Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός
- Προσδοκίες
- Βόρειο Περού
- Photos Βόρειο Περού
- Βόρειο Περού II
- Photos Βόρειο Περού II
- Βόρειο Περού III
- Photos Βόρειο Περού III
- Βόρειο Περού IV
- Photos Βόρειο Περού IV
- Cuelap
- Photos Cuelap
- Βόρειο Περού V
- Photos Βόρειο Περού V
- Βόρειο Περού VI
- Photos Β.Περου by Krekouzas
- Αξιολόγηση 1ου μέρους – Βόρειο Περού
- Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο κ περίχωρα
- Photos Cuzco
- Trek Περού
- Photos Trek Περού
- Trek Περού II
- Photos Trek Περού II
- Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Photos Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Τρέκ Περού ΙV
- Photos Τρέκ Περού ΙV
- Τρέκ Περού V
- Photos Τρέκ Περού V
- Μάτσου Πίτσου
- Photos Μάτσου Πίτσου
- Cuzco II
- Photos Cuzco II
- Choquequirao Τρεκ
- Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Rainbow Mountain
- Photos Rainbow Mountain
- Αξιολόγηση 2ου μέρους
- Top 5 by krekouzas
- The White Rock
- Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Photos Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Διαδρομή προς Iskanwaya
- Photos Διαδρομή προς Iskanwaya
- Iskanwaya
- Photos Iskanwaya
- Salar De Uyuni
- Photos Salar De Uyuni
- Laguna Colorada
- Photos Laguna Colorada
- Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Photos Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Διαδρομή Προς Tupiza
- Photos Διαδρομή προς Tupiza
- Potosi-Sucre
- Photos Potosi-Sucre
- Santa Cruz
- Photos Santa Cruz
- Top 5 Bolivia by Krekouzas
- Samaipata - Vallegrande
- Photos Samaipata - Vallegrande
- Βολιβιανά ΑΤΜs
- Misiones
- Photos Misiones
- Santa Cruz la Vieja
- Photos Santa Cruz la Vieja
- Torata
- Photos Torata
- Αξιολόγηση Βολιβία
- Κεντρικές Άνδεις
- Photos Κεντρικές Άνδεις
- Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Photos Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Vilcashuaman
- Photos Vilcashuaman
- Quinua-Lima
- Photos Quinua-Lima
- Αξιολόγηση 4ου μέρους
- Ushuaia
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική
- Photos Ανταρκτική
- Ανταρκτική ΙΙ
- Photos Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική ΙIΙ
- Photos Ανταρκτική ΙIΙ
- Ανταρκτική ΙV
- Photos Ανταρκτική ΙV
- Ανταρκτική V
- Photos Ανταρκτική V
- Ανταρκτική VI
- Photos Ανταρκτική VI
- Back to Ushuaia
- Last Day Ushuaia
- Αξιολόγηση Ανταρκτική
- Σαντιάγκο
- Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Photos Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Σαν Πεδρο Ατακάμα II
- Σαν Πεδρο Ατακάμα III
- Σαν Πεδρο Ατακάμα IV
- Επιστροφή στο Σαντιάγκο
- Perito Moreno
- Photos Perito Moreno
- Torres del Paine
- Photos Torres del Paine
- Latam
- Παταγονία
- Photos Παταγονία
- Παταγονία ΙΙ
- Παταγονία ΙΙI
- Παταγονία ΙV
- Photos Παταγονία ΙV
- Οινογνωσία
- Βίνια Ντελ Μαρ - Βαλπαραϊσο
- Αξιολόγηση Χιλής
- Βαθμολογία - Αποτίμηση
- Τοπ 15 Εικόνων
Βάλαμε την αφύπνιση στις 4.30 τα χαράματα και πήγαμε ντουγρου για πρωινό, το οποίο ήταν αντάξιο του ξενοδοχείου, κάναμε checkout και περιμέναμε τον Έβερτ, τον εξοπλισμό και φυσικά το βανάκι που θα μας πήγαινε μέχρι το Huancacalle, το χωριό από όπου θα ξεκινούσαμε το τρεκ μας, καλύπτοντας μια απόσταση 7 ωρών. Άργησαν λίγο να έρθουν, αλλά ο εξοπλισμός φαινόταν επαγγελματικός, ο οδηγός και ο μάγειρας συμπαθέστατοι και το ηθικό όλων ακμαιότατο.
Στάση για πρωινό κάναμε στο Ollantaytambo, το μυθικό οχυρό όπου οι Ισπανοί υπέστησαν μια από τι πιο ντροπιαστικές τους ήττες στην ήπειρο, όταν οι Ίνκας έκαναν εκτροπή ποταμού προκειμένου να πλημμυρίσουν την κοιλάδα και να ακινητοποιήσουν στο βούρκο τα άλογα των Ισπανών, που κόντεψαν να αποδεκατιστούν. Το λατρεύω το μέρος, έχει φοβερή ατμόσφαιρα, έναν αρχαιολογικό χώρο μεγάλης σημασίας και οπτικής ηδονής κι ένα χωριουδάκι που διατηρεί τη ρυμοτομία των παλιών αστικών κέντρων του Tawantisuyu όσο ελάχιστα. Πλέον αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης τουριστών,, αλλά εμείς δε θα το επισκεπτόμασταν, η στάση ήταν καθαρά για να αγοράσουμε κάποια... πολεμοφόδια, να πάρει το πρωινό του ο οδηγός και να ψωνίσουμε και πραγματάκια που ενδεχομένως να είχαμε ξεχάσει. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έπρεπε να αγοράσω μια πλεκτή χοντρή ζακέτα, δεν είχα κανένα μπουφάν και θα έκανε κρύο, αλλά πίστευα πως το (μοναδικό μου) πουλόβερ τύπου φλις θα έκανε τη δουλειά του και το να βάλω μια ζακέτα στο daypack μου θα ήταν έξτρα βάρος και ταλαιπωρία. Τελικά το αγόρασα και μάλλον ήταν τα 23€ καλύτερα δαπανηθέντα σε όλο το ταξίδι, δε νομίζω πως θα είχα επιβιώσει εύκολα χωρίς τη ζακέτα.
Περιμένοντας να βάλουμε καύσιμα στο Ollantaytambo, από το οποίο έχω εξαιρετικές μνήμες από τις προηγούμενες επισκέψεις μου, παρακολουθούσαμε τους περουβιανούς αχθοφόρους να κουβαλούν απίστευτα ογκώδεις μπόγους: το χωριό αποτελεί αφετηρία για το Inca Trail κι έτσι οι εικόνες των μικροσκοπικών υπερανθρώπων που διανύουν απίστευτες αποστάσεις σε μεγάλα υψόμετρα με 30 κιλά στον ώμο τους είναι καθημερινό. Μπήκαμε στο βανάκι και συνεχίσαμε τη διαδρομή, αρχίζοντας πλέον να ανεβαίνουμε αισθητά και απότομα σε υψόμετρο, από φανταστικές και πάλι διαδρομές. Θα με διαβάζει κανένας και θα λέει «όλες τις διαδρομές φανταστικές τις βρίσκει αυτός», αλλά τι να κάνω, είναι το είδος των τοπίων που με συγκλονίζουν. Μπόρεσα να κοιμηθώ και λίγο στο δρόμο, αλλά με ξύπνησαν όταν φτάσαμε στο πέρασμα Malaga, όπου βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες δίπλας την ταμπέλα που πιστοποιούσε πως βρισκόμαστα σε υψόμετρο 4.316 μέτρων. Έκανε πλέον κρύο, άσχετα αν το Yeti της Λαμίας, Ο Άνθρωπος που δεν Κρύωσε Ποτέ, ο Τσακ Νόρις των θερμοκρασιών και των αντοχών, ο Grizzlie του ανθρώπινου είδους, ο Ταξιδιώτης των 7 ηπείρων και των 5 θαλασσάων γνωστός ως @Krekouzas ήταν με σορτσάκι και αμάνικο ο αθεόφοβος, δεν πρέπει να είχε πάνω από 6-7 βαθμούς Κελσίου.
Για το υπόλοιπο της διαδρομής, αφού με ξύπνησαν, άρχισα να μοιράζομαι ιστορίες με τον Κυριάκο και τον Παναγιώτη κι ένιωσα τη χημεία μας να βελτιώνεται. Η αλήθεια είναι πως η πρώτη μου εντύπωση για τον Κυριάκο δεν ήταν η καλύτερη, αλλά γνωρίζοντας πόσο εντελώς λάθος μπορώ να είμαι στις κρίσεις μου για τους ανθρώπους, περίμενα για να διαπιστώσω ότι ο άνθρωπος είναι εξαιρετικό παιδί και trekker με τα όλα του: ο ασκούμενος δικηγόρος Κυριάκος μόλις πήρε το πτυχίο του πήρε ένα σάκο 20 κιλών και έκανε όλη την Πελοπόννησο περπατώντας από βουνοκορφή σε βουνοκορφή επί ένα μήνα, χωρίς χρήματα στην τσέπη και μόνο με τις προμήθειες που είχε μαζί του, ολομόναχος. Ο δε Παναγιώτης μας έλεγε ιστορίες από το Κιλιμάντζαρο, ενώ ο οδηγός μας εξέπληξε με τις ροκ επιλογές του (Guns n’ Roses, Queen κλπ) αν και μου τα χάλασε στο τέλος με κάτι μεξικάνικα racnheros (ξέρετε αυτά τα «α-για-γιαϊιιιιι» ου ως θέμα έχουν έναν που τον παράτησαν ή που παράτησε κάποια, μετά τα ήπιε μόνος του και φώναζε «α-για-γιαααααϊ» προσπαθώντας να πνίξει τη θλίψη του και να καταστρέψει τα αυτιά μας).
Ακολούθησε άλλη μια στάση, αυτή τη φορά για να επισκεφθούμε ένα μικρό αρχαιολογικό χώρο από την εποχή των Ίνκας, πιθανότατα σταθμό ξεκούρασης για τους δρομείς chasqui που τρέχοντας σε πλήρη ταχύτητα διένυαν όλη την αυτοκρατορία μεταφέροντας μηνύματα και προϊόντα με φοβερή ταχύτητα εν είδει σκυταλοδρομίας, ίσως και σημείο ελέγχου για το εμπόριο, ίσως και σημείο συλλογής φόρων... ποιος ξέρει; Με τη γραφή των Ίνκας (τα quipus) να έχουν καταστραφει ολοσχερώς από τους Ισπανούς και τους μνήμονες και τους χειριστές των quipus να έχουν εξολοθρευθεί συστηματικά, δε θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς ήταν εκείνο το σύμπλεγμα κτιρίων με τη θέα σε μια μικρή, γαλήνια κοιλάδα. Επειδή η είσοδος πάντως είχε λαξευθεί με το καλσικό προσεκτικό στιλ της αυτοκρατορικής αρχιτεκτονικής, υπέθεσα πως κάποια χρήση για τελετουργίες θα είχε. Κάθε φορά που βλέπω λαξευμενες πέτρες των Ίνκας πάντως θυμάμαι αυτό που είχε γράψει ο Τσε στα ημερολόγια από το ταξίδι του με τη μοτοσικλέτα: «είναι περίεργο πώς μπορεί κανείς να νιώσει νοσταλγία για ένα πολιτισμό που δε γνώρισε ποτέ».
Λίγο πιο κάτω κάναμε στάση για μεσημεριανό σε ένα μαγειρείο, όπου οι ντόπιοι παρακολουθούσαν με το στόμα ανοιχτό τον Κρεκούζα να γεμίζει το ένα πιάτο μετά το άλλο. Την Κρεκουζίσαμε και σήμερα Κωστάκη, ε; Οι στροφές συνέχισαν ασταμάτητα, κατεβήκαμε στα 1.200 μέτρα για να ξανανέβουμε στις τρεις χιλιάδες, περνώντας από φαράγγια, γέφυρες και κάτι ψαράδες που μας κουνούσαν τις πέστροφες μέσα από το νερό προσπαθώντας να τις πουλήσουν, μέχρι που εξαντλήθηκε η άσφαλτος και ο οδηγός μας βρέθηκε να ακροβατεί στο γκρεμό, όπου λόγω μηδαμινού εύρους όταν συναντιόντουσαν δυο οχήματα το ένα έπρεπε να πηγαίνει με την όπισθεν μέχρι να βρεθεί ο ελάχιστος απαραίτητος χώρος για να γίνει η μανούβρα και να χωρέσουν και οι δύο. Την παράσταση πάντως την έκλεβε η φύση, αφού είχαμε φτάσει σε εκείνο το μαγικό κομμάτι όπου η βλάστηση των Άνδεων συναντά το τροπικό του Αμαζονίου δημιουργώντας φυσικά τοπία που διακόπτονταν μόνο από μικροσκοπικές απομονωμένες κοινότητες αποκλειστικά Ινδιάνων.
Στην Huancacalle τελικά φτάσαμε κατά τις 4 το απόγευμα, δηλαδή πολύ αργά για να κάνουμε την πεζοπορία για τα αρχαία, τα οποία και θα αφήναμε για την επομένη. Ο Έβερτ μας είπε πως αφού θα περνούσαμε το βράδυ στη μικρή αυτή κοινότητα, αντί για σκηνές θα μπορούσαμε να θέλαμε να κοιμηθούμε σε κάποια ντόπια οικογένεια, όπου υπήρχαν διαθέσιμα κάποια υποτυπώδη δωμάτια για μας, ενώ ο Έβερτ, ο οδηγός κι οι αλογατάδες που βρήκαμε επιτόπου θα κοιμόνοτουσαν στη σκηνή που θα έστηναν στην αυλή. Μάλιστα είχαμε στη διάθεσή μας και δυο ώρες με φως για να κάνουμε μια βόλτα γνωριμίας στο χωριό μέχρι να ετοιμαστεί το δείπνο.
Από τα πρώτα λεπτά ήταν ξεκάθαρο πως για τους ντόπιους ήμασταν από τη μια καλοδεχούμενοι κι από την άλλη εξαιρετικά αξιοπερίεργοι, αφού μας χαιρετούσαν όλοι, συμπεριλαμβανομένου ενός κόκκορα που για κάποιο λόγο του είχαν φορέσει σφουγγαρόπανα στις πατούσες. Λες να ανακάλυψαν οι Ίνκας την παρκετέζα πριν από αιώνες χρησιμοποιώντας κόκορες; Μεγαλοφυές. Τα παιδάκια κι ένας τρομερός παππούς πόζαραν κάθε φορά που τους παίρναμε φωτογραφία, ενώ στο μοναδικό σχολείο του χωριού λάμβανε χώρα ένα αυτοσχέδιο ματς ποδοσφαίρου 5Χ5, όπου κάναμε καζούρα στην ομάδα των καλτ ντόπιων που έχαναν με 7-0, ενώ καθίσαμε δίπλα στη... θύρα των φανατικών, δηλαδή κάτι cholitas (ινδιάνες με τις παραδοσιακές τους φούστες) και γελάσαμε πολύ. Περάσαμε κι από το τοπικό νεκροταφείο, όπου μου έκαναν εντύπωση τα πλαστικά λουλούδια που είχε αφήσει ο κόσμος πάνω στα μνήματα, σε ένα χωριό με πανέμορφες παραδοσιακές εικόνες, όπως μια γιαγιάκα με το μπαστούνι της να περνάει μια γέφυρα από κορμούς δέντρων ή τα παιδάκια ενθυσιασμένα που μας έβλεπαν να μας χαιρετουν με φρενίτιδα από μια αυλή.
Το δείπνο ετοιμάστηκε και το φάγαμε στη σκηνή μας στον κήπο. Περίμενα το πρώτο δείγμα του μάγειρα που θα είχαμε για τις επόμενες μέρες μαζί μας και ο οποίος ντεμπουτάρισε με σουπίτσα (εμ τι Άνδεις είναι αν δεν έχει σουπίτσα; ) και μια ωραιότατη πέστροφα με σάλτσα από κρεμμύδια. Καθισμένοι γύρω από το μικροσκοπικό πτυσσόμενο τραπεζάκι, ήπιαμε τη ζεστή μας σοκολάτα, πιάνοντας κουβέντα με τον Έβερτ και καθώς οι ώρες περνούσαν ένιωσα ότι γνωριζόμασταν χρόνια μεταξύ μας. Πριν κοιμηθούμε για τελευταία φορά κατά τη διάρκεια τρεκ σε στρώμα, σκέφτηκα πόσο τυχεροί είμαστε που βρισκόμαστε σε ένα τόσο όμορφο και αυθεντικό κομμάτι του πλανήτη, μακριά από τον πολιτισμό και τον «πολιτισμό», ενώ σε λίγες ώρες θα βρισκόμασταν στο Vitcos, μπαίνοντας κι επίσημα στον Αρχαιολογικό Χώρο της Vilcabamba. Τελευταία πρωτεύουσα των Ίνκας, που σε έψαχναν επί αιώνες και μάλιστα πέρασαν το Μάτσου Πίτσου για σένα... σου ερχόμαστε!
Στάση για πρωινό κάναμε στο Ollantaytambo, το μυθικό οχυρό όπου οι Ισπανοί υπέστησαν μια από τι πιο ντροπιαστικές τους ήττες στην ήπειρο, όταν οι Ίνκας έκαναν εκτροπή ποταμού προκειμένου να πλημμυρίσουν την κοιλάδα και να ακινητοποιήσουν στο βούρκο τα άλογα των Ισπανών, που κόντεψαν να αποδεκατιστούν. Το λατρεύω το μέρος, έχει φοβερή ατμόσφαιρα, έναν αρχαιολογικό χώρο μεγάλης σημασίας και οπτικής ηδονής κι ένα χωριουδάκι που διατηρεί τη ρυμοτομία των παλιών αστικών κέντρων του Tawantisuyu όσο ελάχιστα. Πλέον αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης τουριστών,, αλλά εμείς δε θα το επισκεπτόμασταν, η στάση ήταν καθαρά για να αγοράσουμε κάποια... πολεμοφόδια, να πάρει το πρωινό του ο οδηγός και να ψωνίσουμε και πραγματάκια που ενδεχομένως να είχαμε ξεχάσει. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έπρεπε να αγοράσω μια πλεκτή χοντρή ζακέτα, δεν είχα κανένα μπουφάν και θα έκανε κρύο, αλλά πίστευα πως το (μοναδικό μου) πουλόβερ τύπου φλις θα έκανε τη δουλειά του και το να βάλω μια ζακέτα στο daypack μου θα ήταν έξτρα βάρος και ταλαιπωρία. Τελικά το αγόρασα και μάλλον ήταν τα 23€ καλύτερα δαπανηθέντα σε όλο το ταξίδι, δε νομίζω πως θα είχα επιβιώσει εύκολα χωρίς τη ζακέτα.
Περιμένοντας να βάλουμε καύσιμα στο Ollantaytambo, από το οποίο έχω εξαιρετικές μνήμες από τις προηγούμενες επισκέψεις μου, παρακολουθούσαμε τους περουβιανούς αχθοφόρους να κουβαλούν απίστευτα ογκώδεις μπόγους: το χωριό αποτελεί αφετηρία για το Inca Trail κι έτσι οι εικόνες των μικροσκοπικών υπερανθρώπων που διανύουν απίστευτες αποστάσεις σε μεγάλα υψόμετρα με 30 κιλά στον ώμο τους είναι καθημερινό. Μπήκαμε στο βανάκι και συνεχίσαμε τη διαδρομή, αρχίζοντας πλέον να ανεβαίνουμε αισθητά και απότομα σε υψόμετρο, από φανταστικές και πάλι διαδρομές. Θα με διαβάζει κανένας και θα λέει «όλες τις διαδρομές φανταστικές τις βρίσκει αυτός», αλλά τι να κάνω, είναι το είδος των τοπίων που με συγκλονίζουν. Μπόρεσα να κοιμηθώ και λίγο στο δρόμο, αλλά με ξύπνησαν όταν φτάσαμε στο πέρασμα Malaga, όπου βγάλαμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες δίπλας την ταμπέλα που πιστοποιούσε πως βρισκόμαστα σε υψόμετρο 4.316 μέτρων. Έκανε πλέον κρύο, άσχετα αν το Yeti της Λαμίας, Ο Άνθρωπος που δεν Κρύωσε Ποτέ, ο Τσακ Νόρις των θερμοκρασιών και των αντοχών, ο Grizzlie του ανθρώπινου είδους, ο Ταξιδιώτης των 7 ηπείρων και των 5 θαλασσάων γνωστός ως @Krekouzas ήταν με σορτσάκι και αμάνικο ο αθεόφοβος, δεν πρέπει να είχε πάνω από 6-7 βαθμούς Κελσίου.
Για το υπόλοιπο της διαδρομής, αφού με ξύπνησαν, άρχισα να μοιράζομαι ιστορίες με τον Κυριάκο και τον Παναγιώτη κι ένιωσα τη χημεία μας να βελτιώνεται. Η αλήθεια είναι πως η πρώτη μου εντύπωση για τον Κυριάκο δεν ήταν η καλύτερη, αλλά γνωρίζοντας πόσο εντελώς λάθος μπορώ να είμαι στις κρίσεις μου για τους ανθρώπους, περίμενα για να διαπιστώσω ότι ο άνθρωπος είναι εξαιρετικό παιδί και trekker με τα όλα του: ο ασκούμενος δικηγόρος Κυριάκος μόλις πήρε το πτυχίο του πήρε ένα σάκο 20 κιλών και έκανε όλη την Πελοπόννησο περπατώντας από βουνοκορφή σε βουνοκορφή επί ένα μήνα, χωρίς χρήματα στην τσέπη και μόνο με τις προμήθειες που είχε μαζί του, ολομόναχος. Ο δε Παναγιώτης μας έλεγε ιστορίες από το Κιλιμάντζαρο, ενώ ο οδηγός μας εξέπληξε με τις ροκ επιλογές του (Guns n’ Roses, Queen κλπ) αν και μου τα χάλασε στο τέλος με κάτι μεξικάνικα racnheros (ξέρετε αυτά τα «α-για-γιαϊιιιιι» ου ως θέμα έχουν έναν που τον παράτησαν ή που παράτησε κάποια, μετά τα ήπιε μόνος του και φώναζε «α-για-γιαααααϊ» προσπαθώντας να πνίξει τη θλίψη του και να καταστρέψει τα αυτιά μας).
Ακολούθησε άλλη μια στάση, αυτή τη φορά για να επισκεφθούμε ένα μικρό αρχαιολογικό χώρο από την εποχή των Ίνκας, πιθανότατα σταθμό ξεκούρασης για τους δρομείς chasqui που τρέχοντας σε πλήρη ταχύτητα διένυαν όλη την αυτοκρατορία μεταφέροντας μηνύματα και προϊόντα με φοβερή ταχύτητα εν είδει σκυταλοδρομίας, ίσως και σημείο ελέγχου για το εμπόριο, ίσως και σημείο συλλογής φόρων... ποιος ξέρει; Με τη γραφή των Ίνκας (τα quipus) να έχουν καταστραφει ολοσχερώς από τους Ισπανούς και τους μνήμονες και τους χειριστές των quipus να έχουν εξολοθρευθεί συστηματικά, δε θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς ήταν εκείνο το σύμπλεγμα κτιρίων με τη θέα σε μια μικρή, γαλήνια κοιλάδα. Επειδή η είσοδος πάντως είχε λαξευθεί με το καλσικό προσεκτικό στιλ της αυτοκρατορικής αρχιτεκτονικής, υπέθεσα πως κάποια χρήση για τελετουργίες θα είχε. Κάθε φορά που βλέπω λαξευμενες πέτρες των Ίνκας πάντως θυμάμαι αυτό που είχε γράψει ο Τσε στα ημερολόγια από το ταξίδι του με τη μοτοσικλέτα: «είναι περίεργο πώς μπορεί κανείς να νιώσει νοσταλγία για ένα πολιτισμό που δε γνώρισε ποτέ».
Λίγο πιο κάτω κάναμε στάση για μεσημεριανό σε ένα μαγειρείο, όπου οι ντόπιοι παρακολουθούσαν με το στόμα ανοιχτό τον Κρεκούζα να γεμίζει το ένα πιάτο μετά το άλλο. Την Κρεκουζίσαμε και σήμερα Κωστάκη, ε; Οι στροφές συνέχισαν ασταμάτητα, κατεβήκαμε στα 1.200 μέτρα για να ξανανέβουμε στις τρεις χιλιάδες, περνώντας από φαράγγια, γέφυρες και κάτι ψαράδες που μας κουνούσαν τις πέστροφες μέσα από το νερό προσπαθώντας να τις πουλήσουν, μέχρι που εξαντλήθηκε η άσφαλτος και ο οδηγός μας βρέθηκε να ακροβατεί στο γκρεμό, όπου λόγω μηδαμινού εύρους όταν συναντιόντουσαν δυο οχήματα το ένα έπρεπε να πηγαίνει με την όπισθεν μέχρι να βρεθεί ο ελάχιστος απαραίτητος χώρος για να γίνει η μανούβρα και να χωρέσουν και οι δύο. Την παράσταση πάντως την έκλεβε η φύση, αφού είχαμε φτάσει σε εκείνο το μαγικό κομμάτι όπου η βλάστηση των Άνδεων συναντά το τροπικό του Αμαζονίου δημιουργώντας φυσικά τοπία που διακόπτονταν μόνο από μικροσκοπικές απομονωμένες κοινότητες αποκλειστικά Ινδιάνων.
Στην Huancacalle τελικά φτάσαμε κατά τις 4 το απόγευμα, δηλαδή πολύ αργά για να κάνουμε την πεζοπορία για τα αρχαία, τα οποία και θα αφήναμε για την επομένη. Ο Έβερτ μας είπε πως αφού θα περνούσαμε το βράδυ στη μικρή αυτή κοινότητα, αντί για σκηνές θα μπορούσαμε να θέλαμε να κοιμηθούμε σε κάποια ντόπια οικογένεια, όπου υπήρχαν διαθέσιμα κάποια υποτυπώδη δωμάτια για μας, ενώ ο Έβερτ, ο οδηγός κι οι αλογατάδες που βρήκαμε επιτόπου θα κοιμόνοτουσαν στη σκηνή που θα έστηναν στην αυλή. Μάλιστα είχαμε στη διάθεσή μας και δυο ώρες με φως για να κάνουμε μια βόλτα γνωριμίας στο χωριό μέχρι να ετοιμαστεί το δείπνο.
Από τα πρώτα λεπτά ήταν ξεκάθαρο πως για τους ντόπιους ήμασταν από τη μια καλοδεχούμενοι κι από την άλλη εξαιρετικά αξιοπερίεργοι, αφού μας χαιρετούσαν όλοι, συμπεριλαμβανομένου ενός κόκκορα που για κάποιο λόγο του είχαν φορέσει σφουγγαρόπανα στις πατούσες. Λες να ανακάλυψαν οι Ίνκας την παρκετέζα πριν από αιώνες χρησιμοποιώντας κόκορες; Μεγαλοφυές. Τα παιδάκια κι ένας τρομερός παππούς πόζαραν κάθε φορά που τους παίρναμε φωτογραφία, ενώ στο μοναδικό σχολείο του χωριού λάμβανε χώρα ένα αυτοσχέδιο ματς ποδοσφαίρου 5Χ5, όπου κάναμε καζούρα στην ομάδα των καλτ ντόπιων που έχαναν με 7-0, ενώ καθίσαμε δίπλα στη... θύρα των φανατικών, δηλαδή κάτι cholitas (ινδιάνες με τις παραδοσιακές τους φούστες) και γελάσαμε πολύ. Περάσαμε κι από το τοπικό νεκροταφείο, όπου μου έκαναν εντύπωση τα πλαστικά λουλούδια που είχε αφήσει ο κόσμος πάνω στα μνήματα, σε ένα χωριό με πανέμορφες παραδοσιακές εικόνες, όπως μια γιαγιάκα με το μπαστούνι της να περνάει μια γέφυρα από κορμούς δέντρων ή τα παιδάκια ενθυσιασμένα που μας έβλεπαν να μας χαιρετουν με φρενίτιδα από μια αυλή.
Το δείπνο ετοιμάστηκε και το φάγαμε στη σκηνή μας στον κήπο. Περίμενα το πρώτο δείγμα του μάγειρα που θα είχαμε για τις επόμενες μέρες μαζί μας και ο οποίος ντεμπουτάρισε με σουπίτσα (εμ τι Άνδεις είναι αν δεν έχει σουπίτσα; ) και μια ωραιότατη πέστροφα με σάλτσα από κρεμμύδια. Καθισμένοι γύρω από το μικροσκοπικό πτυσσόμενο τραπεζάκι, ήπιαμε τη ζεστή μας σοκολάτα, πιάνοντας κουβέντα με τον Έβερτ και καθώς οι ώρες περνούσαν ένιωσα ότι γνωριζόμασταν χρόνια μεταξύ μας. Πριν κοιμηθούμε για τελευταία φορά κατά τη διάρκεια τρεκ σε στρώμα, σκέφτηκα πόσο τυχεροί είμαστε που βρισκόμαστε σε ένα τόσο όμορφο και αυθεντικό κομμάτι του πλανήτη, μακριά από τον πολιτισμό και τον «πολιτισμό», ενώ σε λίγες ώρες θα βρισκόμασταν στο Vitcos, μπαίνοντας κι επίσημα στον Αρχαιολογικό Χώρο της Vilcabamba. Τελευταία πρωτεύουσα των Ίνκας, που σε έψαχναν επί αιώνες και μάλιστα πέρασαν το Μάτσου Πίτσου για σένα... σου ερχόμαστε!