psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
2023: (Λέρος πράξη τέταρτη)
Ακόμα ένα αγαπημένο νησάκι. Ένα μέρος το οποίο είχα δει ήδη τρεις φορές, ωστόσο υπήρχαν μεγάλες κι ανοικτές εκκρεμότητες, αρκετές από τις οποίες είχα την ευκαιρία να καλύψω, μιας και οι τελευταίες δύο επισκέψεις ήταν πολύ μικρές και περιορισμένες στη νυχτερινή περιήγηση.
Η σύνδεση μεταξύ Κυκλάδων και Δωδεκανήσου μου έδινε την ευκαιρία, κι από τη στιγμή που παρέα αγαπημένων φίλων θα συνέχιζε εκεί τις διακοπές της μετά την Αμοργό δε το σκέφτηκα ούτε λεπτό προκειμένου ν’ ακολουθήσω το ίδιο δρομολόγιο.
Πλέον δηλώνω πολύ ευχαριστημένος μιας κι ανακάλυψα επιπλέον πλευρές του νησιού και συνάμα άνοιξα κι άλλα κεφάλαια για το μέλλον. Ενός νησιού σαφώς αδικημένου, με το στίγμα που για πολλούς και διάφορους λόγους που αποδόθηκε στη Λέρο να την ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Ημέρα πρώτη:
Το πλοίο έφτασε επιτέλους στο Λακκί μετά από μια κουραστική διαδρομή 3,5 ωρών που ξεκίνησε στις έξι το ξημέρωμα από τα Κατάπολα.
Πήραμε ταξί με προορισμό τον Πλάτανο, όπου λίγη ώρα κι έναν καφέ μετά χωριστήκαμε προκειμένου να μπούμε στα δωμάτια μας για ξεκούραση. Προσωπικά χάρηκα αφενός γιατί βρήκα ίσως το καλύτερο δωμάτιο που έχω μείνει στη Λέρο, με απίστευτη θέα προς το κάστρο και τον οικισμό, αλλά και προς τη θάλασσα:
Επίσης όμως χάρηκα γιατί γνώρισα τον Μ, ιδιοκτήτης του συγκροτήματος, φιλόξενος, ευχάριστος, ωραίος τύπος και πολύ κατατοπιστικός με άμεσες πληροφορίες για το νησί και τ’ αξιοθέατα του.
Μετά τον απαραίτητο υπνάκο ξεκίνησα το απόγευμα προκειμένου να συναντήσω τα παιδιά στην πλατεία του Πλατάνου, κάνοντας και βόλτα στο χωριό:
Κατεβήκαμε ως την Αγιά Μαρίνα να τσιμπήσουμε κάτι και αμέσως πήραμε ταξί γύρω στις 7 με προορισμό το κάστρο του Παντελίου, το σημαντικότερο φρουριακό συγκρότημα της Λέρου:
Το κάστρο αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα κάστρα στον Ελλαδικό χώρο και βρίσκεται σε στρατηγική θέση ανάμεσα στα δύο φυσικά λιμάνια της Αγίας Μαρίνας και του Παντελίου, χαρίζοντας μια εξαιρετική θέα περιμετρικά:
Ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τον εσωτερικό χώρο όπου βρίσκεται ο ναός της Παναγίας:
Και θαυμάσαμε την απίστευτη θέα προς τους ανεμόμυλους & τα χωριά του νησιού:
Ήταν η ώρα που ο ήλιος έκανε τη βουτιά του χαρίζοντας απίστευτες εικόνες για πολλές φωτογραφικές λήψεις:
Το κάστρο έκλεινε, αναγκάζοντας μας να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια αυτή τη φορά. Προχωρήσαμε ως την άκρη του λόφου και την εκκλησία του προφήτη Ηλία, βλέποντας και το αγαπημένο μου παγκάκι με τη θέα προς την Αγιά Μαρίνα, που το θυμόμουν (όπως και τα περισσότερα) από την προηγούμενη φορά:
Είχαμε πάρει κατεύθυνση προς τους ανεμόμυλους του νησιού, στους οποίους φτάσαμε μετά από εύκολο περπάτημα λιγότερο του ενός χιλιομέτρου:
Βγάλαμε τις φωτογραφίες στη θέα του ηλιοβασιλέματος και κατεβήκαμε τα σκαλιά του πρώτου ανεμόμυλου προκειμένου να μπούμε στο φοβερό κοκτειλ μπαρ που βρίσκεται εκεί:
Χρειάστηκε φυσικά να περιμένουμε λίγο μέχρι να βρεθεί χώρος βλέποντας την υπέροχη θέα που χαρίζει το μέρος, και καθίσαμε να πιούμε ένα ποτό, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν όλοι όσοι επισκέπτονται το κάστρο αυτή την ώρα:
Νωρίς το βράδυ πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, επιχειρώντας και σε νυχτερινές λήψεις στο καταπληκτικό τοπίο όπου βρισκόμασταν:
Κατεβαίναμε το δρομάκι κάτω από το λόφο του κάστρου που οδηγούσε πολύ σύντομα και πάλι στον Πλάτανο:
Το κτήριο του Δημαρχείου είναι ότι πιο ωραίο σε μια πλατεία που δε σε τρελαίνει κιόλας:
Πήρα μια παγωμένη πακέτο κι έκατσα να την πιώ στο δωμάτιο όσο ετοιμαζόμουν, απέναντι από αυτή την εκπληκτική νυχτερινή θέα:
Όσο για τη συνέχεια; Αφού είδαμε ότι τα πράγματα στην Αγιά Μαρίνα και το αγαπημένο μας μπαρ ήταν ήσυχα, αποφασίσαμε να πάρουμε το δρόμο για το Παντέλι, προκειμένου να πάμε σε μια απόλυτα καλοκαιρινή, λιτή και όμορφη μαγαζάρα με το όνομα «Savana» σύσταση του οποίου είχα πάρει νωρίτερα από τον Μ.
Έτσι άλλωστε πρέπει να είναι τα καλοκαιρινά τα μπαρ. Με ωραίο κόσμο, δροσερά ποτά, παγωμένες μπύρες και εξαιρετικές ροκ μουσικάρες:
Αυτά λέγαμε όσο ανεβαίναμε την Ανηφόρα προς τον Πλάτανο, γύρω στις τρεις το ξημέρωμα, σχεδιάζοντας παράλληλα την επόμενη μέρα…
Ημέρα Δεύτερη
Το πρωινό ξύπνημα ήταν επιβεβλημένο, μιας και υπήρχαν αρκετά σχέδια για τη συγκεκριμένη μέρα τα οποία έπρεπε να υλοποιηθούν. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε για να συμβεί φυσικά αυτό ήταν να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, κάτι που έγινε με ευκολία ψάχνοντας στα γραφεία στην Αγιά Μαρίνα, τρώγοντας παράλληλα κι ένα πρωινάκι:
Κατεβήκαμε μέχρι το λιμάνι, παραλάβαμε και τσεκάραμε παράλληλα το αυριανό δρομολόγιο του πλοίου και κατόπιν αναχωρήσαμε με κατεύθυνση το Λακκί, παρατηρώντας τους αμέτρητους ευκάλυπτους του νησιού (κρατήστε αυτή την πληροφορία).
Προορισμός μας δεν ήταν άλλος από το μουσείο – τούνελ το οποίο ήθελα διακαώς να δω εδώ και χρόνια κι επιτέλους είχα την ευκαιρία.
Εκδώσαμε τα εισιτήρια και κατευθείαν μπήκαμε προς την είσοδο της υπόσκαφης πρώην Ιταλικής αποθήκης, παρατηρώντας τα εκθέματα:
Το μουσείο ουσιαστικά είναι αφιερωμένο στην πολιορκία της Λέρου από τους Ναζί, την Ιταλική κατοχή, κυριότερα όμως τη μάχη του νησιού, δεύτερη μεγαλύτερη στον Ελλαδικό χώρο μετά από αυτή της Κρήτης:
Ο χώρος είναι από αυτούς που μου αρέσουν από την πρώτη στιγμή, νομίζω ο καταλληλότερος για τέτοιου είδους μουσεία, γεμάτος πολύ πλούσιο υλικό.
Μεταξύ άλλων κι ένα αναμνηστικό μετάλλιο που μου είναι ιδιαίτερα οικείο βλέποντας το τόσα χρόνια στο σπίτι του παππού:
Στο μέσο περίπου της διαδρομής υπάρχει και μία δεύτερη, ίσως λίγο μεγαλύτερη στοά:
Η οποία οδηγεί σε ακόμα περισσότερα εκθέματα, ακόμα και νάρκη που έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου:
Σημαντικές είναι και οι προσφορές πολιτών στο μουσείο, γεμίζοντας το εξοπλισμό και τεκμήρια της μάχης και της πολιορκείας:
Η περιήγηση ολοκληρώνεται με την προβολή ενός πολύ ωραίου φιλμ που εξηγεί την ιστορία της μάχης και της πολιορκίας του νησιού το οποίο βομβαρδίστηκε ανελέητα επί μέρες, με τους κατοίκους να καταφεύγουν σε σπηλιές προκειμένου να σωθούν. Πρακτικά το ζητούμενο ήταν το μεγάλης σημασίας φυσικό λιμάνι του Λακκίου:
Βγήκαμε στον εξωτερικό χώρο βλέποντας τα άρματα και το πολεμικό αεροσκάφος, συζητώντας παράλληλα με δύο κυρίες, υπεύθυνες του χώρου απ’ ότι κατάλαβα:
Πέρα των πολύ ωραίων πληροφοριών που μας έδωσαν για τη συνέχεια, μάθαμε και την ιστορία του χώρου αλλά λύσαμε επίσης και την απορία της ύπαρξης των ευκαλύπτων.
Περιηγηθήκαμε έξω από τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της ντροπής, αποφεύγοντας για ευνόητους λόγους να εισέλθουμε σ’ αυτά:
Ήταν τέλη της δεκαετίας του 50, όταν το Ελληνικό κράτος σε μια ακόμη πράξη υπεκφυγής, πέταξε στο νησί περί τους 3000 ψυχικά νοσούντες, με την επίβλεψη μόνον τεσσάρων (!) ιατρών, στη λογική του «δεν υπάρχει πρόβλημα αν ξεφορτωθείς το πρόβλημα», τακτική που ακολουθείται έως σήμερα. Στο ψυχιατρείο εργάστηκαν όπως είναι φυσικό οι -μη καταρτισμένοι- κάτοικοι του νησιού, αρκετοί εκ των οποίων υποφέρουν και είναι με ψυχοφάρμακα ως τις μέρες μας, με όλα όσα είδαν κι έκαναν στο κολαστήριο με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Η διεθνής κατακραυγή, οι αλλεπάλληλες καταγγελίες από τις αρχές του 80 ακόμα και ένα ντοκυμανταίρ που παρουσίασε τη σκληρή αλήθεια στις αρχές του 90, δίνουν επιτέλους λύση στο τεράστιο πρόβλημα του ασύλου σχεδόν 35 χρόνια μετά, με την πρόσληψη ιατρών και καταρτισμένου προσωπικού.
(μια βόλτα στο ίντερνετ θα σας πείσει, με τις εικόνες να είναι ιδιαίτερα σκληρές).
Πλέον στα κτήρια που έχουν απομείνει σε λειτουργία φιλοξενούνται περίπου 200 ασθενείς, με κάποιους εξ αυτών να βρίσκονται πλέον σε σπίτια εντός των οικισμών του νησιού στα πλαίσια της κοινωνικής επανένταξης.
Δίπλα ακριβώς σε μια εικόνα αντίστοιχης ντροπής (δεν αλλάζει) το άσυλο του σήμερα…
Αυτό όμως που δε γνωρίζαμε ήταν ότι παραδίπλα βρίσκεται η βίλα του δικτάτορα Μουσολίνι, ο οποίος θεωρούσε πολύ σημαντικό γεωπολιτικό σημείο το νησί.
Εκεί ήταν και η επόμενη επίσκεψη μας, με τις εικόνες εγκατάλειψης να κυριαρχούν:
Το αμάξι ήταν τελικά άκρως απαραίτητο, δίνοντας μας ευελιξία και στην αλλαγή σχεδίων. Αφού είχαμε φτάσει ως εκεί ήταν κρίμα να μην επισκεφτούμε το παρεκκλήσι της Παναγιάς Καβούρδενας, που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω:
Δυστυχώς όμως ήταν κλειστό με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να δούμε τον εσωτερικό του χώρο και την ξακουστή εικόνα του:
Οι ώρες όμως είχαν περάσει και η Αυγουστιάτικη ζέστη ήταν αφόρητη, οπότε η παραλία και οι βουτιές του μεσημεριού ήταν κάτι παραπάνω από νομοτελειακό ζήτημα. Παρκάραμε στο χωματόδρομο πάνω από τα «Δύο Λισκάρια» βλέποντας τα όμορφα ταβερνάκια που με δυσκολία απαρνηθήκαμε:
Βλέπετε τα νερά ήταν τόσο δελεαστικά που δεν αντισταθήκαμε λεπτό, όλα βέβαια με φόντο το κάστρο, σ’ ένα σκηνικό που μου θύμισε λίγο Αστυπάλαια:
Ήπιαμε μια παγωμένη και αναχωρήσαμε σε μια ώρα περίπου για το βορρά του νησιού και τα καλύτερα που ‘χαμε μπροστά μας.
Για αρχή ένα πέρασμα από την παραλία του «Μπλεφούτη» για μια – δυο φωτογραφίες όπως επίσης και για ψώνια, με τις πολύ φθηνές και παγωμένες μπύρες να ‘ναι μεγάλο δέλεαρ:
Και για τη συνέχεια ένα στόχο που είχα από το 2017 και τον εκπλήρωνα επιτέλους το 2023. Παρκάραμε το αυτοκίνητο μπροστά από το εκκλησάκι και ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε τον κατηφορικό δρόμο πεζή:
Η καλύτερη παραλία του νησιού με το όνομα «Αγιά Κιουρά» και τα διάσημα κρυστάλλινα διαυγή νερά της ήταν επιτέλους στα πόδια μας:
Όταν λέμε φανταστικά νερά και απολαυστικό μπάνιο το εννοούμε:
Μείναμε ως τις έξι, επιχειρώντας χωρίς αποτέλεσμα να πάμε στη Νησίδα του Αρχάγγελου που βρίσκεται απέναντι και την εξαιρετική της ταβέρνα, μιας και το θαλάσσιο ταξί που έκανε τη συγκεκριμένη μεταφορά ήταν γεμάτο. Κρίμα, αλλά ας μείνει κάτι και για την επόμενη φορά…
Έτσι αποφασίσαμε να κατέβουμε ως τα Άλιντα για ένα μαγαζί του οποίου τη σύσταση είχαμε πάρει και πάλι από τον Μ. (μ΄ έφτιαξε το παλικάρι στο νησί) προκειμένου να πιάσουμε ένα ωραίο τραπέζι στην άμμο. Η πανδαισία θαλασσινών -κι όχι μόνο- που σερβιρίστηκε μετά από λίγο ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν:
Η μέρα βλέπετε είχε λίγη ακόμη συνέχεια, δε τελείωνε αν δε βλέπαμε ηλιοβασίλεμα, και που καλύτερα από το διάσημο ξωκλήσι του Αγίου Ισιδώρου λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Εικόνα γνωστή θέλω να πιστεύω στους περισσότερους:
Με προσοχή λόγω γλίστρας προχωρήσαμε στο τσιμεντένιο πέρασμα κι ανεβήκαμε στο όμορφο εκκλησάκι περιμένοντας τον ήλιο να πέσει, κάτι που δεν άργησε να συμβεί:
Ίσα που είχαν ανάψει τα φώτα όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής:
Έκανα στάση για να ψωνίσω μερικές μπύρες προκειμένου να τις απολαύσω σ’ αυτό το υπέροχο νυκτερινό τοπίο που είχα στη βεράντα του δωματίου μου, ενώ εν τω μεταξύ ο Μ. ήρθε να με χαιρετήσει και να ρωτήσει αν πήγαν όλα καλά, πιάνοντας πάλι την ωραία κουβέντα σχετικά με τη ζωή στο νησί και τις διαφορές που αυτή έχει με τη δική μου.
Έμαθα γι’ ακόμα μια φορά πολύ ωραία πράγματα για τη Λέρο τα οποία συγκράτησα και υποσχέθηκα να τα ψάξω εκτενέστερα, κάτι που ξεκίνησα ήδη να κάνω. Πέρα όλων των άλλων άξιων αναφοράς σημείων που έμαθα για την επόμενη μου επίσκεψη, δε θα ξεχάσω τα λόγια του για το νησί:
Καθίσαμε σ’ ένα εξωτερικό τραπεζάκι πίνοντας τις μπύρες μας (τοπικές παρακαλώ μεταξύ άλλων), μεταφέροντας τους όσα ενδιαφέροντα άκουσα κι έμαθα:
Θα ήταν περασμένες δύο όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής, στον έναστρο ουρανό κάτω από τους Ανεμόμυλους.
Αναχώρηση
Με μια πελώρια νύστα καθώς δεν ήταν ακόμα ούτε οκτώ το πρωί, στέκομαι στο κατάστρωμα του «Leros Express» και φωτογραφίζω. Ευτυχώς το λιγοστό κούνημα δε θα κρατήσει για πολύ, μιας και ο επόμενος προορισμός μας είναι κανένα μισάωρο, σκέφτομαι.
Αυτό που δε σκέφτομαι ακόμα είναι το πότε θα επιστρέψω στη Λέρο, γιατί δε πιστεύω να ‘χετε απορία αν θα το κάνω η όχι;
Αρκεί μια και μόνο ανάγνωση στον τίτλο του κεφαλαίου…
Ακόμα ένα αγαπημένο νησάκι. Ένα μέρος το οποίο είχα δει ήδη τρεις φορές, ωστόσο υπήρχαν μεγάλες κι ανοικτές εκκρεμότητες, αρκετές από τις οποίες είχα την ευκαιρία να καλύψω, μιας και οι τελευταίες δύο επισκέψεις ήταν πολύ μικρές και περιορισμένες στη νυχτερινή περιήγηση.
Η σύνδεση μεταξύ Κυκλάδων και Δωδεκανήσου μου έδινε την ευκαιρία, κι από τη στιγμή που παρέα αγαπημένων φίλων θα συνέχιζε εκεί τις διακοπές της μετά την Αμοργό δε το σκέφτηκα ούτε λεπτό προκειμένου ν’ ακολουθήσω το ίδιο δρομολόγιο.
Πλέον δηλώνω πολύ ευχαριστημένος μιας κι ανακάλυψα επιπλέον πλευρές του νησιού και συνάμα άνοιξα κι άλλα κεφάλαια για το μέλλον. Ενός νησιού σαφώς αδικημένου, με το στίγμα που για πολλούς και διάφορους λόγους που αποδόθηκε στη Λέρο να την ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Ημέρα πρώτη:
Το πλοίο έφτασε επιτέλους στο Λακκί μετά από μια κουραστική διαδρομή 3,5 ωρών που ξεκίνησε στις έξι το ξημέρωμα από τα Κατάπολα.

Πήραμε ταξί με προορισμό τον Πλάτανο, όπου λίγη ώρα κι έναν καφέ μετά χωριστήκαμε προκειμένου να μπούμε στα δωμάτια μας για ξεκούραση. Προσωπικά χάρηκα αφενός γιατί βρήκα ίσως το καλύτερο δωμάτιο που έχω μείνει στη Λέρο, με απίστευτη θέα προς το κάστρο και τον οικισμό, αλλά και προς τη θάλασσα:


Επίσης όμως χάρηκα γιατί γνώρισα τον Μ, ιδιοκτήτης του συγκροτήματος, φιλόξενος, ευχάριστος, ωραίος τύπος και πολύ κατατοπιστικός με άμεσες πληροφορίες για το νησί και τ’ αξιοθέατα του.
Μετά τον απαραίτητο υπνάκο ξεκίνησα το απόγευμα προκειμένου να συναντήσω τα παιδιά στην πλατεία του Πλατάνου, κάνοντας και βόλτα στο χωριό:


Κατεβήκαμε ως την Αγιά Μαρίνα να τσιμπήσουμε κάτι και αμέσως πήραμε ταξί γύρω στις 7 με προορισμό το κάστρο του Παντελίου, το σημαντικότερο φρουριακό συγκρότημα της Λέρου:


Το κάστρο αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα κάστρα στον Ελλαδικό χώρο και βρίσκεται σε στρατηγική θέση ανάμεσα στα δύο φυσικά λιμάνια της Αγίας Μαρίνας και του Παντελίου, χαρίζοντας μια εξαιρετική θέα περιμετρικά:


Ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τον εσωτερικό χώρο όπου βρίσκεται ο ναός της Παναγίας:


Και θαυμάσαμε την απίστευτη θέα προς τους ανεμόμυλους & τα χωριά του νησιού:


Ήταν η ώρα που ο ήλιος έκανε τη βουτιά του χαρίζοντας απίστευτες εικόνες για πολλές φωτογραφικές λήψεις:


Το κάστρο έκλεινε, αναγκάζοντας μας να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια αυτή τη φορά. Προχωρήσαμε ως την άκρη του λόφου και την εκκλησία του προφήτη Ηλία, βλέποντας και το αγαπημένο μου παγκάκι με τη θέα προς την Αγιά Μαρίνα, που το θυμόμουν (όπως και τα περισσότερα) από την προηγούμενη φορά:


Είχαμε πάρει κατεύθυνση προς τους ανεμόμυλους του νησιού, στους οποίους φτάσαμε μετά από εύκολο περπάτημα λιγότερο του ενός χιλιομέτρου:


Βγάλαμε τις φωτογραφίες στη θέα του ηλιοβασιλέματος και κατεβήκαμε τα σκαλιά του πρώτου ανεμόμυλου προκειμένου να μπούμε στο φοβερό κοκτειλ μπαρ που βρίσκεται εκεί:


Χρειάστηκε φυσικά να περιμένουμε λίγο μέχρι να βρεθεί χώρος βλέποντας την υπέροχη θέα που χαρίζει το μέρος, και καθίσαμε να πιούμε ένα ποτό, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν όλοι όσοι επισκέπτονται το κάστρο αυτή την ώρα:


Νωρίς το βράδυ πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, επιχειρώντας και σε νυχτερινές λήψεις στο καταπληκτικό τοπίο όπου βρισκόμασταν:


Κατεβαίναμε το δρομάκι κάτω από το λόφο του κάστρου που οδηγούσε πολύ σύντομα και πάλι στον Πλάτανο:


Το κτήριο του Δημαρχείου είναι ότι πιο ωραίο σε μια πλατεία που δε σε τρελαίνει κιόλας:

Πήρα μια παγωμένη πακέτο κι έκατσα να την πιώ στο δωμάτιο όσο ετοιμαζόμουν, απέναντι από αυτή την εκπληκτική νυχτερινή θέα:

Όσο για τη συνέχεια; Αφού είδαμε ότι τα πράγματα στην Αγιά Μαρίνα και το αγαπημένο μας μπαρ ήταν ήσυχα, αποφασίσαμε να πάρουμε το δρόμο για το Παντέλι, προκειμένου να πάμε σε μια απόλυτα καλοκαιρινή, λιτή και όμορφη μαγαζάρα με το όνομα «Savana» σύσταση του οποίου είχα πάρει νωρίτερα από τον Μ.

Έτσι άλλωστε πρέπει να είναι τα καλοκαιρινά τα μπαρ. Με ωραίο κόσμο, δροσερά ποτά, παγωμένες μπύρες και εξαιρετικές ροκ μουσικάρες:

Αυτά λέγαμε όσο ανεβαίναμε την Ανηφόρα προς τον Πλάτανο, γύρω στις τρεις το ξημέρωμα, σχεδιάζοντας παράλληλα την επόμενη μέρα…

Ημέρα Δεύτερη
Το πρωινό ξύπνημα ήταν επιβεβλημένο, μιας και υπήρχαν αρκετά σχέδια για τη συγκεκριμένη μέρα τα οποία έπρεπε να υλοποιηθούν. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε για να συμβεί φυσικά αυτό ήταν να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, κάτι που έγινε με ευκολία ψάχνοντας στα γραφεία στην Αγιά Μαρίνα, τρώγοντας παράλληλα κι ένα πρωινάκι:

Κατεβήκαμε μέχρι το λιμάνι, παραλάβαμε και τσεκάραμε παράλληλα το αυριανό δρομολόγιο του πλοίου και κατόπιν αναχωρήσαμε με κατεύθυνση το Λακκί, παρατηρώντας τους αμέτρητους ευκάλυπτους του νησιού (κρατήστε αυτή την πληροφορία).

Προορισμός μας δεν ήταν άλλος από το μουσείο – τούνελ το οποίο ήθελα διακαώς να δω εδώ και χρόνια κι επιτέλους είχα την ευκαιρία.


Εκδώσαμε τα εισιτήρια και κατευθείαν μπήκαμε προς την είσοδο της υπόσκαφης πρώην Ιταλικής αποθήκης, παρατηρώντας τα εκθέματα:

Το μουσείο ουσιαστικά είναι αφιερωμένο στην πολιορκία της Λέρου από τους Ναζί, την Ιταλική κατοχή, κυριότερα όμως τη μάχη του νησιού, δεύτερη μεγαλύτερη στον Ελλαδικό χώρο μετά από αυτή της Κρήτης:


Ο χώρος είναι από αυτούς που μου αρέσουν από την πρώτη στιγμή, νομίζω ο καταλληλότερος για τέτοιου είδους μουσεία, γεμάτος πολύ πλούσιο υλικό.

Μεταξύ άλλων κι ένα αναμνηστικό μετάλλιο που μου είναι ιδιαίτερα οικείο βλέποντας το τόσα χρόνια στο σπίτι του παππού:

Στο μέσο περίπου της διαδρομής υπάρχει και μία δεύτερη, ίσως λίγο μεγαλύτερη στοά:

Η οποία οδηγεί σε ακόμα περισσότερα εκθέματα, ακόμα και νάρκη που έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου:


Σημαντικές είναι και οι προσφορές πολιτών στο μουσείο, γεμίζοντας το εξοπλισμό και τεκμήρια της μάχης και της πολιορκείας:

Η περιήγηση ολοκληρώνεται με την προβολή ενός πολύ ωραίου φιλμ που εξηγεί την ιστορία της μάχης και της πολιορκίας του νησιού το οποίο βομβαρδίστηκε ανελέητα επί μέρες, με τους κατοίκους να καταφεύγουν σε σπηλιές προκειμένου να σωθούν. Πρακτικά το ζητούμενο ήταν το μεγάλης σημασίας φυσικό λιμάνι του Λακκίου:

Βγήκαμε στον εξωτερικό χώρο βλέποντας τα άρματα και το πολεμικό αεροσκάφος, συζητώντας παράλληλα με δύο κυρίες, υπεύθυνες του χώρου απ’ ότι κατάλαβα:

Πέρα των πολύ ωραίων πληροφοριών που μας έδωσαν για τη συνέχεια, μάθαμε και την ιστορία του χώρου αλλά λύσαμε επίσης και την απορία της ύπαρξης των ευκαλύπτων.
- Είναι ένα δέντρο που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα νερού, κάτι που χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί προκειμένου να αποξηράνουν το έλος και να κατασκευάσουν εν τέλει το λιμάνι στο Λακκί.

Περιηγηθήκαμε έξω από τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της ντροπής, αποφεύγοντας για ευνόητους λόγους να εισέλθουμε σ’ αυτά:

Ήταν τέλη της δεκαετίας του 50, όταν το Ελληνικό κράτος σε μια ακόμη πράξη υπεκφυγής, πέταξε στο νησί περί τους 3000 ψυχικά νοσούντες, με την επίβλεψη μόνον τεσσάρων (!) ιατρών, στη λογική του «δεν υπάρχει πρόβλημα αν ξεφορτωθείς το πρόβλημα», τακτική που ακολουθείται έως σήμερα. Στο ψυχιατρείο εργάστηκαν όπως είναι φυσικό οι -μη καταρτισμένοι- κάτοικοι του νησιού, αρκετοί εκ των οποίων υποφέρουν και είναι με ψυχοφάρμακα ως τις μέρες μας, με όλα όσα είδαν κι έκαναν στο κολαστήριο με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.

Η διεθνής κατακραυγή, οι αλλεπάλληλες καταγγελίες από τις αρχές του 80 ακόμα και ένα ντοκυμανταίρ που παρουσίασε τη σκληρή αλήθεια στις αρχές του 90, δίνουν επιτέλους λύση στο τεράστιο πρόβλημα του ασύλου σχεδόν 35 χρόνια μετά, με την πρόσληψη ιατρών και καταρτισμένου προσωπικού.

(μια βόλτα στο ίντερνετ θα σας πείσει, με τις εικόνες να είναι ιδιαίτερα σκληρές).
Πλέον στα κτήρια που έχουν απομείνει σε λειτουργία φιλοξενούνται περίπου 200 ασθενείς, με κάποιους εξ αυτών να βρίσκονται πλέον σε σπίτια εντός των οικισμών του νησιού στα πλαίσια της κοινωνικής επανένταξης.
Δίπλα ακριβώς σε μια εικόνα αντίστοιχης ντροπής (δεν αλλάζει) το άσυλο του σήμερα…

Αυτό όμως που δε γνωρίζαμε ήταν ότι παραδίπλα βρίσκεται η βίλα του δικτάτορα Μουσολίνι, ο οποίος θεωρούσε πολύ σημαντικό γεωπολιτικό σημείο το νησί.

Εκεί ήταν και η επόμενη επίσκεψη μας, με τις εικόνες εγκατάλειψης να κυριαρχούν:


Το αμάξι ήταν τελικά άκρως απαραίτητο, δίνοντας μας ευελιξία και στην αλλαγή σχεδίων. Αφού είχαμε φτάσει ως εκεί ήταν κρίμα να μην επισκεφτούμε το παρεκκλήσι της Παναγιάς Καβούρδενας, που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω:


Δυστυχώς όμως ήταν κλειστό με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να δούμε τον εσωτερικό του χώρο και την ξακουστή εικόνα του:

Οι ώρες όμως είχαν περάσει και η Αυγουστιάτικη ζέστη ήταν αφόρητη, οπότε η παραλία και οι βουτιές του μεσημεριού ήταν κάτι παραπάνω από νομοτελειακό ζήτημα. Παρκάραμε στο χωματόδρομο πάνω από τα «Δύο Λισκάρια» βλέποντας τα όμορφα ταβερνάκια που με δυσκολία απαρνηθήκαμε:

Βλέπετε τα νερά ήταν τόσο δελεαστικά που δεν αντισταθήκαμε λεπτό, όλα βέβαια με φόντο το κάστρο, σ’ ένα σκηνικό που μου θύμισε λίγο Αστυπάλαια:


Ήπιαμε μια παγωμένη και αναχωρήσαμε σε μια ώρα περίπου για το βορρά του νησιού και τα καλύτερα που ‘χαμε μπροστά μας.
Για αρχή ένα πέρασμα από την παραλία του «Μπλεφούτη» για μια – δυο φωτογραφίες όπως επίσης και για ψώνια, με τις πολύ φθηνές και παγωμένες μπύρες να ‘ναι μεγάλο δέλεαρ:

Και για τη συνέχεια ένα στόχο που είχα από το 2017 και τον εκπλήρωνα επιτέλους το 2023. Παρκάραμε το αυτοκίνητο μπροστά από το εκκλησάκι και ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε τον κατηφορικό δρόμο πεζή:

Η καλύτερη παραλία του νησιού με το όνομα «Αγιά Κιουρά» και τα διάσημα κρυστάλλινα διαυγή νερά της ήταν επιτέλους στα πόδια μας:

Όταν λέμε φανταστικά νερά και απολαυστικό μπάνιο το εννοούμε:

Μείναμε ως τις έξι, επιχειρώντας χωρίς αποτέλεσμα να πάμε στη Νησίδα του Αρχάγγελου που βρίσκεται απέναντι και την εξαιρετική της ταβέρνα, μιας και το θαλάσσιο ταξί που έκανε τη συγκεκριμένη μεταφορά ήταν γεμάτο. Κρίμα, αλλά ας μείνει κάτι και για την επόμενη φορά…
Έτσι αποφασίσαμε να κατέβουμε ως τα Άλιντα για ένα μαγαζί του οποίου τη σύσταση είχαμε πάρει και πάλι από τον Μ. (μ΄ έφτιαξε το παλικάρι στο νησί) προκειμένου να πιάσουμε ένα ωραίο τραπέζι στην άμμο. Η πανδαισία θαλασσινών -κι όχι μόνο- που σερβιρίστηκε μετά από λίγο ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν:


Η μέρα βλέπετε είχε λίγη ακόμη συνέχεια, δε τελείωνε αν δε βλέπαμε ηλιοβασίλεμα, και που καλύτερα από το διάσημο ξωκλήσι του Αγίου Ισιδώρου λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Εικόνα γνωστή θέλω να πιστεύω στους περισσότερους:

Με προσοχή λόγω γλίστρας προχωρήσαμε στο τσιμεντένιο πέρασμα κι ανεβήκαμε στο όμορφο εκκλησάκι περιμένοντας τον ήλιο να πέσει, κάτι που δεν άργησε να συμβεί:


Ίσα που είχαν ανάψει τα φώτα όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής:

Έκανα στάση για να ψωνίσω μερικές μπύρες προκειμένου να τις απολαύσω σ’ αυτό το υπέροχο νυκτερινό τοπίο που είχα στη βεράντα του δωματίου μου, ενώ εν τω μεταξύ ο Μ. ήρθε να με χαιρετήσει και να ρωτήσει αν πήγαν όλα καλά, πιάνοντας πάλι την ωραία κουβέντα σχετικά με τη ζωή στο νησί και τις διαφορές που αυτή έχει με τη δική μου.
Έμαθα γι’ ακόμα μια φορά πολύ ωραία πράγματα για τη Λέρο τα οποία συγκράτησα και υποσχέθηκα να τα ψάξω εκτενέστερα, κάτι που ξεκίνησα ήδη να κάνω. Πέρα όλων των άλλων άξιων αναφοράς σημείων που έμαθα για την επόμενη μου επίσκεψη, δε θα ξεχάσω τα λόγια του για το νησί:
- Ευχή και κατάρα τα κτήρια των Ιταλών φίλε για τον τόπο μας. Από τη μία πάντα αρκετός μόνιμος κόσμος και σταθερή δουλειά, από την άλλη στην αρχή οι εξόριστοι, μετά τα ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης (ή Φρίκης όπως έλεγε ο σοφός λαός), πάλι εξόριστοι, μετά ψυχασθενείς και τώρα οι μετανάστες. Πολλά αλλάζουν αλλά το στίγμα μένει πάντα πάνω στη Λέρο…

Καθίσαμε σ’ ένα εξωτερικό τραπεζάκι πίνοντας τις μπύρες μας (τοπικές παρακαλώ μεταξύ άλλων), μεταφέροντας τους όσα ενδιαφέροντα άκουσα κι έμαθα:

Θα ήταν περασμένες δύο όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής, στον έναστρο ουρανό κάτω από τους Ανεμόμυλους.

Αναχώρηση
Με μια πελώρια νύστα καθώς δεν ήταν ακόμα ούτε οκτώ το πρωί, στέκομαι στο κατάστρωμα του «Leros Express» και φωτογραφίζω. Ευτυχώς το λιγοστό κούνημα δε θα κρατήσει για πολύ, μιας και ο επόμενος προορισμός μας είναι κανένα μισάωρο, σκέφτομαι.

Αυτό που δε σκέφτομαι ακόμα είναι το πότε θα επιστρέψω στη Λέρο, γιατί δε πιστεύω να ‘χετε απορία αν θα το κάνω η όχι;

Αρκεί μια και μόνο ανάγνωση στον τίτλο του κεφαλαίου…
Last edited: