Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός
- Προσδοκίες
- Βόρειο Περού
- Photos Βόρειο Περού
- Βόρειο Περού II
- Photos Βόρειο Περού II
- Βόρειο Περού III
- Photos Βόρειο Περού III
- Βόρειο Περού IV
- Photos Βόρειο Περού IV
- Cuelap
- Photos Cuelap
- Βόρειο Περού V
- Photos Βόρειο Περού V
- Βόρειο Περού VI
- Photos Β.Περου by Krekouzas
- Αξιολόγηση 1ου μέρους – Βόρειο Περού
- Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο κ περίχωρα
- Photos Cuzco
- Trek Περού
- Photos Trek Περού
- Trek Περού II
- Photos Trek Περού II
- Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Photos Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Τρέκ Περού ΙV
- Photos Τρέκ Περού ΙV
- Τρέκ Περού V
- Photos Τρέκ Περού V
- Μάτσου Πίτσου
- Photos Μάτσου Πίτσου
- Cuzco II
- Photos Cuzco II
- Choquequirao Τρεκ
- Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Rainbow Mountain
- Photos Rainbow Mountain
- Αξιολόγηση 2ου μέρους
- Top 5 by krekouzas
- The White Rock
- Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Photos Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Διαδρομή προς Iskanwaya
- Photos Διαδρομή προς Iskanwaya
- Iskanwaya
- Photos Iskanwaya
- Salar De Uyuni
- Photos Salar De Uyuni
- Laguna Colorada
- Photos Laguna Colorada
- Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Photos Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Διαδρομή Προς Tupiza
- Photos Διαδρομή προς Tupiza
- Potosi-Sucre
- Photos Potosi-Sucre
- Santa Cruz
- Photos Santa Cruz
- Top 5 Bolivia by Krekouzas
- Samaipata - Vallegrande
- Photos Samaipata - Vallegrande
- Βολιβιανά ΑΤΜs
- Misiones
- Photos Misiones
- Santa Cruz la Vieja
- Photos Santa Cruz la Vieja
- Torata
- Photos Torata
- Αξιολόγηση Βολιβία
- Κεντρικές Άνδεις
- Photos Κεντρικές Άνδεις
- Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Photos Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Vilcashuaman
- Photos Vilcashuaman
- Quinua-Lima
- Photos Quinua-Lima
- Αξιολόγηση 4ου μέρους
- Ushuaia
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική
- Photos Ανταρκτική
- Ανταρκτική ΙΙ
- Photos Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική ΙIΙ
- Photos Ανταρκτική ΙIΙ
- Ανταρκτική ΙV
- Photos Ανταρκτική ΙV
- Ανταρκτική V
- Photos Ανταρκτική V
- Ανταρκτική VI
- Photos Ανταρκτική VI
- Back to Ushuaia
- Last Day Ushuaia
- Αξιολόγηση Ανταρκτική
- Σαντιάγκο
- Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Photos Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Σαν Πεδρο Ατακάμα II
- Σαν Πεδρο Ατακάμα III
- Σαν Πεδρο Ατακάμα IV
- Επιστροφή στο Σαντιάγκο
- Perito Moreno
- Photos Perito Moreno
- Torres del Paine
- Photos Torres del Paine
- Latam
- Παταγονία
- Photos Παταγονία
- Παταγονία ΙΙ
- Παταγονία ΙΙI
- Παταγονία ΙV
- Photos Παταγονία ΙV
- Οινογνωσία
- Βίνια Ντελ Μαρ - Βαλπαραϊσο
- Αξιολόγηση Χιλής
- Βαθμολογία - Αποτίμηση
- Τοπ 15 Εικόνων
Η πόλη είναι γεμάτη με φτηνά φωτογραφεία, οπότε εκμεταλλεύθηκα το γεγονός για βγάλω τις φωτογραφίες που χρειαζόμουν για την αμερικάνική μου βίζα, αφού λόγω της επίσκεψης στο Σουδάν μου είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα βίζας ESTA. Με τι φωτογραφίες στην τσέπη, κι αφού έφαγα μια θηριώδη ομελέτα για πρωινό, είπα να περάσω στο πρωινό μου στην Tarata, ένα χωριουδάκι 45 λεπτά έξω από την Cochabamba, που σύμφωνα με τον οδηγό μου διαθέτει εξαιρετική αποικιακή αρχιτεκτονική. Ερχόμενος από μια χώρα σαν την Κούβα (μαζί με το Μεξικό εύκολα οι χώρες στην ήπειρο με την ομορφότερη αποικιακή αρχιτεκτονική), κρατούσα μικρό καλάθι διότι αρκετά από τα αξιοθέατα της Βολιβίας μέχρι στιγμής ήταν ψιλοαπογοητευτικά, από τις δεινοσαυροπατημασιές μέχρι τους αρχαιολογικούς χώρους Iskanwaya και το Samaipata.
Η αλήθεια είναι ότι με την άφιξη δεν ενθουσιάστηκα κιόλας, αλλά ο οδηγός του trufi με ενθάρρυνε: «καά κάνεις και πας, είναι πανέμορφο το χωριό, δεν ξέρω γιατί δεν πάνε και περισσότεροι». Πράγματι, με το που άφησα πίσω μου το –μη ασφαλτοστρωμένο- σοκάκι όπου άφηναν τα trufi τους επιβάτες και βρέθηκα στην κεντρική πλατεία, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πανέμορφο και αυθεντικό χωριουδάκι των Άνδεων. Σκέτη ομορφιά: μια πανέμορφη κεντρική πλατεία, οι κάτοικοι όλοι ινδιάνικης καταγωγής, καταπληκτικά σοκάκια με φθαρμένα, «κουρασμένα» αλλά πανέμορφα αποικιακά κτίρια και γραφικές εικόνες, όπως οι Ινδιάνες με τις κοτσίδες που έβγαζαν σεβαστικά τα καπέλα τους για να μουν στην εκκλησία. Το χωριό είχε και μια δόση μελαγχολίας και decadence, που το έκανε ακόμη πιο αξιόλογο στα μάτια μου. Αποφάσισα λοιπόν την επομένη που θα επισκεπτόμουν ένα αντίστοιχο, την Totora - που δεν την επισκέφθηκα σήμερα για να επιστρέψω σπίτι με τη super duper σύνδεση για να δω Ευρωλίγκα, ΝΒΑ και να κάνω και την τιμμένη online αίτηση για ραντεβού με την εμρικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα- να διανυκτερεύσω κιόλας εκεί, για να τη ζήσω καλύτερα την ατμόσφαιρα.
Άφησα λοιπόν πίσω μου την όμορφη Tarata κι επέστρεψα για το τελευταίο βράδυ μου στην Cochabamba, όπου ολοκλήρωσα την τριωρη (!) διαδικασία ραντεβού για την αμερικάνικη πρεσβεία, αποβλακώθηκα βλέποντας Ευρωλίγκα, παίζοντας στοίχημα και τσατάροντας με το Δευκαλίωνα ενόσω βλέπαμε ΝΒΑ από διαφορετικές ηπείρους (τι σου είναι η τεχνολογία, θαύμα!) ενώ στην αναζήτησή μου για ασιατική κουζίνα, αφού ρώτησα μέχρι κι ένα κορεάτη ζαχαροπλάστη έφαγα άκυρο, για να καταλήξω στο Chuquisaca Paprika, ένα εξαιρετικό γκουρμέ εστιατόριο όπου έφαγα τους σκασμού (αλλά υγιεινά! Κίνουα κλπ για να μη λέει ο φίλος μου ο @kitsos!) πρινεπιστρέψω στο διαμέρισμα για να βρω ένα μήνυμα από τον @Defkalion που αρχικά αγνόησα: «τα’ μαθες; Πέθανε ο Φιντέλ». Δεν έδωσα σημασία κι επικεντρώθηκα στο να κερδίσω 62€ από το στοίχημα, έχω βαρεθεί να ακούω επί χρόνια ότι ο Φιντέλ πέθανε για να τον βλέπω σε λίγες ημέρες να κάνει πολύωρο διάγγελμα. Δε θα τον ξανάβλεπα...
Την επομένη σηκώθηκα όλο κέφι. Μετά από τρεις μάλλον τεμπέλικες μέρες στη συμπαθέστατη Cochabamba επιτέλους ήρθε η μέρα για το Incallajta, έναν ακόμη αρχαιολογικό χώρο –από τους Ίνκας αυτή τη φορά- που ελάχιστοι επισκέπονται, ενώ είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα περνούσα το βράδυ στην Totora μετά την τόσο θετική εμπειρία της Tarata.
Το καλό με αυτές τις απομονωμένες αρχαιολογικές πόλεις είναι ότι φτάνεις κι είσαι μόνος σου, έχεις όλο το χώρο για σένα. Το κακό είναι ότι συχνά κανείς δεν ξέρει πώς φτάνεις μέχρι εκεί. Έφαγα όλο το πρωινό να ρωτάω από το ένα πρακτορείο μεταφορών στο άλλο, τα γραφεία των αυτοκινητιστών, τελικώς βρέθηκε μια καλή γιαγιούλα που πήρε σβάρνα όσα γραφεία λεωφορείων δεν πήρα εγώ και επφάνθη ότι υπάρχει shared taxi που πηγαίνει μέχρι ένα χωριό στο τέρμα Θεού ονόματι Pocona κι από εκεί... ο Θεός βοηθός. Καλό ακουγόταν. Μάλιστα οι υπόλοιποι 3 επιβάτες που απαιτούνταν ως μίνιμουν για να φύγει το ταξί βρέθηκαν εντός μιας ώρας και ξεκινήσαμε για την Pocona. Ο οδηγός μάλιστα που ήταν ... Ποκονιανός είχε «ακούσει» για το Incallajta, με βεβαίωσε πως υπάρχει και χωμάτινος δρόμος για εκεί και τον έψησα με τα πολλά, αφού θα άφηνε τους υπόλοιπους πριν την Pocona να πάει μαζί μου μέχρι το Incallajta, να με περιμένει και να με αφήσει και στην Totora. Μεγάλη υπόθεση να μιλάς τη γλώσσα της χώρας... Στην Κίνα θα ήμουν ακόμη στην πόλη αφετηρίας, θα έκανα συνεννόηση καρούμπαλο και στο τέλος, πάνω που πίστευα ότι συνεννοήθηκα και κατάλαβαν πού θέλω να πάω, θα μου έφερναν... ένα κουτάλι. True story, εκείνοι οι τέσσερις μήνες στην Κίνα (χωρίς επισκέψεις σε Σαγκάη, Καντόνα και λοιπές μεγάλες πόλεις, όλο επαρχία, με ατέλειωτα τρεκ από χωριά μειονοτήτων σε απίθανες ορεινές κοινότητες) μου άφησαν πολλά κατάλοιπα. Τουλάχιστον μπόρεσα και είδα μια Κίνα αυθεντική, χωρίς τουρισμό, με καταπληκτικά χωριά όπου με φιλοξενούσαν αγαθοί αγρότες, αλλά το μπάχαλο της επικοινωνίας μου έσπασε τα νεύρα. Τέλος πάντων, εκείνα έγιναν πριν δέκα χρόνια, δεν είναι της παρούσης.
Της παρούσης ήταν ότι στην Pocona θα αλλάζαμε αμάξι, αλλά όχι και οδηγό. Ο ευγενής οδηγός μου εξήγησε πως είχε και δεύτερο σαραβαλάκι, ακόμη χειρότερο, και για να φτάσει στο Incallajta προτιμούσε εκείνο, διότι ο δρόμος είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όσο εκείνος λοιπόν έκανε την αλλαγή οχημάτων εγώ έκανα τη βόλτα μου στους ερημικούς και σκονισμένους δρόμους αυτής της Pocona που έμοιαζε εγκαταλελειμένη, μέχρι που πέτυχα μπροστά μου ένα μπούγιο από πενήντα νοματαίους που περιέφεραν μια κούκλα ντυμένη στα κίτρινα. Μια τρελοκοτσιδού γιαγιούλα φίλησε την κούκλα, της ψέλισσε μια χάρη που ήθελε να της ζητήσει, προσκήνυσε κι ενώθηκε κι αυτή στην περιφορά. Δεν κρατήθηκα και ρώτησα τι συμβαίνει. Μου απάντησαν ότι η κούκλα είναι ο «Senor de Consuelo» και τον έβγαλαν σε περιφορά διότι έχει ανομβρία εδώ και πολλούς μήνες, δεν αντέχουν άλλο τα χωράφια. Μάλλον δίκιο είχαν οι άνθρωποι, μάρτυράς τους και η σκόνη. Τους ρώτησα αν μπορούσα να τους βγάλω φωτογραφία, κανείς δεν είχε αντίρρηση κι ένας πιτσιρικάς μου είπε να τις βάλω και στο Facebook. Μιας που αρχίσαμε τα αστειάκια τους είπε αν γίνεται να πουν στο Senor de Consuelo να μη βρέξει πριν τις 5, γιατί θα πήγαινα στο Incallajta και δε με βόλευαν οι πολλές λάσπες. «Μην ανησυχείς», μου απάντησε ένας μεσήλικας όλο σοβαρότητα, «για το βράδυ έχουμε ζητήσει να βρέξει, πήγαινε με την ησυχία σου και σ’ ευχαριστούμε που έρχεσαι στα μέρη μας». Το είπε με μια σιγουριά ότι θα βρέξει που σχεδόν τον πίστεψα, βλέποντάς τον να απομακρύνεται μαζί με την πομπή, που μάλιστα άναψε και καπνογόνο. Μπήκα στο (δεύτερο) αμάξι του συμπαθούς οδηγού μου που μου σύστησε και την κορούλα του που θα παίρναμε μαζί και τον ρώτησα αν πιστεύει ότι θα βρέξει σήμερα, κοιτώντας τον καταγάλανο ουρανό. «Ε, σίγουρα! Αφού έβγαλαν για περιφορά τον Senor de Consuelo!», είπε όλο βεβαιότητα... «Τον βγάζουν μόνο όταν φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο κι αυτός πάντα φέρνει βροχή. Ε, πια είναι στο απροχώρητο, θα ρίξει καρέκλες σήμερα». Καλά...
Στη διαδρομή για το Incallajta δε συναντήσαμε ψυχή. Πάντως ο αρχαιολογικός χώρος διέθετε κέντρο υποδοχής, ολοκαίνουριο μάλιστα (πείτε ό,τι θέλετε για τον Έβο, μόνο μην πείτε ότι δεν έκανε έργα) όπου κλήθηκα να πληρώσω το εισιτήριό μου σε ένα... επτάχρονο! «Τι παριστάνεις εσύ εδώ;», τη ρώτησα. «Είμαι η εισπράκτορας», απάντησε. Τη στραβοκοίταξα για να μου εξηγήσει όλο περηφάνεια ότι κανονικά είναι στη θέση της η μαμά της, η οποία όμως είχε πάει σπίτι για σιέστα και για να φροντίσει την άρρωστη γιαγιά της, οπότε η μικρή κάθε μέρα την καλύπτει κάποιες ώρες. Μου έκοψε εισιτήριο, σημείωσε υπομονετικά το όνομά μου και με ενημέρωσε πως ήμουν ο τρίτος (και τελευταίος) επισκέπτης για σήμερα, αφού το χευγάρι των Γάλλων είχε πάει νωρίς το πρωί. Τις δυο προηγούμενες ημέρες δεν είχε επισκεφθεί κανείς το χώρο, αλλά πού και πού έρχονται κάποια σχολεία και μεμονωμένοι ταξιδιώτες.
Έριξα μια ματιά στο χάρτη του αρχαιολογικού χώρου στον τοίχο για να έχω μια αίσθηση του χώρου, που είναι αρκετά μεγάλος, αλλά ας μη γελιώμαστε, ήξερα ότι θα χαθώ, για εμένα μιλάμε, εντελώς καμία αίσθηση προσανατολισμού, είμαι ο κλασικός τύπος που μπαίνει σε ένα κατάστημα και μετά δε θυμάται από πού ήρθε, αριστερά ή δεξιά. Εξακολουθώ να μην ξέρω να δώσω οδηγίες προς το σπίτι μου σε φίλους, ενώ κάποτε που σπούδαζα στην Ελλάδα χανόμουν συνέχεια κάθε μέρα στο ίδιο σημείο στο δρόμο για τη σχολή με το μηχανάκι και ρωτούσα... τον ίδιο περιπτερά ο οποίος στο τέλος συγχύστηκε και μου είπε «Βλαμμένο είσαι αγόρι μου; Κάθε μέρα έρχεσαι ίδια ώρα με το ίδιο κράνος και κάνεις την ίδια ερώτηση, είπαμε στο δεύτερο γ...νο φανάρι στρίβεις αριστερά, αϊ σιχτήρ!».
Τελικά η σηματοδότηση εντός του αρχαιολογικού χώρου αποδείχθηκε επαρκέστατη. Ο ίδιος ο χώρος πάντως ήταν λιγότερο εντυπωσιακός του αναμενομένου. Ίσως περίμενα καλύτερη θέα, πιο πράσινο περιβάλλον (αλλά είχε να βρέξει μήνες, εμ δεν έβγαζαν και τον Senor de Consuelo βόλτα οι περίοικοι), ίσως περίμενα καλύτεα λιθόκτιστα. Θεωρητικά ο χώρος είναι ο σημαντικότερος αρχαιολογικός της χώρας μετά το –εκπληκτικό κι ας μην το επισκέφθηκα σε αυτό το ταξίδι- Tiahuanako κι είχα διαβάσει ότι διαθέτει πάνω από 50 κτίρια στα 12 εκτάρια όπου εκτείνεται, κι ότι αποτελούσε μια ρέπλικα του Κούσκο, χτισμένο το 1460 από τον ξεχασμένο (αλλά σημαντικότατο) Tupac Yupanqui, για να ξαναγίνει γνωστό μετά την εγκατάλειψή του το 1914 από κάποιο Σουηδό ζωολόγο κι εθνολόγο.
Αρχικά ανέβαινα σκαλιά, πέρασα αρκετά τοιχάκια, μερικά διαλυμένα κτίρια και απογοητεύτηκα που ο ρυθμός δεν είχε καμία σχέση με τις τραπεζοειδείς θύρες των Ίνκας και το αυτοκρατορικό στιλ της σφήνωσης λίθων της ακμής τους. Πιο πολύ λιθόκτιστο έμοιαζε, αν και τελικά ανεβαίνοντας έφτασα και στο kallanka, του οποίου το μέγεθος ήταν εντυπωσιακό: 25 επί 80 μέτρα, πρέπει να είναι από τις μεγαλύτερες κατασκευές των Ίνκας και στηριζόταν από θεόρατες κολώνες, που δυστυχώς δε σώζονται. Λίγα όμορφα ζιγκ ζαγκ, ένας σχεδόν ξερός καταρράκτης (άντε ρε Senor de Consuelo) κι ένα εντελώς σιωπηλό τοπίο συνέθεταν το ολίγον απογοητευτικό σκηνικό, που σου άφηνε πάντως την αίσθηση ότι πήγες στα πέρατα του κόσμου. Ειδική μνεία στις ενημερωτικές πινακίδες που εν μέρει κάλυπταν το βαθμό διάλυσης των κτιρίων επεξηγώντας πώς θα έπρεπε να φαίνονταν, κάνοντας παρομοίωση με άλλα, εξαιρετικά άγνωστα μνημεία των Ίνκας, το οποίο βρήκα έξυπνη τακτική.
Μια ωρίτσα αργότερα και μερικές θερμίδες λιγότερες (ακούς @kitsos! ; )επέστρεψα στο αυτοκίνητο για να βρω την κορούλα του οδηγού μας να του κάνει μασάζ! Συμπαθέστατο κοριτσάκι, έπλεκε σε όλη τη διαδρομή, εξαιρετικά ντροπαλό δεν ήθελε να βγει φωτογραφία. Οι κοινότητες που περάσαμε στο δρόμο για την Totora είναι εντελώς ξεχασμένες, πού βρέθηκα πάλι (έτσι να ψάχνουν μερικοί αναγνώστες στο googlemaps). Φτάνοντας, ο συμπαθής οδηγός με άφησε στην πόρτα ενός ξενοδοχείου, το οποίο όμως έχει υπενοικιάσει το λόμπι του σε μια κυρία που μαγείρευε στις κατσαρόλες της και πουλούσε χόρτα! Τρία παιδάκια έπαιζαν στον ακάλυπτο, τα ρώτησα αν λειτουργεί το ξενοδοχείο και με έγραψα κανονικά, προφανώς διότι η ερώτηση ήταν περιττή. Τελικά ένας παππούς μου είπε ότι το χωριό διαθέτει δυο πανδοχεία πιο κάτω. Το πρώτο ονόματι Villa Eva ήταν απέξω πανούκλα αλλά από μέσα κούκλα και με λίγα ευρώ είχα ένα συμπαθές δωμάτιο με ζεστό νερό και wifi (ναι, ναι, στην Totora παρακαλώ). Το πήρα με μεγάλη χαρά κι έδωσα την ταυτότητά μου στην κυρία για το τσεκ ιν. «Από την Κούβα είσαι;», ρώτησε. Σκέφτηκα ότι θα με ρωτήσει αν απέδρασα από το νησί, αν είναι καλός ο κομουνισμός ή αν είμαι γιατρός (κατά 90% αυτό σε ρωτάνε μόλις δουν κουβανική ταυτότητα) αλλά η ερώτησή της με άφησε σύξυλο: «Ξέρεις ότι πέθανε ο πρόεδρός σας σήμερα, ε;». Αρχικά σκέφτηκα ότι πέθανε ο Ραούλ και κοκκάλωσα... Μετά πήγε στο μυαλό μου στο μύνημα του Δευκαλίωνα... Είναι αλήθεια. Πέθανε ο Φιντέλ. «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια... Βάλε τηλεόραση να δεις», μου είπε και μου έδειξε τον καναπέ της.
Το ισπανόφωνο CNN είχε απευθείας σύνδεση με... το Μαϊάμι. Ένας κατάλευκος και θεόχοντρος υπέργηρος αμερικανοκουβανός έλεγε πώς περίμενε όλη του τη ζωή αυτή τη μέρα. Και ότι περιμένει την επιστροφή στη δημοκρατία για να ξαναπατήσει κουβανικά χώματα. Αναρωτήθηκα αν του έχει πει κανείς ότι ο Φιντέλ δεν κυβερνάει εδώ και 10 χρόνια. «Κυβερνούσε», σκέφτηκα, «όχι κυβερνάει, να συνηθίσουμε τον αόριστο». Έχει περάσει σχεδόν χρόνος από τότε κι ακόμη δυσκολεύομαι με τον αόριστο. Ο παρουσιαστής ανήγγειλε νέα σύνδεση για το σχολιασμό της είδησης του θανάτου. Έλπιζα να δω εικόνες από την Αβάνα. Μπα, “Little Havana” έλεγε η οθόνη, πάκι σύνδεση με το Μαϊάμι, πάλι ένας χοντρός λευκός χαιρόταν που χάθηκε «Αυτό το καθίκι, ο σατανάς, στην κόλαση θα εκαίγεται σίγουρα». Τρίτη σύνδεση, πάλι με το Μαϊάμι, ε στον τρίτο χοντρό λευκό είπα να πάω να συνδεθώ στο ίντερνετ στο δωμάτιό μου μπας και δω τι γίνεται στη χώρα μου, το Μαϊάμι το εμπεδώσαμε. Αφού είδα ότι δεν έχω ούτε ένα μέιλ από Κούβα (σκίζουμε από τηλεπικοινωνίες, πάντα πρωτοπόροι) αποφάσισα να πλυθώ, να δω το χωριό και μετά να ασχοληθώ με τα του Φιντέλ. Κάνοντας ντους σκέφτηκα πόσο ειρωνικό ήταν ότι επί χρόνια φανταζόμουν αυτή τη στιγμή, το πώς θα ήταν η κηδεία και το λαϊκό προσκήνυμα στην Πλατεία της Επανάστασης, λίγα μέτρα από το σπίτι μου, και τελικά δε θα το ζούσα όλο αυτό επειδή είχα πάει να δω... το σημείο ταφής του Τσε. Ξέπλενα τη σκόνη και σκεφτόμουν τις ομιλίες στην Πλατεία, τα ατέλειωτα τηλεοπτικά διαγγέλματα, την πρώτη φορά που τον είδα από κοντά, αναρωτήθηκα ως τι θα μείνει στην ιστορία.
Αλλά η ζωή συνεχίζεται κι εγώ είχα λίγες ώρες στη διάθεσή μου να δω την Totora, σε λίγο θα έπεφτε ο ήλιος. Λοιπόν το χωριό είναι καταπληκτικό! Πολύ όμορφα αποικιακά κτίρια, φυσκά Ινδιάνοι παντού, εξαιρετικές αψίδες, αλλά μέ έκοψε και λόρδα κι είπα να φάω κάτι. Στην πανέμορφη κεντρική πλατεία έκατσα στις πλαστικές καρέκλες μιας συμπαθέστατης κοπελίτσας που σέρβιρε το μενού της ημέρας για 10 bolivianos. Ρώτησα τι περιλαμβάνει και μου είπαν πως είναι «σούπα με milanesa”. Πάλι milanesa; Ούτε στο Μιλάνο δεν έχει τόσες. Τέλος πάντων, σκέφτηκα, θα φάω τη σούπα. Τρία λεπτά αργότερα ήρθε η κοπέλα με τη milanesa «σούπα δεν έχει μείνει, χίλια συγγνώμη, συγγνώμη, δεν ήξερα, συγγνώμη». Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Την έφαγα σε δυο λεπτά της αφησα και φιλοδώρημα και βγήκα για φωτορεπορτάζ. Είχε και κάτι καταπληκτικές αφίσες για το ετήσιο φεστιβάλ πιάνου που διοργανώνεται στην Totora (ναι, στην Totora!) κι αναρωτήθηκα αν ο επόμενος Μπετόβεν θα μπορούσε να είναι Τοτοριανός, Τοτορικιανός, Τοτοραίος ή όπως λέγονται οι κάτοικοι του χωριού τέλος πάντων. Παρακάτω είχε μια αφίσα ένας curandero που λύνει «όλα τα μάγια, ΕΓΓΥΗΣΗ, στο Don Lucho». Σκέφτηκα ότι η εγγύηση του Don Lucho είναι για τον... Λούτσο και συνέχισα. Πιο κάτω γινόταν γλέντι γάμου, χαμός, φασαρία, συκγροτήματα και υπερπαραγωγή κιτς. Τρομερό το χωριό, δεν είναι μόνο τα κτίρια (πολλά εκ των οποίων επισκευάστηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1998), αλλά και τα μαγαζάκια άλλου αιώνα, το ποτάμι όπου το μισό χωριό πλένει τα ρούχα του και... τα παιδιά του, οι απίθανες ξύλινες σκαλιστές πόρτες κι ένα αρχαίο ηλεκτρονικό παιχνίδι, εύκολα ήταν 35 ετών...
Είχε νυχτώσει πια αλλά δε χόρταινα να περπατάω και να βγάζω φωτογραφίες, μέχρι που είδα πως πείνασα πάλι. Έψαξα να βρω καμιά πέστροφα αλλά το παρακμιακό εστιατόριο με τα τρία πλαστικά τραπέζια και την κυρία που μαγείρευε στο πάτωμα βλέποντας ένα απερίγραπτο τηλεπαιχνίδι με γυμναστές-χορογράφους σέρβιρε μόνο... milanesa. Ρώτησα αν υπάρχει άλλο εστιατόριο, μου έδειξαν ένα δυο στενά πιο κάτω όπου ένας κύριος που είχε μόνο τα ζυγά δόντια μου ανακοίνωσε ότι σήμερα έχει... milanesa. Ε τι να κάνω, έφαγα milanesa για άλλη μια φορά σε αυτή την αξιαγάπητη χώρα και κατευθύνθηκα στο δωμάτιό μου, αυτή τη φορά υπό βροχή. Πολλή βροχή μιλάμε, απίθανη καταιγίδα από το πουθενά. «Πωπω, είχε πολύ καιρό να βρέξει», μου είπε η κυριούλα που με φιλοξενούσε και το μυαλό μου πήγε στους κατοίκους της Pocona. A ρε, Senor de Consuelo, με ρούπωσες.
Η αλήθεια είναι ότι με την άφιξη δεν ενθουσιάστηκα κιόλας, αλλά ο οδηγός του trufi με ενθάρρυνε: «καά κάνεις και πας, είναι πανέμορφο το χωριό, δεν ξέρω γιατί δεν πάνε και περισσότεροι». Πράγματι, με το που άφησα πίσω μου το –μη ασφαλτοστρωμένο- σοκάκι όπου άφηναν τα trufi τους επιβάτες και βρέθηκα στην κεντρική πλατεία, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πανέμορφο και αυθεντικό χωριουδάκι των Άνδεων. Σκέτη ομορφιά: μια πανέμορφη κεντρική πλατεία, οι κάτοικοι όλοι ινδιάνικης καταγωγής, καταπληκτικά σοκάκια με φθαρμένα, «κουρασμένα» αλλά πανέμορφα αποικιακά κτίρια και γραφικές εικόνες, όπως οι Ινδιάνες με τις κοτσίδες που έβγαζαν σεβαστικά τα καπέλα τους για να μουν στην εκκλησία. Το χωριό είχε και μια δόση μελαγχολίας και decadence, που το έκανε ακόμη πιο αξιόλογο στα μάτια μου. Αποφάσισα λοιπόν την επομένη που θα επισκεπτόμουν ένα αντίστοιχο, την Totora - που δεν την επισκέφθηκα σήμερα για να επιστρέψω σπίτι με τη super duper σύνδεση για να δω Ευρωλίγκα, ΝΒΑ και να κάνω και την τιμμένη online αίτηση για ραντεβού με την εμρικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα- να διανυκτερεύσω κιόλας εκεί, για να τη ζήσω καλύτερα την ατμόσφαιρα.
Άφησα λοιπόν πίσω μου την όμορφη Tarata κι επέστρεψα για το τελευταίο βράδυ μου στην Cochabamba, όπου ολοκλήρωσα την τριωρη (!) διαδικασία ραντεβού για την αμερικάνικη πρεσβεία, αποβλακώθηκα βλέποντας Ευρωλίγκα, παίζοντας στοίχημα και τσατάροντας με το Δευκαλίωνα ενόσω βλέπαμε ΝΒΑ από διαφορετικές ηπείρους (τι σου είναι η τεχνολογία, θαύμα!) ενώ στην αναζήτησή μου για ασιατική κουζίνα, αφού ρώτησα μέχρι κι ένα κορεάτη ζαχαροπλάστη έφαγα άκυρο, για να καταλήξω στο Chuquisaca Paprika, ένα εξαιρετικό γκουρμέ εστιατόριο όπου έφαγα τους σκασμού (αλλά υγιεινά! Κίνουα κλπ για να μη λέει ο φίλος μου ο @kitsos!) πρινεπιστρέψω στο διαμέρισμα για να βρω ένα μήνυμα από τον @Defkalion που αρχικά αγνόησα: «τα’ μαθες; Πέθανε ο Φιντέλ». Δεν έδωσα σημασία κι επικεντρώθηκα στο να κερδίσω 62€ από το στοίχημα, έχω βαρεθεί να ακούω επί χρόνια ότι ο Φιντέλ πέθανε για να τον βλέπω σε λίγες ημέρες να κάνει πολύωρο διάγγελμα. Δε θα τον ξανάβλεπα...
Την επομένη σηκώθηκα όλο κέφι. Μετά από τρεις μάλλον τεμπέλικες μέρες στη συμπαθέστατη Cochabamba επιτέλους ήρθε η μέρα για το Incallajta, έναν ακόμη αρχαιολογικό χώρο –από τους Ίνκας αυτή τη φορά- που ελάχιστοι επισκέπονται, ενώ είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα περνούσα το βράδυ στην Totora μετά την τόσο θετική εμπειρία της Tarata.
Το καλό με αυτές τις απομονωμένες αρχαιολογικές πόλεις είναι ότι φτάνεις κι είσαι μόνος σου, έχεις όλο το χώρο για σένα. Το κακό είναι ότι συχνά κανείς δεν ξέρει πώς φτάνεις μέχρι εκεί. Έφαγα όλο το πρωινό να ρωτάω από το ένα πρακτορείο μεταφορών στο άλλο, τα γραφεία των αυτοκινητιστών, τελικώς βρέθηκε μια καλή γιαγιούλα που πήρε σβάρνα όσα γραφεία λεωφορείων δεν πήρα εγώ και επφάνθη ότι υπάρχει shared taxi που πηγαίνει μέχρι ένα χωριό στο τέρμα Θεού ονόματι Pocona κι από εκεί... ο Θεός βοηθός. Καλό ακουγόταν. Μάλιστα οι υπόλοιποι 3 επιβάτες που απαιτούνταν ως μίνιμουν για να φύγει το ταξί βρέθηκαν εντός μιας ώρας και ξεκινήσαμε για την Pocona. Ο οδηγός μάλιστα που ήταν ... Ποκονιανός είχε «ακούσει» για το Incallajta, με βεβαίωσε πως υπάρχει και χωμάτινος δρόμος για εκεί και τον έψησα με τα πολλά, αφού θα άφηνε τους υπόλοιπους πριν την Pocona να πάει μαζί μου μέχρι το Incallajta, να με περιμένει και να με αφήσει και στην Totora. Μεγάλη υπόθεση να μιλάς τη γλώσσα της χώρας... Στην Κίνα θα ήμουν ακόμη στην πόλη αφετηρίας, θα έκανα συνεννόηση καρούμπαλο και στο τέλος, πάνω που πίστευα ότι συνεννοήθηκα και κατάλαβαν πού θέλω να πάω, θα μου έφερναν... ένα κουτάλι. True story, εκείνοι οι τέσσερις μήνες στην Κίνα (χωρίς επισκέψεις σε Σαγκάη, Καντόνα και λοιπές μεγάλες πόλεις, όλο επαρχία, με ατέλειωτα τρεκ από χωριά μειονοτήτων σε απίθανες ορεινές κοινότητες) μου άφησαν πολλά κατάλοιπα. Τουλάχιστον μπόρεσα και είδα μια Κίνα αυθεντική, χωρίς τουρισμό, με καταπληκτικά χωριά όπου με φιλοξενούσαν αγαθοί αγρότες, αλλά το μπάχαλο της επικοινωνίας μου έσπασε τα νεύρα. Τέλος πάντων, εκείνα έγιναν πριν δέκα χρόνια, δεν είναι της παρούσης.
Της παρούσης ήταν ότι στην Pocona θα αλλάζαμε αμάξι, αλλά όχι και οδηγό. Ο ευγενής οδηγός μου εξήγησε πως είχε και δεύτερο σαραβαλάκι, ακόμη χειρότερο, και για να φτάσει στο Incallajta προτιμούσε εκείνο, διότι ο δρόμος είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όσο εκείνος λοιπόν έκανε την αλλαγή οχημάτων εγώ έκανα τη βόλτα μου στους ερημικούς και σκονισμένους δρόμους αυτής της Pocona που έμοιαζε εγκαταλελειμένη, μέχρι που πέτυχα μπροστά μου ένα μπούγιο από πενήντα νοματαίους που περιέφεραν μια κούκλα ντυμένη στα κίτρινα. Μια τρελοκοτσιδού γιαγιούλα φίλησε την κούκλα, της ψέλισσε μια χάρη που ήθελε να της ζητήσει, προσκήνυσε κι ενώθηκε κι αυτή στην περιφορά. Δεν κρατήθηκα και ρώτησα τι συμβαίνει. Μου απάντησαν ότι η κούκλα είναι ο «Senor de Consuelo» και τον έβγαλαν σε περιφορά διότι έχει ανομβρία εδώ και πολλούς μήνες, δεν αντέχουν άλλο τα χωράφια. Μάλλον δίκιο είχαν οι άνθρωποι, μάρτυράς τους και η σκόνη. Τους ρώτησα αν μπορούσα να τους βγάλω φωτογραφία, κανείς δεν είχε αντίρρηση κι ένας πιτσιρικάς μου είπε να τις βάλω και στο Facebook. Μιας που αρχίσαμε τα αστειάκια τους είπε αν γίνεται να πουν στο Senor de Consuelo να μη βρέξει πριν τις 5, γιατί θα πήγαινα στο Incallajta και δε με βόλευαν οι πολλές λάσπες. «Μην ανησυχείς», μου απάντησε ένας μεσήλικας όλο σοβαρότητα, «για το βράδυ έχουμε ζητήσει να βρέξει, πήγαινε με την ησυχία σου και σ’ ευχαριστούμε που έρχεσαι στα μέρη μας». Το είπε με μια σιγουριά ότι θα βρέξει που σχεδόν τον πίστεψα, βλέποντάς τον να απομακρύνεται μαζί με την πομπή, που μάλιστα άναψε και καπνογόνο. Μπήκα στο (δεύτερο) αμάξι του συμπαθούς οδηγού μου που μου σύστησε και την κορούλα του που θα παίρναμε μαζί και τον ρώτησα αν πιστεύει ότι θα βρέξει σήμερα, κοιτώντας τον καταγάλανο ουρανό. «Ε, σίγουρα! Αφού έβγαλαν για περιφορά τον Senor de Consuelo!», είπε όλο βεβαιότητα... «Τον βγάζουν μόνο όταν φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο κι αυτός πάντα φέρνει βροχή. Ε, πια είναι στο απροχώρητο, θα ρίξει καρέκλες σήμερα». Καλά...
Στη διαδρομή για το Incallajta δε συναντήσαμε ψυχή. Πάντως ο αρχαιολογικός χώρος διέθετε κέντρο υποδοχής, ολοκαίνουριο μάλιστα (πείτε ό,τι θέλετε για τον Έβο, μόνο μην πείτε ότι δεν έκανε έργα) όπου κλήθηκα να πληρώσω το εισιτήριό μου σε ένα... επτάχρονο! «Τι παριστάνεις εσύ εδώ;», τη ρώτησα. «Είμαι η εισπράκτορας», απάντησε. Τη στραβοκοίταξα για να μου εξηγήσει όλο περηφάνεια ότι κανονικά είναι στη θέση της η μαμά της, η οποία όμως είχε πάει σπίτι για σιέστα και για να φροντίσει την άρρωστη γιαγιά της, οπότε η μικρή κάθε μέρα την καλύπτει κάποιες ώρες. Μου έκοψε εισιτήριο, σημείωσε υπομονετικά το όνομά μου και με ενημέρωσε πως ήμουν ο τρίτος (και τελευταίος) επισκέπτης για σήμερα, αφού το χευγάρι των Γάλλων είχε πάει νωρίς το πρωί. Τις δυο προηγούμενες ημέρες δεν είχε επισκεφθεί κανείς το χώρο, αλλά πού και πού έρχονται κάποια σχολεία και μεμονωμένοι ταξιδιώτες.
Έριξα μια ματιά στο χάρτη του αρχαιολογικού χώρου στον τοίχο για να έχω μια αίσθηση του χώρου, που είναι αρκετά μεγάλος, αλλά ας μη γελιώμαστε, ήξερα ότι θα χαθώ, για εμένα μιλάμε, εντελώς καμία αίσθηση προσανατολισμού, είμαι ο κλασικός τύπος που μπαίνει σε ένα κατάστημα και μετά δε θυμάται από πού ήρθε, αριστερά ή δεξιά. Εξακολουθώ να μην ξέρω να δώσω οδηγίες προς το σπίτι μου σε φίλους, ενώ κάποτε που σπούδαζα στην Ελλάδα χανόμουν συνέχεια κάθε μέρα στο ίδιο σημείο στο δρόμο για τη σχολή με το μηχανάκι και ρωτούσα... τον ίδιο περιπτερά ο οποίος στο τέλος συγχύστηκε και μου είπε «Βλαμμένο είσαι αγόρι μου; Κάθε μέρα έρχεσαι ίδια ώρα με το ίδιο κράνος και κάνεις την ίδια ερώτηση, είπαμε στο δεύτερο γ...νο φανάρι στρίβεις αριστερά, αϊ σιχτήρ!».
Τελικά η σηματοδότηση εντός του αρχαιολογικού χώρου αποδείχθηκε επαρκέστατη. Ο ίδιος ο χώρος πάντως ήταν λιγότερο εντυπωσιακός του αναμενομένου. Ίσως περίμενα καλύτερη θέα, πιο πράσινο περιβάλλον (αλλά είχε να βρέξει μήνες, εμ δεν έβγαζαν και τον Senor de Consuelo βόλτα οι περίοικοι), ίσως περίμενα καλύτεα λιθόκτιστα. Θεωρητικά ο χώρος είναι ο σημαντικότερος αρχαιολογικός της χώρας μετά το –εκπληκτικό κι ας μην το επισκέφθηκα σε αυτό το ταξίδι- Tiahuanako κι είχα διαβάσει ότι διαθέτει πάνω από 50 κτίρια στα 12 εκτάρια όπου εκτείνεται, κι ότι αποτελούσε μια ρέπλικα του Κούσκο, χτισμένο το 1460 από τον ξεχασμένο (αλλά σημαντικότατο) Tupac Yupanqui, για να ξαναγίνει γνωστό μετά την εγκατάλειψή του το 1914 από κάποιο Σουηδό ζωολόγο κι εθνολόγο.
Αρχικά ανέβαινα σκαλιά, πέρασα αρκετά τοιχάκια, μερικά διαλυμένα κτίρια και απογοητεύτηκα που ο ρυθμός δεν είχε καμία σχέση με τις τραπεζοειδείς θύρες των Ίνκας και το αυτοκρατορικό στιλ της σφήνωσης λίθων της ακμής τους. Πιο πολύ λιθόκτιστο έμοιαζε, αν και τελικά ανεβαίνοντας έφτασα και στο kallanka, του οποίου το μέγεθος ήταν εντυπωσιακό: 25 επί 80 μέτρα, πρέπει να είναι από τις μεγαλύτερες κατασκευές των Ίνκας και στηριζόταν από θεόρατες κολώνες, που δυστυχώς δε σώζονται. Λίγα όμορφα ζιγκ ζαγκ, ένας σχεδόν ξερός καταρράκτης (άντε ρε Senor de Consuelo) κι ένα εντελώς σιωπηλό τοπίο συνέθεταν το ολίγον απογοητευτικό σκηνικό, που σου άφηνε πάντως την αίσθηση ότι πήγες στα πέρατα του κόσμου. Ειδική μνεία στις ενημερωτικές πινακίδες που εν μέρει κάλυπταν το βαθμό διάλυσης των κτιρίων επεξηγώντας πώς θα έπρεπε να φαίνονταν, κάνοντας παρομοίωση με άλλα, εξαιρετικά άγνωστα μνημεία των Ίνκας, το οποίο βρήκα έξυπνη τακτική.
Μια ωρίτσα αργότερα και μερικές θερμίδες λιγότερες (ακούς @kitsos! ; )επέστρεψα στο αυτοκίνητο για να βρω την κορούλα του οδηγού μας να του κάνει μασάζ! Συμπαθέστατο κοριτσάκι, έπλεκε σε όλη τη διαδρομή, εξαιρετικά ντροπαλό δεν ήθελε να βγει φωτογραφία. Οι κοινότητες που περάσαμε στο δρόμο για την Totora είναι εντελώς ξεχασμένες, πού βρέθηκα πάλι (έτσι να ψάχνουν μερικοί αναγνώστες στο googlemaps). Φτάνοντας, ο συμπαθής οδηγός με άφησε στην πόρτα ενός ξενοδοχείου, το οποίο όμως έχει υπενοικιάσει το λόμπι του σε μια κυρία που μαγείρευε στις κατσαρόλες της και πουλούσε χόρτα! Τρία παιδάκια έπαιζαν στον ακάλυπτο, τα ρώτησα αν λειτουργεί το ξενοδοχείο και με έγραψα κανονικά, προφανώς διότι η ερώτηση ήταν περιττή. Τελικά ένας παππούς μου είπε ότι το χωριό διαθέτει δυο πανδοχεία πιο κάτω. Το πρώτο ονόματι Villa Eva ήταν απέξω πανούκλα αλλά από μέσα κούκλα και με λίγα ευρώ είχα ένα συμπαθές δωμάτιο με ζεστό νερό και wifi (ναι, ναι, στην Totora παρακαλώ). Το πήρα με μεγάλη χαρά κι έδωσα την ταυτότητά μου στην κυρία για το τσεκ ιν. «Από την Κούβα είσαι;», ρώτησε. Σκέφτηκα ότι θα με ρωτήσει αν απέδρασα από το νησί, αν είναι καλός ο κομουνισμός ή αν είμαι γιατρός (κατά 90% αυτό σε ρωτάνε μόλις δουν κουβανική ταυτότητα) αλλά η ερώτησή της με άφησε σύξυλο: «Ξέρεις ότι πέθανε ο πρόεδρός σας σήμερα, ε;». Αρχικά σκέφτηκα ότι πέθανε ο Ραούλ και κοκκάλωσα... Μετά πήγε στο μυαλό μου στο μύνημα του Δευκαλίωνα... Είναι αλήθεια. Πέθανε ο Φιντέλ. «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια... Βάλε τηλεόραση να δεις», μου είπε και μου έδειξε τον καναπέ της.
Το ισπανόφωνο CNN είχε απευθείας σύνδεση με... το Μαϊάμι. Ένας κατάλευκος και θεόχοντρος υπέργηρος αμερικανοκουβανός έλεγε πώς περίμενε όλη του τη ζωή αυτή τη μέρα. Και ότι περιμένει την επιστροφή στη δημοκρατία για να ξαναπατήσει κουβανικά χώματα. Αναρωτήθηκα αν του έχει πει κανείς ότι ο Φιντέλ δεν κυβερνάει εδώ και 10 χρόνια. «Κυβερνούσε», σκέφτηκα, «όχι κυβερνάει, να συνηθίσουμε τον αόριστο». Έχει περάσει σχεδόν χρόνος από τότε κι ακόμη δυσκολεύομαι με τον αόριστο. Ο παρουσιαστής ανήγγειλε νέα σύνδεση για το σχολιασμό της είδησης του θανάτου. Έλπιζα να δω εικόνες από την Αβάνα. Μπα, “Little Havana” έλεγε η οθόνη, πάκι σύνδεση με το Μαϊάμι, πάλι ένας χοντρός λευκός χαιρόταν που χάθηκε «Αυτό το καθίκι, ο σατανάς, στην κόλαση θα εκαίγεται σίγουρα». Τρίτη σύνδεση, πάλι με το Μαϊάμι, ε στον τρίτο χοντρό λευκό είπα να πάω να συνδεθώ στο ίντερνετ στο δωμάτιό μου μπας και δω τι γίνεται στη χώρα μου, το Μαϊάμι το εμπεδώσαμε. Αφού είδα ότι δεν έχω ούτε ένα μέιλ από Κούβα (σκίζουμε από τηλεπικοινωνίες, πάντα πρωτοπόροι) αποφάσισα να πλυθώ, να δω το χωριό και μετά να ασχοληθώ με τα του Φιντέλ. Κάνοντας ντους σκέφτηκα πόσο ειρωνικό ήταν ότι επί χρόνια φανταζόμουν αυτή τη στιγμή, το πώς θα ήταν η κηδεία και το λαϊκό προσκήνυμα στην Πλατεία της Επανάστασης, λίγα μέτρα από το σπίτι μου, και τελικά δε θα το ζούσα όλο αυτό επειδή είχα πάει να δω... το σημείο ταφής του Τσε. Ξέπλενα τη σκόνη και σκεφτόμουν τις ομιλίες στην Πλατεία, τα ατέλειωτα τηλεοπτικά διαγγέλματα, την πρώτη φορά που τον είδα από κοντά, αναρωτήθηκα ως τι θα μείνει στην ιστορία.
Αλλά η ζωή συνεχίζεται κι εγώ είχα λίγες ώρες στη διάθεσή μου να δω την Totora, σε λίγο θα έπεφτε ο ήλιος. Λοιπόν το χωριό είναι καταπληκτικό! Πολύ όμορφα αποικιακά κτίρια, φυσκά Ινδιάνοι παντού, εξαιρετικές αψίδες, αλλά μέ έκοψε και λόρδα κι είπα να φάω κάτι. Στην πανέμορφη κεντρική πλατεία έκατσα στις πλαστικές καρέκλες μιας συμπαθέστατης κοπελίτσας που σέρβιρε το μενού της ημέρας για 10 bolivianos. Ρώτησα τι περιλαμβάνει και μου είπαν πως είναι «σούπα με milanesa”. Πάλι milanesa; Ούτε στο Μιλάνο δεν έχει τόσες. Τέλος πάντων, σκέφτηκα, θα φάω τη σούπα. Τρία λεπτά αργότερα ήρθε η κοπέλα με τη milanesa «σούπα δεν έχει μείνει, χίλια συγγνώμη, συγγνώμη, δεν ήξερα, συγγνώμη». Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Την έφαγα σε δυο λεπτά της αφησα και φιλοδώρημα και βγήκα για φωτορεπορτάζ. Είχε και κάτι καταπληκτικές αφίσες για το ετήσιο φεστιβάλ πιάνου που διοργανώνεται στην Totora (ναι, στην Totora!) κι αναρωτήθηκα αν ο επόμενος Μπετόβεν θα μπορούσε να είναι Τοτοριανός, Τοτορικιανός, Τοτοραίος ή όπως λέγονται οι κάτοικοι του χωριού τέλος πάντων. Παρακάτω είχε μια αφίσα ένας curandero που λύνει «όλα τα μάγια, ΕΓΓΥΗΣΗ, στο Don Lucho». Σκέφτηκα ότι η εγγύηση του Don Lucho είναι για τον... Λούτσο και συνέχισα. Πιο κάτω γινόταν γλέντι γάμου, χαμός, φασαρία, συκγροτήματα και υπερπαραγωγή κιτς. Τρομερό το χωριό, δεν είναι μόνο τα κτίρια (πολλά εκ των οποίων επισκευάστηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1998), αλλά και τα μαγαζάκια άλλου αιώνα, το ποτάμι όπου το μισό χωριό πλένει τα ρούχα του και... τα παιδιά του, οι απίθανες ξύλινες σκαλιστές πόρτες κι ένα αρχαίο ηλεκτρονικό παιχνίδι, εύκολα ήταν 35 ετών...
Είχε νυχτώσει πια αλλά δε χόρταινα να περπατάω και να βγάζω φωτογραφίες, μέχρι που είδα πως πείνασα πάλι. Έψαξα να βρω καμιά πέστροφα αλλά το παρακμιακό εστιατόριο με τα τρία πλαστικά τραπέζια και την κυρία που μαγείρευε στο πάτωμα βλέποντας ένα απερίγραπτο τηλεπαιχνίδι με γυμναστές-χορογράφους σέρβιρε μόνο... milanesa. Ρώτησα αν υπάρχει άλλο εστιατόριο, μου έδειξαν ένα δυο στενά πιο κάτω όπου ένας κύριος που είχε μόνο τα ζυγά δόντια μου ανακοίνωσε ότι σήμερα έχει... milanesa. Ε τι να κάνω, έφαγα milanesa για άλλη μια φορά σε αυτή την αξιαγάπητη χώρα και κατευθύνθηκα στο δωμάτιό μου, αυτή τη φορά υπό βροχή. Πολλή βροχή μιλάμε, απίθανη καταιγίδα από το πουθενά. «Πωπω, είχε πολύ καιρό να βρέξει», μου είπε η κυριούλα που με φιλοξενούσε και το μυαλό μου πήγε στους κατοίκους της Pocona. A ρε, Senor de Consuelo, με ρούπωσες.