psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.569
- Likes
- 61.211
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φολέγανδρος
- Αντίπαρος
- Αντίπαρος ΙΙ
- Αμοργός
- Αμοργός ΙΙ
- Αμοργός ΙΙΙ
- Σίκινος
- Αστυπάλαια
- Αστυπάλαια ΙΙ
- Σέριφος
- Σχοινούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Ηρακλειά - Μικρές Κυκλάδες
- Δονούσα - Μικρές Κυκλάδες
- Κίμωλος
- Ανάφη
- Σκύρος
- Χάλκη
- Λειψοί
- Λειψοί ΙΙ
- Λέρος
- Πάτμος
- Αγαθονήσι
- Τήλος
- Νίσυρος
- Σύμη
- Τέλενδος
- Κάλυμνος
- Ψέριμος
- Φούρνοι Κορσέων
- Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας
- Τριζόνια Φωκίδας
- Θηρασιά - Κυκλάδες
- Αρκιοί & Μάραθος Δωδεκανήσων
- Κάτω Κουφονήσι - Μικρές Κυκλάδες
- Αντι Επιλόγου
- Άγιος Ευστράτιος
- Καστελλόριζο (Μεγίστη)
- Φολέγανδρος ΙΙ
- Φούρνοι Κορσέων ΙΙ
- Θύμαινα Κορσέων
- Οινούσσες
- Ψαρά
- Κάσος
- Κάρπαθος
- Σαρία Δωδεκανήσου
- Αρκιοί
- Σαμοθράκη
- Κύθηρα (Τσιρίγο)
- Αντικύθηρα (Τσιριγότο)
- Ικαρία
- Ικαρία ΙΙ
- Γαύδος
- Μεγανήσι Ιονίου
- Αλόννησος
- Αμοργός ΙV
- Λέρος ΙV
- Λειψοί ΙΙΙ
- Παξοί
- Η επίτευξη του μεγάλου στόχου
- Ερείκουσσα – Διαπόντια νησιά
- Οθωνοί – Διαπόντια νησιά
- Μαθράκι – Διαπόντια νησιά
- Κάλαμος Ιονίου
- Καστός Ιονίου
- Ιθάκη
- Φολέγανδρος ΙΙΙ
- Σίκινος ΙΙ
- Θηρασιά
Οθωνοί – Διαπόντια νησιά
Επίσκεψη : Ιούνιος 2024
Διάρκεια: 1 ημέρα
Ακουμπισμένος στα ρέλια του πλοίου «Ευδοκία» των Διαποντίων νήσων έβλεπα μπροστά μου το νησί των Οθωνών, μ’ ένα πράγμα μόνο να στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Την εικόνα από το παράθυρο του αεροπλάνου ενάμιση χρόνο πριν στο δρομολόγιο Μπέργκαμο – Κέρκυρα, ακριβώς πάνω απ’ το νησί αυτό, γράφοντας λακωνικά: «διακαής πόθος, από τους λίγους που μου ΄χουν μείνει πλέον στη νησιωτική Ελλάδα».
Και να που τώρα ήμουν έτοιμος να υλοποιήσω την υπόσχεση που ‘χα δώσει από τότε στον εαυτό μου, υπόσχεση πως όταν θα ξαναβρισκόμουν στην Κέρκυρα δε θα ήταν για άλλο λόγο πέρα απ’ τα Διαπόντια, με τους Οθωνούς να αποτελούν ένα ακόμη στόχο από τους μικρούς, ίσως αφελείς που θέτω κι έμενε να ολοκληρώσω:
Ακριτικά νησιά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας!
Βορειότερο η Θάσος (1991,2008), ανατολικότερο το Καστελόριζο (2020), νοτιότερο η Γαύδος (2023) και φυσικά δυτικότερο νησί και σημείο της πατρίδας μας οι Οθωνοί, που ανοίγονταν στα μάτια μου.
Πάμε να δούμε λοιπόν παρέα ένα πολύ ωραίο νησάκι με τη δική του ξεχωριστή ιστορία.
Ημέρα πρώτη
Σαράντα μόνο λεπτά, τόσος ήταν ο χρόνος πλεύσης από την Ερείκουσσα μέχρι τους Οθωνούς, κάτι που δείχνει πόσο εύκολο είναι να κινείσαι μεταξύ των νησιών αυτών εφόσον φτάσεις ως εκεί.
Η μέρα βέβαια τα είχε τα μποφώρια της με αποτέλεσμα να μην απολαύσω τη διαδρομή ως ήθελα, καθισμένος αναγκαστικά στον εσωτερικό χώρο του πλοίου, μέχρι αυτό να ασφαλιστεί προσεγγίζοντας το λιμάνι των Οθωνών:
Ήπια έναν καφέ που τον είχα ανάγκη όσο περίμενα να ετοιμαστεί το σπίτι στην όμορφη και ήσυχη γειτονιά που θα έμενα. Η σκιερή του βεράντα ευνοούσε φυσικά για ένα πρώτο καλωσόρισμα με μια Corfu Lager:
