psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
2021: (Φολέγανδρος πράξη δεύτερη)
Διάρκεια: 2 ημέρες
1/1/2020 όταν και πρωτοξεκίνησε αυτή η ιστορία εγραφα:
Άφιξη - Μέρα πρώτη
Το τριήμερο του Αγίου πνεύματος ήταν η αφορμή, μιας και μετά από πολύ καιρό θα βρισκόμασταν σε ταξίδι, μετά από το δύσκολο χειμώνα που πέρασε. Όλα μονομιάς ξεχάστηκαν σαν από θαύμα μόλις πατήσαμε τις Κυκλάδες. Το πέρασμα μιας μέρας από τη Ίο, την οποία επίσης είχαμε να δούμε από το 2012, μόνο σε καλό μας βγήκε, καθώς και τις βόλτες μας τις κάναμε:

Και τις μπύρες μας τις ήπιαμε:

Ξημέρωμα της επομένης επιβιβαστήκαμε στο Διονύσιος Σολωμός με κατεύθυνση τη Φολέγανδρο, αφήνοντας πίσω μας πρώτα το λιμάνι της Ίου:
Αλλά και της Σικίνου, στο οποίο με δυσκολία κρατηθήκαμε να μη κατέβουμε:
45 λεπτά μετά στεκόμασταν στη μπουκαπόρτα, ανυπομονώντας:
Μέχρι και ο οικισμός του λιμανιού μου φάνηκε διαφορετικός υπό το φως της ημέρας, κάνοντας με να τον συμπαθήσω εν αντιθέσει με τη πρώτη φορά. Το λεωφορείο που θα μας ανέβαζε στη χώρα ήθελε ακόμα ένα μισάωρο να έρθει κι εμείς δε χάσαμε την ευκαιρία να «πατήσουμε» στο νησί. Δικαιωματικά, παρόλο που ήταν σχετικά νωρίς, είχαμε σηκωθεί χαράματα. Εξάλλου έχουμε πει ότι «αν δεν ανοίξει η πρώτη μπύρα, δεν έχεις φτάσει στο προορισμό». Ή έχουμε αρχές ή δεν έχουμε.
Το λεωφορείο δεν έκανε τέρμα στη Πούντα αυτή τη φορά όπως θυμόμουν αλλά λίγο πιο έξω. Πήραμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε τη διαδρομή, βλέποντας στα δεξιά μας τη πασίγνωστη εκκλησία της Παναγίας:
Τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν ήταν πολύ έντονα όσο πλησίαζα τη χώρα, ειδικά από τη στιγμή που είδα τη θέα από τη «Πούντα» την οποία δε παρέλειψα να φωτογραφίσω:
Προχωρήσαμε με ταχύ βήμα προς την είσοδο της χώρας, με τις εικόνες να μου φέρνουν απανωτές αναμνήσεις:
Ειδικότερα όταν βρεθήκαμε έξω από το θρυλικό μπαρ που φιλοξενούσε τις βραδιές μας:
Σταμάτησα αρκετές φορές, αρχικά για να δω και έπειτα να φωτογραφίσω τη πλατεία και τη θέα στις αναβαθμίδες στον έντονο Κυκλαδίτικο ήλιο του Ιουνίου:
Έπρεπε όμως να παραλάβουμε το δωμάτιο, οπότε φτάσαμε σ’ αυτό γρήγορα για να κάνουμε τις συνεννοήσεις με τη πολύ φιλόξενη σπιτονοικοκυρά μας. Τελειώσαμε με τα διαδικαστικά, ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για ένα καφέ στη πλατεία και το πολύ όμορφο καφενείο της:
Ήπιαμε το καφέ μας, κλείσαμε και τα εισιτήρια της επιστροφής με το συνταξιδιώτη μου να προσθέτει άλλη μια μέρα δίχως να το σκεφτεί και πολύ και αναχωρήσαμε προς τα λεωφορεία.
Για καλή μας τύχη συναντήσαμε ανοικτή την Αστάρτη και βρήκαμε το Λευτέρη να κάνει δουλειές οπότε σταθήκαμε αμέσως να τον χαιρετήσουμε. Είχα κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια επαφές μέσω Fb βέβαια, αλλά χάρηκα πολύ που τον είδα επιτέλους από κοντά, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως του είπα, δίνοντας ραντεβού για το βράδυ.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα υπέροχα στενάκια της χώρας, παίρνοντας και δύο παγωμένες όπως συνηθίζουμε για το δρόμο:
Φτάσαμε στο πιο γνωστό Κυκλαδίτικο σημείο όπως πολλές φορές σας έχω περιγράψει:
Η εικόνα μιλάει από μόνη της, δε χρειάζεται να αναφέρω πολλά:
Ο ήλιος του μεσημεριού όμως άρχισε να καίει, δίνοντας μας το έναυσμα να κατευθυνθούμε προς τα λεωφορεία και προς αναζήτηση παραλίας:
Όλα όμως γίνονται για κάποιο λόγο σ’ αυτή τη ζωή. Λίγο πριν φτάσουμε στο σταθμό βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πολύ όμορφο καφενείο. «Πάμε να πιούμε ένα τίμιο;» μου αποκρίθηκε ο Νίκος. «Και δε πάμε», του απάντησα αφού το σκέφτηκα 1,5 δευτερόλεπτο.
Μπήκα μέσα να πλύνω τα χέρια μου και βγαίνοντας παρατήρησα κάτι στη γωνία. Δεν έχασα ευκαιρία και ρώτησα αμέσως τον ιδιοκτήτη
Η απαραίτητη ξεκούραση ευτυχώς δε κράτησε πολύ, κάνοντας μας να σηκωθούμε για βόλτα πριν πέσει ο ήλιος. Τα στενά της Χώρας άρχισαν να γεμίζουν από κόσμο, τόσο – όσο, όπως πάντα άλλωστε:
Με γρήγορο βήμα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τη Παναγιά, έχοντας την ευκαιρία να ασχοληθώ περισσότερο με τις φωτογραφίες που τόσο λατρεύω:
Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς βέβαια, όταν το νησί σου δίνει τόσες ευκαιρίες:
Η ανάβαση δε κράτησε πολύ, φτάνοντας ακριβώς την ώρα που έκλεινε η πόρτα της εκκλησίας για τους επισκέπτες. Δε μας πείραξε, την είχαμε δει εξάλλου, ο Νίκος άλλες δύο φορές από τότε.
Συμφωνήσαμε να μείνουμε μέχρι να πέσει η νύχτα, ανοίγοντας τις μπυρίτσες που κουβαλούσαμε μαζί μας:
Τα πρώτα φώτα είχαν αρχίσει ήδη ν’ ανάβουν στον οικισμό, μέχρι που πολλαπλασιάστηκαν χαρίζοντας μας μοναδικές λήψεις:
Κατεβήκαμε προκειμένου να ετοιμαστούμε. Ο περιορισμός του ωραρίου δε μας έδινε πολλά περιθώρια βλέπετε κι έπρεπε να βγούμε νωρίς. Η πλατεία είχε ήδη γεμίσει:
Πέρυσι στην εκπομπή του travelstories είχα πει με δόση υπερβολής ότι η Χώρα της Φολεγάνδρου είναι η πιο όμορφη πλατεία του κόσμου. Εμμένω στην άποψη μου...
Η νύχτα άρχισε και τελείωσε αποκλειστικά στην Αστάρτη. Το χρωστούσαμε στους εαυτούς μας. Τόσοι μήνες εγκλεισμό, τόσοι μήνες χωρίς ταξίδι, τόσα χρόνια μακριά από τη Φολέγανδρο. Όλα έσβησαν μονομιάς θα ‘λεγε κανείς μετά από μερικές κατσίκες:
Όλα έγιναν επίσης πολύ καλύτερα μετά από μερικά κανατάκια ρακόμελο. Ο κόσμος ήταν λιγοστός με αποτέλεσμα να ακούγεται η μουσική από μέσα. Ο Λευτέρης είχε κάνει την ιδανική επιλογή, με τους στίχους του αγαπημένου μου τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη να αντηχούν στη Κυκλαδίτικη βραδιά.
Δε θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο. Ένιωθα την απόλυτη ευτυχία.
Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα
και τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμένα,
Μας τραγουδούσανε πουλιά παραδεισένια,
ήταν ωραία η ζωή, ήταν ωραία...
Μέρα δεύτερη:
Ξυπνήσαμε στο χωροχρόνο της Φολεγάνδρου σχετικά νωρίς βάσει των ρακόμελων που είχαμε καταναλώσει και αμέσως βγήκα προς αναζήτηση καφέ και τροφής, διαπιστώνοντας ότι ο φούρνος της χώρας είχε κλείσει.
Ούτε μια ώρα μετά ξεκινούσαμε για το μπάνιο της ημέρας, περνώντας από τη Πούντα, αλλά και το καφενείο που μας βρήκε το χθεσινό μπλέξιμο:
Φορτωθήκαμε στο λεωφορείο της Αγκάλης, αντικρύζοντας λίγα λεπτά μετά τη γνωστή, δημοφιλέστερη παραλία του νησιού:
Αμέσως πήραμε το δρόμο από τα σκαλάκια δεξιά, μιας και θέλαμε να δούμε και τις άλλες παραλίες που έπονται, βλέποντας τη παραλία με τα καταπληκτικά νερά από ψηλά:
Το πολύ βατό μονοπάτι μας οδήγησε λίγο μετά στη πολύ όμορφη και μικρή παραλία του Γάλυφου, στην οποία και αντισταθήκαμε τη βουτιά μιας και θέλαμε να προχωρήσουμε πιο κάτω:
Εκεί μπορεί να συναντήσει κανείς και το γνωστό κατάλυμα που λειτουργεί χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα!
Ο δρόμος περνούσε σχεδόν αναγκαστικά μέσα από το εστιατόριο Papalagi, δίνοντας μας την ευκαιρία για μια σύντομη στάση να ξεδιψάσουμε:
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά αμέσως μετά βγήκαμε και στη παραλία του Αγίου Νικολάου όπου καταλήγει το μονοπάτι, βλέποντας τον κόσμο που ξεφόρτωνε το μικρό πλοιάριο εκείνη την ώρα, μέσω του οποίου υπάρχει σαφώς ευκολότερη πρόσβαση από την Αγκάλη:
Η παραλία αν και θέλει λίγη προσοχή στο μπες – βγες λόγω μιας μεγάλης πλάκας στα πρώτα μέτρα, έχει υπέροχα κρυστάλλινα νερά
Έχει όμως και μια πολύ ωραία σκιερή ταβέρνα, απ’ αυτές που μας αρέσουν ιδιαίτερα:
Βολευτήκαμε στο πρώτο μικρό τραπέζι που βρήκαμε, παραγγέλνοντας δύο παγωμένες. Ένας Ιταλός ήρθε απευθείας να μου πιάσει τη πάρλα στα Ιταλικά βλέποντας με να φοράω τη φανέλα της Fiorentina, αλλά είδε την απορία στο πρόσωπο μου…
Ο ήλιος του μεσημεριού με οδήγησε αναπόφευκτά σε μερικές βουτιές
Όσο η μπύρες διαδέχονταν η μία την άλλη:
Το ταβερνάκι ήταν άψογο, με ωραία φρεσκότατα ψάρια και πολύ καλό κλίμα από τα παιδιά που το δούλευαν, πιάνοντας μας αμέσως τη κουβέντα. Δεν αργήσαμε να πλαισιώσουμε ένα μεζέ, μιας και χωρούσε άνετα στο τραπέζι της μπυροποσίας:
Όπως λέει και το πολύ αγαπημένο λαϊκό τραγούδι του Σουγιούλ:
Στα θαλασσινά μπαράκια
μπίρες και καλαμαράκια,
κιθάρες, ντέφια και βιολιά
και ξάπλες στην ακρογιαλιά.
Απόψε που υπάρχουνε τα τάλιρα
ρε μάγκες θα οργώσουμε τα Φάληρα.
Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς από τις διακοπές του; Η Φολέγανδρος για μια ακόμα φορά μας έκλεινε μοναδικά στην αγκαλιά της, διώχνοντας τις σκοτούρες και τα άγχη μακριά, πολύ μακριά.
Στο τραπέζι μας προστέθηκε φέρνοντας ακόμα δύο παγωμένες ο Ανδρέας, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, συνομήλικος και πρώην συνάδελφος, με τον οποίο κάναμε μια πολύ ωραία κουβέντα που με γέμισε προβληματισμό. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ και επιστρέψαμε με το πλοιάριο:
Βλέποντας τις ομορφιές του νησιού από θαλάσσης:
Και την εντυπωσιακή παραλία της Αγκάλης:
Δε προλάβαμε καλά - καλά να ανεβούμε στη χώρα και αλλάξαμε αμέσως λεωφορείο, μπαίνοντας στο ιστορικό Mercedes του 1981 (μεγαλύτερο κι από εμάς), το οποίο βαστάει ακόμα καλά και διεξάγει το δρομολόγιο προς την Άνω Μεριά:
Έκατσα στο παράθυρο, βρίσκοντας γι’ ακόμα μια φορά την ευκαιρία μερικών πολύ όμορφων λήψεων προς τη χώρα:
Αλλά και προς τον οικισμό της Άνω Μεριάς:
Ο οδηγός μας άφησε έξω από το «Καφεπαντοπωλείο της Ειρήνης» το οποίο και ήθελα διακαώς να επισκεφτώ. Ευτυχώς τα λιγοστά τραπέζια έξω ήταν άδεια εκείνη την ώρα, οπότε βολευτήκαμε αμέσως:
Ζήτησα να φωτογραφίσω το εσωτερικό του καταστήματος, το οποίο παρέπεμπε σε παλαιότερα χρόνια και έχει παίξει ουκ ολίγες φορές σε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα τη Φολέγανδρο, μιας και είναι από τα στέκια που μένουν ανοικτά όλο το χρόνο:
Προφανώς και δε θα μπορούσαμε να φάμε κάτι άλλο πέρα από το σήμα κατατεθέν της Φολεγάνδρου, τα περίφημα Ματσάτα σερβιρισμένα με μοσχαρίσιο κρέας, σαλάτα χόρτων και ωραίο παγωμένο κρασί:
Η μία ώρα και πλέον που είχαμε στη διάθεση μας μέχρι να ξαναέρθει το λεωφορείο, αποδείχτηκε υπέρ-αρκετή, δίνοντας μας την ευκαιρία να φάμε και να κάνουμε και μια σύντομη βόλτα στην Άνω Μεριά:
Η φωτογραφία της επιστροφής έχω την εντύπωση ότι ήταν καλύτερη:
Είναι αδιαμφισβήτητη εξάλλου η φωτογένεια της υπέροχης Κυκλαδίτικης χώρας, για την οποία δε νομίζω να αμφιβάλλει κανένας:
Το λεωφορείο μας άφησε από την άλλη πλευρά της, στο γνωστό πεζόδρομο που καταλήγει στη πλατεία:
Κάναμε τη βόλτα στο Κάστρο:
Όπως και στα όμορφα φωτογενή σημεία της χώρας:
Βλέποντας την ξανά απ’ το γκρεμό τη καλύτερη ώρα. Την ώρα που δύει ο ήλιος:
Το βράδυ πέρασε εξίσου όμορφα, στο πεζούλι έξω απ’ την Αστάρτη πίνοντας ρακόμελα με εκλεκτή παρέα, αποτελούμενη και από άτομα που γνωρίσαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τραβελστορίτικη παρέα, που χαρήκαμε πολύ που γνωρίσαμε!
Για δεύτερο συνεχόμενο βράδυ πέρασα τα έρημα στενά της χώρας, πηγαίνοντας για ύπνο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Φολέγανδρος. Κυκλάδες…
Ημέρα Τρίτη – Αναχώρηση
Η πρωινή αναχώρηση του πλοίου δε μου έδινε και πολλά περιθώρια. Ξύπνησα για να πιω ένα καφέ και να ετοιμαστώ, αποχαιρετώντας το φιλόξενο αυτό μέρος και το συγκρότημα το που μέναμε:
Βγήκα στη πλατεία για μερικές τελευταίες λήψεις με τον ήλιο να καίει ήδη:
Όλα είχαν τη συνηθισμένη τους καθημερινή μορφή:
Μπήκα στο κάστρο για να πάρω μαζί μου τις τελευταίες Κυκλαδίτικες εικόνες, αυτές που θέλω να κρατήσω για όλο το καλοκαίρι:
Πέρασα από το καφενείο και αποχαιρέτησα το Χρήστο, λίγο πριν μπω στο λεωφορείο για το Καραβοστάσι:
Ψώνισα μερικά παραδοσιακά προϊόντα από το διπλανό μπακάλικο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο τοπικό τυρί Φολεγάνδρου που όλοι πρέπει να αγοράσετε φεύγοντας.
Το πλέον σιχαμένο πλοίο του Αιγαίου έκανε την εμφάνιση του -ευτυχώς και παραδόξως- με μικρή καθυστέρηση:
Λίγο μετά τις 12 άφηνα πίσω τη Φολέγανδρο για δεύτερη φορά στη ζωή μου.
Αυτή τη φορά όμως ξέροντας.
Ξέροντας ότι δε πρέπει να κάνω το ίδιο λάθος.
Γνωρίζοντας ότι επιβάλλεται να την επισκεφτώ και πάλι σύντομα. Πολύ σύντομα.
Τους λόγους νομίζω τους καταλάβατε…
Διάρκεια: 2 ημέρες
1/1/2020 όταν και πρωτοξεκίνησε αυτή η ιστορία εγραφα:
Πλέον είμαι στην ευχάριστη θέση να αναρτήσω το δεύτερο κεφάλαιο απ’ αυτό το νησί. Ένα νησί που αγάπησα από τη πρώτη στιγμή και η «φλόγα» του δε σταμάτησε ποτέ να με καίει και αισθάνομαι τολμώ να πω ευλογημένος που το είδα και δεύτερη φορά.psilos3 said:
Έως τώρα που γράφεται η ιστορία είναι από τα λίγα μέρη που αγάπησα τόσο και δεν έχει βολέψει να ξαναπάω. Για να δούμε τι επιφυλάσσει το μέλλον…
Άφιξη - Μέρα πρώτη
Το τριήμερο του Αγίου πνεύματος ήταν η αφορμή, μιας και μετά από πολύ καιρό θα βρισκόμασταν σε ταξίδι, μετά από το δύσκολο χειμώνα που πέρασε. Όλα μονομιάς ξεχάστηκαν σαν από θαύμα μόλις πατήσαμε τις Κυκλάδες. Το πέρασμα μιας μέρας από τη Ίο, την οποία επίσης είχαμε να δούμε από το 2012, μόνο σε καλό μας βγήκε, καθώς και τις βόλτες μας τις κάναμε:


Και τις μπύρες μας τις ήπιαμε:


Ξημέρωμα της επομένης επιβιβαστήκαμε στο Διονύσιος Σολωμός με κατεύθυνση τη Φολέγανδρο, αφήνοντας πίσω μας πρώτα το λιμάνι της Ίου:

Αλλά και της Σικίνου, στο οποίο με δυσκολία κρατηθήκαμε να μη κατέβουμε:

45 λεπτά μετά στεκόμασταν στη μπουκαπόρτα, ανυπομονώντας:

Μέχρι και ο οικισμός του λιμανιού μου φάνηκε διαφορετικός υπό το φως της ημέρας, κάνοντας με να τον συμπαθήσω εν αντιθέσει με τη πρώτη φορά. Το λεωφορείο που θα μας ανέβαζε στη χώρα ήθελε ακόμα ένα μισάωρο να έρθει κι εμείς δε χάσαμε την ευκαιρία να «πατήσουμε» στο νησί. Δικαιωματικά, παρόλο που ήταν σχετικά νωρίς, είχαμε σηκωθεί χαράματα. Εξάλλου έχουμε πει ότι «αν δεν ανοίξει η πρώτη μπύρα, δεν έχεις φτάσει στο προορισμό». Ή έχουμε αρχές ή δεν έχουμε.

Το λεωφορείο δεν έκανε τέρμα στη Πούντα αυτή τη φορά όπως θυμόμουν αλλά λίγο πιο έξω. Πήραμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε τη διαδρομή, βλέποντας στα δεξιά μας τη πασίγνωστη εκκλησία της Παναγίας:

Τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν ήταν πολύ έντονα όσο πλησίαζα τη χώρα, ειδικά από τη στιγμή που είδα τη θέα από τη «Πούντα» την οποία δε παρέλειψα να φωτογραφίσω:

Προχωρήσαμε με ταχύ βήμα προς την είσοδο της χώρας, με τις εικόνες να μου φέρνουν απανωτές αναμνήσεις:

Ειδικότερα όταν βρεθήκαμε έξω από το θρυλικό μπαρ που φιλοξενούσε τις βραδιές μας:

Σταμάτησα αρκετές φορές, αρχικά για να δω και έπειτα να φωτογραφίσω τη πλατεία και τη θέα στις αναβαθμίδες στον έντονο Κυκλαδίτικο ήλιο του Ιουνίου:



Έπρεπε όμως να παραλάβουμε το δωμάτιο, οπότε φτάσαμε σ’ αυτό γρήγορα για να κάνουμε τις συνεννοήσεις με τη πολύ φιλόξενη σπιτονοικοκυρά μας. Τελειώσαμε με τα διαδικαστικά, ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για ένα καφέ στη πλατεία και το πολύ όμορφο καφενείο της:

Ήπιαμε το καφέ μας, κλείσαμε και τα εισιτήρια της επιστροφής με το συνταξιδιώτη μου να προσθέτει άλλη μια μέρα δίχως να το σκεφτεί και πολύ και αναχωρήσαμε προς τα λεωφορεία.
Για καλή μας τύχη συναντήσαμε ανοικτή την Αστάρτη και βρήκαμε το Λευτέρη να κάνει δουλειές οπότε σταθήκαμε αμέσως να τον χαιρετήσουμε. Είχα κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια επαφές μέσω Fb βέβαια, αλλά χάρηκα πολύ που τον είδα επιτέλους από κοντά, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως του είπα, δίνοντας ραντεβού για το βράδυ.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα υπέροχα στενάκια της χώρας, παίρνοντας και δύο παγωμένες όπως συνηθίζουμε για το δρόμο:

Φτάσαμε στο πιο γνωστό Κυκλαδίτικο σημείο όπως πολλές φορές σας έχω περιγράψει:

Η εικόνα μιλάει από μόνη της, δε χρειάζεται να αναφέρω πολλά:

Ο ήλιος του μεσημεριού όμως άρχισε να καίει, δίνοντας μας το έναυσμα να κατευθυνθούμε προς τα λεωφορεία και προς αναζήτηση παραλίας:



Όλα όμως γίνονται για κάποιο λόγο σ’ αυτή τη ζωή. Λίγο πριν φτάσουμε στο σταθμό βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πολύ όμορφο καφενείο. «Πάμε να πιούμε ένα τίμιο;» μου αποκρίθηκε ο Νίκος. «Και δε πάμε», του απάντησα αφού το σκέφτηκα 1,5 δευτερόλεπτο.
Μπήκα μέσα να πλύνω τα χέρια μου και βγαίνοντας παρατήρησα κάτι στη γωνία. Δεν έχασα ευκαιρία και ρώτησα αμέσως τον ιδιοκτήτη
- Μπουζούκι είναι αυτό στη θήκη;
- Ναι και δίπλα κιθάρα, τα έχω εδώ πρόχειρα αλλά ετοιμοπόλεμα, ποτέ δε ξέρεις.
- Μπορώ να το δω παρακαλώ;
- Και το ρωτάς; Πολύ ευχαρίστως, ορίστε, πάρε και μια πένα.

Η απαραίτητη ξεκούραση ευτυχώς δε κράτησε πολύ, κάνοντας μας να σηκωθούμε για βόλτα πριν πέσει ο ήλιος. Τα στενά της Χώρας άρχισαν να γεμίζουν από κόσμο, τόσο – όσο, όπως πάντα άλλωστε:



Με γρήγορο βήμα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τη Παναγιά, έχοντας την ευκαιρία να ασχοληθώ περισσότερο με τις φωτογραφίες που τόσο λατρεύω:

Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς βέβαια, όταν το νησί σου δίνει τόσες ευκαιρίες:


Η ανάβαση δε κράτησε πολύ, φτάνοντας ακριβώς την ώρα που έκλεινε η πόρτα της εκκλησίας για τους επισκέπτες. Δε μας πείραξε, την είχαμε δει εξάλλου, ο Νίκος άλλες δύο φορές από τότε.

Συμφωνήσαμε να μείνουμε μέχρι να πέσει η νύχτα, ανοίγοντας τις μπυρίτσες που κουβαλούσαμε μαζί μας:

Τα πρώτα φώτα είχαν αρχίσει ήδη ν’ ανάβουν στον οικισμό, μέχρι που πολλαπλασιάστηκαν χαρίζοντας μας μοναδικές λήψεις:

Κατεβήκαμε προκειμένου να ετοιμαστούμε. Ο περιορισμός του ωραρίου δε μας έδινε πολλά περιθώρια βλέπετε κι έπρεπε να βγούμε νωρίς. Η πλατεία είχε ήδη γεμίσει:

Πέρυσι στην εκπομπή του travelstories είχα πει με δόση υπερβολής ότι η Χώρα της Φολεγάνδρου είναι η πιο όμορφη πλατεία του κόσμου. Εμμένω στην άποψη μου...
Η νύχτα άρχισε και τελείωσε αποκλειστικά στην Αστάρτη. Το χρωστούσαμε στους εαυτούς μας. Τόσοι μήνες εγκλεισμό, τόσοι μήνες χωρίς ταξίδι, τόσα χρόνια μακριά από τη Φολέγανδρο. Όλα έσβησαν μονομιάς θα ‘λεγε κανείς μετά από μερικές κατσίκες:

Όλα έγιναν επίσης πολύ καλύτερα μετά από μερικά κανατάκια ρακόμελο. Ο κόσμος ήταν λιγοστός με αποτέλεσμα να ακούγεται η μουσική από μέσα. Ο Λευτέρης είχε κάνει την ιδανική επιλογή, με τους στίχους του αγαπημένου μου τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη να αντηχούν στη Κυκλαδίτικη βραδιά.

Δε θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο. Ένιωθα την απόλυτη ευτυχία.
Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα
και τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμένα,
Μας τραγουδούσανε πουλιά παραδεισένια,
ήταν ωραία η ζωή, ήταν ωραία...
Μέρα δεύτερη:
Ξυπνήσαμε στο χωροχρόνο της Φολεγάνδρου σχετικά νωρίς βάσει των ρακόμελων που είχαμε καταναλώσει και αμέσως βγήκα προς αναζήτηση καφέ και τροφής, διαπιστώνοντας ότι ο φούρνος της χώρας είχε κλείσει.

Ούτε μια ώρα μετά ξεκινούσαμε για το μπάνιο της ημέρας, περνώντας από τη Πούντα, αλλά και το καφενείο που μας βρήκε το χθεσινό μπλέξιμο:


Φορτωθήκαμε στο λεωφορείο της Αγκάλης, αντικρύζοντας λίγα λεπτά μετά τη γνωστή, δημοφιλέστερη παραλία του νησιού:



Αμέσως πήραμε το δρόμο από τα σκαλάκια δεξιά, μιας και θέλαμε να δούμε και τις άλλες παραλίες που έπονται, βλέποντας τη παραλία με τα καταπληκτικά νερά από ψηλά:


Το πολύ βατό μονοπάτι μας οδήγησε λίγο μετά στη πολύ όμορφη και μικρή παραλία του Γάλυφου, στην οποία και αντισταθήκαμε τη βουτιά μιας και θέλαμε να προχωρήσουμε πιο κάτω:


Εκεί μπορεί να συναντήσει κανείς και το γνωστό κατάλυμα που λειτουργεί χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα!
Ο δρόμος περνούσε σχεδόν αναγκαστικά μέσα από το εστιατόριο Papalagi, δίνοντας μας την ευκαιρία για μια σύντομη στάση να ξεδιψάσουμε:


Κατεβαίνοντας τα σκαλιά αμέσως μετά βγήκαμε και στη παραλία του Αγίου Νικολάου όπου καταλήγει το μονοπάτι, βλέποντας τον κόσμο που ξεφόρτωνε το μικρό πλοιάριο εκείνη την ώρα, μέσω του οποίου υπάρχει σαφώς ευκολότερη πρόσβαση από την Αγκάλη:

Η παραλία αν και θέλει λίγη προσοχή στο μπες – βγες λόγω μιας μεγάλης πλάκας στα πρώτα μέτρα, έχει υπέροχα κρυστάλλινα νερά

Έχει όμως και μια πολύ ωραία σκιερή ταβέρνα, απ’ αυτές που μας αρέσουν ιδιαίτερα:

Βολευτήκαμε στο πρώτο μικρό τραπέζι που βρήκαμε, παραγγέλνοντας δύο παγωμένες. Ένας Ιταλός ήρθε απευθείας να μου πιάσει τη πάρλα στα Ιταλικά βλέποντας με να φοράω τη φανέλα της Fiorentina, αλλά είδε την απορία στο πρόσωπο μου…

Ο ήλιος του μεσημεριού με οδήγησε αναπόφευκτά σε μερικές βουτιές

Όσο η μπύρες διαδέχονταν η μία την άλλη:

Το ταβερνάκι ήταν άψογο, με ωραία φρεσκότατα ψάρια και πολύ καλό κλίμα από τα παιδιά που το δούλευαν, πιάνοντας μας αμέσως τη κουβέντα. Δεν αργήσαμε να πλαισιώσουμε ένα μεζέ, μιας και χωρούσε άνετα στο τραπέζι της μπυροποσίας:

Όπως λέει και το πολύ αγαπημένο λαϊκό τραγούδι του Σουγιούλ:
Στα θαλασσινά μπαράκια
μπίρες και καλαμαράκια,
κιθάρες, ντέφια και βιολιά
και ξάπλες στην ακρογιαλιά.
Απόψε που υπάρχουνε τα τάλιρα
ρε μάγκες θα οργώσουμε τα Φάληρα.
Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς από τις διακοπές του; Η Φολέγανδρος για μια ακόμα φορά μας έκλεινε μοναδικά στην αγκαλιά της, διώχνοντας τις σκοτούρες και τα άγχη μακριά, πολύ μακριά.
Στο τραπέζι μας προστέθηκε φέρνοντας ακόμα δύο παγωμένες ο Ανδρέας, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, συνομήλικος και πρώην συνάδελφος, με τον οποίο κάναμε μια πολύ ωραία κουβέντα που με γέμισε προβληματισμό. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ και επιστρέψαμε με το πλοιάριο:


Βλέποντας τις ομορφιές του νησιού από θαλάσσης:

Και την εντυπωσιακή παραλία της Αγκάλης:

Δε προλάβαμε καλά - καλά να ανεβούμε στη χώρα και αλλάξαμε αμέσως λεωφορείο, μπαίνοντας στο ιστορικό Mercedes του 1981 (μεγαλύτερο κι από εμάς), το οποίο βαστάει ακόμα καλά και διεξάγει το δρομολόγιο προς την Άνω Μεριά:

Έκατσα στο παράθυρο, βρίσκοντας γι’ ακόμα μια φορά την ευκαιρία μερικών πολύ όμορφων λήψεων προς τη χώρα:

Αλλά και προς τον οικισμό της Άνω Μεριάς:

Ο οδηγός μας άφησε έξω από το «Καφεπαντοπωλείο της Ειρήνης» το οποίο και ήθελα διακαώς να επισκεφτώ. Ευτυχώς τα λιγοστά τραπέζια έξω ήταν άδεια εκείνη την ώρα, οπότε βολευτήκαμε αμέσως:

Ζήτησα να φωτογραφίσω το εσωτερικό του καταστήματος, το οποίο παρέπεμπε σε παλαιότερα χρόνια και έχει παίξει ουκ ολίγες φορές σε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα τη Φολέγανδρο, μιας και είναι από τα στέκια που μένουν ανοικτά όλο το χρόνο:


Προφανώς και δε θα μπορούσαμε να φάμε κάτι άλλο πέρα από το σήμα κατατεθέν της Φολεγάνδρου, τα περίφημα Ματσάτα σερβιρισμένα με μοσχαρίσιο κρέας, σαλάτα χόρτων και ωραίο παγωμένο κρασί:

Η μία ώρα και πλέον που είχαμε στη διάθεση μας μέχρι να ξαναέρθει το λεωφορείο, αποδείχτηκε υπέρ-αρκετή, δίνοντας μας την ευκαιρία να φάμε και να κάνουμε και μια σύντομη βόλτα στην Άνω Μεριά:

Η φωτογραφία της επιστροφής έχω την εντύπωση ότι ήταν καλύτερη:

Είναι αδιαμφισβήτητη εξάλλου η φωτογένεια της υπέροχης Κυκλαδίτικης χώρας, για την οποία δε νομίζω να αμφιβάλλει κανένας:

Το λεωφορείο μας άφησε από την άλλη πλευρά της, στο γνωστό πεζόδρομο που καταλήγει στη πλατεία:


- Δε πάμε απ’ του Λευτέρη να πιούμε ένα χωνευτικό ρακομελάκι;
- Και δε πάμε ρε φίλε, μια ζωή την έχουμε!


Κάναμε τη βόλτα στο Κάστρο:

Όπως και στα όμορφα φωτογενή σημεία της χώρας:


Βλέποντας την ξανά απ’ το γκρεμό τη καλύτερη ώρα. Την ώρα που δύει ο ήλιος:

Το βράδυ πέρασε εξίσου όμορφα, στο πεζούλι έξω απ’ την Αστάρτη πίνοντας ρακόμελα με εκλεκτή παρέα, αποτελούμενη και από άτομα που γνωρίσαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τραβελστορίτικη παρέα, που χαρήκαμε πολύ που γνωρίσαμε!
Για δεύτερο συνεχόμενο βράδυ πέρασα τα έρημα στενά της χώρας, πηγαίνοντας για ύπνο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Φολέγανδρος. Κυκλάδες…

Ημέρα Τρίτη – Αναχώρηση
Η πρωινή αναχώρηση του πλοίου δε μου έδινε και πολλά περιθώρια. Ξύπνησα για να πιω ένα καφέ και να ετοιμαστώ, αποχαιρετώντας το φιλόξενο αυτό μέρος και το συγκρότημα το που μέναμε:

Βγήκα στη πλατεία για μερικές τελευταίες λήψεις με τον ήλιο να καίει ήδη:

Όλα είχαν τη συνηθισμένη τους καθημερινή μορφή:

Μπήκα στο κάστρο για να πάρω μαζί μου τις τελευταίες Κυκλαδίτικες εικόνες, αυτές που θέλω να κρατήσω για όλο το καλοκαίρι:


Πέρασα από το καφενείο και αποχαιρέτησα το Χρήστο, λίγο πριν μπω στο λεωφορείο για το Καραβοστάσι:

Ψώνισα μερικά παραδοσιακά προϊόντα από το διπλανό μπακάλικο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο τοπικό τυρί Φολεγάνδρου που όλοι πρέπει να αγοράσετε φεύγοντας.
Το πλέον σιχαμένο πλοίο του Αιγαίου έκανε την εμφάνιση του -ευτυχώς και παραδόξως- με μικρή καθυστέρηση:

Λίγο μετά τις 12 άφηνα πίσω τη Φολέγανδρο για δεύτερη φορά στη ζωή μου.
Αυτή τη φορά όμως ξέροντας.
Ξέροντας ότι δε πρέπει να κάνω το ίδιο λάθος.
Γνωρίζοντας ότι επιβάλλεται να την επισκεφτώ και πάλι σύντομα. Πολύ σύντομα.
Τους λόγους νομίζω τους καταλάβατε…

Last edited: