Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός
- Προσδοκίες
- Βόρειο Περού
- Photos Βόρειο Περού
- Βόρειο Περού II
- Photos Βόρειο Περού II
- Βόρειο Περού III
- Photos Βόρειο Περού III
- Βόρειο Περού IV
- Photos Βόρειο Περού IV
- Cuelap
- Photos Cuelap
- Βόρειο Περού V
- Photos Βόρειο Περού V
- Βόρειο Περού VI
- Photos Β.Περου by Krekouzas
- Αξιολόγηση 1ου μέρους – Βόρειο Περού
- Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο κ περίχωρα
- Photos Cuzco
- Trek Περού
- Photos Trek Περού
- Trek Περού II
- Photos Trek Περού II
- Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Photos Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Τρέκ Περού ΙV
- Photos Τρέκ Περού ΙV
- Τρέκ Περού V
- Photos Τρέκ Περού V
- Μάτσου Πίτσου
- Photos Μάτσου Πίτσου
- Cuzco II
- Photos Cuzco II
- Choquequirao Τρεκ
- Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Rainbow Mountain
- Photos Rainbow Mountain
- Αξιολόγηση 2ου μέρους
- Top 5 by krekouzas
- The White Rock
- Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Photos Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Διαδρομή προς Iskanwaya
- Photos Διαδρομή προς Iskanwaya
- Iskanwaya
- Photos Iskanwaya
- Salar De Uyuni
- Photos Salar De Uyuni
- Laguna Colorada
- Photos Laguna Colorada
- Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Photos Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Διαδρομή Προς Tupiza
- Photos Διαδρομή προς Tupiza
- Potosi-Sucre
- Photos Potosi-Sucre
- Santa Cruz
- Photos Santa Cruz
- Top 5 Bolivia by Krekouzas
- Samaipata - Vallegrande
- Photos Samaipata - Vallegrande
- Βολιβιανά ΑΤΜs
- Misiones
- Photos Misiones
- Santa Cruz la Vieja
- Photos Santa Cruz la Vieja
- Torata
- Photos Torata
- Αξιολόγηση Βολιβία
- Κεντρικές Άνδεις
- Photos Κεντρικές Άνδεις
- Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Photos Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Vilcashuaman
- Photos Vilcashuaman
- Quinua-Lima
- Photos Quinua-Lima
- Αξιολόγηση 4ου μέρους
- Ushuaia
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική
- Photos Ανταρκτική
- Ανταρκτική ΙΙ
- Photos Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική ΙIΙ
- Photos Ανταρκτική ΙIΙ
- Ανταρκτική ΙV
- Photos Ανταρκτική ΙV
- Ανταρκτική V
- Photos Ανταρκτική V
- Ανταρκτική VI
- Photos Ανταρκτική VI
- Back to Ushuaia
- Last Day Ushuaia
- Αξιολόγηση Ανταρκτική
- Σαντιάγκο
- Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Photos Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Σαν Πεδρο Ατακάμα II
- Σαν Πεδρο Ατακάμα III
- Σαν Πεδρο Ατακάμα IV
- Επιστροφή στο Σαντιάγκο
- Perito Moreno
- Photos Perito Moreno
- Torres del Paine
- Photos Torres del Paine
- Latam
- Παταγονία
- Photos Παταγονία
- Παταγονία ΙΙ
- Παταγονία ΙΙI
- Παταγονία ΙV
- Photos Παταγονία ΙV
- Οινογνωσία
- Βίνια Ντελ Μαρ - Βαλπαραϊσο
- Αξιολόγηση Χιλής
- Βαθμολογία - Αποτίμηση
- Τοπ 15 Εικόνων
Το πρωινό μας σερβιρίστηκε στη σκηνή κι ήταν πολύ περιποιημένο, με ζεστή σοκολάτα μάλιστα, καλύτερος τρόπος δεν υπάρχει για να ξεκινήσει μια μέρα. Οι σάκοι μας μπήκαν σε ένα πλαστικό προστατευτικό και τους φορτώθηκαν τα καημένα τα γαϊδουράκια, αν και μας είχαν προειδοποιήσει να μην έχουμε περισσότερα από οκτώ κιλά έκαστος, οπότε ελπίζω να μην ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο από το συνηθισμένο. Εμείς αυτό που θα έπρεπε να κουβαλάμε θα ήταν μόνο το σακίδιο που είχε ο καθένας ως daypack. Χαιρετίσαμε τη συπαθέστατη οικογένεια που μας φιλοξένησε και μας σύστησαν τους ντόπιους που θα μας συνόδευαν με τον Έβερτ: το Don Thomas, έναν ευσεβή και μονίμως χαμογελαστό κύριο γύρω στα 55-60, το William, που ήταν ο βοηθός του στα άλογα και τα γαϊδουράκια και το Grimaldo, το μάγειρα που σύντομα θα γινόταν σύνθημα στα χείλη μας. Πήραμε νερό από ένα τοπικό μπακάλικο και ξεκινήσαμε για τη Rusaspata.
Η διαδρομή ήταν εύκολη αλλά ονειρική, με τη φύση των υψιπέδων να αποκαλύπτει αυτό το έντονο πράσινο που κάνει φοβερή αντίθεση με το καταγάλανο του ουρανού. Ο Έβερτ, πάντα υπεύθυνος, περπατούσε πάντα με τον τελευταίο ώστε να βεβαιωθεί πως δεν έπαθε κανείς τίποτε, ενώ τα γαϊδουράκια και οι αφέντες τους έμειναν πίσω, αφού θα έπρεπε να πλυθούν τα του πρωινού, να μαζευτούν οι σκηνές και θα μας ξεπερνούσαν αργότερα. Εγώ πήγαινα μπροστά και λόγω ενθουσιασμού και λόγω μεγαλύτερου δρασκελισμού αλλά κι επειδή ήθελα να πάρω φωτογραφίες, κάνοντας ουσιαστικά σεφτέ στην –επιτέλους-αξιοπρεπέστατη φωτογραφική μηχανή που έπεισα τον εαυτό μου να αγοράσει.
Μετά από λίγο περπάτημα αντίκρυσα πρώτος τη θέα της Rosaspata, γνωστής και ως Vitcos, της τελευταίας πρωτεύουσας των Ίνκας. Τι θέαμα! Μια μικρή πόλη, ή τέλος πάντων όσα κτίριά της έχουν απομείνει σε ένα ύψωμα που έχει καθαριστεί από τη βλάστηση, να επιβλέπει τις γύρω κοιλάδες από το λοφίσκο πάνω στον οποίο ξεπροβάλλει μυστηριώδης... Δεν κρατιόμουν! Ξαπόστασα πάντως λίγο για να περιμένω τους υπόλοιπους και να μπούμε μαζί. Πριν την είσοδο υπήρχε ένα ξέφωτο όπου κατά το Inti Raymi (τη μεγάλη γιορτή των Ίνκας που εορτάζεται μέχρι σήμερα κάθε χρόνο, ειδικά στο μεγαλιθικό οχυρό του Sacsayhuaman στα περίχωρα του Cuzco) μαζεύονται οι ντόπιοι και με παραδοσιακές στολές από την εποχή της αυτοκρατορίας του Tawantisuyo κάνουν τις τελετές τους, άλλωστε ο αριθμός των νεαρών Περουβιανών που έχουν επιλέξει να επιστρέψουν στις δοξασίες των προγόνων τους συνεχώς αυξάνεται, σε ένα εντυπωσιακό comeback των θρησκειών των Άνδεων. Περιμέναμε τον Έβερτ για να μας δώσει τις απαραίτητες επεξηγήσεις, τις οποίες δυστυχώς βρήκα λίγο γενικόλογες. Ίσως να είχα και πολλές απαιτήσεις από έναν οδηγό τρεκ, ούτε ξεναγός είναι το παιδί, ούτε ιστορικός, ούτε αρχαιολόγος. Δεν έχω όμως κανένα πρόβλημα νας δώσω τις επεξηγήσεις εγώ, οπότε θα με υποφέρετε για λίγες παραγράφους:
Αν θυμάστε είπαμε πως μετά το δράμα της Καχαμάρκα ο Πισάρο κατέλαβε το Κούσκο μάλλον εύκολα, με τον ατυχή Atahualpa να δολοφονείται από τους Ισπανούς (δια του απαγχονισμού κι όχι της πυράς, αφού είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό), παρότι είχε φροντίσει να συγκεντρώσει για τους δυνάστες του ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσό κι άλλα δύο γεμάτα με ασήμι. Ο Πισάρο έσπευσε να ορίσει ως νέο αυτοκράτορα/μαριονέτα/Φιλιππινέζα τον Tupac Huallpa, ο οποίος όμως πέθανε σύντομα κι έτσι ο Πισάρο επέλεξε ένα νέο μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας για να του κάνει τη μαριονέτα, το νεαρότατο – ούτε 19 χρονών - Manco Inca, που στέφθηκε με όλες τις τιμές από τους ιερείς των Ίνκας, αφού ήταν και ο νόμιμος διάδοχος. Ο Πισάρο του υποσχέθηκε πως θα είχε λόγο στα της αυτοκρατορίας και πως η βασιλική του καταγωγή και οι τίτλοι του θα γίνονταν σεβαστά, αλλά πριν προλάβει να του ξεκαθαρίσει πώς θα γινόταν αυτό, πήγε να καταδιώξει τον τελευταίο στρατηγό του Atahualpa που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη Jauja κι απειλούσε με γενική εξέγερση, τον Quizqiz. Ωστόσο, με την αποχώρηση του Πισάρο από το Κούσκο, τα αδέλφια του, ο Gonzalo και ο Juan, ξεκίνησαν να ταπεινώνουν και να κακοποιούν τον Manco Inca, φτάνοντας στο σημείο να βιάζουν μπροστά του τη σύντροφό του και να τον ουρούν στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να προσπαθήσει να αποδράσει. Δυστυχώς συνελήφθη, αλλά εκμεταλλευόμενος την απληστία των Ισπανών κατάφερε να αποδράσει πάλι, όταν τους έπεισε ότι θα τους οδηγούσε σε ένα κρυμμένο θησαυρό.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, συγκέντρωσε ένα στρατό 200.000 Ίνκας και προσπάθησε να επανακατακτήσει την πρωτεύουσα των προγόνων του, στο έπος που έμεινε γνωστό ως «η πολιορκία του Κούσκο» με εκατέρωθεν μάχες, περιστατικά αυτοθυσίας και ανδρείας, σε μια από τις πιο ξεχασμένες ιστορίες της ταλαιπωρημένης μας ηπείρου. Η πολιορκία κράτησε δέκα μήνες και παρότι έφτασε δυο φορές κοντά στο σκοπό του, εν τέλει ο Manco Inca αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο οχυρό του Ollantaytambo, όπου απέκρουσε διαδοχικές επιθέσεις των Ισπανών, συμπεριλαμβάνοντας και μια σαρωτική νίκη με τη βοήθεια της εκτροπής του ποταμού, που λέγαμε πιο πριν.
Κάπου εκεί ξεκίνησε ένας εμφύλιος μεταξύ των Ισπανών, βασικά μεταξύ των οικογενιών Πισάρο και Αλμάγρο, κι ο Manco Inca την εκμεταλλεύτηκε προκειμένου να κάνει κάτι που μήνες πριν φαινόταν ακατόρθωτο: να ιδρύσει ένα νέο κράτος Ίνκα, να φτιάξει μια νέα πρωτεύουσα και να προσπαθήσει με τον καιρό να χρησιμοποιήσει τη νέα βάση του ως κέντρο διάσωσης του πολιτισμού των Ίνκας, με την ελπίδα στο μέλλον να επανακαταλάβει για λογαρισμό των αυτόχθονων την αυτοκρατορία. Ε, αυτή η νέα πρωτεύουσα ήταν το Vitcos, γνωστό και ως Rusaspata ή Vilcabamba. Φυσικά επιλέχθηκε ένα από τα πιο απομακρυσμένα κομμάτια στην ήπειρο, δύσβατο και με ήδη υπάρχοντα κτίρια από τον μέγα Pachacuti, ενή η έκτασή του είναι τέτοια που χρειάζεται κανείς πολυήμερο τρεκ για να πάει από τον έναν πυρήνα του (Espiritu Pampa, που επίσης ονομάζεται Vilcabamba) στον άλλο, όπου βρίσκεται το Vitcos, που επέλεξα να επισκεφθούμε εμείς.
Γιατί προτίμησα το Vitcos; Γιατί απ’ό,τι φαίνεται, εκεί εν τέλει δολοφονήθηκε ο Manco Inca, πισώπλατα από Ισπανούς εξόριστους (ηττημένους του εμφυλίου Almagro vs Pizarro, παρότι είχαν δολοφονήσει το γηραιότερο Πισάρο, έχασαν τον πόλεμο από τα αδέλφια του), σε ηλικία μόλις 28 ετών, μετά από 11 χρόνια θητείας ως βασιλιάς των Ίνκας, έστω και στην εξορία. Επιπλέον, εκτός από τα διασωθέντα κτίρια, που είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εκείνα του Espiritu Pampa, διαθέτει και κάποια μυστηριώδη τελετουργικά σημεία, μεταξύ των οποίων το βωμό του Yurac Rumi, απ’ ό,τι φαίνεται το τελευταίο σημείο όπου οι Ίνκας έκαναν τις τελετουργίες τους παρουσία του βασιλιά τους. Αν σας κάνει να νιώθετε καλύτερα, να σας πω ότι οι δολοφόνοι του Manco Inca συνελήφησαν και λιντσαρίστηκαν από τους υπηκόους του κάπου εκεί κοντά.
Αυτό λοιπόν ήταν το Vitcos κι επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια ταξιδιωτικών και ιστορικών ονειρώξεων, ήταν μπροστά μου... Περάσαμε μια καλύβα όπου μάθαμε ότι κατοικούταν μέχρι το 1980 (!) και σπεύσαμε προς την είσοδο, όπου δεν μπορούσα να κρύψω τη συγκίνησή μου. Μέχρι και το καλάθι που εκτελούσε χρέη αυτοσχέδιου σκουπιδοτενεκέ για τις λίγες δεκάδες επισκεπτών ετησιώς μου φάνηκε γλυκύτατο. Η σειρά από τραπεζοειδείς εισόδους φαινόταν τόσο τέλεια παραταγμένη κάτω από τις αχτίδες του ηλίου που άρχισε να ξεπροβαλλει πίσω από τις Άνδεις που υπέκυψα στην ακατάσχετη επιθυμία μου να διασχίσω τρέχοντας το γκαζόν που μας χώριζε, κοντεύοντας να παραπατήσω σε ένα μπουκάλι Black Label που είχε αφήσει κάποιος ηλίθιος, μη σεβόμενος την ιερότητα του χώρου. Ανέβηκα στο ανώτερο επίπεδο κι έβγαλα φωτογραφίες της κεντρικής πλατείας από κάτω απολαμβάνοντας την ησυχία του τοπίου και την πανοραμική θέα. Δεν ήθελα να φύγω με τίποτε, αλλά ο Έβερτ επέμενε πως η Nusta Ispana, ο επόμενος αρχαιολογικός χώρος στο τρεκ μας ήταν μόλις είκοσι λεπτά μακριά και πείστηκα, αν και δε σταμάτησα να ρίχνω ματιές προς τα πίσω απομακρυνόμενος. Η παρηγοριά μου ήταν πως επειδή ήταν στην αρχή του τρεκ, η πρόσβαση στο Vitcos είναι σχετικά εύκολη, οπότε ίσως το ξαναεπισκεφθώ μια μέρα.
Το μονοπάτι για τη Nusta Ispana ήταν πανέμορφο, κανείς άνθρωπος στον ορίζοντα, τα πουλάκια τιτίβιζαν, ο καιρός άψογος και στο βάθος ξεπρόβαλλαν οι πλαγιές των Άνδεων κομμένες σε κλιμακωτά επίπεδα, αναμφισβήτητη απόδειξη της παρουσίας των Ίνκας. Πλησιάζοντας, πετύχαμε και δυο ντόπιους που έκοβαν μπαμπού και κλαδιά δέντρων με τις ματσέτες τους με σκοπό όπως μας είπαν να κατασκευάσουν ένα παγκάκι από φυσικά υλικά για τους επίδοξους επισκέπτες. Κατά τα άλλα, δεν υπήρχαν –όπως και στο Vitcos- ούτε φύλακας, ούτε χώρος είσπραξης εισιτηρίου και φυσικά κανείς άλλος επισκέπτης.
Όπως λέγαμε, αυτό που ξεχωρίζει στη Nusta Ispana είναι ο Λευκός Βράχος (Yumac Rumi), ο τελευταίος βωμός λατρείας της βασιλικής οικογένειας των Ίνκας και ο χώρος απ΄ όπου αντλούσαν τη θεία δύναμη για τα ... σαράντα χρόνια (!) αντίστασης απέναντι στους Ισπανούς, αφού παρά τη δολοφονία του Manco Inca, το Vitcos συνέχισε να αποτελεί την απομονωμένη, παράνομη και αυθεντική πια πρωτεύουσα των Ίνκας, χάρη στους απόγονούς του, που απέκρουαν τη μία επίθεση μετά την άλλη. Δυστυχώς για άλλη μια φορά οι γνώσεις του Έβερτ αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, αν και η αλήθεια είναι ότι οι γνώσεις μας εδώ είναι πιο περιορισμένες. Ο εντυπωσιακός λαξευμένος βράχος έχει κατά πολλούς τη μορφή εγκύου γυναίκας, ενώ οι άψογα λαξευμένες 9 πέτρες που βρίσκονται δίπλα του μάλλον συμβολίζουν τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το προσεκτικά λαξευμένο κανάλι που καταλήγει στην ιερή πηγή πιθανότατα αποτελεί αναφορά στην Pachamama, τη Μητέρα Γη εκπρόσωπο της γονιμότητας.
Το τοπίο ήταν πανέμορφο, η θέα μιας τοπικής οικογένειας να κάνει πικνικ πάνω στα αρχαία (!) αν μη τι άλλο αυθεντική, αν και αναρωτήθηκα αν είχαν συναίσθηση του βάρους της ιστορίας του τόπου. Πιθανότατα όχι, αλλά εδώ δε σεβάστηκαν το χώρο οι «πεφωτισμένοι» Ισπανοί ιερείς Ortiz και Garcia που του έβαλαν φωτιά, παρότι είχαν κληθεί –μάλλον γενναιόδωρα- από τον Titu Cusi (γιο του Manco Inca) να διαδώσουν το Χριστιανισμό, καταλήγοντας στις γνωστές βαρβαρότητες των Χριστιανών στη Νότιο Αμερική. Έπρεπε να συνεχίσουμε όμως και επειδή δεχθήκαμε επίθεση από σατανικά σκαθάρια, αλλά και επειδή ο Έβερτ μας ειδοποίησε πως είχαμε άλλα 18 χιλιόμετρα πεζοπορία και μάλιστα σε τερέν που πλέον θα ήταν ανηφορικό. Απόρησα... σύμφωνα με το νιοστό γκατζετάκι του Κρεκούζα που μετρούσε τη διανυθείσα απόσταση, είχαμε κάνει ήδη σχεδόν 8 χιλιόμετρα. «Α, αυτά δε μετράνε, είναι αυτά που έπρεπε να είχαμε κάνει εχθές!», είπε όλο χαμόγελο ο Έβερτ. «Ουσιαστικά το τρεκ σας ξεκινάει τώρα!», είπε όλο χαρά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτή η εύκολη πεζοπορία ήταν το τρεκ... Έκανα οικτρό λάθος, οι επόμενες ώρες θα ήταν πολύ δύσκολες.
Αρχίσαμε να καρταπίνουμε χιλιόμετρα, το οποίο γινόταν ευκολότερο με τα μονοπάτια να είναι πραγματικά εκπληκτικά και τη φύση με τα άγρια άλογα να δημιουργούν πανέμορφες εικόνες, σύντομα όμως η κούραση άρχισε να μας καταβάλλει. Λογικό, η συνεχής ανάβαση σε κοτρώνες έγινε πανδύσκολη, σύντομα ξεπεράσαμε τα 4.000 σε υψόμετρο, έχοντας «κερδίσει» πάνω από ένα χιλιόμετρο σε υψόμετρο. Η φύση ξεπέρασε το υπέροχο κι έγινε ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ, αλλά εμείς τα είχαμε φτύσει, όσο κι αν η θέα ενός καταρράκτη μας έδωσε την αφορμή για ένα διάλειμμα. Και ξαφνικά... άνοιξαν οι ουρανοί κι έριξαν κοτρώνες. Τέτοιο χαλάζι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, συνοδευόμενο από βαριά βροχή και το περπάτημα έγινε μαρτύριο: το χαλάζι έμπαινε στα παπούτσια μου ενώ κατάφερε να μου προκαλέσει και μια αμυχή στο κεφάλι, τα αθλητικά μου παπούτσια έγιναν πολύ βαριά αφού είχαν γίνει μούσκεμα και ουσιαστικά περπατούσαμε σε ένα βάλτο από γκαζόν με λάσπη, το πουλόβερ μου έγινε τόσο υγρό που ήταν σα να το είχα πετάξει στη θάλασσα κι άρχισα να βήχω και να παίρνω αναπνοές που προκαλούσαν έναν ήχο σαν πρελούδιο βρογχίτιδας. Κανείς δε μιλούσε, συνεχίσαμε να περπατάμε σαν φαντάσματα, προσπαθώντας να προστατευτούμε με τα poncho μας των οκτώ ευρώ που είχαμε αγοράσει το προηγούμενο βράδυ, αυτό τουλάχιστον ίσχυε για τον Κρεκούζα και μένα, αφού ο Κυριάκος και ο Παναγιώτης είχαν μπότες, σοβαρά αδιάβροχα και εξοπλισμό που έκανε την εμπειρία τους λιγότερο μίζερη, έστω και οριακά. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν πάθω καμία πνευμονία. Κι αν δε σταματούσε η βροχή για επόμενο εικοσιτετράωρο; Πολιτισμό δε θα συναντούσαμε για τις επόμενες τέσσερις μέρες, στέγη δεν υπήρχε πουθενά, πού στο διάολο πάω με βερμουδίτσα και παπουτσάκι Adidas;
Στο βάθος ξεχώρισα τη σκηνή μας, ανακούφιση. Οι τρεις συνοδοί μας υπό καταρρακτώδη βροχή μας ξεπέρασαν με τα άλογα και ηρωικά την έστησαν προκειμένου να προφυλαχθούμε, ενόσω μας μαγείρευαν. Η διάθεση γύρω από το πτυσσόμενο τραπεζάκι δεν ήταν καθόλου καλή. Το χαλάζι συνέχιζε να δημιουργεί θόρυβο χτυπώντας ανελέητα τη στέγη της σκηνής και ο τόνος ήταν εντελώς απαισιόδοξος. Ο Κυριάκος ήταν σιωπηλός, μη θέλοντας να ξοδέψει ενέργεια άσκοπα, αλλά ψιθυρίζοντας πως ανησυχεί πιο πολύ για μένα και τον Κρεκούζα που δεν έχουμε καθόλου εξοπλισμό, αν και με χαρά θα μας δάνειζε ό,τι του ζητούσαμε. Ο Παναγιώτης μας είπε ότι ούτε στο Κιλιμάντζαρο δεν είχε νιώσει τέτοια κούραση. Κι ο Έβερτ, που τόσα είχαν δει τα μάτια του αλλά πάντα ήταν χαμογελαστός, τώρα ήταν πιο σοβαρός. Όταν τον ρώτησα αν μας βλέπει να τα καταφέρνουμε απάντησε «Εγώ νομίζω ότι μπορείτε... αλλά να ξέρετε ότι ακόμη είμαστε στην αρχή. Το δε τετραήμερο τρεκ στο Choquequirao που θέλετε να κάνετε μετά είναι πολύ πιο δύσκολο». Μάλισταααα... «Δε μου λες Έβερτ, έχεις κι άλλα καλά νέα να μας πεις;», τον ρώτησα πιστεύοντας ότι χειρότερα δε γίνεται. «Παιδιά, για σήμερα έχουμε άλλα δεκατρία χιλιόμετρα και μάλλον θα γίνουν σε αυτές τις συνθήκες». Είπα να μην του κάνω άλλη ερώτηση, αρκετά βαριά ήταν η ατμόσφαιρα. Σε μια σύντομη συζήτηση είπαμε να ξεκουραστούμε λίγο, να φάμε το φαγητό μας, να ελπίσουμε ότι τουλάχιστον θα κόψει κάπως το χαλάζι (δεν είχαμε κι ορατότητα εκτός όλων των άλλων) και να δώσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, προσπαθώντας να φτάσουμε στο καταφύγιό μας. Ας φάμε και βλέπουμε, ήταν η τελική φράση πριν το σερβίρισμα του φαγητού, αν και δεν την άκουσαν όλοι, λόγω των βροντών που έσκαγαν από πάνω μας, συνοδευόμενες από τεράστιες αστραπές.
Το φαγητό ήταν ένα μικρό βάλσαμο και με τη ζεστή σοκολάτα και το τσάι άρχισε κάπως να φτιάχνει η διάθεση. Δυστυχώς πρόσβαση στους σάκους μας δε θα είχαμε, με τόση βροχή να πέφτει, μέχρι να ξεσελώσουμε τα άλογα και να τους βγαλουμε, θα είχαν γίνει μούσκεμα. Ρώτησα τον έβερτ αν είχε καμία κάλτσα να μου δώσει γιατί οι δικές μου, που ήταν αντί για ορειβατικές... κάλτσες για μπάσκετ και μάλιστα τρύπιες (αδιόρθωτος!), πλέον ζύγιζαν μισό κιλό η καθεμιά. Το κόλπο που πρότεινε ο Έβερτ ήταν να φορέσω... σακούλες μέσα από τα παπούτσια. Αισθητικό δεν ήταν, τα πόδια μου γλιστρούσαν επικίνδυνα και από τότε και στο εξής οι τούμπες ήταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά τουλάχιστον τα πόδια μου θα διατηρούνταν στεγνά κι έτσι θα γλίτωνα τον πυρετό με λίγη τύχη.
Ξεκινήσαμε πάλι, με τη βροχή μειωμένη, αλλά την κούραση αμείωτη, παρότι θεωρούσα πως ήμασταν εγκλιματισμένοι. Δεν ήταν το υψόμετρο, ήταν η εξάντληση επειδή ΚΑΘΕ ΒΗΜΑ ήταν βαρύ. Λίγο αργότερα πάντως η βροχή σταμάτησε κι η διάθεσή μου έφτιαξε, ειδικά από την ώρα που άνοιξε η ατμόσφαιρα και αντίκρυσα τοπία ονειρικά... Τι βλέπουμε Θεέ μου: καταπράσινες πλαγιές, με ποτάμια να κάνουν ζιγκ-ζαγκ κάτω από βουνοκορφές καλυμμένες από την ομίχλη και στο βάθος χιόνι. Δε σταματούσαμε ούτε για μια ανάσα ενώ επιτέλους σε κάποιο σημείο είδαμε και κατηφόρα. Το ηθικό αναπτερώθηκε κι άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, ενώ είδα και τον Κρεκούζα να ανοίγει βήμα, χωρίς να παραλείπει να βγάζει φωτογραφίες με την κάμερα και το iphone του (τι; Νομίζατε ότι είχε μόνο ένα; Δεν τον ξέρετε τον Κρεκούζα...), δείγμα ότι το απολάμβανε. Ο Κυριάκος συνέχιζε με σταθερό ρυθμό, ακολουθώντας μακράν το καλύτερο σύστημα όλων (εγώ ή γκάζωνα ή πατούσα φρένο), αλλά ο Παναγιώτης είχε μείνει πίσω, κρατώντας και τον Έβερτ. Ξανάρχισε να βρέχει, αλλά πια ήταν πταίσμα μπροστά στο χαλάζι και τις βροντές που είχαμε υπομείνει νωρίτερα, ενώ από την ώρα που διέκρινα το χώρο όπου θα κατασκηνώναμε και είχα ορατό στόχο, αναθάρρησα, χώρια ότι το σημείο φαινόταν πανέμορφο, με έναν τεράστιο παγετώνα να προβάλλει από πίσω όποτε το επέτρεπαν τα σύννεφα και η ομίχλη. Μου φάνηκε ότι ήταν είκοσι λεπτά μακριά, αλλά τελικά μου πήρε περίπου εβδομήντα.
Είχαμε φτάσει πια στο σημείο που ο William κι ο don Thomas είχαν αρχίσει να στήνουν τη σκηνή, προκειμένου να μαγειρέψει ο Grimaldo. Ένιωσα πολύ περήφανος που τα είχαμε καταφέρει ως εκεί, αλλά και για το trek που είχα επιλέξει: πολύ αυθεντικό, όπως μας είπε ο ξεναγός μας αργότερα, ελάχιστοι το επιλέγουν κάθε χρόνο, αφού το Περού διαθέτει πολύ πιο διάσημα, όπως το Inca Trail, το Chalkantay, το Ausangate και άλλα πολλά, οι επιλογές είναι ατέλειωτες κι η δική μας ήταν από τις λιγότερο διαφημισμένες. Από την άλλη ανησυχούσα για τον Παναγιώτη: είχε τον καλύτερο και ακριβότερο εξοπλισμό από όλους, αλλά ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. «Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στη ζωή μου, σωματικά και πνευματικά», μου είπε λαχανιασμένος, ξαποσταίνοντας σε ένα βράχο, την ώρα που ο Κυριάκος έπαιζε με τα άλογα του don Thomas. Σκέφτηκα πως βρέξει-χιονίσει (και ήταν πιθανό να έκανε και τα δύο!) αυτό το τρεκ θα το τελειώναμε κι ας ακυρώναμε το επόμενο στο Choquequirao. Άλλωστε αύριο θα έχουμε εγκλιματιστεί περισσότερο, ο Grimaldo μου υποσχέθηκε πως θα στεγνωνε τις κάλτσες και το πουλόβερ μου πάνω από τη φωτιά που μαγείρευε τη σούπα και τέλος πάντων δε θα βρέχει κάθε μέρα... έλπιζα.
Παρακολουθούσα το Grimaldo να μαγειρεύει υπό αντίξοες συνθήκες, τα σύννεφα να καλύπτουν την απέραντη ομορφιά του παγετώνα πίσω μας, τον Κρεκούζα να πηγαίνει στη Βασιλική Τουαλέτα ή αλλιώς Τουαλέτα του Ίνκα, ή αλλιώς Χέσε ‘Οπου Βρεις, τη θέα της κοιλάδας που μόλις είχαμε διανύσει και το απειλητικό βουνό που θα ανεβαίναμε αύριο κι ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση, χαλάλι τα 25 χιλιόμετρα.
Μετά το φαγητό μπήκαμε στη σκηνή μας, φορώντας πουλόβερ για να προστατευθούμε από το κρύο, ακόμη και μέσα στο sleeping bag. Έπιασα κουβεντούλα με τον Κρεκούζα την ώρα που αράδιαζε καλώδια, power banks και άλλα μαραφέτια. «Ρε συ Κώστα... Εγώ νόμιζα ότι όλα αυτά τα ορειβατικά ρούχα μάρκας και οι εξοπλισμοί ήταν για ψωνάρες. Και βλέπω ότι μόνο άχρηστα δεν είναι, οι άλλοι έχουν walking sticks, γκέτες, μπότες αντιανεμικά, stopwinds… εμείς μήπως είμαστε λίγο νούμερα που ντυθήκαμε λες και πάμε για μπάσκετ στη Φυτευτή;». Σιωπή από τον Κρεκούζα, που συγκεντρωνόταν στο να φορτίσει καμιά δεκαριά γκατζετάκια για να μου πει την ατάκα «Να σου πω, αν γράψεις καμιά ιστορία στο travelstories γι’ αυτό το ταξίδι να την ονομάσεις ΔΥΟ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΟΙ ΣΕ ΤΡΕΚ ΣΤΟ ΠΕΡΟΥ».
Εγώ σε sleeping bag δεν μπορώ να κοιμηθώ, γιατί έχω μάθει να κοιμάμαι μπρούμυτα και με τα πόδια ανοιχτά, αλλά εν τέλει με νίκησε η κούραση και κοιμήθηκα σχεδόν πέντε ώρες. One bourtzovlahos down… Στον ύπνο μου είδα ότι πέσαμε σε χιονοθύελλα, ο Παναγιώτης είχε πνιγεί σε μια λίμνη, εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο για το Κούσκο κι ο κύριος Μαμαλάκης με καταριόταν στα ελληνικά κανάλια που έπεισα το θετό του γιο να τρέχει στα κατσάβραχα κι είχε βάλει τον Ερυθρό Σταυρό να μας βρει.
Η διαδρομή ήταν εύκολη αλλά ονειρική, με τη φύση των υψιπέδων να αποκαλύπτει αυτό το έντονο πράσινο που κάνει φοβερή αντίθεση με το καταγάλανο του ουρανού. Ο Έβερτ, πάντα υπεύθυνος, περπατούσε πάντα με τον τελευταίο ώστε να βεβαιωθεί πως δεν έπαθε κανείς τίποτε, ενώ τα γαϊδουράκια και οι αφέντες τους έμειναν πίσω, αφού θα έπρεπε να πλυθούν τα του πρωινού, να μαζευτούν οι σκηνές και θα μας ξεπερνούσαν αργότερα. Εγώ πήγαινα μπροστά και λόγω ενθουσιασμού και λόγω μεγαλύτερου δρασκελισμού αλλά κι επειδή ήθελα να πάρω φωτογραφίες, κάνοντας ουσιαστικά σεφτέ στην –επιτέλους-αξιοπρεπέστατη φωτογραφική μηχανή που έπεισα τον εαυτό μου να αγοράσει.
Μετά από λίγο περπάτημα αντίκρυσα πρώτος τη θέα της Rosaspata, γνωστής και ως Vitcos, της τελευταίας πρωτεύουσας των Ίνκας. Τι θέαμα! Μια μικρή πόλη, ή τέλος πάντων όσα κτίριά της έχουν απομείνει σε ένα ύψωμα που έχει καθαριστεί από τη βλάστηση, να επιβλέπει τις γύρω κοιλάδες από το λοφίσκο πάνω στον οποίο ξεπροβάλλει μυστηριώδης... Δεν κρατιόμουν! Ξαπόστασα πάντως λίγο για να περιμένω τους υπόλοιπους και να μπούμε μαζί. Πριν την είσοδο υπήρχε ένα ξέφωτο όπου κατά το Inti Raymi (τη μεγάλη γιορτή των Ίνκας που εορτάζεται μέχρι σήμερα κάθε χρόνο, ειδικά στο μεγαλιθικό οχυρό του Sacsayhuaman στα περίχωρα του Cuzco) μαζεύονται οι ντόπιοι και με παραδοσιακές στολές από την εποχή της αυτοκρατορίας του Tawantisuyo κάνουν τις τελετές τους, άλλωστε ο αριθμός των νεαρών Περουβιανών που έχουν επιλέξει να επιστρέψουν στις δοξασίες των προγόνων τους συνεχώς αυξάνεται, σε ένα εντυπωσιακό comeback των θρησκειών των Άνδεων. Περιμέναμε τον Έβερτ για να μας δώσει τις απαραίτητες επεξηγήσεις, τις οποίες δυστυχώς βρήκα λίγο γενικόλογες. Ίσως να είχα και πολλές απαιτήσεις από έναν οδηγό τρεκ, ούτε ξεναγός είναι το παιδί, ούτε ιστορικός, ούτε αρχαιολόγος. Δεν έχω όμως κανένα πρόβλημα νας δώσω τις επεξηγήσεις εγώ, οπότε θα με υποφέρετε για λίγες παραγράφους:
Αν θυμάστε είπαμε πως μετά το δράμα της Καχαμάρκα ο Πισάρο κατέλαβε το Κούσκο μάλλον εύκολα, με τον ατυχή Atahualpa να δολοφονείται από τους Ισπανούς (δια του απαγχονισμού κι όχι της πυράς, αφού είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό), παρότι είχε φροντίσει να συγκεντρώσει για τους δυνάστες του ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσό κι άλλα δύο γεμάτα με ασήμι. Ο Πισάρο έσπευσε να ορίσει ως νέο αυτοκράτορα/μαριονέτα/Φιλιππινέζα τον Tupac Huallpa, ο οποίος όμως πέθανε σύντομα κι έτσι ο Πισάρο επέλεξε ένα νέο μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας για να του κάνει τη μαριονέτα, το νεαρότατο – ούτε 19 χρονών - Manco Inca, που στέφθηκε με όλες τις τιμές από τους ιερείς των Ίνκας, αφού ήταν και ο νόμιμος διάδοχος. Ο Πισάρο του υποσχέθηκε πως θα είχε λόγο στα της αυτοκρατορίας και πως η βασιλική του καταγωγή και οι τίτλοι του θα γίνονταν σεβαστά, αλλά πριν προλάβει να του ξεκαθαρίσει πώς θα γινόταν αυτό, πήγε να καταδιώξει τον τελευταίο στρατηγό του Atahualpa που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη Jauja κι απειλούσε με γενική εξέγερση, τον Quizqiz. Ωστόσο, με την αποχώρηση του Πισάρο από το Κούσκο, τα αδέλφια του, ο Gonzalo και ο Juan, ξεκίνησαν να ταπεινώνουν και να κακοποιούν τον Manco Inca, φτάνοντας στο σημείο να βιάζουν μπροστά του τη σύντροφό του και να τον ουρούν στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να προσπαθήσει να αποδράσει. Δυστυχώς συνελήφθη, αλλά εκμεταλλευόμενος την απληστία των Ισπανών κατάφερε να αποδράσει πάλι, όταν τους έπεισε ότι θα τους οδηγούσε σε ένα κρυμμένο θησαυρό.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, συγκέντρωσε ένα στρατό 200.000 Ίνκας και προσπάθησε να επανακατακτήσει την πρωτεύουσα των προγόνων του, στο έπος που έμεινε γνωστό ως «η πολιορκία του Κούσκο» με εκατέρωθεν μάχες, περιστατικά αυτοθυσίας και ανδρείας, σε μια από τις πιο ξεχασμένες ιστορίες της ταλαιπωρημένης μας ηπείρου. Η πολιορκία κράτησε δέκα μήνες και παρότι έφτασε δυο φορές κοντά στο σκοπό του, εν τέλει ο Manco Inca αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο οχυρό του Ollantaytambo, όπου απέκρουσε διαδοχικές επιθέσεις των Ισπανών, συμπεριλαμβάνοντας και μια σαρωτική νίκη με τη βοήθεια της εκτροπής του ποταμού, που λέγαμε πιο πριν.
Κάπου εκεί ξεκίνησε ένας εμφύλιος μεταξύ των Ισπανών, βασικά μεταξύ των οικογενιών Πισάρο και Αλμάγρο, κι ο Manco Inca την εκμεταλλεύτηκε προκειμένου να κάνει κάτι που μήνες πριν φαινόταν ακατόρθωτο: να ιδρύσει ένα νέο κράτος Ίνκα, να φτιάξει μια νέα πρωτεύουσα και να προσπαθήσει με τον καιρό να χρησιμοποιήσει τη νέα βάση του ως κέντρο διάσωσης του πολιτισμού των Ίνκας, με την ελπίδα στο μέλλον να επανακαταλάβει για λογαρισμό των αυτόχθονων την αυτοκρατορία. Ε, αυτή η νέα πρωτεύουσα ήταν το Vitcos, γνωστό και ως Rusaspata ή Vilcabamba. Φυσικά επιλέχθηκε ένα από τα πιο απομακρυσμένα κομμάτια στην ήπειρο, δύσβατο και με ήδη υπάρχοντα κτίρια από τον μέγα Pachacuti, ενή η έκτασή του είναι τέτοια που χρειάζεται κανείς πολυήμερο τρεκ για να πάει από τον έναν πυρήνα του (Espiritu Pampa, που επίσης ονομάζεται Vilcabamba) στον άλλο, όπου βρίσκεται το Vitcos, που επέλεξα να επισκεφθούμε εμείς.
Γιατί προτίμησα το Vitcos; Γιατί απ’ό,τι φαίνεται, εκεί εν τέλει δολοφονήθηκε ο Manco Inca, πισώπλατα από Ισπανούς εξόριστους (ηττημένους του εμφυλίου Almagro vs Pizarro, παρότι είχαν δολοφονήσει το γηραιότερο Πισάρο, έχασαν τον πόλεμο από τα αδέλφια του), σε ηλικία μόλις 28 ετών, μετά από 11 χρόνια θητείας ως βασιλιάς των Ίνκας, έστω και στην εξορία. Επιπλέον, εκτός από τα διασωθέντα κτίρια, που είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εκείνα του Espiritu Pampa, διαθέτει και κάποια μυστηριώδη τελετουργικά σημεία, μεταξύ των οποίων το βωμό του Yurac Rumi, απ’ ό,τι φαίνεται το τελευταίο σημείο όπου οι Ίνκας έκαναν τις τελετουργίες τους παρουσία του βασιλιά τους. Αν σας κάνει να νιώθετε καλύτερα, να σας πω ότι οι δολοφόνοι του Manco Inca συνελήφησαν και λιντσαρίστηκαν από τους υπηκόους του κάπου εκεί κοντά.
Αυτό λοιπόν ήταν το Vitcos κι επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια ταξιδιωτικών και ιστορικών ονειρώξεων, ήταν μπροστά μου... Περάσαμε μια καλύβα όπου μάθαμε ότι κατοικούταν μέχρι το 1980 (!) και σπεύσαμε προς την είσοδο, όπου δεν μπορούσα να κρύψω τη συγκίνησή μου. Μέχρι και το καλάθι που εκτελούσε χρέη αυτοσχέδιου σκουπιδοτενεκέ για τις λίγες δεκάδες επισκεπτών ετησιώς μου φάνηκε γλυκύτατο. Η σειρά από τραπεζοειδείς εισόδους φαινόταν τόσο τέλεια παραταγμένη κάτω από τις αχτίδες του ηλίου που άρχισε να ξεπροβαλλει πίσω από τις Άνδεις που υπέκυψα στην ακατάσχετη επιθυμία μου να διασχίσω τρέχοντας το γκαζόν που μας χώριζε, κοντεύοντας να παραπατήσω σε ένα μπουκάλι Black Label που είχε αφήσει κάποιος ηλίθιος, μη σεβόμενος την ιερότητα του χώρου. Ανέβηκα στο ανώτερο επίπεδο κι έβγαλα φωτογραφίες της κεντρικής πλατείας από κάτω απολαμβάνοντας την ησυχία του τοπίου και την πανοραμική θέα. Δεν ήθελα να φύγω με τίποτε, αλλά ο Έβερτ επέμενε πως η Nusta Ispana, ο επόμενος αρχαιολογικός χώρος στο τρεκ μας ήταν μόλις είκοσι λεπτά μακριά και πείστηκα, αν και δε σταμάτησα να ρίχνω ματιές προς τα πίσω απομακρυνόμενος. Η παρηγοριά μου ήταν πως επειδή ήταν στην αρχή του τρεκ, η πρόσβαση στο Vitcos είναι σχετικά εύκολη, οπότε ίσως το ξαναεπισκεφθώ μια μέρα.
Το μονοπάτι για τη Nusta Ispana ήταν πανέμορφο, κανείς άνθρωπος στον ορίζοντα, τα πουλάκια τιτίβιζαν, ο καιρός άψογος και στο βάθος ξεπρόβαλλαν οι πλαγιές των Άνδεων κομμένες σε κλιμακωτά επίπεδα, αναμφισβήτητη απόδειξη της παρουσίας των Ίνκας. Πλησιάζοντας, πετύχαμε και δυο ντόπιους που έκοβαν μπαμπού και κλαδιά δέντρων με τις ματσέτες τους με σκοπό όπως μας είπαν να κατασκευάσουν ένα παγκάκι από φυσικά υλικά για τους επίδοξους επισκέπτες. Κατά τα άλλα, δεν υπήρχαν –όπως και στο Vitcos- ούτε φύλακας, ούτε χώρος είσπραξης εισιτηρίου και φυσικά κανείς άλλος επισκέπτης.
Όπως λέγαμε, αυτό που ξεχωρίζει στη Nusta Ispana είναι ο Λευκός Βράχος (Yumac Rumi), ο τελευταίος βωμός λατρείας της βασιλικής οικογένειας των Ίνκας και ο χώρος απ΄ όπου αντλούσαν τη θεία δύναμη για τα ... σαράντα χρόνια (!) αντίστασης απέναντι στους Ισπανούς, αφού παρά τη δολοφονία του Manco Inca, το Vitcos συνέχισε να αποτελεί την απομονωμένη, παράνομη και αυθεντική πια πρωτεύουσα των Ίνκας, χάρη στους απόγονούς του, που απέκρουαν τη μία επίθεση μετά την άλλη. Δυστυχώς για άλλη μια φορά οι γνώσεις του Έβερτ αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, αν και η αλήθεια είναι ότι οι γνώσεις μας εδώ είναι πιο περιορισμένες. Ο εντυπωσιακός λαξευμένος βράχος έχει κατά πολλούς τη μορφή εγκύου γυναίκας, ενώ οι άψογα λαξευμένες 9 πέτρες που βρίσκονται δίπλα του μάλλον συμβολίζουν τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το προσεκτικά λαξευμένο κανάλι που καταλήγει στην ιερή πηγή πιθανότατα αποτελεί αναφορά στην Pachamama, τη Μητέρα Γη εκπρόσωπο της γονιμότητας.
Το τοπίο ήταν πανέμορφο, η θέα μιας τοπικής οικογένειας να κάνει πικνικ πάνω στα αρχαία (!) αν μη τι άλλο αυθεντική, αν και αναρωτήθηκα αν είχαν συναίσθηση του βάρους της ιστορίας του τόπου. Πιθανότατα όχι, αλλά εδώ δε σεβάστηκαν το χώρο οι «πεφωτισμένοι» Ισπανοί ιερείς Ortiz και Garcia που του έβαλαν φωτιά, παρότι είχαν κληθεί –μάλλον γενναιόδωρα- από τον Titu Cusi (γιο του Manco Inca) να διαδώσουν το Χριστιανισμό, καταλήγοντας στις γνωστές βαρβαρότητες των Χριστιανών στη Νότιο Αμερική. Έπρεπε να συνεχίσουμε όμως και επειδή δεχθήκαμε επίθεση από σατανικά σκαθάρια, αλλά και επειδή ο Έβερτ μας ειδοποίησε πως είχαμε άλλα 18 χιλιόμετρα πεζοπορία και μάλιστα σε τερέν που πλέον θα ήταν ανηφορικό. Απόρησα... σύμφωνα με το νιοστό γκατζετάκι του Κρεκούζα που μετρούσε τη διανυθείσα απόσταση, είχαμε κάνει ήδη σχεδόν 8 χιλιόμετρα. «Α, αυτά δε μετράνε, είναι αυτά που έπρεπε να είχαμε κάνει εχθές!», είπε όλο χαμόγελο ο Έβερτ. «Ουσιαστικά το τρεκ σας ξεκινάει τώρα!», είπε όλο χαρά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτή η εύκολη πεζοπορία ήταν το τρεκ... Έκανα οικτρό λάθος, οι επόμενες ώρες θα ήταν πολύ δύσκολες.
Αρχίσαμε να καρταπίνουμε χιλιόμετρα, το οποίο γινόταν ευκολότερο με τα μονοπάτια να είναι πραγματικά εκπληκτικά και τη φύση με τα άγρια άλογα να δημιουργούν πανέμορφες εικόνες, σύντομα όμως η κούραση άρχισε να μας καταβάλλει. Λογικό, η συνεχής ανάβαση σε κοτρώνες έγινε πανδύσκολη, σύντομα ξεπεράσαμε τα 4.000 σε υψόμετρο, έχοντας «κερδίσει» πάνω από ένα χιλιόμετρο σε υψόμετρο. Η φύση ξεπέρασε το υπέροχο κι έγινε ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ, αλλά εμείς τα είχαμε φτύσει, όσο κι αν η θέα ενός καταρράκτη μας έδωσε την αφορμή για ένα διάλειμμα. Και ξαφνικά... άνοιξαν οι ουρανοί κι έριξαν κοτρώνες. Τέτοιο χαλάζι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, συνοδευόμενο από βαριά βροχή και το περπάτημα έγινε μαρτύριο: το χαλάζι έμπαινε στα παπούτσια μου ενώ κατάφερε να μου προκαλέσει και μια αμυχή στο κεφάλι, τα αθλητικά μου παπούτσια έγιναν πολύ βαριά αφού είχαν γίνει μούσκεμα και ουσιαστικά περπατούσαμε σε ένα βάλτο από γκαζόν με λάσπη, το πουλόβερ μου έγινε τόσο υγρό που ήταν σα να το είχα πετάξει στη θάλασσα κι άρχισα να βήχω και να παίρνω αναπνοές που προκαλούσαν έναν ήχο σαν πρελούδιο βρογχίτιδας. Κανείς δε μιλούσε, συνεχίσαμε να περπατάμε σαν φαντάσματα, προσπαθώντας να προστατευτούμε με τα poncho μας των οκτώ ευρώ που είχαμε αγοράσει το προηγούμενο βράδυ, αυτό τουλάχιστον ίσχυε για τον Κρεκούζα και μένα, αφού ο Κυριάκος και ο Παναγιώτης είχαν μπότες, σοβαρά αδιάβροχα και εξοπλισμό που έκανε την εμπειρία τους λιγότερο μίζερη, έστω και οριακά. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν πάθω καμία πνευμονία. Κι αν δε σταματούσε η βροχή για επόμενο εικοσιτετράωρο; Πολιτισμό δε θα συναντούσαμε για τις επόμενες τέσσερις μέρες, στέγη δεν υπήρχε πουθενά, πού στο διάολο πάω με βερμουδίτσα και παπουτσάκι Adidas;
Στο βάθος ξεχώρισα τη σκηνή μας, ανακούφιση. Οι τρεις συνοδοί μας υπό καταρρακτώδη βροχή μας ξεπέρασαν με τα άλογα και ηρωικά την έστησαν προκειμένου να προφυλαχθούμε, ενόσω μας μαγείρευαν. Η διάθεση γύρω από το πτυσσόμενο τραπεζάκι δεν ήταν καθόλου καλή. Το χαλάζι συνέχιζε να δημιουργεί θόρυβο χτυπώντας ανελέητα τη στέγη της σκηνής και ο τόνος ήταν εντελώς απαισιόδοξος. Ο Κυριάκος ήταν σιωπηλός, μη θέλοντας να ξοδέψει ενέργεια άσκοπα, αλλά ψιθυρίζοντας πως ανησυχεί πιο πολύ για μένα και τον Κρεκούζα που δεν έχουμε καθόλου εξοπλισμό, αν και με χαρά θα μας δάνειζε ό,τι του ζητούσαμε. Ο Παναγιώτης μας είπε ότι ούτε στο Κιλιμάντζαρο δεν είχε νιώσει τέτοια κούραση. Κι ο Έβερτ, που τόσα είχαν δει τα μάτια του αλλά πάντα ήταν χαμογελαστός, τώρα ήταν πιο σοβαρός. Όταν τον ρώτησα αν μας βλέπει να τα καταφέρνουμε απάντησε «Εγώ νομίζω ότι μπορείτε... αλλά να ξέρετε ότι ακόμη είμαστε στην αρχή. Το δε τετραήμερο τρεκ στο Choquequirao που θέλετε να κάνετε μετά είναι πολύ πιο δύσκολο». Μάλισταααα... «Δε μου λες Έβερτ, έχεις κι άλλα καλά νέα να μας πεις;», τον ρώτησα πιστεύοντας ότι χειρότερα δε γίνεται. «Παιδιά, για σήμερα έχουμε άλλα δεκατρία χιλιόμετρα και μάλλον θα γίνουν σε αυτές τις συνθήκες». Είπα να μην του κάνω άλλη ερώτηση, αρκετά βαριά ήταν η ατμόσφαιρα. Σε μια σύντομη συζήτηση είπαμε να ξεκουραστούμε λίγο, να φάμε το φαγητό μας, να ελπίσουμε ότι τουλάχιστον θα κόψει κάπως το χαλάζι (δεν είχαμε κι ορατότητα εκτός όλων των άλλων) και να δώσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, προσπαθώντας να φτάσουμε στο καταφύγιό μας. Ας φάμε και βλέπουμε, ήταν η τελική φράση πριν το σερβίρισμα του φαγητού, αν και δεν την άκουσαν όλοι, λόγω των βροντών που έσκαγαν από πάνω μας, συνοδευόμενες από τεράστιες αστραπές.
Το φαγητό ήταν ένα μικρό βάλσαμο και με τη ζεστή σοκολάτα και το τσάι άρχισε κάπως να φτιάχνει η διάθεση. Δυστυχώς πρόσβαση στους σάκους μας δε θα είχαμε, με τόση βροχή να πέφτει, μέχρι να ξεσελώσουμε τα άλογα και να τους βγαλουμε, θα είχαν γίνει μούσκεμα. Ρώτησα τον έβερτ αν είχε καμία κάλτσα να μου δώσει γιατί οι δικές μου, που ήταν αντί για ορειβατικές... κάλτσες για μπάσκετ και μάλιστα τρύπιες (αδιόρθωτος!), πλέον ζύγιζαν μισό κιλό η καθεμιά. Το κόλπο που πρότεινε ο Έβερτ ήταν να φορέσω... σακούλες μέσα από τα παπούτσια. Αισθητικό δεν ήταν, τα πόδια μου γλιστρούσαν επικίνδυνα και από τότε και στο εξής οι τούμπες ήταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά τουλάχιστον τα πόδια μου θα διατηρούνταν στεγνά κι έτσι θα γλίτωνα τον πυρετό με λίγη τύχη.
Ξεκινήσαμε πάλι, με τη βροχή μειωμένη, αλλά την κούραση αμείωτη, παρότι θεωρούσα πως ήμασταν εγκλιματισμένοι. Δεν ήταν το υψόμετρο, ήταν η εξάντληση επειδή ΚΑΘΕ ΒΗΜΑ ήταν βαρύ. Λίγο αργότερα πάντως η βροχή σταμάτησε κι η διάθεσή μου έφτιαξε, ειδικά από την ώρα που άνοιξε η ατμόσφαιρα και αντίκρυσα τοπία ονειρικά... Τι βλέπουμε Θεέ μου: καταπράσινες πλαγιές, με ποτάμια να κάνουν ζιγκ-ζαγκ κάτω από βουνοκορφές καλυμμένες από την ομίχλη και στο βάθος χιόνι. Δε σταματούσαμε ούτε για μια ανάσα ενώ επιτέλους σε κάποιο σημείο είδαμε και κατηφόρα. Το ηθικό αναπτερώθηκε κι άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, ενώ είδα και τον Κρεκούζα να ανοίγει βήμα, χωρίς να παραλείπει να βγάζει φωτογραφίες με την κάμερα και το iphone του (τι; Νομίζατε ότι είχε μόνο ένα; Δεν τον ξέρετε τον Κρεκούζα...), δείγμα ότι το απολάμβανε. Ο Κυριάκος συνέχιζε με σταθερό ρυθμό, ακολουθώντας μακράν το καλύτερο σύστημα όλων (εγώ ή γκάζωνα ή πατούσα φρένο), αλλά ο Παναγιώτης είχε μείνει πίσω, κρατώντας και τον Έβερτ. Ξανάρχισε να βρέχει, αλλά πια ήταν πταίσμα μπροστά στο χαλάζι και τις βροντές που είχαμε υπομείνει νωρίτερα, ενώ από την ώρα που διέκρινα το χώρο όπου θα κατασκηνώναμε και είχα ορατό στόχο, αναθάρρησα, χώρια ότι το σημείο φαινόταν πανέμορφο, με έναν τεράστιο παγετώνα να προβάλλει από πίσω όποτε το επέτρεπαν τα σύννεφα και η ομίχλη. Μου φάνηκε ότι ήταν είκοσι λεπτά μακριά, αλλά τελικά μου πήρε περίπου εβδομήντα.
Είχαμε φτάσει πια στο σημείο που ο William κι ο don Thomas είχαν αρχίσει να στήνουν τη σκηνή, προκειμένου να μαγειρέψει ο Grimaldo. Ένιωσα πολύ περήφανος που τα είχαμε καταφέρει ως εκεί, αλλά και για το trek που είχα επιλέξει: πολύ αυθεντικό, όπως μας είπε ο ξεναγός μας αργότερα, ελάχιστοι το επιλέγουν κάθε χρόνο, αφού το Περού διαθέτει πολύ πιο διάσημα, όπως το Inca Trail, το Chalkantay, το Ausangate και άλλα πολλά, οι επιλογές είναι ατέλειωτες κι η δική μας ήταν από τις λιγότερο διαφημισμένες. Από την άλλη ανησυχούσα για τον Παναγιώτη: είχε τον καλύτερο και ακριβότερο εξοπλισμό από όλους, αλλά ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. «Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στη ζωή μου, σωματικά και πνευματικά», μου είπε λαχανιασμένος, ξαποσταίνοντας σε ένα βράχο, την ώρα που ο Κυριάκος έπαιζε με τα άλογα του don Thomas. Σκέφτηκα πως βρέξει-χιονίσει (και ήταν πιθανό να έκανε και τα δύο!) αυτό το τρεκ θα το τελειώναμε κι ας ακυρώναμε το επόμενο στο Choquequirao. Άλλωστε αύριο θα έχουμε εγκλιματιστεί περισσότερο, ο Grimaldo μου υποσχέθηκε πως θα στεγνωνε τις κάλτσες και το πουλόβερ μου πάνω από τη φωτιά που μαγείρευε τη σούπα και τέλος πάντων δε θα βρέχει κάθε μέρα... έλπιζα.
Παρακολουθούσα το Grimaldo να μαγειρεύει υπό αντίξοες συνθήκες, τα σύννεφα να καλύπτουν την απέραντη ομορφιά του παγετώνα πίσω μας, τον Κρεκούζα να πηγαίνει στη Βασιλική Τουαλέτα ή αλλιώς Τουαλέτα του Ίνκα, ή αλλιώς Χέσε ‘Οπου Βρεις, τη θέα της κοιλάδας που μόλις είχαμε διανύσει και το απειλητικό βουνό που θα ανεβαίναμε αύριο κι ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση, χαλάλι τα 25 χιλιόμετρα.
Μετά το φαγητό μπήκαμε στη σκηνή μας, φορώντας πουλόβερ για να προστατευθούμε από το κρύο, ακόμη και μέσα στο sleeping bag. Έπιασα κουβεντούλα με τον Κρεκούζα την ώρα που αράδιαζε καλώδια, power banks και άλλα μαραφέτια. «Ρε συ Κώστα... Εγώ νόμιζα ότι όλα αυτά τα ορειβατικά ρούχα μάρκας και οι εξοπλισμοί ήταν για ψωνάρες. Και βλέπω ότι μόνο άχρηστα δεν είναι, οι άλλοι έχουν walking sticks, γκέτες, μπότες αντιανεμικά, stopwinds… εμείς μήπως είμαστε λίγο νούμερα που ντυθήκαμε λες και πάμε για μπάσκετ στη Φυτευτή;». Σιωπή από τον Κρεκούζα, που συγκεντρωνόταν στο να φορτίσει καμιά δεκαριά γκατζετάκια για να μου πει την ατάκα «Να σου πω, αν γράψεις καμιά ιστορία στο travelstories γι’ αυτό το ταξίδι να την ονομάσεις ΔΥΟ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΟΙ ΣΕ ΤΡΕΚ ΣΤΟ ΠΕΡΟΥ».
Εγώ σε sleeping bag δεν μπορώ να κοιμηθώ, γιατί έχω μάθει να κοιμάμαι μπρούμυτα και με τα πόδια ανοιχτά, αλλά εν τέλει με νίκησε η κούραση και κοιμήθηκα σχεδόν πέντε ώρες. One bourtzovlahos down… Στον ύπνο μου είδα ότι πέσαμε σε χιονοθύελλα, ο Παναγιώτης είχε πνιγεί σε μια λίμνη, εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο για το Κούσκο κι ο κύριος Μαμαλάκης με καταριόταν στα ελληνικά κανάλια που έπεισα το θετό του γιο να τρέχει στα κατσάβραχα κι είχε βάλει τον Ερυθρό Σταυρό να μας βρει.