Αφού μελέτησα λίγο τις συνθήκες κατάρτισα ένα πρόγραμμα προκειμένου να δω ότι περισσότερο μπορούσα απ’ το νησί, βγαίνοντας λίγο αργότερα για την πρώτη μου εξερεύνηση, στα στενάκια του χωριού και την παραλιακή, συναντώντας και το δημοτικό σχολείο:
Αρκετοί ήταν αυτοί που προτιμούσαν τελικά τα σκιερά μέρη από την θάλασσα, με τον αέρα να βοηθάει επιτέλους στην απομάκρυνση της ανυπόφορης ζέστης:
Δε συνέβη βέβαια το ίδιο με τις θαλάσσιες μετακινήσεις του νησιού με αποτέλεσμα να μη μπορέσω να δω την «Άσπρη άμμο», τη διασημότερη παραλία που προσεγγίζεται μόνο από θαλάσσης, μιας και ο άνεμος ήταν νότιος. Αρκέστηκα έτσι σε μια σύντομη βουτιά (μετά αμμοβολής) στη συμπαθητική παραλία του Μόλου:
Μπορεί ο ήλιος να χτυπούσε κατακέφαλα μιας και ήταν μεσημέρι, όμως έπρεπε να προχωρήσω, αρχικά προς την εκκλησία και το νεκροταφείο του νησιού που βρισκόντουσαν πλάι στο ανοικτό κι έρημο για καιρό μιας και είχε χορταριάσει γήπεδο μπάσκετ:
Προχώρησα με κατεύθυνση ανατολική, περπατώντας ως ένα σημείο που φαίνεται καλύτερα το άκρο του νησιού με τον φάρο, γυρνώντας ξανά προς τα πίσω προκειμένου να δω το μνημείο. Είχα ακούσει βέβαια την ιστορία για το υποβρύχιο «Πρωτεύς» που βυθίστηκε από Ιταλική νηοπομπή ανοικτά των Οθωνών στα τέλη του Δεκέμβρη του 1940, προλαβαίνοντας ωστόσο να εξαπολύσει την επίθεση του τορπιλίζοντας και βυθίζοντας ένα Ιταλικό πλοίο. Το μνημείο βρίσκεται εκεί από το 2015 για να τιμήσει τη μνήμη των 48 μελών του πληρώματος που χάθηκε στην τελευταία του περιπολία:
Παίρνοντας μερικές ανάσες στο σπίτι για λίγη ώρα περιμένοντας παράλληλα τον ήλιο να ξεκινήσει να πέφτει, ξαναβγήκα για το επόμενο εγχείρημα μου μετά τις έξι, αρχικά από τα στενάκια του οικισμού και κατόπιν παραλιακά:
Ήδη με γνώριζε κόσμος που είχαμε ιδωθεί απλά στο πλοίο ή νωρίτερα στο λιμάνι, καλησπερίζοντας με και ρωτώντας με αν χρειάζομαι κάποια πληροφορία. Αυτή είναι η μαγεία των μικρών νησιών, τα λέω καιρό και δε θα σταματήσω να τα λέω!
Εγώ βέβαια το μόνο που ήθελα ήταν να βρω την εκκίνηση του μονοπατιού που θα με οδηγούσε στα ψηλότερα του νησιού, κάτι που βάσει των οδηγιών που πήρα δεν ήταν τελικά τόσο απαιτητικό. Έτσι με τη φυσική σκιά ως σύμμαχο ξεκίνησα την ανηφορική μεν, εύκολη δε διαδρομή που ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα:
Οι εικόνες που έβλεπα ήταν μαγικές καθώς προχωρούσα μέσα στην κατάφυτη κοιλάδα που μου χάριζε τη δροσιά της καθιστώντας το περπάτημα κάπως πιο υποφερτό με τέτοια ζέστη:
Προφανώς και ήταν ο μόνος τρόπος μιας και δεν υπήρχε ούτε λεωφορείο, ούτε ταξί, αλλά και κανένας λόγος να νοικιάσω όχημα για μισή μέρα. Εκτός των άλλων ήταν και μια καταπληκτική πεζοπορική εμπειρία, απ’ αυτές που λατρεύω μόνο στα νησιά:
Με αυτές τις συνθήκες έφτασα επιτέλους στο «Χωριό», ιδιαίτερα χαρούμενος που αντίκρυζα τα πρώτα του σπίτια, με το μονοπάτι στο τέλος του να δυσχεραίνει λόγω των φυτών:
Χαλάλι το ιδροκόπημα που έριξα έχω να πω, μιας και η εμπειρία του να περπατάς σε τέτοια μέρη είναι φοβερή:
Θέλησα να κάνω μια διερευνητική βόλτα πριν καθίσω, ξεκινώντας από τα ψηλά του χωριού και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου:
Η πανοραμική θέα ήταν πολύ όμορφη, εντύπωση όμως μου έκανε το γεγονός της έντονης βλάστησης στον οικισμό, λόγο τον οποίο θα μάθαινα μερικές στιγμές αργότερα:
Αποφάσισα να κατέβω από άλλο δρόμο χαζεύοντας τα όμορφα σπιτάκια, η πλειοψηφία των οποίων βέβαια γνώριζε την εγκατάλειψη:
Είχε έρθει η ώρα (και πολύ άργησε) για ένα διάλειμμα δροσιάς, στο ένα καφενείο με το όνομα «Το στέκι του Μουρούνα» το οποίο είχα σταμπάρει φυσικά πολύ πριν πατήσω το πόδι μου στο νησί:
Ήπια τις μπυρίτσες μου ξέγνοιαστος συζητώντας με τον ιδιοκτήτη και τον γιο του, καταπληκτικοί άνθρωποι και οι δύο, μαθαίνοντας παράλληλα αρκετά για την ιστορία του νησιού, ως επί το πλείστον στενάχωρα πράγματα:
- Τι τα θες, σπίτι που κλείνει δε ξανανοίγει, οι γηραιότεροι φεύγουν, οι νέοι δεν έρχονται πια και γιατί να έρθουν.
- Βλέπεις που έχει γίνει ζούγκλα το χωριό; Δεν υπάρχει άνθρωπος να κλαδέψει ούτε καν τις ελιές, που για χρόνια αποτελούσαν το κύριο εισόδημα μας. Ήρθε κι ο «Καλλικράτης» μας κατέστρεψε εντελώς, έχουμε αφεθεί στις ορέξεις των διοικούντων της Κέρκυρας…
- Οι περισσότεροι που βλέπεις είναι μετανάστες κι έρχονται το καλοκαίρι στο νησί, κυρίως εξ’ Αμερικής. Το χειμώνα είμαστε δεν είμαστε 40 άτομα.
Σκεπτόμενος και προβληματισμένος με όσα έμαθα για τον τόπο κατέβηκα το μονοπάτι που μου υπέδειξαν στις 20:50, μιας κι αυτός ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς της επίσκεψης μου στο χωριό πέρα απ’ το καφενείο.
Οι ντόπιοι λένε το πώς «άμα δεν έχεις δει το ηλιοβασίλεμα στο Χωριό στους Οθωνούς, δεν έχει δει το νησί». Κάτι θα ξέρουν:
Η θέα από το σημείο κόβει την ανάσα, σε μια εικόνα που μόνο τα ακριτικά νησιά της Άγονης Γραμμής μπορούνε να προσφέρουν, με αμέτρητα συναισθήματα να γεννούνται όπως είναι λογικό:
Μια παρέα Ιταλών τουριστών μ’ έβγαλε και μια αναμνηστική φωτογραφία με το φως βέβαια να μη βοηθάει στη λήψη. Χαλάλι, ήθελα να την έχω:
Όταν ολοκληρώθηκε το θέαμα του ήλιου που βούτηξε στα βαθιά νερά του Ιονίου πήρα τον πεντάλεπτο δρόμο της επιστροφής για το καφενείο. Ήθελα άλλη μία:
- Εδώ ήταν η διασκέδαση μας αγόρι μου, η πλατεία και οι ιστορίες που μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι τα βράδια, στην πλειοψηφία τους ναυτικοί, εποχές που ακόμα δεν είχε φτάσει ούτε καν το ηλεκτρικό στο νησί:
(Κύριε Κοσμά σε υπέρευχαριστώ και γραπτώς για όσα κουβεντιάσαμε. Χάρηκα και συγκινήθηκα παράλληλα, υπόσχομαι να επανέλθω για περισσότερα με το καλό).
Μπορεί να είχα την καλή θέληση να μείνω περισσότερο, μιας και τα κάρβουνα είχαν ήδη κάψει και τα σουβλάκια ήταν έτοιμα για τη σχάρα, ωστόσο δεν υπήρχε το περιθώριο για κάτι τέτοιο δυστυχώς, μιας και το σκοτάδι στο μονοπάτι θα το καθιστούσε απροσπέλαστο. Η εναλλακτική ήταν ο κεντρικός δρόμος, γύρω στα εννιά χιλιόμετρα πεζοπορίας πάλι με σκοτάδι, έτσι ουσιαστικά δεν υπήρχε:
Δίνοντας τον καλύτερο μου εαυτό στην κατάβαση και με το φακό του κινητού να βοηθάει στο τέλος έφτασα 35 λεπτά μετά στο παραλιακό χωριό ψωνίζοντας παράλληλα κάτι για φαγητό:
Η εικόνα των φωτιών στους δρόμους λόγω του «Άη Γιαννιού» μου θύμισε την παιδική μου ηλικία, όταν και ήταν ζήτημα τιμής κάτι ανάλογο σε κάθε γειτονιά του χωριού μου, πηγαίνοντας τις σκέψεις μου κοντά 30 χρόνια πίσω.
Ήταν το καλύτερο κλείσιμο μιας υπέροχης μέρας στους Οθωνούς, σκεπτόμενος όλα αυτά στη δροσερή βεράντα μου με την παρέα της βότκας που πάγωνε εδώ και ώρες στο ψυγείο…
Ημέρα δεύτερη – Αναχώρηση
Ο νησιώτικος αέρας βοήθησε στον υπέροχο ύπνο μου. Ξύπνησα νωρίς προκειμένου να κατέβω παραλιακά ώστε να προλάβω μερικές τελευταίες στιγμές, ένα καφεδάκι και κάτι να τσιμπήσω:
Η νηνεμία είχε επανέλθει σχετικά με τη θάλασσα στην παραλία του Μόλου να ναι λάδι, δυστυχώς όμως δε προλάβαινα την πολυπόθητη εκείνη την ώρα βουτιά:
Έπρεπε να πάρω τα πράγματα και να κατέβω στο λιμάνι, μιας και το «Ευδοκία» δεν αστειευόταν καθόλου με το πρόγραμμα, φτάνοντας για άλλη μια φορά στην ώρα του:
Απ’ το κατάστρωμα του λίγες στιγμές μετά αποχαιρετούσα τους Οθωνούς, νιώθοντας χαρά που κατάφερα να δω επιτέλους αυτό το νησάκι, προσμονή για τη συνέχεια που μου επιφύλασσε κάτι εξίσου καλό, μαζί με μια μικρή όμως στεναχώρια καθώς δε πρόλαβα να δω όσα ήθελα λόγω του περιορισμένου χρόνου.
Τίποτα δε μ’ εμποδίζει όμως στην κατάρτιση των πλάνων για την επιστροφή μου, εκεί, στο δυτικότερο σημείο της Ελλάδας...
Επίσκεψη : Ιούνιος 2024
Διάρκεια: 1 ημέρα
Ακουμπισμένος στα ρέλια του πλοίου «Ευδοκία» των Διαποντίων νήσων έβλεπα μπροστά μου το νησί των Οθωνών, μ’ ένα πράγμα μόνο να στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Την εικόνα από το παράθυρο του αεροπλάνου ενάμιση χρόνο πριν στο δρομολόγιο Μπέργκαμο – Κέρκυρα, ακριβώς πάνω απ’ το νησί αυτό, γράφοντας λακωνικά: «διακαής πόθος, από τους λίγους που μου ΄χουν μείνει πλέον στη νησιωτική Ελλάδα».
Και να που τώρα ήμουν έτοιμος να υλοποιήσω την υπόσχεση που ‘χα δώσει από τότε στον εαυτό μου, υπόσχεση πως όταν θα ξαναβρισκόμουν στην Κέρκυρα δε θα ήταν για άλλο λόγο πέρα απ’ τα Διαπόντια, με τους Οθωνούς να αποτελούν ένα ακόμη στόχο από τους μικρούς, ίσως αφελείς που θέτω κι έμενε να ολοκληρώσω:
Ακριτικά νησιά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας!
Βορειότερο η Θάσος (1991,2008), ανατολικότερο το Καστελόριζο (2020), νοτιότερο η Γαύδος (2023) και φυσικά δυτικότερο νησί και σημείο της πατρίδας μας οι Οθωνοί, που ανοίγονταν στα μάτια μου.
Πάμε να δούμε λοιπόν παρέα ένα πολύ ωραίο νησάκι με τη δική του ξεχωριστή ιστορία.
Ημέρα πρώτη
Σαράντα μόνο λεπτά, τόσος ήταν ο χρόνος πλεύσης από την Ερείκουσσα μέχρι τους Οθωνούς, κάτι που δείχνει πόσο εύκολο είναι να κινείσαι μεταξύ των νησιών αυτών εφόσον φτάσεις ως εκεί.
Η μέρα βέβαια τα είχε τα μποφώρια της με αποτέλεσμα να μην απολαύσω τη διαδρομή ως ήθελα, καθισμένος αναγκαστικά στον εσωτερικό χώρο του πλοίου, μέχρι αυτό να ασφαλιστεί προσεγγίζοντας το λιμάνι των Οθωνών:


Ήπια έναν καφέ που τον είχα ανάγκη όσο περίμενα να ετοιμαστεί το σπίτι στην όμορφη και ήσυχη γειτονιά που θα έμενα. Η σκιερή του βεράντα ευνοούσε φυσικά για ένα πρώτο καλωσόρισμα με μια Corfu Lager:


Αφού μελέτησα λίγο τις συνθήκες κατάρτισα ένα πρόγραμμα προκειμένου να δω ότι περισσότερο μπορούσα απ’ το νησί, βγαίνοντας λίγο αργότερα για την πρώτη μου εξερεύνηση, στα στενάκια του χωριού και την παραλιακή, συναντώντας και το δημοτικό σχολείο:


Αρκετοί ήταν αυτοί που προτιμούσαν τελικά τα σκιερά μέρη από την θάλασσα, με τον αέρα να βοηθάει επιτέλους στην απομάκρυνση της ανυπόφορης ζέστης:


Δε συνέβη βέβαια το ίδιο με τις θαλάσσιες μετακινήσεις του νησιού με αποτέλεσμα να μη μπορέσω να δω την «Άσπρη άμμο», τη διασημότερη παραλία που προσεγγίζεται μόνο από θαλάσσης, μιας και ο άνεμος ήταν νότιος. Αρκέστηκα έτσι σε μια σύντομη βουτιά (μετά αμμοβολής) στη συμπαθητική παραλία του Μόλου:

Μπορεί ο ήλιος να χτυπούσε κατακέφαλα μιας και ήταν μεσημέρι, όμως έπρεπε να προχωρήσω, αρχικά προς την εκκλησία και το νεκροταφείο του νησιού που βρισκόντουσαν πλάι στο ανοικτό κι έρημο για καιρό μιας και είχε χορταριάσει γήπεδο μπάσκετ:


Προχώρησα με κατεύθυνση ανατολική, περπατώντας ως ένα σημείο που φαίνεται καλύτερα το άκρο του νησιού με τον φάρο, γυρνώντας ξανά προς τα πίσω προκειμένου να δω το μνημείο. Είχα ακούσει βέβαια την ιστορία για το υποβρύχιο «Πρωτεύς» που βυθίστηκε από Ιταλική νηοπομπή ανοικτά των Οθωνών στα τέλη του Δεκέμβρη του 1940, προλαβαίνοντας ωστόσο να εξαπολύσει την επίθεση του τορπιλίζοντας και βυθίζοντας ένα Ιταλικό πλοίο. Το μνημείο βρίσκεται εκεί από το 2015 για να τιμήσει τη μνήμη των 48 μελών του πληρώματος που χάθηκε στην τελευταία του περιπολία:


Παίρνοντας μερικές ανάσες στο σπίτι για λίγη ώρα περιμένοντας παράλληλα τον ήλιο να ξεκινήσει να πέφτει, ξαναβγήκα για το επόμενο εγχείρημα μου μετά τις έξι, αρχικά από τα στενάκια του οικισμού και κατόπιν παραλιακά:


Ήδη με γνώριζε κόσμος που είχαμε ιδωθεί απλά στο πλοίο ή νωρίτερα στο λιμάνι, καλησπερίζοντας με και ρωτώντας με αν χρειάζομαι κάποια πληροφορία. Αυτή είναι η μαγεία των μικρών νησιών, τα λέω καιρό και δε θα σταματήσω να τα λέω!



Εγώ βέβαια το μόνο που ήθελα ήταν να βρω την εκκίνηση του μονοπατιού που θα με οδηγούσε στα ψηλότερα του νησιού, κάτι που βάσει των οδηγιών που πήρα δεν ήταν τελικά τόσο απαιτητικό. Έτσι με τη φυσική σκιά ως σύμμαχο ξεκίνησα την ανηφορική μεν, εύκολη δε διαδρομή που ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα:


Οι εικόνες που έβλεπα ήταν μαγικές καθώς προχωρούσα μέσα στην κατάφυτη κοιλάδα που μου χάριζε τη δροσιά της καθιστώντας το περπάτημα κάπως πιο υποφερτό με τέτοια ζέστη:
Προφανώς και ήταν ο μόνος τρόπος μιας και δεν υπήρχε ούτε λεωφορείο, ούτε ταξί, αλλά και κανένας λόγος να νοικιάσω όχημα για μισή μέρα. Εκτός των άλλων ήταν και μια καταπληκτική πεζοπορική εμπειρία, απ’ αυτές που λατρεύω μόνο στα νησιά:


Με αυτές τις συνθήκες έφτασα επιτέλους στο «Χωριό», ιδιαίτερα χαρούμενος που αντίκρυζα τα πρώτα του σπίτια, με το μονοπάτι στο τέλος του να δυσχεραίνει λόγω των φυτών:


Χαλάλι το ιδροκόπημα που έριξα έχω να πω, μιας και η εμπειρία του να περπατάς σε τέτοια μέρη είναι φοβερή:


Θέλησα να κάνω μια διερευνητική βόλτα πριν καθίσω, ξεκινώντας από τα ψηλά του χωριού και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου:



Η πανοραμική θέα ήταν πολύ όμορφη, εντύπωση όμως μου έκανε το γεγονός της έντονης βλάστησης στον οικισμό, λόγο τον οποίο θα μάθαινα μερικές στιγμές αργότερα:


Αποφάσισα να κατέβω από άλλο δρόμο χαζεύοντας τα όμορφα σπιτάκια, η πλειοψηφία των οποίων βέβαια γνώριζε την εγκατάλειψη:


Είχε έρθει η ώρα (και πολύ άργησε) για ένα διάλειμμα δροσιάς, στο ένα καφενείο με το όνομα «Το στέκι του Μουρούνα» το οποίο είχα σταμπάρει φυσικά πολύ πριν πατήσω το πόδι μου στο νησί:


Ήπια τις μπυρίτσες μου ξέγνοιαστος συζητώντας με τον ιδιοκτήτη και τον γιο του, καταπληκτικοί άνθρωποι και οι δύο, μαθαίνοντας παράλληλα αρκετά για την ιστορία του νησιού, ως επί το πλείστον στενάχωρα πράγματα:

- Τι τα θες, σπίτι που κλείνει δε ξανανοίγει, οι γηραιότεροι φεύγουν, οι νέοι δεν έρχονται πια και γιατί να έρθουν.
- Βλέπεις που έχει γίνει ζούγκλα το χωριό; Δεν υπάρχει άνθρωπος να κλαδέψει ούτε καν τις ελιές, που για χρόνια αποτελούσαν το κύριο εισόδημα μας. Ήρθε κι ο «Καλλικράτης» μας κατέστρεψε εντελώς, έχουμε αφεθεί στις ορέξεις των διοικούντων της Κέρκυρας…
- Οι περισσότεροι που βλέπεις είναι μετανάστες κι έρχονται το καλοκαίρι στο νησί, κυρίως εξ’ Αμερικής. Το χειμώνα είμαστε δεν είμαστε 40 άτομα.
Σκεπτόμενος και προβληματισμένος με όσα έμαθα για τον τόπο κατέβηκα το μονοπάτι που μου υπέδειξαν στις 20:50, μιας κι αυτός ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς της επίσκεψης μου στο χωριό πέρα απ’ το καφενείο.

Οι ντόπιοι λένε το πώς «άμα δεν έχεις δει το ηλιοβασίλεμα στο Χωριό στους Οθωνούς, δεν έχει δει το νησί». Κάτι θα ξέρουν:


Η θέα από το σημείο κόβει την ανάσα, σε μια εικόνα που μόνο τα ακριτικά νησιά της Άγονης Γραμμής μπορούνε να προσφέρουν, με αμέτρητα συναισθήματα να γεννούνται όπως είναι λογικό:
Μια παρέα Ιταλών τουριστών μ’ έβγαλε και μια αναμνηστική φωτογραφία με το φως βέβαια να μη βοηθάει στη λήψη. Χαλάλι, ήθελα να την έχω:

Όταν ολοκληρώθηκε το θέαμα του ήλιου που βούτηξε στα βαθιά νερά του Ιονίου πήρα τον πεντάλεπτο δρόμο της επιστροφής για το καφενείο. Ήθελα άλλη μία:


- Εδώ ήταν η διασκέδαση μας αγόρι μου, η πλατεία και οι ιστορίες που μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι τα βράδια, στην πλειοψηφία τους ναυτικοί, εποχές που ακόμα δεν είχε φτάσει ούτε καν το ηλεκτρικό στο νησί:


(Κύριε Κοσμά σε υπέρευχαριστώ και γραπτώς για όσα κουβεντιάσαμε. Χάρηκα και συγκινήθηκα παράλληλα, υπόσχομαι να επανέλθω για περισσότερα με το καλό).
Μπορεί να είχα την καλή θέληση να μείνω περισσότερο, μιας και τα κάρβουνα είχαν ήδη κάψει και τα σουβλάκια ήταν έτοιμα για τη σχάρα, ωστόσο δεν υπήρχε το περιθώριο για κάτι τέτοιο δυστυχώς, μιας και το σκοτάδι στο μονοπάτι θα το καθιστούσε απροσπέλαστο. Η εναλλακτική ήταν ο κεντρικός δρόμος, γύρω στα εννιά χιλιόμετρα πεζοπορίας πάλι με σκοτάδι, έτσι ουσιαστικά δεν υπήρχε:

Δίνοντας τον καλύτερο μου εαυτό στην κατάβαση και με το φακό του κινητού να βοηθάει στο τέλος έφτασα 35 λεπτά μετά στο παραλιακό χωριό ψωνίζοντας παράλληλα κάτι για φαγητό:

Η εικόνα των φωτιών στους δρόμους λόγω του «Άη Γιαννιού» μου θύμισε την παιδική μου ηλικία, όταν και ήταν ζήτημα τιμής κάτι ανάλογο σε κάθε γειτονιά του χωριού μου, πηγαίνοντας τις σκέψεις μου κοντά 30 χρόνια πίσω.

Ήταν το καλύτερο κλείσιμο μιας υπέροχης μέρας στους Οθωνούς, σκεπτόμενος όλα αυτά στη δροσερή βεράντα μου με την παρέα της βότκας που πάγωνε εδώ και ώρες στο ψυγείο…
Ημέρα δεύτερη – Αναχώρηση
Ο νησιώτικος αέρας βοήθησε στον υπέροχο ύπνο μου. Ξύπνησα νωρίς προκειμένου να κατέβω παραλιακά ώστε να προλάβω μερικές τελευταίες στιγμές, ένα καφεδάκι και κάτι να τσιμπήσω:


Η νηνεμία είχε επανέλθει σχετικά με τη θάλασσα στην παραλία του Μόλου να ναι λάδι, δυστυχώς όμως δε προλάβαινα την πολυπόθητη εκείνη την ώρα βουτιά:

Έπρεπε να πάρω τα πράγματα και να κατέβω στο λιμάνι, μιας και το «Ευδοκία» δεν αστειευόταν καθόλου με το πρόγραμμα, φτάνοντας για άλλη μια φορά στην ώρα του:

Απ’ το κατάστρωμα του λίγες στιγμές μετά αποχαιρετούσα τους Οθωνούς, νιώθοντας χαρά που κατάφερα να δω επιτέλους αυτό το νησάκι, προσμονή για τη συνέχεια που μου επιφύλασσε κάτι εξίσου καλό, μαζί με μια μικρή όμως στεναχώρια καθώς δε πρόλαβα να δω όσα ήθελα λόγω του περιορισμένου χρόνου.

Τίποτα δε μ’ εμποδίζει όμως στην κατάρτιση των πλάνων για την επιστροφή μου, εκεί, στο δυτικότερο σημείο της Ελλάδας...
Last edited: