psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Αστυπάλαια
Επίσκεψη: Αύγουστος 2009 & Ιούλιος 2018
Διάρκεια: 9 μέρες & 2 μέρες αντίστοιχα
2009:
Μέρα πρώτη - άφιξη:
Το αεροπλάνο της Ολυμπιακής είχε προσγειωθεί τσίμα – τσίμα στο μικρό αεροδρόμιο του νησιού. Η πτήση μέσω Αθηνών κράτησε λιγότερο από μια ώρα και ήταν με ένα ελικοφόρο που πρώτη και τελευταία φορά έβλεπα, δύο και μιας θέσης αντίστοιχα. Είχαμε φτάσει στη λεγόμενη «Πεταλούδα του Αιγαίου» την Αστυπάλαια ή Αστροπαλιά για τους ντόπιους. Επιλογή που έκανε τους περισσότερους φίλους να απορήσουν, γνωρίζοντας τα τότε δεδομένα μας.
Μιλάμε για μια εποχή που δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένες οι ιντερνετικές προσφορές και η αναζήτηση εισιτηρίων, 10 χρόνια πριν, οπότε και η τιμή των 160 περίπου ευρώ για να βρεθείς αεροπορικώς από τη Θεσσαλονίκη στην Αστυπάλαια μετ’ επιστροφής φάνταζαν μεγάλη ευκαιρία.
Αφού αποδείχτηκε ότι αδίκως θα περιμέναμε για το ένα και μοναδικό ταξί του νησιού, επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο με προορισμό τη χώρα, όπου είχαμε κλείσει τη διαμονή μας, μέσα από μια πολύ ευχάριστη διαδρομή:
Το στενό:
Ο ιδιοκτήτης ήταν αφοπλιστικός λέγοντας μας στο τηλέφωνο κατά τη κράτηση ότι «αν δεν έχετε τη καλύτερη θέα του νησιού δε θα με πληρώσετε» κάτι που δεν απείχε καθόλου από τη πραγματικότητα:
Σε ένα συγκρότημα κατοικιών στον ανηφορικό δρόμο της χώρας μετά τους μύλους, θα μας φιλοξενούσε το ιδιαίτερης ομορφιάς σπίτι μας για τις επόμενες 9 ημέρες, και η βεράντα του με την απίστευτη θέα, ήταν τελικά κάτι που μας χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη όσος καιρός και αν πέρασε.
Κάναμε μια βόλτα στη χώρα, και γυρίσαμε να ξεκουραστούμε όντας άυπνοι. Εκεί αποκομίσαμε το συμπέρασμα ότι η Αστυπάλαια αν και Δωδεκανήσιο νησί διοικητικά, φέρνει περισσότερο σε Κυκλαδονήσι μορφολογικά:
Το βράδυ ήταν και η πρώτη διερευνητική νυχτερινή γύρα στη χώρα. Η αλήθεια είναι και πως λόγω μακρινού προορισμού αλλά και ημερομηνίας (τέλος του Αυγούστου) δεν είχαμε υψηλές προσδοκίες από τη νύχτα. Κακώς όπως φάνηκε, γιατί το νησί τα είχε όλα, και φυσικά απίστευτη νυχτερινή θέα. Η Αστυπάλαια μας είχε κερδίσει από την αρχή:
Ήταν μια εποχή που δεν είχαμε πολλές βλέψεις και τρομερή όρεξη για να γυρίσουμε τα μέρη στα οποία πηγαίναμε. Πιο πολύ βλέπαμε τις διακοπές σαν χαλάρωμα και ευκαιρία για ξεκούραση και διασκέδαση, απόρροια της μικρής ηλικίας μας. Έτσι περιοριζόμασταν στα τυπικά του κάθε μέρους, χάνοντας πολλές φορές αξιόλογα μέρη και δρώμενα.
Μέρα δεύτερη:
Την επόμενη μέρα λοιπόν, κατεβήκαμε στο πέρα γιαλό για καφέ και για να νοικιάσουμε αυτοκίνητο. Η περιοχή που είναι σχεδόν ένα με τη χώρα, και αποτελούσε μέχρι πριν λίγο καιρό το λιμάνι της Αστυπάλαιας, είναι δίπλα και μπορεί κανείς να πάει ως εκεί σε λίγα λεπτά από τα σκαλάκια:
Καφές λοιπόν και βουτιά στη θάλασσα:
Όλα όμως μέχρι να ανοίξει η ταβέρνα, και να βγουν τα τσίπουρα, συνοδευόμενα από ψαρομεζέδες και μπαρμπούνια:
Ωραίο κάθισμα στη ταβέρνα:
Το σούρουπο μας βρήκε στους ανεμόμυλους για μπυρίτσες, και το βράδυ στα φιλόξενα μπαρ του νησιού. Είχαμε γίνει ήδη γνωστοί στον «Μύλο».
Μέρα τρίτη:
Οι μέρες μας στο νησί είχαν μια προβλεπόμενη αλληλουχία. Ξενύχτι, ξεκούραση, καλό φαγητό, μικρές αποστάσεις, επίσκεψη ενός και μόνο μέρους για μπάνιο, και πάλι από την αρχή. Έτσι εκείνη η μέρα μας βρήκε στο Λιβάδι, τη γνωστή και πολύ κοντινή παραλία στη χώρα, και το μέρος το οποίο αποτελεί δημοφιλή προορισμό διαμονής, καθώς υπάρχουν κάποια ξενοδοχεία, καταστήματα και οργανωμένη παραλία.
Καλή η βοτσαλωτή παραλία, με υπέροχη θέα προς τη χώρα:
Ήπιαμε το καφέ μας και ρίξαμε τις βουτιές μας:
Το Λιβάδι αποτελούσε περιοχή με μεγάλη κίνηση, ίσως τη μεγαλύτερη στο νησί. Όλα δούλευαν με εντελώς τουριστικούς ρυθμούς, κάτι που δε συνέβαινε στη χώρα. Εκεί το μεσημέρι δε μπορούσες ούτε τσιγάρα να βρεις, ούτε στο καφενείο να πιείς καφέ. Οι άνθρωποι είχαν τους ρυθμούς τους και δε τους άλλαζαν με τίποτα και για κανένα λόγο.
(Με μεγάλη χαρά διαπίστωσα 9 χρόνια μετά ότι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει)
Τελειώσαμε το μπάνιο μας και γυρίσαμε για φαγητό στη χώρα. Η νύχτα έπεσε νωρίς, κι εμείς αφού καθίσαμε στους μύλους για να πιούμε μερικές μπυρίτσες,
βαλθήκαμε να εξερευνήσουμε τα σοκάκια του λόφου της χώρας:
Μοιραία πέσαμε στο «Κάστρο bar», ένα πολύ όμορφο μπαράκι με εκπληκτική θέα κάτω ακριβώς από το κάστρο, το οποίο αποτελεί αξιοθέατο. Δε γινόταν να μη πιούμε ένα ποτό πριν συνεχίσουμε τη βόλτα μας:
Τη νύχτα εκείνη είδαμε και άλλα πολύ όμορφα μαγαζιά της Αστυπάλαιας. Τη «Θέα» με το πολύ ωραίο μπαλκόνι της και τη ζωντανή μουσική, την «Άρτεμις», ένα πολύ διαφορετικό Bar σε ένα παλιό νεοκλασικό το οποίο είχε παρτυ κλεισίματος. Τέλος αφού περάσαμε φυσικά κι απ’ το «Μύλο» καταλήξαμε σε ένα κλαμπάκι, πολύ κοντά στο σπίτι μας. Ωραίο βράδυ, κι ακόμα καλύτερο ξημέρωμα:
Λατρεύω κάτι τέτοια ξημερώματα:
Μέρα τέταρτη:
Στο ίδιο στυλ ήταν και η επόμενη μας μέρα. Ξύπνημα αργά, καφεδάκι, και κατευθείαν στο αυτοκίνητο για παραλία. Είχαμε ακούσει τα καλύτερα λόγια για τα «Καμινάκια» και γι’ αυτό αποφασίσαμε να τα επισκεφτούμε.
Το γέλιο που ρίξαμε στις λακκούβες του περίπου 5 χιλιομέτρων χωματόδρομου δε περιγράφεται. Όντως από ψηλά ο κόλπος της παραλίας που πηγαίναμε φαινόταν εντυπωσιακός. Κατεβήκαμε και αφήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα στα υπόλοιπα:
Η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη και εντυπωσιακή, αν και λίγο κρύα όπως οι περισσότερες στην Αστυπάλαια. Ευχαριστηθήκαμε πάντως το μπάνιο και τη παραλία:
Το κολύμπι λένε ότι ανοίγει την όρεξη, όχι ότι κολυμπήσαμε πολύ βέβαια αλλά είχαμε βάλει τη ταβέρνα στο μάτι. Θέα, μαγειρευτό φαγητό, χωριάτικη σαλάτα με δικά τους λαχανικά, και λευκό παγωμένο κρασί, απογείωσαν τη μέρα μας:
Το ίδιο βράδυ λέγαμε να το πάμε επιτέλους χαλαρά. Νομίζαμε…
Πίναμε ποτό λοιπόν στο Μύλο, καθισμένοι στο περβάζι που είχε θέα στο δρόμο απέναντι. Σε κάποια φάση, βλέπουμε έναν τύπο να προσπαθεί να ανέβει τα σκαλιά απέναντι, έξω από το μπαρ με το όνομα «Κούρος». Παίζει να έκανε δέκα λεπτά ν’ ανέβει. Επειδή μας έφαγε όλο το βράδυ η απορία, περιμέναμε μέχρι να κλείσει ο Μύλος και να πάμε απέναντι. Κατεβήκαμε τα χαρακτηριστικά σκαλιά και φτάσαμε έξω από τη παλαιού σπιτιού τύπου ξυλόπορτα με το ραγισμένο (!) τζάμι. Μπήκαμε μέσα και πιάσαμε πόστο στο όχι τόσο γεμάτο μπαρ και παραγγείλαμε τρεις μπύρες. Λίγα λεπτά μετά ήρθε να μας καλωσορίσει ένα παλικάρι από το μαγαζί με την εξής ατάκα:
‘’Παιδιά συγγνώμη για τη πόρτα, χθες είχαμε μπάτσελορ και προσπαθούσαμε να περάσουμε το γαμπρό από κει μέσα αλλά δεν έσπαγε’’
Ήπιαμε τις μπύρες και παραγγείλαμε άλλες τρείς, επιστρέφοντας τα μπουκάλια στο μπάρμαν. Ο ίδιος τύπος παρενέβη ξανά με αιχμηρή ατάκα:
Μη τα πολυλογώ, για πότε ξεκίνησε το πάρτυ στο πιο καλτ ίσως μαγαζί που ‘χω μπει στη ζωή μου, πότε ήπιαμε μια θάλασσα, πότε έσπασαν τα πάντα, πότε ξημέρωσε, ούτε που το καταλάβαμε:
Και είναι όμορφα να βλέπεις το ξημέρωμα στο Αιγαίο. Πολύ όμορφα:
Μέρα πέμπτη:
Μη περιμένετε φυσικά να σας πω ότι ξυπνήσαμε νωρίς την επόμενη μέρα. Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Έτσι μετά από μια σύντομη κοντινή βουτιά επιστρέψαμε στη χώρα με σκοπό να γυρίσουμε τα πάντα με το φως της ημέρας:
Η διαδρομή ως τη κορυφή και το κάστρο της Αστυπάλαιας ήταν υπέροχη. Η χώρα είναι από τις πιο ωραίες που έχω δει διαχρονικά. Αν και πολλά σπίτια φαινόταν αφημένα στη τύχη τους, όλα τα υπόλοιπα ήταν τρομερά προσεγμένα και καθαρά:
Μια από τις αγαπημένες μου λήψεις:
Μέσα στο κάστρο που κρατάει από το 15ο αιώνα, υπάρχουν και δύο χριστιανικές εκκλησίες με πέτρινα καμπαναριά. Οφείλω να πω ότι το σκηνικό είναι πολύ πιο όμορφο βλέποντας το απ’ έξω παρά από μέσα:
Η θέα ήταν ωραία όμως:
Κατεβαίνοντας δε θα μπορούσαμε να μη κάνουμε μια στάση στο πασίγνωστο πανελλαδικά ίσως «Καφενείο του μουγγού». Δεν ήταν ή πρώτη φορά στις διακοπές, ούτε η τελευταία. Είναι σίγουρα από τα πράγματα που πρέπει να κάνετε όταν βρεθείτε στη χώρα
Το καφενείο του Μουγγού - Αστυπάλαια - Greek Gastronomy Guide
Τα βράδια μας πλέον είχαν κλειδώσει, δε δυσκολευτήκαμε να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει όλο το νησί. Η κατάληξη ήταν πλέον παραπάνω από στάνταρ:
Μέρα έκτη:
Μια από τις λιγότερο παγωμένες παραλίες, ήταν αυτή του «Στενού» από την οποία ξεκίνησε και η επόμενη μέρα μας. Δεν ήταν τόσο βαθιά όσο οι υπόλοιπες, γεγονός που τη καθιστά ιδανική για οικογένειες, αλλά ήταν εξίσου όμορφη και καθαρή. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το σημείο στο οποίο βρίσκεται, καθώς είναι εντελώς στη μέση του νησιού, στη στενότερη λωρίδα γης:
Κάναμε το μπάνιο μας και τσιμπήσαμε από τη καντίνα με τις ωραίες παγωμένες μπύρες που βρίσκονταν εκεί:
Για το βράδυ δε χρειάζεται να αναφερθώ πάλι, είχαμε μέχρι και τα κλειδιά της κάβας του μαγαζιού και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια...
Με τον ιδιοκτήτη - μπάρμαν:
Και απέναντι στο Κούρο:
Μέρα έβδομη:
Δε μπορώ να πω όμως το ίδιο για τη παραλία της επόμενης ημέρας. Αρκετά παγωμένη με τη βουτιά να συνεφέρνει κατευθείαν απ’ ότι έκανες το προηγούμενο βράδυ. Βοτσαλωτή όπως οι περισσότερες, και με ωραία θέα προς τη χώρα:
Πολύ όμορφη και αυτή:
Το μπουκάλι με το Jägermeister που τότε ήταν κάτι σαν επίσημος ‘’χορηγός’’ εκδρομής, συνέβαλλε για ακόμα μια φορά τα μέγιστα, ώστε να γίνει η νύχτα – ξημέρωμα. Και το ξημέρωμα έφερνε τη τελευταία μας μέρα στο νησί...
Μέρα όγδοη:
Μια μέρα που δεν είχε και πολλά - πολλά (λες και είχαν οι άλλες) παρά μόνο βόλτες στη χώρα και στο πέρα γιαλό. Λίγο μπανάκι, λίγο καφεδάκι, φαγητό και τα συναφή:
Στο νησί αυτό μάθαμε και την ιδιοτροπία των μόνιμων κατοίκων, κυρίως των μεγάλης ηλικίας να πίνουν τον Ελληνικό καφέ απαραίτητα και μόνο στο χαμηλό ποτήρι του κρασιού, κάτι που δε το είχα ξαναδεί ως τότε, αλλά μόνο το είχα ακούσει σε τραγούδι του Περίδη!
Στο καφέ απέναντι από τους μύλους που πίναμε συχνά το καφέ μας (αφότου είδαμε το ματς Ηρακλής-Αρης με το περίφημο χτύπημα στο Σηφάκη) μας έγινε πρόταση από τη κοπέλα που το είχε να καθίσουμε να το δουλέψουμε χειμώνα και να δίνουμε ένα μικρό ενοίκιο. Μιλούσε σοβαρά, κι εμείς το σκεφτήκαμε σοβαρά για μερικές στιγμές.... Αυτά γίνονται καμιά φορά στα νησιά.
Η νύχτα είχε πάρα πολλά γι’ ακόμα ένα βράδυ, μαζί με μια έκδηλη συγκίνηση χαιρετώντας όσους γνωρίσαμε τις προηγούμενες 9 μέρες, και δίνοντας την υπόσχεση της επιστροφής.
Μέρα ένατη - αναχώρηση:
Κοιμηθήκαμε λίγες ώρες και αφού ρουφήξαμε τις τελευταίες εικόνες από την αλησμόνητη αυτή θέα, καταλήξαμε στο αεροδρόμιο όπου το «κτελ με φτερά» θα μας άφηνε στη Ρόδο προκειμένου να συνεχίσουμε για Θεσσαλονίκη. Ήταν δύσκολος ο αποχωρισμός:
Ο φίλος μας πλέον Τάσος, μας είχε πει ότι «αν όχι του χρόνου, του παραχρόνου σας βλέπω πάλι εδώ». Αργήσαμε Τάσο. Αργήσαμε χαρακτηριστικά. Ωστόσο ήρθαμε κάποια χρόνια μετά και σε βρήκαμε εκεί αγέρωχο όπως πάντα!
Επίσκεψη: Αύγουστος 2009 & Ιούλιος 2018
Διάρκεια: 9 μέρες & 2 μέρες αντίστοιχα
2009:
Μέρα πρώτη - άφιξη:
Το αεροπλάνο της Ολυμπιακής είχε προσγειωθεί τσίμα – τσίμα στο μικρό αεροδρόμιο του νησιού. Η πτήση μέσω Αθηνών κράτησε λιγότερο από μια ώρα και ήταν με ένα ελικοφόρο που πρώτη και τελευταία φορά έβλεπα, δύο και μιας θέσης αντίστοιχα. Είχαμε φτάσει στη λεγόμενη «Πεταλούδα του Αιγαίου» την Αστυπάλαια ή Αστροπαλιά για τους ντόπιους. Επιλογή που έκανε τους περισσότερους φίλους να απορήσουν, γνωρίζοντας τα τότε δεδομένα μας.
Μιλάμε για μια εποχή που δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένες οι ιντερνετικές προσφορές και η αναζήτηση εισιτηρίων, 10 χρόνια πριν, οπότε και η τιμή των 160 περίπου ευρώ για να βρεθείς αεροπορικώς από τη Θεσσαλονίκη στην Αστυπάλαια μετ’ επιστροφής φάνταζαν μεγάλη ευκαιρία.
Αφού αποδείχτηκε ότι αδίκως θα περιμέναμε για το ένα και μοναδικό ταξί του νησιού, επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο με προορισμό τη χώρα, όπου είχαμε κλείσει τη διαμονή μας, μέσα από μια πολύ ευχάριστη διαδρομή:

Το στενό:

Ο ιδιοκτήτης ήταν αφοπλιστικός λέγοντας μας στο τηλέφωνο κατά τη κράτηση ότι «αν δεν έχετε τη καλύτερη θέα του νησιού δε θα με πληρώσετε» κάτι που δεν απείχε καθόλου από τη πραγματικότητα:


Σε ένα συγκρότημα κατοικιών στον ανηφορικό δρόμο της χώρας μετά τους μύλους, θα μας φιλοξενούσε το ιδιαίτερης ομορφιάς σπίτι μας για τις επόμενες 9 ημέρες, και η βεράντα του με την απίστευτη θέα, ήταν τελικά κάτι που μας χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη όσος καιρός και αν πέρασε.

Κάναμε μια βόλτα στη χώρα, και γυρίσαμε να ξεκουραστούμε όντας άυπνοι. Εκεί αποκομίσαμε το συμπέρασμα ότι η Αστυπάλαια αν και Δωδεκανήσιο νησί διοικητικά, φέρνει περισσότερο σε Κυκλαδονήσι μορφολογικά:

Το βράδυ ήταν και η πρώτη διερευνητική νυχτερινή γύρα στη χώρα. Η αλήθεια είναι και πως λόγω μακρινού προορισμού αλλά και ημερομηνίας (τέλος του Αυγούστου) δεν είχαμε υψηλές προσδοκίες από τη νύχτα. Κακώς όπως φάνηκε, γιατί το νησί τα είχε όλα, και φυσικά απίστευτη νυχτερινή θέα. Η Αστυπάλαια μας είχε κερδίσει από την αρχή:

Ήταν μια εποχή που δεν είχαμε πολλές βλέψεις και τρομερή όρεξη για να γυρίσουμε τα μέρη στα οποία πηγαίναμε. Πιο πολύ βλέπαμε τις διακοπές σαν χαλάρωμα και ευκαιρία για ξεκούραση και διασκέδαση, απόρροια της μικρής ηλικίας μας. Έτσι περιοριζόμασταν στα τυπικά του κάθε μέρους, χάνοντας πολλές φορές αξιόλογα μέρη και δρώμενα.
Μέρα δεύτερη:
Την επόμενη μέρα λοιπόν, κατεβήκαμε στο πέρα γιαλό για καφέ και για να νοικιάσουμε αυτοκίνητο. Η περιοχή που είναι σχεδόν ένα με τη χώρα, και αποτελούσε μέχρι πριν λίγο καιρό το λιμάνι της Αστυπάλαιας, είναι δίπλα και μπορεί κανείς να πάει ως εκεί σε λίγα λεπτά από τα σκαλάκια:


Καφές λοιπόν και βουτιά στη θάλασσα:

Όλα όμως μέχρι να ανοίξει η ταβέρνα, και να βγουν τα τσίπουρα, συνοδευόμενα από ψαρομεζέδες και μπαρμπούνια:


Ωραίο κάθισμα στη ταβέρνα:

Το σούρουπο μας βρήκε στους ανεμόμυλους για μπυρίτσες, και το βράδυ στα φιλόξενα μπαρ του νησιού. Είχαμε γίνει ήδη γνωστοί στον «Μύλο».


Μέρα τρίτη:
Οι μέρες μας στο νησί είχαν μια προβλεπόμενη αλληλουχία. Ξενύχτι, ξεκούραση, καλό φαγητό, μικρές αποστάσεις, επίσκεψη ενός και μόνο μέρους για μπάνιο, και πάλι από την αρχή. Έτσι εκείνη η μέρα μας βρήκε στο Λιβάδι, τη γνωστή και πολύ κοντινή παραλία στη χώρα, και το μέρος το οποίο αποτελεί δημοφιλή προορισμό διαμονής, καθώς υπάρχουν κάποια ξενοδοχεία, καταστήματα και οργανωμένη παραλία.
Καλή η βοτσαλωτή παραλία, με υπέροχη θέα προς τη χώρα:


Ήπιαμε το καφέ μας και ρίξαμε τις βουτιές μας:

Το Λιβάδι αποτελούσε περιοχή με μεγάλη κίνηση, ίσως τη μεγαλύτερη στο νησί. Όλα δούλευαν με εντελώς τουριστικούς ρυθμούς, κάτι που δε συνέβαινε στη χώρα. Εκεί το μεσημέρι δε μπορούσες ούτε τσιγάρα να βρεις, ούτε στο καφενείο να πιείς καφέ. Οι άνθρωποι είχαν τους ρυθμούς τους και δε τους άλλαζαν με τίποτα και για κανένα λόγο.
(Με μεγάλη χαρά διαπίστωσα 9 χρόνια μετά ότι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει)
Τελειώσαμε το μπάνιο μας και γυρίσαμε για φαγητό στη χώρα. Η νύχτα έπεσε νωρίς, κι εμείς αφού καθίσαμε στους μύλους για να πιούμε μερικές μπυρίτσες,

βαλθήκαμε να εξερευνήσουμε τα σοκάκια του λόφου της χώρας:

Μοιραία πέσαμε στο «Κάστρο bar», ένα πολύ όμορφο μπαράκι με εκπληκτική θέα κάτω ακριβώς από το κάστρο, το οποίο αποτελεί αξιοθέατο. Δε γινόταν να μη πιούμε ένα ποτό πριν συνεχίσουμε τη βόλτα μας:



Τη νύχτα εκείνη είδαμε και άλλα πολύ όμορφα μαγαζιά της Αστυπάλαιας. Τη «Θέα» με το πολύ ωραίο μπαλκόνι της και τη ζωντανή μουσική, την «Άρτεμις», ένα πολύ διαφορετικό Bar σε ένα παλιό νεοκλασικό το οποίο είχε παρτυ κλεισίματος. Τέλος αφού περάσαμε φυσικά κι απ’ το «Μύλο» καταλήξαμε σε ένα κλαμπάκι, πολύ κοντά στο σπίτι μας. Ωραίο βράδυ, κι ακόμα καλύτερο ξημέρωμα:

Λατρεύω κάτι τέτοια ξημερώματα:

Μέρα τέταρτη:
Στο ίδιο στυλ ήταν και η επόμενη μας μέρα. Ξύπνημα αργά, καφεδάκι, και κατευθείαν στο αυτοκίνητο για παραλία. Είχαμε ακούσει τα καλύτερα λόγια για τα «Καμινάκια» και γι’ αυτό αποφασίσαμε να τα επισκεφτούμε.
Το γέλιο που ρίξαμε στις λακκούβες του περίπου 5 χιλιομέτρων χωματόδρομου δε περιγράφεται. Όντως από ψηλά ο κόλπος της παραλίας που πηγαίναμε φαινόταν εντυπωσιακός. Κατεβήκαμε και αφήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα στα υπόλοιπα:

Η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη και εντυπωσιακή, αν και λίγο κρύα όπως οι περισσότερες στην Αστυπάλαια. Ευχαριστηθήκαμε πάντως το μπάνιο και τη παραλία:


Το κολύμπι λένε ότι ανοίγει την όρεξη, όχι ότι κολυμπήσαμε πολύ βέβαια αλλά είχαμε βάλει τη ταβέρνα στο μάτι. Θέα, μαγειρευτό φαγητό, χωριάτικη σαλάτα με δικά τους λαχανικά, και λευκό παγωμένο κρασί, απογείωσαν τη μέρα μας:



Το ίδιο βράδυ λέγαμε να το πάμε επιτέλους χαλαρά. Νομίζαμε…
Πίναμε ποτό λοιπόν στο Μύλο, καθισμένοι στο περβάζι που είχε θέα στο δρόμο απέναντι. Σε κάποια φάση, βλέπουμε έναν τύπο να προσπαθεί να ανέβει τα σκαλιά απέναντι, έξω από το μπαρ με το όνομα «Κούρος». Παίζει να έκανε δέκα λεπτά ν’ ανέβει. Επειδή μας έφαγε όλο το βράδυ η απορία, περιμέναμε μέχρι να κλείσει ο Μύλος και να πάμε απέναντι. Κατεβήκαμε τα χαρακτηριστικά σκαλιά και φτάσαμε έξω από τη παλαιού σπιτιού τύπου ξυλόπορτα με το ραγισμένο (!) τζάμι. Μπήκαμε μέσα και πιάσαμε πόστο στο όχι τόσο γεμάτο μπαρ και παραγγείλαμε τρεις μπύρες. Λίγα λεπτά μετά ήρθε να μας καλωσορίσει ένα παλικάρι από το μαγαζί με την εξής ατάκα:
‘’Παιδιά συγγνώμη για τη πόρτα, χθες είχαμε μπάτσελορ και προσπαθούσαμε να περάσουμε το γαμπρό από κει μέσα αλλά δεν έσπαγε’’
Ήπιαμε τις μπύρες και παραγγείλαμε άλλες τρείς, επιστρέφοντας τα μπουκάλια στο μπάρμαν. Ο ίδιος τύπος παρενέβη ξανά με αιχμηρή ατάκα:
- Παιδιά εδώ δεν επιστρέφουμε μπουκάλια
- Και τι τα κάνουμε;
- Τα σπάμε
- Τι εννοείς τα σπάμε; Που;
- Οπουδήποτε. Το πετάμε κάτω, στο τοίχο, όπου γουστάρουμε

Μη τα πολυλογώ, για πότε ξεκίνησε το πάρτυ στο πιο καλτ ίσως μαγαζί που ‘χω μπει στη ζωή μου, πότε ήπιαμε μια θάλασσα, πότε έσπασαν τα πάντα, πότε ξημέρωσε, ούτε που το καταλάβαμε:

Και είναι όμορφα να βλέπεις το ξημέρωμα στο Αιγαίο. Πολύ όμορφα:

Μέρα πέμπτη:
Μη περιμένετε φυσικά να σας πω ότι ξυπνήσαμε νωρίς την επόμενη μέρα. Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Έτσι μετά από μια σύντομη κοντινή βουτιά επιστρέψαμε στη χώρα με σκοπό να γυρίσουμε τα πάντα με το φως της ημέρας:


Η διαδρομή ως τη κορυφή και το κάστρο της Αστυπάλαιας ήταν υπέροχη. Η χώρα είναι από τις πιο ωραίες που έχω δει διαχρονικά. Αν και πολλά σπίτια φαινόταν αφημένα στη τύχη τους, όλα τα υπόλοιπα ήταν τρομερά προσεγμένα και καθαρά:



Μια από τις αγαπημένες μου λήψεις:

Μέσα στο κάστρο που κρατάει από το 15ο αιώνα, υπάρχουν και δύο χριστιανικές εκκλησίες με πέτρινα καμπαναριά. Οφείλω να πω ότι το σκηνικό είναι πολύ πιο όμορφο βλέποντας το απ’ έξω παρά από μέσα:





Η θέα ήταν ωραία όμως:


Κατεβαίνοντας δε θα μπορούσαμε να μη κάνουμε μια στάση στο πασίγνωστο πανελλαδικά ίσως «Καφενείο του μουγγού». Δεν ήταν ή πρώτη φορά στις διακοπές, ούτε η τελευταία. Είναι σίγουρα από τα πράγματα που πρέπει να κάνετε όταν βρεθείτε στη χώρα
Το καφενείο του Μουγγού - Αστυπάλαια - Greek Gastronomy Guide




Τα βράδια μας πλέον είχαν κλειδώσει, δε δυσκολευτήκαμε να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει όλο το νησί. Η κατάληξη ήταν πλέον παραπάνω από στάνταρ:

Μέρα έκτη:
Μια από τις λιγότερο παγωμένες παραλίες, ήταν αυτή του «Στενού» από την οποία ξεκίνησε και η επόμενη μέρα μας. Δεν ήταν τόσο βαθιά όσο οι υπόλοιπες, γεγονός που τη καθιστά ιδανική για οικογένειες, αλλά ήταν εξίσου όμορφη και καθαρή. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το σημείο στο οποίο βρίσκεται, καθώς είναι εντελώς στη μέση του νησιού, στη στενότερη λωρίδα γης:


Κάναμε το μπάνιο μας και τσιμπήσαμε από τη καντίνα με τις ωραίες παγωμένες μπύρες που βρίσκονταν εκεί:


Για το βράδυ δε χρειάζεται να αναφερθώ πάλι, είχαμε μέχρι και τα κλειδιά της κάβας του μαγαζιού και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια...

Με τον ιδιοκτήτη - μπάρμαν:

Και απέναντι στο Κούρο:

Μέρα έβδομη:
Δε μπορώ να πω όμως το ίδιο για τη παραλία της επόμενης ημέρας. Αρκετά παγωμένη με τη βουτιά να συνεφέρνει κατευθείαν απ’ ότι έκανες το προηγούμενο βράδυ. Βοτσαλωτή όπως οι περισσότερες, και με ωραία θέα προς τη χώρα:



Πολύ όμορφη και αυτή:


Το μπουκάλι με το Jägermeister που τότε ήταν κάτι σαν επίσημος ‘’χορηγός’’ εκδρομής, συνέβαλλε για ακόμα μια φορά τα μέγιστα, ώστε να γίνει η νύχτα – ξημέρωμα. Και το ξημέρωμα έφερνε τη τελευταία μας μέρα στο νησί...

Μέρα όγδοη:
Μια μέρα που δεν είχε και πολλά - πολλά (λες και είχαν οι άλλες) παρά μόνο βόλτες στη χώρα και στο πέρα γιαλό. Λίγο μπανάκι, λίγο καφεδάκι, φαγητό και τα συναφή:


Στο νησί αυτό μάθαμε και την ιδιοτροπία των μόνιμων κατοίκων, κυρίως των μεγάλης ηλικίας να πίνουν τον Ελληνικό καφέ απαραίτητα και μόνο στο χαμηλό ποτήρι του κρασιού, κάτι που δε το είχα ξαναδεί ως τότε, αλλά μόνο το είχα ακούσει σε τραγούδι του Περίδη!
Στο καφέ απέναντι από τους μύλους που πίναμε συχνά το καφέ μας (αφότου είδαμε το ματς Ηρακλής-Αρης με το περίφημο χτύπημα στο Σηφάκη) μας έγινε πρόταση από τη κοπέλα που το είχε να καθίσουμε να το δουλέψουμε χειμώνα και να δίνουμε ένα μικρό ενοίκιο. Μιλούσε σοβαρά, κι εμείς το σκεφτήκαμε σοβαρά για μερικές στιγμές.... Αυτά γίνονται καμιά φορά στα νησιά.
Η νύχτα είχε πάρα πολλά γι’ ακόμα ένα βράδυ, μαζί με μια έκδηλη συγκίνηση χαιρετώντας όσους γνωρίσαμε τις προηγούμενες 9 μέρες, και δίνοντας την υπόσχεση της επιστροφής.
Μέρα ένατη - αναχώρηση:
Κοιμηθήκαμε λίγες ώρες και αφού ρουφήξαμε τις τελευταίες εικόνες από την αλησμόνητη αυτή θέα, καταλήξαμε στο αεροδρόμιο όπου το «κτελ με φτερά» θα μας άφηνε στη Ρόδο προκειμένου να συνεχίσουμε για Θεσσαλονίκη. Ήταν δύσκολος ο αποχωρισμός:

Ο φίλος μας πλέον Τάσος, μας είχε πει ότι «αν όχι του χρόνου, του παραχρόνου σας βλέπω πάλι εδώ». Αργήσαμε Τάσο. Αργήσαμε χαρακτηριστικά. Ωστόσο ήρθαμε κάποια χρόνια μετά και σε βρήκαμε εκεί αγέρωχο όπως πάντα!
Last edited: