taver
Member
- Μηνύματα
- 12.691
- Likes
- 30.254
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προγραμματισμός
- Μετάβαση
- Βουδισμός
- Νεπάλ
- Το σύγχρονο Νεπάλ
- Κατμαντού, πρώτες εικόνες
- Βόρεια παλιά πόλη
- Κέντρο παλιάς πόλης
- Πλατεία Durbar
- Πλατεία Durbar ΙΙ
- Νότια παλιά Πόλη
- Tegu
- Boudhha
- Ταξίδι για το Μπουτάν
- Μπουτάν – Αρχαία Ιστορία
- Μπουτάν - Η νέα εποχή
- Το Μπουτάν και οι Βρετανοί
- Το Βασίλειο του Μπουτάν
- Σύγχρονο Μπουτάν
- Η οικονομία και οι σχέσεις με την Κίνα
- Πρώτες εικόνες
- Dzong
- Τοξοβολία
- Αγορές
- Βόλτες στο Thimphu
- Κι άλλες βόλτες
- Λίγο ακόμα Thimphu
- Dochula
- Ο Divine Madman
- Ο Ναός του Divine Madman
- Η παλιά πρωτεύουσα
- Μέσα στο Dzong
- Η κοιλάδα
- Ο δρόμος για το Paro
- Paro
- Μουσεία στο Paro
- Πέριξ της πόλης
- Ξενοδοχείο
- Ανάβαση στη Φωλιά του Τίγρη
- Κάθοδος
- Paro II
- Επιστροφή στο Kathmandu
- Patan (βόρεια)
- Patan (συνέχεια)
- Patan Durbar
- Patan (νότια)
- Υπόλοιπα Patan
- Εμπορικό Κατμαντού
- Pashupatinath
- Pashupatinath (συνέχεια)
- Boudhha
- Bhaktapur
- Bhaktapur Durbar
- Bhaktapur Durbar (συνέχεια)
- Bisket Jatra
- Πρωινή βόλτα
- Πρωϊνή βόλτα (συνέχεια)
- Tachupal
- Κέντρο Bhaktapur
- Durbar again
- Αεροπλάνα
- Στο δρόμο για το Θιβέτ
- Το Θιβέτ
- Η εποχή των Δαλάι Λάμα
- Κινεζική κατοχή και ανεξαρτησία
- Κομμουνισμός
- Παραλογισμοί
- Σύγχρονη εποχή
- Πρώτες βόλτες στη Λάσα
- Kora
- Drepung
- Drepung (συνέχεια)
- Sera
- Κέντρο
- Γειτονιές
- Βραδινές εξορμήσεις
- Ποτάλα
- Yaowangshan
- Κέντρο
- Μπροστά από την Potala
- Χιλιόμετρα
- Λίμνες
- Διαβάσεις
- Gyangze
- Shigatse
- Προς το Everest
- Εθνικός δρυμός
- Everest
- Διανυκτέρευση
- Ο δρόμος για την έξοδο
- Λίμνες και βουνά
- Ο ορεινός δρόμος για το Κεντρικό Νεπάλ
- Ο πεδινός δρόμος για το Κατμαντού
- Swayambhunath
- Τελευταίες βόλτες
- Επιστροφή στη βάση
- Οικονομικός απολογισμός
- Μετά το ταξίδι
Κεφάλαιο 5: Νεπάλ
Κάπου τον 3ο αιώνα π.Χ., μερικούς αιώνες ήδη μετά τη γέννηση του Βούδα, ο Ινδός Βουδιστής αυτοκράτορας Ashoka επισκέφθηκε το Lumbini και έστησε μια στήλη στο σημείο, και βοήθησε να διαδοθεί ο Βουδισμός στην περιοχή του Νεπάλ. Στην πορεία όμως ο Ινδουισμός επανήλθε, το Lumbini καταστράφηκε, ώσπου ήρθαν κι άλλες Βουδιστικές φυλές στην περιοχή (Licchavi). Οι Licchavi ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την περιοχή ως κέντρο εμπορίου, ανάμεσα στην Ινδία και στο Θιβέτ (το οποίο τότε πίστευε ακόμα στην αρχαία θρησκεία Bön).
Ο Amsuvarman, o πρώτος βασιλιάς της δυναστείας των Thankuri, ανέβηκε στο θρόνο με το γάμο του με την κόρη του τελευταίου βασιλιά των Licchavi, φρόντισε να ενισχύσει τη δύναμή του παντρεύοντας την αδερφή του με ένα Ινδό Πρίγκηπα, και την κόρη του με τον Songtsen Gampo, το μεγάλο βασιλιά του Θιβέτ. Η τελευταία, μαζί με την άλλη γυναίκα του Θιβετιανού Βασιλιά, που ήταν από την Κίνα, έκαναν το Βασιλιά βουδιστή γύρω στο 640 μ.Χ, ξεκινώντας έτσι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του Θιβέτ (περισσότερα για αυτό όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε για το Θιβέτ).
Η ιστορία συνεχίστηκε χωρίς πολλά ως το 10ο αιώνα, οπότε ο βασιλιάς Gunakamadeva ίδρυσε την πόλη του Kantipur στο μέσο μιας εύφορης κοιλάδας στο κέντρο της χώρας. Η πόλη σήμερα ονομάζεται Kathmandu.
Η λέξη Malla στα Σανσκριτικά σημαίνει παλαιστής, αλλά αυτό ήταν το όνομα του βασιλιά που ήρθε στην περιοχή του Κατμαντού το 12ο αιώνα από την Ινδία, όταν εξορίστηκε από τον τόπο καταγωγής του. Η άφιξή του ξεκίνησε μια μακρά περίοδο ακμής που διήρκησε κάπου 550 χρόνια, και τροφοδοτήθηκε από τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων από/προς το Θιβέτ, που ήταν ολοένα και μεγαλύτερης αξίας. Το βασίλειο δεν έφτανε και πολύ πέρα από την κοιλάδα του Κατμαντού, αλλά δε χρειαζόταν παραπάνω. Το Terai ήταν επικίνδυνη ζούγκλα με malaria που θέριζε. Και από τα βουνά, οι δυο κρίσιμες ορεινές διαβάσεις προς το Θιβέτ μπορούσαν να ελέγχονται από το Κατμαντού.
Όμως υπήρχαν και εμπόδια. Ένας σεισμός το 1255 σκότωσε περίπου το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Μια εισβολή από τους Μουσουλμάνους της Βεγγάλης περίπου ένα αιώνα αργότερα προκάλεσε μεγάλη καταστροφή αλλά και μηδενικό πολιτιστικό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το Kashmir στο οποίο εισέβαλαν περίπου την ίδια περίοδο. Έστειλε όμως εδώ πολλούς πρόσφυγες από την Ινδία. Κατά τα άλλα, όμως, τα πρώτα χρόνια της δυναστείας (1220-1482) ήταν σταθερά.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Jayasthithi Malla (1382-95) η κοιλάδα ενοποιήθηκε σε ένα βασίλειο και οι νόμοι του κωδικοποιήθηκαν, μαζί τους και το σύστημα με τις κάστες. Όμως, ένα αιώνα αργότερα, μετά το θάνατο και του μεθεπόμενου βασιλιά και εγγονού του το 1482, το βασίλειο της κοιλάδας σπάστηκε στα τρία, για καθένα από τα παιδιά του τελευταίου. Ο ένας γιός πήρε το βασίλειο του Bhaktapur, ένας άλλος του Κατμαντού, κι ο τρίτος του Patan. H υπόλοιπη σημερινή χώρα ήταν μοιρασμένη σε κάπου 50 ακόμη μικρά βασίλεια.
Τα τρία βασίλεια της κοιλάδας του Κατμαντού, όντας τόσο κοντά το ένα στο άλλο, είχαν διαρκώς ένταση στις σχέσεις τους, και μία έκφρασή της έντασης αυτής ήταν ο ανταγωνισμός στις τέχνες και την αρχιτεκτονική. Κάθε μια από τις τρείς πόλεις απέκτησε παλάτι και πλατεία παλατιού που ήταν η μια ομορφότερη από την άλλη, με σημαντικό μέρος από τους πόρους των τριών βασιλείων (με το εμπόριο να πηγαίνει καλά) να κατευθύνεται στις εντυπωσιακές κατασκευές. Κι αυτό συνεχίστηκε για αιώνες.
Ένας φύλαρχος από το πολύ μικρό βασίλειο της Ghorka, μια μικρή πόλη κάπου 60 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Κατμαντού, κάπου στο μέσο της απόστασης μεταξύ του Κατμαντού και της Ποκάρα, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης σήμερα στη χώρα, ονειρεύτηκε ένα ενώσει όλο το Νεπάλ. Το όνομά του ήταν Prithvi Narayan Shah, και με το όνειρό του και τις δυνάμεις των ατρόμητων πολεμιστών του, είχε καταφέρει να καταλάβει το οχυρό του Nuwakot το 1744 και να φτάσει λίγο έξω από το Κατμαντού το 1768. Με τρομακτική αγριότητα (μάζεψε λένε 50 κιλά από κομμένες μύτες και χείλια από τα πρόσωπα των κατοίκων ενός χωριού που αντιστεκόταν), κατάφερε να ενώσει τελικά όλο το Νεπάλ υπό τον έλεγχό του, τελειώνοντας τους βασιλείς της δυναστείας των Malla.
Στη συνέχεια μετέφερε την πρωτεύουσά του βασιλείου της Ghorka (που θα ήταν το όνομα της χώρας για τους επόμενους αιώνες) στο Κατμαντού, και ίδρυσε μια δυναστεία που θα κυβερνούσε ως το 2008. Το όνομα της πόλης του, όμως, έμελλε να γίνει πιο γνωστό από το δικό του και για ένα ακόμα λόγο, καθώς μια παράφρασή του, το Ghurka, υιοθετήθηκε από τους βρετανούς ως όνομα για μια από τις πλέον επίλεκτες μονάδες του στρατού τους, τους οποίους μάλιστα στρατολογούν ακόμα και σήμερα από την περιοχή.
Ο Δυναμικός στρατός της Ghorka λίγα χρόνια μετά είχε κατακτήσει όλο το ανατολικό σημερινό Νεπάλ και το Σικίμ της Ινδίας, και δυτικά είχε φτάσει ως τα σύνορα του Punjab. Αυτό ενόχλησε πολύ την υπερδύναμη της περιοχής, τη Βρετανία. Παρότι είχαν υπογραφεί συνθήκες ειρήνης ανάμεσα στο Νεπάλ και τους Βρετανούς, σύντομα εκδηλώθηκε ο πρώτος Νεπαλο-Βρετανικός πόλεμος. Ο πόλεμος έληξε με νικητές τους Βρετανούς, που υποχρέωσαν το Νεπάλ να παραδώσει τις επαρχίες Sikkim, Kumaon και Garhwal, και απέκτησαν το δικαίωμα να στρατολογούν τους Ghurka. Δεν έκαναν το Νεπάλ αποικία όμως, αλλά προτίμησαν να το κρατήσουν ως «buffer state» ανάμεσα στη Βρετανική Ινδία και στο Θιβέτ. Και έκτοτε η ειρήνη επανήρθε, με τους Νεπαλέζους να υποστηρίζουν τους Βρετανούς στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Ινδίας που ακολούθησε.
Ακολούθησε μια περίοδος απομονωτισμού, όπου κανένας ξένος δεν επιτρεπόταν να πατήσει το πόδι του στο Νεπάλ, με μοναδική εξαίρεση τους Βρετανούς πρέσβεις. Παρ’ όλα αυτά επαφές με τη γειτονική Ινδία υπήρχαν, και μέσω αυτών ήρθαν στη χώρα οι καλλιέργειες του νέου κόσμου: Πατάτες, Τσίλι, Καπνός κλπ. Και όπως οι Malla βασίλευαν ανταγωνιζόμενοι στην επίδειξη τέχνης και αρχιτεκτονικής, οι βασιλείς αυτής της περιόδου, βασίλευαν με αίμα και τρόμο. Αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη σφαγή της πλατείας Kot, το 1846. Τότε, 55 προύχοντες σφαγιάστηκαν σε ένα βράδυ, προκειμένου η εξουσία να περάσει στα χέρια κάποιου Jung Bahadur.
O Jung Bahadur αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός, και άλλαξε το επώνυμο του σε «Rana», που είχε μεγαλύτερο πρεστίζ. Το αξίωμα του πρωθυπουργού έγινε κληρονομικό και άλλαξε τίτλο σε «maharajah». Υπήρχαν δηλαδή παράλληλα δυο βασιλικές οικογένειες, του βασιλιά και των Rana, με την πραγματική εξουσία να βρίσκεται όμως στα χέρια των δεύτερων. Ο Jung Bahadur ταξίδεψε στην Ευρώπη, απ’ όπου απέκτησε γούστο για τη Νεοκλασική αρχιτεκτονική, που συναντάται σε πολλά παλάτια και δημόσια κτίρια στο Κατμαντού σήμερα. Η κατάσταση αυτή κράτησε για πάνω από ένα αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η χώρα δεν αναπτύχθηκε.
Γίνανε όμως άλλα βήματα. Ειδικά η 29-χρονη πρωθυπουργία του Chandra Shumsher (1901-29) έφερε μεγάλες αλλαγές. Η πρακτική του sati (όπου η χήρα καιγόταν ζωντανή στην πυρά μαζί με τον εκλιπόντα σύζυγο) απαγορεύτηκε, 60.000 σκλάβοι απελευθερώθηκαν και ιδρύθηκαν τα πρώτα σχολεία. Το 1889 άνοιξε το πρώτο νοσοκομείο, ακολούθησε το δίκτυο ύδρευσης, περιορισμένη ηλεκτροδότηση, κτίστηκε το παλάτι Singh Durbar που σήμερα στεγάζει το κοινοβούλιο, κ.α. Όλα αυτά στην πρωτεύουσα βέβαια, καθώς το χάσμα ανάμεσα στο μεσαίωνα της επαρχίας και στην πολυτελή ζωή των Rana όλο και μεγάλωνε.
Κάπου τον 3ο αιώνα π.Χ., μερικούς αιώνες ήδη μετά τη γέννηση του Βούδα, ο Ινδός Βουδιστής αυτοκράτορας Ashoka επισκέφθηκε το Lumbini και έστησε μια στήλη στο σημείο, και βοήθησε να διαδοθεί ο Βουδισμός στην περιοχή του Νεπάλ. Στην πορεία όμως ο Ινδουισμός επανήλθε, το Lumbini καταστράφηκε, ώσπου ήρθαν κι άλλες Βουδιστικές φυλές στην περιοχή (Licchavi). Οι Licchavi ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την περιοχή ως κέντρο εμπορίου, ανάμεσα στην Ινδία και στο Θιβέτ (το οποίο τότε πίστευε ακόμα στην αρχαία θρησκεία Bön).
Ο Amsuvarman, o πρώτος βασιλιάς της δυναστείας των Thankuri, ανέβηκε στο θρόνο με το γάμο του με την κόρη του τελευταίου βασιλιά των Licchavi, φρόντισε να ενισχύσει τη δύναμή του παντρεύοντας την αδερφή του με ένα Ινδό Πρίγκηπα, και την κόρη του με τον Songtsen Gampo, το μεγάλο βασιλιά του Θιβέτ. Η τελευταία, μαζί με την άλλη γυναίκα του Θιβετιανού Βασιλιά, που ήταν από την Κίνα, έκαναν το Βασιλιά βουδιστή γύρω στο 640 μ.Χ, ξεκινώντας έτσι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του Θιβέτ (περισσότερα για αυτό όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε για το Θιβέτ).
Η ιστορία συνεχίστηκε χωρίς πολλά ως το 10ο αιώνα, οπότε ο βασιλιάς Gunakamadeva ίδρυσε την πόλη του Kantipur στο μέσο μιας εύφορης κοιλάδας στο κέντρο της χώρας. Η πόλη σήμερα ονομάζεται Kathmandu.
Η λέξη Malla στα Σανσκριτικά σημαίνει παλαιστής, αλλά αυτό ήταν το όνομα του βασιλιά που ήρθε στην περιοχή του Κατμαντού το 12ο αιώνα από την Ινδία, όταν εξορίστηκε από τον τόπο καταγωγής του. Η άφιξή του ξεκίνησε μια μακρά περίοδο ακμής που διήρκησε κάπου 550 χρόνια, και τροφοδοτήθηκε από τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων από/προς το Θιβέτ, που ήταν ολοένα και μεγαλύτερης αξίας. Το βασίλειο δεν έφτανε και πολύ πέρα από την κοιλάδα του Κατμαντού, αλλά δε χρειαζόταν παραπάνω. Το Terai ήταν επικίνδυνη ζούγκλα με malaria που θέριζε. Και από τα βουνά, οι δυο κρίσιμες ορεινές διαβάσεις προς το Θιβέτ μπορούσαν να ελέγχονται από το Κατμαντού.
Όμως υπήρχαν και εμπόδια. Ένας σεισμός το 1255 σκότωσε περίπου το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Μια εισβολή από τους Μουσουλμάνους της Βεγγάλης περίπου ένα αιώνα αργότερα προκάλεσε μεγάλη καταστροφή αλλά και μηδενικό πολιτιστικό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το Kashmir στο οποίο εισέβαλαν περίπου την ίδια περίοδο. Έστειλε όμως εδώ πολλούς πρόσφυγες από την Ινδία. Κατά τα άλλα, όμως, τα πρώτα χρόνια της δυναστείας (1220-1482) ήταν σταθερά.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Jayasthithi Malla (1382-95) η κοιλάδα ενοποιήθηκε σε ένα βασίλειο και οι νόμοι του κωδικοποιήθηκαν, μαζί τους και το σύστημα με τις κάστες. Όμως, ένα αιώνα αργότερα, μετά το θάνατο και του μεθεπόμενου βασιλιά και εγγονού του το 1482, το βασίλειο της κοιλάδας σπάστηκε στα τρία, για καθένα από τα παιδιά του τελευταίου. Ο ένας γιός πήρε το βασίλειο του Bhaktapur, ένας άλλος του Κατμαντού, κι ο τρίτος του Patan. H υπόλοιπη σημερινή χώρα ήταν μοιρασμένη σε κάπου 50 ακόμη μικρά βασίλεια.
Τα τρία βασίλεια της κοιλάδας του Κατμαντού, όντας τόσο κοντά το ένα στο άλλο, είχαν διαρκώς ένταση στις σχέσεις τους, και μία έκφρασή της έντασης αυτής ήταν ο ανταγωνισμός στις τέχνες και την αρχιτεκτονική. Κάθε μια από τις τρείς πόλεις απέκτησε παλάτι και πλατεία παλατιού που ήταν η μια ομορφότερη από την άλλη, με σημαντικό μέρος από τους πόρους των τριών βασιλείων (με το εμπόριο να πηγαίνει καλά) να κατευθύνεται στις εντυπωσιακές κατασκευές. Κι αυτό συνεχίστηκε για αιώνες.
Ένας φύλαρχος από το πολύ μικρό βασίλειο της Ghorka, μια μικρή πόλη κάπου 60 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Κατμαντού, κάπου στο μέσο της απόστασης μεταξύ του Κατμαντού και της Ποκάρα, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης σήμερα στη χώρα, ονειρεύτηκε ένα ενώσει όλο το Νεπάλ. Το όνομά του ήταν Prithvi Narayan Shah, και με το όνειρό του και τις δυνάμεις των ατρόμητων πολεμιστών του, είχε καταφέρει να καταλάβει το οχυρό του Nuwakot το 1744 και να φτάσει λίγο έξω από το Κατμαντού το 1768. Με τρομακτική αγριότητα (μάζεψε λένε 50 κιλά από κομμένες μύτες και χείλια από τα πρόσωπα των κατοίκων ενός χωριού που αντιστεκόταν), κατάφερε να ενώσει τελικά όλο το Νεπάλ υπό τον έλεγχό του, τελειώνοντας τους βασιλείς της δυναστείας των Malla.
Στη συνέχεια μετέφερε την πρωτεύουσά του βασιλείου της Ghorka (που θα ήταν το όνομα της χώρας για τους επόμενους αιώνες) στο Κατμαντού, και ίδρυσε μια δυναστεία που θα κυβερνούσε ως το 2008. Το όνομα της πόλης του, όμως, έμελλε να γίνει πιο γνωστό από το δικό του και για ένα ακόμα λόγο, καθώς μια παράφρασή του, το Ghurka, υιοθετήθηκε από τους βρετανούς ως όνομα για μια από τις πλέον επίλεκτες μονάδες του στρατού τους, τους οποίους μάλιστα στρατολογούν ακόμα και σήμερα από την περιοχή.
Ο Δυναμικός στρατός της Ghorka λίγα χρόνια μετά είχε κατακτήσει όλο το ανατολικό σημερινό Νεπάλ και το Σικίμ της Ινδίας, και δυτικά είχε φτάσει ως τα σύνορα του Punjab. Αυτό ενόχλησε πολύ την υπερδύναμη της περιοχής, τη Βρετανία. Παρότι είχαν υπογραφεί συνθήκες ειρήνης ανάμεσα στο Νεπάλ και τους Βρετανούς, σύντομα εκδηλώθηκε ο πρώτος Νεπαλο-Βρετανικός πόλεμος. Ο πόλεμος έληξε με νικητές τους Βρετανούς, που υποχρέωσαν το Νεπάλ να παραδώσει τις επαρχίες Sikkim, Kumaon και Garhwal, και απέκτησαν το δικαίωμα να στρατολογούν τους Ghurka. Δεν έκαναν το Νεπάλ αποικία όμως, αλλά προτίμησαν να το κρατήσουν ως «buffer state» ανάμεσα στη Βρετανική Ινδία και στο Θιβέτ. Και έκτοτε η ειρήνη επανήρθε, με τους Νεπαλέζους να υποστηρίζουν τους Βρετανούς στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Ινδίας που ακολούθησε.
Ακολούθησε μια περίοδος απομονωτισμού, όπου κανένας ξένος δεν επιτρεπόταν να πατήσει το πόδι του στο Νεπάλ, με μοναδική εξαίρεση τους Βρετανούς πρέσβεις. Παρ’ όλα αυτά επαφές με τη γειτονική Ινδία υπήρχαν, και μέσω αυτών ήρθαν στη χώρα οι καλλιέργειες του νέου κόσμου: Πατάτες, Τσίλι, Καπνός κλπ. Και όπως οι Malla βασίλευαν ανταγωνιζόμενοι στην επίδειξη τέχνης και αρχιτεκτονικής, οι βασιλείς αυτής της περιόδου, βασίλευαν με αίμα και τρόμο. Αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη σφαγή της πλατείας Kot, το 1846. Τότε, 55 προύχοντες σφαγιάστηκαν σε ένα βράδυ, προκειμένου η εξουσία να περάσει στα χέρια κάποιου Jung Bahadur.
O Jung Bahadur αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός, και άλλαξε το επώνυμο του σε «Rana», που είχε μεγαλύτερο πρεστίζ. Το αξίωμα του πρωθυπουργού έγινε κληρονομικό και άλλαξε τίτλο σε «maharajah». Υπήρχαν δηλαδή παράλληλα δυο βασιλικές οικογένειες, του βασιλιά και των Rana, με την πραγματική εξουσία να βρίσκεται όμως στα χέρια των δεύτερων. Ο Jung Bahadur ταξίδεψε στην Ευρώπη, απ’ όπου απέκτησε γούστο για τη Νεοκλασική αρχιτεκτονική, που συναντάται σε πολλά παλάτια και δημόσια κτίρια στο Κατμαντού σήμερα. Η κατάσταση αυτή κράτησε για πάνω από ένα αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η χώρα δεν αναπτύχθηκε.
Γίνανε όμως άλλα βήματα. Ειδικά η 29-χρονη πρωθυπουργία του Chandra Shumsher (1901-29) έφερε μεγάλες αλλαγές. Η πρακτική του sati (όπου η χήρα καιγόταν ζωντανή στην πυρά μαζί με τον εκλιπόντα σύζυγο) απαγορεύτηκε, 60.000 σκλάβοι απελευθερώθηκαν και ιδρύθηκαν τα πρώτα σχολεία. Το 1889 άνοιξε το πρώτο νοσοκομείο, ακολούθησε το δίκτυο ύδρευσης, περιορισμένη ηλεκτροδότηση, κτίστηκε το παλάτι Singh Durbar που σήμερα στεγάζει το κοινοβούλιο, κ.α. Όλα αυτά στην πρωτεύουσα βέβαια, καθώς το χάσμα ανάμεσα στο μεσαίωνα της επαρχίας και στην πολυτελή ζωή των Rana όλο και μεγάλωνε.
Last edited: