psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Κάσος
Επίσκεψη : Αύγουστος 2021
Διάρκεια: 4 ημέρες
Η εκδρομή στη Κάσο το καλοκαίρι του ’21 ήταν σχεδόν νομοτελειακή. Παίρνοντας τα Δωδεκάνησα «στη σειρά» τα τελευταία χρόνια, αυτό που εκκρεμούσε ήταν απλά να έρθει η σειρά της, κάτι που έγινε μετά από ένα χρόνο αναβολή.
Η πληροφόρηση μου γι’ αυτό το νησάκι ήταν ελλιπής, μιας και όσα λίγα είχα ακούσει δεν ήταν και τα καλύτερα, η εμπειρία μου όμως μου ‘χει δείξει να μη βασίζομαι σε φήμες αλλά μόνο στη προσωπική μου άποψη.
Χάρηκα πολύ λοιπόν που κατάφερα και την είδα, χωρίς να το μετανιώσω ούτε στιγμή. Απορώ πραγματικά με όσους λένε για τα μικρά νησιά ότι «δεν έχουν τίποτα» ή ότι «δεν είναι για παραπάνω από μια μέρα», καθώς τα δικά μου βιώματα είναι εντελώς έξω απ’ αυτή τη λογική…
Σχεδόν δεδομένος είναι ο συνδυασμός της και με τη γειτονική Κάρπαθο πολλές φορές, κάτι που προκύπτει και από τη γεωγραφική τους θέση, αλλά ίσως και με τη Κρήτη και το νομό Λασιθίου, που μπορεί να διευκολύνει κατά πολύ το δύσκολο ταξίδι ως εκεί. Αυτό τον τρόπο αξιοποίησα κι εγώ, σαν πιο εφικτό οικονομικά, σε σχέση με την απευθείας ή μέσω Καρπάθου πρόσβαση αεροπορικώς που ήταν ιδιαίτερα ακριβή. Η περίπτωση του πλοίου από Πειραιά είχε ακυρωθεί ακόμα και σαν σκέψη.
Ημέρα πρώτη - Άφιξη
Το πλοίο της χειρότερης εταιρείας που δραστηριοποιείται στις ελληνικές θάλασσες αναχώρησε στις 8 το πρωί από το λιμάνι της Σητείας, πόλη που πέρασα το προηγούμενο βράδυ. Ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος να μη καθυστερεί το ΠΑΝΤΑ καθυστερημένο και πανάκριβο πλοίο, να το παραλαμβάνεις δηλαδή από την αφετηρία του, αν και αυτό είναι ικανό να καθυστερήσει και δεμένο…
Μία ώρα και είκοσι λεπτά μετά δέναμε στο λιμάνι της Κάσου κι εγώ ήμουν απολύτως έτοιμος για μια ακόμα πρόκληση, ένα ακόμα νησί:
Το Φρυ (ή Φρύδι όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι) ξεδιπλώθηκε αμέσως μπροστά μου:
Φόρτωσα την αποσκευή στο όχημα που με περίμενε και ξεκίνησα για το σπίτι που είχα νοικιάσει μέσω booking, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μιας και ο σπιτονοικοκύρης είχε άλλα σχέδια και με άρχισε σε ένα πρόλογο και κάτι τζιριτζάντζουλες τύπου «δε μου βγήκε το πρόγραμμα, έκανα λάθος, θα σας βολέψω αλλού κτλ» κάτι που ομολογουμένως με ξένισε, αν και παραείμαι βολικός άνθρωπος για να τσακωθώ σε διακοπές. Το δωμάτιο που εν τέλει μας παραχώρησε το συμπάθησα από τη πρώτη στιγμή, καθώς παρόλο που δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο είχε το μπαλκόνι ακριβώς μπροστά στη θάλασσα:
Οφείλω να πω ότι τρεις μέρες καταευχαριστηθήκαμε ύπνο, χωρίς κλιματιστικά και αηδίες, ακούγοντας μόνο το κύμα!
Δεν άργησα καθόλου να κάνω τη πρώτη μου αναγνωριστική βόλτα. Το δωμάτιο ήταν απέναντι από το πολύ όμορφο κτήριο της δημοτικής βιβλιοθήκης:
Κι εγώ πήρα τη κατεύθυνση προς τα ανατολικά του Φρυδιού,
ακολουθώντας το δρόμο που λίγο μετά σε οδηγεί στη γειτονική παραλία του Εμπορειού:
Τα χρώματα και τα νερά της ήταν συμπαθέστατα, ότι έπρεπε για μια πρώτη σύντομη βουτιά, μιας και δεν είχα σκοπό να καθίσω πολύ.
Πήρα το δρόμο της επιστροφής βλέποντας πολύ απλές αλλά παράλληλα όμορφες εικόνες:
Δίπλα σχεδόν στο λιμάνι βρίσκεται η παραλία «Κοφτερή» η οποία είναι ουσιαστικά εντός του οικισμού. Ακριβώς επάνω της είναι και το καφέ μπαρ Free (ωραίο λογοπαίγνιο) που κρατάει μέχρι αργά το βράδυ
Και ακόμα ένα καφέ, το Μουράγιο που εξυπηρετεί τη παραλία:
Προχώρησα προς τα ενδότερα του οικισμού, φτάνοντας μπροστά στη μικρή πλατεία και διαπιστώνοντας ότι για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες (μετά τα Ψαρά) βρισκόμουν σε ένα εξίσου ιστορικό νησί, το οποίο μάλιστα καταστράφηκε και αυτό το ίδιο έτος, το 1824:
Στις 27 Μαΐου 1824 ο στόλος της Αιγύπτου επιτέθηκε στο νησί με 45 πλοία εφοδιασμένα με τέσσερις χιλιάδες στρατό τα οποία έκαναν απόβαση σε απόκρημνο μέρος και κυρίευσαν το νησί. Στις 30 Μαΐου ακολούθησε καταστροφή του νησιού, φόνος των νησιωτών, αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδιών. Όσοι μπόρεσαν κατέφυγαν στο βουνό, ενώ άλλοι προσκύνησαν:
Αφού αποφάσισα να διαβάσω καλύτερα την ιστορία του νησιού που δε γνώριζα, προχώρησα στο κατηφορικό δρομάκι που οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα:
Κάνοντας βόλτες στα στενά φτάνοντας ως το δημαρχείο:
Επιστρέφοντας εν τέλει στο πολύ γνωστό αξιοθέατο και σημείο αναφοράς στο Φρυ και στο νησί ολόκληρο φυσικά, τη ξακουστή Μπούκα, με τις εικόνες της Δωδεκανήσου να με κατακλύζουν:
Έκανα μια εξερεύνηση της γύρω περιοχής, διαπιστώνοντας ότι με λίγη καλή θέληση το Φρυ θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο ωραίο, όπως για παράδειγμα το Μανδράκι της «κοντινής» Νισύρου:
Επέστρεψα προς τη Κοφτερή για το καφέ μου και το μεσημεριανό μου μπανάκι. Τίποτα το τρομερό σαν θάλασσα, απλά μια καλή κοντινή λύση:
Γύρω στις 6 ψώνισα κάποιες προμήθειες επιστρέφοντας προς το δωμάτιο περιμένοντας να περάσει η ώρα για να υποδεχτώ το Νίκο, ο οποίος ερχόταν με το αντίθετο δρομολόγιο και είχε αργήσει σχεδόν ένα δίωρο, μιας και το πιο ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟ πλοίο του Αιγαίου είχε κάνει ΠΑΛΙ το θαύμα του:
Αφού τακτοποιηθήκαμε βγήκαμε μια βόλτα στο Φρυ, σούρουπο πλέον, για μερικές ακόμη προμήθειες:
Η πρωτεύουσα της Κάσου άρχισε να «φοράει τα καλά της» και η πανσέληνος του Αυγούστου πάνω απ’ το υπέροχο λιμανάκι βοηθούσε σ’ αυτό.
Ήπιαμε μια μπύρα κι επιστρέψαμε στο δωμάτιο να ετοιμαστούμε:
Εκεί είχαμε και μια πολύ ευχάριστη επίσκεψη, από ένα συνάδελφο και φίλο του Νίκου τον Μ, ο οποίος είναι από τη Κάσο κι έτυχε να βρίσκεται στο νησί, γεγονός που μας χαροποίησε καθώς θα μαθαίναμε τι παίζει από πρώτο χέρι και θα αποκτούσαμε προσβάσεις.
Ήπιαμε μερικά παγωμένα ωραία ποτάκια στο μπαλκόνι και βγήκαμε για βόλτα και φαγητό στο Φρυ, ξεκινώντας από το Μουράγιο για μπυρίτσα και μεζέ και συνεχίζοντας στη Μπούκα:
Η φωταγώγηση του σημείου μέσα απ’ το νερό, έδινε καταπληκτικές εικόνες:
Εικόνες που κρατήσαμε μέχρι να κοιμηθούμε, κάνοντας πρώτα ένα πέρασμα ως οφείλαμε από τα μπαράκια, όντας όμως πολύ κουρασμένοι δε το κάψαμε. Ένα τελευταίο ποτό στο μπαλκόνι και ο ήχος των κυμάτων ήταν το ιδανικό κλείσιμο της βραδιάς!
Ημέρα Δεύτερη
Είχαμε ήδη συμφωνήσει από το προηγούμενο βράδυ με τον Μ να κάνουμε μαζί την εκδρομή στ’ Αρμάθια, γι’ αυτό και ξεχυθήκαμε στους δρόμους λίγο μετά τις 11 ξεκούραστοι πλέον, ώστε να έχουμε χρόνο να φάμε κάτι και να πιούμε το καφεδάκι μας:
Η εκδρομή ξεκινάει στη μία το μεσημέρι και διεξάγεται με ακόμα ένα θρυλικό πλοίο του αιγαίου, το «Kasos Princes» που μας περίμενε δεμένο στο λιμάνι.
Ένα λιμάνι από το οποίο μπορεί να δει κανείς και τη μπούκα εξωτερικά από τη μία πλευρά και τα υπόλοιπα χωριά της Κάσου από την άλλη:
Ευτυχώς οι καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά καλές και μπορούσε να διεξαχθεί η εκδρομή. Το πλοίο ξεκίνησε λίγα λεπτά αργότερα, μιας και ο κόσμος ήταν ιδιαίτερα πολύς και της τελευταίας στιγμής ως συνήθως:
Ο άνεμος έδινε μια ιδιαίτερη τσαχπινιά στη πλεύση μας :
Μισή περίπου ώρα μετά αντικρύζαμε τις πρώτες εντυπωσιακές εικόνες απ’ το ακατοίκητο αυτό νησάκι:
Νομίζω ότι δε χρειάζεται να περιγράψω κάτι καθώς η εικόνα τα λέει όλα:
Η αποβίβαση στο νησί γινόταν με ένα μικρό βαρκάκι, ωστόσο κάποιοι θεώρησαν προτιμότερο να επισπεύσουν τη διαδικασία και πολύ καλά έκαναν:
Τα Αρμάθια δεν ήταν πάντα ακατοίκητο νησί, καθώς αν γυρίσει κάποιος περισσότερο από 70 χρόνια πίσω θα συναντήσει πληθυσμό 100 περίπου κατοίκων που ζούσε εκεί εκμεταλλευόμενος την εξόρυξη γύψου που γινόταν στο νησί.
Η περίφημη παραλία «Μάρμαρα» όπου θα βρισκόμασταν, έχει χαρακτηριστεί μία από τις καλύτερες της Μεσογείου.
Από τα μέσα του 2000 υπάρχει στο νησί παρατηρητήριο για να μπορούν οι φυσιολάτρες και τα μέλη οικολογικών οργανώσεων να μελετούν την πανίδα της περιοχής.
Πιάσαμε μια από τις ομπρέλες που διατίθενται για σκιά μιας και ο ήλιος εκείνες τις ώρες στις συνθήκες του νησιού ήταν απάλευτος. Σε περίπτωση που κάποιος δε προλάβει ή δεν έχει δική του ομπρέλα, το πλήρωμα του πλοίου φροντίζει γι’ αυτό:
Πριν βουτήξω για δεύτερη φορά, ξεκίνησα την εξερεύνηση στη πανέμορφη παραλία.
Ο Μ το πήρε πιο ζεστά και ανηφόρισε το λόφο, κάτι που δεν έκανα γιατί δεν είχα φροντίσει να πάρω μαζί μου παπούτσια και παραδόξως δεν είχα το κουράγιο μες το καυτό ήλιο:
Αρκετοί ήταν αυτοί που προτίμησαν τη φυσική σκιά ανάμεσα στους βράχους και τις μικρές σπηλιές που σχηματιζόντουσαν στη διπλανή παραλία:
Οι προμήθειες σε μια τέτοια εκδρομή παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, έτσι η μητέρα του Μ φρόντισε να μας στείλει ότι καλύτερο βγάζει το νησί για κολατσιό, δηλαδή αυγουλάκια, ξυλάγγουρο, τις πολύ νόστιμες ξερές κουλούρες με το αρωματικό και τη γνωστή σκληρή γραβιέρα, όλα ντόπια! Εμείς είχαμε φροντίσει για τα καύσιμα, με αρκετές παγωμένες μπύρες. Έκαστος στο είδος του:
Απολαύσαμε τις βουτιές μας στα καταπληκτικά νερά και γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι επιστρέψαμε στο Princes με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κατεβήκαμε. Με το βαρκάκι:
Αναχωρήσαμε για το Φρυ με λίγο πιο ήρεμη θάλασσα αυτή τη φορά:
Πλέοντας παράλληλα με το αεροδρόμιο και τα πρώτα σπίτια του οικισμού:
Φτάσαμε στο λιμάνι και αφού δώσαμε ραντεβού με τον Μ λίγη ώρα μετά προκειμένου να βολτάρουμε, κάναμε μια σύντομη περαντζάδα στον οικισμό:
Την ώρα που ο «Πρέβελης» προσέγγιζε το νησί:
Λίγο μετά τις έξι φορτωθήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε τους στενούς στριφογυριστούς δρόμους της Κάσου, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά:
Φτάσαμε στο παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, όμορφο και σκαρφαλωμένο στη κορυφή σχεδόν του βουνού:
Η θέα από κείνο το σημείο προς τη Κάρπαθο ήταν υπέροχη και ανεμπόδιστη:
Δεν ίσχυε όμως το ίδιο προς το Φρυ, καθώς η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά και θολή, την ώρα που ο Πρέβελης ξεκινούσε και πάλι το ταξίδι του:
Συνεχίσαμε επιστρέφοντας προς το Φρυ και περνώντας στ’ αριστερά του οικισμού, πάνω ακριβώς από τ’ αεροδρόμιο:
Κάνοντας στάση στο «Κατάρτι» για τη φωτογραφία, μια όμορφη σκηνή ουσιαστικά φτιαγμένη από καλάμια, που απ’ ότι μάθαμε μπορεί να πάει όποιος θέλει ν’ αράξει, να ψήσει, να περάσει μερικές ώρες, σεβόμενος πάντα το κόπο των ντόπιων και το φυσικό περιβάλλον:
Καταλήξαμε λίγο μετά στη παραλία της Αμμούας και τη γνωστή καντίνα:
Ο καιρός και ο αέρας δυστυχώς στο σημείο εκείνο δεν ευνοούσε το απογευματινό μπάνιο αν και πολύ θα το ήθελα:
Αρκέστηκα έτσι στην εξερεύνηση της περιοχής φτάνοντας μέχρι το εκκλησάκι
Και στις παγωμένες μπύρες της καντίνας – ταβέρνας, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα:
Είναι ένα μέρος που συγκέντρωνε αρκετό κόσμο γι’ αυτό το λόγο, ιδιαίτερα ντόπιους, που αρκετοί μάλιστα φρόντισαν να στρωθούν και για φαγητό αμέσως μετά:
Εμείς θα κάναμε κάτι αντίστοιχο, προτιμώντας ωστόσο το χωριό, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε σ’ αυτό βράδυ πλέον:
Ξέραμε ότι ένα από τα καλύτερα ουζερί – εστιατόρια ήταν το «Μελτέμι» και ότι αν αργούσαμε να πάμε όπως το χθεσινό βράδυ δε θα βρίσκαμε τίποτα καθώς πάντα γίνεται χαμός. Λίγο η τύχη μας φτάνοντας νωρίς, πολύ περισσότερο οι γνωριμίες του Μ, μας έστρωσαν στο πρώτο τραπέζι του μαγαζιού, στο οποίο κατέφθανε συνεχώς κόσμος.
Το φαγητό ήταν εξαιρετικό και δεν έμεινε λέπι. Φάβα, ντολμαδάκια, σαλάτα χόρτα, αθερίνα, χταπόδι, γαύρος μαρινάτος και φυσικά το παραδοσιακό πιάτο και αυτού του νησιού, μακαρούνες δηλαδή με σιτάκα, όπως το λένε και οι ντόπιοι:
Το επίσης τοπικό βιολογικό κρασί που τιμήσαμε δε μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, καθώς ίσως ήταν περισσότερο για χειμωνιάτικες μέρες. Στο σύνολο όμως όλα ήταν εξαιρετικά:
Γυρίσαμε προς το Φρυ για να πιούμε ένα ποτό στο μπαράκι πάνω απ’ τη μπούκα, στο οποίο μέσα γινόταν ο κακός χαμός από κόσμο και ορθίους, εικόνα που μου φαίνεται τόσο μακρινή με όλα όσα περάσαμε τα τελευταία χρόνια…
Μετά τις 12 κινηθήκαμε στο δρόμο για τον Εμπορειό φτάνοντας στο After του νησιού, το οποίο δεν είχα καταλάβει τη προηγούμενη μέρα αν λειτουργεί ή αν είναι κλειστό καμιά δεκαετία τώρα, μιας και η παλιακή είσοδος, η σκουριά και η παραμέληση έδειχναν εικόνα εγκατάλειψης. Έκανα λάθος:
Προς το παρόν δεν είχε ψυχή, οπότε καταλήξαμε για μερικές μπύρες στο Free, αρχικά σε σταντάκι μπροστά στη παραλία και για τη συνέχεια μέσα, απολαμβάνοντας μετά από πολύ καιρό τα «προνόμια» του εμβολιασμού.
Αφού χαιρετηθήκαμε με τον Μ που αναχωρούσε την άλλη μέρα για Αθήνα ανανεώνοντας το ραντεβού μας στην Αττική πρωτεύουσα, επιστρέψαμε στο «Εν Πλω» που εκείνη την ώρα είχε φισκάρει, δοκιμάζοντας τις αντοχές μας στην παραδοσιακή αιλυνική τραπ και στο Νίκο Βέρτη, κλείνοντας τελικά τη βραδιά μας όπως έπρεπε, πίνοντας κουβανέζικο ρούμι και ακούγοντας σωστές μουσικές στο μπαλκόνι μας. Ωραία πράγματα…
Ημέρα Τρίτη
Η Κυριακή στη Κάσο ξεκίνησε ράθυμα και νωχελικά μετά το ξενύχτι της προηγουμένης, πίνοντας καφέ στο πολύ ωραίο καφενείο άνωθεν της μπούκας, καταστρώνοντας σχέδια για το υπόλοιπο της ημέρας:
Βολτάραμε για λίγο στο Φρυ, ανακαλύπτοντας κι άλλα ωραία στενάκια:
Καταλήγοντας στη κοφτερή για βουτιά, μαζί με τις μεσημεριανές μας μπύρες. Θέλαμε να γίνει αυτό στη Χέλατρο, μία από τις καλύτερες παραλίες του νησιού (καιρικών συνθηκών επιτρέποντος), ωστόσο κάτι τέτοιο είναι απολύτως ανέφικτο αν δε διαθέτεις όχημα…
Περιμέναμε να πέσει κάπως ο ήλιος και η ζέστη προκειμένου να ξεκινήσουμε τη περιήγηση μας, κάτι που περιλάμβανε αρκετή πεζοπορία, έτσι λίγο πριν τις έξι πήραμε το δρόμο για το όμορφο χωριό της Παναγιάς που βρίσκεται αρκετά κοντά στο Φρυ:
Ανεβήκαμε το στριφογυριστό δρόμο ανάμεσα από τα όμορφα σπίτια και καταλήξαμε στην πολύ όμορφη εκκλησία του χωριού:
Το αξιοθέατο βέβαια που θέλαμε να δούμε και μας έφερε ως εκεί, δεν ήταν άλλο από τις πολύ γνωστές «έξι εκκλησίες» που συναντήσαμε αμέσως μετά:
Οι έξι εκκλησίες της Κάσου βρίσκονται στην απάνω γειτονιά που είναι και το ψηλότερο σημείο του χωριού, μιας και πιστεύεται σύμφωνα με την παράδοση ότι στη θέση που σήμερα βρίσκονται οι έξι εκκλησίες, κατοικούσαν έξι νεράιδες.
Αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες συνεχίσαμε στον ανηφορικό δρόμο:
Έχοντας θέα σε κείνη τη πλευρά προς το Φρυ:
Κι αφού βγήκαμε στο κεντρικό:
Κάναμε μια στάση προκειμένου να ξεκουραστούμε και να ξεδιψάσουμε μιας και είχαμε αρκετή συνέχεια:
Ο δρόμος προς το Αρβανιτοχώρι που ήταν ο επόμενος στόχος μας ήταν σε ανεκτά επίπεδα ανηφορικός, όμως αρκετά μακρινός:
Το τοπίο ήταν υπέροχο καθώς υπήρχε σχετική βλάστηση. Είδαμε κι ένα μελισσοκόμο επί το έργον, μιας και το θυμαρίσιο μέλι είναι από τα εκλεκτά παράγωγα του νησιού.
Γενικώς η Κάσος φημίζεται για τα μυρωδικά της που χρησιμοποιούνται σε πολλές παραλλαγές στη κουζίνα, κάτι που καταλαβαίνει κανείς από τις πρώτες ώρες του στο νησί, μιας και η ωραία μυρωδιά στον αέρα εκτός οικισμών είναι διάχυτη!
Το χωριό δεν άργησε μεν να φανεί, ωστόσο εμείς κινούμασταν περιφερειακά, με αποτέλεσμα να έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε:
Τουλάχιστον πλησιάζαμε όλο και περισσότερο, αναγκαζόμενοι για κάμποσα μέτρα να περάσουμε και χωματόδρομο:
Μπήκαμε θαυμάζοντας το όμορφο χωριό:
Ώσπου λίγα μέτρα μετά η επιμονή του περιπατητή δικαιώθηκε πανηγυρικά. Στη «Μαρούκλα»:
Ένα από τα πιο όμορφα και γνωστά ταβερνοκαφενεία της Κάσου και γενικώς της Δωδεκανήσου βρέθηκε στο δρόμο μας, κάτι που μόνο τυχαίο δεν ήταν βέβαια καθώς είχαμε από αρκετούς μήνες πριν τη σχετική πληροφόρηση:
Πιάσαμε ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε δύο ΒΑΠ, πάντα μαζί με τον απαραίτητο παραδοσιακό μεζέ, όση ώρα περιμέναμε τη κουζίνα να ξεκινήσει. Οι δύο βέβαια δεν άργησαν να γίνουν τέσσερις και πάει λέγοντας…
Κάπου εκεί και μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία πήρα τη μηχανή στα χέρια μου κι έκανα μια βόλτα στο χωριό πριν πέσει ο ήλιος:
Είδα την εκκλησία του, όμορφα σπίτια και στενάκια, μέχρι να επιστρέψω στο τραπέζι μου:
Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, μιας και τα παραδοσιακά χόρτα θαλάσσης με κρεμμύδι, τα επίσης παραδοσιακά ντολμαδάκια (με κιμά παρακαλώ) και το ψητό ψωμί είχαν καταφτάσει, περιμένοντας τα κρεατικά:
Περασμένες εννιά και πάνω που η Μαρούκλα άρχισε να γεμίζει μιας και τα περισσότερα τραπέζια ήταν με κράτηση, πήραμε τον ευτυχώς κατηφορικό δρόμο της επιστροφής, με το φεγγάρι να 'ναι σύμμαχος μας στη βραδινή πεζοπορία :
Μ’ ένα ποτάκι στο χέρι και πανέμορφες νησιώτικες εικόνες, αυτές που αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν κινείσαι πεζός φτάσαμε λίγα λεπτά μετά στο Φρυ:
Δεν υπήρχε πολύς χρόνος διαθέσιμος, έτσι ετοιμαστήκαμε αρκετά γρήγορα και βγήκαμε προς τη Μπούκα:
Η Κάσος εκείνο το βράδυ φορούσε τα καλά της και το γραφικό λιμανάκι είχε γεμίσει κόσμο, προκειμένου να υποδεχτεί το Θανάση Πολυκανδριώτη και την ορχήστρα του, που γέμισε πενιές το Δωδεκανήσιο ουρανό:
Πήραμε δυο μπύρες και καθίσαμε στα σκαλάκια να δούμε τη συναυλία, που τελείωσε δυστυχώς στην ώρα της λίγο μετά τις 12:
Χωρίς ιδιαίτερη πίεση μεταφερθήκαμε στο διπλανό μπαράκι προτού σκάσει ο πολύς ο κόσμος για να συνεχίσουμε
Και με την ακριβώς ίδια λογική καμιά ώρα μετά στο Εν Πλω:
Μας είχε λείψει τόσο με όλα αυτά ο κλειστός χώρος και το μπαρ, όντας πολύ χαρούμενοι που το ζήσαμε ξανά, πόσο μάλλον σε διακοπές. Ο ιδιοκτήτης μας έπιασε αμέσως τη κουβέντα, ρωτώντας μας μάλιστα ευγενικά αν επιθυμούμε ν’ ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο πριν πλακώσει η πιτσιρικαρία, συνεχίζοντας με μια πολύ ωραία συζήτηση για τη ζωή στη Κάσο, παρέα με μερικές ακόμα μπυρίτσες:
Γεμάτοι από τις εικόνες και τις τρίτης μας ημέρας επιστρέψαμε στο δωμάτιο, όπου το άχαστο τρίπτυχο μουσικής – ποτού και καλής παρέας έκλεισε τη νύχτα σε αρκετά προχωρημένη και πάλι ώρα…
Ημέρα τέταρτη - Αναχώρηση
Η τελευταία ημέρα στο νησί είχε φτάσει. Ο ιδιοκτήτης μας είχε ενημερώσει ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε το δωμάτιο μέχρι τις 4 χωρίς κανένα πρόβλημα, οπότε αφού τον ευχαριστήσαμε κατεβήκαμε στο Φρυ για αναμνηστικά και ψώνια, επιλέγοντας τις ξερές κουλούρες Κάσου που αποτελούν εξαιρετική περίπτωση:
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο με την υπέροχη θέα και τον ήχο από τα κύματα διαπιστώνοντας πόσο πολύ μας είχε ξεκουράσει όλο αυτό:
Ξαναβγήκαμε στο γνωστό δρόμο με κατεύθυνση τη παραλία του Εμπορειού:
Στην οποία βρεθήκαμε μετά από λίγα μέτρα. Η ομώνυμη ταβέρνα ήταν πάντα γεμάτη κόσμο και πάντα δελεαστική, οι ντόπιοι όμως μας απέτρεψαν να πάμε σε προηγούμενες συζητήσεις μας, χωρίς να καταλάβω ακριβώς το λόγο:
Τα νερά φαινόντουσαν υπέροχα και θα τα δοκιμάζαμε αφού πρώτα κάνουμε στάση στο διπλανό καφέ:
Η ζέστη ήταν υπέρ αρκετή, ο καφές ζεστάθηκε, έτσι πριν ανοίξει η πρώτη μπύρα κινήθηκα προς τη θάλασσα που με προκαλούσε:
Το μπανάκι ήταν όντως απολαυστικό:
Ο χρόνος όμως μετρούσε αντίστροφα, έτσι αφού χαιρετήσαμε τον Γ που είχαμε γνωρίσει από το πρώτο βράδυ στο νησί και ήπιε μαζί μας μια μπύρα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για να φορτώσουμε τα πράγματα:
Κατεβήκαμε στο λιμάνι:
Το Kasos Princess θα αναχωρούσε στις 5 το απόγευμα, για τον επόμενο νησιωτικό προορισμό μας, τη γειτονική Κάρπαθο, μιας και διεξάγει και αυτό το συγκεκριμένο -επιδοτούμενο μάλιστα- δρομολόγιο:
Στην ώρα μας και αφού τελείωσαν τα διαδικαστικά το πλοίο αναχώρησε:
Με μένα να παίρνω κάποιες τελευταίες εικόνες του νησιού:
Καθώς η πλεύση συνεχιζόταν παράλληλα με τις ακτές του, πριν κάνει τη στροφή για να συναντήσει τη Κάρπαθο:
Αφήναμε πίσω μας τη Κάσο με ένα μεγάλο χαμόγελο, μιας και το νησί υπερέβη τελικά τις προσδοκίες μας, περνώντας ευχάριστα, φιλόξενα και γεμίζοντας εικόνες από ακόμα ένα τόπο της άγονης γραμμής. Μην ακούω υπερβολές και άλλες τέτοιες εξυπνάδες ότι δε χρήζει επίσκεψής! Όλα τα νησάκια τέτοιου τύπου χρήζουν επίσκεψης καθώς αυτό που εν τέλει θα σου δώσουν δε μπορείς να το βρεις πουθενά αλλού. Τολμήστε το και δε θα απογοητευτείτε!
Μακάρι να ήταν σε πιο «βολικό» σημείο και να κατάφερνα να τη ξαναδώ. Πολύ θα το ήθελα.
Επίσκεψη : Αύγουστος 2021
Διάρκεια: 4 ημέρες
Η εκδρομή στη Κάσο το καλοκαίρι του ’21 ήταν σχεδόν νομοτελειακή. Παίρνοντας τα Δωδεκάνησα «στη σειρά» τα τελευταία χρόνια, αυτό που εκκρεμούσε ήταν απλά να έρθει η σειρά της, κάτι που έγινε μετά από ένα χρόνο αναβολή.
Η πληροφόρηση μου γι’ αυτό το νησάκι ήταν ελλιπής, μιας και όσα λίγα είχα ακούσει δεν ήταν και τα καλύτερα, η εμπειρία μου όμως μου ‘χει δείξει να μη βασίζομαι σε φήμες αλλά μόνο στη προσωπική μου άποψη.
Χάρηκα πολύ λοιπόν που κατάφερα και την είδα, χωρίς να το μετανιώσω ούτε στιγμή. Απορώ πραγματικά με όσους λένε για τα μικρά νησιά ότι «δεν έχουν τίποτα» ή ότι «δεν είναι για παραπάνω από μια μέρα», καθώς τα δικά μου βιώματα είναι εντελώς έξω απ’ αυτή τη λογική…
Σχεδόν δεδομένος είναι ο συνδυασμός της και με τη γειτονική Κάρπαθο πολλές φορές, κάτι που προκύπτει και από τη γεωγραφική τους θέση, αλλά ίσως και με τη Κρήτη και το νομό Λασιθίου, που μπορεί να διευκολύνει κατά πολύ το δύσκολο ταξίδι ως εκεί. Αυτό τον τρόπο αξιοποίησα κι εγώ, σαν πιο εφικτό οικονομικά, σε σχέση με την απευθείας ή μέσω Καρπάθου πρόσβαση αεροπορικώς που ήταν ιδιαίτερα ακριβή. Η περίπτωση του πλοίου από Πειραιά είχε ακυρωθεί ακόμα και σαν σκέψη.
Ημέρα πρώτη - Άφιξη
Το πλοίο της χειρότερης εταιρείας που δραστηριοποιείται στις ελληνικές θάλασσες αναχώρησε στις 8 το πρωί από το λιμάνι της Σητείας, πόλη που πέρασα το προηγούμενο βράδυ. Ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος να μη καθυστερεί το ΠΑΝΤΑ καθυστερημένο και πανάκριβο πλοίο, να το παραλαμβάνεις δηλαδή από την αφετηρία του, αν και αυτό είναι ικανό να καθυστερήσει και δεμένο…

Μία ώρα και είκοσι λεπτά μετά δέναμε στο λιμάνι της Κάσου κι εγώ ήμουν απολύτως έτοιμος για μια ακόμα πρόκληση, ένα ακόμα νησί:

Το Φρυ (ή Φρύδι όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι) ξεδιπλώθηκε αμέσως μπροστά μου:

Φόρτωσα την αποσκευή στο όχημα που με περίμενε και ξεκίνησα για το σπίτι που είχα νοικιάσει μέσω booking, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μιας και ο σπιτονοικοκύρης είχε άλλα σχέδια και με άρχισε σε ένα πρόλογο και κάτι τζιριτζάντζουλες τύπου «δε μου βγήκε το πρόγραμμα, έκανα λάθος, θα σας βολέψω αλλού κτλ» κάτι που ομολογουμένως με ξένισε, αν και παραείμαι βολικός άνθρωπος για να τσακωθώ σε διακοπές. Το δωμάτιο που εν τέλει μας παραχώρησε το συμπάθησα από τη πρώτη στιγμή, καθώς παρόλο που δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο είχε το μπαλκόνι ακριβώς μπροστά στη θάλασσα:

Οφείλω να πω ότι τρεις μέρες καταευχαριστηθήκαμε ύπνο, χωρίς κλιματιστικά και αηδίες, ακούγοντας μόνο το κύμα!
Δεν άργησα καθόλου να κάνω τη πρώτη μου αναγνωριστική βόλτα. Το δωμάτιο ήταν απέναντι από το πολύ όμορφο κτήριο της δημοτικής βιβλιοθήκης:

Κι εγώ πήρα τη κατεύθυνση προς τα ανατολικά του Φρυδιού,

ακολουθώντας το δρόμο που λίγο μετά σε οδηγεί στη γειτονική παραλία του Εμπορειού:

Τα χρώματα και τα νερά της ήταν συμπαθέστατα, ότι έπρεπε για μια πρώτη σύντομη βουτιά, μιας και δεν είχα σκοπό να καθίσω πολύ.
Πήρα το δρόμο της επιστροφής βλέποντας πολύ απλές αλλά παράλληλα όμορφες εικόνες:


Δίπλα σχεδόν στο λιμάνι βρίσκεται η παραλία «Κοφτερή» η οποία είναι ουσιαστικά εντός του οικισμού. Ακριβώς επάνω της είναι και το καφέ μπαρ Free (ωραίο λογοπαίγνιο) που κρατάει μέχρι αργά το βράδυ

Και ακόμα ένα καφέ, το Μουράγιο που εξυπηρετεί τη παραλία:

Προχώρησα προς τα ενδότερα του οικισμού, φτάνοντας μπροστά στη μικρή πλατεία και διαπιστώνοντας ότι για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες (μετά τα Ψαρά) βρισκόμουν σε ένα εξίσου ιστορικό νησί, το οποίο μάλιστα καταστράφηκε και αυτό το ίδιο έτος, το 1824:

Στις 27 Μαΐου 1824 ο στόλος της Αιγύπτου επιτέθηκε στο νησί με 45 πλοία εφοδιασμένα με τέσσερις χιλιάδες στρατό τα οποία έκαναν απόβαση σε απόκρημνο μέρος και κυρίευσαν το νησί. Στις 30 Μαΐου ακολούθησε καταστροφή του νησιού, φόνος των νησιωτών, αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδιών. Όσοι μπόρεσαν κατέφυγαν στο βουνό, ενώ άλλοι προσκύνησαν:

Αφού αποφάσισα να διαβάσω καλύτερα την ιστορία του νησιού που δε γνώριζα, προχώρησα στο κατηφορικό δρομάκι που οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα:


Κάνοντας βόλτες στα στενά φτάνοντας ως το δημαρχείο:

Επιστρέφοντας εν τέλει στο πολύ γνωστό αξιοθέατο και σημείο αναφοράς στο Φρυ και στο νησί ολόκληρο φυσικά, τη ξακουστή Μπούκα, με τις εικόνες της Δωδεκανήσου να με κατακλύζουν:

Έκανα μια εξερεύνηση της γύρω περιοχής, διαπιστώνοντας ότι με λίγη καλή θέληση το Φρυ θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο ωραίο, όπως για παράδειγμα το Μανδράκι της «κοντινής» Νισύρου:


Επέστρεψα προς τη Κοφτερή για το καφέ μου και το μεσημεριανό μου μπανάκι. Τίποτα το τρομερό σαν θάλασσα, απλά μια καλή κοντινή λύση:

Γύρω στις 6 ψώνισα κάποιες προμήθειες επιστρέφοντας προς το δωμάτιο περιμένοντας να περάσει η ώρα για να υποδεχτώ το Νίκο, ο οποίος ερχόταν με το αντίθετο δρομολόγιο και είχε αργήσει σχεδόν ένα δίωρο, μιας και το πιο ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟ πλοίο του Αιγαίου είχε κάνει ΠΑΛΙ το θαύμα του:

Αφού τακτοποιηθήκαμε βγήκαμε μια βόλτα στο Φρυ, σούρουπο πλέον, για μερικές ακόμη προμήθειες:



Η πρωτεύουσα της Κάσου άρχισε να «φοράει τα καλά της» και η πανσέληνος του Αυγούστου πάνω απ’ το υπέροχο λιμανάκι βοηθούσε σ’ αυτό.

Ήπιαμε μια μπύρα κι επιστρέψαμε στο δωμάτιο να ετοιμαστούμε:

Εκεί είχαμε και μια πολύ ευχάριστη επίσκεψη, από ένα συνάδελφο και φίλο του Νίκου τον Μ, ο οποίος είναι από τη Κάσο κι έτυχε να βρίσκεται στο νησί, γεγονός που μας χαροποίησε καθώς θα μαθαίναμε τι παίζει από πρώτο χέρι και θα αποκτούσαμε προσβάσεις.
Ήπιαμε μερικά παγωμένα ωραία ποτάκια στο μπαλκόνι και βγήκαμε για βόλτα και φαγητό στο Φρυ, ξεκινώντας από το Μουράγιο για μπυρίτσα και μεζέ και συνεχίζοντας στη Μπούκα:

Η φωταγώγηση του σημείου μέσα απ’ το νερό, έδινε καταπληκτικές εικόνες:

Εικόνες που κρατήσαμε μέχρι να κοιμηθούμε, κάνοντας πρώτα ένα πέρασμα ως οφείλαμε από τα μπαράκια, όντας όμως πολύ κουρασμένοι δε το κάψαμε. Ένα τελευταίο ποτό στο μπαλκόνι και ο ήχος των κυμάτων ήταν το ιδανικό κλείσιμο της βραδιάς!
Ημέρα Δεύτερη
Είχαμε ήδη συμφωνήσει από το προηγούμενο βράδυ με τον Μ να κάνουμε μαζί την εκδρομή στ’ Αρμάθια, γι’ αυτό και ξεχυθήκαμε στους δρόμους λίγο μετά τις 11 ξεκούραστοι πλέον, ώστε να έχουμε χρόνο να φάμε κάτι και να πιούμε το καφεδάκι μας:

Η εκδρομή ξεκινάει στη μία το μεσημέρι και διεξάγεται με ακόμα ένα θρυλικό πλοίο του αιγαίου, το «Kasos Princes» που μας περίμενε δεμένο στο λιμάνι.

Ένα λιμάνι από το οποίο μπορεί να δει κανείς και τη μπούκα εξωτερικά από τη μία πλευρά και τα υπόλοιπα χωριά της Κάσου από την άλλη:


Ευτυχώς οι καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά καλές και μπορούσε να διεξαχθεί η εκδρομή. Το πλοίο ξεκίνησε λίγα λεπτά αργότερα, μιας και ο κόσμος ήταν ιδιαίτερα πολύς και της τελευταίας στιγμής ως συνήθως:

Ο άνεμος έδινε μια ιδιαίτερη τσαχπινιά στη πλεύση μας :

Μισή περίπου ώρα μετά αντικρύζαμε τις πρώτες εντυπωσιακές εικόνες απ’ το ακατοίκητο αυτό νησάκι:

Νομίζω ότι δε χρειάζεται να περιγράψω κάτι καθώς η εικόνα τα λέει όλα:


Η αποβίβαση στο νησί γινόταν με ένα μικρό βαρκάκι, ωστόσο κάποιοι θεώρησαν προτιμότερο να επισπεύσουν τη διαδικασία και πολύ καλά έκαναν:


Τα Αρμάθια δεν ήταν πάντα ακατοίκητο νησί, καθώς αν γυρίσει κάποιος περισσότερο από 70 χρόνια πίσω θα συναντήσει πληθυσμό 100 περίπου κατοίκων που ζούσε εκεί εκμεταλλευόμενος την εξόρυξη γύψου που γινόταν στο νησί.
Η περίφημη παραλία «Μάρμαρα» όπου θα βρισκόμασταν, έχει χαρακτηριστεί μία από τις καλύτερες της Μεσογείου.
Από τα μέσα του 2000 υπάρχει στο νησί παρατηρητήριο για να μπορούν οι φυσιολάτρες και τα μέλη οικολογικών οργανώσεων να μελετούν την πανίδα της περιοχής.
Πιάσαμε μια από τις ομπρέλες που διατίθενται για σκιά μιας και ο ήλιος εκείνες τις ώρες στις συνθήκες του νησιού ήταν απάλευτος. Σε περίπτωση που κάποιος δε προλάβει ή δεν έχει δική του ομπρέλα, το πλήρωμα του πλοίου φροντίζει γι’ αυτό:

Πριν βουτήξω για δεύτερη φορά, ξεκίνησα την εξερεύνηση στη πανέμορφη παραλία.


Ο Μ το πήρε πιο ζεστά και ανηφόρισε το λόφο, κάτι που δεν έκανα γιατί δεν είχα φροντίσει να πάρω μαζί μου παπούτσια και παραδόξως δεν είχα το κουράγιο μες το καυτό ήλιο:


Αρκετοί ήταν αυτοί που προτίμησαν τη φυσική σκιά ανάμεσα στους βράχους και τις μικρές σπηλιές που σχηματιζόντουσαν στη διπλανή παραλία:

Οι προμήθειες σε μια τέτοια εκδρομή παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, έτσι η μητέρα του Μ φρόντισε να μας στείλει ότι καλύτερο βγάζει το νησί για κολατσιό, δηλαδή αυγουλάκια, ξυλάγγουρο, τις πολύ νόστιμες ξερές κουλούρες με το αρωματικό και τη γνωστή σκληρή γραβιέρα, όλα ντόπια! Εμείς είχαμε φροντίσει για τα καύσιμα, με αρκετές παγωμένες μπύρες. Έκαστος στο είδος του:

Απολαύσαμε τις βουτιές μας στα καταπληκτικά νερά και γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι επιστρέψαμε στο Princes με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κατεβήκαμε. Με το βαρκάκι:


Αναχωρήσαμε για το Φρυ με λίγο πιο ήρεμη θάλασσα αυτή τη φορά:

Πλέοντας παράλληλα με το αεροδρόμιο και τα πρώτα σπίτια του οικισμού:

Φτάσαμε στο λιμάνι και αφού δώσαμε ραντεβού με τον Μ λίγη ώρα μετά προκειμένου να βολτάρουμε, κάναμε μια σύντομη περαντζάδα στον οικισμό:


Την ώρα που ο «Πρέβελης» προσέγγιζε το νησί:

Λίγο μετά τις έξι φορτωθήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε τους στενούς στριφογυριστούς δρόμους της Κάσου, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά:

Φτάσαμε στο παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, όμορφο και σκαρφαλωμένο στη κορυφή σχεδόν του βουνού:

Η θέα από κείνο το σημείο προς τη Κάρπαθο ήταν υπέροχη και ανεμπόδιστη:


Δεν ίσχυε όμως το ίδιο προς το Φρυ, καθώς η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά και θολή, την ώρα που ο Πρέβελης ξεκινούσε και πάλι το ταξίδι του:

Συνεχίσαμε επιστρέφοντας προς το Φρυ και περνώντας στ’ αριστερά του οικισμού, πάνω ακριβώς από τ’ αεροδρόμιο:

Κάνοντας στάση στο «Κατάρτι» για τη φωτογραφία, μια όμορφη σκηνή ουσιαστικά φτιαγμένη από καλάμια, που απ’ ότι μάθαμε μπορεί να πάει όποιος θέλει ν’ αράξει, να ψήσει, να περάσει μερικές ώρες, σεβόμενος πάντα το κόπο των ντόπιων και το φυσικό περιβάλλον:


Καταλήξαμε λίγο μετά στη παραλία της Αμμούας και τη γνωστή καντίνα:

Ο καιρός και ο αέρας δυστυχώς στο σημείο εκείνο δεν ευνοούσε το απογευματινό μπάνιο αν και πολύ θα το ήθελα:

Αρκέστηκα έτσι στην εξερεύνηση της περιοχής φτάνοντας μέχρι το εκκλησάκι

Και στις παγωμένες μπύρες της καντίνας – ταβέρνας, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα:

Είναι ένα μέρος που συγκέντρωνε αρκετό κόσμο γι’ αυτό το λόγο, ιδιαίτερα ντόπιους, που αρκετοί μάλιστα φρόντισαν να στρωθούν και για φαγητό αμέσως μετά:

Εμείς θα κάναμε κάτι αντίστοιχο, προτιμώντας ωστόσο το χωριό, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε σ’ αυτό βράδυ πλέον:

Ξέραμε ότι ένα από τα καλύτερα ουζερί – εστιατόρια ήταν το «Μελτέμι» και ότι αν αργούσαμε να πάμε όπως το χθεσινό βράδυ δε θα βρίσκαμε τίποτα καθώς πάντα γίνεται χαμός. Λίγο η τύχη μας φτάνοντας νωρίς, πολύ περισσότερο οι γνωριμίες του Μ, μας έστρωσαν στο πρώτο τραπέζι του μαγαζιού, στο οποίο κατέφθανε συνεχώς κόσμος.
Το φαγητό ήταν εξαιρετικό και δεν έμεινε λέπι. Φάβα, ντολμαδάκια, σαλάτα χόρτα, αθερίνα, χταπόδι, γαύρος μαρινάτος και φυσικά το παραδοσιακό πιάτο και αυτού του νησιού, μακαρούνες δηλαδή με σιτάκα, όπως το λένε και οι ντόπιοι:

Το επίσης τοπικό βιολογικό κρασί που τιμήσαμε δε μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, καθώς ίσως ήταν περισσότερο για χειμωνιάτικες μέρες. Στο σύνολο όμως όλα ήταν εξαιρετικά:

Γυρίσαμε προς το Φρυ για να πιούμε ένα ποτό στο μπαράκι πάνω απ’ τη μπούκα, στο οποίο μέσα γινόταν ο κακός χαμός από κόσμο και ορθίους, εικόνα που μου φαίνεται τόσο μακρινή με όλα όσα περάσαμε τα τελευταία χρόνια…
Μετά τις 12 κινηθήκαμε στο δρόμο για τον Εμπορειό φτάνοντας στο After του νησιού, το οποίο δεν είχα καταλάβει τη προηγούμενη μέρα αν λειτουργεί ή αν είναι κλειστό καμιά δεκαετία τώρα, μιας και η παλιακή είσοδος, η σκουριά και η παραμέληση έδειχναν εικόνα εγκατάλειψης. Έκανα λάθος:

Προς το παρόν δεν είχε ψυχή, οπότε καταλήξαμε για μερικές μπύρες στο Free, αρχικά σε σταντάκι μπροστά στη παραλία και για τη συνέχεια μέσα, απολαμβάνοντας μετά από πολύ καιρό τα «προνόμια» του εμβολιασμού.

Αφού χαιρετηθήκαμε με τον Μ που αναχωρούσε την άλλη μέρα για Αθήνα ανανεώνοντας το ραντεβού μας στην Αττική πρωτεύουσα, επιστρέψαμε στο «Εν Πλω» που εκείνη την ώρα είχε φισκάρει, δοκιμάζοντας τις αντοχές μας στην παραδοσιακή αιλυνική τραπ και στο Νίκο Βέρτη, κλείνοντας τελικά τη βραδιά μας όπως έπρεπε, πίνοντας κουβανέζικο ρούμι και ακούγοντας σωστές μουσικές στο μπαλκόνι μας. Ωραία πράγματα…
Ημέρα Τρίτη
Η Κυριακή στη Κάσο ξεκίνησε ράθυμα και νωχελικά μετά το ξενύχτι της προηγουμένης, πίνοντας καφέ στο πολύ ωραίο καφενείο άνωθεν της μπούκας, καταστρώνοντας σχέδια για το υπόλοιπο της ημέρας:

Βολτάραμε για λίγο στο Φρυ, ανακαλύπτοντας κι άλλα ωραία στενάκια:


Καταλήγοντας στη κοφτερή για βουτιά, μαζί με τις μεσημεριανές μας μπύρες. Θέλαμε να γίνει αυτό στη Χέλατρο, μία από τις καλύτερες παραλίες του νησιού (καιρικών συνθηκών επιτρέποντος), ωστόσο κάτι τέτοιο είναι απολύτως ανέφικτο αν δε διαθέτεις όχημα…

Περιμέναμε να πέσει κάπως ο ήλιος και η ζέστη προκειμένου να ξεκινήσουμε τη περιήγηση μας, κάτι που περιλάμβανε αρκετή πεζοπορία, έτσι λίγο πριν τις έξι πήραμε το δρόμο για το όμορφο χωριό της Παναγιάς που βρίσκεται αρκετά κοντά στο Φρυ:


Ανεβήκαμε το στριφογυριστό δρόμο ανάμεσα από τα όμορφα σπίτια και καταλήξαμε στην πολύ όμορφη εκκλησία του χωριού:


Το αξιοθέατο βέβαια που θέλαμε να δούμε και μας έφερε ως εκεί, δεν ήταν άλλο από τις πολύ γνωστές «έξι εκκλησίες» που συναντήσαμε αμέσως μετά:



Οι έξι εκκλησίες της Κάσου βρίσκονται στην απάνω γειτονιά που είναι και το ψηλότερο σημείο του χωριού, μιας και πιστεύεται σύμφωνα με την παράδοση ότι στη θέση που σήμερα βρίσκονται οι έξι εκκλησίες, κατοικούσαν έξι νεράιδες.

Αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες συνεχίσαμε στον ανηφορικό δρόμο:

Έχοντας θέα σε κείνη τη πλευρά προς το Φρυ:

Κι αφού βγήκαμε στο κεντρικό:

Κάναμε μια στάση προκειμένου να ξεκουραστούμε και να ξεδιψάσουμε μιας και είχαμε αρκετή συνέχεια:

Ο δρόμος προς το Αρβανιτοχώρι που ήταν ο επόμενος στόχος μας ήταν σε ανεκτά επίπεδα ανηφορικός, όμως αρκετά μακρινός:

Το τοπίο ήταν υπέροχο καθώς υπήρχε σχετική βλάστηση. Είδαμε κι ένα μελισσοκόμο επί το έργον, μιας και το θυμαρίσιο μέλι είναι από τα εκλεκτά παράγωγα του νησιού.

Γενικώς η Κάσος φημίζεται για τα μυρωδικά της που χρησιμοποιούνται σε πολλές παραλλαγές στη κουζίνα, κάτι που καταλαβαίνει κανείς από τις πρώτες ώρες του στο νησί, μιας και η ωραία μυρωδιά στον αέρα εκτός οικισμών είναι διάχυτη!

Το χωριό δεν άργησε μεν να φανεί, ωστόσο εμείς κινούμασταν περιφερειακά, με αποτέλεσμα να έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε:


Τουλάχιστον πλησιάζαμε όλο και περισσότερο, αναγκαζόμενοι για κάμποσα μέτρα να περάσουμε και χωματόδρομο:

Μπήκαμε θαυμάζοντας το όμορφο χωριό:

Ώσπου λίγα μέτρα μετά η επιμονή του περιπατητή δικαιώθηκε πανηγυρικά. Στη «Μαρούκλα»:

Ένα από τα πιο όμορφα και γνωστά ταβερνοκαφενεία της Κάσου και γενικώς της Δωδεκανήσου βρέθηκε στο δρόμο μας, κάτι που μόνο τυχαίο δεν ήταν βέβαια καθώς είχαμε από αρκετούς μήνες πριν τη σχετική πληροφόρηση:

Πιάσαμε ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε δύο ΒΑΠ, πάντα μαζί με τον απαραίτητο παραδοσιακό μεζέ, όση ώρα περιμέναμε τη κουζίνα να ξεκινήσει. Οι δύο βέβαια δεν άργησαν να γίνουν τέσσερις και πάει λέγοντας…

Κάπου εκεί και μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία πήρα τη μηχανή στα χέρια μου κι έκανα μια βόλτα στο χωριό πριν πέσει ο ήλιος:

Είδα την εκκλησία του, όμορφα σπίτια και στενάκια, μέχρι να επιστρέψω στο τραπέζι μου:

Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, μιας και τα παραδοσιακά χόρτα θαλάσσης με κρεμμύδι, τα επίσης παραδοσιακά ντολμαδάκια (με κιμά παρακαλώ) και το ψητό ψωμί είχαν καταφτάσει, περιμένοντας τα κρεατικά:

Περασμένες εννιά και πάνω που η Μαρούκλα άρχισε να γεμίζει μιας και τα περισσότερα τραπέζια ήταν με κράτηση, πήραμε τον ευτυχώς κατηφορικό δρόμο της επιστροφής, με το φεγγάρι να 'ναι σύμμαχος μας στη βραδινή πεζοπορία :

Μ’ ένα ποτάκι στο χέρι και πανέμορφες νησιώτικες εικόνες, αυτές που αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν κινείσαι πεζός φτάσαμε λίγα λεπτά μετά στο Φρυ:

Δεν υπήρχε πολύς χρόνος διαθέσιμος, έτσι ετοιμαστήκαμε αρκετά γρήγορα και βγήκαμε προς τη Μπούκα:

Η Κάσος εκείνο το βράδυ φορούσε τα καλά της και το γραφικό λιμανάκι είχε γεμίσει κόσμο, προκειμένου να υποδεχτεί το Θανάση Πολυκανδριώτη και την ορχήστρα του, που γέμισε πενιές το Δωδεκανήσιο ουρανό:

Πήραμε δυο μπύρες και καθίσαμε στα σκαλάκια να δούμε τη συναυλία, που τελείωσε δυστυχώς στην ώρα της λίγο μετά τις 12:

Χωρίς ιδιαίτερη πίεση μεταφερθήκαμε στο διπλανό μπαράκι προτού σκάσει ο πολύς ο κόσμος για να συνεχίσουμε

Και με την ακριβώς ίδια λογική καμιά ώρα μετά στο Εν Πλω:

Μας είχε λείψει τόσο με όλα αυτά ο κλειστός χώρος και το μπαρ, όντας πολύ χαρούμενοι που το ζήσαμε ξανά, πόσο μάλλον σε διακοπές. Ο ιδιοκτήτης μας έπιασε αμέσως τη κουβέντα, ρωτώντας μας μάλιστα ευγενικά αν επιθυμούμε ν’ ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο πριν πλακώσει η πιτσιρικαρία, συνεχίζοντας με μια πολύ ωραία συζήτηση για τη ζωή στη Κάσο, παρέα με μερικές ακόμα μπυρίτσες:

Γεμάτοι από τις εικόνες και τις τρίτης μας ημέρας επιστρέψαμε στο δωμάτιο, όπου το άχαστο τρίπτυχο μουσικής – ποτού και καλής παρέας έκλεισε τη νύχτα σε αρκετά προχωρημένη και πάλι ώρα…
Ημέρα τέταρτη - Αναχώρηση
Η τελευταία ημέρα στο νησί είχε φτάσει. Ο ιδιοκτήτης μας είχε ενημερώσει ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε το δωμάτιο μέχρι τις 4 χωρίς κανένα πρόβλημα, οπότε αφού τον ευχαριστήσαμε κατεβήκαμε στο Φρυ για αναμνηστικά και ψώνια, επιλέγοντας τις ξερές κουλούρες Κάσου που αποτελούν εξαιρετική περίπτωση:

Επιστρέψαμε στο δωμάτιο με την υπέροχη θέα και τον ήχο από τα κύματα διαπιστώνοντας πόσο πολύ μας είχε ξεκουράσει όλο αυτό:

Ξαναβγήκαμε στο γνωστό δρόμο με κατεύθυνση τη παραλία του Εμπορειού:

Στην οποία βρεθήκαμε μετά από λίγα μέτρα. Η ομώνυμη ταβέρνα ήταν πάντα γεμάτη κόσμο και πάντα δελεαστική, οι ντόπιοι όμως μας απέτρεψαν να πάμε σε προηγούμενες συζητήσεις μας, χωρίς να καταλάβω ακριβώς το λόγο:

Τα νερά φαινόντουσαν υπέροχα και θα τα δοκιμάζαμε αφού πρώτα κάνουμε στάση στο διπλανό καφέ:


Η ζέστη ήταν υπέρ αρκετή, ο καφές ζεστάθηκε, έτσι πριν ανοίξει η πρώτη μπύρα κινήθηκα προς τη θάλασσα που με προκαλούσε:

Το μπανάκι ήταν όντως απολαυστικό:

Ο χρόνος όμως μετρούσε αντίστροφα, έτσι αφού χαιρετήσαμε τον Γ που είχαμε γνωρίσει από το πρώτο βράδυ στο νησί και ήπιε μαζί μας μια μπύρα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για να φορτώσουμε τα πράγματα:

Κατεβήκαμε στο λιμάνι:

Το Kasos Princess θα αναχωρούσε στις 5 το απόγευμα, για τον επόμενο νησιωτικό προορισμό μας, τη γειτονική Κάρπαθο, μιας και διεξάγει και αυτό το συγκεκριμένο -επιδοτούμενο μάλιστα- δρομολόγιο:

Στην ώρα μας και αφού τελείωσαν τα διαδικαστικά το πλοίο αναχώρησε:

Με μένα να παίρνω κάποιες τελευταίες εικόνες του νησιού:

Καθώς η πλεύση συνεχιζόταν παράλληλα με τις ακτές του, πριν κάνει τη στροφή για να συναντήσει τη Κάρπαθο:

Αφήναμε πίσω μας τη Κάσο με ένα μεγάλο χαμόγελο, μιας και το νησί υπερέβη τελικά τις προσδοκίες μας, περνώντας ευχάριστα, φιλόξενα και γεμίζοντας εικόνες από ακόμα ένα τόπο της άγονης γραμμής. Μην ακούω υπερβολές και άλλες τέτοιες εξυπνάδες ότι δε χρήζει επίσκεψής! Όλα τα νησάκια τέτοιου τύπου χρήζουν επίσκεψης καθώς αυτό που εν τέλει θα σου δώσουν δε μπορείς να το βρεις πουθενά αλλού. Τολμήστε το και δε θα απογοητευτείτε!
Μακάρι να ήταν σε πιο «βολικό» σημείο και να κατάφερνα να τη ξαναδώ. Πολύ θα το ήθελα.
Last edited: