμε αρκετά παρκαρισμένα δεξιά-αριστερά και καταλάβαμε ότι έπρεπε να παρκάρουμε κι εμείς, μπαίνοντας αμέσως στο μονοπάτι που δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κατάληξη ενός ακόμη χειμάρρου:

Η κατάβαση δεν είναι δύσκολη, είναι όμως κοπιαστική και απαιτεί προσοχή όπως είναι φυσικό και αθλητικό παπουτσάκι:

Προς το τέλος της διαδρομής δυσχεραίνουν λίγο τα πράγματα, με τις εικόνες όμως να προμηνύονται εντυπωσιακές, χωρίς όμως να μπορούμε να φανταστούμε για το τι εν τέλει επρόκειτο να δουν τα μάτια μας:


Πριν ακόμα φτάσουμε στη κυρίως παραλία είδαμε από πάνω τα πρώτα της κολπάκια με τα οινοπνευματί νερά:

Και να που λίγα εμπόδια μετά φτάσαμε στον πολυπόθητο στόχο μας, κοιτώντας με το στόμα ανοικτό την ομορφιά της φύσης που αντίκρυζαν τα μάτια μας:

Ήμασταν επιτέλους στη ξακουστή παραλία με το όνομα «Σεϋχέλλες», μια από τις πιο ωραίες παραλίες της χώρας μας κάτι που δε χωρούσε αμφιβολία όπως πρόδιδε και το όνομα της:

Τα βράχια που κρέμονται πάνω από την παραλία προσφέρουν φυσική σκιά, τόση ώστε να μη χρειαστεί η ομπρέλα μας, με τον περισσότερο κόσμο να κάθεται πάνω στα χοντρά βότσαλα:

Δε χάσαμε καθόλου χρόνο βουτώντας στα απίστευτα νερά προκειμένου να σβήσουμε τον κόπο μας. Πίσω μας το κόκκινο βαρκάκι που χρησίμευε ως εφοδιαστικό, βάρκα-μπαρ δηλαδή για προμήθειες στους λουόμενους:

Πώς να χωρέσει το μάτι όλη αυτή την ομορφιά. Λίγο που βουτούσαμε, λίγο που καθόμασταν, και όταν ο ήλιος σταμάτησε να τσουρουφλάει ξεκινήσαμε την εξερεύνηση:

Ανεβήκαμε με τις φωτογραφικές μηχανές στον απέναντι βράχο, έχοντας αντίκρυ μας όλη την παραλία και τα μοναδικά χρώματα της:


Επιστρέφοντας λίγο μετά για να πιούμε τις μπυρίτσες μας και να απολαύσουμε τη γαλήνη του τοπίου:

Ήμασταν τόσο χαρούμενοι με όσα είχαμε δει και κυρίως με το μπάνιο που καταφέραμε να κάνουμε σαν άνθρωποι, που δε θέλαμε να φύγουμε παρόλο που ‘χε περάσει η ώρα:

Είχαμε όμως και περαιτέρω σχέδια να υλοποιήσουμε, οπότε πήραμε τη δύσκολη ανηφόρα της επιστροφής, αποχαιρετώντας τις Σεϋχέλλες:

Στη στάση που κάναμε για φαγητό, πληροφορηθήκαμε ότι είμαστε κοντά στο χωριό Πλατάνι όπου λάμβανε χώρα μία ακόμη χαρακτηριστική εκδήλωση του νησιού:

Παρκάραμε πρόχειρα και κατευθυνθήκαμε στην πλατεία του χωριού, με τα όργανα ν’ ακούγονται κιόλας από μακριά:

Ήταν η πρώτη μας επαφή με Ικαριώτικο πανηγύρι, γεγονός σύνηθες τις ημέρες του Αυγούστου στο νησί. Με λίγο ψάξιμο, όλο και σε κάποιο χωριό θα το συναντήσετε:

Πήραμε μερικές φιάλες δυνατού ντόπιου κόκκινου κρασιού και μπύρες, καθήμενοι στην άκρη, βλέποντας όλα αυτά που διαδραματίζονταν στα μάτια μας με το γλέντι ν’ ανάβει όσο περνάει η ώρα:

Βαθιά νύχτα φύγαμε με προορισμό τον Αρμενιστή, απόλυτα γεμάτοι από την ημέρα, κυκλοφορώντας μέχρι το ξημέρωμα στο χωριό:


Μα δεν είναι τέλειο το ξημέρωμα στο Αιγαίο;
Ημέρα πέμπτη:
11 Αυγούστου, την ώρα που κανονικά βράζει ο τόπος ανά την Ελλάδα, στην Ικαρία επικρατούσε ένας τουλάχιστον δροσερός βόρειος άνεμος. Που να ξυπνούσαμε και πρωί, ωστόσο δε χρειάστηκε παρά λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβουμε ότι για ακόμη μια μέρα, μπάνιο δεν:

Ήπιαμε λοιπόν τους καφέδες μας, φορέσαμε τα φουτεράκια μας (!) και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο προς τις Ράχες, με σκοπό να περιηγηθούμε στα χωριά.
Σε μια από τις αμέτρητες στροφές του ορεινού δρόμου παρατηρήσαμε μια ταμπέλα με το όνομα «Οινοποιείο Αφιανέ» και η έμφυτη περιέργειά μας για τέτοια μέρη από τότε, μας οδήγησε στα ενδότερα της αυλής μέσω της ορθάνοιχτης πόρτας.
Ο χώρος ήταν απολύτως επισκέψιμος και για καλή μας τύχη η ξενάγηση άρχισε σε μερικά μόλις λεπτά από την άφιξη μας αρχής γενομένης από τους εξωτερικούς χώρους. Το παραδοσιακό Ικαριώτικο πετρόχτιστο σπίτι, ένα από κάποια που σώζονται σήμερα στο νησί, έχει ως γνώρισμα του να χτίζεται χρησιμοποιώντας έναν βράχο ως τη μία του πλευρά, πολλές φορές και ως στέγη:

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι πέρασε την εξορία του και ο Μίκης, όπως μας ανέφεραν χαρακτηριστικά. Στον συγκεκριμένο χώρο του οινοποιείου πέραν της επίδειξης χρησιμοποιείται και για φύλαξη κάποιων ετικετών όπως μπορείτε να δείτε, λόγω των καλών κλιματολογικών συνθηκών εντός του για συντήρηση:


Η εξαιρετική περιήγηση είχε ως σημείο αναφοράς την αφήγηση το απόλυτα καταρτισμένου ιδιοκτήτη, φαρμακοποιού στο επάγγελμα και τις σπουδές, αλλά οινολόγου από τεράστιο χόμπι, παράγοντας καταπληκτικά κρασιά. Είδαμε ένα τμήμα από τα αμπέλια του με το κυρίως κτήριο στο βάθος:

Αλλά και τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του Ικαριώτικου κρασιού, τεχνική η οποία προέρχεται από την αρχαιότητα! Κάτω από τις τετράγωνες σχεδόν πλάκες που βλέπετε, βρίσκονται πιθάρια θαμμένα στο έδαφος προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ζύμωσης, κάτι που δίνει μοναδική σύσταση μέσω ενός ενζύμου στο παραδοσιακό κρασί του νησιού:

Περνώντας στα ενδότερα είδαμε και τον τρόπο ζύμωσης και φύλαξης του σήμερα, λίγο πριν περάσουμε στο καλύτερο κομμάτι της περιήγησης, αυτό της γευσιγνωσίας:

Ψωνίσαμε τις φιάλες μας για το βράδυ, με μία εξ’ αυτών να είναι το κόκκινο πικάντικο ξηρό του οινοποιείου, ετικέτα που πήρε το δεύτερο βραβείο πανευρωπαϊκά, ευχαριστώντας κατόπιν θερμά τον ιδιοκτήτη για όσα μας έμαθε. Πήραμε το δρόμο συνεχίζοντας τη πορεία μας προς τα δυτικά του νησιού:


Ό έντονος αέρας και το υψόμετρο μας χάριζε μοναδικές εικόνες, αναγκάζοντας μας συχνά πυκνά να σταματήσουμε για να απολαύσουμε την άγρια ομορφιά του τοπίου και να το φωτογραφήσουμε:


Αναπόφευκτη ήταν και η στάση στο πρώτο χωριό που βρέθηκε μπροστά μας, καθώς ήταν ώρα για ένα Ελληνικό καφεδάκι, πάντα με τα μακρυμάνικα μας μιας και ο καιρός δεν έκανε αστεία:

Εκεί αποφασίσαμε (χάριν περιπέτειας) να φτάσουμε ως το δυτικότερο και πιο απόμερο χωριό του νησιού το Καρκινάγρι, καθαρά και μόνο για λόγους εξερεύνησης αλλά και για «να πιούμε ένα τσίπουρο σ’ ένα ψαροχώρι» κάτι που ακούγεται εύκολο αλλά μόνο τέτοιο δεν ήταν.
25 χιλιόμετρα βλέπετε χωματόδρομου, πάνω σ’ ένα χαραγμένο δρόμο που τελούσε υπό κατασκευή, συμβουλευόμενοι έναν χάρτη (2011, δεν υπήρχε google maps) και κάποιες διάσπαρτες ταμπέλες. Ωραία ταλαιπωρία απ’ αυτές που θα ‘χουμε να θυμόμαστε σε όλη μας τη ζωή!
Τουλάχιστον ήπιαμε το τσιπουράκι μας στο καφενείο και αφού βγάλαμε μερικές (αποτυχημένες) φωτογραφίες, πήγαμε στο μπακάλικο/ψιλικατζίδικο/ταχυδρομείο/προποτζίδικο κ.α. (απίστευτη εμπειρία), προκειμένου να ψωνίσουμε πρώτες ύλες για να μαγειρέψουμε μετά τη δύσκολη επιστροφή:

Όση ώρα ξεδίπλωνα το πηγαίο ταλέντο μου στη μαγειρική πίνοντας το λευκό του οινοποιείου, το κόκκινο που περιέγραψα πιο πάνω περίμενε ανοικτό, μιας και οι σαφείς οδηγίες του οινολόγου ήταν να ανοιχτεί 45 λεπτά πριν την κατανάλωση ώστε να πάρει αέρα. Ήταν όντως από τα πιο ωραία κρασιά που ‘χω πιεί στη ζωή μου, με πικάντικη γεύση πιπεριού στην αρχή και απαλή γεύση βουτύρου ως επίγευση:

Από κει και πέρα, νομίζω ότι τα ξέρετε πλέον, δεν υπήρχε κάτι άλλο απ’ το να μας βρει το ξημέρωμα της επομένης στα ασφυκτικά γεμάτα μπαράκια του Χριστού:

Ημέρα έκτη:
Ξύπνημα αργά και χαλάρωμα, μετά από τη προηγούμενη απαιτητική μέρα και νύχτα. Η αναζήτηση παραλίας μας είχε κουράσει ήδη, με αποτέλεσμα αυτή του Αρμενιστή να φαντάζει ιδανική στα μάτια μας χωρίς κύμα:

Εξάλλου, όσο υπάρχουν τέτοιοι καφενέδες τι να τις κάνεις τις παραλίες. Ζήτω οι αφρισμένες μπύρες!


Αναχωρήσαμε νωρίς το απογευματάκι προς τ’ ανατολικά, με μια στάση στο Γιαλισκάρι προκειμένου να δούμε από κοντά το γνωστό εκκλησάκι:

Καταλήγοντας στον Εύδηλο όπως ήταν η σειρά του προγράμματος, προκειμένου να γνωρίσουμε κι αυτό το χωριό, αρχικά βολτάροντας στα όχι και τόσο γραφικά στενάκια του:

Κι έπειτα πίνοντας καφέ στο όμορφο λιμάνι του:


Δεν είναι λίγοι αυτοί που προτιμούν τον Εύδηλο ως σημείο διαμονής, μιας και το στρατηγικό του πλεονέκτημα είναι ότι βρίσκεται στη μέση του νησιού και διαθέτει λιμάνι, αν μιλούσαμε βέβαια για ένα φυσιολογικό νησί και όχι για την Ικαρία…

Η νύχτα μας βρήκε αρχικά σ’ ένα μπαράκι να πίνουμε τα ποτά μας και στη συνέχεια σ’ ένα φεστιβάλ που κατέληξε σε Ικαριώτικο γλέντι με βιολιά. Αυτά είναι!
Είχαμε αφομοιωθεί αρκετά στην Ικαρία, χωρίς να αγχωνόμαστε για κάτι. Εντάξει, μια αναποδιά που συνέβη βρίσκοντας το αμάξι χτυπημένο όταν πήγαμε να το πάρουμε απ’ το σημείο που είχαμε παρκάρει μας τσίτωσε, αλλά λίγο το Ικαριώτικο κλίμα, λίγο το ταλέντο μου στη σφυρηλάτηση τρεις η ώρα το ξημέρωμα, το εμπόδιο ξεπεράστηκε ως όφειλε! Είχαμε ν’ ανέβουμε και στο Χριστό, όχι τίποτ’ άλλο…

Ημέρα έβδομη:
Βαρύ το κλίμα και το ξύπνημα όπως είναι λογικό, με τη κατεύθυνση της ημέρας να δείχνει Μαγγανίτη για βόλτα και βουτιά, το χωριό δηλαδή που βρίσκεται μετά την παράκαμψη για τη παραλία Σεϋχέλλες, που μεταξύ μας κακώς δε ξαναπήγαμε. Εντυπωσιακή μεν η βραχώδης παραλία αλλά τίποτα το ιδιαίτερο:

Κάναμε τη βουτιά μας όπως – όπως αλλά τουλάχιστον αποζημιωθήκαμε με το τρομερό τσίπουρο και τον ακόμα πιο τρομερό μεζέ που φάγαμε σ’ ένα ξύλινο καφέ πάνω απ’ τη παραλία, που ονομάζεται «στο γιαλό κάνει φουρτούνα» και διαπιστώνω ότι υπάρχει μέχρι και σήμερα:


Όπως μπορείτε να καταλάβετε άλλωστε η κατάσταση δεν ήταν και για πολύ μπάνιο, με τις εικόνες της θάλασσας να ναι αποτρεπτικές. Να ναι καλά το Messakti beach και τα απογευματινά πάρτυ του βέβαια:

Όσον αφορά το βράδυ που ακολούθησε, αποφασίσαμε να μη μπούμε στ’ αυτοκίνητο και να πιούμε τις μπυρίτσες μας στο σπίτι, συνεχίζοντας τοπικά σ’ ένα διπλό μπαρ που λεγόταν Casmir, ακούγοντας ροκιές στην αρχή και ζώντας τραγελαφικές καταστάσεις στη συνέχεια, μπαίνοντας και σ’ ακόμα ένα καμένο μπαρ με λαϊκή μουσική που βρήκαμε στο δρόμο μας, καταλήγοντας πίσω τις πρώτες πρωινές ώρες όπως πιθανόν να περιμένατε:


Ήταν και οι μόνες ώρες για μπάνιο με ήρεμη θάλασσα, αλλά τέτοια ώρα μπάνιο κάνουν μόνο οι ψυχοπαθείς:

Αρκεστήκαμε στις φωτογραφίες γιατί ο στίχος του τραγουδιού το λέει ξεκάθαρα: Σαν ξημερώνει στο Αιγαίο, είναι όμορφα σου λέω.

Εντάξει, στο Ικάριο, το ίδιο κάνει…
Ημέρα όγδοη:
Το προβλεπόμενο Ικαριώτικο χαλάρωμα έκανε τη δουλειά του, έτσι έχοντας μπει πλέον στο κλίμα του νησιού για τα καλά, δε βιαζόμασταν για τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος. Ξύπνημα και καφεδάκι στο καφενείο του Αρμενιστή και παράλληλα κουβέντα με ντόπιους προκειμένου να μαζέψουμε πληροφορίες για το πανηγύρι της επομένης, με τις τοποθετήσεις τους να κρίνονται απογοητευτικές, εμάς όμως να το παίρνουμε απόφαση:

Ακολούθησε μεσημεριανό μπανάκι (που λέει ο λόγος) στην παραλία του Κάμπου, η οποία φαντάζομαι θα είναι κλάσσεις ομορφότερη όταν δεν επικρατεί αυτό το διαολεμένο κύμα:


Τουλάχιστον δίνει υπέροχες εικόνες προς το εκκλησάκι, κάτι ειν΄κι αυτό:

Πρόκειται γι’ άλλη μια παραλία στην οποία καταλήγει ένας από τους χείμαρρους του νησιού, που προφανώς περνάει και από το ομώνυμο χωριό:

Παράπονο δεν είχαμε, μιας και καταφέραμε να πλατσουρίσουμε με δυσκολία στα ρηχά, ίσα για να δροσιστούμε:

Καλύτερη δροσιά βέβαια προσέφεραν οι παγωμένες μπύρες και τα ποτά του Messakti, μιας και η απογευματινή μας στάση εκεί ήταν πλέον απαραίτητος θεσμός:

Η συνέχεια μας βρήκε από νωρίς έξω, καθισμένους σ’ ένα από τα τραπέζια του καφενέ, πίνοντας τσίπουρα κι απολαμβάνοντας τον πολύ γνωστό καλλιτέχνη Γιάννη Εμμανουηλίδη (Οπισθοδρομική κομπανία κτλ) που έπαιζε με τον γιό του, στα προεόρτια της επόμενης ημέρας:

Όμως η βραδιά βέβαια ήταν γι’ ακόμα μια φορά μεγάλη και απρόβλεπτη, με σκηνές απείρου κάλους να διαδραματίζονται στα μπαρ του Αρμενιστή. Το μόνο που μας ένοιαζε βέβαια ήταν αυτό, κι όχι τι ώρα θα γυρίσουμε και πως θα ξυπνήσουμε…

Το ξαναγράφω για απανωτή φορά μιας και πρέπει να επαναληφθεί. Σαν ξημερώνει στο Αιγαίο, είναι όμορφα σου λέω.

Ημέρα ένατη:
Το ημερολόγιο έγραφε 15 Αυγούστου, με την προσδοκώμενη μέρα του ταξιδιού να ‘χει φτάσει. Ικαρία σημαίνει πανηγύρια και δεκαπενταύγουστος σημαίνει το μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού, το πιο πολυπληθές, το χιλίοτραγουδισμένο, το εμπορικό πλην όμως ξακουστό, αυτό της Λαγκάδας. Αγνοήσαμε επιδεικτικά τις συμβουλές των ντόπιων που μαζεύαμε τις τελευταίες ημέρες του τύπου «τι να πάτε να κάνετε, δεν αξίζει» ή «τσάμπα ταλαιπωρία θα φάτε» και νωρίς το μεσημεράκι ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς τα βουνά:

Μια πρώτη και σύντομη στάση για ξεμούδιασμα έγινε στο Πέζι, όπου το εκεί φράγμα έχει δημιουργήσει μια τεχνητή λίμνη:

Η συνέχεια εξάλλου ήταν πιο δύσκολη, με οδήγηση αποκλειστικά σε χωματόδρομο, έως ότου δε πάει άλλο κι αυτός:

Η κοιλάδα της Λαγκάδας από ψηλά με το χώρο του πανηγυριού προμήνυε κάτι πολύ καλό:

Όλα τα ωραία όμως έχουν το τίμημα τους, έτσι και το συγκεκριμένο πανηγύρι προϋποθέτει και περπάτημα στο τελευταίο σημείο προκειμένου να προσεγγίσεις την περιοχή, από χωματόδρομο αλλά και από μονοπάτι:

Πλησιάζοντας μόνο αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την πολυκοσμία που επικρατούσε ήδη στο σημείο, κάτι που ήταν λογικό μιας και το πανηγύρι ξεκινούσε από νωρίς:


Συντονιστήκαμε αρκετά γρήγορα βρίσκοντας ένα σκιερό μέρος. Προφανώς και δεν υπήρχαν τραπέζια διαθέσιμα ούτε γι’ αστείο, κάτι που οι διοργανωτές έλυναν μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Στο πλάι της μικρής εκκλησίας κοίμησης της θεοτόκου, υπήρχαν στοιβαγμένες τάβλες, πέτρες και τελάρα, με τα οποία έφτιαχνες το δικό σου αυτοσχέδιο τραπέζι το οποίο φυσικά θα μοιραζόσουν όπως επιτάσσουν οι άτυποι κανόνες των πανηγυριών:


Κατεβήκαμε να πάρουμε σειρά στα κρασιά και τα φαγητά, έχοντας και μερικές μπύρες μαζί μας για το ζέσταμα. Πλησιάζοντας την ορχήστρα –που εναλλάσσονταν συχνά σε μουσικούς, είδος και ύφος, μάθαμε επίσης ότι δεν υπάρχει και ρεύμα στην περιοχή, κάτι που δεν ήθελε πολύ να το καταλάβεις:


- Και μέχρι τι ώρα θα παίζουν οι ορχήστρες; Ρωτήσαμε
- Μέχρι την ώρα που θα τελειώσει το πετρέλαιο στη γεννήτρια, λογικά αύριο τα ξημερώματα, μας απάντησαν!
Εδώ μπορείτε να δείτε και το σύστημα με τις τάβλες (μέχρι και παλιές πόρτες χρησιμοποιούσαν) την ίδια ώρα που τα Ικαριώτικα βιολιά έδιναν τα γκάζια τους:


Πέρα στου χωριού τη βρύση
τον καριώτικο έχουν στήσει
και χορεύουν κοπελούδια
σαν τα δροσερά λουλούδια
Δως του, δως του, δως του πέρα
δως του φουστανιού σου αέρα
δως του, δως του ν’ άνεμισει
κι ο χορός να νοστιμίσει
Τον καριώτικο χορό
πως τον αγαπώ εγώ
να χορεύω με χαρά
δίπλα σ’ όμορφη κυρά
Δως του, δως του παληκάρι
σύρε τον χορό με χάρη
να καεί το πελεκούδι
με καριώτικο τραγούδι
Φυσικά όσο περνούσε η ώρα και πηγαίναμε προς το απόγευμα ο κόσμος αντί να αραιώνει πύκνωνε όλο και περισσότερο. Μαζί του πύκνωναν και οι διάφορες μυρωδιές από καιγόμενα χόρτα τριγύρω μας, όπως και οι παγωμένες μπύρες μας:


Το Ικαριώτικο πανηγύρι δεν είναι απλά ακόμα ένα Ελληνικό παραδοσιακό γλέντι, αλλά σε συνδυασμό με την ενέργεια του μέρους, τις ιδιότητες του κρασιού και της μουσικής οδηγεί σε κατάνυξη, κάτι που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και τα Διονυσιακά γλέντια. Το μόνο που οφείλεις να κάνεις είναι να αφεθείς ολοκληρωτικά και να μπεις στο χορό… Αυτή είναι η μυσταγωγία της Ικαρίας.
Όσες λέξεις και να πω, όσο και να γράψω, ότι φωτογραφίες και ν’ ανεβάσω, καταλαβαίνετε νομίζω πολύ καλά γιατί δε μπορεί να αποτυπωθεί αυτή η αίσθηση παρά μόνο όταν τη ζήσεις, κι οφείλεις να τη ζήσεις κάποια φορά στη ζωή σου:

Φύγαμε από τη Λαγκάδα λίγο μετά τις 9 το βράδυ, όχι γιατί δε θέλαμε να καθίσουμε περισσότερο, αλλά γιατί είχαμε (ακόμα) ένα δύσκολο γυρισμό σε κακό και χωρίς φώτα δρόμο. Χαλάλι όμως.

Μερικά ποτάκια στον Αρμενιστή το βράδυ και στο γνωστό καφέ/μπαρ «Ρέμπελο» ήταν το καλύτερο κλείσιμο της ημέρας, αλλά και της εκδρομής:

Επιστροφή & επίλογος:
Πρωί της επομένης μαζέψαμε, ήπιαμε ένα γρήγορο καφέ κι αποχωρήσαμε, με τον καιρό να μας παίζει περίεργο παιχνίδι βλέποντας πρώτη φορά ήρεμη τη θάλασσα της Μεσακτής, φυσικά την ώρα που φεύγαμε:

Είχαμε να διανύσουμε τον κακό δρόμο της επιστροφής, κάτι που όπως ήταν λογικό μας έκανε να κινητοποιηθούμε νωρίς:

Δύο ώρες μετά πίναμε καφέ στην πλατεία του Αγίου Κήρυκου απέναντι από το μήνυμα που καλωσορίζει τους επισκέπτες στο νησί του Ικάρου, λίγο πριν πάρουμε την άγουσα για το αεροδρόμιο και τις πτήσεις της επιστροφής.

Φύγαμε από την Ικαρία αρκετά γεμάτοι εικόνες και διαφορετικά βιώματα απ’ όλα όσα είχαμε ως τότε δει και νιώσει, με συναισθήματα καλά έως ανάμεικτα λόγω της ιδιαιτερότητας του νησιού. Είναι μια εκδρομή που μας πήρε καιρό να αφομοιώσουμε, να συγκρίνουμε και εν’ τέλει να κατανοήσουμε, μια εκδρομή που κάθε φορά έκτοτε λέμε να επαναλάβουμε.
Αυτή είναι η Ικαρία!
Last edited: