psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Φολέγανδρος.
Επίσκεψη : Αύγουστος 2012
Διάρκεια 4 μέρες
Άφιξη - Μέρα πρώτη
Φτάσαμε στο λιμάνι ή «Καραβοστάσι» λίγο μετά τις επτά το απόγευμα με το (φυσικά) πανάκριβο πλοίο που λέγεται seajet, το οποίο (φυσικά) και καθυστέρησε κάποιες ώρες, σε περίπου μια ώρα από το λιμάνι της Σαντορίνης. Σίγουρα αυτό που βλέπεις κατεβαίνοντας δε σε προδιαθέτει για κάτι αξιόλογο, δεν είναι όμως η αλήθεια:
Πήραμε το λεωφορείο ανεβαίνοντας στη Χώρα που ξέραμε ότι η απόσταση ήταν περίπου 3,5 χιλιόμετρα σε ανηφορικό δρόμο. Κατεβήκαμε στο τέρμα, δηλαδή στο σημείο «Πούντα» της χώρας με την απίστευτη αιγαιοπελαγίτικη θέα, και με ιδιαίτερη ευκολία βρήκαμε το δωμάτιο, όχι όμως την ιδιοκτήτρια. Γνωρίζοντας ότι διαθέτει και μαγαζί εντός του οικισμού, άφησα το φίλο μου με τα πράγματα και πήρα το δρόμο να ρωτήσω. Με το που έκανα κάποια μέτρα βρέθηκα στη κυρίως πλατεία, η εικόνα που αντίκρυσα θα μου μείνει χαραγμένη για πάντα στο μυαλό, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τι ατελείωτη ομορφιά ήταν αυτή; Αυθεντική κυκλαδίτικη χώρα και η πλατεία στη μέση με την εκκλησία της. Δε περιγράφεται:
Αργότερα διαπίστωσα πως όλη η χώρα της Φολεγάνδρου είναι επί της ουσία μια μεγάλη πλατεία.
Γύρισα στο δωμάτιο με τα κλειδιά στο χέρι, και την ατάκα στο φίλο μου «Κωστάκη θα πάθεις τη πλάκα σου μόλις στρίψεις από κει, παρατάμε τα πράγματα και βγαίνουμε βόλτα». Έτσι κι έγινε, λίγο πριν τις εννιά περπατούσαμε και βολτάραμε στη πλατεία και τα στενάκια, μαγεμένοι απ’ αυτό που αντικρύζαμε και οι δύο. Κάπου εκεί ακούμε από ένα μπαράκι να παίζει Σωκράτη. Δε χρειάζεται να το κουβεντιάσουμε καν και συνεννοούμενοι με τα μάτια μπαίνουμε μέσα και παραγγέλνουμε τεκίλες. Το μαγαζί αυτό ήταν η «Αστάρτη» και με συνοπτικές διαδικασίες γνωριστήκαμε με το αφεντικό, τον Λευτέρη. Επτά χρόνια μετά διατηρούμε ακόμα επαφή, καθώς και πολύς κόσμος έχει πάει συστημένος, αλλά πάνω απ’ όλα ταιριάξαμε στις ιδιοσυγκρασίες. Μετά από λίγα λεπτά φύγαμε για να ετοιμαστούμε, αφού λάβαμε τη διαβεβαίωση του Λευτέρη ότι «όπου και να πάτε το βράδυ εδώ θα καταλήξετε». Δεν είχε καθόλου άδικο. Εκεί καταλήξαμε το βράδυ, και κάθε βράδυ:
Σήμα κατατεθέν του μαγαζιού το ρακόμελο, το οποίο βράζει σε καζάνι πίσω απ’ το bar. Αφού το συνηθίσαμε μετά το πρώτο βράδυ, καθώς έως τότε δεν υπήρχε στα υπόψιν μας σαν ποτό, μείναμε σ’ αυτό.
Φύγαμε με περίσσια χαρά από την Αστάρτη, και συνεχίσαμε πριν πάμε για ύπνο με βραδινή βόλτα στη χώρα και μερικές μπυρίτσες. Δε δυσκολευτήκαμε καθόλου να μπούμε σε κλίμα διακοπών, και νησιού. Η Φολέγανδρος μας αγκάλιασε. Έρωτας με τη πρώτη ματιά:
Μέρα δεύτερη:
Το πρωί αφού αφίχθηκε και ο τρίτος της παρέας, κάναμε μια βόλτα στη Πούντα για φωτογραφίες και καθίσαμε για παραδοσιακό Ελληνικό καφεδάκι και πρωϊνό στη πλατεία.
Κάναμε κατόπιν μια βόλτα στη χώρα υπό το φως της ημέρας. Γενικότερα η Φολέγανδρος δε σηκώνει καθόλου άγχος, και επιβάλλεται να πας με τους ρυθμούς της:
Πήραμε το μεσημεριανό λεωφορείο και κατεβήκαμε στη παραλία της «Αγκάλης» για να κάνουμε το πρώτο μας μπανάκι στο νησί. Είναι η πιο γνωστή και πιο εύκολα προσβάσιμη, με υπέροχα νερά:
Επιστρέψαμε απόγευμα και αφού ήπιαμε ένα δροσερό ποτάκι στο υπέροχο μπαλκόνι μας:
το φιλοσοφήσαμε και αποφασίσαμε να πάρουμε το στριφογυριστό μονοπάτι και να ανεβούμε στη Παναγιά για να δούμε τη θέα και το ηλιοβασίλεμα. H Παναγία είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της Φολεγάνδρου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται σκαρφαλωμένη στο βράχο πάνω από τη Χώρα, και αποτελεί σημείο αναφοράς της. Σίγουρα θα έχετε δει τις αντίστοιχες φωτογραφίες. Οι εικόνες που ξεδιπλωνόντουσαν από κει στα μάτια μας ήταν υπέροχες:
Ψηλότερα ακόμα και από την εκκλησία της Παναγιάς, όπου κατεβαίνοντας δεν υπολόγισα καλά και πήδηξα ένα τοίχο πάνω από 2.30 ευτυχώς χωρίς συνέπειες:
Ο ήλιος έπεφτε και χάριζε μοναδικές λήψεις:
Κατεβαίνοντας την υπέροχη αυτή διαδρομή, κάναμε και ένα πέρασμα από το «κάστρο», το εξίσου σημείο αναφοράς της χώρας της Φολεγάνδρου. Το Κάστρο είναι το πιο παλιό κομμάτι της Χώρας. Πρόκειται για έναν μεσαιωνικό οικισμό που χτίστηκε για να προστατεύει τους ανθρώπους του νησιού. Τα σπίτια είναι κολλητά το ένα με το άλλο, και για μένα αποτελεί ίσως το κορυφαίο κυκλαδίτικο σκηνικό:
Γυρίσαμε στο σπίτι για ακόμα ένα ποτάκι, και κατόπιν να ετοιμαστούμε για μια ακόμα υπέροχη Αυγουστιάτικη νύχτα στη Φολέγανδρο:
Όχι ότι ήταν άσχημα βέβαια στη βεράντα:
Η νύχτα ξεκίνησε από το μικρό κελάρι, όπου μας σέρβιραν σφηνάκια σε μυστρί (!), σε μια ιδιαίτερη πατέντα και ακολούθως ρακόμελο με παστέλι και στραγάλια, και τελείωσε φυσικά στην Αστάρτη και με βόλτες στο κάστρο, σε ένα καταπληκτικό σκηνικό:
Μέρα τρίτη:
Η επόμενη μέρα είχε επίσκεψη ίσως στη πιο όμορφη παραλία του νησιού, το «Κάτεργο» όνομα και πράγμα, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται μόνο με καραβάκι.
Ξεκινήσαμε αφότου ήπιαμε το καφέ μας με την ησυχία μας στη χώρα, και κάναμε τις βόλτες μας. Οι εικόνες ήταν κάθε μέρα και καλύτερες:
Πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε στον Καραβοστάση, αφού πρώτα φροντίσαμε να προμηθευτούμε μια ομπρέλα, νερά και μπύρες, καθώς στο Κάτεργο το μόνο που μπορεί να βρει κανένας είναι πέτρα, βότσαλο, θάλασσα και ήλιο. Επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι και ξεκινήσαμε. Σε 20 λεπτά φτάσαμε στην υπέροχη πραγματικά παραλία του Κάτεργου:
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα γιατί ονομάζεται έτσι. Μόνο άμμος, πέτρα και καυτός ήλιος:
Φάγαμε μισή ώρα για να καταφέρουμε να στήσουμε την ομπρέλα μας ανάμεσα στις πέτρες, η οποία κατέληξε τελικώς να είναι σκίαστρο για τις μπύρες μας. Το μπάνιο ήταν καταπληκτικό:
Στο γυρισμό περάσαμε και από μερικές σπηλιές του νησιού:
Νωρίς το απόγευμα ήμασταν πίσω στη χώρα, και μετά από βόλτα & μερικές μπυρίτσες στη Πούντα, πήγαμε στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε να βγούμε για φαγητό.
Κάναμε ξανά ένα πέρασμα από τη χώρα:
Και καταλήξαμε τελικά το «Ζέφυρο» στον οποίο είχαμε πάει συστημένοι, και φάγαμε στη πανέμορφη αυλή του μεζέδες, συνοδευόμενους αρχικά με σούμα:
και αργότερα κυκλαδίτικο λευκό κρασί:
Αποχωρήσαμε τραγουδώντας ''όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα'' στα στενά της Φολεγάνδρου. Το κρασί ήταν καλό:
Η συνέχεια της νύχτας είναι πλέον γνωστή, όπως γνωστοί είχαμε γίνει κι εμείς στο νησί και στα μπαρ του. Οι Ισπανίδες που γνωρίσαμε κοιτούσαν απορημένες, μας ρωτούσαν αν είναι κάποια γιορτή και διασκεδάζουμε έτσι, και τι είναι αυτό που πίνουν όλοι στα κανατάκια. Με χαρά της εξήγησα ότι δε χρειάζεται κάποια γιορτή, μας αρκεί ότι είναι καλοκαίρι σε Ελληνικό νησί. Βεβαίως κεράσαμε ένα ρακόμελο στα κορίτσια για να καταλάβουν περι τίνος πρόκειται. Μη μας πουν και αφιλόξενους..:
Η Φολέγανδρος μας είχε αγκαλιάσει με τον τρόπο της.
Μέρα τέταρτη:
Τη τελευταία μέρα το πρόγραμμα πήγε αντίστροφα. Γρήγορα βουτιά στη παραλία δίπλα στο Καραβοστάση, και κατόπιν καφέ και βόλτα στη χώρα για μερικές ακόμη ανεπανάληπτες φωτογραφικές στιγμές:
Η χώρα αυτή δε χορταίνεται με τίποτα, όσο και αν τη γυρίσεις:
Η καθιερωμένη μπύρα στη Πούντα:
Νωρίς το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο και αναχωρήσαμε για την «Άνω Μεριά» το τρίτο οικισμό της Φολεγάνδρου, στα 5 χιλιόμετρα απόσταση από τη χώρα. Ο οικισμός αυτός σε ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω, σε μια άλλη Ελλάδα, κάτι που αντιλαμβάνεσαι με το που πατάς το πόδι σου εκεί. Ορθώς έχει αναφερθεί σαν ένα «ζωντανό» λαογραφικό μουσείο:
Πολύ ιδιαίτερο και αυτό το μέρος:
Κάναμε τις βόλτες μας και καταλήξαμε στη «Συνάντηση» καθώς εκεί λέγαν οι πληροφορίες μας ότι θα φάμε τα καλύτερα «Ματσάτα», ένα καταπληκτικό Φολεγανδρίτικο πιάτο. Τα ματσάτα είναι το παραδοσιακό ζυμαρικό της Φολεγάνδρου που φτιάχνεται στο χέρι, και μοιάζει πολύ με τις χυλοπίτες, ωστόσο μαγειρεύεται αμέσως μόλις πλαστεί και σερβίρεται με κοκκινιστό κρέας, κατά προτίμηση κόκορα, και άφθονο τριμμένο κεφαλοτύρι. Γαστρονομική πανδαισία, συνοδευόμενη πάντα με ντόπιο ροζέ κρασί:
Είδαμε το ηλιοβασίλεμα στην «Άνω Μεριά» και αποχωρήσαμε:
Μας περίμενε το τελευταίο και πολύ έντονο βράδυ στη χώρα στο γνωστό μας πλέον στέκι. Αφού κοντέψαμε να πιούμε μέχρι και τα φρέον από τα κλιματιστικά και γνωρίσαμε όσο κόσμο δεν είχαμε γνωρίσει ακόμα, μείναμε εμείς κι εμείς στο μπαρ και ο Λευτέρης μου έδωσε εντολή να κλείσω τη πόρτα.
Η φωτογραφία μέσα στο μπαρ της Αστάρτης, δίπλα στο καζάνι με το ρακόμελο:
Το αυτοσχέδιο πάρτυ που στήθηκε με δυνατή Ελληνόφωνη ροκ μουσική -που είναι και το στοιχείο μου- έχω να το θυμάμαι ως σήμερα…
Αναχώρηση:
Ξυπνήσαμε την επόμενη και με βαριά καρδιά και βαρύ κεφάλι αποχωριστήκαμε τη Φολέγανδρο.
Αυτή τη θέα απ το δωμάτιο που μας πήρε τα μυαλα:
Το συγκεκριμένο νησί μου έκλεψε τη καρδιά και είναι σίγουρα στα τοπ των επιλογών μου. Αν θα έπρεπε να επισημάνω κάποια αρνητικά στοιχεία στο νησί, πέρα από τη δύσκολη και πολύ ακριβή πρόσβαση, είναι οι αρκετά υψηλές τιμές του. Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα και καταστήματα εστίασης είναι τσουχτερά, σε σχέση πάντα και μ’ αυτό που προσφέρουν, κάτι που σημαίνει ότι θέλει πολύ ψάξιμο, οργάνωση και τύχη αν θέλεις να επισκεφτείς το νησί υψηλή σεζόν.
Έως τώρα που γράφεται η ιστορία είναι από τα λίγα μέρη που αγάπησα τόσο και δεν έχει βολέψει να ξαναπάω. Για να δούμε τι επιφυλάσσει το μέλλον…
Επίσκεψη : Αύγουστος 2012
Διάρκεια 4 μέρες
Άφιξη - Μέρα πρώτη
Φτάσαμε στο λιμάνι ή «Καραβοστάσι» λίγο μετά τις επτά το απόγευμα με το (φυσικά) πανάκριβο πλοίο που λέγεται seajet, το οποίο (φυσικά) και καθυστέρησε κάποιες ώρες, σε περίπου μια ώρα από το λιμάνι της Σαντορίνης. Σίγουρα αυτό που βλέπεις κατεβαίνοντας δε σε προδιαθέτει για κάτι αξιόλογο, δεν είναι όμως η αλήθεια:

Πήραμε το λεωφορείο ανεβαίνοντας στη Χώρα που ξέραμε ότι η απόσταση ήταν περίπου 3,5 χιλιόμετρα σε ανηφορικό δρόμο. Κατεβήκαμε στο τέρμα, δηλαδή στο σημείο «Πούντα» της χώρας με την απίστευτη αιγαιοπελαγίτικη θέα, και με ιδιαίτερη ευκολία βρήκαμε το δωμάτιο, όχι όμως την ιδιοκτήτρια. Γνωρίζοντας ότι διαθέτει και μαγαζί εντός του οικισμού, άφησα το φίλο μου με τα πράγματα και πήρα το δρόμο να ρωτήσω. Με το που έκανα κάποια μέτρα βρέθηκα στη κυρίως πλατεία, η εικόνα που αντίκρυσα θα μου μείνει χαραγμένη για πάντα στο μυαλό, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τι ατελείωτη ομορφιά ήταν αυτή; Αυθεντική κυκλαδίτικη χώρα και η πλατεία στη μέση με την εκκλησία της. Δε περιγράφεται:


Αργότερα διαπίστωσα πως όλη η χώρα της Φολεγάνδρου είναι επί της ουσία μια μεγάλη πλατεία.
Γύρισα στο δωμάτιο με τα κλειδιά στο χέρι, και την ατάκα στο φίλο μου «Κωστάκη θα πάθεις τη πλάκα σου μόλις στρίψεις από κει, παρατάμε τα πράγματα και βγαίνουμε βόλτα». Έτσι κι έγινε, λίγο πριν τις εννιά περπατούσαμε και βολτάραμε στη πλατεία και τα στενάκια, μαγεμένοι απ’ αυτό που αντικρύζαμε και οι δύο. Κάπου εκεί ακούμε από ένα μπαράκι να παίζει Σωκράτη. Δε χρειάζεται να το κουβεντιάσουμε καν και συνεννοούμενοι με τα μάτια μπαίνουμε μέσα και παραγγέλνουμε τεκίλες. Το μαγαζί αυτό ήταν η «Αστάρτη» και με συνοπτικές διαδικασίες γνωριστήκαμε με το αφεντικό, τον Λευτέρη. Επτά χρόνια μετά διατηρούμε ακόμα επαφή, καθώς και πολύς κόσμος έχει πάει συστημένος, αλλά πάνω απ’ όλα ταιριάξαμε στις ιδιοσυγκρασίες. Μετά από λίγα λεπτά φύγαμε για να ετοιμαστούμε, αφού λάβαμε τη διαβεβαίωση του Λευτέρη ότι «όπου και να πάτε το βράδυ εδώ θα καταλήξετε». Δεν είχε καθόλου άδικο. Εκεί καταλήξαμε το βράδυ, και κάθε βράδυ:

Σήμα κατατεθέν του μαγαζιού το ρακόμελο, το οποίο βράζει σε καζάνι πίσω απ’ το bar. Αφού το συνηθίσαμε μετά το πρώτο βράδυ, καθώς έως τότε δεν υπήρχε στα υπόψιν μας σαν ποτό, μείναμε σ’ αυτό.
Φύγαμε με περίσσια χαρά από την Αστάρτη, και συνεχίσαμε πριν πάμε για ύπνο με βραδινή βόλτα στη χώρα και μερικές μπυρίτσες. Δε δυσκολευτήκαμε καθόλου να μπούμε σε κλίμα διακοπών, και νησιού. Η Φολέγανδρος μας αγκάλιασε. Έρωτας με τη πρώτη ματιά:


Μέρα δεύτερη:
Το πρωί αφού αφίχθηκε και ο τρίτος της παρέας, κάναμε μια βόλτα στη Πούντα για φωτογραφίες και καθίσαμε για παραδοσιακό Ελληνικό καφεδάκι και πρωϊνό στη πλατεία.


Κάναμε κατόπιν μια βόλτα στη χώρα υπό το φως της ημέρας. Γενικότερα η Φολέγανδρος δε σηκώνει καθόλου άγχος, και επιβάλλεται να πας με τους ρυθμούς της:






Πήραμε το μεσημεριανό λεωφορείο και κατεβήκαμε στη παραλία της «Αγκάλης» για να κάνουμε το πρώτο μας μπανάκι στο νησί. Είναι η πιο γνωστή και πιο εύκολα προσβάσιμη, με υπέροχα νερά:



Επιστρέψαμε απόγευμα και αφού ήπιαμε ένα δροσερό ποτάκι στο υπέροχο μπαλκόνι μας:

το φιλοσοφήσαμε και αποφασίσαμε να πάρουμε το στριφογυριστό μονοπάτι και να ανεβούμε στη Παναγιά για να δούμε τη θέα και το ηλιοβασίλεμα. H Παναγία είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της Φολεγάνδρου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται σκαρφαλωμένη στο βράχο πάνω από τη Χώρα, και αποτελεί σημείο αναφοράς της. Σίγουρα θα έχετε δει τις αντίστοιχες φωτογραφίες. Οι εικόνες που ξεδιπλωνόντουσαν από κει στα μάτια μας ήταν υπέροχες:







Ψηλότερα ακόμα και από την εκκλησία της Παναγιάς, όπου κατεβαίνοντας δεν υπολόγισα καλά και πήδηξα ένα τοίχο πάνω από 2.30 ευτυχώς χωρίς συνέπειες:


Ο ήλιος έπεφτε και χάριζε μοναδικές λήψεις:





Κατεβαίνοντας την υπέροχη αυτή διαδρομή, κάναμε και ένα πέρασμα από το «κάστρο», το εξίσου σημείο αναφοράς της χώρας της Φολεγάνδρου. Το Κάστρο είναι το πιο παλιό κομμάτι της Χώρας. Πρόκειται για έναν μεσαιωνικό οικισμό που χτίστηκε για να προστατεύει τους ανθρώπους του νησιού. Τα σπίτια είναι κολλητά το ένα με το άλλο, και για μένα αποτελεί ίσως το κορυφαίο κυκλαδίτικο σκηνικό:

Γυρίσαμε στο σπίτι για ακόμα ένα ποτάκι, και κατόπιν να ετοιμαστούμε για μια ακόμα υπέροχη Αυγουστιάτικη νύχτα στη Φολέγανδρο:


Όχι ότι ήταν άσχημα βέβαια στη βεράντα:

Η νύχτα ξεκίνησε από το μικρό κελάρι, όπου μας σέρβιραν σφηνάκια σε μυστρί (!), σε μια ιδιαίτερη πατέντα και ακολούθως ρακόμελο με παστέλι και στραγάλια, και τελείωσε φυσικά στην Αστάρτη και με βόλτες στο κάστρο, σε ένα καταπληκτικό σκηνικό:

Μέρα τρίτη:
Η επόμενη μέρα είχε επίσκεψη ίσως στη πιο όμορφη παραλία του νησιού, το «Κάτεργο» όνομα και πράγμα, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται μόνο με καραβάκι.
Ξεκινήσαμε αφότου ήπιαμε το καφέ μας με την ησυχία μας στη χώρα, και κάναμε τις βόλτες μας. Οι εικόνες ήταν κάθε μέρα και καλύτερες:



Πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε στον Καραβοστάση, αφού πρώτα φροντίσαμε να προμηθευτούμε μια ομπρέλα, νερά και μπύρες, καθώς στο Κάτεργο το μόνο που μπορεί να βρει κανένας είναι πέτρα, βότσαλο, θάλασσα και ήλιο. Επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι και ξεκινήσαμε. Σε 20 λεπτά φτάσαμε στην υπέροχη πραγματικά παραλία του Κάτεργου:



Καταλαβαίνει κανείς εύκολα γιατί ονομάζεται έτσι. Μόνο άμμος, πέτρα και καυτός ήλιος:

Φάγαμε μισή ώρα για να καταφέρουμε να στήσουμε την ομπρέλα μας ανάμεσα στις πέτρες, η οποία κατέληξε τελικώς να είναι σκίαστρο για τις μπύρες μας. Το μπάνιο ήταν καταπληκτικό:



Στο γυρισμό περάσαμε και από μερικές σπηλιές του νησιού:


Νωρίς το απόγευμα ήμασταν πίσω στη χώρα, και μετά από βόλτα & μερικές μπυρίτσες στη Πούντα, πήγαμε στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε να βγούμε για φαγητό.
Κάναμε ξανά ένα πέρασμα από τη χώρα:


Και καταλήξαμε τελικά το «Ζέφυρο» στον οποίο είχαμε πάει συστημένοι, και φάγαμε στη πανέμορφη αυλή του μεζέδες, συνοδευόμενους αρχικά με σούμα:

και αργότερα κυκλαδίτικο λευκό κρασί:

Αποχωρήσαμε τραγουδώντας ''όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα'' στα στενά της Φολεγάνδρου. Το κρασί ήταν καλό:

Η συνέχεια της νύχτας είναι πλέον γνωστή, όπως γνωστοί είχαμε γίνει κι εμείς στο νησί και στα μπαρ του. Οι Ισπανίδες που γνωρίσαμε κοιτούσαν απορημένες, μας ρωτούσαν αν είναι κάποια γιορτή και διασκεδάζουμε έτσι, και τι είναι αυτό που πίνουν όλοι στα κανατάκια. Με χαρά της εξήγησα ότι δε χρειάζεται κάποια γιορτή, μας αρκεί ότι είναι καλοκαίρι σε Ελληνικό νησί. Βεβαίως κεράσαμε ένα ρακόμελο στα κορίτσια για να καταλάβουν περι τίνος πρόκειται. Μη μας πουν και αφιλόξενους..:

Η Φολέγανδρος μας είχε αγκαλιάσει με τον τρόπο της.
Μέρα τέταρτη:
Τη τελευταία μέρα το πρόγραμμα πήγε αντίστροφα. Γρήγορα βουτιά στη παραλία δίπλα στο Καραβοστάση, και κατόπιν καφέ και βόλτα στη χώρα για μερικές ακόμη ανεπανάληπτες φωτογραφικές στιγμές:




Η χώρα αυτή δε χορταίνεται με τίποτα, όσο και αν τη γυρίσεις:





Η καθιερωμένη μπύρα στη Πούντα:

Νωρίς το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο και αναχωρήσαμε για την «Άνω Μεριά» το τρίτο οικισμό της Φολεγάνδρου, στα 5 χιλιόμετρα απόσταση από τη χώρα. Ο οικισμός αυτός σε ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω, σε μια άλλη Ελλάδα, κάτι που αντιλαμβάνεσαι με το που πατάς το πόδι σου εκεί. Ορθώς έχει αναφερθεί σαν ένα «ζωντανό» λαογραφικό μουσείο:




Πολύ ιδιαίτερο και αυτό το μέρος:


Κάναμε τις βόλτες μας και καταλήξαμε στη «Συνάντηση» καθώς εκεί λέγαν οι πληροφορίες μας ότι θα φάμε τα καλύτερα «Ματσάτα», ένα καταπληκτικό Φολεγανδρίτικο πιάτο. Τα ματσάτα είναι το παραδοσιακό ζυμαρικό της Φολεγάνδρου που φτιάχνεται στο χέρι, και μοιάζει πολύ με τις χυλοπίτες, ωστόσο μαγειρεύεται αμέσως μόλις πλαστεί και σερβίρεται με κοκκινιστό κρέας, κατά προτίμηση κόκορα, και άφθονο τριμμένο κεφαλοτύρι. Γαστρονομική πανδαισία, συνοδευόμενη πάντα με ντόπιο ροζέ κρασί:

Είδαμε το ηλιοβασίλεμα στην «Άνω Μεριά» και αποχωρήσαμε:


Μας περίμενε το τελευταίο και πολύ έντονο βράδυ στη χώρα στο γνωστό μας πλέον στέκι. Αφού κοντέψαμε να πιούμε μέχρι και τα φρέον από τα κλιματιστικά και γνωρίσαμε όσο κόσμο δεν είχαμε γνωρίσει ακόμα, μείναμε εμείς κι εμείς στο μπαρ και ο Λευτέρης μου έδωσε εντολή να κλείσω τη πόρτα.
Η φωτογραφία μέσα στο μπαρ της Αστάρτης, δίπλα στο καζάνι με το ρακόμελο:

Το αυτοσχέδιο πάρτυ που στήθηκε με δυνατή Ελληνόφωνη ροκ μουσική -που είναι και το στοιχείο μου- έχω να το θυμάμαι ως σήμερα…
Αναχώρηση:
Ξυπνήσαμε την επόμενη και με βαριά καρδιά και βαρύ κεφάλι αποχωριστήκαμε τη Φολέγανδρο.
Αυτή τη θέα απ το δωμάτιο που μας πήρε τα μυαλα:



Το συγκεκριμένο νησί μου έκλεψε τη καρδιά και είναι σίγουρα στα τοπ των επιλογών μου. Αν θα έπρεπε να επισημάνω κάποια αρνητικά στοιχεία στο νησί, πέρα από τη δύσκολη και πολύ ακριβή πρόσβαση, είναι οι αρκετά υψηλές τιμές του. Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα και καταστήματα εστίασης είναι τσουχτερά, σε σχέση πάντα και μ’ αυτό που προσφέρουν, κάτι που σημαίνει ότι θέλει πολύ ψάξιμο, οργάνωση και τύχη αν θέλεις να επισκεφτείς το νησί υψηλή σεζόν.

Έως τώρα που γράφεται η ιστορία είναι από τα λίγα μέρη που αγάπησα τόσο και δεν έχει βολέψει να ξαναπάω. Για να δούμε τι επιφυλάσσει το μέλλον…
Last edited: