psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.053
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
Γαύδος
Επίσκεψη : Ιούλιος 2023
Διάρκεια: 2 ημέρες
Είναι κάποια νησιά της χώρας μας που αντικειμενικά το να φτάσεις ως εκεί αποτελεί αρκετά δύσκολο εγχείρημα, απαιτώντας συνδυασμό αρκετών παραγόντων και μέσων (αεροπλάνα/λεωφορεία/κτελ), καθώς επίσης και ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, ειδικά δε όταν μιλάμε για ξεχωριστό πέλαγος. Αυτός είναι ο λόγος που η Γαύδος «καθυστέρησε» τόσο στα ταξιδιωτικά πλάνα, καθώς κάθε φορά στράβωνε και κάτι, με το 2023 να είναι εν τέλει το καταλυτικό έτος.
Ο άγραφος νόμος των νησιών βέβαια που λέει ότι «όσο πιο δύσκολα τόσο πιο ωραία» αποδείχτηκε για άλλη μια φορά αληθής, μιας και το μαρτυρικό και βασανισμένο εκτός των άλλων νησάκι που αποτελούσε ακόμα ένα τόπο εξορίας, κρύβει μεγάλες συγκινήσεις και άγνωστες στο ευρύ κοινό ομορφιές. Παράδεισος στην κυριολεξία, ένα μαγικό μέρος -ορισμένοι εικάζουν πως είναι το νησί της μάγισσας Κίρκης- που δε γίνεται να μη σε συνεπάρει.
Ήταν λοιπόν μοιραίο να φτάσουμε με τόση ταλαιπωρία για να αγαπήσουμε το νησάκι των 140 μόνιμων κατοίκων τόσο πολύ; Ήταν απλά ένα απωθημένο, ή κάτι άλλο βαθύτερο που υποσυνείδητα βγαίνει στην επαφή με τέτοια νησιά της άγονης γραμμής; Είναι οι άνθρωποι, η αύρα, η ομορφιά της απλότητας ή μήπως όλα μαζί;
Ημέρα Πρώτη
Μετά κόπων, βασάνων, ατελείωτου ξενυχτιού, μπυρών, πλοίων, τρένων, μιας συναυλίας στο ΟΑΚΑ που μεσολάβησε υπό καύσωνα, ταξί, αεροπλάνων, κτελ κι άλλων κτέλ και δύσκολου δρόμου, βρισκόμασταν επιτέλους στο λιμάνι της Χώρας Σφακίων, πίνοντας καφέ περιμένοντας την πολυπόθητη αναχώρηση του πλοίου της ΑΝΕΔΥΚ που θα μας οδηγούσε στη Γη της επαγγελίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι 24 ώρες πριν είχαμε ξυπνήσει σ’ ένα άλλο νησί, του Αργοσαρωνικού αυτή τη φορά, το Αγκίστρι:

Τα μποφόρ παραδόξως δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, με αποτέλεσμα η πλεύση να ‘ναι παραπάνω από γαλήνια, γεγονός παράδοξο τουλάχιστον για Λιβυκό, με τη Γαύδο να ξεπροβάλει μέσα απ’ τη θαλασσινή ομίχλη σχεδόν μια ώρα μετά:
Το συνολικό δρομολόγιο κράτησε παραπάνω από δυόμισι ώρες, με το πλοίο να παίρνει τη χαρακτηριστική δεξιά στροφή και να μπαίνει επιτέλους στο λιμάνι της Καραβέ:
Η συγκίνηση μας μεγάλη, καθώς μετά από χρόνια σχεδιασμών και προσμονής θα πατούσαμε ακόμα ένα δύσβατο νησάκι. Κατεβήκαμε τάχιστα ψάχνοντας το λεωφορείο που θα μας οδηγούσε προς το μέρος διαμονής:
Αφού περάσαμε σχεδόν όλο το οδικό δίκτυο του νησιού και είδαμε αρκετά μέρη με το δρομολόγιο, κατεβήκαμε στο πολύ ωραίο μέρος στα ψηλά που βρισκόταν τα δωμάτια και η ταβέρνα:
Ξεκουραστήκαμε λίγες ώρες μιας και ήταν απαραίτητο μετά από σχεδόν 30 ώρες αυπνίας και απογευματάκι πλέον βγήκαμε στο δρόμο, βλέποντας με άλλο μάτι τις εικόνες της άγονης και όμορφης, σχεδόν Κρητικής θα έλεγα γης:
-Σταθείτε ρε κοπέλια να πούμε και μια κουβέντα, μας φώναξε ένας ηλικιωμένος βοσκός την ώρα που κατεβαίναμε το Χωματόδρομο. –Έρχεστε, επισκέπτεστε το νησί μας, αφήνετε λεφτά και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό, όμως θέλουμε οι ντόπιοι να λέμε και καμιά κουβέντα που και που!
Χαιρετήσαμε τον ευγενέστατο κύριο και πιάσαμε δεξιά το δρόμο προς την παραλία του Κόρφου, που δεν αργήσαμε να φτάσουμε από πάνω της:
Θαυμάστε νερά, δεν έχω να πω κάτι άλλο. Θάλασσα που όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν είναι να την πιείς στο ποτήρι:
Η ώρα πλησίαζε τις 7 με τη ζέστη να ‘χει αρχίσει σιγά-σιγά να υποχωρεί. Απαρνηθήκαμε με δυσκολία τη βουτιά μιας και ο χρόνος δεν έφτανε και πήγαμε στη διπλανή ταβέρνα να προμηθευτούμε παγωμένα νερά:
Ο στόχος μας ήταν συγκεκριμένος και ξέραμε ότι παρόλη την κούραση μας δε θα ‘χαμε άλλη ευκαιρία, μπαίνοντας παραδίπλα στο σηματοδοτημένο μονοπάτι που ξεκινούσε από ‘κεί, εν μέσω κεδρόδασους και μερικών κατασκηνωτών που το ‘χαν ως έδρα.
Το πρώτο χιλιόμετρο βγήκε σχετικά εύκολα, έχοντας πλέον ανέβει ύψος με την παραλία στην πλάτη μας αυτή τη φορά:
Με διαφοροποιήσεις κύλησαν και τα υπόλοιπα δυόμισι χιλιόμετρα, άλλοτε με βατή πεζοπορία:
Κι άλλοτε με κάτι όπως αυτό:
Περνώντας ένα μισογκρεμισμένο μητάτο μετά από ώρα και μια μονόλεπτη στάση, είδαμε επιτέλους την ταμπέλα που ψάχναμε από την αρχή:
Δεν είμασταν όμως κοντά όπως μπορείτε να δείτε, είχαμε ακόμη να κατέβουμε το μονοπάτι και να φτάσουμε αρχικά στην περιβόητη αλατολίμνη, αποξηραμένη όπως είναι λογικό αυτή την εποχή:
Με μια μεγάλη ανείπωτη χαρά μετά από τόσο κόπο, ανεβήκαμε το βράχο του ακρωτηρίου με το διάσημο σύμβολο που επιτέλους βρισκόταν μπροστά μας:
Να και η φανταστική παραλία της Τρυπητής, στα χρώματα του σούρουπου:
Ήταν πλέον γεγονός. Πατούσαμε στο νοτιότερο σημείο της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Από κει και πέρα, μόνο Αφρική:
Ανεβήκαμε για τις καθιερωμένες φωτογραφίες στην καρέκλα, έργο Σοβιετικών πυροσβεστών που αποζητούσαν ένα καθαρότερο περιβάλλον μετά το δυστύχημα του Τσέρνομπιλ για όσους δε γνωρίζουν, βλέποντας παράλληλα την απίστευτη ομορφιά της θάλασσας, τον απόκρημνων βράχων και του τοπίου εν γένει:
Χρόνος για στάση δεν υπήρχε, καθώς εκκρεμούσε η μια ώρα και κάτι πεζοπορίας για την επιστροφή, έτσι αποχαιρετώντας το υπέροχο αυτό μέρος ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι όπου στο τελευταίο 20λεπτο μας έπιασε και το σκοτάδι:
Φτάσαμε στην ωραία ταβέρνα απ’ την οποία ξεκινήσαμε κατάκοποι και ιδρωμένοι, πολύ ευχαριστημένοι όμως. Ένα παγωμένο νερό κι άλλη μια μπύρα μας άξιζε, πριν συνεχίσουμε τον πολύ ανηφορικό δρόμο προς τα δωμάτια:
Ένα ζευγάρι Γάλλων έκανε το καλό και μας φόρτωσε στο αυτοκίνητο, κάνοντας έτσι το έργο μας ευκολότερο. Μπήκαμε αρχικά στην πολύ όμορφη ταβέρνα κι αφού μελετήσαμε τον κατάλογο δώσαμε στη Μ. που εκτελούσε και χρέη σερβιτόρας εκτός από σπιτονοικοκυρά μια βαρβάτη παραγγελία. Πάμε να κάνουμε μια ντουζάρα κι ερχόμαστε, τα λέμε σε 15 λεπτά!
Τι να σας λέω για το νησί, που εκτός των άλλων συνδυάζει και τα καλά της Κρητικής κουζίνας, συνοδείας παγωμένης πάντα τσικουδιάς:
Δε χρειαζόμασταν πολλά για τη συνέχεια. Νιώθαμε -και τα είχαμε- όλα. Μια βότκα στην αυλή κάτω από τον έναστρο ουρανό συνοδεία εξαιρετικής μουσικής ήταν ότι έπρεπε για κλείσιμο…
Ημέρα Δεύτερη
Ευχαριστηθήκαμε ύπνο και ξυπνώντας σχετικά νωρίς πίναμε τον καφέ μας στο εστιατόριο του συγκροτήματος των δωματίων. Είχαμε καταλάβει καλά πως Γαύδος δίχως αμάξι δε βγαίνει, τουλάχιστον αν δεν έχεις χρόνο και θες να δεις το νησί, οπότε κάναμε ταχέως τα κουμάντα μας και λίγη ώρα μετά το τζιπάκι μας περίμενε απ’ έξω:

