Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός
- Προσδοκίες
- Βόρειο Περού
- Photos Βόρειο Περού
- Βόρειο Περού II
- Photos Βόρειο Περού II
- Βόρειο Περού III
- Photos Βόρειο Περού III
- Βόρειο Περού IV
- Photos Βόρειο Περού IV
- Cuelap
- Photos Cuelap
- Βόρειο Περού V
- Photos Βόρειο Περού V
- Βόρειο Περού VI
- Photos Β.Περου by Krekouzas
- Αξιολόγηση 1ου μέρους – Βόρειο Περού
- Τreks σε χαμένες πόλεις, Κούσκο κ περίχωρα
- Photos Cuzco
- Trek Περού
- Photos Trek Περού
- Trek Περού II
- Photos Trek Περού II
- Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Photos Τρέκ Περού ΙΙΙ
- Τρέκ Περού ΙV
- Photos Τρέκ Περού ΙV
- Τρέκ Περού V
- Photos Τρέκ Περού V
- Μάτσου Πίτσου
- Photos Μάτσου Πίτσου
- Cuzco II
- Photos Cuzco II
- Choquequirao Τρεκ
- Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙΙ
- Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Photos Choquequirao Τρεκ ΙIΙ
- Rainbow Mountain
- Photos Rainbow Mountain
- Αξιολόγηση 2ου μέρους
- Top 5 by krekouzas
- The White Rock
- Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Photos Βολιβία - Λίμνη Τιτικάκα
- Διαδρομή προς Iskanwaya
- Photos Διαδρομή προς Iskanwaya
- Iskanwaya
- Photos Iskanwaya
- Salar De Uyuni
- Photos Salar De Uyuni
- Laguna Colorada
- Photos Laguna Colorada
- Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Photos Εθνικό Πάρκο Avaroa
- Διαδρομή Προς Tupiza
- Photos Διαδρομή προς Tupiza
- Potosi-Sucre
- Photos Potosi-Sucre
- Santa Cruz
- Photos Santa Cruz
- Top 5 Bolivia by Krekouzas
- Samaipata - Vallegrande
- Photos Samaipata - Vallegrande
- Βολιβιανά ΑΤΜs
- Misiones
- Photos Misiones
- Santa Cruz la Vieja
- Photos Santa Cruz la Vieja
- Torata
- Photos Torata
- Αξιολόγηση Βολιβία
- Κεντρικές Άνδεις
- Photos Κεντρικές Άνδεις
- Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Photos Kεντρικές Άνδεις ΙΙ
- Vilcashuaman
- Photos Vilcashuaman
- Quinua-Lima
- Photos Quinua-Lima
- Αξιολόγηση 4ου μέρους
- Ushuaia
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική
- Κρουαζιέρα Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική
- Photos Ανταρκτική
- Ανταρκτική ΙΙ
- Photos Ανταρκτική ΙΙ
- Ανταρκτική ΙIΙ
- Photos Ανταρκτική ΙIΙ
- Ανταρκτική ΙV
- Photos Ανταρκτική ΙV
- Ανταρκτική V
- Photos Ανταρκτική V
- Ανταρκτική VI
- Photos Ανταρκτική VI
- Back to Ushuaia
- Last Day Ushuaia
- Αξιολόγηση Ανταρκτική
- Σαντιάγκο
- Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Photos Σαν Πεδρο Ατακάμα
- Σαν Πεδρο Ατακάμα II
- Σαν Πεδρο Ατακάμα III
- Σαν Πεδρο Ατακάμα IV
- Επιστροφή στο Σαντιάγκο
- Perito Moreno
- Photos Perito Moreno
- Torres del Paine
- Photos Torres del Paine
- Latam
- Παταγονία
- Photos Παταγονία
- Παταγονία ΙΙ
- Παταγονία ΙΙI
- Παταγονία ΙV
- Photos Παταγονία ΙV
- Οινογνωσία
- Βίνια Ντελ Μαρ - Βαλπαραϊσο
- Αξιολόγηση Χιλής
- Βαθμολογία - Αποτίμηση
- Τοπ 15 Εικόνων
Ξανά λοιπόν στις 3 το πρωί βρισκόμασταν να τουρτουρίζουμε στην αγαπημένη μας γωνία, δίπλα στη σουβλατζού, τους τύπους που ουρούσαν και μερικά λεωφορεία, χωρίς να δυσκολευτούμε να βρούμε το δικό μας: ήταν το πιο χρέπι απ’ όλα. Η καλή είδηση ήταν ότι δεν ήταν γεμάτο, άρα θα είχαμε κάποια σχετική άπλα με μόλις 15 επιβάτες σε ένα λεωφορείο 50 θέσεων. Η κακή είδηση ήταν πως το λεωφορείο σκυλοβρωμούσε, μιλάμε για φοβερή μπίχλα. Αγαπάμε ντεμέκ ΚΤΕΛ κι εγώ έχω μια άλφα ανθεκτικότητα στη βρώμα, αλλά ο Κώστας πέρασε σχεδόν και τις δέκα ώρες της διαδρομής κρατώντας τη μύτη του, έχοντας μόνο τα γκατζετάκια του να του παίζουν μουσική για παρηγοριά.
Οι επιβάτες από την άλλη πλευρά ήταν απίθανοι! Είχα βρει μια μόνο μαρτυρία από κάποιον Ισπανό (νομίζω) που είχε κάνει τη διαδρομή κι είχε επισκεφθεί το Iskanwaya. Αποφεύγοντας ρατσιστικές υπερβολές περιέγραφε πως οι επιβάτες ανέδυαν περίεργες μυρωδιές λόγω των τροφίμων που κατανάλωναν, των πολλών ωρών χωρίς τη δυνατότητα «να φρεσκαριστούν» και «μιας ιδιαίτερης μυρωδιάς που ίσως να είναι δυσάρεστη για κάποιους». Για τις μυρωδιές είχε ένα δίκιο, αν και ήταν μίξη των επιβατών και της μυρωδιάς που ανέδυε το λεωφορείο. Συνταξιδέψαμε με μερικές απίθανες φαφούτες γριούλες, μερικά μωρά σε υφασμάτινα μαντήλια δεμένα στην πλάτη των μανάδων τους, κανα-δυο μοναχικούς νέους και μερικούς επικούς παππούληδες.
Η διαδρομή ήταν απίστευτα άδεια... Ούτε ένα αυτοκίνητο για ώρες στους χωμάτινους δρόμους που οδηγούσαν στην Aucapata, το χωριό από το οποίο... με κάποιον τρόπο θα φτάναμε στην Iskanwaya. Τοπία ξερά, μυστηριώδη, αλλά όχι τόσο όμορφα όσο αυτά που είχαμε συνηθίσει στο Περού. Ο στωικός οδηγός του λεωφορείου οδηγούσε στο χείλος του γκρεμού για ώρες, οι επιβάτες άρχιζαν να ροχαλίζουν ή να μασουλάνε φύλλα κόκας, δεκάδες εκ των οποίων στόλιζαν το πάτωμα σύντομα κι εμείς συνεχίζαμε να βλέπουμε από τα βρώμικα παράθυρα χωριά ξεχασμένα ακόμη κι από το χρόνο. Σε ένα τέτοιο χωριό φάντασμα κάναμε και μια στάση για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα της φύσης, όπου ένα κουφάρι γηπέδου ποδοσφαίρου με σκουριασμένα δοκάρια ανταγωνιζόταν ένα σάπιο λεωφορείο για το βραβεία ντεκαντάνς κι επιτέλους εμφανίστηκε κι ένα δείγμα ζωής: δυο γιαγιάδες που κάθονταν πάνω σε σκαμπό μπροστά από ένα άδειο τσίγγινο περίπτερο. Πώς ζουν οι άνθρωποι σε τέτοια μέρη, όπου το μοναδικό λεωφορείο περνάει δυο φορές την εβδομάδα και μεταφέρει όλους κι όλους 15 ανθρώπους;
Τα ξερά βουνά συνεχίστηκαν, η ατέλειωτη σκόνη το ίδιο, όπως και οι στροφές και μετά από 11 ώρες καταλήξαμε σε ένα κεφαλοχώρι, όπου το λεωφορείο σταμάτησε. Δεν κατάλαβα τι περιμέναμε, αλλά το πιο ανησυχητικό ήταν πως ούτε ο οδηγός το ήξερε... Περιμέναμε μισή, μία ώρα μέχρι που αποφάσισα να βρω ένα τρόπο να φτάσουμε μέχρι το Iskanwaya, έτσι κι αλλιώς το λεωφορείο δε θα μας πήγαινε μέχρι τέλους, ακόμη κι εκεί που θα μας άφηνε θα έπρεπε να βρούμε κάποιον/κάτι/κάπως να μας πάει μέχρι το ευλογημένο Iskanwaya. Τελικώς ρωτώντας βρήκα έναν Juan που μετέφερε κάτι μεταλλωρύχους σε ένα ορυχείο σχετικά κοντά στον αρχαιολογικό χώρο (τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν!) και δέχτηκε να μας πάει μέχρι εκεί. Δυστυχώς θέση δεν απέμενε στο βανάκι του, που ήταν γεμάτο με σίδερα, εργαλεία, μπογιές, σακιά, κόντρα πλακέ και σκούπες, πάνω στα οποία έπρεπε να κάτσω για ένα δίωρο περίπου, ισορροπώντας ανάμεσα σε μια πόρτα ασφαλείας και δυο σακιά τσιμέντο επί αμέτρητες στροφές σε ένα δρόμο που δυο φορές που συναντηθήκαμε με άλλο όχημα αναγκαστήκαμε να ακροβατήσουμε σε ένα γκρεμό όπου το παραμικρό λάθος θα μας έκανε μονόστηλο στις ανακοινώσεις κηδειών στην τοπική εφημερίδα, που σιγά μην υπάρχει. Φτάσαμε στο ορυχείο χρυσού, το οποίο ήταν ιδιωτικό και πολύ μικρό. Υποτίθεται πως η στάση μας εκεί θα διαρκούσε δέκα λεπτά, δηλαδή είκοσι, εντάξει σαράντα όλα κι όλα και φύγαμε. Ο Juan μας ξεκαθάρισε πως δε θα μπορούσε να μας πάει όλο το δρόμο μέχρι το Iskanwaya γιατί είναι πολύ κακοτράχαλος (κι άλλο;;; πόσο πιο κακοτράχαλος;; στο κακοτραχαλόμετρο είχαμε χτυπήσει κόκκινο...), αλλά θα μας άφηνε όσο πιο κοντά γινόταν στο σπίτι του Waldo, για τον οποίον είχα διαβάσει στο blog του (νομίζω) Ισπανού ότι είναι ο μόνος κάτοικος σε περπατήσιμη απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος... του ανήκει. Ο Juan ζήτησε να του πληρώσουμε το 50% του συμφωνηθέντος ποσού, το οποίο ευγενικά αρνήθηκα. Γούστο θα είχε να έπαιρνε τα μισά, να μην ξαναρχόταν και να περνούσαμε το βράδυ στου... Waldo.
Κατεβήκαμε τις (κακοτράχαλες) στροφές κι επιτέλους είδαμε το σπίτι του Waldo. Πού ζει ο άνθρωπος; Ο οπίος άνθρωπος είναι ένας 51χρονος κύριος που ζει χωρίς ρεύμα κυριολεκτικά στην ερημιά με την κυρά του, έχει όμως νερό κι ένα κινητό και ψιλοφροντίζει τα αρχαία (είδα μια σκούπα είναι η αλήθεια), λόγος για τον οποίο οι αρχές του κόβουν ε΄να χατζηλίκι, προφανώς ώστε να μη φύγει κι αυτός από την περιοχή. Οι κοντινότεροι γείτονές του είναι οι εργάτες σε ένα ορυχείο που βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά. Τον ρώτησα αν έρχονται τουρίστες. «Βέβαια, συνέχεια!», απάντησε. «Τον προηγούμενο μήνα ήρθε ένας, τον Ιούνιο άλλοι δυο ενώ έρχονται και οι αρχαιολόγοι μια-δυο φορές το χρόνο, αλλά μετά φαίνεται να ξεχνάνε το μέρος κι εξαφανίζονται για λίγους μήνες». Μάλιστα, 1-2 τουρίστες το τρίμηνο και μερικοί αρχαιολόγοι δυο φορές το χρόνο, μόλις γίναμε δεκτοί σε ένα πολύ exclusive club... Ο Waldo μας ζήτησε πέντε λεπτά και θα μας οδηγούσε ο ίδιος στον αρχαιολογικό χώρο.
Το μονοπάτι ήταν πολύ κουραστικό, μάλλον επειδή είχαμε «αδειάσει» από τα δύο τρεκ. Αλλά σε λίγα λεπτά θα έβλεπα επιτέλους το Iskanwaya. Ο οδηγός μου προειδοποιούσε πως η σύγκριση με το Μάτσου Πίτσου ήταν «ελαφρώς αισιόδοξη» αλλά η υπόνοια ότι «φαίνεται πιο εξωγήινο από το Tiwanaku», δηλαδή τον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο της χώρας (με σημαντικότατη ιστορία) μου είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, όπως και η έλλειψη περεταίρω πληροφοριών, πέραν του ότι αποδίδεται στους Mollu, χρονολογείται ανάμεσα στο 1145 και το 1425 και περιλαμβάνει πάνω από 70 κτίρια, τείχη, δρόμους, πλατείες και αποθήκες. Είναι να μην είχα προσδοκίες;
Η πρώτη θέα ήταν απογοητευτική: κάποιοι πλίνθοι που από μακριά δεν ξεχώριζαν και πολύ από το έδαφος του βουνού, με background ένα ξερό, γκρίζο, καταθλιπτικό τοπίο. Αμάν, γι’ αυτό τον έφερα τον Κώστα μέχρι εδώ; Σιγά-σιγά πάντως, όσο πλησιάζαμε, το ένα τοιχάκι φάνηκε να μετατρέπεται σε ολόκληρη πόλη. Όχι εντυπωσιακή αλλά θετικά περιέργη, και κάπως μυστηριώδης, με τον καημένο το Waldo να μοιράζεται μαζί μας τα ελάχιστα πράγματα που γνώριζε για το μέρος: αγρότης είναι, όχι αρχαιολόγος. Η αλήθεια είναι ότι όσο γυρίζαμε το χώρο λίγο περισσότερο, άρχισα να τον συμπαθώ (το χώρο εννοώ), αλλά μια απογοήτευση την ένιωσα για να είμαι ειλικρινής. Χάρηκα που έφτασα μέχρι εκεί, που το είδα, αλλά φοβάμαι ότι αν το συστήσω σε κάποιον άλλον, δεν το γλιτώνω το βρωμόξυλο. Είναι από αυτά τα μέρη που είναι περίεργα, μυστηριώδη, καταθλιπτικά και απογοητευτικά ταυτόχρονα. Από αυτά που μόνο εγώ πηγαίνω. Μόνο που αυτή τη φορά έσυρα και τον Κώστα μαζί μου, η όλη περιπέτεια μας «κόστισε» 3 γεμάτες μέρες και σίγουρα θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει άλλα πράγματα, άλλωστε ο δικός του χρόνος θα τελείωνε σύντομα και πρακτικά είχε θυσιάσει το μονοπάτι του Τσε για κάτι που ήταν πιο «Γιώργος» απ’ ό,τι «Κώστας».
Αυτά σκεφτόμουν όσο πήραμε το (κακοτράχαλο, είπαμε) μονοπάτι της επιστροφής, με το ανέβασμα να μου φαίνεται ένας μικρός Γολγοθάς και την ανησυχία να εντείνεται βλέποντας ότι ο Juan δεν είχε έρθει. Ανακουφίστηκα όταν είδα το φορτηγάκι του να εμφανίζεται κι ενώ ανεβαίναμε τα απίστευτα κατσάβραχα με βομβάρδιζε με ερωτήσεις που έδειχναν μια τεράστια δίψα για πληροφορίες, λογική για άποιον που ζούσε στο τέρμα Θεού: Σε ποια χώρα σκοτώνονται οι μαύροι μεταξύ τους; Πώς είναι η οικονομία της Χιλής; Τι γίνεται στην Κούβα; Η συζήτηση μαζί του ήταν ενδιαφέρουσα, μάθαμε πως το ορυχείο χρυσού είναι πρακτικά ένας συνεταιρισμός ανάμεσα σε τρεις μικροεπενδυτές με πραγματικά μικρό κεφάλαιο (όχι αυτό που φαντάζεται κανείς όταν ακούει τις λέξεις «ορυχείο χρυσού»), ότι ο Juan είναι ενεργότατο μέλος του MAS (Κίνημα προς το Σοσιαλισμό, το κυβερνών κόμμα του προέδρου Έβο Μοράλες) και πως κατά τη γνώμη του ο Έβο κάνει «πολύ καλή δουλειά, άστους να λένε βλακείες, έχει αλλάξει τη χώρα».
Με τα πολλά φτάσαμε και στο χωριό Aucapata, το οποίο φαινόταν εκπληκτικά αυθεντικό: μια μεγάλη κεντρική πλατεία, δεν υπήρχε νερό προς πώληση, ούτε ένα εστιατόριο στην πλατεία, τρεις γιαγιούλες όλες κι όλες και μια καταπληκτική θέα από τις επιβλητικές Άνδεις απέναντι. Ψάξαμε να βρούμε το μουσείο, στο οποίο είχα διαβάσει ότι θα μπορούσαμε να δούμε κάποια από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην Iskanwaya. Αποδείχθηκε ότι το μουσείο δεν είχε υπαλλήλους και βασικά ήταν ένα κλειδωμένο σπίτι, τα κλειδιά του οποίου είχε... η τοπική μπακάλισσα! Την οποία εντοπίσαμε κι οι πόρτες του παλιού αρχοντικού άρχισαν να ανοίγουν μία-μία για να αντικρύσουμε μια συλλογή από κεραμεικά σε βιτρίνες άλλης εποχής και βρώμικες, χωρίς καμία παρουσίαση, λεζάντα, επεξήγηση σε ένα κτίριο αξιολάτρευτα ετοιμόρροπο. Ήταν κρίμα που δεν είχαμε αρκετό χρόνο για να εντοπίσουμε κάποιον που να μπορεί να μας δώσει έστω μια ελάχιστη επεξήγηση, αλλά πλέον η προτεραιότητα ήταν να βρούμε κάποιον να μας φιλοξενήσει και μέσω μιας άλλης cholita (ινδιάνα με παραδοσιακη φορεσιά) βρήκαμε ένα δωμάτιο για 4€/άτομο σε ένα σπίτι με κηπάκο. Κλειδί δεν υπήρχε, αλλά υπήρχαν δυο κρεβάτια και δυο κουβέρτες που εν τέλει ήταν και το πιο βασικό. Πεινούσαμε σα λύκοι, ρωτήσαμε πού στο καλό τρώει κανείς σε αυτό το χωριό και αποδείχθηκε πως υπάρχουν τέσσερεις επιλογές, δηλαδή τρεις, οι εξής δύο: η κυρία Μπέρτα, η οποία βασικά είχε στήσει ένα ολόκληρο τραπέζι στην κουζίνα της, όπου κάτσαμε για να απολαύσουμε το φαγητάκι που μας έφτιαξε για 1,2€: σουπίτσα, τηγανητή πατάτα κομμένη στο χέρι και ρύζι με ολίγον από κρέας. Η κυρα-Μπέρτα μαγείρευε βλέποντας σε ένα DVD μια απίστευτα καλτ μεξικάνικη σειρά 25ετίας με ένα ορφανό παιδάκι και μια καλή υπηρέτρια που βασανίζονται από μια κακιά πλούσια. Εξίσου καλτ ήταν η σκηνή όπου μια πελάτισσα μπήκε στην κουζίνα της Μπέρτα κι έγινε ένας υπολογισμός του ρεφενέ σε τεφτέρι... Εικόνες της Ελλάδας του ’50 σε ένα συμπαθές μπακάλικο ενός απίθανου χωριού των Άνδεων, το οποίο δε διέθετε εμφιαλωμένο νερό, οπότε αρκεστήκαμε στη δίλιτρη Coca Cola, την οποία και εν τέλει χαρίσαμε στους άλλους δυο συνδαιτημόνες με τους οποίους μοιραζόμασταν το τραπέζι της Μπέρτα.
Γυρίσαμε προς το δωμάτια για να κοιμηθούμε λίγες ώρες, αφού το λεωφορείο θα έφευγε... στις 2 το πρωί κι αν το χάναμε θα έπρεπε να περιμένουμε τρεις μέρες. Στο δρόμο για το κατάλυμά μας περάσαμε πάλι τις γριούλες που έπλεκαν, μερικά γουρουνάκια και κάποια παιδάκια που έπαιζαν ποδόσφαιρο στους κατά τ’άλλα άδειους δρόμους του γραφικού χωριού. Σκέφτηκα ότι θα αξιολογούσα το Iskanwaya την επομένη, με πιο καθαρό μυαλό, αλλά αν μη τι άλλο η επίσκεψη και μόνο στην Aucapata άξιζε τον κόπο. Άλλες Άνδεις εδώ, εξίσου μαγικές πάντως.
Οι επιβάτες από την άλλη πλευρά ήταν απίθανοι! Είχα βρει μια μόνο μαρτυρία από κάποιον Ισπανό (νομίζω) που είχε κάνει τη διαδρομή κι είχε επισκεφθεί το Iskanwaya. Αποφεύγοντας ρατσιστικές υπερβολές περιέγραφε πως οι επιβάτες ανέδυαν περίεργες μυρωδιές λόγω των τροφίμων που κατανάλωναν, των πολλών ωρών χωρίς τη δυνατότητα «να φρεσκαριστούν» και «μιας ιδιαίτερης μυρωδιάς που ίσως να είναι δυσάρεστη για κάποιους». Για τις μυρωδιές είχε ένα δίκιο, αν και ήταν μίξη των επιβατών και της μυρωδιάς που ανέδυε το λεωφορείο. Συνταξιδέψαμε με μερικές απίθανες φαφούτες γριούλες, μερικά μωρά σε υφασμάτινα μαντήλια δεμένα στην πλάτη των μανάδων τους, κανα-δυο μοναχικούς νέους και μερικούς επικούς παππούληδες.
Η διαδρομή ήταν απίστευτα άδεια... Ούτε ένα αυτοκίνητο για ώρες στους χωμάτινους δρόμους που οδηγούσαν στην Aucapata, το χωριό από το οποίο... με κάποιον τρόπο θα φτάναμε στην Iskanwaya. Τοπία ξερά, μυστηριώδη, αλλά όχι τόσο όμορφα όσο αυτά που είχαμε συνηθίσει στο Περού. Ο στωικός οδηγός του λεωφορείου οδηγούσε στο χείλος του γκρεμού για ώρες, οι επιβάτες άρχιζαν να ροχαλίζουν ή να μασουλάνε φύλλα κόκας, δεκάδες εκ των οποίων στόλιζαν το πάτωμα σύντομα κι εμείς συνεχίζαμε να βλέπουμε από τα βρώμικα παράθυρα χωριά ξεχασμένα ακόμη κι από το χρόνο. Σε ένα τέτοιο χωριό φάντασμα κάναμε και μια στάση για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα της φύσης, όπου ένα κουφάρι γηπέδου ποδοσφαίρου με σκουριασμένα δοκάρια ανταγωνιζόταν ένα σάπιο λεωφορείο για το βραβεία ντεκαντάνς κι επιτέλους εμφανίστηκε κι ένα δείγμα ζωής: δυο γιαγιάδες που κάθονταν πάνω σε σκαμπό μπροστά από ένα άδειο τσίγγινο περίπτερο. Πώς ζουν οι άνθρωποι σε τέτοια μέρη, όπου το μοναδικό λεωφορείο περνάει δυο φορές την εβδομάδα και μεταφέρει όλους κι όλους 15 ανθρώπους;
Τα ξερά βουνά συνεχίστηκαν, η ατέλειωτη σκόνη το ίδιο, όπως και οι στροφές και μετά από 11 ώρες καταλήξαμε σε ένα κεφαλοχώρι, όπου το λεωφορείο σταμάτησε. Δεν κατάλαβα τι περιμέναμε, αλλά το πιο ανησυχητικό ήταν πως ούτε ο οδηγός το ήξερε... Περιμέναμε μισή, μία ώρα μέχρι που αποφάσισα να βρω ένα τρόπο να φτάσουμε μέχρι το Iskanwaya, έτσι κι αλλιώς το λεωφορείο δε θα μας πήγαινε μέχρι τέλους, ακόμη κι εκεί που θα μας άφηνε θα έπρεπε να βρούμε κάποιον/κάτι/κάπως να μας πάει μέχρι το ευλογημένο Iskanwaya. Τελικώς ρωτώντας βρήκα έναν Juan που μετέφερε κάτι μεταλλωρύχους σε ένα ορυχείο σχετικά κοντά στον αρχαιολογικό χώρο (τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν!) και δέχτηκε να μας πάει μέχρι εκεί. Δυστυχώς θέση δεν απέμενε στο βανάκι του, που ήταν γεμάτο με σίδερα, εργαλεία, μπογιές, σακιά, κόντρα πλακέ και σκούπες, πάνω στα οποία έπρεπε να κάτσω για ένα δίωρο περίπου, ισορροπώντας ανάμεσα σε μια πόρτα ασφαλείας και δυο σακιά τσιμέντο επί αμέτρητες στροφές σε ένα δρόμο που δυο φορές που συναντηθήκαμε με άλλο όχημα αναγκαστήκαμε να ακροβατήσουμε σε ένα γκρεμό όπου το παραμικρό λάθος θα μας έκανε μονόστηλο στις ανακοινώσεις κηδειών στην τοπική εφημερίδα, που σιγά μην υπάρχει. Φτάσαμε στο ορυχείο χρυσού, το οποίο ήταν ιδιωτικό και πολύ μικρό. Υποτίθεται πως η στάση μας εκεί θα διαρκούσε δέκα λεπτά, δηλαδή είκοσι, εντάξει σαράντα όλα κι όλα και φύγαμε. Ο Juan μας ξεκαθάρισε πως δε θα μπορούσε να μας πάει όλο το δρόμο μέχρι το Iskanwaya γιατί είναι πολύ κακοτράχαλος (κι άλλο;;; πόσο πιο κακοτράχαλος;; στο κακοτραχαλόμετρο είχαμε χτυπήσει κόκκινο...), αλλά θα μας άφηνε όσο πιο κοντά γινόταν στο σπίτι του Waldo, για τον οποίον είχα διαβάσει στο blog του (νομίζω) Ισπανού ότι είναι ο μόνος κάτοικος σε περπατήσιμη απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος... του ανήκει. Ο Juan ζήτησε να του πληρώσουμε το 50% του συμφωνηθέντος ποσού, το οποίο ευγενικά αρνήθηκα. Γούστο θα είχε να έπαιρνε τα μισά, να μην ξαναρχόταν και να περνούσαμε το βράδυ στου... Waldo.
Κατεβήκαμε τις (κακοτράχαλες) στροφές κι επιτέλους είδαμε το σπίτι του Waldo. Πού ζει ο άνθρωπος; Ο οπίος άνθρωπος είναι ένας 51χρονος κύριος που ζει χωρίς ρεύμα κυριολεκτικά στην ερημιά με την κυρά του, έχει όμως νερό κι ένα κινητό και ψιλοφροντίζει τα αρχαία (είδα μια σκούπα είναι η αλήθεια), λόγος για τον οποίο οι αρχές του κόβουν ε΄να χατζηλίκι, προφανώς ώστε να μη φύγει κι αυτός από την περιοχή. Οι κοντινότεροι γείτονές του είναι οι εργάτες σε ένα ορυχείο που βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά. Τον ρώτησα αν έρχονται τουρίστες. «Βέβαια, συνέχεια!», απάντησε. «Τον προηγούμενο μήνα ήρθε ένας, τον Ιούνιο άλλοι δυο ενώ έρχονται και οι αρχαιολόγοι μια-δυο φορές το χρόνο, αλλά μετά φαίνεται να ξεχνάνε το μέρος κι εξαφανίζονται για λίγους μήνες». Μάλιστα, 1-2 τουρίστες το τρίμηνο και μερικοί αρχαιολόγοι δυο φορές το χρόνο, μόλις γίναμε δεκτοί σε ένα πολύ exclusive club... Ο Waldo μας ζήτησε πέντε λεπτά και θα μας οδηγούσε ο ίδιος στον αρχαιολογικό χώρο.
Το μονοπάτι ήταν πολύ κουραστικό, μάλλον επειδή είχαμε «αδειάσει» από τα δύο τρεκ. Αλλά σε λίγα λεπτά θα έβλεπα επιτέλους το Iskanwaya. Ο οδηγός μου προειδοποιούσε πως η σύγκριση με το Μάτσου Πίτσου ήταν «ελαφρώς αισιόδοξη» αλλά η υπόνοια ότι «φαίνεται πιο εξωγήινο από το Tiwanaku», δηλαδή τον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο της χώρας (με σημαντικότατη ιστορία) μου είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, όπως και η έλλειψη περεταίρω πληροφοριών, πέραν του ότι αποδίδεται στους Mollu, χρονολογείται ανάμεσα στο 1145 και το 1425 και περιλαμβάνει πάνω από 70 κτίρια, τείχη, δρόμους, πλατείες και αποθήκες. Είναι να μην είχα προσδοκίες;
Η πρώτη θέα ήταν απογοητευτική: κάποιοι πλίνθοι που από μακριά δεν ξεχώριζαν και πολύ από το έδαφος του βουνού, με background ένα ξερό, γκρίζο, καταθλιπτικό τοπίο. Αμάν, γι’ αυτό τον έφερα τον Κώστα μέχρι εδώ; Σιγά-σιγά πάντως, όσο πλησιάζαμε, το ένα τοιχάκι φάνηκε να μετατρέπεται σε ολόκληρη πόλη. Όχι εντυπωσιακή αλλά θετικά περιέργη, και κάπως μυστηριώδης, με τον καημένο το Waldo να μοιράζεται μαζί μας τα ελάχιστα πράγματα που γνώριζε για το μέρος: αγρότης είναι, όχι αρχαιολόγος. Η αλήθεια είναι ότι όσο γυρίζαμε το χώρο λίγο περισσότερο, άρχισα να τον συμπαθώ (το χώρο εννοώ), αλλά μια απογοήτευση την ένιωσα για να είμαι ειλικρινής. Χάρηκα που έφτασα μέχρι εκεί, που το είδα, αλλά φοβάμαι ότι αν το συστήσω σε κάποιον άλλον, δεν το γλιτώνω το βρωμόξυλο. Είναι από αυτά τα μέρη που είναι περίεργα, μυστηριώδη, καταθλιπτικά και απογοητευτικά ταυτόχρονα. Από αυτά που μόνο εγώ πηγαίνω. Μόνο που αυτή τη φορά έσυρα και τον Κώστα μαζί μου, η όλη περιπέτεια μας «κόστισε» 3 γεμάτες μέρες και σίγουρα θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει άλλα πράγματα, άλλωστε ο δικός του χρόνος θα τελείωνε σύντομα και πρακτικά είχε θυσιάσει το μονοπάτι του Τσε για κάτι που ήταν πιο «Γιώργος» απ’ ό,τι «Κώστας».
Αυτά σκεφτόμουν όσο πήραμε το (κακοτράχαλο, είπαμε) μονοπάτι της επιστροφής, με το ανέβασμα να μου φαίνεται ένας μικρός Γολγοθάς και την ανησυχία να εντείνεται βλέποντας ότι ο Juan δεν είχε έρθει. Ανακουφίστηκα όταν είδα το φορτηγάκι του να εμφανίζεται κι ενώ ανεβαίναμε τα απίστευτα κατσάβραχα με βομβάρδιζε με ερωτήσεις που έδειχναν μια τεράστια δίψα για πληροφορίες, λογική για άποιον που ζούσε στο τέρμα Θεού: Σε ποια χώρα σκοτώνονται οι μαύροι μεταξύ τους; Πώς είναι η οικονομία της Χιλής; Τι γίνεται στην Κούβα; Η συζήτηση μαζί του ήταν ενδιαφέρουσα, μάθαμε πως το ορυχείο χρυσού είναι πρακτικά ένας συνεταιρισμός ανάμεσα σε τρεις μικροεπενδυτές με πραγματικά μικρό κεφάλαιο (όχι αυτό που φαντάζεται κανείς όταν ακούει τις λέξεις «ορυχείο χρυσού»), ότι ο Juan είναι ενεργότατο μέλος του MAS (Κίνημα προς το Σοσιαλισμό, το κυβερνών κόμμα του προέδρου Έβο Μοράλες) και πως κατά τη γνώμη του ο Έβο κάνει «πολύ καλή δουλειά, άστους να λένε βλακείες, έχει αλλάξει τη χώρα».
Με τα πολλά φτάσαμε και στο χωριό Aucapata, το οποίο φαινόταν εκπληκτικά αυθεντικό: μια μεγάλη κεντρική πλατεία, δεν υπήρχε νερό προς πώληση, ούτε ένα εστιατόριο στην πλατεία, τρεις γιαγιούλες όλες κι όλες και μια καταπληκτική θέα από τις επιβλητικές Άνδεις απέναντι. Ψάξαμε να βρούμε το μουσείο, στο οποίο είχα διαβάσει ότι θα μπορούσαμε να δούμε κάποια από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην Iskanwaya. Αποδείχθηκε ότι το μουσείο δεν είχε υπαλλήλους και βασικά ήταν ένα κλειδωμένο σπίτι, τα κλειδιά του οποίου είχε... η τοπική μπακάλισσα! Την οποία εντοπίσαμε κι οι πόρτες του παλιού αρχοντικού άρχισαν να ανοίγουν μία-μία για να αντικρύσουμε μια συλλογή από κεραμεικά σε βιτρίνες άλλης εποχής και βρώμικες, χωρίς καμία παρουσίαση, λεζάντα, επεξήγηση σε ένα κτίριο αξιολάτρευτα ετοιμόρροπο. Ήταν κρίμα που δεν είχαμε αρκετό χρόνο για να εντοπίσουμε κάποιον που να μπορεί να μας δώσει έστω μια ελάχιστη επεξήγηση, αλλά πλέον η προτεραιότητα ήταν να βρούμε κάποιον να μας φιλοξενήσει και μέσω μιας άλλης cholita (ινδιάνα με παραδοσιακη φορεσιά) βρήκαμε ένα δωμάτιο για 4€/άτομο σε ένα σπίτι με κηπάκο. Κλειδί δεν υπήρχε, αλλά υπήρχαν δυο κρεβάτια και δυο κουβέρτες που εν τέλει ήταν και το πιο βασικό. Πεινούσαμε σα λύκοι, ρωτήσαμε πού στο καλό τρώει κανείς σε αυτό το χωριό και αποδείχθηκε πως υπάρχουν τέσσερεις επιλογές, δηλαδή τρεις, οι εξής δύο: η κυρία Μπέρτα, η οποία βασικά είχε στήσει ένα ολόκληρο τραπέζι στην κουζίνα της, όπου κάτσαμε για να απολαύσουμε το φαγητάκι που μας έφτιαξε για 1,2€: σουπίτσα, τηγανητή πατάτα κομμένη στο χέρι και ρύζι με ολίγον από κρέας. Η κυρα-Μπέρτα μαγείρευε βλέποντας σε ένα DVD μια απίστευτα καλτ μεξικάνικη σειρά 25ετίας με ένα ορφανό παιδάκι και μια καλή υπηρέτρια που βασανίζονται από μια κακιά πλούσια. Εξίσου καλτ ήταν η σκηνή όπου μια πελάτισσα μπήκε στην κουζίνα της Μπέρτα κι έγινε ένας υπολογισμός του ρεφενέ σε τεφτέρι... Εικόνες της Ελλάδας του ’50 σε ένα συμπαθές μπακάλικο ενός απίθανου χωριού των Άνδεων, το οποίο δε διέθετε εμφιαλωμένο νερό, οπότε αρκεστήκαμε στη δίλιτρη Coca Cola, την οποία και εν τέλει χαρίσαμε στους άλλους δυο συνδαιτημόνες με τους οποίους μοιραζόμασταν το τραπέζι της Μπέρτα.
Γυρίσαμε προς το δωμάτια για να κοιμηθούμε λίγες ώρες, αφού το λεωφορείο θα έφευγε... στις 2 το πρωί κι αν το χάναμε θα έπρεπε να περιμένουμε τρεις μέρες. Στο δρόμο για το κατάλυμά μας περάσαμε πάλι τις γριούλες που έπλεκαν, μερικά γουρουνάκια και κάποια παιδάκια που έπαιζαν ποδόσφαιρο στους κατά τ’άλλα άδειους δρόμους του γραφικού χωριού. Σκέφτηκα ότι θα αξιολογούσα το Iskanwaya την επομένη, με πιο καθαρό μυαλό, αλλά αν μη τι άλλο η επίσκεψη και μόνο στην Aucapata άξιζε τον κόπο. Άλλες Άνδεις εδώ, εξίσου μαγικές πάντως.