Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός
- Προσδοκίες
- Βόρειο Περού
- Photos Βόρειο Περού
- Βόρειο Περού II
- Photos Βόρειο Περού II
- Βόρειο Περού III
- Photos Βόρειο Περού III
- Βόρειο Περού IV
- Photos Βόρειο Περού IV
- Cuelap
- Photos Cuelap
- Βόρειο Περού V
- Photos Βόρειο Περού V
- Βόρειο Περού VI
- Photos Β.Περου by Krekouzas
- Αξιολόγηση 1ου μέρους – Βόρειο Περού
- Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο κ περίχωρα
- Photos Cuzco
- Trek Περού
- Photos Trek Περού
- Trek Περού II
- Photos Trek Περού II
- Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Photos Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Τρέκ Περού ΙV
- Photos Τρέκ Περού ΙV
- Τρέκ Περού V
- Photos Τρέκ Περού V
- Μάτσου Πίτσου
- Photos Μάτσου Πίτσου
- Cuzco II
- Photos Cuzco II
- Choquequirao Τρεκ
- Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Rainbow Mountain
- Photos Rainbow Mountain
- Αξιολόγηση 2ου μέρους
- Top 5 by krekouzas
- The White Rock
- Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Photos Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Διαδρομή προς Iskanwaya
- Photos Διαδρομή προς Iskanwaya
- Iskanwaya
- Photos Iskanwaya
- Salar De Uyuni
- Photos Salar De Uyuni
- Laguna Colorada
- Photos Laguna Colorada
- Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Photos Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Διαδρομή Προς Tupiza
- Photos Διαδρομή προς Tupiza
- Potosi-Sucre
- Photos Potosi-Sucre
- Santa Cruz
- Photos Santa Cruz
- Top 5 Bolivia by Krekouzas
- Samaipata - Vallegrande
- Photos Samaipata - Vallegrande
- Βολιβιανά ΑΤΜs
- Misiones
- Photos Misiones
- Santa Cruz la Vieja
- Photos Santa Cruz la Vieja
- Torata
- Photos Torata
- Αξιολόγηση Βολιβία
- Κεντρικές Άνδεις
- Photos Κεντρικές Άνδεις
- Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Photos Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Vilcashuaman
- Photos Vilcashuaman
- Quinua-Lima
- Photos Quinua-Lima
- Αξιολόγηση 4ου μέρους
- Ushuaia
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική
- Photos Ανταρκτική
- Ανταρκτική ΙΙ
- Photos Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική ΙIΙ
- Photos Ανταρκτική ΙIΙ
- Ανταρκτική ΙV
- Photos Ανταρκτική ΙV
- Ανταρκτική V
- Photos Ανταρκτική V
- Ανταρκτική VI
- Photos Ανταρκτική VI
- Back to Ushuaia
- Last Day Ushuaia
- Αξιολόγηση Ανταρκτική
- Σαντιάγκο
- Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Photos Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Σαν Πεδρο Ατακάμα II
- Σαν Πεδρο Ατακάμα III
- Σαν Πεδρο Ατακάμα IV
- Επιστροφή στο Σαντιάγκο
- Perito Moreno
- Photos Perito Moreno
- Torres del Paine
- Photos Torres del Paine
- Latam
- Παταγονία
- Photos Παταγονία
- Παταγονία ΙΙ
- Παταγονία ΙΙI
- Παταγονία ΙV
- Photos Παταγονία ΙV
- Οινογνωσία
- Βίνια Ντελ Μαρ - Βαλπαραϊσο
- Αξιολόγηση Χιλής
- Βαθμολογία - Αποτίμηση
- Τοπ 15 Εικόνων
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο και περίχωρα
Το αεροδρόμιο της Καχαμάρκα έδειχνε πολύ μικρό για τις ανάγκες της. Ίσως βέβαια να έφταιγε ότι –για άλλη μια φορά- οι δύο ανταγωνίστριες εταιρείες για το εσωτερικό δίκτυο είχαν αναχώρηση για τον ίδιο προορισμό ακριβώς την ίδια ώρα (σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά την ίδια ώρα, σε άλλες... είχαν πέντε λεπτά διαφορά) το οποίο δημιουργούσε ένα μάλλον κωμικό θέαμα στους πίνακες των αεροδρομίων του Περού, αφού αν υπήρχε πτήση της LATAM για Λίμα στις 9, σίγουρα θα υπήρχε και μια της LC, στις 10.30 και οι δυο εταιρείες πετούσαν ταυτόχρονα για Αρεκίπα κλπ. Και όχι, δεν επρόκειτο για code sharing, μιλάμε για διαφορετικές πτήσεις που έκαναν επιβίβαση ταυτόχρονα σε διπλανά αεροπλάνα από διπλανές πύλες εξόδου. Δε νομίζω να αλληλοσυμπαθιούνται και πολύ, αλλά εμάς ποσώς μας ενδιέφερε. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να κοιμηθούμε έστω και λίγο στην πτήση προς Λίμα κι από κει να προλάβουμε την ανταπόκριση για το λατρεμένο Κούσκο. Ούτε κοιμηθήκαμε, αλλά ούτε και είχε νόημα που τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε την ανταπόκριση στο παρανοϊκά πανάκριβο αεροδρόμιο της Λίμα, αφού τελικώς υπήρχε μιάμιση ώρα καθυστέρηση.
Προσγειωθήκαμε στο Κούσκο στις 1 το μεσημέρι και το αεροδρόμιο μου φάνηκε ίδιο κι απαράλλαχτο παρότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που το τίμησα. Είπαμε, στη Λίμα πηγαίνω αρκετά συχνά, αλλά το λατρεμένο Κούσκο δεν το τιμώ τόσο συχνά. Κατά το lonely planet το ταξί από το αεροδρόμιο στην πόλη πρέπει να κοστίζει 20-25 soles, αλλά εμείς φύγαμε με τα μισά: ειλικρινά απορώ με τους συγγραφείς των LP εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν όπου υπάρχουν τιμές που είναι αντικείμενο έστω στοιχειώδους διαπραγμάτευσης ή προτείνουν διαστημικές τιμές ή την ανώτερη αποδεκτή.
Για το Κούσκο ο Κρεκουζάκος είχε κάνει κράτηση σε σχετικά καλό ξενοδοχείο, μόλις τρία τετράγωνα από το Qoricancha, τον πάλαι ποτέ πλουσιότερο ναό στην αυτοκρατορία των Ίνκας που όπως φαίνεται κι από το όνομά του («Χρυσή Αυλή») κάποτε ήταν κυριολεκτικά καλυμμένος από χρυσάφι και ασήμι, ενώ στους κήπους του υπήρχε πληθώρα χρυσών αγαλμάτων από λάμα, βρέφη, φυτά και δέντρα σε πραγματικό μέγεθος, τα οποία οι Ισπανοί μετέτρεψαν σε ράβδους χρυσού που πήραν μαζί τους στην Ισπανία. Τα 30 ευρώ/άτομο/ημέρα πραγματικά φάνηκαν εξαιρετικό value for money ακόμη και σε μένα, το Σόιμπλε του ταξιδιού, χώρια ότι οι άνθρωποι μας έκαναν και αναβάθμιση σε σουίτα με τζακούζι. Όχι ότι είχα τίποτε ονειρώξεις να πλύνω την πλάτη του Κρεκούζα περικυκλωμένος από σαπουνάδες και μπουρμπουλήθρες, αλλά να’ ναι καλά οι –και πάλι- ευγενέστατοι Περουβιανοί: με έναν τσακώθηκα σε όλο το ταξίδι κι ακόμη τύψεις το έχω.
Αφού απέδωσα τα εύσημα στον Κρεκούζα για το κατάλυμα, ξεχυθήκαμε σαν εμετοί στους δρόμους του Κούσκο για να βρούμε το ποθητό: φακό για την κάμερα του Κρεκουζάκου, μπας κι επιστρέψει το χαμόγελο στα λαμιώτικα χείλη του. Αρχικά μας είπαν ότι για επιδιόρθωση το ιδανικό θα ήταν να πάμε στο εμπορικό κέντρο Carmen, μετά κατευθυνθήκαμε στο Curacao, καταλήξαμε σε άλλα καταστήματα όπου πάλι κανείς δεν μπορούσε να επιδιορθώσει το φακό ή να βρει κάποιο ανταλλακτικό και πάνω που απογοητευμένοι ήμασταν έτοιμοι να αγοράσουμε άλλη φωτογραφική μηχανή ο Κώστας εντόπισε ένα υπόγειο επισκευαστήριο όπου ένας περίεργος τυπάς αγόρασε το σπασμένο φακό του Κρεκούζα και του έδινε έναν καινούριο για 100€. Κλεμμένος ήταν; Ποιος ξέρει, ο Κρεκούζας πάντως είχε δει ότι στο amazon φακός για κάτω από 250€ δεν έπαιζε πουθενά, διαπραγματευτήκαμε και λίγο και τον πήραμε με 82€, τα οποία και πλήρωσα με μεγάλη χαρά. Η χαρά του Κώστα δεν περιγράφεται, σαν παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο έκανε, μην πιστεύοντας ότι θα είχε ξανά τη μηχανή του για τα δυο πολυήμερα τρεκ που μας περίμεναν.
Η πολλή χαρά φέρνει όρεξη και περιδρομιάσαμε σε ένα παρακμιακό εμπορικό κέντρο κάτι τυρόπιτες, λουκανικόπιτες και άλλες σαβουρίτσες και – με τις φωτογραφικές μας μηχανές ανά χείρας- ξεχυθήκαμε στο μαγικό Κούσκο, που και οι δυο μας είχαμε ξαναεπισκεφθεί, εγώ πολλάκις, έχοντας ξεχάσει αυτό που πραγματικά είναι: μια από τις ομορφότερες πόλεις στον κόσμο. Σε σχέση με την προηγούμενη κοινή μας επίσκεψη έχει περισσότερο τουρισμό, όταν μάλιστα εγώ το πρωτογνώρισα πριν από περίπου είκοσι χρόνια (δεν είμαι τόσο γεροντάρα, απλά ξεκίνησα να ταξιδεύω από μικρός και στα καλύτερα μάλιστα) έβλεπες ελάχιστους τουρίστες, αλλά ακόμη και τώρα ήταν λίγοι σε σχέση με τους χιλιάδες Περουβιανούς που κυκλοφορούσαν, ήταν άλλωστε Σάββατο. Η αρχιτεκτονική μίξη των κτιρίων της φοβερής αρχιτεκτονικής των Ίνκας και της αποικιακής των Ισπανών είναι χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας και της ιστορίας της πόλης. Είναι μια πρώην πρωτεύουσα αυτοκρατορίας που κατακτήθηκε ξαφνικά και βίαια, αλλά διατηρεί τον αυτόχθονο χαρακτήρα της, όπως ακριβώς τα κτίριά της εξακολουθούν να διατηρούν τις βάσεις των τέλεια λαξευμένων λίθων των Ίνκας, που αποδείχθηκαν υπερβολικά συμπαγείς και για την καταστροφική μανία των conquistadores όσο και για ον Εγκέλαδο (τα κτίρια των Ίνκας ήταν πολύ πιο αντισεισμικά από αυτά που έφτιαχναν οι Ισπανοί επί αιώνες). Δεν πρόκειται να κάνω διατριβή για τη μαγεία του Κούσκο γιατί χρειάζομαι μια ιστορία μόνο για την πάρτη του, αλλά όποιος έχει πάει κι έχει ανοιχτά μάτια συναισθανεται σε τι είδους πόλη βρίσκεται: μια πόλη μαγική, χαμένη στους αιώνες, τους θρύλους, τη δόξα και τη μελαγχολία για τις χαμένες πατρίδες.
Έπρεπε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο διότι θα είχαμε briefing από το πρακτορείο που είχα κλείσει για να τα treks. Καλά θα μου πείτε, θες και πρακτορείο για να πας σε τρεκ εσύ; Ναι, γιατί δε μιλάμε για απλά τρεκ, τύπου Camino Inca (που πλέον και γι’ αυτό πρέπει να πας οργανωμένα), αλλά για δυο μάλλον εξεζητημένα τρεκ που ήθελα να κάνουμε:
Επειδή ακριβώς τα τρεκ ήταν ακριβά, έπρεπε να βρεθεί και παρέα. Στο travelstories δε βρέθηκε κανείς (φτου σας!), οπότε κατέφυγα σε ένα γνωστό που σε ανύποπτο χρόνο μου είχε πει στην Κούβα ότι αν πραγματοποιούσα κάποιο τρεκ, θα ερχόταν με μεγάλη χαρά κι ότι κι ο ίδιος, παρά την ενασχόλησή του με τη διοίκηση γνωστής αλυσίδας εστιατορίων που ανήκει σε γνωστό Έλληνα τηλεσέφ και συγγενή του, θα έβρισκε το χρόνο να ακολουθήσει και ίσως έβρισκε και κάποιον φίλο του. Παρότι είχαν περάσει μήνες απο τη γνωριμία μας, ο Παναγιώτης όχι μόνο βρήκε το χρόνο και τη διάθεση, αλλά με ειδοποίησε ότι θα ερχόταν κι ένας φίλος του ο Κυριάκος, ένας dedicated trekker, το οποίο ήταν ιδανικό, αφού η διεύρυνση της παρέας θα συνοδευόταν κι από μείωση της κατά κεφαλήν τιμής για τα tailor made treks.
Στο briefing λοιπόν στο ξενοδοχείο θα γνωρίζαμε όχι μόνο τον ξεναγό που θα μας ανεχόταν τουλάχιστον για το πρώτο τρεκ, αλλά θα ξαναέβλεπα τον Παναγιώτη και θα γνώριζα και τον Κυριάκο. Οι δυο τους μάλιστα, λόγω έλλειψης χρόνου, θα ερχόντουσαν στο Περού αποκλειστικά και μόνο για τα τρεκ, ούτε καν στάση στη Λίμα δε θα έκαναν, το οποίο με έκανε ακόμη πιο υπεύθυνο για το όλο εγχείρημα: κι αν τα τρεκ αποδεικνύονταν μούφα; Αν έβρεχε ασταμάτητα; Αν αρρωσταίναμε, αν σπάγαμε κανένα πόδι εκεί ψηλά στη μέση του πουθενά; Αν πεθαίναμε από το κρύο, αν το πρακτορείο ήταν της πλάκας, αν η διαδρομή παραήταν δύσκολη στα 4000+ υψόμετρο που θα πηγαίναμε, αν μας πλάκωνε το χιόνι, αν η παρέα δεν έδενε, αν ήταν μια πατάτα και μισή; Μήπως παραήταν πολλά δυο τρεκ το ένα πίσω από το άλλο και για τις αντοχές μας αλλά και από πλευράς μονοτονίας; Τον Κώστα δεν τον φοβόμουν γιατί παρότι βρισκόμαστε πολύ σπάνια (στη Γερμανία ζει ο άνθρωπος, εδώ και χρόνια) είναι από αυτούς τους ανθρώπους που αναβλύζουν θετική ενέργεια: μονίμως χαμογελαστός, πάντα σε καλή διάθεση, αποκλείεται να μη βρει το θετικό σε κάθε αναποδιά... αρκεί να μην του πειράξετε τα γκατζετάκια του! Για τους άλλους δύο όμως μια ανησυχία την είχα, γούστο θα είχε να τους πάρω στο λαιμό μου και δεν πλήρωσαν και λίγα οι άνθρωποι για να έρθουν μέχρι εδώ. Ε, όλες αυτές οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί θα ξεκινούσαν να απαντιούνται στο briefing.
Στον καναπέ του ξενοδοχείου μας περίμενε η εκπρόσωπος του πρακτορείου Dos Manos και ο ξεναγός μας, ένας κοντούλης νεαρότατος ινδιανόφατσας ονόματι... ‘Εβερτ! Δεν μπορούσα να μην πετάξω την εξυπνάδα μου και τον ρώτησα αν έχει κανένα πίθηκο που τον λένε Αζάνκα και αν φωνάζει συχνά-πυκνά «Καρδίτσα-Καρδίτσα» στα πλήθη, ενώ όταν με ρώτησε γιατί μιλάω άπταιστα Ισπανικά του εξήγησα ότι αποτελώ πράκτορα του Φιντέλ και ότι το τρεκ ουσιαστικά είναι κάλυψη της νέας προσπάθειας των κουβανικών μυστικών υπηρεσιών για την εύρεση νέων εστιών δημιουργίας αντάρτικων στις Άνδεις, πιστός στη συνήθειά μου να κάνω τους άλλους να νιώθουν άβολα στην πρώτη μας γνωριμία κι ευτυχής να εισπράττω βλέμματα απορίας. Κάποιο είδος άμυνας θα είναι αυτό, θα το κοιτάξω στο μέλλον, όταν μεγαλώσω κι ωριμάσω, μου το υπόσχομαι.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε κι ο Παναγιώτης (που τρόμαξα να τον γνωρίσω, τόσο λίγο γνωριζόμασταν), που μας σύστησε και τον Κυριάκο. Ο Έβερτ ξεκίνησε την παρουσίαση του τρεκ κι ήταν αναλυτικότατος, τόσο που ενθουσιάστηκα. ΓΟΥΑΟΥ, τι περιπετειάρα είναι αυτή που έρχεται! Ταυτόχρονα για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα πόσο off the beaten track ήταν το εγχείρημα που θα κάναμε... Ειδικά το πρώτο τρεκ από τη Vilcabamba προς το Μάτσου Πίτσου γινόταν πολύ σπάνια και ο Έβερτ μας προειδοποίησε πως δε θα συναντούσαμε κανέναν. Όχι κανέναν τουρίστα ή κανέναν τρέκερ... αλλά πιθανότατα δε θα βλέπαμε ψυχή για μέρες. «Κι αν σπάσουμε κανένα πόδι;», ρώτησα. «Α, θα έχουμε ασθενοφόρο μαζί μας», απάντησε ο Έβερτ, για να συμπληρώσει «... δηλαδή ένα γαϊδουράκι, αν πάθετε κανένα διάστρεμμα για κάποια κομμάτι ίσως μπορέσει να σας κουβαλήσει αυτό». Α, ωραία... Κι αν πάθουμε καμιά σκωλικοειδήτιδα; «Α, δεν πιάνουν τα τηλέφωνα εκεί πάνω...δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, αλλά δε συμβαίνουν αυτά». Αχά...
Το άλλο μικρό σοκ ήταν το πόσο επαγγελματικά προετοιμασμένοι ήταν ο Κυριάκος με τον Παναγιώτη: είχαν δικούς τους υπνόσακους, ειδικά παντελόνια για trekking, γκέτες για τα παπούτσια, εξειδικευμένα αδιάβροχα όλων των ειδών, ορειβατικές μπότες, face over για το χιόνι, περιπατητικά μπαστούνια, ειδικά γάντια, backpacks με ενσωματωμένα δοχεία νερού για να πίνουν κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας κι ένα σωρό γκατζετάκια που εγώ που ακόμη δεν ξέρω πώς χρησιμοποιούνται τα touchphones (παρά την ιώβεια υπομονή του @Krekouzas να μου εξηγεί, πάντα αποφαίνομαι πως είναι «άχρηστα» και τα έχουν σχεδιάσει «ηλίθιοι για ηλίθιους»). Να πω την αλήθεια, λίγο υπερβολικά μου φάνηκαν όλα αυτά, εντάξει μπορεί στα παιδιά να αρέσουν οι μάρκες και να το παράκαναν λίγο με τον εξοπλισμό. Ντάξει μωρέ κι εγώ με τα Adidas μου, τα 1-2 ινδιάνικα παντελόνια και το ένα και μοναδικό μου φλις θα τα βγάλω πέρα, κλάιν να’ ούμε. Ο Κρεκούζας βέβαια τη μυρίστηκε τη δουλειά και μου το πέταξε «ρε συ, πού πάμε σα γύφτουλες εμείς με τα σορτσάκια και τα σπορτέξ;».
Τέλος πάντων, αφού αποχαιρετίσαμε τον Έβερτ και την κυριούλα (που δέχτηκε να την πληρώσουμε το ποσό που απέμενε πριν από το δεύτερο τρεκ κι όχι άμεσα), πήγαμε για ψώνια για να πάρουμε κάποια απαραίτητα για το τρεκ. Το καλό με το Κούσκο είναι ότι ακριβώς επειδή έχει άπειρες δυνατότητες για τρεκ, διαθέτει και μαγαζιά που σχεδόν σε οποιαδήποτε ώρα πωλούν ό,τι χρειάζεται κανείς για ένα τρεκ. Αγοράσαμε λοιπόν liposan για τα χείλη, σακούλες, μπισκότα, κάτι ponchos των δέκα ευρώ, ενώ στο ξώφαλτσο πήρα (στις δέκα το βράδυ παρακαλώ) κι ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας για 42€.
Ο Παναγιώτης κι ο Κυριάκος αποσύρθηκαν, ενώ εγώ με τον Κώστα πήγαμε για βόλτα: και πιο ξεκούραστοι ήμασταν και πιο συνηθισμένοι στο υψόμετρο, ενώ σε σχέση με τα άλλα δυο παιδιά έχουμε σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό απ’ ό,τι για τη φύση. Είπα να πάω τον Κώστα στο αγαπημένο μου κομμάτι, τη γειτονιά του San Blas, εκεί όπου πριν χρόνια έγραφα την πτυχιακή μου για τις Χώρες των Άνδεων, σε κάτι χαμόσπιτα, κάποια εκ των οποίων έχουν γίνει μικροσκοπικά γκουρμέ εστιατόρια κι εναλλακτικά καφέ. Κάτσαμε σε ένα από αυτά κοιτώντας τη θέα της πόλης από ένα μικρό παράθυρο με τα αναμμένα φώτα να πέφτουν στις πλαγιές και να σχηματίζουν το θέαμα από άπειρες μικρές εστίες φωτιάς, που θύμισε την αφήγηση ενός εκ των conquistadores που εξηγούσε τον τρόμο που τους προκαλούσε παραμονή της μάχης η θέα άπειρων εστιών του στρατού των Ίνκας να τρεμοσβήνουν απειλητικά. Η επιστροφή από το San Blas προς το κέντρο του Κούσκο ήταν απλά μαγική, με τα στενάκια με τη φοβερή πλίνθινη τεχνική των Ίνκας να φαντάζουν σαν από παραμύθι, με τις γιαγιάκες να τα κατεβαίνουν με τα μπαστούνια τους, όπως κάνουν εδώ και αιώνες. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κοιμηθήκαμε μόνο τέσσερις ώρες το βράδυ, ενώ την προηγούμενη είχαμε κοιμηθεί... μηδέν, λόγω της αλλαγής αεροπλάνων σε βάναυση ώρα στη Λίμα. Θα τα καταφέρναμε αύριο στο τρεκ;
Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο και περίχωρα
Το αεροδρόμιο της Καχαμάρκα έδειχνε πολύ μικρό για τις ανάγκες της. Ίσως βέβαια να έφταιγε ότι –για άλλη μια φορά- οι δύο ανταγωνίστριες εταιρείες για το εσωτερικό δίκτυο είχαν αναχώρηση για τον ίδιο προορισμό ακριβώς την ίδια ώρα (σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά την ίδια ώρα, σε άλλες... είχαν πέντε λεπτά διαφορά) το οποίο δημιουργούσε ένα μάλλον κωμικό θέαμα στους πίνακες των αεροδρομίων του Περού, αφού αν υπήρχε πτήση της LATAM για Λίμα στις 9, σίγουρα θα υπήρχε και μια της LC, στις 10.30 και οι δυο εταιρείες πετούσαν ταυτόχρονα για Αρεκίπα κλπ. Και όχι, δεν επρόκειτο για code sharing, μιλάμε για διαφορετικές πτήσεις που έκαναν επιβίβαση ταυτόχρονα σε διπλανά αεροπλάνα από διπλανές πύλες εξόδου. Δε νομίζω να αλληλοσυμπαθιούνται και πολύ, αλλά εμάς ποσώς μας ενδιέφερε. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να κοιμηθούμε έστω και λίγο στην πτήση προς Λίμα κι από κει να προλάβουμε την ανταπόκριση για το λατρεμένο Κούσκο. Ούτε κοιμηθήκαμε, αλλά ούτε και είχε νόημα που τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε την ανταπόκριση στο παρανοϊκά πανάκριβο αεροδρόμιο της Λίμα, αφού τελικώς υπήρχε μιάμιση ώρα καθυστέρηση.
Προσγειωθήκαμε στο Κούσκο στις 1 το μεσημέρι και το αεροδρόμιο μου φάνηκε ίδιο κι απαράλλαχτο παρότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που το τίμησα. Είπαμε, στη Λίμα πηγαίνω αρκετά συχνά, αλλά το λατρεμένο Κούσκο δεν το τιμώ τόσο συχνά. Κατά το lonely planet το ταξί από το αεροδρόμιο στην πόλη πρέπει να κοστίζει 20-25 soles, αλλά εμείς φύγαμε με τα μισά: ειλικρινά απορώ με τους συγγραφείς των LP εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν όπου υπάρχουν τιμές που είναι αντικείμενο έστω στοιχειώδους διαπραγμάτευσης ή προτείνουν διαστημικές τιμές ή την ανώτερη αποδεκτή.
Για το Κούσκο ο Κρεκουζάκος είχε κάνει κράτηση σε σχετικά καλό ξενοδοχείο, μόλις τρία τετράγωνα από το Qoricancha, τον πάλαι ποτέ πλουσιότερο ναό στην αυτοκρατορία των Ίνκας που όπως φαίνεται κι από το όνομά του («Χρυσή Αυλή») κάποτε ήταν κυριολεκτικά καλυμμένος από χρυσάφι και ασήμι, ενώ στους κήπους του υπήρχε πληθώρα χρυσών αγαλμάτων από λάμα, βρέφη, φυτά και δέντρα σε πραγματικό μέγεθος, τα οποία οι Ισπανοί μετέτρεψαν σε ράβδους χρυσού που πήραν μαζί τους στην Ισπανία. Τα 30 ευρώ/άτομο/ημέρα πραγματικά φάνηκαν εξαιρετικό value for money ακόμη και σε μένα, το Σόιμπλε του ταξιδιού, χώρια ότι οι άνθρωποι μας έκαναν και αναβάθμιση σε σουίτα με τζακούζι. Όχι ότι είχα τίποτε ονειρώξεις να πλύνω την πλάτη του Κρεκούζα περικυκλωμένος από σαπουνάδες και μπουρμπουλήθρες, αλλά να’ ναι καλά οι –και πάλι- ευγενέστατοι Περουβιανοί: με έναν τσακώθηκα σε όλο το ταξίδι κι ακόμη τύψεις το έχω.
Αφού απέδωσα τα εύσημα στον Κρεκούζα για το κατάλυμα, ξεχυθήκαμε σαν εμετοί στους δρόμους του Κούσκο για να βρούμε το ποθητό: φακό για την κάμερα του Κρεκουζάκου, μπας κι επιστρέψει το χαμόγελο στα λαμιώτικα χείλη του. Αρχικά μας είπαν ότι για επιδιόρθωση το ιδανικό θα ήταν να πάμε στο εμπορικό κέντρο Carmen, μετά κατευθυνθήκαμε στο Curacao, καταλήξαμε σε άλλα καταστήματα όπου πάλι κανείς δεν μπορούσε να επιδιορθώσει το φακό ή να βρει κάποιο ανταλλακτικό και πάνω που απογοητευμένοι ήμασταν έτοιμοι να αγοράσουμε άλλη φωτογραφική μηχανή ο Κώστας εντόπισε ένα υπόγειο επισκευαστήριο όπου ένας περίεργος τυπάς αγόρασε το σπασμένο φακό του Κρεκούζα και του έδινε έναν καινούριο για 100€. Κλεμμένος ήταν; Ποιος ξέρει, ο Κρεκούζας πάντως είχε δει ότι στο amazon φακός για κάτω από 250€ δεν έπαιζε πουθενά, διαπραγματευτήκαμε και λίγο και τον πήραμε με 82€, τα οποία και πλήρωσα με μεγάλη χαρά. Η χαρά του Κώστα δεν περιγράφεται, σαν παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο έκανε, μην πιστεύοντας ότι θα είχε ξανά τη μηχανή του για τα δυο πολυήμερα τρεκ που μας περίμεναν.
Η πολλή χαρά φέρνει όρεξη και περιδρομιάσαμε σε ένα παρακμιακό εμπορικό κέντρο κάτι τυρόπιτες, λουκανικόπιτες και άλλες σαβουρίτσες και – με τις φωτογραφικές μας μηχανές ανά χείρας- ξεχυθήκαμε στο μαγικό Κούσκο, που και οι δυο μας είχαμε ξαναεπισκεφθεί, εγώ πολλάκις, έχοντας ξεχάσει αυτό που πραγματικά είναι: μια από τις ομορφότερες πόλεις στον κόσμο. Σε σχέση με την προηγούμενη κοινή μας επίσκεψη έχει περισσότερο τουρισμό, όταν μάλιστα εγώ το πρωτογνώρισα πριν από περίπου είκοσι χρόνια (δεν είμαι τόσο γεροντάρα, απλά ξεκίνησα να ταξιδεύω από μικρός και στα καλύτερα μάλιστα) έβλεπες ελάχιστους τουρίστες, αλλά ακόμη και τώρα ήταν λίγοι σε σχέση με τους χιλιάδες Περουβιανούς που κυκλοφορούσαν, ήταν άλλωστε Σάββατο. Η αρχιτεκτονική μίξη των κτιρίων της φοβερής αρχιτεκτονικής των Ίνκας και της αποικιακής των Ισπανών είναι χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας και της ιστορίας της πόλης. Είναι μια πρώην πρωτεύουσα αυτοκρατορίας που κατακτήθηκε ξαφνικά και βίαια, αλλά διατηρεί τον αυτόχθονο χαρακτήρα της, όπως ακριβώς τα κτίριά της εξακολουθούν να διατηρούν τις βάσεις των τέλεια λαξευμένων λίθων των Ίνκας, που αποδείχθηκαν υπερβολικά συμπαγείς και για την καταστροφική μανία των conquistadores όσο και για ον Εγκέλαδο (τα κτίρια των Ίνκας ήταν πολύ πιο αντισεισμικά από αυτά που έφτιαχναν οι Ισπανοί επί αιώνες). Δεν πρόκειται να κάνω διατριβή για τη μαγεία του Κούσκο γιατί χρειάζομαι μια ιστορία μόνο για την πάρτη του, αλλά όποιος έχει πάει κι έχει ανοιχτά μάτια συναισθανεται σε τι είδους πόλη βρίσκεται: μια πόλη μαγική, χαμένη στους αιώνες, τους θρύλους, τη δόξα και τη μελαγχολία για τις χαμένες πατρίδες.
Έπρεπε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο διότι θα είχαμε briefing από το πρακτορείο που είχα κλείσει για να τα treks. Καλά θα μου πείτε, θες και πρακτορείο για να πας σε τρεκ εσύ; Ναι, γιατί δε μιλάμε για απλά τρεκ, τύπου Camino Inca (που πλέον και γι’ αυτό πρέπει να πας οργανωμένα), αλλά για δυο μάλλον εξεζητημένα τρεκ που ήθελα να κάνουμε:
- Το πρώτο θα είχε ως στόχο να ξεκινήσει από την ευρύτερη περιοχή της Vilcabamba (την περιοχή που επέλεξε να αποσυρθεί ο Manco Inca μετά την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των προγόνων του από τον Πισάρο, ουσιαστικά φτιάχνοντας ένα νέο βασίλειο σε περιοχές απόκρημνες και μυστηριώδεις για πολλά χρόνια) και να καταλήξουμε στο Μάτσου Πίτσου περνώντας από περιοχές ακατοίκητες και παρθένες.
- Το δεύτερο θα ήταν ένα τρεκ στο Choquequirao, μια άλλη χαμένη πόλη, εκεί όπου αποσύρθηκαν κι οι τελευταίοι οπαδοί του Manco Inca όταν κι αυτός δολοφονήθηκε πισώπλατα από τους Ισπανούς εξόριστους του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε Πισαρίστας και Αλμαγρίστας (δηλαδή τους οπαδούς του Πισάρο και του Αλμάγρο), παρότι τους είχε προσφέρει απλόχερα πολιτικό άσυλο, κι όπου –εντελώς αποκομμένοι από τον έξω κόσμο- συνέχισαν να ζουν ελεύθεροι, ακολουθώντας τα έθιμά τους και λατρεύοντας τις θεότητές τους για σχεδόν τριάντα χρόνια
Επειδή ακριβώς τα τρεκ ήταν ακριβά, έπρεπε να βρεθεί και παρέα. Στο travelstories δε βρέθηκε κανείς (φτου σας!), οπότε κατέφυγα σε ένα γνωστό που σε ανύποπτο χρόνο μου είχε πει στην Κούβα ότι αν πραγματοποιούσα κάποιο τρεκ, θα ερχόταν με μεγάλη χαρά κι ότι κι ο ίδιος, παρά την ενασχόλησή του με τη διοίκηση γνωστής αλυσίδας εστιατορίων που ανήκει σε γνωστό Έλληνα τηλεσέφ και συγγενή του, θα έβρισκε το χρόνο να ακολουθήσει και ίσως έβρισκε και κάποιον φίλο του. Παρότι είχαν περάσει μήνες απο τη γνωριμία μας, ο Παναγιώτης όχι μόνο βρήκε το χρόνο και τη διάθεση, αλλά με ειδοποίησε ότι θα ερχόταν κι ένας φίλος του ο Κυριάκος, ένας dedicated trekker, το οποίο ήταν ιδανικό, αφού η διεύρυνση της παρέας θα συνοδευόταν κι από μείωση της κατά κεφαλήν τιμής για τα tailor made treks.
Στο briefing λοιπόν στο ξενοδοχείο θα γνωρίζαμε όχι μόνο τον ξεναγό που θα μας ανεχόταν τουλάχιστον για το πρώτο τρεκ, αλλά θα ξαναέβλεπα τον Παναγιώτη και θα γνώριζα και τον Κυριάκο. Οι δυο τους μάλιστα, λόγω έλλειψης χρόνου, θα ερχόντουσαν στο Περού αποκλειστικά και μόνο για τα τρεκ, ούτε καν στάση στη Λίμα δε θα έκαναν, το οποίο με έκανε ακόμη πιο υπεύθυνο για το όλο εγχείρημα: κι αν τα τρεκ αποδεικνύονταν μούφα; Αν έβρεχε ασταμάτητα; Αν αρρωσταίναμε, αν σπάγαμε κανένα πόδι εκεί ψηλά στη μέση του πουθενά; Αν πεθαίναμε από το κρύο, αν το πρακτορείο ήταν της πλάκας, αν η διαδρομή παραήταν δύσκολη στα 4000+ υψόμετρο που θα πηγαίναμε, αν μας πλάκωνε το χιόνι, αν η παρέα δεν έδενε, αν ήταν μια πατάτα και μισή; Μήπως παραήταν πολλά δυο τρεκ το ένα πίσω από το άλλο και για τις αντοχές μας αλλά και από πλευράς μονοτονίας; Τον Κώστα δεν τον φοβόμουν γιατί παρότι βρισκόμαστε πολύ σπάνια (στη Γερμανία ζει ο άνθρωπος, εδώ και χρόνια) είναι από αυτούς τους ανθρώπους που αναβλύζουν θετική ενέργεια: μονίμως χαμογελαστός, πάντα σε καλή διάθεση, αποκλείεται να μη βρει το θετικό σε κάθε αναποδιά... αρκεί να μην του πειράξετε τα γκατζετάκια του! Για τους άλλους δύο όμως μια ανησυχία την είχα, γούστο θα είχε να τους πάρω στο λαιμό μου και δεν πλήρωσαν και λίγα οι άνθρωποι για να έρθουν μέχρι εδώ. Ε, όλες αυτές οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί θα ξεκινούσαν να απαντιούνται στο briefing.
Στον καναπέ του ξενοδοχείου μας περίμενε η εκπρόσωπος του πρακτορείου Dos Manos και ο ξεναγός μας, ένας κοντούλης νεαρότατος ινδιανόφατσας ονόματι... ‘Εβερτ! Δεν μπορούσα να μην πετάξω την εξυπνάδα μου και τον ρώτησα αν έχει κανένα πίθηκο που τον λένε Αζάνκα και αν φωνάζει συχνά-πυκνά «Καρδίτσα-Καρδίτσα» στα πλήθη, ενώ όταν με ρώτησε γιατί μιλάω άπταιστα Ισπανικά του εξήγησα ότι αποτελώ πράκτορα του Φιντέλ και ότι το τρεκ ουσιαστικά είναι κάλυψη της νέας προσπάθειας των κουβανικών μυστικών υπηρεσιών για την εύρεση νέων εστιών δημιουργίας αντάρτικων στις Άνδεις, πιστός στη συνήθειά μου να κάνω τους άλλους να νιώθουν άβολα στην πρώτη μας γνωριμία κι ευτυχής να εισπράττω βλέμματα απορίας. Κάποιο είδος άμυνας θα είναι αυτό, θα το κοιτάξω στο μέλλον, όταν μεγαλώσω κι ωριμάσω, μου το υπόσχομαι.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε κι ο Παναγιώτης (που τρόμαξα να τον γνωρίσω, τόσο λίγο γνωριζόμασταν), που μας σύστησε και τον Κυριάκο. Ο Έβερτ ξεκίνησε την παρουσίαση του τρεκ κι ήταν αναλυτικότατος, τόσο που ενθουσιάστηκα. ΓΟΥΑΟΥ, τι περιπετειάρα είναι αυτή που έρχεται! Ταυτόχρονα για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα πόσο off the beaten track ήταν το εγχείρημα που θα κάναμε... Ειδικά το πρώτο τρεκ από τη Vilcabamba προς το Μάτσου Πίτσου γινόταν πολύ σπάνια και ο Έβερτ μας προειδοποίησε πως δε θα συναντούσαμε κανέναν. Όχι κανέναν τουρίστα ή κανέναν τρέκερ... αλλά πιθανότατα δε θα βλέπαμε ψυχή για μέρες. «Κι αν σπάσουμε κανένα πόδι;», ρώτησα. «Α, θα έχουμε ασθενοφόρο μαζί μας», απάντησε ο Έβερτ, για να συμπληρώσει «... δηλαδή ένα γαϊδουράκι, αν πάθετε κανένα διάστρεμμα για κάποια κομμάτι ίσως μπορέσει να σας κουβαλήσει αυτό». Α, ωραία... Κι αν πάθουμε καμιά σκωλικοειδήτιδα; «Α, δεν πιάνουν τα τηλέφωνα εκεί πάνω...δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, αλλά δε συμβαίνουν αυτά». Αχά...
Το άλλο μικρό σοκ ήταν το πόσο επαγγελματικά προετοιμασμένοι ήταν ο Κυριάκος με τον Παναγιώτη: είχαν δικούς τους υπνόσακους, ειδικά παντελόνια για trekking, γκέτες για τα παπούτσια, εξειδικευμένα αδιάβροχα όλων των ειδών, ορειβατικές μπότες, face over για το χιόνι, περιπατητικά μπαστούνια, ειδικά γάντια, backpacks με ενσωματωμένα δοχεία νερού για να πίνουν κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας κι ένα σωρό γκατζετάκια που εγώ που ακόμη δεν ξέρω πώς χρησιμοποιούνται τα touchphones (παρά την ιώβεια υπομονή του @Krekouzas να μου εξηγεί, πάντα αποφαίνομαι πως είναι «άχρηστα» και τα έχουν σχεδιάσει «ηλίθιοι για ηλίθιους»). Να πω την αλήθεια, λίγο υπερβολικά μου φάνηκαν όλα αυτά, εντάξει μπορεί στα παιδιά να αρέσουν οι μάρκες και να το παράκαναν λίγο με τον εξοπλισμό. Ντάξει μωρέ κι εγώ με τα Adidas μου, τα 1-2 ινδιάνικα παντελόνια και το ένα και μοναδικό μου φλις θα τα βγάλω πέρα, κλάιν να’ ούμε. Ο Κρεκούζας βέβαια τη μυρίστηκε τη δουλειά και μου το πέταξε «ρε συ, πού πάμε σα γύφτουλες εμείς με τα σορτσάκια και τα σπορτέξ;».
Τέλος πάντων, αφού αποχαιρετίσαμε τον Έβερτ και την κυριούλα (που δέχτηκε να την πληρώσουμε το ποσό που απέμενε πριν από το δεύτερο τρεκ κι όχι άμεσα), πήγαμε για ψώνια για να πάρουμε κάποια απαραίτητα για το τρεκ. Το καλό με το Κούσκο είναι ότι ακριβώς επειδή έχει άπειρες δυνατότητες για τρεκ, διαθέτει και μαγαζιά που σχεδόν σε οποιαδήποτε ώρα πωλούν ό,τι χρειάζεται κανείς για ένα τρεκ. Αγοράσαμε λοιπόν liposan για τα χείλη, σακούλες, μπισκότα, κάτι ponchos των δέκα ευρώ, ενώ στο ξώφαλτσο πήρα (στις δέκα το βράδυ παρακαλώ) κι ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας για 42€.
Ο Παναγιώτης κι ο Κυριάκος αποσύρθηκαν, ενώ εγώ με τον Κώστα πήγαμε για βόλτα: και πιο ξεκούραστοι ήμασταν και πιο συνηθισμένοι στο υψόμετρο, ενώ σε σχέση με τα άλλα δυο παιδιά έχουμε σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό απ’ ό,τι για τη φύση. Είπα να πάω τον Κώστα στο αγαπημένο μου κομμάτι, τη γειτονιά του San Blas, εκεί όπου πριν χρόνια έγραφα την πτυχιακή μου για τις Χώρες των Άνδεων, σε κάτι χαμόσπιτα, κάποια εκ των οποίων έχουν γίνει μικροσκοπικά γκουρμέ εστιατόρια κι εναλλακτικά καφέ. Κάτσαμε σε ένα από αυτά κοιτώντας τη θέα της πόλης από ένα μικρό παράθυρο με τα αναμμένα φώτα να πέφτουν στις πλαγιές και να σχηματίζουν το θέαμα από άπειρες μικρές εστίες φωτιάς, που θύμισε την αφήγηση ενός εκ των conquistadores που εξηγούσε τον τρόμο που τους προκαλούσε παραμονή της μάχης η θέα άπειρων εστιών του στρατού των Ίνκας να τρεμοσβήνουν απειλητικά. Η επιστροφή από το San Blas προς το κέντρο του Κούσκο ήταν απλά μαγική, με τα στενάκια με τη φοβερή πλίνθινη τεχνική των Ίνκας να φαντάζουν σαν από παραμύθι, με τις γιαγιάκες να τα κατεβαίνουν με τα μπαστούνια τους, όπως κάνουν εδώ και αιώνες. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κοιμηθήκαμε μόνο τέσσερις ώρες το βράδυ, ενώ την προηγούμενη είχαμε κοιμηθεί... μηδέν, λόγω της αλλαγής αεροπλάνων σε βάναυση ώρα στη Λίμα. Θα τα καταφέρναμε αύριο στο τρεκ;