(Προτιμήστε να έχετε δικό σας αμάξι, να νοικιάσετε από Κρήτη, να το φέρετε από Αθήνα/υπόλοιπη Ελλάδα/Ευρώπη/Ασία/Ωκεανία, παρά να νοικιάσετε απ’ αυτόν τον @@###ΧΧΧΧ όπως εμείς).
Πρώτο δρομολόγιο προς Καστρί με στάση στο διάσημο φούρνο του νησιού που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε, όχι μόνο για να φάτε πρωινό όπως εμείς αλλά και για να ψωνίσετε εκλεκτά τοπικά προϊόντα:
Δεν ήμασταν για βόλτα στο χωριό μιας και θα επανερχόμασταν αργότερα, έτσι συνεχίσαμε προς Άμπελο και το γνωστό φάρο του νησιού, πιο πολύ για να μάθουμε το δρόμο, μιας και ήταν κάτι που επίσης θα το βλέπαμε το απόγευμα:
Ενημερωθήκαμε πως τα πάντα ήταν κλειστά όπως ξέραμε κι εμείς, βγάζοντας μερικές φωτογραφίες και αναχωρώντας προς την παραλία του Αγίου Ιωάννη:
Η μέρα ήταν επίσης ιδιαίτερα ζεστή με το θερμόμετρο να γυροφέρνει τους 40, έτσι μια στάση δροσιάς στα καφέ/εστιατόρια πριν την παραλία ήταν επιβεβλημένη:
Έτσι κι αλλιώς δυστυχώς ο καιρός δεν ευνοούσε για μπάνιο όπως την προηγούμενη, με το βορεινό άνεμο να δημιουργεί έντονο κυματισμό στις θάλασσες. Και 40 βαθμοί και χωρίς βουτιά...
Το ίδιο συνέβαινε όπως μπορείτε να δείτε σε μεγαλύτερο βαθμό και στη διπλανή παραλία του Σαρακήνικου, δίνοντας μας την ευκαιρία για συνέχιση του πλάνου μας νωρίτερα απ' ότι υπολογίζαμε:
Η επόμενη επίσκεψη άλλωστε αφορούσε ένα «αξιοθέατο» που ήθελα πολύ να δω. Είναι γνωστό πως η Γαύδος αποτέλεσε -και αυτή- ακόμα ένα νησί μαρτυρίου και ντροπής, με αρκετούς εξόριστους να φιλοξενούνται σ’ αυτήν (μεταξύ τους και ο μετέπειτα ηγέτης του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης) κατά τη διάρκεια της Βασιλο-Μεταξικής δικτατορίας αλλά και νωρίτερα, έχοντας ως στόχο την εξόντωση τους από τις κακουχίες και τις ασθένειες όπως η Γαυδιώτικη ελεονοσία.
Το συγκεκριμένο οίκημα είναι πλέον ιδιωτικό και περιστοιχίζεται από καφέ μπαρ και ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε μια κατάσταση που πραγματικά δε θέλω να σχολιάσω:
Τουλάχιστον το κτίσμα είναι αυτούσιο, όπως δηλαδή το έφτιαξαν οι εξόριστοι κατά τη δεκαετία του 30, με τα ίδια τους τα χέρια:
Περιηγήθηκα και έβγαλα τις φωτογραφίες μου συγκινημένος, όσο ο ιδιοκτήτης προσπαθούσε να μας ψήσει να επιστρέψουμε μετά τις έξι που άνοιγε το κατάστημα:
Ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο με σκοπό την επίσκεψη μας και στο διπλανό Σαρακήνικο, ώσπου άκουσα τον Νίκο να μου λέει «να το ωραίο καφενεδάκι πάνω στο δρόμο που είδαμε χθες από το λεωφορείο φίλε», με το χέρι μου να πηγαίνει κατευθείαν στο φλάς και το πόδι μου στο φρένο. Ήταν ώρα για δύο τίμια:
Θα θέλαμε να μείνουμε εκεί για ώρα ωστόσο το πρόγραμμα ήταν συγκεκριμένο, αποφασίζοντας να κάνουμε μια προσπάθεια για μπανάκι εφόσον ήταν εφικτό, συνεχίζοντας οδηγώντας λίγο πιο κάτω ως την παραλία του Σαρακήνικου:
Όπως εύκολα καταλαβαίνετε τα σχέδια πήγαν περίπατο κατευθείαν, μη βλέποντας κανέναν μέσα στη θάλασσα. Πιάσαμε την κουβέντα μ’ ένα ζευγάρι που ‘χαμε γνωρίσει την προηγούμενη στην Τρυπητή και κατευθυνθήκαμε προς κάποιο σκιερό μέρος:
Ευτυχώς η περιοχή έχει αρκετές δροσερές ταβέρνες, μία εκ των οποίων φιλοξένησε κι εμάς για λίγες ώρες, όπου γνωρίσαμε και τον κύριο Τ. ,ιδιοκτήτη και γνώστη του νησιού από τον οποίον μάθαμε πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα.
Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει στη Γαύδο (ναι ακόμα και σ’ ένα τόσο μικρό νησί) μια ανοικτή κόντρα μεταξύ της δημοτικής αρχής, κατασκηνωτών και ορισμένων από τους ντόπιους που έχει εν μέρει διχάσει την τοπική κοινωνία. Δημόσια ντους ξηλώθηκαν, ο γυμνισμός σε κάποιες παραλίες απαγορεύτηκε, με κάποιους εκ των κατοίκων να κάνουν δυσάρεστες σκέψεις περί υπερ-τουριστικοποίησης του νησιού στο άμεσο μέλλον…
Θα ‘χε πάει περίπου έξι το απόγευμα όταν πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το Καστρί, παρκάροντας στον κεντρικό του :
Θέλαμε να τσιμπήσουμε κάτι, ωστόσο μια αναγνωριστική έπρεπε να γίνει με τα πόδια:
Κύριο στοιχείο του χωριού (αλλά και του νησιού) όπως μπορείτε να διαπιστώσετε είναι τα πλίνθινα κτίσματα, με την κιτρινωπή αυτή πέτρα που δίνει ιδιαίτερο και παλιακό χρώμα στο μέρος:
Φτάσαμε και ως το δεύτερο ταβερνείο στο οποίο μας υποδέχτηκε η ιδιοκτήτρια λέγοντας μας ότι δεν είχε ανοίξει ακόμη, κάτι που θα γινότανε στις επτά. Γενικώς ο περισσότερος κόσμος φτάνει από εκείνη την ώρα στο χωριό και μετά, κυριότερα για φαγητό:
Γυρίσαμε προς τα πίσω και το ανοικτό μεζεδοπωλείο/καφενείο με το όνομα «Ρακοπαγίδα του Στρατή». Υπήρχε περίπτωση να μη καθίσουμε; Τι λέτε;
Μπήκα να παραγγείλω μια παγωμένη μαζί με μεζέ, πιάνοντας αμέσως την κουβέντα με τους ντόπιους που εκείνη την ώρα έπιναν τον καφέ τους. Δέκα λεπτά μετά κατέφτασαν στο πεζούλι όπου καθόμασταν τα Κρητικά καλιτσουνάκια με την τσικουδιά. Όνειρο:
Αυτές είναι οι εικόνες από την «πρωτεύουσα» της Γαύδου. Εικόνες μοναδικές, ξεχωριστές, σπάνιες. Από τη μία το δημαρχείο, κι από την άλλη τα κατσίκια να κυκλοφορούν αμέριμνα μες τα χαλάσματα:
Είχε φτάσει όμως η ώρα για ακόμα ένα αξιοθέατο που είδατε και προηγουμένως, έτσι πήραμε τον δρόμο των δύο περίπου χιλιομέτρων για τον φάρο, με τον ήλιο να έχει αρχίσει ήδη την κάθοδο του:
Αρκετές παρέες είχαν πιάσει τα καλύτερα πόστα μπροστά στην υπέροχη αυτή θέα του Λιβυκού, στη Γαύδο όμως υπάρχει χώρος για όλους:
Μείναμε λίγο κι επιστρέψαμε στο καφενεδάκι για να πιούμε μια μπυρίτσα, αλλάζοντας κουβέντες μ’ έναν ντόπιο αλλά δυστυχώς και με τον

του γραφείου ενοικίασης αυτοκινήτου. Μπήκα να παραγγείλω άλλες δύο, βλέποντας μια πολύ ωραία τοιχογραφία με τους ανέμους, κάτι που έχω συναντήσει κι άλλες φορές σε νησιά:
Φυσικά μια επίσκεψη στον φάρο – μουσείο εκ των έσω είναι επιβεβλημένη. Εικόνες και πληροφορίες από τύπους φάρων ανά την Ελλάδα φιλοξενούνται σ’ αυτό, σε μια πολύ ωραία και προσεγμένη έκθεση:
Ανεβήκαμε από τη στριφογυριστή σκάλα και ως το ψηλότερο σημείο του φάρου και τη λυχνία του, βλέποντας τη θέα μέσα κι έξω από τα τζάιμια:
Με ελάχιστη διάρκεια ημέρας να απομένει πλέον μπήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Δύο κοπέλες μας ρώτησαν πολύ ευγενικά αν μπορούμε να τις κατεβάσουμε μιας και το λεωφορείο δεν έκανε το δρομολόγιο (κάτι που συμβαίνει συχνά) και με μεγάλη χαρά τις πήγα μέχρι τον Άη Γιάννη. Στο γυρισμό βεβαίως μια στάση στο μπαράκι του Τ. δίπλα απ’ την ταβέρνα για μπυρίτσες, καλές μουσικές και συζήτηση με την Ικαριώτισα (!) barwoman ήταν επιβεβλημένη:
Που καταλήξαμε; Γύρω στις 11 στην «δική μας» ταβέρνα μπροστά απ’ τα δωμάτια…
Αναχώρηση
Κατεβήκαμε στο λιμάνι νωρίς και την ώρα που ο Νίκος μπήκε στην ουρά για τα εισιτήρια επιστροφής, την ίδια ώρα που εγώ παρέδιδα το αυτοκίνητο και πλήρωνα παράλληλα κι ένα μεγάλο ποσό για χρήση καυσίμου, μιας και βενζινάδικο στο νησί δεν υπάρχει.
Ο καιρός όπως είναι λογικό είχε στρώσει την ημέρα που φεύγαμε. Θαυμάστε νερά στην παραλία της Καραβέ:
Ήπιαμε τα φραπεδάκια μας περιμένοντας την αναχώρηση, με περίεργες ιδέες να μπαίνουν στο μυαλό μου όταν είδα το κολλημένο χαρτί στην πόρτα με την ένδειξη «Ζητείται προσωπικό». Βρε λες; Στις 12 ακριβώς το μικρό πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι του για τις ακτές της Κρήτης, σε γαλήνια στην αρχή θάλασσα και υπέροχα γαλάζια νερά:
Βάλαμε πλώρη με τη διάρκεια του ταξιδιού να είναι μια ώρα λιγότερη απ’ αυτήν που κάναμε όταν ήρθαμε, μ' ένα παιδί απ’ το πλήρωμα να μας μοιράζει τσίχλες, μιας και ένα πεντάρι θα μας έβρισκε λίγο αργότερα. Σ’ ένα κανονικό πλοίο δε θα καταλάβαινε κανείς τίποτα, όχι όμως στο μικρό και στενόμακρο αυτό σκαρί:
Η Γαύδος άνηκε πλέον στο παρελθόν, με τη νοσταλγία γι’ αυτό το ονειρεμένο μέρος να με πιάνει από τη στιγμή κιόλας που λύσαμε. Όχι ούτε τη χόρτασα ούτε μου έφτασε, ήθελα να χα πολύ περισσότερο χρόνο σ’ αυτόν τον επίγειο παράδεισο της χώρας μας, σ’ ένα νησί εντελώς μοναδικό και ξεχωριστό που δεν υπάρχει περίπτωση να βρει κανείς όμοιο του.
Γαύδο μου τα ξαναλέμε, ελπίζω σύντομα!
Επίσκεψη : Ιούλιος 2023
Διάρκεια: 2 ημέρες
Είναι κάποια νησιά της χώρας μας που αντικειμενικά το να φτάσεις ως εκεί αποτελεί αρκετά δύσκολο εγχείρημα, απαιτώντας συνδυασμό αρκετών παραγόντων και μέσων (αεροπλάνα/λεωφορεία/κτελ), καθώς επίσης και ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, ειδικά δε όταν μιλάμε για ξεχωριστό πέλαγος. Αυτός είναι ο λόγος που η Γαύδος «καθυστέρησε» τόσο στα ταξιδιωτικά πλάνα, καθώς κάθε φορά στράβωνε και κάτι, με το 2023 να είναι εν τέλει το καταλυτικό έτος.
Ο άγραφος νόμος των νησιών βέβαια που λέει ότι «όσο πιο δύσκολα τόσο πιο ωραία» αποδείχτηκε για άλλη μια φορά αληθής, μιας και το μαρτυρικό και βασανισμένο εκτός των άλλων νησάκι που αποτελούσε ακόμα ένα τόπο εξορίας, κρύβει μεγάλες συγκινήσεις και άγνωστες στο ευρύ κοινό ομορφιές. Παράδεισος στην κυριολεξία, ένα μαγικό μέρος -ορισμένοι εικάζουν πως είναι το νησί της μάγισσας Κίρκης- που δε γίνεται να μη σε συνεπάρει.
Ήταν λοιπόν μοιραίο να φτάσουμε με τόση ταλαιπωρία για να αγαπήσουμε το νησάκι των 140 μόνιμων κατοίκων τόσο πολύ; Ήταν απλά ένα απωθημένο, ή κάτι άλλο βαθύτερο που υποσυνείδητα βγαίνει στην επαφή με τέτοια νησιά της άγονης γραμμής; Είναι οι άνθρωποι, η αύρα, η ομορφιά της απλότητας ή μήπως όλα μαζί;
Ημέρα Πρώτη
Μετά κόπων, βασάνων, ατελείωτου ξενυχτιού, μπυρών, πλοίων, τρένων, μιας συναυλίας στο ΟΑΚΑ που μεσολάβησε υπό καύσωνα, ταξί, αεροπλάνων, κτελ κι άλλων κτέλ και δύσκολου δρόμου, βρισκόμασταν επιτέλους στο λιμάνι της Χώρας Σφακίων, πίνοντας καφέ περιμένοντας την πολυπόθητη αναχώρηση του πλοίου της ΑΝΕΔΥΚ που θα μας οδηγούσε στη Γη της επαγγελίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι 24 ώρες πριν είχαμε ξυπνήσει σ’ ένα άλλο νησί, του Αργοσαρωνικού αυτή τη φορά, το Αγκίστρι:


Τα μποφόρ παραδόξως δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, με αποτέλεσμα η πλεύση να ‘ναι παραπάνω από γαλήνια, γεγονός παράδοξο τουλάχιστον για Λιβυκό, με τη Γαύδο να ξεπροβάλει μέσα απ’ τη θαλασσινή ομίχλη σχεδόν μια ώρα μετά:

Το συνολικό δρομολόγιο κράτησε παραπάνω από δυόμισι ώρες, με το πλοίο να παίρνει τη χαρακτηριστική δεξιά στροφή και να μπαίνει επιτέλους στο λιμάνι της Καραβέ:


Η συγκίνηση μας μεγάλη, καθώς μετά από χρόνια σχεδιασμών και προσμονής θα πατούσαμε ακόμα ένα δύσβατο νησάκι. Κατεβήκαμε τάχιστα ψάχνοντας το λεωφορείο που θα μας οδηγούσε προς το μέρος διαμονής:


Αφού περάσαμε σχεδόν όλο το οδικό δίκτυο του νησιού και είδαμε αρκετά μέρη με το δρομολόγιο, κατεβήκαμε στο πολύ ωραίο μέρος στα ψηλά που βρισκόταν τα δωμάτια και η ταβέρνα:

Ξεκουραστήκαμε λίγες ώρες μιας και ήταν απαραίτητο μετά από σχεδόν 30 ώρες αυπνίας και απογευματάκι πλέον βγήκαμε στο δρόμο, βλέποντας με άλλο μάτι τις εικόνες της άγονης και όμορφης, σχεδόν Κρητικής θα έλεγα γης:


-Σταθείτε ρε κοπέλια να πούμε και μια κουβέντα, μας φώναξε ένας ηλικιωμένος βοσκός την ώρα που κατεβαίναμε το Χωματόδρομο. –Έρχεστε, επισκέπτεστε το νησί μας, αφήνετε λεφτά και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό, όμως θέλουμε οι ντόπιοι να λέμε και καμιά κουβέντα που και που!

Χαιρετήσαμε τον ευγενέστατο κύριο και πιάσαμε δεξιά το δρόμο προς την παραλία του Κόρφου, που δεν αργήσαμε να φτάσουμε από πάνω της:

Θαυμάστε νερά, δεν έχω να πω κάτι άλλο. Θάλασσα που όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν είναι να την πιείς στο ποτήρι:

Η ώρα πλησίαζε τις 7 με τη ζέστη να ‘χει αρχίσει σιγά-σιγά να υποχωρεί. Απαρνηθήκαμε με δυσκολία τη βουτιά μιας και ο χρόνος δεν έφτανε και πήγαμε στη διπλανή ταβέρνα να προμηθευτούμε παγωμένα νερά:


Ο στόχος μας ήταν συγκεκριμένος και ξέραμε ότι παρόλη την κούραση μας δε θα ‘χαμε άλλη ευκαιρία, μπαίνοντας παραδίπλα στο σηματοδοτημένο μονοπάτι που ξεκινούσε από ‘κεί, εν μέσω κεδρόδασους και μερικών κατασκηνωτών που το ‘χαν ως έδρα.


Το πρώτο χιλιόμετρο βγήκε σχετικά εύκολα, έχοντας πλέον ανέβει ύψος με την παραλία στην πλάτη μας αυτή τη φορά:

Με διαφοροποιήσεις κύλησαν και τα υπόλοιπα δυόμισι χιλιόμετρα, άλλοτε με βατή πεζοπορία:

Κι άλλοτε με κάτι όπως αυτό:

Περνώντας ένα μισογκρεμισμένο μητάτο μετά από ώρα και μια μονόλεπτη στάση, είδαμε επιτέλους την ταμπέλα που ψάχναμε από την αρχή:


Δεν είμασταν όμως κοντά όπως μπορείτε να δείτε, είχαμε ακόμη να κατέβουμε το μονοπάτι και να φτάσουμε αρχικά στην περιβόητη αλατολίμνη, αποξηραμένη όπως είναι λογικό αυτή την εποχή:


Με μια μεγάλη ανείπωτη χαρά μετά από τόσο κόπο, ανεβήκαμε το βράχο του ακρωτηρίου με το διάσημο σύμβολο που επιτέλους βρισκόταν μπροστά μας:

Να και η φανταστική παραλία της Τρυπητής, στα χρώματα του σούρουπου:

Ήταν πλέον γεγονός. Πατούσαμε στο νοτιότερο σημείο της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Από κει και πέρα, μόνο Αφρική:

Ανεβήκαμε για τις καθιερωμένες φωτογραφίες στην καρέκλα, έργο Σοβιετικών πυροσβεστών που αποζητούσαν ένα καθαρότερο περιβάλλον μετά το δυστύχημα του Τσέρνομπιλ για όσους δε γνωρίζουν, βλέποντας παράλληλα την απίστευτη ομορφιά της θάλασσας, τον απόκρημνων βράχων και του τοπίου εν γένει:


Χρόνος για στάση δεν υπήρχε, καθώς εκκρεμούσε η μια ώρα και κάτι πεζοπορίας για την επιστροφή, έτσι αποχαιρετώντας το υπέροχο αυτό μέρος ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι όπου στο τελευταίο 20λεπτο μας έπιασε και το σκοτάδι:


Φτάσαμε στην ωραία ταβέρνα απ’ την οποία ξεκινήσαμε κατάκοποι και ιδρωμένοι, πολύ ευχαριστημένοι όμως. Ένα παγωμένο νερό κι άλλη μια μπύρα μας άξιζε, πριν συνεχίσουμε τον πολύ ανηφορικό δρόμο προς τα δωμάτια:


Ένα ζευγάρι Γάλλων έκανε το καλό και μας φόρτωσε στο αυτοκίνητο, κάνοντας έτσι το έργο μας ευκολότερο. Μπήκαμε αρχικά στην πολύ όμορφη ταβέρνα κι αφού μελετήσαμε τον κατάλογο δώσαμε στη Μ. που εκτελούσε και χρέη σερβιτόρας εκτός από σπιτονοικοκυρά μια βαρβάτη παραγγελία. Πάμε να κάνουμε μια ντουζάρα κι ερχόμαστε, τα λέμε σε 15 λεπτά!

Τι να σας λέω για το νησί, που εκτός των άλλων συνδυάζει και τα καλά της Κρητικής κουζίνας, συνοδείας παγωμένης πάντα τσικουδιάς:

Δε χρειαζόμασταν πολλά για τη συνέχεια. Νιώθαμε -και τα είχαμε- όλα. Μια βότκα στην αυλή κάτω από τον έναστρο ουρανό συνοδεία εξαιρετικής μουσικής ήταν ότι έπρεπε για κλείσιμο…
Ημέρα Δεύτερη
Ευχαριστηθήκαμε ύπνο και ξυπνώντας σχετικά νωρίς πίναμε τον καφέ μας στο εστιατόριο του συγκροτήματος των δωματίων. Είχαμε καταλάβει καλά πως Γαύδος δίχως αμάξι δε βγαίνει, τουλάχιστον αν δεν έχεις χρόνο και θες να δεις το νησί, οπότε κάναμε ταχέως τα κουμάντα μας και λίγη ώρα μετά το τζιπάκι μας περίμενε απ’ έξω:

(Προτιμήστε να έχετε δικό σας αμάξι, να νοικιάσετε από Κρήτη, να το φέρετε από Αθήνα/υπόλοιπη Ελλάδα/Ευρώπη/Ασία/Ωκεανία, παρά να νοικιάσετε απ’ αυτόν τον @@###ΧΧΧΧ όπως εμείς).
Πρώτο δρομολόγιο προς Καστρί με στάση στο διάσημο φούρνο του νησιού που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε, όχι μόνο για να φάτε πρωινό όπως εμείς αλλά και για να ψωνίσετε εκλεκτά τοπικά προϊόντα:

Δεν ήμασταν για βόλτα στο χωριό μιας και θα επανερχόμασταν αργότερα, έτσι συνεχίσαμε προς Άμπελο και το γνωστό φάρο του νησιού, πιο πολύ για να μάθουμε το δρόμο, μιας και ήταν κάτι που επίσης θα το βλέπαμε το απόγευμα:

Ενημερωθήκαμε πως τα πάντα ήταν κλειστά όπως ξέραμε κι εμείς, βγάζοντας μερικές φωτογραφίες και αναχωρώντας προς την παραλία του Αγίου Ιωάννη:


Η μέρα ήταν επίσης ιδιαίτερα ζεστή με το θερμόμετρο να γυροφέρνει τους 40, έτσι μια στάση δροσιάς στα καφέ/εστιατόρια πριν την παραλία ήταν επιβεβλημένη:


Έτσι κι αλλιώς δυστυχώς ο καιρός δεν ευνοούσε για μπάνιο όπως την προηγούμενη, με το βορεινό άνεμο να δημιουργεί έντονο κυματισμό στις θάλασσες. Και 40 βαθμοί και χωρίς βουτιά...


Το ίδιο συνέβαινε όπως μπορείτε να δείτε σε μεγαλύτερο βαθμό και στη διπλανή παραλία του Σαρακήνικου, δίνοντας μας την ευκαιρία για συνέχιση του πλάνου μας νωρίτερα απ' ότι υπολογίζαμε:

Η επόμενη επίσκεψη άλλωστε αφορούσε ένα «αξιοθέατο» που ήθελα πολύ να δω. Είναι γνωστό πως η Γαύδος αποτέλεσε -και αυτή- ακόμα ένα νησί μαρτυρίου και ντροπής, με αρκετούς εξόριστους να φιλοξενούνται σ’ αυτήν (μεταξύ τους και ο μετέπειτα ηγέτης του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης) κατά τη διάρκεια της Βασιλο-Μεταξικής δικτατορίας αλλά και νωρίτερα, έχοντας ως στόχο την εξόντωση τους από τις κακουχίες και τις ασθένειες όπως η Γαυδιώτικη ελεονοσία.
Το συγκεκριμένο οίκημα είναι πλέον ιδιωτικό και περιστοιχίζεται από καφέ μπαρ και ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε μια κατάσταση που πραγματικά δε θέλω να σχολιάσω:

Τουλάχιστον το κτίσμα είναι αυτούσιο, όπως δηλαδή το έφτιαξαν οι εξόριστοι κατά τη δεκαετία του 30, με τα ίδια τους τα χέρια:


Περιηγήθηκα και έβγαλα τις φωτογραφίες μου συγκινημένος, όσο ο ιδιοκτήτης προσπαθούσε να μας ψήσει να επιστρέψουμε μετά τις έξι που άνοιγε το κατάστημα:


Ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο με σκοπό την επίσκεψη μας και στο διπλανό Σαρακήνικο, ώσπου άκουσα τον Νίκο να μου λέει «να το ωραίο καφενεδάκι πάνω στο δρόμο που είδαμε χθες από το λεωφορείο φίλε», με το χέρι μου να πηγαίνει κατευθείαν στο φλάς και το πόδι μου στο φρένο. Ήταν ώρα για δύο τίμια:


Θα θέλαμε να μείνουμε εκεί για ώρα ωστόσο το πρόγραμμα ήταν συγκεκριμένο, αποφασίζοντας να κάνουμε μια προσπάθεια για μπανάκι εφόσον ήταν εφικτό, συνεχίζοντας οδηγώντας λίγο πιο κάτω ως την παραλία του Σαρακήνικου:


Όπως εύκολα καταλαβαίνετε τα σχέδια πήγαν περίπατο κατευθείαν, μη βλέποντας κανέναν μέσα στη θάλασσα. Πιάσαμε την κουβέντα μ’ ένα ζευγάρι που ‘χαμε γνωρίσει την προηγούμενη στην Τρυπητή και κατευθυνθήκαμε προς κάποιο σκιερό μέρος:

Ευτυχώς η περιοχή έχει αρκετές δροσερές ταβέρνες, μία εκ των οποίων φιλοξένησε κι εμάς για λίγες ώρες, όπου γνωρίσαμε και τον κύριο Τ. ,ιδιοκτήτη και γνώστη του νησιού από τον οποίον μάθαμε πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα.

Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει στη Γαύδο (ναι ακόμα και σ’ ένα τόσο μικρό νησί) μια ανοικτή κόντρα μεταξύ της δημοτικής αρχής, κατασκηνωτών και ορισμένων από τους ντόπιους που έχει εν μέρει διχάσει την τοπική κοινωνία. Δημόσια ντους ξηλώθηκαν, ο γυμνισμός σε κάποιες παραλίες απαγορεύτηκε, με κάποιους εκ των κατοίκων να κάνουν δυσάρεστες σκέψεις περί υπερ-τουριστικοποίησης του νησιού στο άμεσο μέλλον…
- Κέρνα μια παγωμένη τα παιδιά!
- Ευχαριστούμε Τ.
- Ελάτε και το βράδυ, έχουμε ανοικτό μπαράκι
- Βεβαίως


Θα ‘χε πάει περίπου έξι το απόγευμα όταν πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το Καστρί, παρκάροντας στον κεντρικό του :

Θέλαμε να τσιμπήσουμε κάτι, ωστόσο μια αναγνωριστική έπρεπε να γίνει με τα πόδια:


Κύριο στοιχείο του χωριού (αλλά και του νησιού) όπως μπορείτε να διαπιστώσετε είναι τα πλίνθινα κτίσματα, με την κιτρινωπή αυτή πέτρα που δίνει ιδιαίτερο και παλιακό χρώμα στο μέρος:


Φτάσαμε και ως το δεύτερο ταβερνείο στο οποίο μας υποδέχτηκε η ιδιοκτήτρια λέγοντας μας ότι δεν είχε ανοίξει ακόμη, κάτι που θα γινότανε στις επτά. Γενικώς ο περισσότερος κόσμος φτάνει από εκείνη την ώρα στο χωριό και μετά, κυριότερα για φαγητό:


Γυρίσαμε προς τα πίσω και το ανοικτό μεζεδοπωλείο/καφενείο με το όνομα «Ρακοπαγίδα του Στρατή». Υπήρχε περίπτωση να μη καθίσουμε; Τι λέτε;


Μπήκα να παραγγείλω μια παγωμένη μαζί με μεζέ, πιάνοντας αμέσως την κουβέντα με τους ντόπιους που εκείνη την ώρα έπιναν τον καφέ τους. Δέκα λεπτά μετά κατέφτασαν στο πεζούλι όπου καθόμασταν τα Κρητικά καλιτσουνάκια με την τσικουδιά. Όνειρο:

Αυτές είναι οι εικόνες από την «πρωτεύουσα» της Γαύδου. Εικόνες μοναδικές, ξεχωριστές, σπάνιες. Από τη μία το δημαρχείο, κι από την άλλη τα κατσίκια να κυκλοφορούν αμέριμνα μες τα χαλάσματα:


Είχε φτάσει όμως η ώρα για ακόμα ένα αξιοθέατο που είδατε και προηγουμένως, έτσι πήραμε τον δρόμο των δύο περίπου χιλιομέτρων για τον φάρο, με τον ήλιο να έχει αρχίσει ήδη την κάθοδο του:


Αρκετές παρέες είχαν πιάσει τα καλύτερα πόστα μπροστά στην υπέροχη αυτή θέα του Λιβυκού, στη Γαύδο όμως υπάρχει χώρος για όλους:


Μείναμε λίγο κι επιστρέψαμε στο καφενεδάκι για να πιούμε μια μπυρίτσα, αλλάζοντας κουβέντες μ’ έναν ντόπιο αλλά δυστυχώς και με τον


Φυσικά μια επίσκεψη στον φάρο – μουσείο εκ των έσω είναι επιβεβλημένη. Εικόνες και πληροφορίες από τύπους φάρων ανά την Ελλάδα φιλοξενούνται σ’ αυτό, σε μια πολύ ωραία και προσεγμένη έκθεση:


Ανεβήκαμε από τη στριφογυριστή σκάλα και ως το ψηλότερο σημείο του φάρου και τη λυχνία του, βλέποντας τη θέα μέσα κι έξω από τα τζάιμια:


Με ελάχιστη διάρκεια ημέρας να απομένει πλέον μπήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Δύο κοπέλες μας ρώτησαν πολύ ευγενικά αν μπορούμε να τις κατεβάσουμε μιας και το λεωφορείο δεν έκανε το δρομολόγιο (κάτι που συμβαίνει συχνά) και με μεγάλη χαρά τις πήγα μέχρι τον Άη Γιάννη. Στο γυρισμό βεβαίως μια στάση στο μπαράκι του Τ. δίπλα απ’ την ταβέρνα για μπυρίτσες, καλές μουσικές και συζήτηση με την Ικαριώτισα (!) barwoman ήταν επιβεβλημένη:

Που καταλήξαμε; Γύρω στις 11 στην «δική μας» ταβέρνα μπροστά απ’ τα δωμάτια…
- Μαρία ξέρεις, αυτούς τους 5 μεζέδες, σε δέκα είμαστε εδώ
Αναχώρηση
Κατεβήκαμε στο λιμάνι νωρίς και την ώρα που ο Νίκος μπήκε στην ουρά για τα εισιτήρια επιστροφής, την ίδια ώρα που εγώ παρέδιδα το αυτοκίνητο και πλήρωνα παράλληλα κι ένα μεγάλο ποσό για χρήση καυσίμου, μιας και βενζινάδικο στο νησί δεν υπάρχει.
Ο καιρός όπως είναι λογικό είχε στρώσει την ημέρα που φεύγαμε. Θαυμάστε νερά στην παραλία της Καραβέ:

Ήπιαμε τα φραπεδάκια μας περιμένοντας την αναχώρηση, με περίεργες ιδέες να μπαίνουν στο μυαλό μου όταν είδα το κολλημένο χαρτί στην πόρτα με την ένδειξη «Ζητείται προσωπικό». Βρε λες; Στις 12 ακριβώς το μικρό πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι του για τις ακτές της Κρήτης, σε γαλήνια στην αρχή θάλασσα και υπέροχα γαλάζια νερά:


Βάλαμε πλώρη με τη διάρκεια του ταξιδιού να είναι μια ώρα λιγότερη απ’ αυτήν που κάναμε όταν ήρθαμε, μ' ένα παιδί απ’ το πλήρωμα να μας μοιράζει τσίχλες, μιας και ένα πεντάρι θα μας έβρισκε λίγο αργότερα. Σ’ ένα κανονικό πλοίο δε θα καταλάβαινε κανείς τίποτα, όχι όμως στο μικρό και στενόμακρο αυτό σκαρί:

Η Γαύδος άνηκε πλέον στο παρελθόν, με τη νοσταλγία γι’ αυτό το ονειρεμένο μέρος να με πιάνει από τη στιγμή κιόλας που λύσαμε. Όχι ούτε τη χόρτασα ούτε μου έφτασε, ήθελα να χα πολύ περισσότερο χρόνο σ’ αυτόν τον επίγειο παράδεισο της χώρας μας, σ’ ένα νησί εντελώς μοναδικό και ξεχωριστό που δεν υπάρχει περίπτωση να βρει κανείς όμοιο του.

Γαύδο μου τα ξαναλέμε, ελπίζω σύντομα!
Last edited: