psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Νίσυρος
Επίσκεψη : Αύγουστος 2018
Διάρκεια: 4 μέρες
Το κοινό χαρακτηριστικό στις πληροφορίες που είχαμε συλλέξει για τη Νίσυρο πριν την επισκεφτούμε, είναι ότι ακούγαμε και διαβάζαμε μόνο καλά λόγια. Νησί σπάνιας ομορφιάς – ενεργό ηφαίστειο στην ουσία, καλό κλίμα, ωραίος κόσμος, πολύ ελεύθερο κάμπινγκ, το νησί με τα λουτρά, το νησί του Νίκου Παπάζογλου και άλλα πολλά συνοδευτικά. Θα τα επιβεβαιώναμε όμως;
Άφιξη - μέρα πρώτη:
Ήταν ο βασικός μας προορισμός για το καλοκαίρι του 2018, και περιμέναμε ανυπόμονα να δούμε τι πρόκειται να συναντήσουμε. Ούτε το καφέ που αγοράσαμε από τη Τήλο δε προλάβαμε καλά – καλά να πιούμε και το Dodecanesos 45 λεπτά μετά έδενε στο «Μανδράκι», μεγαλύτερο οικισμό, λιμάνι αλλά και πρωτεύουσα φυσικά του νησιού.
Το ξενοδοχείο μας ήταν απέναντι σχεδόν από το λιμάνι, οπότε δεν έμενε παρά να αφήσουμε τα πράγματα πρόχειρα, να αλλάξουμε και να ξαμοληθούμε στους δρόμους να δούμε το νησί. Το καλωσόρισμα με τη πολύ όμορφη τοιχογραφία που συναντήσαμε ήταν κάτι το ξεχωριστό:
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε δει φωτογραφίες από το Μανδράκι νωρίτερα, οπότε και δε ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Η χώρα λοιπόν της Νισύρου είναι από αυτές που σου κλέβουν τη καρδιά από το πρώτο κιόλας λεπτό:
Πολύχρωμα σπιτάκια, ολόλευκα στενά, εξαιρετικά προσεγμένα σημεία, τα οποία ξεδιπλώνονταν σιγά – σιγά μπροστά στα μάτια μας:
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της χώρας, το μοναστήρι της Παναγίας Σπηλιανής, σκαρφαλωμένο κυριολεκτικά στο βράχο από πάνω της:
Πραγματικά οι λέξεις δε μπορούν να αποτυπώσουν επακριβώς την ομορφιά του χωριού αυτού:
Δε χορταίναμε να βολτάρουμε και να φωτογραφίζουμε:
Ένα ακόμα ιδίωμα της αρχιτεκτονικής του νησιού είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα που συναντά κάποιος διάσπαρτα στο Μανδράκι αλλά και τους υπόλοιπους οικισμούς:
Η ζέστη που μας ακολουθούσε από τη Τήλο δεν έλεγε να κοπάσει. Μάλιστα το φαινόμενο ήταν ακόμη πιο έντονο στη Νίσυρο. Φτάσαμε στη «Πλατεία της Ηλικιωμένης» όπου ζητούσαμε απεγνωσμένα να πιούμε μια μπύρα:
Πιάσαμε τραπέζι στο καφενείο «Βάρδα Στεναχώρια», ιδιοκτησίας των κουμπάρων του Νίκου Παπάζογλου. Ήταν η πρώτη γνωριμία μας με το χώρο, και κατ’ επέκταση με το νησί. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη μας έπιασε τη κουβέντα, και μας ανέφερε ότι εκεί ήταν το στέκι του μεγάλου τραγουδιστή και δημιουργού το χρόνο που περνούσε στη Νίσυρο:
Ξαφνικά από παντού άρχισαν να καταφτάνουν τουρίστες διαφόρων εθνικοτήτων και να κατακλύζουν τη πλατεία, δημιουργώντας μεγάλη φασαρία. Αναγκαίο κακό, μας είπε η κυρία στο καφενείο, καθώς έρχονται ημερήσια εκδρομή από κοντινά νησιά, κυριότερα τη Κω, για να δουν το ηφαίστειο, τα αξιοθέατα και να φάνε. Αν δεν υπήρχαν αυτοί δε θα ζούσαν οι επιχειρήσεις του νησιού, μας τόνισε
Στη παρέα μπήκε και ένας Έλληνας ξεναγός, τον οποίο κεράσαμε μια μπύρα και άρχισε να μας εξιστορεί σχετικά με το νησί και τις ιδιαιτερότητες του.
Με τη κουβέντα διαπιστώσαμε δυστυχώς αυτό που υποψιαζόμασταν από τη πρώτη στιγμή, ότι χωρίς αυτοκίνητο (ή μηχανάκι) στο νησί είσαι καταδικασμένος και δε μπορείς να δεις και πολλά πράγματα. Μας ενημέρωσε για το τι πρέπει να επισκεφτούμε οπωσδήποτε από αξιοθέατα, καθώς και για τα καλά κρυμμένα στέκια του νησιού που πρέπει να ανακαλύψουμε - μιας και πίνουμε μπύρες – χωρίς να μας πει κάτι περισσότερο. Μας αρέσουν κάτι τέτοια…
Ήπιαμε άλλη μία και αφού άρχισε να αραιώνει η κίνηση από τουρίστες, πήραμε κι εμείς το δρόμο για τη κοντινότερη παραλία, τα «Χοχλάκια» :
Επιχειρήσαμε να κάνουμε μπάνιο χωρίς αυτό να καταστεί δυνατό, καθώς από τη μία ο άνεμος, από την άλλη τα ισχυρά ρεύματα που επικρατούν στη συγκεκριμένη παραλία καθώς και τα βράχια, κατέστησαν το μπάνιο απαγορευτικό. Μη σας ξεγελάει η εικόνα:
Δεν απογοητευτήκαμε καθόλου, καθώς το είδαμε σαν μια ευκαιρία να εξερευνήσουμε περαιτέρω το χωριό. Στο Μανδράκι συναντάει κανείς ένα κράμα Δωδεκανήσιας και Κυκλαδίτικης χώρας, αρχιτεκτονικής που δε συναντάει και πολύ συχνά σε άλλο νησί. Όλο αυτό κάνει το αποτέλεσμα ιδιαίτερα όμορφο:
Όσο και να το περπατάς, δε το χορταίνεις, τα μάτια σου γεμίζουν όμορφες εικόνες:
Επιστρέψαμε πίσω προς το δωμάτιο με σκοπό να αναζητήσουμε άλλη παραλία για βουτιά, αλλά πρώτα απ’ όλα να φροντίσουμε να βρούμε ένα αμάξι για ενοικίαση προκειμένου να γυρίσουμε το νησί την επόμενη μέρα. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ, καθώς με τη πρώτη επίσκεψη στο γραφείο ενοικιάσεως στο λιμάνι βρήκαμε και το κλείσαμε, καθώς η κοπέλα που είχε το κατάστημα δε έκανε και μεγάλο κόπο για να με πείσει…
Έτσι, έχοντας λύσει πλέον το πρόβλημα της αυριανής μέρας, πήραμε το δρόμο για τα «Λουτρά» που βρίσκονται 1.500 μέτρα βόρεια από το Μανδράκι, και στα οποία εκτός φυσικά από τις ιαματικές πηγές υπάρχει και δημοτικός ξενώνας, κάτι που γνωρίζαμε:
Αυτό που δε γνωρίζαμε όμως, ήταν το πόσο ωραίο εναλλακτικό και ιδιαίτερο φαγοποτείο ήταν αυτό που συστεγάζονταν στο ξενώνα. Αμέσως καθίσαμε σε ένα τραπέζι με ωραία θέα, παραγγείλαμε 2 παγωμένες και μελετήσαμε το μενού. Ο ξεναγός που είχαμε συναντήσει πριν, κατέφτασε λίγη ώρα μετά με μια παρέα και μας επιβεβαίωσε, λέγοντας μας χαρακτηριστικά ‘’το βρήκατε κιόλας το ένα’’.
Πετάχτηκα να κάνω μια βουτιά στο μικρό όρμο από κάτω για να δροσιστώ, σε μια υποτυπώδη παραλία που δυσκολεύτηκα να βουτήξω με ευχαρίστηση:
Γενικότερα έχετε υπόψιν σας το κανόνα ότι «όποιος αποφασίσει να έρθει στη Νίσυρο για να βρει παραλίες μάλλον κάτι έχει κάνει λάθος» κάτι που διαπιστώσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας μας στο νησί. Τι περιμένει κανείς άλλωστε να βρει σε ένα νησί – ηφαίστειο;
Οι μεζέδες και το κυρίως που ήταν παραδοσιακή ρεβυθάδα φούρνου έφτασαν όσο στέγνωνα, μαζί με ακόμα μια παγωμένη. Η στιγμή ήταν υπέροχη:
Φάγαμε με την ησυχία μας και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για ανασύνταξη δυνάμεων. Το βράδυ δε ξέραμε τι να περιμένουμε, και όντως δε βρήκαμε και τίποτα της προκοπής που να μας τραβήξει τη προσοχή. Καταλήξαμε στο Ελληνάδικο του νησιού, το οποίο ήταν το μόνο που είχε απομείνει ανοικτό από μια ώρα κι ύστερα, πίνοντας μπύρες σε περιβάλλον 16χρονων. Τι να πει κανείς…
Μέρα δεύτερη:
Η επόμενη μέρα ήταν και αυτή κατά την οποία θα βλέπαμε όλο σχεδόν το νησί. Παραλάβαμε πρωί το αυτοκίνητο μας, μετά τη συμφωνία που είχαμε κάνει τη προηγούμενη και αναχωρήσαμε για τα «Νικιά», το πανέμορφο χωριό αυτό της Νισύρου, με τη ξακουστή πλατεία και τη καταπληκτική θέα στο κρατήρα. Για το λόγο αυτό κάναμε και μερικές στάσεις στο δρόμο για φωτογραφίες.
Το χωριό απέχει περίπου 13 χιλιόμετρα από το λιμάνι, μακριά όπως είπε η ‘’φίλη’’ που μου νοίκιασε το αμάξι και σχεδόν έβαλα τα γέλια :
Ξεκινήσαμε την επίσκεψη από το «Ηφαιστειολογικό Μουσείο Νισύρου» , το οποίο είχαμε μάθει ότι είναι μοναδικό στο είδος του και δε θέλαμε να το χάσουμε με τίποτα. Αξίζανε και με το παραπάνω τα 4€ που δωσαμε για είσοδο, το ενδιαφέρον ήταν πολύ μεγάλο για τα εκθέματα, τη γεωλογική ιστορία του νησιού, το ενεργό ηφαίστειο και το ηφαιστειακό τόξο, καθώς και για όσα είδαμε στο βίντεο κατά το τέλος της ξενάγησης:
Είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο στο parking κατά την είσοδο του οικισμού. Στα Νικιά δε κυκλοφορούν αυτοκίνητα, καθώς πρόκειται για χωριό το οποίο έχει πολλά μικρά στενάκια, που του δίνουν και την ιδιαίτερη ομορφιά του. Περπατήσαμε όσο γινόταν για να το δούμε:
Πραγματικά πολύ όμορφο χωριό:
Σε πολλά σημεία υπήρχε άνοιγμα για πανοραμική θέα προς το κρατήρα όπως προανέφερα:
Καταλήξαμε στη πολύ γνωστή πλατεία η οποία είναι μια από τις πιο διάσημες και πολυφωτογραφημένες πλατείες του Αιγαίου και σίγουρα των Δωδεκανήσων:
Η ζέστη ήταν αφόρητη καθώς είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, και μια παγωμένη μπύρα ήταν ότι έπρεπε!
Βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες κι εμείς με τη σειρά μας κι αναχωρήσαμε για τη συνέχεια της εκδρομής:
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Η συγκλονιστική εμπειρία που λέγεται επίσκεψη σε κρατήρα ηφαιστείου θα γινόταν πλέον γεγονός. Ακόμα κι αν ο κρατήρας αυτός έχει το όνομα «Στέφανος» που όποτε το σκέφτομαι γελάω. Μα είναι όνομα αυτό για κρατήρα;
Εν αντιθέσει με όσα είχα διαβάσει εδώ κι επειδή είμαστε γνωστοί ισχυρογνώμονες και ανάποδοι άνθρωποι , το πρόγραμμα μας βγήκε ώστε να κάνουμε τη βόλτα μας στο ηφαίστειο στις 14:00 το μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει πάνω απ’ το κεφάλι μας, επιλογή που τελικά δεν αποδείχτηκε και τόσο λανθασμένη, καθώς ήμασταν σχετικά μόνοι μας κάτι που μας άρεσε πολύ. Προσεγγίσαμε το χώρο και παρκάραμε στο πάρκινγκ εξωτερικά. Πληρώσαμε το εισιτήριο των 3€ και ξεκινήσαμε προς τα μέσα:
Η έντονη μυρωδιά από το θειάφι ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα και έκανε το εγχείρημα δύσκολο, εξαφανίστηκε όμως προσεγγίζοντας το κρατήρα. Κατεβήκαμε το μονοπατάκι με προσοχή και φτάσαμε εντός ακολουθώντας τις οδηγίες:
Η αίσθηση ήταν μοναδική, το τοπίο σχεδόν σεληνιακό με ατμούς να πετάγονται από συγκεκριμένα σημεία, αποδεικνύοντας ότι το ηφαίστειο είναι πρακτικά ένας ζωντανός οργανισμός:
Φυσικά τίποτα δε ξεφεύγει από την ηλιθιότητα του ανθρώπου, καθώς πέρα από τα σκουπίδια που βλέπαμε διάσπαρτα σε συγκεκριμένες τρύπες του κρατήρα (προφανώς για να διαπιστώσουν αν ο καυτός ατμός καίει το πλαστικό), είδαμε κάποιους λιγοστούς επισκέπτες με παντόφλες, είδαμε να βάζουν τα χέρια και τα πόδια εκεί που οι πινακίδες το απαγόρευαν, και γενικά συμπεριφορές που μου αρέσει να καυτηριάζω. Όπως και να ‘χει δεν ήταν αρκετό να μας χαλάσει την υπέροχη αυτή εμπειρία:
Βγήκαμε από το κρατήρα και αγού κάναμε διάλειμμα να δροσιστούμε
ακολουθήσαμε το άλλο μονοπάτι προς τους άλλους δύο λιγότερο γνωστούς κρατήρες οι οποίοι δεν είναι επισκέψιμοι από κοντά, καθώς η επίσκεψη επιτρέπεται μόνο σε γεωλόγους:
Τελειώσαμε και την περιήγηση, και επιστρέψαμε προς το αμάξι. Η επίσκεψη μας αυτή θα μας μείνει καθώς ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα σε περίοδο διακοπών, αλλά και για το λόγω του ότι είδαμε εικόνες που υπάρχουν μόνο εκεί. Από μόνη της η δραστηριότητα αυτή στο κρατήρα του Στεφάνου, αποτελεί το κύριο λόγο πολλών επισκεπτών στο νησί.
Λίγα λεπτά μετά φτάναμε στους «Πάλους», ένα παραθαλάσιο οικισμό με αρκετές ψαροταβέρνες -και κόσμο μόνο στη μία- σχετικά αδιάφορο:
Ο στόχος μας άλλωστε ήταν να πάμε για μπάνιο στη διασημότερη παραλία του νησιού, τη «Παχιά άμμο» έτσι πήραμε τον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε κοντά σ’ αυτή. Στ’ αριστερά μας είδαμε αρκετές παραλίες άξιες για ένα μπανάκι, ωστόσο εμείς θέλαμε να φτάσουμε στη καλύτερη.
Λίγο πριν φτάσουμε στο σημείο όπου ξεκινάει το μονοπάτι για τη παχιά άμμο και έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο, κάτι μου τράβηξε τη προσοχή.
Λίγα οχήματα, αρκετός κόσμος, σκιά και μια ταμπέλα να γράφει «Όαση». Βγάζω αμέσως φλας δεξιά, κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και πλησιάζουμε. Δε με γελούσαν τα μάτια μου, ούτε όμως τα αυτιά μου, καθώς από τα ηχεία άκουγα Θανάση. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνουμε μέσα και παραγγέλνουμε 2 παγωμένες. Γύρω μας κόσμος πολύς, κυριότερα από τους ελεύθερους κατασκηνωτές που κατακλύζαν το νησί, πίνοντας, συζητώντας, τραγουδώντας και τρώγοντας νοστιμιές. Ήταν γεγονός, είχαμε βρει το δεύτερο και καλύτερο στέκι του νησιού, το οποίο ενδείκνυται για ‘’βαρύ’’ κάθισμα. Η μουσική του είναι καλή, η παρέα καλύτερη, οι μπύρες πολύ παγωμένες, και ο χρόνος μέχρι τις 7 το απόγευμα που κλείνει σιγά – σιγά αρκετός:
Ξέρω τον εαυτό μου σε κάτι τέτοια. Κανονικά αδιαφορεί για τα περαιτέρω και ‘’στρώνεται’’ σα να μην υπάρχει αύριο. Αυτές είναι οι στιγμές που χαρακτηρίζουν μια καλοκαιρινή εκδρομή. Αυτές είναι οι στιγμές που σε δένουν με ένα τόπο, που γνωρίζεις κόσμο, που περνάς καλά… Με μεγάλη δυσκολία όμως απαρνήθηκα τη φύση μου, καθώς κατά κύριο λόγο είχα να οδηγήσω, και κατά δεύτερο έπρεπε να δούμε το νησί, και τα αξιοθέατα που απέμεναν. Με βαριά καρδιά ζήτησα λογαριασμό. Η θεά τύχη ήταν όμως με το μέρος μας, καθώς το παλικάρι κατάλαβε ‘’άλλες δύο’’, τις οποίες και φυσικά δε ζήτησα να τις πάρει πίσω. Χαζοί είμασταν;
Πληρώσαμε, μαζευτήκαμε, φορέσαμε τα καπέλα μας και γεμάτοι παράπονο που δε κάτσαμε μπήκαμε στο μονοπάτι για τη παχιά άμμο. Δε πειράζει, ας έχουμε χρωστούμενα στο νησί για να ξανάρθουμε…. Αν και δεν ήταν τόσο δύσβατο, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή:
Με μεγάλη λύπη πληροφορηθήκαμε την επόμενη μέρα ότι μια κοπέλα έχασε τη ζωή της εκεί, γλιστρώντας πάνω σε μια στιγμή απερισκεψίας, γεγονός που επηρέασε όλο το νησί. Κρίμα, πραγματικά κρίμα.
Δέκα λεπτά αργότερα είχαμε μπροστά μας όντως τη καλύτερη και πιο όμορφη παραλία του νησιού:
Μεγάλη και πλατιά, με παχιά ηφαιστειακή σκούρα άμμο, και βαθυπράσινα νερά. Το μπάνιο μετά από τέτοια μέρα (ειδικά μετά τον κρατήρα) ήταν αυτό που χρειαζόμασταν, και το απολαύσαμε όσο θα έπρεπε:
Όμως αυτό που ήταν εξίσου απαραίτητο μετά από τέτοια μέρα ήταν ένα καλό φαγητό. Είχαμε τη πληροφορία για 2 πολύ καλές ταβέρνες στο δεύτερο οικισμό του νησιού, τον «Εμπορειό», οπότε θα συνδυάζαμε το φαγητό με το να δούμε το χωριό. Πήραμε το βασικό δρόμο και φτάσαμε 10 χιλιόμετρα μετά, μένοντας όμως με την όρεξη… Οι ταβέρνες εκεί ανοίγουν μετά τις 7 το βράδυ όπως πληροφορηθήκαμε και αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες του νησιού. Δε πτοηθήκαμε και αρκεστήκαμε στο να γυρίσουμε το χωριό:
Όμορφο, γραφικό χωριό, αρκετά πιο παραμελημένο όμως σε σχέση με τα «Νικιά» :
Φτάσαμε μέχρι τα ψηλά, την εκκλησία του Εμπορειού, όπου κι εκεί υπάρχει το χαρακτηριστικό ψηφιδωτό δάπεδο:
Έτσι, αφού ξαναπεράσαμε από τη πλατεία, μπήκαμε στο αμάξι και κατηφορίσαμε προς το Μανδράκι, με τελευταίο σταθμό το «Παλαιόκαστρο».
Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα σωζόμενα οχυρωματικά έργα της αρχαιότητας στο Αιγαίο και βρίσκεται χτισμένο στο λόφο πάνω από το Μανδράκι, φυσικά με ηφαιστειακή πέτρα. Παρκάραμε το αυτοκίνητο και χωρίς μεγάλη δυσκολία ανεβήκαμε στα τείχη και περπατήσαμε πάνω. Ο αρχαιολογικός αυτός χώρος δεν είναι φυλασσόμενος:
Είδαμε τα τείχη από άκρη σ’ άκρη. Το μέρος ήταν πολύ όμορφο ειδικά την ώρα που πέφτει ο ήλιος, και η θέα στο Μανδράκι εντυπωσιακή:
Αργότερα μάθαμε ότι το τείχος αυτό περιέβαλλε την αρχαία πόλη της Νισύρου, η οποία δεν έχει ανασκαφεί (άγνωστο γιατί) και ότι το 2006 ολοκληρώθηκε η αναστήλωση του:
Ήπιαμε μια μπύρα βλέποντας τη θέα και κατεβήκαμε στο Μανδράκι πολύ πεινασμένοι και βολευτήκαμε σε μια ψησταριά στη πλατεία ηλικιωμένης...
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση αφού αφήσαμε το αμάξι, το οποίο όπως καταλαβαίνετε έκανε πλήρη απόσβεση στα λεφτά του, καθώς μας επέτρεψε να γυρίσουμε όλο το νησί, κάτι που μας άφηνε ικανοποιημένους από την επιλογή μας.
Ευτυχώς που το μπουκαλάκι με τη καστανή Αβάνα που κουβαλούσαμε στοργικά από το ταξίδι μας στη Κούβα μας έκανε παρέα στο – απαράδεκτο – κατά τα άλλα βράδυ του νησιού. Μουσική και ρούμι στο μπαλκόνι μας, και μετά πέρασμα από το υποτονικό «Εναλλάξ» και κατάληξη στα «Λιοτρίδια» στο μπαράκι χωρίς μπαρ, να πίνουμε βαρελίσια μπύρα χωρίς βαρέλι, και να ακούμε χριστουγεννιάτικα…. Πάλι καλά που ο φίλος Μ μέσα από το μπαρ μας κατάλαβε και μας έφτιαξε ανάλογα! Πολύ ωραίο και ιδιαίτερο το μαγαζί που έχει στηθεί κατά τα άλλα.
Μέρα τρίτη:
Είχαμε καταλάβει πλέον ότι δε πρόκειται να βρούμε κάτι καλό για τη νύχτα, γεγονός όμως που ουδόλως μας απασχόλησε τελικά. Έτσι, το άλλο πρωί και μετακινούμενοι με τα πόδια πλέον κατεβήκαμε στο Μανδράκι αρχικά για καφέ:
Όσες φορές και να περάσεις τα στενάκια του χωριού αυτού πραγματικά δε φτάνουν:
Κάναμε τη βόλτα μας και βρήκαμε την είσοδο για τα σκαλάκια που θα μας οδηγούσαν στο μοναστήρι της «Παναγίας Σπηλιανής» στο βράχο που σκεπάζει ουσιαστικά όλη τη χώρα:
Φτάσαμε στην είσοδο μετά από λίγο, κι ενώ οι μπροστά από εμάς πλήρωσαν εισιτήριο με το αντίτιμο στα 2€, από μας δε ζητήθηκε κάτι μόλις κατάλαβαν ότι είμαστε Έλληνες. Δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια να τους τα δώσω.
Η θέα προς το Μανδράκι και από εκεί ήταν εκπληκτική, και μας χάρισε πολλές όμορφες λήψεις:
Μπήκαμε στην ιδιαίτερης ομορφιάς εκκλησία για να τη δούμε:
Το όλο σκηνικό θυμίζει κάτι από Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό:
Μετά τις πολύ ωραίες εικόνες που αποκομίσαμε, κατεβήκαμε τα 130 περίπου σκαλοπάτια και βρεθήκαμε ξανά στα στενά δρομάκια του Μανδρακίου:
Είχαμε αποφασίσει να είναι η μέρα της απόλυτης χαλάρωσης, έτσι αφού τσιμπήσαμε κάτι στα πεταχτά, πήραμε το δρόμο για το επίσης πολύ διάσημο στοιχείο του νησιού, τα «Λουτρά». Φτάσαμε μετά από λίγα λεπτά στο παλιάς κατασκευής κτήριο:
Είδαμε τους εσωτερικούς χώρους του κτηρίου και τα λουτρά, και πήγαμε στην υποδοχή να πληρώσουμε το αντίτιμο των 5 ευρώ που αντιστοιχούσε σε 20 λεπτά λουτροθεραπείας. Λάβαμε τις οδηγίες από τη νοσηλεύτρια, προκειμένου να μην υπερβούμε την επιτρεπόμενη θερμοκρασία, για το λόγο αυτό μας έδωσε και ένα θερμόμετρο προκειμένου να ελέγχουμε:
Έχω βρεθεί σε ελάχιστα λουτρά ανά την Ελλάδα, και μπορώ να πω ότι η εμπειρία εκεί με το ηφαιστειακό νερό και τις ιαματικές του ιδιότητες ήταν πολύ καλή. Το παράκανα όμως στην αναλογία ζεστού κρύου με αποτέλεσμα να ξεπεράσω την ενδεδειγμένη θερμοκρασία και να χαλαρώσω υπερβολικά. Στην αρχή το 20λεπτο φαίνεται λίγο, όμως είναι τελικά αρκετό προκειμένου να βρεθεί κάποιος στο νερό. Με το που άκουσα το σήμα της νοσηλεύτριας ότι πρέπει να βγούμε, κατάλαβα πόσο πολύ είχα ’’βαρύνει’’ και με πόση δυσκολία βγήκα τελικά. Ήπια μονομιάς κοντά ένα λίτρο νερό να αναπληρώσω και κάθισα περίπου 20 λεπτά στη καρέκλα στο προαύλιο χώρο. Προσοχή λοιπόν σε όποιον έχει σκοπό να πάει για λουτρά, δεν είναι για πολλά παιχνίδια με τη θερμοκρασία!
Τουλάχιστον λίγη ώρα μετά αρχίσαμε να αισθανόμαστε πολύ καλύτερα και να έρχεται η πολυπόθητη ευεξία, που ακολουθεί τη χρήση του ιαματικού νερού. Συντέλεσε σ’ αυτό το γεγονός της ξεκούρασης στο ξενοδοχείο βέβαια.
Ήπιαμε μερικά ποτάκια στο μπαλκόνι, και όταν νύχτωσε ξαναπήραμε το δρόμο για τα λουτρά, προκειμένου να φάμε κάτι στο μεζεδοπωλείο, το οποίο είχε εξίσου ωραίο κλίμα και κόσμο και το βράδυ, αν και κλείνει σχετικά νωρίς. Επιστρέψαμε στα Λιοτρίβια όπου και περάσαμε το υπόλοιπο της νύχτας ακούγοντας ιστορίες από τους θαμώνες που βρίσκονται εκεί και το χειμώνα. Εντύπωση μας έκανε μάλιστα το γεγονός που μας περιέγραψαν, ότι πολλές φορές με κακοκαιρία η θάλασσα φτάνει …μέσα στο μαγαζί.
Μέρα τέταρτη - Αναχώρηση:
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα είχε έρθει η τελευταία μέρα μας στο νησί. Είχαμε κλείσει από τη προηγούμενη εισιτήριο μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου, καθώς δεν υπήρχε πλοίο της γραμμής και θα μας εξυπηρετούσε κάποιο εκδρομικό που αναχωρούσε το μεσημέρι, με προορισμό αρχικά τα Καρδάμαινα και τελικώς τη πόλη της Κω, απ’ όπου το βράδυ θα παίρναμε το πλοίο για Λέρο.
Κατεβήκαμε για καφεδάκι και κάποια τελευταία ψώνια στο Μανδράκι:
Κάναμε μια βόλτα για μερικές ακόμα φωτογραφίες:
Φτάνοντας πάλι στα Χοχλάκια όπου βέβαια δε βουτήξαμε:
Είχαμε σταμπάρει όμως και ένα πολύ ωραίο καφέ – ουζερί κάτω ακριβώς από τη Παναγία Σπηλιανή, και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από το νησί και να μη το επισκεφτούμε. Ωραίο κλίμα και μεζέδες με τοπικά υλικά:
Η παραλία εντός του οικισμού δεν έλεγε τίποτα απολύτως:
Φύγαμε γύρω στις δύο προκειμένου να πάρουμε τα πράγματα μας, και αφού ήπιαμε μια τελευταία μπύρα στο λιμάνι με θέα το Γυαλί απέναντι, μπήκαμε στο τοπικό καραβάκι.
Οι τελευταίες εικόνες από το νησί ήταν εξίσου όμορφες:
Περάσαμε και δίπλα από τη νησίδα «Γυαλί» στο οποίο δε καταφέραμε να πάμε καθώς είχε δρομολόγιο μια φορά την εβδομάδα απ’ ότι κατάλαβα. Πρόκειται για νησίδα στην οποία γίνεται εξόρυξη και διαθέτει μία φανταστική παραλία:
Φύγαμε από τη Νίσυρο γεμάτοι απ’ όσα είδαμε και κάναμε εκεί. Αν έπρεπε να αναφέρω κάποια αρνητικά στοιχεία πέρα από τη ζέστη, και την απουσία της νυχτερινής ζωής, είναι η αρκετή βαβούρα από τα μηχανάκια των ντόπιων μέσα στα στενάκια, τα οποία αν και απαγορεύονται κυκλοφορούν ανενόχλητα και ανελέητα.
Αφήσαμε τη Νίσυρο με εκκρεμότητες. Θα επανέλθουμε.
Επίσκεψη : Αύγουστος 2018
Διάρκεια: 4 μέρες
Το κοινό χαρακτηριστικό στις πληροφορίες που είχαμε συλλέξει για τη Νίσυρο πριν την επισκεφτούμε, είναι ότι ακούγαμε και διαβάζαμε μόνο καλά λόγια. Νησί σπάνιας ομορφιάς – ενεργό ηφαίστειο στην ουσία, καλό κλίμα, ωραίος κόσμος, πολύ ελεύθερο κάμπινγκ, το νησί με τα λουτρά, το νησί του Νίκου Παπάζογλου και άλλα πολλά συνοδευτικά. Θα τα επιβεβαιώναμε όμως;
Άφιξη - μέρα πρώτη:
Ήταν ο βασικός μας προορισμός για το καλοκαίρι του 2018, και περιμέναμε ανυπόμονα να δούμε τι πρόκειται να συναντήσουμε. Ούτε το καφέ που αγοράσαμε από τη Τήλο δε προλάβαμε καλά – καλά να πιούμε και το Dodecanesos 45 λεπτά μετά έδενε στο «Μανδράκι», μεγαλύτερο οικισμό, λιμάνι αλλά και πρωτεύουσα φυσικά του νησιού.
Το ξενοδοχείο μας ήταν απέναντι σχεδόν από το λιμάνι, οπότε δεν έμενε παρά να αφήσουμε τα πράγματα πρόχειρα, να αλλάξουμε και να ξαμοληθούμε στους δρόμους να δούμε το νησί. Το καλωσόρισμα με τη πολύ όμορφη τοιχογραφία που συναντήσαμε ήταν κάτι το ξεχωριστό:

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε δει φωτογραφίες από το Μανδράκι νωρίτερα, οπότε και δε ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Η χώρα λοιπόν της Νισύρου είναι από αυτές που σου κλέβουν τη καρδιά από το πρώτο κιόλας λεπτό:



Πολύχρωμα σπιτάκια, ολόλευκα στενά, εξαιρετικά προσεγμένα σημεία, τα οποία ξεδιπλώνονταν σιγά – σιγά μπροστά στα μάτια μας:


Χαρακτηριστικό γνώρισμα της χώρας, το μοναστήρι της Παναγίας Σπηλιανής, σκαρφαλωμένο κυριολεκτικά στο βράχο από πάνω της:

Πραγματικά οι λέξεις δε μπορούν να αποτυπώσουν επακριβώς την ομορφιά του χωριού αυτού:




Δε χορταίναμε να βολτάρουμε και να φωτογραφίζουμε:




Ένα ακόμα ιδίωμα της αρχιτεκτονικής του νησιού είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα που συναντά κάποιος διάσπαρτα στο Μανδράκι αλλά και τους υπόλοιπους οικισμούς:


Η ζέστη που μας ακολουθούσε από τη Τήλο δεν έλεγε να κοπάσει. Μάλιστα το φαινόμενο ήταν ακόμη πιο έντονο στη Νίσυρο. Φτάσαμε στη «Πλατεία της Ηλικιωμένης» όπου ζητούσαμε απεγνωσμένα να πιούμε μια μπύρα:


Πιάσαμε τραπέζι στο καφενείο «Βάρδα Στεναχώρια», ιδιοκτησίας των κουμπάρων του Νίκου Παπάζογλου. Ήταν η πρώτη γνωριμία μας με το χώρο, και κατ’ επέκταση με το νησί. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη μας έπιασε τη κουβέντα, και μας ανέφερε ότι εκεί ήταν το στέκι του μεγάλου τραγουδιστή και δημιουργού το χρόνο που περνούσε στη Νίσυρο:

Ξαφνικά από παντού άρχισαν να καταφτάνουν τουρίστες διαφόρων εθνικοτήτων και να κατακλύζουν τη πλατεία, δημιουργώντας μεγάλη φασαρία. Αναγκαίο κακό, μας είπε η κυρία στο καφενείο, καθώς έρχονται ημερήσια εκδρομή από κοντινά νησιά, κυριότερα τη Κω, για να δουν το ηφαίστειο, τα αξιοθέατα και να φάνε. Αν δεν υπήρχαν αυτοί δε θα ζούσαν οι επιχειρήσεις του νησιού, μας τόνισε
Στη παρέα μπήκε και ένας Έλληνας ξεναγός, τον οποίο κεράσαμε μια μπύρα και άρχισε να μας εξιστορεί σχετικά με το νησί και τις ιδιαιτερότητες του.
Με τη κουβέντα διαπιστώσαμε δυστυχώς αυτό που υποψιαζόμασταν από τη πρώτη στιγμή, ότι χωρίς αυτοκίνητο (ή μηχανάκι) στο νησί είσαι καταδικασμένος και δε μπορείς να δεις και πολλά πράγματα. Μας ενημέρωσε για το τι πρέπει να επισκεφτούμε οπωσδήποτε από αξιοθέατα, καθώς και για τα καλά κρυμμένα στέκια του νησιού που πρέπει να ανακαλύψουμε - μιας και πίνουμε μπύρες – χωρίς να μας πει κάτι περισσότερο. Μας αρέσουν κάτι τέτοια…
Ήπιαμε άλλη μία και αφού άρχισε να αραιώνει η κίνηση από τουρίστες, πήραμε κι εμείς το δρόμο για τη κοντινότερη παραλία, τα «Χοχλάκια» :

Επιχειρήσαμε να κάνουμε μπάνιο χωρίς αυτό να καταστεί δυνατό, καθώς από τη μία ο άνεμος, από την άλλη τα ισχυρά ρεύματα που επικρατούν στη συγκεκριμένη παραλία καθώς και τα βράχια, κατέστησαν το μπάνιο απαγορευτικό. Μη σας ξεγελάει η εικόνα:

Δεν απογοητευτήκαμε καθόλου, καθώς το είδαμε σαν μια ευκαιρία να εξερευνήσουμε περαιτέρω το χωριό. Στο Μανδράκι συναντάει κανείς ένα κράμα Δωδεκανήσιας και Κυκλαδίτικης χώρας, αρχιτεκτονικής που δε συναντάει και πολύ συχνά σε άλλο νησί. Όλο αυτό κάνει το αποτέλεσμα ιδιαίτερα όμορφο:

Όσο και να το περπατάς, δε το χορταίνεις, τα μάτια σου γεμίζουν όμορφες εικόνες:

Επιστρέψαμε πίσω προς το δωμάτιο με σκοπό να αναζητήσουμε άλλη παραλία για βουτιά, αλλά πρώτα απ’ όλα να φροντίσουμε να βρούμε ένα αμάξι για ενοικίαση προκειμένου να γυρίσουμε το νησί την επόμενη μέρα. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ, καθώς με τη πρώτη επίσκεψη στο γραφείο ενοικιάσεως στο λιμάνι βρήκαμε και το κλείσαμε, καθώς η κοπέλα που είχε το κατάστημα δε έκανε και μεγάλο κόπο για να με πείσει…
Έτσι, έχοντας λύσει πλέον το πρόβλημα της αυριανής μέρας, πήραμε το δρόμο για τα «Λουτρά» που βρίσκονται 1.500 μέτρα βόρεια από το Μανδράκι, και στα οποία εκτός φυσικά από τις ιαματικές πηγές υπάρχει και δημοτικός ξενώνας, κάτι που γνωρίζαμε:


Αυτό που δε γνωρίζαμε όμως, ήταν το πόσο ωραίο εναλλακτικό και ιδιαίτερο φαγοποτείο ήταν αυτό που συστεγάζονταν στο ξενώνα. Αμέσως καθίσαμε σε ένα τραπέζι με ωραία θέα, παραγγείλαμε 2 παγωμένες και μελετήσαμε το μενού. Ο ξεναγός που είχαμε συναντήσει πριν, κατέφτασε λίγη ώρα μετά με μια παρέα και μας επιβεβαίωσε, λέγοντας μας χαρακτηριστικά ‘’το βρήκατε κιόλας το ένα’’.
Πετάχτηκα να κάνω μια βουτιά στο μικρό όρμο από κάτω για να δροσιστώ, σε μια υποτυπώδη παραλία που δυσκολεύτηκα να βουτήξω με ευχαρίστηση:

Γενικότερα έχετε υπόψιν σας το κανόνα ότι «όποιος αποφασίσει να έρθει στη Νίσυρο για να βρει παραλίες μάλλον κάτι έχει κάνει λάθος» κάτι που διαπιστώσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας μας στο νησί. Τι περιμένει κανείς άλλωστε να βρει σε ένα νησί – ηφαίστειο;
Οι μεζέδες και το κυρίως που ήταν παραδοσιακή ρεβυθάδα φούρνου έφτασαν όσο στέγνωνα, μαζί με ακόμα μια παγωμένη. Η στιγμή ήταν υπέροχη:

Φάγαμε με την ησυχία μας και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για ανασύνταξη δυνάμεων. Το βράδυ δε ξέραμε τι να περιμένουμε, και όντως δε βρήκαμε και τίποτα της προκοπής που να μας τραβήξει τη προσοχή. Καταλήξαμε στο Ελληνάδικο του νησιού, το οποίο ήταν το μόνο που είχε απομείνει ανοικτό από μια ώρα κι ύστερα, πίνοντας μπύρες σε περιβάλλον 16χρονων. Τι να πει κανείς…
Μέρα δεύτερη:
Η επόμενη μέρα ήταν και αυτή κατά την οποία θα βλέπαμε όλο σχεδόν το νησί. Παραλάβαμε πρωί το αυτοκίνητο μας, μετά τη συμφωνία που είχαμε κάνει τη προηγούμενη και αναχωρήσαμε για τα «Νικιά», το πανέμορφο χωριό αυτό της Νισύρου, με τη ξακουστή πλατεία και τη καταπληκτική θέα στο κρατήρα. Για το λόγο αυτό κάναμε και μερικές στάσεις στο δρόμο για φωτογραφίες.

Το χωριό απέχει περίπου 13 χιλιόμετρα από το λιμάνι, μακριά όπως είπε η ‘’φίλη’’ που μου νοίκιασε το αμάξι και σχεδόν έβαλα τα γέλια :

Ξεκινήσαμε την επίσκεψη από το «Ηφαιστειολογικό Μουσείο Νισύρου» , το οποίο είχαμε μάθει ότι είναι μοναδικό στο είδος του και δε θέλαμε να το χάσουμε με τίποτα. Αξίζανε και με το παραπάνω τα 4€ που δωσαμε για είσοδο, το ενδιαφέρον ήταν πολύ μεγάλο για τα εκθέματα, τη γεωλογική ιστορία του νησιού, το ενεργό ηφαίστειο και το ηφαιστειακό τόξο, καθώς και για όσα είδαμε στο βίντεο κατά το τέλος της ξενάγησης:



Είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο στο parking κατά την είσοδο του οικισμού. Στα Νικιά δε κυκλοφορούν αυτοκίνητα, καθώς πρόκειται για χωριό το οποίο έχει πολλά μικρά στενάκια, που του δίνουν και την ιδιαίτερη ομορφιά του. Περπατήσαμε όσο γινόταν για να το δούμε:



Πραγματικά πολύ όμορφο χωριό:



Σε πολλά σημεία υπήρχε άνοιγμα για πανοραμική θέα προς το κρατήρα όπως προανέφερα:

Καταλήξαμε στη πολύ γνωστή πλατεία η οποία είναι μια από τις πιο διάσημες και πολυφωτογραφημένες πλατείες του Αιγαίου και σίγουρα των Δωδεκανήσων:


Η ζέστη ήταν αφόρητη καθώς είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, και μια παγωμένη μπύρα ήταν ότι έπρεπε!

Βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες κι εμείς με τη σειρά μας κι αναχωρήσαμε για τη συνέχεια της εκδρομής:


Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Η συγκλονιστική εμπειρία που λέγεται επίσκεψη σε κρατήρα ηφαιστείου θα γινόταν πλέον γεγονός. Ακόμα κι αν ο κρατήρας αυτός έχει το όνομα «Στέφανος» που όποτε το σκέφτομαι γελάω. Μα είναι όνομα αυτό για κρατήρα;
Εν αντιθέσει με όσα είχα διαβάσει εδώ κι επειδή είμαστε γνωστοί ισχυρογνώμονες και ανάποδοι άνθρωποι , το πρόγραμμα μας βγήκε ώστε να κάνουμε τη βόλτα μας στο ηφαίστειο στις 14:00 το μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει πάνω απ’ το κεφάλι μας, επιλογή που τελικά δεν αποδείχτηκε και τόσο λανθασμένη, καθώς ήμασταν σχετικά μόνοι μας κάτι που μας άρεσε πολύ. Προσεγγίσαμε το χώρο και παρκάραμε στο πάρκινγκ εξωτερικά. Πληρώσαμε το εισιτήριο των 3€ και ξεκινήσαμε προς τα μέσα:

Η έντονη μυρωδιά από το θειάφι ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα και έκανε το εγχείρημα δύσκολο, εξαφανίστηκε όμως προσεγγίζοντας το κρατήρα. Κατεβήκαμε το μονοπατάκι με προσοχή και φτάσαμε εντός ακολουθώντας τις οδηγίες:


Η αίσθηση ήταν μοναδική, το τοπίο σχεδόν σεληνιακό με ατμούς να πετάγονται από συγκεκριμένα σημεία, αποδεικνύοντας ότι το ηφαίστειο είναι πρακτικά ένας ζωντανός οργανισμός:



Φυσικά τίποτα δε ξεφεύγει από την ηλιθιότητα του ανθρώπου, καθώς πέρα από τα σκουπίδια που βλέπαμε διάσπαρτα σε συγκεκριμένες τρύπες του κρατήρα (προφανώς για να διαπιστώσουν αν ο καυτός ατμός καίει το πλαστικό), είδαμε κάποιους λιγοστούς επισκέπτες με παντόφλες, είδαμε να βάζουν τα χέρια και τα πόδια εκεί που οι πινακίδες το απαγόρευαν, και γενικά συμπεριφορές που μου αρέσει να καυτηριάζω. Όπως και να ‘χει δεν ήταν αρκετό να μας χαλάσει την υπέροχη αυτή εμπειρία:

Βγήκαμε από το κρατήρα και αγού κάναμε διάλειμμα να δροσιστούμε

ακολουθήσαμε το άλλο μονοπάτι προς τους άλλους δύο λιγότερο γνωστούς κρατήρες οι οποίοι δεν είναι επισκέψιμοι από κοντά, καθώς η επίσκεψη επιτρέπεται μόνο σε γεωλόγους:


Τελειώσαμε και την περιήγηση, και επιστρέψαμε προς το αμάξι. Η επίσκεψη μας αυτή θα μας μείνει καθώς ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα σε περίοδο διακοπών, αλλά και για το λόγω του ότι είδαμε εικόνες που υπάρχουν μόνο εκεί. Από μόνη της η δραστηριότητα αυτή στο κρατήρα του Στεφάνου, αποτελεί το κύριο λόγο πολλών επισκεπτών στο νησί.
Λίγα λεπτά μετά φτάναμε στους «Πάλους», ένα παραθαλάσιο οικισμό με αρκετές ψαροταβέρνες -και κόσμο μόνο στη μία- σχετικά αδιάφορο:

Ο στόχος μας άλλωστε ήταν να πάμε για μπάνιο στη διασημότερη παραλία του νησιού, τη «Παχιά άμμο» έτσι πήραμε τον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε κοντά σ’ αυτή. Στ’ αριστερά μας είδαμε αρκετές παραλίες άξιες για ένα μπανάκι, ωστόσο εμείς θέλαμε να φτάσουμε στη καλύτερη.


Λίγο πριν φτάσουμε στο σημείο όπου ξεκινάει το μονοπάτι για τη παχιά άμμο και έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο, κάτι μου τράβηξε τη προσοχή.

Λίγα οχήματα, αρκετός κόσμος, σκιά και μια ταμπέλα να γράφει «Όαση». Βγάζω αμέσως φλας δεξιά, κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και πλησιάζουμε. Δε με γελούσαν τα μάτια μου, ούτε όμως τα αυτιά μου, καθώς από τα ηχεία άκουγα Θανάση. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνουμε μέσα και παραγγέλνουμε 2 παγωμένες. Γύρω μας κόσμος πολύς, κυριότερα από τους ελεύθερους κατασκηνωτές που κατακλύζαν το νησί, πίνοντας, συζητώντας, τραγουδώντας και τρώγοντας νοστιμιές. Ήταν γεγονός, είχαμε βρει το δεύτερο και καλύτερο στέκι του νησιού, το οποίο ενδείκνυται για ‘’βαρύ’’ κάθισμα. Η μουσική του είναι καλή, η παρέα καλύτερη, οι μπύρες πολύ παγωμένες, και ο χρόνος μέχρι τις 7 το απόγευμα που κλείνει σιγά – σιγά αρκετός:

Ξέρω τον εαυτό μου σε κάτι τέτοια. Κανονικά αδιαφορεί για τα περαιτέρω και ‘’στρώνεται’’ σα να μην υπάρχει αύριο. Αυτές είναι οι στιγμές που χαρακτηρίζουν μια καλοκαιρινή εκδρομή. Αυτές είναι οι στιγμές που σε δένουν με ένα τόπο, που γνωρίζεις κόσμο, που περνάς καλά… Με μεγάλη δυσκολία όμως απαρνήθηκα τη φύση μου, καθώς κατά κύριο λόγο είχα να οδηγήσω, και κατά δεύτερο έπρεπε να δούμε το νησί, και τα αξιοθέατα που απέμεναν. Με βαριά καρδιά ζήτησα λογαριασμό. Η θεά τύχη ήταν όμως με το μέρος μας, καθώς το παλικάρι κατάλαβε ‘’άλλες δύο’’, τις οποίες και φυσικά δε ζήτησα να τις πάρει πίσω. Χαζοί είμασταν;
Πληρώσαμε, μαζευτήκαμε, φορέσαμε τα καπέλα μας και γεμάτοι παράπονο που δε κάτσαμε μπήκαμε στο μονοπάτι για τη παχιά άμμο. Δε πειράζει, ας έχουμε χρωστούμενα στο νησί για να ξανάρθουμε…. Αν και δεν ήταν τόσο δύσβατο, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή:


Με μεγάλη λύπη πληροφορηθήκαμε την επόμενη μέρα ότι μια κοπέλα έχασε τη ζωή της εκεί, γλιστρώντας πάνω σε μια στιγμή απερισκεψίας, γεγονός που επηρέασε όλο το νησί. Κρίμα, πραγματικά κρίμα.
Δέκα λεπτά αργότερα είχαμε μπροστά μας όντως τη καλύτερη και πιο όμορφη παραλία του νησιού:

Μεγάλη και πλατιά, με παχιά ηφαιστειακή σκούρα άμμο, και βαθυπράσινα νερά. Το μπάνιο μετά από τέτοια μέρα (ειδικά μετά τον κρατήρα) ήταν αυτό που χρειαζόμασταν, και το απολαύσαμε όσο θα έπρεπε:


Όμως αυτό που ήταν εξίσου απαραίτητο μετά από τέτοια μέρα ήταν ένα καλό φαγητό. Είχαμε τη πληροφορία για 2 πολύ καλές ταβέρνες στο δεύτερο οικισμό του νησιού, τον «Εμπορειό», οπότε θα συνδυάζαμε το φαγητό με το να δούμε το χωριό. Πήραμε το βασικό δρόμο και φτάσαμε 10 χιλιόμετρα μετά, μένοντας όμως με την όρεξη… Οι ταβέρνες εκεί ανοίγουν μετά τις 7 το βράδυ όπως πληροφορηθήκαμε και αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες του νησιού. Δε πτοηθήκαμε και αρκεστήκαμε στο να γυρίσουμε το χωριό:



Όμορφο, γραφικό χωριό, αρκετά πιο παραμελημένο όμως σε σχέση με τα «Νικιά» :



Φτάσαμε μέχρι τα ψηλά, την εκκλησία του Εμπορειού, όπου κι εκεί υπάρχει το χαρακτηριστικό ψηφιδωτό δάπεδο:

Έτσι, αφού ξαναπεράσαμε από τη πλατεία, μπήκαμε στο αμάξι και κατηφορίσαμε προς το Μανδράκι, με τελευταίο σταθμό το «Παλαιόκαστρο».

Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα σωζόμενα οχυρωματικά έργα της αρχαιότητας στο Αιγαίο και βρίσκεται χτισμένο στο λόφο πάνω από το Μανδράκι, φυσικά με ηφαιστειακή πέτρα. Παρκάραμε το αυτοκίνητο και χωρίς μεγάλη δυσκολία ανεβήκαμε στα τείχη και περπατήσαμε πάνω. Ο αρχαιολογικός αυτός χώρος δεν είναι φυλασσόμενος:


Είδαμε τα τείχη από άκρη σ’ άκρη. Το μέρος ήταν πολύ όμορφο ειδικά την ώρα που πέφτει ο ήλιος, και η θέα στο Μανδράκι εντυπωσιακή:



Αργότερα μάθαμε ότι το τείχος αυτό περιέβαλλε την αρχαία πόλη της Νισύρου, η οποία δεν έχει ανασκαφεί (άγνωστο γιατί) και ότι το 2006 ολοκληρώθηκε η αναστήλωση του:

Ήπιαμε μια μπύρα βλέποντας τη θέα και κατεβήκαμε στο Μανδράκι πολύ πεινασμένοι και βολευτήκαμε σε μια ψησταριά στη πλατεία ηλικιωμένης...

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση αφού αφήσαμε το αμάξι, το οποίο όπως καταλαβαίνετε έκανε πλήρη απόσβεση στα λεφτά του, καθώς μας επέτρεψε να γυρίσουμε όλο το νησί, κάτι που μας άφηνε ικανοποιημένους από την επιλογή μας.
Ευτυχώς που το μπουκαλάκι με τη καστανή Αβάνα που κουβαλούσαμε στοργικά από το ταξίδι μας στη Κούβα μας έκανε παρέα στο – απαράδεκτο – κατά τα άλλα βράδυ του νησιού. Μουσική και ρούμι στο μπαλκόνι μας, και μετά πέρασμα από το υποτονικό «Εναλλάξ» και κατάληξη στα «Λιοτρίδια» στο μπαράκι χωρίς μπαρ, να πίνουμε βαρελίσια μπύρα χωρίς βαρέλι, και να ακούμε χριστουγεννιάτικα…. Πάλι καλά που ο φίλος Μ μέσα από το μπαρ μας κατάλαβε και μας έφτιαξε ανάλογα! Πολύ ωραίο και ιδιαίτερο το μαγαζί που έχει στηθεί κατά τα άλλα.
Μέρα τρίτη:
Είχαμε καταλάβει πλέον ότι δε πρόκειται να βρούμε κάτι καλό για τη νύχτα, γεγονός όμως που ουδόλως μας απασχόλησε τελικά. Έτσι, το άλλο πρωί και μετακινούμενοι με τα πόδια πλέον κατεβήκαμε στο Μανδράκι αρχικά για καφέ:



Όσες φορές και να περάσεις τα στενάκια του χωριού αυτού πραγματικά δε φτάνουν:



Κάναμε τη βόλτα μας και βρήκαμε την είσοδο για τα σκαλάκια που θα μας οδηγούσαν στο μοναστήρι της «Παναγίας Σπηλιανής» στο βράχο που σκεπάζει ουσιαστικά όλη τη χώρα:

Φτάσαμε στην είσοδο μετά από λίγο, κι ενώ οι μπροστά από εμάς πλήρωσαν εισιτήριο με το αντίτιμο στα 2€, από μας δε ζητήθηκε κάτι μόλις κατάλαβαν ότι είμαστε Έλληνες. Δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια να τους τα δώσω.
Η θέα προς το Μανδράκι και από εκεί ήταν εκπληκτική, και μας χάρισε πολλές όμορφες λήψεις:

Μπήκαμε στην ιδιαίτερης ομορφιάς εκκλησία για να τη δούμε:

Το όλο σκηνικό θυμίζει κάτι από Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό:

Μετά τις πολύ ωραίες εικόνες που αποκομίσαμε, κατεβήκαμε τα 130 περίπου σκαλοπάτια και βρεθήκαμε ξανά στα στενά δρομάκια του Μανδρακίου:


Είχαμε αποφασίσει να είναι η μέρα της απόλυτης χαλάρωσης, έτσι αφού τσιμπήσαμε κάτι στα πεταχτά, πήραμε το δρόμο για το επίσης πολύ διάσημο στοιχείο του νησιού, τα «Λουτρά». Φτάσαμε μετά από λίγα λεπτά στο παλιάς κατασκευής κτήριο:

Είδαμε τους εσωτερικούς χώρους του κτηρίου και τα λουτρά, και πήγαμε στην υποδοχή να πληρώσουμε το αντίτιμο των 5 ευρώ που αντιστοιχούσε σε 20 λεπτά λουτροθεραπείας. Λάβαμε τις οδηγίες από τη νοσηλεύτρια, προκειμένου να μην υπερβούμε την επιτρεπόμενη θερμοκρασία, για το λόγο αυτό μας έδωσε και ένα θερμόμετρο προκειμένου να ελέγχουμε:

Έχω βρεθεί σε ελάχιστα λουτρά ανά την Ελλάδα, και μπορώ να πω ότι η εμπειρία εκεί με το ηφαιστειακό νερό και τις ιαματικές του ιδιότητες ήταν πολύ καλή. Το παράκανα όμως στην αναλογία ζεστού κρύου με αποτέλεσμα να ξεπεράσω την ενδεδειγμένη θερμοκρασία και να χαλαρώσω υπερβολικά. Στην αρχή το 20λεπτο φαίνεται λίγο, όμως είναι τελικά αρκετό προκειμένου να βρεθεί κάποιος στο νερό. Με το που άκουσα το σήμα της νοσηλεύτριας ότι πρέπει να βγούμε, κατάλαβα πόσο πολύ είχα ’’βαρύνει’’ και με πόση δυσκολία βγήκα τελικά. Ήπια μονομιάς κοντά ένα λίτρο νερό να αναπληρώσω και κάθισα περίπου 20 λεπτά στη καρέκλα στο προαύλιο χώρο. Προσοχή λοιπόν σε όποιον έχει σκοπό να πάει για λουτρά, δεν είναι για πολλά παιχνίδια με τη θερμοκρασία!

Τουλάχιστον λίγη ώρα μετά αρχίσαμε να αισθανόμαστε πολύ καλύτερα και να έρχεται η πολυπόθητη ευεξία, που ακολουθεί τη χρήση του ιαματικού νερού. Συντέλεσε σ’ αυτό το γεγονός της ξεκούρασης στο ξενοδοχείο βέβαια.

Ήπιαμε μερικά ποτάκια στο μπαλκόνι, και όταν νύχτωσε ξαναπήραμε το δρόμο για τα λουτρά, προκειμένου να φάμε κάτι στο μεζεδοπωλείο, το οποίο είχε εξίσου ωραίο κλίμα και κόσμο και το βράδυ, αν και κλείνει σχετικά νωρίς. Επιστρέψαμε στα Λιοτρίβια όπου και περάσαμε το υπόλοιπο της νύχτας ακούγοντας ιστορίες από τους θαμώνες που βρίσκονται εκεί και το χειμώνα. Εντύπωση μας έκανε μάλιστα το γεγονός που μας περιέγραψαν, ότι πολλές φορές με κακοκαιρία η θάλασσα φτάνει …μέσα στο μαγαζί.
Μέρα τέταρτη - Αναχώρηση:
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα είχε έρθει η τελευταία μέρα μας στο νησί. Είχαμε κλείσει από τη προηγούμενη εισιτήριο μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου, καθώς δεν υπήρχε πλοίο της γραμμής και θα μας εξυπηρετούσε κάποιο εκδρομικό που αναχωρούσε το μεσημέρι, με προορισμό αρχικά τα Καρδάμαινα και τελικώς τη πόλη της Κω, απ’ όπου το βράδυ θα παίρναμε το πλοίο για Λέρο.
Κατεβήκαμε για καφεδάκι και κάποια τελευταία ψώνια στο Μανδράκι:


Κάναμε μια βόλτα για μερικές ακόμα φωτογραφίες:

Φτάνοντας πάλι στα Χοχλάκια όπου βέβαια δε βουτήξαμε:


Είχαμε σταμπάρει όμως και ένα πολύ ωραίο καφέ – ουζερί κάτω ακριβώς από τη Παναγία Σπηλιανή, και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από το νησί και να μη το επισκεφτούμε. Ωραίο κλίμα και μεζέδες με τοπικά υλικά:

Η παραλία εντός του οικισμού δεν έλεγε τίποτα απολύτως:

Φύγαμε γύρω στις δύο προκειμένου να πάρουμε τα πράγματα μας, και αφού ήπιαμε μια τελευταία μπύρα στο λιμάνι με θέα το Γυαλί απέναντι, μπήκαμε στο τοπικό καραβάκι.

Οι τελευταίες εικόνες από το νησί ήταν εξίσου όμορφες:

Περάσαμε και δίπλα από τη νησίδα «Γυαλί» στο οποίο δε καταφέραμε να πάμε καθώς είχε δρομολόγιο μια φορά την εβδομάδα απ’ ότι κατάλαβα. Πρόκειται για νησίδα στην οποία γίνεται εξόρυξη και διαθέτει μία φανταστική παραλία:

Φύγαμε από τη Νίσυρο γεμάτοι απ’ όσα είδαμε και κάναμε εκεί. Αν έπρεπε να αναφέρω κάποια αρνητικά στοιχεία πέρα από τη ζέστη, και την απουσία της νυχτερινής ζωής, είναι η αρκετή βαβούρα από τα μηχανάκια των ντόπιων μέσα στα στενάκια, τα οποία αν και απαγορεύονται κυκλοφορούν ανενόχλητα και ανελέητα.

Αφήσαμε τη Νίσυρο με εκκρεμότητες. Θα επανέλθουμε.
Last edited: