psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Θύμαινα Κορσέων
Επίσκεψη : Ιούλιος 2021
Διάρκεια: 1 ημέρα
Η Θύμαινα αποτελούσε ταξιδιωτικό απωθημένο από το έτος 2019, όπως έγραψα και στο πρώτο κεφάλαιο για τους Φούρνους, κάτι που με οδήγησε στο ψάξιμο προκειμένου να την επισκεφτώ από τον χειμώνα, όταν ακόμη δε ξέραμε τι μπορεί να προκύψει ταξιδιωτικά & όχι μόνο.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η αναζήτηση μου για διαμονή, ξεκινώντας μια γνωριμία από μακριά, με τον Βαγγέλη, συνομήλικο σχεδόν και ιδιοκτήτη των δωματίων στη χώρα. Δεν υπάρχουν και πολλά άλλωστε, γύρω στα 8 τον αριθμό, οπότε αν κάποιος έχει σκοπό να επισκεφτεί το μικρό και άγνωστο αυτό νησάκι, πρέπει να προνοήσει.
Έχοντας βρει πλέον άκρη μου απέμενε το δύσκολο κομμάτι, να συνδυάσω ακτοπλοϊκά και αεροπορικά δηλαδή, εμπλέκοντας αναγκαστικά στο πρόγραμμα τις γειτονικές Σάμο και Ικαρία. Δεν έβγαινε αλλιώς, μιας και όταν δεν έχεις αρκετές ημέρες στη διάθεση σου οι βόλτες στην άγονη γραμμή είναι εξ ορισμού πολύ δύσκολες.
Μέρα πρώτη:
Τα σχέδια που με κόπο είχα χτίσει όλες αυτές τις ημέρες όμως, ήρθαν να ανατρέψουν οι καιρικές συνθήκες, καθιστώντας απαγορευτική τη μετάβαση μου στη Θύμαινα μια μέρα νωρίτερα όπως είχε το πλάνο μου, οδηγώντας με τελικά στο νησί το απογευματάκι, μεταβαίνοντας εκεί με το πλοίο της γραμμής από τους γειτονικούς Φούρνους:
Η διαδρομή δε θα ‘ταν μεγαλύτερη από 10 λεπτά, εξάλλου μιλάμε για απέναντι λιμάνια, θυμίζοντας μου τη διαδρομή του Σχοινούσα – Ηρακλειά λίγα χρόνια πριν:
Το νησάκι των 90 περίπου κατοίκων το χειμώνα άρχισε να αποκαλύπτεται μπροστά μου:
Ο Βοριάς συνέχιζε να μας χτυπάει κουνώντας το πλοίο (που κουνάει πάντα) ακόμα και εντός του λιμανιού:
Ευτυχώς δεν αργήσαμε να δέσουμε λίγα λεπτά μετά:
Ο Βαγγέλης με περίμενε να με καλωσορίσει, αλλά και να με κατατοπίσει στο δωμάτιο λίγο πιο πάνω ανεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια:
Ήπιαμε έναν ελληνικό για το καλωσόρισμα στο καφενείο με την υπέροχη θέα:
Αναχωρώντας λίγο μετά με το αυτοκίνητο για μια σύντομη βόλτα. Ήξερα ότι δεν είχα παρά μόνο λίγες ώρες με το φως της ημέρας στο νησί και ήθελα να δω ότι προλαβαίνω. Ο Βαγγέλης ανέλαβε το ρόλο του ξεναγού αυτόκλητα, λέγοντας μου παράλληλα πόσο στεναχωρημένος είναι που δε πρόλαβα να πάω από τη προηγούμενη για να έχω χρόνο να δω το νησί. Έχοντας απέναντι μου αυτή τη φορά τους Φούρνους :
Μπήκαμε στο χωματόδρομο με κατεύθυνση το Θυμαινάκι, την ακατοίκητη νησίδα δίπλα στη Θύμαινα, μαθαίνοντας παράλληλα πολύ χρήσιμες πληροφορίες για το νησί:
Φτάσαμε με κόπο ως τη παραλία του Αγίου Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι και τα καθαρά νερά της:
Ο δρόμος είναι δύσκολος και σίγουρα δεν ενδείκνυται για καλό αυτοκίνητο:
Ακολούθως αφού ξαναβγήκαμε στον πρόσφατα κατασκευασμένο κεντρικό, κατευθυνθήκαμε προς τη πιο γνωστή παραλία του νησιού όπου θα με άφηνε, τη Κεραμειδού:
Στη παραλία υπάρχει μια μικρή προβλήτα για να δένουν τα σκάφη, εκδρομικά και μη:
Αλλά και η πιο γνωστή ψαροταβέρνα του νησιού (με τρία ενοικιαζόμενα δωμάτια από πάνω), για την οποία έρχεται κόσμος από απέναντι με σκαφάκια και βάρκες, εκδρομείς, σκαφάτοι κτλ, για να δοκιμάσουν τα θαλασσινά εδέσματα της, μιας και το νησί αποτελεί γνωστό ψαρότοπο:
Καθισμένοι στη πραλία με την υπέροχη θέα της:
Δυστυχώς είχα φτάσει αργά και δε προλάβαινα τη κουζίνα ανοικτή, με το ζόρι πρόλαβα τη ταβέρνα και μιας και το κρύο ήταν αρκετό και δεν υπήρχε περίπτωση να βουτήξω, παράγγειλα μια μπύρα πιάνοντας τη κουβέντα με τις ιδιοκτήτριες αλλά και τον άνθρωπο που με σέρβιρε, μαθαίνοντας αργότερα στο χωριό ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν 91 χρονών!
(Γενικότερα η Θύμαινα είναι ακόμα ένα μέρος που φημίζεται για τη μακροζωία του, μαζί με τη ξακουστή στο τομέα αυτό Ικαρία. Βέβαια οι Θυμαινιώτες εικάζουν ότι αυτοί έχουν τα πρωτεία).
Η ώρα κόντευε επτά, οπότε αναχώρησα για να προλάβω να δω και το υπόλοιπο χωριό. Για ακόμα μια φορά την ίδια μέρα ανέβηκα τα πολλά σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς το κεντρικό δρόμο:
Βλέποντας από ψηλά τη Κεραμειδού:
Αλλά πλησιάζοντας στο κεντρικό και όλο το χωριό:
Προχώρησα μέσω του χωματόδρομου προκειμένου να μη κάνω το γύρο και να βγω άμεσα στη κατοικημένη περιοχή:
Πλησιάζοντας στα σπίτια του οικισμού, πλαισιωμένα τα πιο ακριανά από τις κλασσικές αναβαθμίδες και τα ελαιόδεντρα:
Έφτασα ως το εκκλησάκι πάνω από το νεκροταφείο:
Χωρίς να παραλείψω να βγω μια χαρακτηριστική φωτογραφία:
Στη συνέχεια προχώρησα προς τα κάτω, περνώντας και από τη καντίνα του νησιού. Είναι ένα από τα μέρη στα οποία μπορεί κάποιος να πιει το ποτό του το βράδυ, πέρα από τα δύο καφενεία.
Συνέχισα τη βόλτα μου στα ενδότερα του οικισμού βλέποντας και φωτογραφίζοντας τα όμορφα σπιτάκια, τις γειτονιές, τα σκαλοπάτια και τις πλατείες:
Το μονοπάτι με έβγαλε μέχρι την επάνω πλατεία όπου βρίσκεται η κεντρική εκκλησία:
Με την Αιγαιοπελαγίτικη θέα στο κόλπο της Θύμαινας και τους Φούρνους:
Συνέχισα προς το λιμάνι:
Ανεβαίνοντας αυτή τη φορά προς την άλλη μεριά:
Οι κάτοικοι του νησιού ήταν όλοι ευγενέστατοι, καλησπερίζοντας με και πιάνοντας μου τη κουβέντα αρκετές φορές κάτι που μ’ έκανε να νιώσω ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα, ένα στοιχείο που αν μη τι άλλο χαρακτηρίζει τη Θύμαινα έτσι κι αλλιώς:
Αφιέρωσα λίγο ακόμα χρόνο στη βόλτα μου, προκειμένου να εκπληρωθεί κάθε φωτογραφικό απωθημένο:
Ακόμα και σε τέτοια μέρη άλλωστε υπάρχουν ευκαιρίες:
Προτού σταμπάρω το καλύτερο τραπέζι του καφενείου πάνω απ’ το λιμανάκι προκειμένου να ξεδιψάσω:
Ένα μαγαζί σήμα κατατεθέν της Θύμαινας, που το βράδυ περνούσε απ’ αυτό όλος ο κόσμος:
Η πείνα δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της, δίνοντας έτσι τη παραγγελία για τα εκλεκτά και πολύ φρέσκα μεζεδάκια:
Έμεινα εκεί ως αργά το βράδυ, απολαμβάνοντας τις μπυρίτσες μου, συζητώντας παράλληλα με τους ντόπιους και γελώντας για τον άτυπο «ανταγωνισμό» τους με τους γειτονικούς Φούρνους. Τους θεωρούνε πολύ τουριστικούς, αλλά και τους ανθρώπους εκμεταλλευτές, παρόλο βέβαια που είναι όλοι συγγενείς μεταξύ τους. Που να ‘ξεραν οι καημένοι τι γίνεται σε άλλα μέρη ανά την Ελλάδα…
Έκανα μια μικρή βόλτα και κοιμήθηκα σχεδόν ευτυχισμένος που βίωνα ακόμα ένα τόσο μικρό νησάκι της άγονης γραμμής.
Μέρα δεύτερη:
Μέρα; Ποια μέρα;
Εγερτήριο στις 7 και μισή το πρωί και καφεδάκι στο καφενείο. Ήταν βλέπετε τα ωράρια που δεν ευνοούσαν αυτή την εκδρομή με τίποτα, καθώς έπρεπε στις 8 και μισή να αναχωρήσω με το γνωστό πλοίο για Ικαρία. Πάλι καλά να λέω που κατάφερα και πήγα έστω για τόσο λίγο.
Η τελευταία βόλτα λίγο πριν τον απόπλου μου χάρισε εξαιρετικές πρωινές λήψεις:
Που υπό το φως και τον ήλιο της ημέρας ήταν πολύ καλύτερες από τις χθεσινές:
Η «Μεγαλόχαρη» δεν άργησε να σφυρίξει κάνοντας την εμφάνιση της:
Μπήκα στην ουρά προς επιβίβαση μαζί με μερικούς από τους μόνιμους κάτοικους, ηλικιωμένους ως επί το πλείστον, οι οποίοι αναχωρούσαν προς επίσκεψη στο νοσοκομείο της Ικαρίας, κάνοντας με να πάρω μια μικρή γεύση από τις δυσκολίες της άγονης γραμμής:
Πρώτη φορά μπήκα σε πλοίο και δε μου έγινε καν έλεγχος εισιτηρίου, δίνοντας μου ακόμα ένα σημάδι της οικειότητας του μέσου με τους μόνιμους κατοίκους:
Άφησα πίσω μου τη Θύμαινα με χαμόγελο, όχι μόνο γιατί κατάφερα τελικά να τη δω όπως έπρεπε, με διανυκτέρευση, αλλά και γιατί είδα ένα τέτοιο μέρος, ένα νησί που σε παραπέμπει σε χρόνια και εικόνες που δε συναντάς πλέον μέσα και κοντά στα αστικά κέντρα. Εικόνες νησιώτικες, πρόσωπα χαμογελαστά, φιλόξενα, μιας άλλης ζωής. Ένα νησί από τα αρκετά πλέον αυτής της σπάνιας λίστας, το καθένα όμως με το δικό του χαρακτήρα.
Δε ξέρω αν θα επιστρέψω, γι’ αυτό δε λέω και μεγάλες κουβέντες. Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Είμαι πάντως διαθέσιμος με χαρά να το ξανακάνω...
Επίσκεψη : Ιούλιος 2021
Διάρκεια: 1 ημέρα
Η Θύμαινα αποτελούσε ταξιδιωτικό απωθημένο από το έτος 2019, όπως έγραψα και στο πρώτο κεφάλαιο για τους Φούρνους, κάτι που με οδήγησε στο ψάξιμο προκειμένου να την επισκεφτώ από τον χειμώνα, όταν ακόμη δε ξέραμε τι μπορεί να προκύψει ταξιδιωτικά & όχι μόνο.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η αναζήτηση μου για διαμονή, ξεκινώντας μια γνωριμία από μακριά, με τον Βαγγέλη, συνομήλικο σχεδόν και ιδιοκτήτη των δωματίων στη χώρα. Δεν υπάρχουν και πολλά άλλωστε, γύρω στα 8 τον αριθμό, οπότε αν κάποιος έχει σκοπό να επισκεφτεί το μικρό και άγνωστο αυτό νησάκι, πρέπει να προνοήσει.
Έχοντας βρει πλέον άκρη μου απέμενε το δύσκολο κομμάτι, να συνδυάσω ακτοπλοϊκά και αεροπορικά δηλαδή, εμπλέκοντας αναγκαστικά στο πρόγραμμα τις γειτονικές Σάμο και Ικαρία. Δεν έβγαινε αλλιώς, μιας και όταν δεν έχεις αρκετές ημέρες στη διάθεση σου οι βόλτες στην άγονη γραμμή είναι εξ ορισμού πολύ δύσκολες.
Μέρα πρώτη:
Τα σχέδια που με κόπο είχα χτίσει όλες αυτές τις ημέρες όμως, ήρθαν να ανατρέψουν οι καιρικές συνθήκες, καθιστώντας απαγορευτική τη μετάβαση μου στη Θύμαινα μια μέρα νωρίτερα όπως είχε το πλάνο μου, οδηγώντας με τελικά στο νησί το απογευματάκι, μεταβαίνοντας εκεί με το πλοίο της γραμμής από τους γειτονικούς Φούρνους:

Η διαδρομή δε θα ‘ταν μεγαλύτερη από 10 λεπτά, εξάλλου μιλάμε για απέναντι λιμάνια, θυμίζοντας μου τη διαδρομή του Σχοινούσα – Ηρακλειά λίγα χρόνια πριν:

Το νησάκι των 90 περίπου κατοίκων το χειμώνα άρχισε να αποκαλύπτεται μπροστά μου:

Ο Βοριάς συνέχιζε να μας χτυπάει κουνώντας το πλοίο (που κουνάει πάντα) ακόμα και εντός του λιμανιού:

Ευτυχώς δεν αργήσαμε να δέσουμε λίγα λεπτά μετά:

Ο Βαγγέλης με περίμενε να με καλωσορίσει, αλλά και να με κατατοπίσει στο δωμάτιο λίγο πιο πάνω ανεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια:

Ήπιαμε έναν ελληνικό για το καλωσόρισμα στο καφενείο με την υπέροχη θέα:

Αναχωρώντας λίγο μετά με το αυτοκίνητο για μια σύντομη βόλτα. Ήξερα ότι δεν είχα παρά μόνο λίγες ώρες με το φως της ημέρας στο νησί και ήθελα να δω ότι προλαβαίνω. Ο Βαγγέλης ανέλαβε το ρόλο του ξεναγού αυτόκλητα, λέγοντας μου παράλληλα πόσο στεναχωρημένος είναι που δε πρόλαβα να πάω από τη προηγούμενη για να έχω χρόνο να δω το νησί. Έχοντας απέναντι μου αυτή τη φορά τους Φούρνους :

Μπήκαμε στο χωματόδρομο με κατεύθυνση το Θυμαινάκι, την ακατοίκητη νησίδα δίπλα στη Θύμαινα, μαθαίνοντας παράλληλα πολύ χρήσιμες πληροφορίες για το νησί:

Φτάσαμε με κόπο ως τη παραλία του Αγίου Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι και τα καθαρά νερά της:

Ο δρόμος είναι δύσκολος και σίγουρα δεν ενδείκνυται για καλό αυτοκίνητο:

Ακολούθως αφού ξαναβγήκαμε στον πρόσφατα κατασκευασμένο κεντρικό, κατευθυνθήκαμε προς τη πιο γνωστή παραλία του νησιού όπου θα με άφηνε, τη Κεραμειδού:

Στη παραλία υπάρχει μια μικρή προβλήτα για να δένουν τα σκάφη, εκδρομικά και μη:

Αλλά και η πιο γνωστή ψαροταβέρνα του νησιού (με τρία ενοικιαζόμενα δωμάτια από πάνω), για την οποία έρχεται κόσμος από απέναντι με σκαφάκια και βάρκες, εκδρομείς, σκαφάτοι κτλ, για να δοκιμάσουν τα θαλασσινά εδέσματα της, μιας και το νησί αποτελεί γνωστό ψαρότοπο:

Καθισμένοι στη πραλία με την υπέροχη θέα της:

Δυστυχώς είχα φτάσει αργά και δε προλάβαινα τη κουζίνα ανοικτή, με το ζόρι πρόλαβα τη ταβέρνα και μιας και το κρύο ήταν αρκετό και δεν υπήρχε περίπτωση να βουτήξω, παράγγειλα μια μπύρα πιάνοντας τη κουβέντα με τις ιδιοκτήτριες αλλά και τον άνθρωπο που με σέρβιρε, μαθαίνοντας αργότερα στο χωριό ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν 91 χρονών!

(Γενικότερα η Θύμαινα είναι ακόμα ένα μέρος που φημίζεται για τη μακροζωία του, μαζί με τη ξακουστή στο τομέα αυτό Ικαρία. Βέβαια οι Θυμαινιώτες εικάζουν ότι αυτοί έχουν τα πρωτεία).
Η ώρα κόντευε επτά, οπότε αναχώρησα για να προλάβω να δω και το υπόλοιπο χωριό. Για ακόμα μια φορά την ίδια μέρα ανέβηκα τα πολλά σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς το κεντρικό δρόμο:

Βλέποντας από ψηλά τη Κεραμειδού:

Αλλά πλησιάζοντας στο κεντρικό και όλο το χωριό:

Προχώρησα μέσω του χωματόδρομου προκειμένου να μη κάνω το γύρο και να βγω άμεσα στη κατοικημένη περιοχή:

Πλησιάζοντας στα σπίτια του οικισμού, πλαισιωμένα τα πιο ακριανά από τις κλασσικές αναβαθμίδες και τα ελαιόδεντρα:


Έφτασα ως το εκκλησάκι πάνω από το νεκροταφείο:

Χωρίς να παραλείψω να βγω μια χαρακτηριστική φωτογραφία:

Στη συνέχεια προχώρησα προς τα κάτω, περνώντας και από τη καντίνα του νησιού. Είναι ένα από τα μέρη στα οποία μπορεί κάποιος να πιει το ποτό του το βράδυ, πέρα από τα δύο καφενεία.

Συνέχισα τη βόλτα μου στα ενδότερα του οικισμού βλέποντας και φωτογραφίζοντας τα όμορφα σπιτάκια, τις γειτονιές, τα σκαλοπάτια και τις πλατείες:




Το μονοπάτι με έβγαλε μέχρι την επάνω πλατεία όπου βρίσκεται η κεντρική εκκλησία:

Με την Αιγαιοπελαγίτικη θέα στο κόλπο της Θύμαινας και τους Φούρνους:

Συνέχισα προς το λιμάνι:

Ανεβαίνοντας αυτή τη φορά προς την άλλη μεριά:

Οι κάτοικοι του νησιού ήταν όλοι ευγενέστατοι, καλησπερίζοντας με και πιάνοντας μου τη κουβέντα αρκετές φορές κάτι που μ’ έκανε να νιώσω ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα, ένα στοιχείο που αν μη τι άλλο χαρακτηρίζει τη Θύμαινα έτσι κι αλλιώς:

Αφιέρωσα λίγο ακόμα χρόνο στη βόλτα μου, προκειμένου να εκπληρωθεί κάθε φωτογραφικό απωθημένο:

Ακόμα και σε τέτοια μέρη άλλωστε υπάρχουν ευκαιρίες:

Προτού σταμπάρω το καλύτερο τραπέζι του καφενείου πάνω απ’ το λιμανάκι προκειμένου να ξεδιψάσω:

Ένα μαγαζί σήμα κατατεθέν της Θύμαινας, που το βράδυ περνούσε απ’ αυτό όλος ο κόσμος:

Η πείνα δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της, δίνοντας έτσι τη παραγγελία για τα εκλεκτά και πολύ φρέσκα μεζεδάκια:

Έμεινα εκεί ως αργά το βράδυ, απολαμβάνοντας τις μπυρίτσες μου, συζητώντας παράλληλα με τους ντόπιους και γελώντας για τον άτυπο «ανταγωνισμό» τους με τους γειτονικούς Φούρνους. Τους θεωρούνε πολύ τουριστικούς, αλλά και τους ανθρώπους εκμεταλλευτές, παρόλο βέβαια που είναι όλοι συγγενείς μεταξύ τους. Που να ‘ξεραν οι καημένοι τι γίνεται σε άλλα μέρη ανά την Ελλάδα…
Έκανα μια μικρή βόλτα και κοιμήθηκα σχεδόν ευτυχισμένος που βίωνα ακόμα ένα τόσο μικρό νησάκι της άγονης γραμμής.
Μέρα δεύτερη:
Μέρα; Ποια μέρα;
Εγερτήριο στις 7 και μισή το πρωί και καφεδάκι στο καφενείο. Ήταν βλέπετε τα ωράρια που δεν ευνοούσαν αυτή την εκδρομή με τίποτα, καθώς έπρεπε στις 8 και μισή να αναχωρήσω με το γνωστό πλοίο για Ικαρία. Πάλι καλά να λέω που κατάφερα και πήγα έστω για τόσο λίγο.

Η τελευταία βόλτα λίγο πριν τον απόπλου μου χάρισε εξαιρετικές πρωινές λήψεις:


Που υπό το φως και τον ήλιο της ημέρας ήταν πολύ καλύτερες από τις χθεσινές:

Η «Μεγαλόχαρη» δεν άργησε να σφυρίξει κάνοντας την εμφάνιση της:

Μπήκα στην ουρά προς επιβίβαση μαζί με μερικούς από τους μόνιμους κάτοικους, ηλικιωμένους ως επί το πλείστον, οι οποίοι αναχωρούσαν προς επίσκεψη στο νοσοκομείο της Ικαρίας, κάνοντας με να πάρω μια μικρή γεύση από τις δυσκολίες της άγονης γραμμής:

Πρώτη φορά μπήκα σε πλοίο και δε μου έγινε καν έλεγχος εισιτηρίου, δίνοντας μου ακόμα ένα σημάδι της οικειότητας του μέσου με τους μόνιμους κατοίκους:

Άφησα πίσω μου τη Θύμαινα με χαμόγελο, όχι μόνο γιατί κατάφερα τελικά να τη δω όπως έπρεπε, με διανυκτέρευση, αλλά και γιατί είδα ένα τέτοιο μέρος, ένα νησί που σε παραπέμπει σε χρόνια και εικόνες που δε συναντάς πλέον μέσα και κοντά στα αστικά κέντρα. Εικόνες νησιώτικες, πρόσωπα χαμογελαστά, φιλόξενα, μιας άλλης ζωής. Ένα νησί από τα αρκετά πλέον αυτής της σπάνιας λίστας, το καθένα όμως με το δικό του χαρακτήρα.


Δε ξέρω αν θα επιστρέψω, γι’ αυτό δε λέω και μεγάλες κουβέντες. Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Είμαι πάντως διαθέσιμος με χαρά να το ξανακάνω...
Last edited: